Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 131 εγγραφές  [0-20]


  • αδόξαστος [ἀδόξαστος] α-δό-ξα-στος ουσ. (αρσ.) {μόνο στην αιτ. εν.}: διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται, να εξυμνείται): (προφ.-υβριστ.) Τον ~ό σου (= τον διάολό σου)! Κυρ. στις ● ΦΡ.: μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία (προφ.): (κάποιος/κάτι) με βασάνισε, ταλαιπώρησε, εξουθένωσε: Μου έβγαλε τον ~/την πίστη, μέχρι να το φτιάξω. (απειλητ.) Θα τον στρώσω στη δουλειά και θα του αλλάξω τον ~! ΣΥΝ. μου άλλαξε τα φώτα, τραβώ τον αδόξαστο (σπάν.): βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά. ΣΥΝ. τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου [< αρχ. ἀδόξαστος 'βέβαιος']
  • αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]
  • ακούω [ἀκούω] α-κού-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ακού-ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. άκου, ακούτε, ακού(γ)οντας, παρατ. άκουγα | άκου-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, (σπάν.) -όμενος, -σμένος} 1. αντιλαμβάνομαι ήχους με το αισθητήριο όργανο της ακοής: Δεν ~ει καλά από το δεξί αυτί. ~ει ό,τι τον συμφέρει. Ακούς τίποτα; Για άκου! Μόλις που ~γόταν. ~γομαι στο βάθος; Καλέ, τι κραυγή ήταν αυτή! Μέχρι εδώ ~στηκες! Βλ. βαρι~, κρυφ~, ξαν~, παρ~. 2. παρακολουθώ προσεκτικά κάποιον, κάτι: ~ την εκπομπή σας μέσω ίντερνετ/μουσική/ραδιόφωνο (πβ. ακροάζομαι). Σε ~. Τον έχω ~σει (ενν. τον καλλιτέχνη) ζωντανά σε συναυλία. 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Πρώτη φορά το ~! ~σες τα νέα; Δεν ~σες ότι/πως ... Κάπου το ~σα και μου έκανε εντύπωση. Από ποιον το ~σες; Το ~σα από επίσημα χείλη. Όταν τα ~σε, έσκασε στα γέλια. Δεν ~στηκες τελευταία και ανησυχήσαμε (: δεν εμφανίστηκες, δεν μάθαμε νέα σου). Τραγούδια λιγότερο ~σμένα. Βλ. πρωτ~. 4. κατανοώ αυτά που λέει κάποιος, πείθομαι, υπακούω: Ακούς (= καταλαβαίνεις) τι σου λέω; Τον ~σα και την πάτησα. Δεν ~σες τα παρακάλια μου/τη συμβουλή μου! Δεν ~ει κανένα. Μην ακούς τι σου λένε οι άλλοι. Πρέπει να ~τε τους γονείς σας (= να ακολουθείτε τις συμβουλές, τις υποδείξεις τους)! Βλ. πειθαρχώ.|| Άκου την καρδιά σου! Βλ. εισ~. ● Παθ.: ακούγεται: δημιουργεί (ορισμένη) εντύπωση: Αυτό που λες ~ απίστευτο/αστείο/γελοίο/πολύ ενδιαφέρον/παράδοξο (ΣΥΝ. ηχεί). ~ άσχημα/ωραία (: προκαλεί αρνητική/θετική αίσθηση)., ακούγομαι 1. βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αποκτώ φήμη: Το όνομά του ~εται πολύ τώρα τελευταία.|| (παλαιότ.-αρνητ. συνυποδ.) ~στηκε στη γειτονιά και δεν τολμάει να ξεμυτίσει. 2. {στο γ' πρόσ.} (απρόσ.) διαδίδεται, θρυλείται, συζητιέται, φημολογείται: ~εται ότι θα γίνουν αυξήσεις. 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} εισακούομαι: Ο λόγος του ~εται (= μετράει, πιάνει). Δεν ~εται πια (η γνώμη/η πρότασή του). Αν το πεις εσύ, θα ~στείς. ● ΦΡ.: άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω!: για επίπληξη, πρόκληση ενδιαφέροντος ή εμφατ. στον λόγο: Άκου/κοίτα να σου πω, δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω! Λοιπόν, ~ ~ τι έγινε! ΣΥΝ. άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) (1), άκου (με) που σου λέω!: για επιβεβαίωση των λόγων κάποιου: Αυτοί κάτι μαγειρεύουν, ~ ~!, άκου λέει! 1. για δήλωση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης: ~ ~ να πάμε περπατώντας! ΣΥΝ. άκου πράγματα! 2. (εμφατ.) για ενθάρρυνση, προτροπή: Πώς δεν θέλω; ~ ~ (= θέλω και πολύ μάλιστα)!, άκου πράγματα! & (προφ.) άκου πράματα: για δυσάρεστη έκπληξη, αγανάκτηση, αποδοκιμασία: ~ ~! Τριγυρνούσαν ξημερώματα μεθυσμένοι! ~ ~ να παρακολουθούν τα τηλέφωνα του κόσμου! ΣΥΝ. άκου λέει! (1), άκουσον, άκουσον!, άκουσε τα εξ αμάξης/τον εξάψαλμο/της χρονιάς του/τα σκολιανά του/τον αναβαλλόμενο: τον επέπληξαν, τον κατσάδιασαν: Άργησε να πάει στη δουλειά κι ~ ~., άκουσον, άκουσον! (λόγ.): έκπληξη για κάτι αρνητικό, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, αποδοκιμασία. ΣΥΝ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί, άκου πράγματα!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...;, αυτό που άκουσες! (προφ.-επιτατ.): για έκφραση αγανάκτησης: Ναι λοιπόν, ~ ~, βαρέθηκα να σε παρακαλώ!, θα τ’ ακούσεις από την καλή (κι απ' την ανάποδη)!: (απειλητ.) ως επίπληξη., μ' ακούς;: για επιβεβαίωση ότι το κανάλι επικοινωνίας είναι ανοιχτό· (εμφατ. στο τέλος πρότασης) για δήλωση ισχυρής επιθυμίας του ομιλητή να τον προσέξει ιδιαίτερα ο ακροατής ή για απόλυτη επιβεβαίωση των λεγομένων με δραματικό τόνο: (σε τηλεφωνική συνδιάλεξη) Εγώ είμαι, ~ ~;|| Θέλω να σου μιλήσω, ~ ~;, όποιος έχει αυτιά, ακούει: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πασιφανές, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις. Βλ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω., ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει (προφ.): για δήλωση κατηγορηματικής άρνησης: Διάβασμα; ~ ~! Παντρεύεται; Αυτός ούτε που ήθελε ν' ακούσει για γάμο!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...; & δεν έχει ξανακουστεί/δεν ξανακούστηκε! (προφ.): για δήλωση δυσάρεστης έκπληξης, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας· είναι αδιανόητο: ~ ~ να μην εφαρμόζονται οι αποφάσεις/ότι ισχύει κάτι τέτοιο; ~ ~ αυτό; Πβ. άκουσον, άκουσον!, δεν ξανάγινε!, τ(α) άκουσα (προφ.): με επέπληξε, με κατσάδιασε: ~ ~ γερά/για τα καλά/ένα χεράκι. Δεν φτάνει που τη βοήθησα, ~ ~ κι από πάνω! Πβ. άκουσε τα εξ αμάξης., τ’ ακούς, τ’ ακούω να λες: για επιβεβαίωση ή εμφατικό τονισμό των λεγομένων., την άκουσα (αργκό) 1. ήπια πολύ αλκοόλ και ζαλίστηκα: ~ ~ από το πιοτό. ~ ~ για τα καλά. Πβ. γίνομαι κουδούνι, μεθώ. 2. (σπάν.) σε περιπτώσεις που ακούει κάποιος μια ανοησία, μια κοτσάνα. Βλ. την πέταξε., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, άκου εδώ βλ. εδώ, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) βλ. βλέπω, ακούει στο όνομα βλ. όνομα, άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου βλ. αυτί, ακούω (κάτι) βερεσέ βλ. βερεσέ, ακούω τα σχολιανά μου βλ. σχολιανός, ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο βλ. εξάψαλμος, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, εγώ μιλάω, εγώ τ' ακούω βλ. μιλώ, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω βλ. ους, πάταξον μεν, άκουσον δε βλ. πατάσσω, τα 'θελες και τ' άκουσες βλ. θέλω, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά [< αρχ. ἀκούω]
  • αλίμονο [ἀλίμονο] α-λί-μο-νο επιφών.: για έκφραση απόγνωσης, αγωνίας, οίκτου, μετάνοιας, αποτροπιασμού: ~ό μου, τι έπαθα η δύστυχη! Αν είναι αλήθεια, ~ό μας! ~ σε μένα! ~ αν περιμένω από τους άλλους! Πβ. αλί, βάι, συμφορά, τρισ~, φευ.|| (: προφ., ως απάντηση) -Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου! -~ (: ούτε να το σκέφτεσαι)! ● ΦΡ.: αλίμονό σου! (προφ.): ως απειλή, με αποτρεπτική λειτουργία: Φέρτε πίσω τα δανεικά, γιατί ~ σας! (επιτατ.) Ουαί κι ~ ~, αν ξαναβρίσεις!, ουαί και/κι αλίμονο (επιτατ.-απειλητ.): ~ ~ό σου αν σε πιάσω στα χέρια μου! [< μεσν. αλίμονον – παλαιότ. ορθογρ. αλλοίμονο]
  • άμα [ἅμα] ά-μα σύνδ. (συνηθέστ. προφ.) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις 1. (με υποθετική ή χρονικοϋποθετική σημασία) αν, εφόσον: ~ τύχει και τον συναντήσεις, πες του ότι τον ψάχνω. ~ θες, έλα.|| (ειρων.) ~ είσαι εσύ αστυνομικός, εγώ είμαι ο πάπας/αστροναύτης.|| (απειλητ.) ~ σε πιάσω στα χέρια μου ...|| (αδιάφορα) ~ φύγει, έφυγε.|| (αντίθεση) ~ δεν μπορείς, τι το παιδεύεις (: αφού, εφόσον, από τη στιγμή που); 2. (με χρονική σημασία) όταν, μόλις: ~ χτύπησε το κουδούνι, οι μαθητές πετάχτηκαν έξω.|| (κάθε φορά που, όποτε, οσάκις:) ~ έρχεται στην παρέα, δημιουργεί πρόβλημα. 3. (με αιτιολογική σημασία-σπανιότ.) γιατί, που: Χαίρεται ~ μπορεί να βοηθήσει. ● ΦΡ.: άμα (+ δοτ.) (επίσ.): ταυτόχρονα, συγχρόνως με, αμέσως μόλις: Ο πρωθυπουργός προέβη σε δηλώσεις ~ τη αφίξει του στο αεροδρόμιο. ~ τη εμφανίσει/τη λήξει ..., εν τω άμα (και το θάμα/θαύμα) (λόγ.): αμέσως, στη στιγμή, ταχύτατα: Τελειώνει τα πάντα ~ ~! Πβ. στο άψε σβήσε., (κι) άμα σου γουστάρει/άμα γουστάρεις! βλ. γουστάρω, αμ' έπος αμ' έργον βλ. έπος, άμα λάχει βλ. λαχαίνει, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος [< αρχ. ἅμα]
  • αν [ἄν] σύνδ. & (εμφατ.) εάν 1. εισάγει υποθετικές προτάσεις· σε περίπτωση που: ~ μπορείς, δώσε μου μια απάντηση. -Να σου στείλω το βιβλίο; -Ναι, ~ δεν σου είναι δύσκολο. ~ τυχόν σε ζητήσουν, τι να πω;|| (αιτία ή αποτέλεσμα:) Δεν απογοητευόταν, ~ αποτύγχανε. ~ έφτασε εκεί που έφτασε, το χρωστάει στους γονείς του.|| (παρενθετικά, για διευκρίνιση ή διόρθωση:) Οι περισσότεροι, ~ όχι όλοι (= για να μην πω όλοι), ονειρεύονται μια άνετη ζωή. Είναι πρωτότυπο, ~ θέλεις (= καλύτερα, μάλλον), πρωτοποριακό! ~ θυμάμαι καλά, με έχετε ξαναρωτήσει γι' αυτό. Κι ~ επιτρέπεται, τα πόσα κλείνεις (ενν. χρόνια);|| (ειρων.) ~ είναι αυτός γιατρός, τότε εγώ είμαι αστροναύτης!|| (απειλητ.) ~ πέσεις στα χέρια μου, την έβαψες!|| (σε ελλειπτ. λόγο) -Αυτό, ~ θέλεις, το συζητάμε. -Είναι σίγουρο; -~ είναι; Το εξακρίβωσα ο ίδιος! Πβ. άμα, εφόσον, όταν. 2. εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις: Αναρωτιέμαι/δεν ξέρω ~ το έχει μάθει. 3. στην αρχή προτάσεων (με οριστική παρατατικού ή υπερσυντελίκου) για δήλωση επιθυμίας, απραγματοποίητης ευχής· μακάρι να, ας: ~ ερχόσουν απόψε μαζί μας (: θα ήθελα να έρθεις)! ~ είχαμε κρατήσει εκείνο το οικόπεδο, θα ήμασταν τώρα πλούσιοι! ● Ουσ.: αν (τα): προϋποθέσεις, υποθέσεις, δισταγμοί: Με τα ~ δεν γίνεται τίποτα! ● ΦΡ.: αν και μόνο αν: ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. (στη Λογική) για την περιγραφή αναγκαίας και επαρκούς συνθήκης, προκειμένου να ισχύει ένας ισχυρισμός., εκτός/παρεκτός (και/κι) αν: εισάγει δευτερεύουσα πρόταση που φανερώνει την προϋπόθεση υπό την οποία μπορεί να αναιρεθεί το περιεχόμενο της κύριας: Μη γράφεις με κεφαλαία, ~ ~ θέλεις να τονίσεις κάτι. ΣΥΝ. παρά μόνο αν.|| Η ηλιακή ακτινοβολία διαπερνά τα τζάμια, ~ ~ έχουν ειδικά φίλτρα., όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... & όπως και να έχει/να 'χει το πράγμα/να έχουν τα πράγματα: ανεξάρτητα απ' ό,τι ισχύει ή συμβαίνει, σε κάθε περίπτωση: ~ ~, αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα. ~ ~, σε ευχαριστώ., αν αγαπάτε βλ. αγαπώ, αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω, αν δεν απατώμαι βλ. απατώ, αν δεν αστράψει, δεν βροντά (κι αν δεν βροντά, δεν βρέχει) βλ. αστράφτει, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, αν δεν κάνω λάθος βλ. λάθος, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει βλ. παινεύω, αν δεν ταιριάζαμε, δεν θα συμπεθεριάζαμε βλ. ταιριάζω, αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) βλ. έρχομαι, αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας βλ. αράδα, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) βλ. καρούλι, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, αν θέλεις/θέλετε βλ. θέλω, αν θέλω λέει! βλ. θέλω, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, αν με καλορωτάς βλ. καλορωτώ, αν μη τι άλλο βλ. άλλος, αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! βλ. σφυρίζω, αν/άμα/όταν ραγίσει/σπάσει το γυαλί (δεν ξανακολλάει) βλ. γυαλί, και να ... και να μην .../κι αν ... κι αν δεν .../να κι αν ... να κι αν δεν βλ. και, ό,τι κι αν/ό,τι και να βλ. ό,τι, όποιος κι αν/και να ... βλ. όποιος, όποτε και/κι αν βλ. όποτε, όπου και να/κι αν βλ. όπου, όπως κ(α)ι αν/και να ... βλ. όπως, όσο κι αν/και να βλ. όσο, όσος κι αν/και να βλ. όσος, όταν και/κι αν βλ. όταν, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία ● βλ. κι αν [< αρχ. ἄν, ἐάν]
  • ανάβω [ἀνάβω] α-νά-βω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνα-ψα, ανά-φτηκε, -μμένος, ανάβ-οντας} 1. βάζω, μεταδίδω φωτιά σε κάτι ή παίρνω φωτιά: (μτβ.) ~ το καντήλι/τα κάρβουνα/ένα κερί/ένα σπίρτο/την ψησταριά. ~ βεγγαλικά/καπνογόνα. ~ψε (ένα) τσιγάρο.|| (αμτβ.) Η σόμπα/το τζάκι ~ει (: είναι αναμμένη/ο). Τα κάρβουνα ~ουν εύκολα (= αναφλέγονται). ~ψε η φλόγα/η φωτιά (= κόρωσε).|| (μτφ.) Μια σπίθα ~ει μες στα μάτια του (: για δήλωση πάθους ή εξυπνάδας). Τα λόγια της μου ~ψαν το ενδιαφέρον (ΣΥΝ. εξάπτω, κεντρίζω, κινώ, ξυπνώ, προκαλώ). ΑΝΤ. σβήνω (1) 2. θέτω ή τίθεμαι σε λειτουργία (με παροχή ηλεκτρικού ρεύματος ή με μπαταρία): (μτβ.) ~ τη λάμπα/τη μηχανή/την τηλεόραση/τον φακό/το φλας/τα φώτα. Το φανάρι ~ψε κόκκινο/πράσινο.|| (αμτβ.) Το λαμπάκι/φωτάκι δεν ~ει (= κάηκε). Το σήμα/η φωτεινή ένδειξη δεν ~ει (= δεν λειτουργεί, δεν ενεργοποιείται ή δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί). Τι ώρα ~ει το καλοριφέρ; Ο φάρος ~ει αυτόματα.|| (μτφ.) ~ψαν οι μηχανές του πολέμου. ΑΝΤ. σβήνω (2) 3. (μτφ.-συνήθ. προφ.) ερεθίζω ή ερεθίζομαι: (μτβ.) Μην τον ~εις, άστον να ηρεμήσει (ΣΥΝ. εξάπτεις, εξοργίζεις, φουντώνεις)!|| (αμτβ.) ~ και μόνο που το ακούω (ΣΥΝ. βράζω, (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, κορώνω, φουντώνω)!|| Μ' ~εις (: με αναστατώνεις, με διεγείρεις ερωτικά). ~ει εύκολα. Πβ. ξανάβω. 4. (μτφ.-στο γ' πρόσ.) αποκτώ ένταση, φουντώνω: ~ψε ο καβγάς/η μάχη/η συζήτηση. ~ψε μέσα του ο έρωτας/η οργή/ο πόθος. Οι κόντρες/τα πολιτικά πάθη ~ψαν. ~ψε από θυμό (πβ. κορώνω). ΣΥΝ. ζωηρεύω (3) 5. (μτφ.) ζεσταίνομαι πολύ, υπερθερμαίνομαι: Ανοίξτε το παράθυρο, έχουμε ~ψει (= σκάσει, κορώσει, φουντώσει, ψηνόμαστε. ΑΝΤ. παγώσει, πουντιάσει)! ~ψε η μηχανή του αυτοκινήτου (ΑΝΤ. κρύωσε). Πβ. πυρώνω. ΣΥΝ. καψώνω (1) 6. {μόνο στο γ' πρόσ., συνήθ. στον αόρ.} (προφ.) αρχίζει κάτι να αλλοιώνεται, μουχλιάζει: ~ψε το τυρί/ψωμί (= χάλασε). ~ψαν τα κρεμμύδια/οι πατάτες. ● ΦΡ.: ανάβει το γλέντι/κέφι (προφ.): κορυφώνεται η διασκέδαση: Άναψε ~ για τα καλά.|| (ως παρότρυνση) Έλα, ν' ανάψει ~! Βλ. θα το κάψουμε/το κάψαμε., του την ανάβω (αργκό): τον πυροβολώ: Πήρε το περίστροφο και ~ ~ψε. (απειλητ.) Όποιος κουνηθεί, ~ ~ψα!, ανάβει και κορώνει βλ. κορώνω, ανάβουν τα αίματα βλ. αίμα, ανάβει φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, μου ανάβουν τα λαμπάκια βλ. λαμπάκι ● βλ. αναμμένος [< 1: μεσν. ανάβω, αγγλ. light, set fire to, γαλλ. allumer, enflammer 2: αγγλ. turn/switch on 3: αγγλ. take fire, get hot, turn on 4: αγγλ. get heated/lively, γαλλ. s' allumer 5: αγγλ. go red, flame]
  • ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]
  • άντερο [ἄντερο] ά-ντε-ρο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό.-προφ.): έντερο. ● ΦΡ.: βγάζει τ' άντερά του (μτφ.): κερδίζει πολλά χρήματα., δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του (μειωτ.): δεν νοιάζεται για κανένα, είναι σκληρός και ανελέητος: Μην περιμένεις τίποτα από δαύτον! Αυτός ~ ~!, δεν μου έμεινε άντερο (μτφ.): γέλασα υπερβολικά. Πβ. πεθαίνω, ξεκαρδίζομαι στα γέλια., λάδωσε/λίγδωσε τ' άντερο/τ' αντεράκι (κάποιου) (μτφ.): χόρτασε ή απόκτησε υλικά αγαθά., στριμμένο άντερο (μειωτ.): άνθρωπος ιδιότροπος, στρυφνός. Πβ. ανάποδος, κέρατο., του βγάζω τ' άντερα (μτφ.) 1. ξεκοιλιάζω, μαχαιρώνω, σκοτώνω: (απειλητ.) Να του πεις πως, αν τον δω, θα του βγάλω ~! 2. (σπάν.) ξεχαρβαλώνω, χαλάω κάτι: Προσπάθησε να φτιάξει το ραδιόφωνο και του έβγαλε ~!, βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου βλ. ξερνώ, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας [< μεσν. άντερο(ν)]
  • απαγορεύω [ἀπαγορεύω] α-πα-γο-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {απαγόρευ-σα κ. -ψα, απαγορεύ-τηκε (λόγ.) -θηκε, -μένος, -οντας}: εμποδίζω να γίνει κάτι, συνήθ. με κανονισμό ή νόμο: Ο νόμος ~ει τον βασανισμό των ζώων. Μέτρα που ~ουν τη ρίψη λυμάτων στη θάλασσα. Οι αστυνομικές Αρχές ~σαν την κυκλοφορία. (επίσ.) Διάταξη ~ουσα την κατοχή όπλων. ~οντάς μου να ...|| (εμφατ.-απειλητ.) Σου ~ να μου αντιμιλάς! ΑΝΤ. επιτρέπω ● Παθ.: απαγορεύεται: (συνήθ. σε πινακίδα) δεν επιτρέπεται: ~ το κάπνισμα/το κυνήγι/το πάρκινγκ. ● βλ. απαγορευμένος [< αρχ. ἀπαγορεύω, γαλλ. interdire, prohiber]
  • απίδι [ἀπίδι] α-πί-δι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): αχλάδι. Βλ. -ίδι. ● ΦΡ.: πόσα απίδια πιάνει/χωράει/βάζει/βάνει/έχει ο σάκος (προφ.): πώς έχουν τα πράγματα στην πράξη, τι συμβαίνει στ' αλήθεια: (κυρ. απειλητ.) Θα του δείξω εγώ ~ ~!|| Ας εφαρμόσει όσα λέει, για να δούμε ~ ~! [< μεσν. απίδι(ον)]
  • αποδώ [ἀποδῶ] α-πο-δώ επίρρ. (προφ.) & (λαϊκό) απεδώ 1. (τοπ.) από αυτό το σημείο: ~ ως εκεί απέναντι. Πάμε ~. Έλα ~ να ... Είναι/κατάγεται ~ (: από αυτόν τον τόπο). ~ έχει καλύτερη θέα.|| (ως επίθ.) Η ~ μεριά/όχθη/πλευρά.|| (ως απευχή) Σ' ένα ατύχημα, έξω ~ (= χτύπα ξύλο), θα το χρειαστείς το κινητό!|| (απειλητ.) Άντε/ουστ/χάσου ~ (= από μπροστά μου)! ΑΝΤ. αποκεί 2. (χρον.) από αυτή τη στιγμή: Τι θα κάνεις ~ και μπρος/πέρα/στο εξής; 3. σε ονοματικές φράσεις με ειδική αναφορά: (σε συστάσεις) Ο κύριος ~ είναι ...|| (μειωτ.) Τι θέλει αυτή ~ και γκρινιάζει; ● ΦΡ.: αποδώ κι αποκεί (ως αόριστη δήλωση): (από) παντού: Τριγύριζει/χρωστάει ~ ~. Μη λες κουβέντες ~ ~. [< μεσν. αποδώ]
  • αυτί [αὐτί] αυ-τί ουσ. (ουδ.) {αυτ-ιού | -ιών} & αφτί 1. ΑΝΑΤ. όργανο της ακοής του ανθρώπου και των σπονδυλωτών ζώων, ειδικότ. το εξωτερικό τμήμα του: αριστερό/βουλωμένο/δεξί ~. Μεγάλα/μυτερά/πεταχτά ~ιά. Το έξω/έσω (= λαβύρινθος) ~. Τα οστάρια του μέσου ~ιού (βλ. σφύρα, άκμονας, αναβολέας). Η κυψελίδα (= το κερί)/ο λοβός/το τύμπανο (του) ~ιού. Ακουστικά/θερμόμετρο ~ιού. Αιμορραγία/πίεση/πόνος/φλεγμονή στο ~. Βουητό (πβ. βούισμα, εμβοή)/λοιμώξεις/παθήσεις (βλ. βαρηκοΐα, ωτίτιδα)/πλαστική (= ωτοπλαστική)/προστατευτικά (λ.χ. σε καπέλα)/τρύπημα (των) ~ιών. Ξύνει τ' ~ του. Κόλλησε το ~ του στην πόρτα, για να ακούσει ... (: αφουγκράζεται). Δεν ακούει από το ένα ~. Βουίζουν/καθάρισα/κλείνω/κοκκινίζουν/ξεβούλωσα τ' ~ιά μου. Μου μπήκε νερό στ' ~. Του είπε/(μτφ.) σφύριξε/ψιθύρισε κάτι στ' ~. Πιάνω κάποιον από το ~ (πβ. τραβώ το ~ κάποιου). Ο θόρυβος μας έσπασε/τρύπησε τ' ~ιά. Έχει ~ιά γαϊδάρου (: πολύ μεγάλα). Πβ. ους.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Βιονικό/ηλεκτρονικό ~. 2. ακουστική ή μουσική αντίληψη: Έχει γερό/εξασκημένο/καλό/μουσικό ~ και σωστή φωνή. Λόγια που ακούγονται απειλητικά/ευχάριστα στ' ~ιά. Πβ. ακοή. 3. (κατ' επέκτ.) μέρος αντικειμένου που μοιάζει με το εξωτερικό πτερύγιο του οργάνου της ακοής: ντοσιέ με ~ιά (: για άκρα που γυρίζουν προς το εσωτερικό). Τα ~ιά του βιβλίου.|| (ΝΑΥΤ.) Τα ~ιά του πλοίου (= πανιά· πβ. λατίνι). ● Υποκ.: αυτάκι (το): Τα ~ια της γάτας.|| Σκουφί με ~ια.|| (προφ.) Διπλά (")/μονά (') ~ια (= εισαγωγικά). ● Μεγεθ.: αυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αυτί της θάλασσας: ΒΙΟΛ. οστρακοειδές θαλάσσιο μαλάκιο με σχήμα αυτιού (επιστ. ονομασ. Haliotis asinina/tuberculata). Βλ. γαστερόποδα. [< γαλλ. oreille de mer] , πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: (και) οι τοίχοι έχουν αυτιά: υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσουν: Μην κουτσομπολεύεις, γιατί ~ ~. [< πβ. γαλλ. les murs ont des oreilles] , άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου (εμφατ.): είμαι απόλυτα βέβαιος για όσα άκουσα, ήμουν αυτήκοος μάρτυρας: Το ~ ~, δεν μπορεί κανείς να με διαψεύσει (βλ. είδα με τα ίδια μου τα μάτια)., ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί (μτφ.): είμαι σε εγρήγορση, για να ακούσω, να μάθω: Τεντώνει ~, για ν' ακούσει τι θα πούμε (= στήνει/βάζει αυτί). [< γαλλ. prêter l' oreille] , από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει: για να δηλωθεί ότι κάποιος αδιαφορεί για ό,τι του λένε: Δεν του δίνω καμία σημασία, ό,τι κι αν μου λέει ~ ~. ΣΥΝ. (ο) μπαινάκης (και) (ο) βγαινάκης [< γαλλ. cela lui entre par une oreille et lui sorte de l' autre] , είμαι όλος αυτιά & γεμάτος αυτιά: περιμένω να ακούσω με προσοχή και ενδιαφέρον: Αν έχεις καμιά καλή ιδέα, ~ ~., θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά!: ως απειλητ. έκφραση για επικείμενη τιμωρία: Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, ~ ~! Βλ. τραβάω τ' αυτί., κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου & κάτι έφτασε στ' αυτιά μου (μτφ.): (για ανεξακρίβωτη πληροφορία) έμαθα κάτι, υπέπεσε στην αντίληψή μου: ~ ~, αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Πήρε ~ ~ ότι χώρισαν., κλείνω τ' αυτιά μου & (σπανιότ.) βουλώνω/σφραγίζω: αποφεύγω, αρνούμαι να ακούσω κάτι που θα με δυσαρεστήσει ή δελεάσει. [< γαλλ. fermer l' oreille à ...] , μέχρι/ως τ' αυτιά: πάρα πολύ, υπερβολικά: Είναι μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Κοκκίνισε ~ ~ (: συνήθ. λόγω μεγάλης ντροπής).|| Μπήκε μέσα με ένα χαμόγελο ~ ~. [< αγγλ. up to the ears] , μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά: για κάποιον που επιμένει με ενοχλητικό τρόπο, με έπρηξε: ~ ~ να πάμε εκδρομή. Μας ~ ~ με τη γκρίνια του., μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά: με κουράζει, μου προκαλεί δυσφορία: Μου πήρε ~ με την πολυλογία της!, ρίχνω στ' αυτιά 1. βάζω κάποιον στη θέση του, του ασκώ σκληρή κριτική: Ήρθε για έλεγχο και τους έριξε ~. 2. είμαι, φαίνομαι ανώτερός του: Είναι αχτύπητη, σου ~ει ~! [< γαλλ. frotter les oreilles] , ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου: ταπεινώνομαι, ντροπιάζομαι: Έριξε ~ του κι έφυγε σιωπηλός. Μόλις άκουσα τα λόγια του, μου 'πεσαν τ' ~ιά. Γύρισαν/ήρθαν με κατεβασμένα ~ιά. Πβ. μου πέφτουν τα μούτρα, ρίχνω τα μούτρα μου. [< γαλλ. avoir l' oreille basse] , στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου): ακούω κρυφά ή/και προσεκτικά: Έστησα/έβαλα ~ να ακούσω τι λένε (= κρυφάκουσα).|| Στήσε αυτί και άκου! (= αφουγκράσου)., τραβάω τ' αυτί κάποιου: τον επιπλήττω ή τον τιμωρώ· κυρ. παλαιότ. η αντίστοιχη κίνηση με το χέρι., χαϊδεύω τ' αυτιά κάποιου: του λέω ό,τι θα του άρεσε να ακούσει, τον επαινώ, τον κολακεύω: Θέλουν να ακούσουν μόνο ό,τι ~ει ~ τους. Βλ. χρυσώνω το χάπι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου βλ. άλλος, από τ' αυτί και στο δάσκαλο βλ. δάσκαλος, δασκάλα, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! βλ. στόμα, γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του βλ. γελώ, δεν ιδρώνει το αυτί (του) βλ. ιδρώνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, όποιος έχει αυτιά, ακούει βλ. ακούω, περήφανος στ' αυτιά βλ. περήφανος [< μεσν. αυτί(ν), αφτί, αρχ. ὠτίον, γαλλ. oreille, αγγλ. ear]
  • βαστώ [βαστῶ] βα-στώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βαστ-άς ..., -ούν (σπανιότ.) -άνε | βάστ-αγε, βάστ-αξα κ. -ηξα, -ιέμαι, -ώντας} & βαστάω (προφ.) 1. & (λαϊκό) βαστάζω: κρατώ, πιάνω, σηκώνω: Βάστα με από το χέρι και μη με αφήνεις! Βάστα λίγο την τσάντα. ~αγε το μωρό στην αγκαλιά. Δεν μπορώ να ~ήξω τόσο βάρος. 2. συγκρατώ, περιορίζω: Δεν μπορούσα να ~άξω τα δάκρυά/τον θυμό μου. Βάστα τα νεύρα σου. Βαστάτε με, θα τον δείρω. Με το ζόρι ~ιέμαι να μην γελάσω. Δεν ~ιέμαι άλλο από την ανυπομονησία (= δεν κρατιέμαι)! 3. αντέχω, υπομένω: Δεν ~ άλλο τέτοια ταπείνωση (: δεν την ανέχομαι). Βάστα γερά (: μην το βάζεις κάτω, κάνε κουράγιο)! Θα αγωνίζομαι όσο ~ά η ψυχή μου.|| ~ούν τα κότσια σου (= έχεις το θάρρος); 4. κατάγομαι, προέρχομαι από: ~άει από καλή οικογένεια/πλούσιο σπίτι. 5. φροντίζω, διαχειρίζομαι, έχω την ευθύνη: Ποιος σου ~άει το μαγαζί/τα παιδιά (= προσέχει) όσο λείπεις; ~άει μόνη της ολόκληρη επιχείρηση. 6. (για χρήματα) έχω στο πορτοφόλι ή την τσέπη μου: ~άς καθόλου λεφτά/ψιλά πάνω σου; 7. τηρώ: ~ το λόγο/τις υποσχέσεις μου.βαστά & βαστάει 1. διαρκεί: ~ πολύ καιρό η κακοκαιρία. Πόση ώρα ~ η ταινία; Το γλέντι ~αξε μέχρι το πρωί.|| Τα νεύρα του δεν ~ούν για πολύ (: του περνούν γρήγορα). 2. είναι ανθεκτικός, αντέχει: Τα καλά υλικά/υφάσματα ~άνε χρόνια. Δεν θα ~ήξει για πολύ ακόμα η οροφή (: θα πέσει)! 3. στηρίζει: Οι κολόνες ~άνε/~ούν το σπίτι. (ΣΥΝ. υποβαστάζουν). Το ράφι δεν ~άει όλα τα βιβλία. Το κλαδί δεν θα σε ~ήξει, θα πέσεις κάτω., βάστα!: στάσου, κάτσε: ~ (= όπα)! Πολλή φόρα πήρες! ● ΦΡ.: (αν) σου βαστά(ει): (αν) τολμάς, (αν) έχεις το θάρρος: Σου ~ να τον αντιμετωπίσεις στα ίσια; (απειλητ.) Έλα να λογαριαστούμε/κόπιασε αν σου βαστά (= αν κοτάς)., βαστιέται/κρατιέται καλά (προφ.): βρίσκεται σε καλή σωματική ή οικονομική κατάσταση: ~ ~ παρά την ηλικία του., δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή): δεν έχω το ψυχικό σθένος, δεν αντέχω: ~ ~ να σε βλέπω λυπημένη. Πώς το ~αξε η καρδιά σου να την στενοχωρήσεις;|| Σου ~ (η καρδιά) να τους προδώσεις; ΣΥΝ. δεν μου πάει (η καρδιά) να ..., το βαστάω (σε κάποιον): δεν ξεχνώ το κακό που μου έκανε και περιμένω να του το ανταποδώσω. ΣΥΝ. κρατάω (κάτι) γινάτι, κρατώ κακία σε κάποιον, το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο), (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου βλ. πόδι, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, κρατώ την αναπνοή μου βλ. αναπνοή, κρατώ/παίρνω τα γκέμια βλ. γκέμια, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. βαστώ]
  • βάφω βά-φω ρ. (μτβ.) {έβα-ψα, βά-φτηκα, -φτεί (λόγ.) -φεί, βαμμένος, βάφ-οντας} 1. καλύπτω κάτι με χρώμα: ~ με βούρτσα/πινέλο/ρολό/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ τον τοίχο. ~ τα παπούτσια με βερνίκι. ~ψαν τα σκουριασμένα κάγκελα. Νήματα/υφάσματα που ~ονται με φυτικές βαφές. Το δωμάτιο ~φτηκε άσπρο. Πβ. μπογιατίζω, χρωματίζω.|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ κόκκινα τα αβγά (: το Πάσχα).|| (μτφ.) Ο ήλιος ~ει πορτοκαλί τα σπίτια. Το νερό έχει ~φτεί (: έχει πάρει απόχρωση) καφέ από το χώμα. ΑΝΤ. ξεβάφω 2. (συνήθ. για γυναίκα) βάζω καλλυντικά που περιέχουν χρωστικές ουσίες (π.χ. σκιές, μολύβι, μάσκαρα, κραγιόν, μανό) για καλλωπισμό: ~ τα μαλλιά/νύχια/χείλια μου κόκκινα. ~εται έντονα. Πβ. μακιγιάρω, φτιασιδώνω. 3. ΜΕΤΑΛΛ. ψύχω μέταλλο που έχει θερμανθεί με σκοπό την αύξηση της ανθεκτικότητάς του. ● βάφει: (δια)ποτίζει με χρώμα: Το κρασί/ρόδι ~ (: αφήνει λεκέ). Τα ρούχα ~ψαν στο πλυντήριο (: για λευκά που πλύθηκαν μαζί με κάποιο χρωματιστό και άλλαξαν χρώμα). ● ΦΡ.: βάφτηκε με/στο αίμα: για μεγάλη αιματοχυσία: Η άσφαλτος/διαδήλωση/έξοδος των εκδρομέων ~ ~., έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα (μτφ.): διέπραξε φόνο, έγκλημα: ~ ~ αθώων. Πβ. βουτηγμένος στο αίμα. ΣΥΝ. τα χέρια του στάζουν αίμα, την έβαψα(/την έχω βάψει/βαμμένη) (μτφ.-οικ.): περιέρχομαι σε δεινή θέση: Ελπίζω να μη μας ανακαλύψει, γιατί διαφορετικά την έχουμε βάψει (: έχουμε μπλέξει, την έχουμε άσχημα)! (απειλητ.) Μη πεις κουβέντα, γιατί την έβαψες (: κάηκες, χάθηκες, σε σκότωσα, αλίμονό σου)! ΣΥΝ. την έκανα από κούπες, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, τα βάφω μαύρα βλ. μαύρος ● βλ. βαμμένος [< μεσν. βάφω, γαλλ. peindre]
  • βγάζω βγά-ζω ρ. (μτβ.) {έβγαλα, βγάλει, (σπάν.) βγάλ-θηκε, -θεί, -μένος, βγάζ-οντας} & (λαϊκό) βγάνω 1. μετακινώ κάτι έξω από τη θέση στην οποία βρίσκεται: ~ το φαγητό από τον φούρνο/τον φελλό από το μπουκάλι/τον φορτιστή από την πρίζα (πβ. τραβώ). Έβγαλε λεφτά από το πορτοφόλι του/το όπλο και άρχισε να πυροβολεί/το τραπεζάκι στη βεράντα. Βγάλε (= πάρε) τα βιβλία από το ράφι. Βλ. ξανα~. ΑΝΤ. βάζω, τοποθετώ.|| ~ουν μετάλλευμα (= εξορύσσουν). Έβγαλε νερό από το πηγάδι (= άντλησε).|| Τον έβγαλαν (ζωντανό) από τα ερείπια (= τον ανέσυραν).|| Έβγαλε ό,τι είχε φάει (= έκανε εμετό).|| Προσπάθησε να βγάλει (= εξαγάγει) λαθραία από τη χώρα. 2. αφαιρώ, απομακρύνω: ~ τη φλούδα (= ξεφλουδίζω). ~ τα ξερά χόρτα (= ξεριζώνω). Απορρυπαντικό που ~ει (= εξαφανίζει, καθαρίζει) όλους τους λεκέδες. ~ τα φρύδια μου. Του έβγαλαν τον γύψο.|| Βγάλε (= σβήσε) τα εισαγωγικά! Αν βγάλεις από το δέκα (τα) τρία, πόσα μένουν;|| (για κάτι που φορώ:) Έβγαλε τα ακουστικά/γυαλιά/παπούτσια/ρούχα του (= ξεντύθηκε).|| Ο οδοντίατρος του έβγαλε το δόντι (= του έκανε εξαγωγή). (για ιατρική επέμβαση:) Του έβγαλαν τις αμυγδαλές/τη χολή.|| (απειλητ.) Θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα (= θα σε ξεμαλλιάσω)!|| (προφ.) Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα μάτι! 3. κάνω κάποιον να βγει από τον χώρο στον οποίο βρίσκεται με δική μου εντολή ή πρωτοβουλία: Τον έβγαλε από την τάξη (= τον απέβαλε). Κατάφεραν να τον βγάλουν από τη φυλακή (= να τον αποφυλακίσουν).|| Να σε βγάλω μέχρι/ως την πόρτα (= να σε ξεπροβοδίσω).|| Έβγαλε (= πήγε) τα παιδιά (έξω) για φαγητό/το σκύλο βόλτα.|| (απειλητ.) Φύγε, γιατί θα σε βγάλω (= πετάξω) έξω με τις κλοτσιές! 4. απαλλάσσω κάποιον από δυσάρεστη συνήθ. κατάσταση: Τον έβγαλε από την αγωνία/το αδιέξοδο/τον κόπο. Για να σε βγάλω από την απορία, σου λέω ότι ...|| Τους πήγε ένα κουτί γλυκά για να βγάλει την υποχρέωση.|| Τον έβγαλαν από διευθυντή (πβ. παύω). 5. γίνομαι η αιτία να σταματήσει κάποιος να ασχολείται με κάτι: Δεν θέλω να σε βγάλω από το πρόγραμμά σου. Μια δυνατή φωνή τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Πβ. αποσπώ, εκτρέπω. 6. εξωτερικεύω, εκδηλώνω: Έβγαλε όλα του τα κόμπλεξ/όλη του την κακία/τον καλύτερό της εαυτό. Πρόσεχε τι εικόνα ~εις προς τα έξω! Πβ. δείχνω, εκφράζω, φανερώνω. Βλ. καταπιέζω, κρύβω.|| Το πρόσωπό της ~ει μια καλοσύνη (= αντανακλά, εκπέμπει). 7. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ λόγο (= εκφωνώ, μιλώ)/(έναν) αναστεναγμό (= αναστενάζω)/κραυγή (= κραυγάζω)/συμπέρασμα (= συμπεραίνω)/σχέδια (= σχεδιάζω)/φωνή (= φωνάζω)/φωτοτυπίες (= φωτοτυπώ). ~ ακτινογραφία/τον λογαριασμό (πβ. κάνω). Έβγαλαν ανακοίνωση (= ανακοίνωσαν)/ετυμηγορία.|| (σε όχημα:) Βγάλε δεξί φλας!|| (ΑΘΛ.) Έβγαλε μπαλιά/πάσα/σέντρα. Του έβγαλε κίτρινη κάρτα (= του έδειξε).|| (για να δηλωθεί έναρξη διαδικασίας:) Θα βγάλουν το σπίτι σε δημοπρασία/σε πλειστηριασμό/προς πώληση. Τον έβγαλαν στο περιθώριο (= τον περιθωριοποίησαν). 8. παθαίνω εξάρθρωση: Έβγαλε το χέρι/τον ώμο του. 9. (για κάτι φυσιολογικό ή παθολογικό που αρχίζει να εμφανίζεται στο σώμα μου) αποκτώ: Έβγαλε τα πρώτα του δοντάκια (ενν. το μωρό)/εξανθήματα. (για έφηβο) Έχει αρχίσει να ~ει γένια. 10. (για αποδοχές) κερδίζω: Πόσα (λεφτά/χρήματα) ~εις τον χρόνο; ~ει με κόπο και ιδρώτα το μεροκάματο. Εγώ τι θα βγάλω (= τι κέρδος θα έχω); Θα βγάλουμε χοντρό παραδάκι. Δεν έχουμε βγάλει φράγκο. Πβ. οικονομώ.|| Κάνει και δεύτερη δουλειά, για να ~ει (= καλύπτει, πληρώνει) τα έξοδά του. 11. παράγω, δημιουργώ: ~ουν κρασί/λάδι. Πβ. παρασκευάζω.|| Έχει βγάλει μεγάλο έργο/πολλή δουλειά (= έχει κάνει).|| (μτφ.) Χώρα που έβγαλε μεγάλους επιστήμονες. Έβγαλαν σωστά παιδιά (= ανέθρεψαν, μεγάλωσαν). 12. γίνομαι κάτοχος επίσημου εγγράφου, μετά από σχετική αίτηση: Έβγαλε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος/διαβατήριο/ταυτότητα. 13. παρουσιάζω κάτι δημόσια: Τον έβγαλαν στα κανάλια/στην τηλεόραση.|| Έβγαλε το καινούργιο του άλμπουμ (= κυκλοφόρησε)/βιβλίο (= εξέδωσε).|| Έβγαλαν τα αποτελέσματα/την απόφαση (= δημοσίευσαν, κοινοποίησαν). 14. καταλήγω σε κάποιο αποτέλεσμα, συμπέρασμα ή σκέψη: Πόσο τα ~εις; Όσες φορές και να τα μετρήσω, πενήντα τα ~ (= υπολογίζω). Δεν τα έχεις βγάλει (= λογαριάσει) σωστά.|| Πόσο ~εις;|| Από πού τα ~εις όλα αυτά (= τα συμπεραίνεις, τα εξάγεις); 15. εκλέγω, αναδεικνύω: Τον έβγαλαν βουλευτή/δήμαρχο/πρόεδρο (= τον έκαναν). Πβ. ανακηρύσσω.|| Τι αποτέλεσμα θα βγάλει η κάλπη; 16. δίνω σε κάποιον ένα όνομα ή μια ιδιότητα: Πώς το έβγαλαν το παιδί (= το βάφτισαν);|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Βγάλε με τώρα και τρελό/ψεύτη (= πες με)! 17. περνώ, διανύω: Πώς να βγάλω τον μήνα με τόσα λίγα λεφτά;|| Δεν τον βλέπω να (τον) ~ει τον χειμώνα στη δουλειά (: θα απολυθεί).|| Αποκλείεται να τη βγάλει την ανηφόρα το αυτοκίνητο (= να την ανέβει). 18. φέρνω σε πέρας κάτι· τελειώνω, ολοκληρώνω: Τον έβγαλε τέλεια τον ρόλο του. Έβγαλε το σχολείο με άριστα. Έχει βγάλει το Πανεπιστήμιο (πβ. αποφοιτώ). 19. κερνώ, προσφέρω, φιλεύω: Μας έβγαλαν γλυκό του κουταλιού/ούζο και μεζέδες. Τι να σας βγάλω; Πβ. σερβίρω, τρατάρω. 20. περιφέρω: (ΕΚΚΛΗΣ.) Έβγαλαν δίσκο/την εικόνα/τον Επιτάφιο. 21. (συνήθ. με άρνηση, για γραφικό χαρακτήρα) διακρίνω, καταλαβαίνω: Δεν ~ τα γράμματά σου/τι γράφεις.βγάζει 1. (συνήθ. στον αόρ.) εμφανίζει, παρουσιάζει: Το δέντρο έβγαλε καρπούς/κλαδιά/μπουμπούκια/φύλλα (= πέταξε). Πβ. βλασταίνω.|| Το ταβάνι έχει βγάλει υγρασία. Το αυτοκίνητο έβγαλε βλάβη (= χάλασε).|| Το ζώο έβγαλε τρίχωμα.|| Έβγαλε ήλιο (= βγήκε ήλιος).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Όταν πάω να τρέξω το πρόγραμμα, μου ~ ένα μήνυμα που λέει ... 2. ρέει, σκορπίζει: Πληγή που ~ αίμα (= αιμορραγεί)/πύον. Η βρύση δεν ~ νερό.|| Λουλούδια που ~ουν όμορφο άρωμα (= αναδίδουν). Έβγαζε μια άσχημη μυρωδιά (= μύριζε άσχημα).|| Το κλιματιστικό ~ πολύ κρύο αέρα (= παράγει). 3. οδηγεί, καταλήγει: Πού ~ ο δρόμος/το μονοπάτι; ΣΥΝ. πηγαίνει, φτάνει.|| Η συζήτηση δεν ~ πουθενά. Δεν ξέρω πού θα βγάλει αυτή η ιστορία/η κατάσταση (: μέχρι πού θα τραβήξει). 4. προκαλεί: Ταινία που ~ μεγάλη συγκίνηση/πολύ γέλιο. ● Μτχ.: βγαλμένος , η, ο 1. που έχει προέλθει από κάπου: στίχος ~ από τη ζωή. Ένας κόσμος που μοιάζει ~ από ταινία επιστημονικής φαντασίας. 2. που έχει βγει από το σημείο σύνδεσής του: ~ος: ώμος. ~ο: πόδι/χέρι (= εξαρθρωμένο). ● ΦΡ.: και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει: αναλαμβάνω, ξεκινώ κάτι, χωρίς να ξέρω τον ακριβή προορισμό ή το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς προγραμματισμό: Θα ξεκινήσω τις διακοπές μου από κάποιο νησί των Κυκλάδων ~ ~. Τι να σου πρωτογράψω; Αρχίζω ~ ~., τα βγάζουμε (από τα παιδιά πριν την έναρξη ομαδικού παιχνιδιού): να πούμε το τραγουδάκι που θα αναδείξει αυτόν που θα τα φυλάει ή που θα ξεκινήσει πρώτος: ~ ~ και όποιος μείνει τελευταίος κάνει τη μάνα., τη βγάζει (και) δεν τη βγάζει (προφ.): μόλις και μετά βίας: ~ ~ μέχρι αύριο (: μάλλον θα πεθάνει)., τη βγάζω (προφ.): ζω, περνώ: ~ ~ με δανεικά/με δυσκολία. Τη βγάλαμε ξεροσφύρι/στρωματσάδα/(στο) τζάμπα/φτηνά. Βλέπω να ~ ~ (= να μένω) καλοκαιριάτικα στην Αθήνα. Με τέτοια ζέστη να δω πώς θα τη βγάλουμε σήμερα., (δεν) βγάζω/βγαίνει νόημα βλ. νόημα, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάλε-βγάλε βλ. βάζω, βγάζει (κάτι) στην αγορά βλ. αγορά, βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι βλ. ξίγκι, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, βγάζει γλώσσα βλ. γλώσσα, βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι βλ. μάτι, βγάζει τ' άντερά του βλ. άντερο, βγάζει τα σωθικά του βλ. σωθικά, βγάζει/τραβάει την ουρά/ουρίτσα του (έξω/απέξω) βλ. ουρά, βγάζω (κάποιον/κάτι) στην πιάτσα βλ. πιάτσα, βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη βλ. μύτη, βγάζω από τα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, βγάζω από τη μέση βλ. μέση, βγάζω ατμούς βλ. ατμός, βγάζω θέμα βλ. θέμα, βγάζω κάποιον ασπροπρόσωπο βλ. ασπροπρόσωπος, βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι βλ. λάδι, βγάζω κάποιον μπιελάρ βλ. μπιελάρ, βγάζω κάποιον στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, βγάζω λαγό/λαγούς (από το καπέλο μου) βλ. λαγός, βγάζω ρίζες βλ. ρίζα, βγάζω σε κάποιον το λάδι βλ. λάδι, βγάζω στη σέντρα βλ. σέντρα, βγάζω στο κλαρί βλ. κλαρί, βγάζω στον αέρα βλ. αέρας, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου βλ. εσώψυχος, βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά βλ. κάστανο, βγάζω τα μάτια (σε κάτι) βλ. μάτι, βγάζω τα μάτια μου βλ. μάτι, βγάζω τα σπασμένα βλ. σπασμένος, βγάζω τα συκώτια μου βλ. συκώτι, βγάζω τα/τ' απωθημένα μου βλ. απωθημένο, βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι) βλ. γλώσσα, βγάζω τη μάσκα βλ. μάσκα, βγάζω την ιλαρά/τη(ν) μπέμπελη βλ. ιλαρά, βγάζω το άχτι μου βλ. άχτι, βγάζω το καπέλο σε κάποιον βλ. καπέλο, βγάζω το λαρύγγι μου/μου βγαίνει το λαρύγγι βλ. λαρύγγι, βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, βγάζω φτερά βλ. φτερό, βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βγάζω/βγαίνει (κάτι) στο σφυρί βλ. σφυρί, βγάζω/βγαίνει είδηση βλ. είδηση, βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα βλ. φόρα2, βγάζω/βρίσκω/πιάνω/ρίχνω γκόμενα/γκόμενο βλ. γκόμενα, βγάζω/κάνω λεφτά βλ. λεφτά, βγάζω/κατεβάζω γάλα βλ. γάλα, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου βλ. κεφάλι, βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι βλ. χαρτί, βγάζω/πετάω σπυριά βλ. σπυρί, βγάζω/στέλνω κάποιον στον τάκο βλ. τάκος1, βγάζω/τραβάω μαχαίρι βλ. μαχαίρι, βγαίνω/βγάζω στο μεϊντάνι βλ. μεϊντάνι, βγαίνω/με βγάζει από τα ρούχα μου βλ. ρούχο, βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με βλ. σκούφια, βγάλε το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη βλ. άκρη, δεν λέω/δεν βγάζω λέξη βλ. λέξη, έβγαλε/βγήκε βρόμα ότι ... βλ. βρόμα, ζω/τη βγάζω/περνώ σπαρτιάτικα βλ. σπαρτιατικός, θα σου βγάλω τα μάτια βλ. μάτι, θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά! βλ. αυτί, κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα βλ. όνομα, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με βγάζει/βγαίνει παλικάρι βλ. παλικάρι, με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος βλ. δρόμος, μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα βλ. κέρατο, μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, μου βγαίνει (κάτι) ξινό/βγάζω (κάτι) ξινό (σε κάποιον) βλ. ξινός, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα βλ. πέρα, την περνάω/την βγάζω κοτσάνι βλ. κοτσάνι, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, του τα βγάζω με το τσιγκέλι βλ. τσιγκέλι, φέρνω/βγάζω/ανασύρω κάτι στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια ● βλ. βγαίνω [< μεσν. εβγάζω]
  • βλαστημώ [βλαστημῶ] βλα-στη-μώ ρ. (μτβ.) {βλαστημ-άς ...| βλαστήμ-ησα, -ήσω, -ώντας} & βλαστημάω & (λόγ.) βλασφημώ: βρίζω ιδ. τα θεία: ~ούν τα ιερά και τα όσια. Πβ. αισχρο-, χυδαιο-λογώ, βωμολοχώ.|| ~άει την τύχη του. Πβ. αναθεματίζω. ● ΦΡ.: βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... (υβριστ.): μετανιώνω πικρά για κάτι (δηλώνεται οργή και αγανάκτηση): ~ ~ που πάτησα εκεί μέσα. (απειλητ.) Θα τον κάνω να βλαστημήσει ~ ~ που γεννήθηκε. [< μεσν. βλαστημώ]
  • βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]
  • βούρδουλας βούρ-δου-λας ουσ. (αρσ.) (προφ.) 1. μαστίγιο. Πβ. καμουτσίκι. 2. (μτφ.) κάθε μορφή άσκησης πίεσης, καταναγκασμού: Δεν μπορεί να δουλέψει με τον ~α.|| (απειλητ.) Θα πέσει ~ (= ξύλο). [< μεσν. βούρδουλας]
  • βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες.βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]

α- & αν-

α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.

αγαπώ

αγαπώ [ἀγαπῶ] α-γα-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγαπ-άς, -ά κ. -άει ... | αγάπ-ησα, -ιέμαι, (σπάν. μτχ. -ώμενος), -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & αγαπάω 1. νιώθω αγάπη για κάποιον/κάτι: ~ τους γονείς/τα παιδιά μου. ~ά(ει) όλο τον κόσμο. Σ' ~ με όλη μου την καρδιά/πολύ/σαν τα μάτια μου. ~ τη ζωή/τη χώρα μου.|| (προφ.-ευχετ.) Να χαρείς ό,τι ~άς. ΑΝΤ. απεχθάνομαι, εχθρεύομαι, μισώ 2. είμαι ερωτευμένος με κάποιον: Την ~ά και θέλει να την παντρευτεί. Τον ~ησα (πβ. υπερ~) τρελά/με πάθος. 3. δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι, ασχολούμαι με αυτό: ~ά τα γράμματα/τον αθλητισμό. ~ά(ει) την περιπέτεια (= του αρέσει, τον γοητεύει). ● Παθ.: αγαπιέμαι: αποτελώ αντικείμενο αγάπης, εκτίμησης, θαυμασμού ή ερωτικού πόθου: Αγαπώ και ~. Hθοποιός/τραγουδιστής/εκπομπή που ~ήθηκε από πολύ κόσμο/από μικρούς και μεγάλους. ~ιούνται βαθιά/παράφορα/πραγματικά. ● ΦΡ.: αγάπα το(ν) φίλο σου με τα ελαττώματά του (παροιμ.): να είσαι ανεκτικός στις αδυναμίες του φίλου σου., αγαπά(ει) να: του αρέσει, συνηθίζει να: ~ ~ διαβάζει ποίηση/μαγειρεύει/με πειράζει., αγαπάτε αλλήλους (ΚΔ): προτροπή για αγάπη και ομόνοια., άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε (προφ.): όταν αποφεύγει κανείς να πει τη γνώμη του για ένα επίμαχο θέμα και συνήθ. στρέφεται σε κάτι άσχετο ή παραπλανητικό: Η απάντησή του στην ερώτησή μου ήταν ~ ~., αν αγαπάτε: (ανάμεσα σε κόμματα) αν θέλετε, αν προτιμάτε: Η εξουσία είναι, ~ ~, μια μορφή επιβεβαίωσης., όποιος αγαπά παιδεύει: η αγάπη μπορεί να γίνει βασανιστική, καταπιεστική., όπως αγαπάτε: (συνήθ. ως απάντηση σε ερώτημα) όπως θέλετε, όπως προτιμάτε: Θα πάμε με το αυτοκίνητο ή με το λεωφορείο; ~ ~., σ' αγαπάει η πεθερά σου (παλαιότ.): λέγεται όταν έρθει επισκέπτης στο σπίτι την ώρα του φαγητού, συχνά με περιπαικτική διάθεση, επειδή πριν από τον γάμο η πεθερά συνήθιζε να περιποιείται στο τραπέζι τον γαμπρό καλύτερα από όλους., αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του βλ. άντερο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! βλ. γουστάρω [< αρχ. ἀγαπῶ, γαλλ. aimer, αγγλ. love]

αγγίζω

αγγίζω [ἀγγίζω] αγ-γί-ζω ρ. (μτβ.) {άγγι-ξα, -χτηκε, -γμένος, αγγίζ-οντας} & (λόγ.) εγγίζω 1. φέρνω το χέρι μου, ιδ. τις άκρες των δαχτύλων, ή άλλο μέρος του σώματος σε φυσική επαφή με κάτι, ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο διάστημα: ~ (κάποιον) άθελά μου/στον ώμο. ~ τα πλήκτρα/τις χορδές. Δεν πρέπει να ~ουμε τα μάτια με άπλυτα χέρια. Μην τολμήσεις να με ~ξεις. Να καθαρίζετε αντικείμενα που ~ονται συχνά, όπως πόμολα! (ελλειπτ.) “Παρακαλώ μην ~ετε!" (ενν., π.χ., τα εκθέματα ενός μουσείου). Μαλλιά που ~ουν το (= ακουμπούν, πέφτουν στο) πρόσωπο/στέρνο/στήθος.|| Δεν την έχει ~ξει (: δεν έχει έλθει σε ερωτική επαφή μαζί της). 2. (μτφ.) πλησιάζω, προσεγγίζω, φτάνω κοντά σε ένα σημείο, επίπεδο, στόχο: Η επίδοσή σου ~ει το άριστα/τέλειο. Το θερμόμετρο/ο υδράργυρος ~ξε τους 40 βαθμούς Κελσίου. Η αποχή στις εκλογές ~ξε το ...%. (σε αγώνα μπάσκετ) Η διαφορά ~ξε τους 20 πόντους. Η ομάδα ~ξε τη νίκη. 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) (συνήθ. σε αρνητ. προτάσεις) αφήνει σημάδια: Δεν έχει αλλάξει, λες και ο χρόνος δεν τον ~ξε καθόλου. 4. (μτφ.) συγκινώ, γενικότ. επιδρώ στον εσωτερικό κόσμο (κάποιου): Βιβλίο/συγγραφέας που ~ει την καρδιά/τον νου/την ψυχή του αναγνώστη. Η ταινία ~ει το κοινό. Τραγούδια που ~ουν την ευαισθησία μας.|| Δεν με ~ουν (= πειράζουν) τα ειρωνικά/μικρόψυχα σχόλια. Ασύστολες κατηγορίες/χαλκευμένες συκοφαντίες που δεν μας ~ουν (= αφορούν). Πβ. ακουμπώ. 5. (σε αρνητ. προτάσεις) καταναλώνω κάτι: Δεν ~ξε το φαγητό. Πβ. γεύομαι. 6. σκαλίζω, ψάχνω, ψαχουλεύω: Μην ~εις τα πράγματά μου. 7. (μτφ.) θίγω, προσεγγίζω ένα θέμα, ένα ζήτημα: Βιβλίο που ~ει (= αφορά) πανανθρώπινα προβλήματα. Δεν σου επιτρέπω να ~εις προσωπικές υποθέσεις. ● ΦΡ.: αγγίζω τα όρια: πλησιάζω, προσεγγίζω: Η αδιαφορία τους ~ει ~ της αναισθησίας., αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου): κεντρίζω, ερεθίζω την ευαισθησία του: Στίχοι/συγκροτήματα που ~ουν ~ του ακροατή., δεν άγγιξα/δεν πείραξα ούτε τρίχα βλ. τρίχα [< μτγν. ἐγγίζω, μεσν. αγγίζω, γαλλ. toucher]

αγλέουρας

αγλέουρας [ἀγλέουρας] α-γλέ-ου-ρας ουσ. (αρσ.) & αγλέορας & αγκλέο(υ)ρας: δηλητηριώδες φυτό (χρησιμοποιήθηκε από τη λαϊκή ιατρική κατά της παραφροσύνης). ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα: τρώω, πίνω πάρα πολύ. Βλ. μέχρι σκασμού. ΣΥΝ. τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο [< αρχ. ἑλλέβορος]

αγορά

αγορά [ἀγορά] α-γο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. απόκτηση αγαθών έναντι χρημάτων και συνεκδ. ό,τι αποκτά κάποιος, καταβάλλοντας χρηματικό ποσό: επιτυχημένη/λιανική/νόμιμη/παράνομη/συμφέρουσα/χονδρική ~. Δικαίωμα/ολοκλήρωση/συμβόλαιο/τιμή/τρόποι ~άς. ~ ελπίδας (βλ. εμπόριο ελπίδας). Ακριβές/έξυπνες (πβ. συμφέρουσες)/καθημερινές/χριστουγεννιάτικες ~ές (πβ. ψώνια). ~ές με δόσεις/πιστωτική κάρτα/τοις μετρητοίς. ~ές μέσω διαδικτύου. Διαμερίσματα προς ~. Στεγαστικά δάνεια για ~ πρώτης κατοικίας. Ακυρώνω/κλείνω μια ~. Έκανα/πραγματοποίησα μια καλή/σημαντική ~. Κάνω τις ~ές μου στο κέντρο (πβ. αγοράζω, ψωνίζω). ~ές άνω των ... ευρώ. Βλ. εξ~, προ~, τηλε~. ΑΝΤ. πώληση 2. ΟΙΚΟΝ. μηχανισμός μέσω του οποίου οι αγοραστές και οι πωλητές επικοινωνούν και δραστηριοποιούνται, για να ανταλλάξουν προϊόντα ή υπηρεσίες· ειδικότ. σύνολο συνθηκών που σχετίζονται με την παραγωγή και το εμπόριο συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας σε μια χώρα ή δεδομένη γεωγραφική περιοχή: ανεπτυγμένη/διεθνής/εγχώρια/εθνική/ελληνική/εσωτερική/κορεσμένη/παγκόσμια/τουριστική/τραπεζική/χρηματιστηριακή (: χρηματιστήριο) ~. Ψηφιακή ενιαία ~ (της Ευρωπαϊκής Ένωσης). ~ αξιών (: απόκτηση μετοχών)/ακινήτων/βιβλίων/ενέργειας/οικοπέδου/ομολόγων/χρήματος (ΣΥΝ. χρηματαγορά). Εικόνα/εκσυγχρονισμός/επάρκεια/κατάσταση/τάσεις/τομείς (της) ~άς. Ανατροπές/(αυξημένη) κίνηση/έλεγχοι/κρίση/στασιμότητα στην ~ (βλ. αγοραστικός). Επικίνδυνα προϊόντα αποσύρονται από την/εντοπίστηκαν στην/κυκλοφορούν (/λανσάρονται) στην ~. Η ~ κατακλύζεται από κινέζικα προϊόντα. Οι τιμές κυμαίνονται στην ~ από ... έως ... ευρώ. Ευνοϊκές συνθήκες επικρατούν στην ~. Βούλιαξε η ~ (= περνά κρίση). Ανοδικά/πτωτικά κινήθηκε η ~ αυτοκινήτου τον μήνα ... Οι πολυεθνικές ελέγχουν την ~. Βλ. επαν~, ευρω~, χρηματ~. 3. χώρος, περιοχή ή χώρα όπου διεξάγονται αγοραπωλησίες· ειδικότ. εμπορικό κέντρο· συνεκδ. όσοι δραστηριοποιούνται στον σχετικό τομέα: βαρβάκειος/δημοτική/κεντρική/παλιά/σκεπαστή (πβ. παζάρι)/τοπική/υπαίθρια ~. ~ κρέατος (= κρεατ~)/λουλουδιών. Άνοιγμα/διείσδυση σε νέες ~ές. Βλ. υπερ~.|| Οδηγός ~άς (πβ. κατάλογος). Η ~ είναι άδεια. Δεν κατέβηκα/πήγα σήμερα στην ~.|| Αλυσίδα καταστημάτων με αξιόπιστο/ισχυρό/καλό όνομα στην ~ (πβ. πιάτσα). Βούιξε η ~ από φήμες ότι ... 4. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. οικονομικοπολιτικό και πολιτιστικό κέντρο στην αρχαιότητα: αρχαία/ρωμαϊκή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγορά εργασίας: ΟΙΚΟΝ. εργατικό δυναμικό και εργοδότες, μεταξύ των οποίων διεξάγονται διαπραγματεύσεις για την κάλυψη διαθέσιμων θέσεων εργασίας ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση: ανοιχτή/ευέλικτη/ηλεκτρονική ~ ~. Ανθρώπινο κεφάλαιο και ~ ~. Ένταξη/προώθηση των γυναικών/των πτυχιούχων στην ~ ~. Βγήκε στην ~ ~. [< αγγλ. labour-market] , αγορά κεφαλαίου: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιαγορά., αγορά συναλλάγματος: ΟΙΚΟΝ. εγχώρια ή διεθνής αγορά στην οποία ανταλλάσσονται τα εθνικά νομίσματα: διατραπεζική/ελεύθερη/προθεσμιακή ~ ~. [< αγγλ. foreign exchange market, 1948] , δευτερογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου πραγματοποιούνται συναλλαγές σε τίτλους που έχουν εκδοθεί στο παρελθόν. [< αγγλ. secondary market] , ελεύθερη αγορά: ΟΙΚΟΝ. αγοραπωλησίες στις οποίες οι τιμές καθορίζονται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό: παγκοσμιοποιημένη ~ ~. ~ ~ τηλεπικοινωνιών. [< αγγλ. free market] , έρευνα αγοράς: ΟΙΚΟΝ. επιστημονική διερεύνηση και προσδιορισμός των συνθηκών που επικρατούν σε συγκεκριμένο χώρο σχετικά με τη ζήτηση και την προσφορά αγαθών, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών: πανευρωπαϊκή/ποιοτική/ποσοτική ~ ~. Mάρκετινγκ και ~ ~. ~ες ~ και καταναλωτικής συμπεριφοράς. Βλ. ομάδα-στόχος. [< αγγλ. market research, 1920] , ηλεκτρονικές/ψηφιακές αγορές: ΔΙΑΔΙΚΤ. εμπορικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου και ειδικότ. διαδικτυακές αγορές αγαθών και υπηρεσιών: κάθετη (: στην οποία συμμετέχουν εταιρείες από συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας)/οριζόντια (: συμμετοχή εταιρειών ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριοποίησής τους) ~ή ~ά. Πρόσβαση σε ~ ~ με χρήση κωδικού. Ανοικτές (: δημόσιες)/διεπιχειρησιακές/κλειστές (: ιδιωτικές) ~ ~. Βλ. τηλεσυνεργασία, ψηφιακή οικονομία.|| ~ή ~ά εισιτηρίων/προϊόντων. Προπληρωμένη κάρτα για ~ ~. Η ασφάλεια των ~ών ~ών. Βλ. ηλεκτρονικό εμπόριο, ηλεκτρονική πώληση. [< αγγλ. e-market, electronic shopping, 1959] , μερίδιο/κομμάτι/μέρος (της) αγοράς: ΟΙΚΟΝ. το ποσοστό των συνολικών πωλήσεων προϊόντος ή υπηρεσίας που κατέχει συγκεκριμένη εταιρεία: Οι αλυσίδες καταστημάτων ελέγχουν όλο και μεγαλύτερο ~ ~. Η εταιρεία κατέχει ~ ~ της τάξης του ...%. [< αγγλ. market share, 1954] , πρωτογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου οι επιχειρήσεις και το κράτος εκδίδουν νέους τίτλους και αποκτούν κεφάλαια. [< αγγλ. primary market] , φιλανθρωπική αγορά: παζάρι, τα έσοδα του οποίου διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Βλ. έρανος. [< αγγλ. charity bazaar] , αγορά ευρωομολόγων βλ. ευρωομόλογο, αναδυόμενες αγορές βλ. αναδυόμενος, ανάλυση αγοράς βλ. ανάλυση, ανάπτυξη αγοράς βλ. ανάπτυξη, απελευθέρωση της αγοράς/των αγορών βλ. απελευθέρωση, αποτυχία της αγοράς βλ. αποτυχία, ατελής αγορά βλ. ατελής, ευαίσθητη αγορά βλ. ευαίσθητος, καλάθι αγορών βλ. καλάθι, κοινή αγορά βλ. κοινός, λαϊκή αγορά βλ. λαϊκός, λαχειοφόρος αγορά βλ. λαχειοφόρος, μαύρη (αγορά) βλ. μαύρος, οικονομία της αγοράς βλ. ελεύθερη οικονομία, παράλληλη αγορά βλ. παράλληλος, πιστωτική αγορά βλ. πιστωτικός ● ΦΡ.: βγάζει (κάτι) στην αγορά: το προωθεί στο εμπόριο: Η εταιρεία σχεδιάζει να βγάλει στην ~ νέα σειρά καλλυντικών., βγαίνει στην αγορά: (για προϊόν) κυκλοφορεί στο εμπόριο· (για πρόσωπο) διεξάγει διαπραγματεύσεις, για να αγοράσει ή να πουλήσει κάτι: Κινητό που βγήκε ~ τον περασμένο μήνα.|| (για κράτος ή εταιρεία) Βγήκε ~/στις αγορές, για να δανειστεί. [< αρχ. ἀγορά, αγγλ. market, γαλλ. marché, γερμ. Markt]

αδόξαστος

αδόξαστος [ἀδόξαστος] α-δό-ξα-στος ουσ. (αρσ.) {μόνο στην αιτ. εν.}: διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται, να εξυμνείται): (προφ.-υβριστ.) Τον ~ό σου (= τον διάολό σου)! Κυρ. στις ● ΦΡ.: μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία (προφ.): (κάποιος/κάτι) με βασάνισε, ταλαιπώρησε, εξουθένωσε: Μου έβγαλε τον ~/την πίστη, μέχρι να το φτιάξω. (απειλητ.) Θα τον στρώσω στη δουλειά και θα του αλλάξω τον ~! ΣΥΝ. μου άλλαξε τα φώτα, τραβώ τον αδόξαστο (σπάν.): βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά. ΣΥΝ. τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου [< αρχ. ἀδόξαστος 'βέβαιος']

αέρας

αέρας [ἀέρας] α-έ-ρας ουσ. (αρσ.) {αέρ-α (λόγ.) -ος | -ηδες} 1. το μείγμα των μη ορατών, άοσμων αερίων, κυρ. αζώτου (78,08%) και οξυγόνου (20,95%), που περιβάλλει τη Γη και είναι απαραίτητο για την επιβίωση όλων των οργανισμών, το κενό που θεωρούμε ότι μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα, το κλίμα: αναπνεύσιμος/ατμοσφαιρικός/βρόμικος/θερμαινόμενος/καθαρός/φιλτραρισμένος ~. Ο ~ ενός χώρου. Κυκλοφορία/μάζα/μόλυνση/μόρια/ρύπανση/υγρασία/φίλτρο ~α. Χαμηλότερα/ψηλότερα στρώματα ~α. Η μυρωδιά πλανάται στον ~α. Το αεροσκάφος υψώθηκε στον ~α. Θέαμα στον/σπορ του ~α (βλ. αεράθλημα). Διάσωση/επέμβαση/ρίψη από ~ος.|| (για συσκευές, μηχανήματα) Ανοίγω/κλείνω τα έμβολα/τις βαλβίδες ~α/ος. Αντλία ~α/ος (πβ. αεραντλία). Συμπιεστής ~ος/α αυτοκινήτου (πβ. αεροσυμπιεστής). Tο λάστιχο χάνει ~α.|| (ΣΤΡΑΤ.) Πύραυλος εδάφους ~ος/~ος ~ος/~ος εδάφους. Βόμβες/στρατιωτικές δυνάμεις ~ος.|| Ο ~ του βουνού/του δάσους/της θάλασσας. 2. άνεμος: βουνίσιος/δαιμονισμένος/δυνατός/ελαφρός/ζεστός/θαλασσινός/θερμός/κρύος/ξαφνικός/ξηρός/παγωμένος/υγρός/ψυχρός ~. Ρεύμα/ταχύτητα ~α. Ο ~ βουίζει/δυναμώνει/έκοψε/κόπασε/έπεσε/φυσάει. Σηκώθηκε ~. Έχει πολύ ~α έξω. Ο ~ άλλαξε κατεύθυνση/γύρισε σε βοριά. Ο ~ φούσκωνε τα πανιά. Παραλία ήσυχη, χωρίς ~α (: υπήνεμη). Πβ. αγέρας.|| Ο ~ του ανεμιστήρα/της βεντάλιας/του κλιματιστικού. 3. (μτφ.) η αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι· (για χώρο) η ατμόσφαιρα, (για πρόσ.) η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το ύφος και ιδ. η άνεση: Το σπίτι έχει τον ~α μιας άλλης εποχής. Η διακόσμηση προσδίδει στην αίθουσα έναν ~α πολυτέλειας (πβ. περιβάλλον). Πνέει/φυσάει ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης.|| Διαθέτει/έχει τον ~α του επαγγελματία/του νικητή/της σταρ. Αποπνέει ευρωπαϊκό ~α. Τον περιέβαλλε πάντα ένας ~ μυστηρίου. Ντύσιμο που προσδίδει έναν ~α σοβαρότητας. Περπατάει με ~α (= με αυτοπεποίθηση· βλ. στιλ). Τον αντιμετώπισε με ~ (= δυναμικά, θαρραλέα). Πβ. τουπέ, πόζα.|| Έχει πάρει τον ~α του αυτοκινήτου/της δουλειάς (: άνεση που οφείλεται στην εμπειρία· πβ. κολάι).|| Μην κολλάς τις λέξεις, το κείμενο πρέπει να έχει ~.|| (ΑΘΛ.) Έδωσε ~α δύο γκολ/έντεκα πόντων στην ομάδα (βλ. προβάδισμα). 4. πρόσθετη αξία ενός μαγαζιού ή μιας επιχείρησης λόγω πλεονεκτικής θέσης, σταθερής πελατείας και η σχετική αποζημίωση: (σε αγγελίες) Πωλείται ο ~ και οι εγκαταστάσεις. Πβ. εμπορική εύνοια. 5. ο χώρος που επιτρέπεται να κτιστεί πάνω από μια οικοδομή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του· δικαίωμα υψούν: Αγοράζω/πουλώ τον ~α (μιας μονοκατοικίας). 6. αποζημίωση που καταβάλλεται σε μισθωτή, ώστε να μην παραταθεί η μίσθωση ή το ποσό που προκαταβάλλεται ως εγγύηση για την ενοικίαση: Καταβάλλω ~α. Φορολόγηση του εισπραττόμενου ~α.|| Έδωσε ~α τρία νοίκια. 7. ΕΚΚΛΗΣ. {πληθ. αέρες} αήρ. ● Υποκ.: αεράκι (το): ελαφρύς και ευχάριστος αέρας: ανάλαφρο/απαλό/γλυκό/δροσερό/θαλασσινό (πβ. μπάτης)/καλοκαιρινό/πρωινό/τσουχτερό (βλ. αγιάζι) ~. Έβ(γ)αλε/έπιασε ~. Μας δρόσισε τ' ~. Πβ. αγεράκι, αγέρι, αύρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπιεσμένος αέρας & συμπιεσμένος αέρας: ΜΗΧΑΝ. αέρας με πίεση και πυκνότητα μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική: Ο ~ ~ χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. [< αγγλ. compressed air] , κενό (αέρος) βλ. κενό, σαλάμι αέρος βλ. σαλάμι, φρέσκος αέρας βλ. φρέσκος ● ΦΡ.: (είμαι) στον αέρα 1. για αεροσκάφος σε πτήση: αγορές στον ~ (αφορολόγητων ειδών). Περιπέτεια στον ~ για διακόσιους επιβάτες λόγω της κακοκαιρίας. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν ~ ~ (: ενώ πετούσαν).|| (κατ' επέκτ., για κάτι που αιωρείται:) Διεκδίκηση της μπάλας στον ~. Βλ. μετέωρος. 2. (μτφ.) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση: Καθημερινά είμαστε ~ ~ για δύο ώρες. Ο ακροατής είναι ~ ~.|| Η ανανεωμένη μας ιστοσελίδα είναι πάλι ~ ~ (= διαθέσιμη στο κοινό). 3. (μτφ.) για κάτι αβέβαιο: Το συμβόλαιό του είναι ~ ~. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλα ήταν ~ ~. Το έργο κινδυνεύει να μείνει ~ ~.|| Η θεωρία/τα επιχειρήματά του στέκονται ~ ~. Πβ. μετέωρος., αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω (μτφ.): σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα, τεμπελιάζω., αέρα πατέρα (προφ.): όπως να' ναι, όπως τύχει: Πέρασε ~ ~ τη διασταύρωση. Βλ. στα κουτουρού., αέρα! (ιαχή των Ελλήνων στρατιωτών, κυρ. στον πόλεμο του 1940): πάνω τους! επίθεση!, ανοίγω/κλείνω τον αέρα: ξεκινώ ή σταματώ αντίστοιχα την παροχή αέρα μέσω βαλβίδας ή συσκευής., βγάζω στον αέρα: (μτφ.) μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ~ ~ τα άπλυτα κάποιου/απόρρητα στοιχεία/μια είδηση/μια εκπομπή., βγαίνω στον αέρα (μτφ.): παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (συνήθ. σε απευθείας μετάδοση): Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων βγήκε ~ με καθυστέρηση. (για πρόσ.) Βγαίνει για πρώτη φορά ~.|| Ο δικτυακός τόπος βγήκε ~ (= αναρτήθηκε) τον προηγούμενο χρόνο., δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο., δίνω σε κάποιον αέρα (μτφ.): του συμπεριφέρομαι με επιείκεια και ελαστικότητα, του δίνω θάρρος: Μην του ~εις ~, θα το πάρει πάνω του. ΑΝΤ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), έγινε αέρας (μτφ.): εξανεμίστηκε: Έγιναν ~ τα κέρδη (= χάθηκαν)., έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που ξεπερνά τα όρια, αποθρασύνεται: Σαν πολύ ~ δεν έχεις πάρει;, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα (μτφ.): πιστεύει πως είναι πολύ σπουδαίος, επαίρεται, καυχιέται: Πρόσεχε μην πάρουν τα μυαλά σου ~! Έχασαν, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους ~. ΣΥΝ. καβάλησε το καλάμι, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε (1), ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό (μτφ.-ειρων.): δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός., κάνω σε κάποιον αέρα: δημιουργώ με τεχνητό τρόπο ελαφρά πνοή ανέμου: Πήρε τη βεντάλια και άρχισε να της κάνει ~., λόγια του αέρα & (σπάν.) του ανέμου (μτφ.): ανοησίες: Όσα λέω τα εννοώ, δεν πρόκειται για ~ ~. Πβ. λόγια της καραβάνας. Βλ. έπεα πτερόεντα. ΣΥΝ. αερόλογα, αερολογίες [< γαλλ. paroles en l' air] , με άλλο(ν) αέρα (μτφ.): με διαφορετική διάθεση, ψυχολογία ή συμπεριφορά, συνήθ. καλύτερη από πριν: Γύρισε από το εξωτερικό ~ ~., μιλώ στον αέρα: λέω αερολογίες ή σπανιότ. δεν προσέχουν οι άλλοι τα λόγια μου: Δεν ~ ~, έχω συγκεκριμένα παραδείγματα.|| Μιλάμε μαζί ή ~ ~; Πβ. (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο., παίρνω αέρα/τον αέρα μου (μτφ.): αναζωογονούμαι, ξανανιώνω: Βγήκαμε, για να πάρουμε λίγο καθαρό ~. Πήρε τον ~ της στην εξοχή και μας ήρθε ανανεωμένη! Πβ. κάνω βόλτα, ξεσκάω, πήρε αέρα ο κώλος (κάποιου). [< γαλλ. prendre l' air] , παίρνω τον αέρα κάποιου (μτφ.): έχω κάποιον (ή σπανιότ. κάτι) υπό τον έλεγχό μου, επιβάλλομαι: Μην την αφήσεις να σου πάρει τον ~. Οι φιλοξενούμενοι πήραν τον ~ του ματς και προηγήθηκαν στο σκορ., πιάνει πουλιά στον αέρα (μτφ.): είναι πανέξυπνος, σαΐνι: Δεν θα την πιάσουν κορόϊδο, ~ ~., ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά: Η αστυνομία έριξε ~, για να διαλύσει τη συγκέντρωση., στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που ισορροπεί χωρίς να ακουμπά κάπου και κατ' επέκτ. δεν έχει σταθερές βάσεις και είναι εύκολο να καταρρεύσει: Η κατασκευή μοιάζει να ~ ~ (= αιωρείται).|| Η απόφασή του ~ ~., τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα 1. (μτφ.) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω: ~ ~ τις διαπραγματεύσεις/τις προσπάθειες/τον προϋπολογισμό/μια συμφωνία/ένα σχέδιο. Άλλο ένα λάθος και τα τίναξες όλα ~!|| Τίναξε τη μπάνκα ~ (: πήρε όλα τα κέρδη)! 2. ανατινάζω: Η έκρηξη στο βενζινάδικο λίγο έλειψε να ~ξει ολόκληρη την περιοχή ~. Πρόσεξε μην βραχυκυκλώσει το μηχάνημα και ~χτούμε όλοι ~!, φυσάει άλλος αέρας: (μτφ.) για αλλαγή μιας κατάστασης προς το καλύτερο: Η πόλη έχει αλλάξει, ~ ~., χτίζει στον αέρα (σπάν.-λογοτ.): ματαιοπονεί, τρέφει ψευδαισθήσεις. Πβ. κτίζω/φτιάχνω παλάτια/πύργους στην άμμο., αέρας κοπανιστός βλ. κοπανιστός, αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μεσν. αέρας 3: γαλλ.-αγγλ. air, γερμ. Luft]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

αιμορροφιλία

αιμορροφιλία [αἱμορροφιλία] αι-μορ-ρο-φι-λί-α ουσ. (θηλ.) & αιμοφιλία: ΙΑΤΡ. κληρονομική ασθένεια που οδηγεί, λόγω διαταραχών στην πήξη του αίματος, σε ακατάσχετη αιμορραγία με τον παραμικρό τραυματισμό, εκδηλώνεται κυρ. σε άντρες, αλλά μεταβιβάζεται μόνο από γυναίκες. Βλ. φυλοσύνδετος, -φιλία. [< γαλλ. hémophilie, αγγλ. hæmophilia]

ακούω

ακούω [ἀκούω] α-κού-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ακού-ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. άκου, ακούτε, ακού(γ)οντας, παρατ. άκουγα | άκου-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, (σπάν.) -όμενος, -σμένος} 1. αντιλαμβάνομαι ήχους με το αισθητήριο όργανο της ακοής: Δεν ~ει καλά από το δεξί αυτί. ~ει ό,τι τον συμφέρει. Ακούς τίποτα; Για άκου! Μόλις που ~γόταν. ~γομαι στο βάθος; Καλέ, τι κραυγή ήταν αυτή! Μέχρι εδώ ~στηκες! Βλ. βαρι~, κρυφ~, ξαν~, παρ~. 2. παρακολουθώ προσεκτικά κάποιον, κάτι: ~ την εκπομπή σας μέσω ίντερνετ/μουσική/ραδιόφωνο (πβ. ακροάζομαι). Σε ~. Τον έχω ~σει (ενν. τον καλλιτέχνη) ζωντανά σε συναυλία. 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Πρώτη φορά το ~! ~σες τα νέα; Δεν ~σες ότι/πως ... Κάπου το ~σα και μου έκανε εντύπωση. Από ποιον το ~σες; Το ~σα από επίσημα χείλη. Όταν τα ~σε, έσκασε στα γέλια. Δεν ~στηκες τελευταία και ανησυχήσαμε (: δεν εμφανίστηκες, δεν μάθαμε νέα σου). Τραγούδια λιγότερο ~σμένα. Βλ. πρωτ~. 4. κατανοώ αυτά που λέει κάποιος, πείθομαι, υπακούω: Ακούς (= καταλαβαίνεις) τι σου λέω; Τον ~σα και την πάτησα. Δεν ~σες τα παρακάλια μου/τη συμβουλή μου! Δεν ~ει κανένα. Μην ακούς τι σου λένε οι άλλοι. Πρέπει να ~τε τους γονείς σας (= να ακολουθείτε τις συμβουλές, τις υποδείξεις τους)! Βλ. πειθαρχώ.|| Άκου την καρδιά σου! Βλ. εισ~. ● Παθ.: ακούγεται: δημιουργεί (ορισμένη) εντύπωση: Αυτό που λες ~ απίστευτο/αστείο/γελοίο/πολύ ενδιαφέρον/παράδοξο (ΣΥΝ. ηχεί). ~ άσχημα/ωραία (: προκαλεί αρνητική/θετική αίσθηση)., ακούγομαι 1. βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αποκτώ φήμη: Το όνομά του ~εται πολύ τώρα τελευταία.|| (παλαιότ.-αρνητ. συνυποδ.) ~στηκε στη γειτονιά και δεν τολμάει να ξεμυτίσει. 2. {στο γ' πρόσ.} (απρόσ.) διαδίδεται, θρυλείται, συζητιέται, φημολογείται: ~εται ότι θα γίνουν αυξήσεις. 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} εισακούομαι: Ο λόγος του ~εται (= μετράει, πιάνει). Δεν ~εται πια (η γνώμη/η πρότασή του). Αν το πεις εσύ, θα ~στείς. ● ΦΡ.: άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω!: για επίπληξη, πρόκληση ενδιαφέροντος ή εμφατ. στον λόγο: Άκου/κοίτα να σου πω, δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω! Λοιπόν, ~ ~ τι έγινε! ΣΥΝ. άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) (1), άκου (με) που σου λέω!: για επιβεβαίωση των λόγων κάποιου: Αυτοί κάτι μαγειρεύουν, ~ ~!, άκου λέει! 1. για δήλωση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης: ~ ~ να πάμε περπατώντας! ΣΥΝ. άκου πράγματα! 2. (εμφατ.) για ενθάρρυνση, προτροπή: Πώς δεν θέλω; ~ ~ (= θέλω και πολύ μάλιστα)!, άκου πράγματα! & (προφ.) άκου πράματα: για δυσάρεστη έκπληξη, αγανάκτηση, αποδοκιμασία: ~ ~! Τριγυρνούσαν ξημερώματα μεθυσμένοι! ~ ~ να παρακολουθούν τα τηλέφωνα του κόσμου! ΣΥΝ. άκου λέει! (1), άκουσον, άκουσον!, άκουσε τα εξ αμάξης/τον εξάψαλμο/της χρονιάς του/τα σκολιανά του/τον αναβαλλόμενο: τον επέπληξαν, τον κατσάδιασαν: Άργησε να πάει στη δουλειά κι ~ ~., άκουσον, άκουσον! (λόγ.): έκπληξη για κάτι αρνητικό, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, αποδοκιμασία. ΣΥΝ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί, άκου πράγματα!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...;, αυτό που άκουσες! (προφ.-επιτατ.): για έκφραση αγανάκτησης: Ναι λοιπόν, ~ ~, βαρέθηκα να σε παρακαλώ!, θα τ’ ακούσεις από την καλή (κι απ' την ανάποδη)!: (απειλητ.) ως επίπληξη., μ' ακούς;: για επιβεβαίωση ότι το κανάλι επικοινωνίας είναι ανοιχτό· (εμφατ. στο τέλος πρότασης) για δήλωση ισχυρής επιθυμίας του ομιλητή να τον προσέξει ιδιαίτερα ο ακροατής ή για απόλυτη επιβεβαίωση των λεγομένων με δραματικό τόνο: (σε τηλεφωνική συνδιάλεξη) Εγώ είμαι, ~ ~;|| Θέλω να σου μιλήσω, ~ ~;, όποιος έχει αυτιά, ακούει: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πασιφανές, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις. Βλ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω., ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει (προφ.): για δήλωση κατηγορηματικής άρνησης: Διάβασμα; ~ ~! Παντρεύεται; Αυτός ούτε που ήθελε ν' ακούσει για γάμο!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...; & δεν έχει ξανακουστεί/δεν ξανακούστηκε! (προφ.): για δήλωση δυσάρεστης έκπληξης, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας· είναι αδιανόητο: ~ ~ να μην εφαρμόζονται οι αποφάσεις/ότι ισχύει κάτι τέτοιο; ~ ~ αυτό; Πβ. άκουσον, άκουσον!, δεν ξανάγινε!, τ(α) άκουσα (προφ.): με επέπληξε, με κατσάδιασε: ~ ~ γερά/για τα καλά/ένα χεράκι. Δεν φτάνει που τη βοήθησα, ~ ~ κι από πάνω! Πβ. άκουσε τα εξ αμάξης., τ’ ακούς, τ’ ακούω να λες: για επιβεβαίωση ή εμφατικό τονισμό των λεγομένων., την άκουσα (αργκό) 1. ήπια πολύ αλκοόλ και ζαλίστηκα: ~ ~ από το πιοτό. ~ ~ για τα καλά. Πβ. γίνομαι κουδούνι, μεθώ. 2. (σπάν.) σε περιπτώσεις που ακούει κάποιος μια ανοησία, μια κοτσάνα. Βλ. την πέταξε., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, άκου εδώ βλ. εδώ, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) βλ. βλέπω, ακούει στο όνομα βλ. όνομα, άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου βλ. αυτί, ακούω (κάτι) βερεσέ βλ. βερεσέ, ακούω τα σχολιανά μου βλ. σχολιανός, ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο βλ. εξάψαλμος, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, εγώ μιλάω, εγώ τ' ακούω βλ. μιλώ, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω βλ. ους, πάταξον μεν, άκουσον δε βλ. πατάσσω, τα 'θελες και τ' άκουσες βλ. θέλω, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά [< αρχ. ἀκούω]

άκρη

άκρη [ἄκρη] ά-κρη ουσ. (θηλ.) 1. τελικό σημείο, όριο, αρχή ή τέλος: Η μυτερή ~ του ακοντίου (πβ. αιχμή, κόψη). Η ~ του βέλους (= μύτη). Οι δύο ~ες της γέφυρας/της ζώνης/του καλωδίου/της κλωστής. Στην ~ του γκρεμού (= χείλος)/του (δια)δρόμου (= τέρμα)/της θάλασσας/του νησιού/του πεζοδρομίου/του τραπεζιού. Από τη μια ~μέχρι την/ως την άλλη. Θα τον ακολουθήσω ως την ~ της γης. Πβ. άκρο, απόληξη.|| Στην άλλη ~ του τηλεφώνου/της (τηλεφωνικής) γραμμής βρίσκεται ο ...|| Με τις ~ες των δαχτύλων. 2. γωνιά, απόμερο σημείο: Καθόταν αμίλητος στην ~. Σε μια ~ του δρόμου.|| (προφ.) ~ (= κάνε στην ~)! ~ να περάσω! 3. (σπάν.) μικρή έκταση: μια ~ γης. ● Υποκ.: ακρούλα & ακρίτσα (η) ● ΦΡ.: (δεν) βρίσκω άκρη: (δεν) μπορώ να οδηγηθώ στη λύση ενός προβλήματος, να βρω αυτό που θέλω: Ρωτάω δεξιά κι αριστερά και/μα δεν ~ ~. Πού να βρεις ~; Τελικά βρήκαμε (την) ~., άκρη-άκρη {επιρρ. χρ.}: εντελώς στην άκρη: ~ ~ στο κύμα/στο ποτάμι. Περπατώ/πηγαίνω ~ ~., απ' άκρη σ' άκρη & (λόγ.) απ' άκρου εις άκρον: από τη μια άκρη στην άλλη, παντού: Γνωρίζει την περιοχή ~ ~. Είχε οργώσει/διασχίσει/διατρέξει τη χώρα ~ ~. Η φήμη του απλώνεται ~ ~. ~ ~ της γης/της Ελλάδας/της επικράτειας/του πλανήτη., βάζω στην άκρη/στην μπάντα 1. & έχω στην άκρη/στην μπάντα: αποταμιεύω: ~ ~ χρήματα, για να πάρω ... Έχει καλό κομπόδεμα ~. 2. & αφήνω στην άκρη/μπάντα: παραμερίζω κάτι ή κάποιον: Έβαλε ~ τον εγωισμό του και του μίλησε., δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη (προφ.): σε περιπτώσεις που αδυνατεί κάποιος να καταλάβει, να αντιληφθεί τι γίνεται: Δεν βγαίνει ~ με τη συνάντηση. Ξαναδιάβασα το κείμενο, αλλά δεν έβγαλα ~. Προσπαθώ να καταλάβω και δεν βγάζω ~ (= νόημα). ΣΥΝ. (δεν) βρίσκω άκρη, έχει άκρες (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, βύσμα: Έχει γερές άκρες και γνωριμίες. Πβ. κονέ. ΣΥΝ. έχει (γερές) πλάτες, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα 1. & κάθομαι/στέκομαι/τραβώ/μπαίνω στην άκρη/στη μπάντα: παραμερίζω ή υποχωρώ υπέρ κάποιου άλλου: ~ ~ (= κάνω χώρο/τόπο) να περάσει κάποιος. (υβριστ.) Κάνε/τράβα ~, ρε χαμένε! Κάντε ~ να κατέβω. Κάτσε/στάσου ~ και μη μιλάς (= παράμερα, μην ανακατεύεσαι)! 2. (μτφ.) παραγκωνίζω, περιθωριοποιώ κάποιον: Αν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, τον κάνουν ~. ~ στην άκρη (= αφήνω κατά μέρος) τους συναισθηματισμούς και σκέφτομαι λογικά. Πβ. κάνω κάποιον/κάτι πέρα., μέσες άκρες & άκρες-μέσες: περίπου: Μου είπε ~ ~ όλη την ιστορία. Άκουσα ~ ~ την κουβέντα τους. ΣΥΝ. σε γενικές γραμμές ΑΝΤ. ακριβώς (1), αναλυτικά, λεπτομερώς, (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων βλ. δάχτυλο, έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου βλ. γλώσσα, η άκρη του νήματος βλ. νήμα, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< μεσν. άκρη, γαλλ. bout]

αλλιώς

αλλιώς [ἀλλιῶς] αλ-λιώς επίρρ.: διαφορετικά: Μακάρι να ήταν ~ τα πράγματα! Κάπως ~ το φανταζόμουν. Δεν γίνεται ~. Να το θέσω ~. Πώς ~ να σου το πω; (= με τι άλλα λόγια). ~ σκέφτομαι εγώ, ~ εσύ. ~ ξεκίνησε και ~ κατέληξε. Συντομεύετε, ~ δεν θα τελειώσουμε ποτέ (= ειδεμή, ειδάλλως, σε αντίθετη περίπτωση)! Αν μπορείς, κάνε κι ~! Πες το ~! Πότε έτσι πότε ~ (πβ. μια έτσι μια ~). ΣΥΝ. αλλιώτικα (2), άλλως (1) ● ΦΡ.: έτσι κι αλλιώς: σε οποιαδήποτε περίπτωση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: Ήταν κάτι που θα γινόταν ~ ~. Προτίμησα να μη μιλήσω· ~ ~ (= άλλωστε, εξάλλου) δεν θα μου έδινε κανείς σημασία. Ο φόρος ήρθε να προστεθεί στις ~ ~ (= ήδη) αυξημένες τιμές. ΣΥΝ. ούτως ή άλλως, πάρ' το αλλιώς (προφ.): άλλαξε τρόπο αντιμετώπισης: ~ ~ το θέμα/πράγμα.|| (ως προτροπή σε κάποιον να στρίψει το τιμόνι προς την αντίθετη κατεύθυνση, συνήθ. κατά το παρκάρισμα) ~ ~, γιατί θα βρεις στην κολόνα!, την/το είδε αλλιώς (αργκό): εξετάζω τα πράγματα από διαφορετική οπτική γωνία: Την είδε ~ (τη ζωή). Τα είδε ~ (τα πράγματα). Δες το ζήτημα ~!, το πήρε αλλιώς (προφ.): παρεξήγησε τα λόγια κάποιου: ~ ~, τσαντίστηκε κι έγινε χαμός. Πλάκα κάνω, ελπίζω να μην το πάρεις ~. Πβ. το πήρε ανάποδα/από την ανάποδη, στραβά., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς βλ. αλλάζω, δεν εξηγείται αλλιώς βλ. εξηγώ, δεν μπορώ να κάνω (κι) αλλιώς βλ. μπορώ, έτσι ή αλλιώς(/αλλιώτικα)/είτε έτσι είτε αλλιώς/έτσι (κι) αλλιώς (κι αλλιώτικα) βλ. έτσι, ή όπως αλλιώς βλ. όπως, κάπως αλλιώς βλ. κάπως, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο έτσι ο αλλιώς βλ. έτσι [< μεσν. αλλιώς – παλαιότ. ορθογρ. αλλοιώς]

άλλος

άλλος, η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]

αναμμένος

αναμμένος, η, ο [ἀναμμένος] α-ναμ-μέ-νος επίθ. 1. που του έχουν βάλει ή μεταδώσει φωτιά, τον έχουν πυρακτώσει: ~ο: καντήλι/τζάκι. ~α: ξύλα.|| (μτφ.) Κρατούν ~η (= ζωντανή) τη σπίθα της ελπίδας. ΑΝΤ. σβησμένος, σβηστός (1) 2. που βρίσκεται σε λειτουργία: ~ος: κινητήρας. ~η: οθόνη/συσκευή. ~ο: κομπιούτερ/φλας. ~α: αλάρμ. Άφησε/ξέχασε τον θερμοσίφωνα/το μάτι (της κουζίνας)/τον φούρνο/το φως ~ο. Πβ. ενεργοποιημένος. ΑΝΤ. κλειστός (3) 3. (μτφ.) φουντωμένος, ξαναμμένος: Γύρισε ~ (= εκνευρισμένος, εξοργισμένος, εξαγριωμένος). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο βλ. σπίρτο ● ΦΡ.: κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο ● βλ. ανάβω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ανάβω]

αναπνοή

αναπνοή [ἀναπνοή] α-να-πνο-ή ουσ. (θηλ.) 1. βασική λειτουργία του οργανισμού, με την οποία προσλαμβάνεται οξυγόνο μέσω του εισπνεόμενου αέρα και αποβάλλεται διοξείδιο του άνθρακα με την εκπνοή: βαριά/γρήγορη/δύσκολη/θορυβώδης/μηχανική/σωστή/υποβοηθούμενη ~. Διαφραγματική/θωρακική/κοιλιακή/ρινική/συρίττουσα ~. Αργές/κοφτές/μικρές/ρηχές ~ές (= εισπνοές-εκπνοές). Η ~ των ανθρώπων/ζώων/φυτών. Διακοπή (βλ. άπνοια)/κράτημα της ~ής. Δυσκολία στην ~ (βλ. άσθμα, ασφυξία, δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ασκήσεις ~ής. Πάρτε βαθιές ~ές/μια μεγάλη ~! Βλ. πνεύμονας. 2. (κατ' επέκτ.) ανάσα: δροσερή/δυσάρεστη/έντονη/ευχάριστη/καθαρή ~. Η ~ του μυρίζει αλκοόλ. Η ζεστασιά της ~ής του.|| Η θέα σου κόβει την ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή: ΦΥΣΙΟΛ. αποβολή διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών και απορρόφηση οξυγόνου από τους πόρους του δέρματος· δερματική αναπνοή. Βλ. διαπνοή. [< γαλλ. perspiration insensible] , κυτταρική αναπνοή: ΒΙΟΛ. ενζυμική διαδικασία με την οποία τα κύτταρα διασπούν τη γλυκόζη (ή άλλα σάκχαρα και λιπίδια), απελευθερώνοντας και εξασφαλίζοντας ενέργεια: αερόβια/αναερόβια ~ ~. [< αγγλ. cellular/cell respiration] , τεχνητή αναπνοή: ενεργοποίηση της αναπνευστικής λειτουργίας με αναπνευστήρα ή εκπνοή στο στόμα: Εφαρμόζω/κάνω ~ ~. Επανήλθε στη ζωή με ~ ~. Βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση. ΣΥΝ. φιλί (της) ζωής [< αγγλ. artificial respiration] , παράδοξη αναπνοή βλ. παράδοξος ● ΦΡ.: κρατώ την αναπνοή μου & βαστώ/συγκρατώ την αναπνοή μου: δεν ανασαίνω για λίγο: Πόση ώρα μπορείς να ~ήσεις ~ σου;|| (μτφ., από αγωνία, προσμονή ή ένταση:) Οι θεατές ~ούσαν ~ τους στα τελευταία λεπτά του αγώνα., με μια αναπνοή (μτφ.): πολύ γρήγορα ή ταυτόχρονα: Μόλις δόθηκε το σύνθημα, όλοι ~ ~ πεταχτήκαμε έξω. Πβ. αμέσως. [< αγγλ. in one/in the same breath] , μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα: σχεδόν σταματώ να αναπνέω, συνήθ. λόγω έντονου συναισθήματος: Μου κόπηκε ~ απ' την τρομάρα.|| Μια δυνατή παγωνιά μου έκοψε την ~, μόλις ξεκινήσαμε. Βλ. λαχανιάζω., σε απόσταση αναπνοής βλ. απόσταση [< αρχ. ἀναπνοή, αγγλ.-γαλλ. respiration]

ανάποδα

ανάποδα [ἀνάποδα] α-νά-πο-δα επίρρ.: αλλιώτικα ή αντίθετα απ' ό,τι συνηθίζεται ή θεωρείται σωστό, φυσιολογικό: Έβαλε τις κάλτσες/την μπλούζα ~ (= από την ανάποδη· πβ. μέσα έξω). Οδηγεί/πάει ~ (: στο αντίθετο ρεύμα ή προς τα πίσω). (ΝΑΥΤ.) ~ ολοταχώς. Το πλοίο κάνει ~. Οι δείκτες γυρίζουν ~ (: από δεξιά προς αριστερά). (για νεογέννητο:) Το παιδί βγαίνει/έρχεται ~ (: με τα πόδια, αντί με το κεφάλι προς τα έξω). Το αμάξι βρέθηκε ~ (= αναποδογυρ-, ντελαπαρ-, τουμπαρ-ισμένο).|| ~ τα κατάλαβες (: αντίθετα από αυτά που ισχύουν). ● ΦΡ.: (μου) έρχονται/πηγαίνουν (όλα) ανάποδα (προφ.): (μου) συμβαίνουν δυσάρεστα, αντίθετα απ' ό,τι περιμένω: Μου ήρθαν όλα ~ στη δουλειά και δεν μπόρεσα να ..., βγάζω την πίστη/την ψυχή κάποιου ανάποδα (προφ.): τον ταλαιπωρώ, τον εξουθενώνω: Μου έβγαλε ~ ~ μέχρι/ώσπου να ..., βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα (αργκό): έχει πεθάνει, είναι νεκρός., κακά, ψυχρά κι ανάποδα (προφ.-εμφατ.): πολύ άσχημα: -Πώς πέρασες; -~ ~! Τους ήρθαν όλα ~ ~. ΣΥΝ. τα στραβά και (τα) ανάποδα, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα (προφ.): ταλαιπωρήθηκα πολύ, εξουθενώθηκα: ~ ~, μέχρι να γράψω την εργασία μου., μου έρχεται ανάποδα να ... (προφ.): δεν μου αρέσει, δεν μου πάει να: ~ ~ μου ζητήσουν βοήθεια και ν' αρνηθώ., ξυπνάω ανάποδα (προφ.): είμαι κακόκεφος και κατ' επέκτ. απότομος με τους άλλους από την αρχή της μέρας: ~ησε ~ σήμερα και του φταίνε όλα., τη βλέπω ανάποδα (νεαν. αργκό): αλλάζω διάθεση, θυμώνω, εκνευρίζομαι: Μόλις μου έκλεισε το ακουστικό, την είδα ~., το πήρε ανάποδα/από την ανάποδη (προφ.): παρεξήγησε κάτι που έγινε ή ειπώθηκε: Θα σου πω κάτι, αλλά μην το πάρεις ~. Πβ. παίρνω/βλέπω κάτι στραβά, το πήρε αλλιώς., θα σε κρεμάσω (ανάποδα)! βλ. κρεμώ, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, τα στραβά και (τα) ανάποδα βλ. στραβός [< μεσν. ανάποδα]

ανεβαίνω

ανεβαίνω [ἀνεβαίνω] α-νε-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανέβηκα, ανέβα, θα/να ανεβώ/ανέβω, έχω ανεβεί/ανέβει, ανεβασμένος, ανεβαίν-οντας} 1. (για έμψυχα ή άψυχα) κινούμαι από κάτω προς τα πάνω ή προς ψηλότερο σημείο και κατ' επέκτ. κινούμαι από τον νότο προς τον βορρά, από το κέντρο προς την περιφέρεια, από τα παράλια προς την ενδοχώρα: ~ την ανηφόρα/τον δρόμο (= ανηφορίζω, ΑΝΤ. κατηφορίζω)/το μονοπάτι/τα σκαλοπάτια. ~ στο άλογο (πβ. ιππεύω, καβαλικεύω)/στον άμβωνα/στο βήμα/στο δέντρο (= σκαρφαλώνω)/στην εξέδρα/στην κορυφή του βουνού (= αναρριχώμαι)/στη σκηνή/στην ταράτσα. Ο ήλιος ~ει (= (αν)υψώνεται) στον ουρανό. Το υποβρύχιο ~ει από τον βυθό στην επιφάνεια της θάλασσας. Το ασανσέρ ανέβηκε ως τον τέταρτο. Το αεροπλάνο ανέβηκε στα δέκα χιλιάδες πόδια. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του (= δάκρυσε). Ένας φιδωτός δρόμος ~ει (= φτάνει) ως την κορυφή του βουνού. Ανέβηκε στο πρώτο σκαλί του βάθρου (: πήρε το χρυσό μετάλλιο). Ανέβαινε (= μετέβαινε, πήγαινε) συχνά στην ..., για να δει τους δικούς του. Η πομπή ανέβηκε από το λιμάνι προς την πλατεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ανέβηκε στο σάιτ (: έχει σταλεί στον διακομιστή).|| (ΓΡΑΜΜ.) Ο τόνος ανέβηκε κατά τη σύνθεση στο α' συνθετικό (: μεταφέρθηκε σε προηγούμενη συλλαβή). ΑΝΤ. κατεβαίνω (1) 2. {στο γ' πρόσ.} αυξάνομαι (ως προς την τιμή, τον όγκο, τη στάθμη, το ύψος, το όριο, την ένταση, την ποιότητα): ~ει η ζύμη (= φουσκώνει)/η θερμοκρασία/το κόστος/το ποσοστό. Η τιμή του ψωμιού ανέβηκε κατακόρυφα (ΑΝΤ. έπεσε). ~ει επικίνδυνα η στάθμη των υδάτων (ΑΝΤ. κατεβαίνει, κατέρχεται). Μου ανέβηκε το ζάχαρο. Ανέβηκε ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου. Ανέβηκαν τα έξοδα/τα κέρδη της εταιρείας κατά 5%. Ανέβηκε το δολάριο/ευρώ. Έχει ανέβει αισθητά το βιοτικό επίπεδο της χώρας. Ο ρυθμός ανάπτυξης ανέβηκε σημαντικά (ΑΝΤ. μειώθηκε). Με ανεβασμένο ηθικό. 3. ανέρχομαι επαγγελματικά, κοινωνικά ή βαθμολογικά, αποκτώ θέση, κερδίζω αναγνώριση: ~ σε αξίωμα/στην εξουσία/στην ιεραρχία. Το κόμμα της αντιπολίτευσης ~ει στις δημοσκοπήσεις. Η ομάδα ανέβηκε στην Α' Εθνική. Έχει ανεβεί στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού. Πβ. ανελίσσομαι, προ-άγομαι, -οδεύω. 4. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο: ~ στο αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο/ποδήλατο/ταξί/τρένο (ΑΝΤ. αποβιβάζομαι). 5. (προφ.) νιώθω ψυχική ευφορία, είμαι πολύ ευδιάθετος: Μετά την επιτυχία του ανέβηκε ψυχολογικά. Ανεβασμένη διάθεση/ψυχολογία. Πβ. φτιάχνομαι. ΑΝΤ. πέφτω (11) 6. {στο γ' πρόσ.} (για θεατρικό έργο που) παρουσιάζεται στο κοινό: Η παράσταση ανέβηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (ΑΝΤ. κατέβηκε). Βλ. ξαν~. 7. {στο γ' πρόσ.} (+ σε) ανέρχομαι, φτάνω σε κάποιο ύψος: Το χρέος της χώρας ανέβηκε στα ... ευρώ. Ο αριθμός των τραυματιών από τον ισχυρό σεισμό ανέβηκε στους ... ● ΦΡ.: ανεβαίνει ο πήχης (μτφ.) 1. βελτιώνεται το επίπεδο ή τίθενται υψηλότεροι στόχοι: ~ ~ των παρεχόμενων υπηρεσιών/της ποιότητας των προϊόντων. 2. (+ γεν.) (για να δηλωθεί ότι) κάτι αυξάνεται: ~ ~ της αγανάκτησης/του κόστους. Βλ. ανεβάζω., ανεβαίνει ο υδράργυρος 1. αυξάνεται η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας: ~ ~ στους 35 βαθμούς. 2. (μτφ.) εντείνονται οι αντιπαραθέσεις: Καθώς πλησιάζει η μέρα των εκλογών, τόσο ~ ~., ανεβαίνει στα ουράνια/στους επτά ουρανούς (μτφ.): είναι πανευτυχής: Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος παίκτες και φίλαθλοι είχαν ανέβει ~. Βλ. ανεβάζω., ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου (μτφ.): εκτιμάται περισσότερο, αποκτά κύρος, υπόληψη: Με την εργατικότητα και την τιμιότητά του ανέβηκε ~ της τοπικής κοινωνίας. Βλ. ανεβάζω. ΑΝΤ. έπεσε στα μάτια (κάποιου) (1), μου ανεβαίνει κάποιος στο σβέρκο (μτφ.): με εξουσιάζει, με καταδυναστεύει: Οι δικτάτορες είχαν ανέβει ~ του λαού., μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση (προφ.-μτφ.): εξοργίζομαι, είμαι εκτός εαυτού: Ήταν τέτοια η ταπείνωση, που μου ανέβηκε ~. Του ανέβηκε η πίεση με όσα είδε κι άκουσε (: έγινε μπαρούτι/πύραυλος). Πβ. τα παίρνω (στο κρανίο/στην κράνα). [< γαλλ. sang qui monte à la tête ] , ανεβαίνει το θερμόμετρο/ο πυρετός βλ. θερμόμετρο, ανεβαίνει/εκτινάσσεται/εκτοξεύεται η αδρεναλίνη (κάποιου) (στα ύψη) βλ. αδρεναλίνη, ανεβαίνουν οι τόνοι/ανεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου βλ. μετοχή, ανεβαίνω στο ρινγκ βλ. ρινγκ, ανεβαίνω τα σκαλιά της εκκλησίας βλ. εκκλησία, ανέβηκε/βγήκε στο πάλκο βλ. πάλκο, βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό βλ. βοηθώ, δώσε θάρρος στον/του χωριάτη, να σ' ανέβει/και θ' ανέβει στο κρεβάτι βλ. χωριάτης, χωριάτισσα, υψηλοί τόνοι βλ. τόνος1 [< μεσν. ανεβαίνω]

ανοιχτός

ανοιχτός, ή, ό [ἀνοιχτός] α-νοι-χτός επίθ. & ανοικτός 1. που επιτρέπει, κυρ. μετακινούμενος ή αφαιρούμενος, την πρόσβαση σε κάτι κλειστό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος. ~ή: πόρτα. ~ό: παράθυρο/στόμα/συρτάρι. Εξετάσεις με ~ά βιβλία. Πβ. ανοιγμένος, ολάνοιχτος. Βλ. μισάνοιχτος.|| (μτφ.) Το σπίτι του είναι πάντα ~ό στους/για τους φίλους του (= φιλόξενο). Όλοι οι δρόμοι είναι ~οί μπροστά σου (: δεν υπάρχουν εμπόδια, το μέλλον είναι ευοίωνο). Όσο έχω τα μάτια μου ~ά (= όσο ζω), θα του χρωστώ ευγνωμοσύνη.|| ~ή: μπλούζα. ~ό: πουκάμισο. Ρούχα ελαφριά, με ~ό λαιμό. ΣΥΝ. ξεκούμπωτος. ΑΝΤ. κουμπωμένος.|| (ξεσκέπαστος, μη στεγασμένος, ακάλυπτος:) ~ή: πισίνα. ~ό: αυτοκίνητο (= κάμπριο)/θέατρο/μπουκάλι/φρεάτιο. ~οί: χώροι άθλησης. ΑΝΤ. σκεπασμένος, σκεπαστός.|| ~ά: λουλούδια (= ανθισμένα). 2. ανεπούλωτος: (κυριολ. κ. μτφ.) ~ά: τραύματα (ΑΝΤ. επουλωμένα). 3. που δεν εμποδίζεται η είσοδος σε αυτόν ή που δεν είναι περικυκλωμένος από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο: ~ός: κόλπος. ~ή: κοιλάδα. Σπίτι με ~ή (= ανεμπόδιστη, ελεύθερη) θέα. Λιμάνι ~ό στα βορειοανατολικά. Ταξίδι στο ~ό πέλαγος. Πβ. ευρύς, πλατύς.|| ~ή: αυλή (= χωρίς περίφραξη). ~ά: σύνορα.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: στροφή (= μεγάλης, αμβλείας γωνίας). ΑΝΤ. κλειστός (6) 4. απλωμένος, ξεδιπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια (= τεντωμένα).|| Χορεύουν σε ~ό κύκλο. ΑΝΤ. κλειστός (7) 5. που επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου και γενικότ. είναι σε λειτουργία: ~ός: διακόπτης. ~ό: μικρόφωνο/φως. Άφησε/ξέχασε το μάτι της κουζίνας ~ό/την τηλεόραση ~ή/τον υπολογιστή ~ό. (ΣΥΝ. αναμμένος. ΑΝΤ. σβηστός).|| ~ή: βαλβίδα.|| Είναι ~ά σήμερα τα μαγαζιά; ΑΝΤ. κλειστός (3) 6. (μτφ.) που διακρίνεται από ευρύτητα πνεύματος, δεκτικότητα ή εξωστρέφεια, κοινωνικότητα: (χωρίς προκαταλήψεις:) ~ή: κοινωνία/σκέψη. ~ό: μυαλό.|| (δεκτικός, διαθέσιμος:) ~ στον διάλογο/στην κριτική/σε προτάσεις/στη συνεργασία.|| (εξωστρεφής, κοινωνικός:) Φιλικός, προσιτός και ~ στους πάντες. ΑΝΤ. κλειστός (5) 7. φωτεινός: ~ός: τόνος. ~ή: απόχρωση/επιδερμίδα. ~ό: χρώμα (ματιών). ~ές: ανταύγειες. ~ά: μαλλιά. ΣΥΝ. ανοιχτόχρωμος ΑΝΤ. σκούρος 8. που δεν έχει (προ)καθοριστεί, προσδιοριστεί ή ρυθμιστεί ακόμα· εκκρεμής: ~ός: χρόνος αποπληρωμής. ~ό: συμβόλαιο (= χωρίς ορισμένη ημερομηνία λήξης). Ζήτημα ~ό (πβ. ανεπίλυτο).|| Αφήνω ~ό το ενδεχόμενο να ... (: δεν το αποκλείω, το θεωρώ πιθανό). 9. που επιτρέπει τη συμμετοχή ή την είσοδο όλων: ~ός: διαγωνισμός/διάλογος. ~ή: ακρόαση/διαδικασία/εκδήλωση/επικοινωνία/προκήρυξη/συζήτηση/συνέλευση. ~ό: σεμινάριο. ~ές: τεχνολογίες. Αίθουσα ~ή στο κοινό. Πβ. δημόσιος. ΑΝΤ. κλειστός (4) 10. που γίνεται φανερά και απροκάλυπτα, χωρίς προσπάθεια να κρατηθεί κρυφός: ~ή: αντιπαράθεση. Σε ~ή ρήξη.|| (σε χαρτοπαίγνιο:) ~ά φύλλα (= που μπορούν να τα δουν όλοι οι παίκτες). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή άμυνα: ΑΘΛ. άμυνα που αφήνει στους αντιπάλους διόδους προς την εστία ή το καλάθι. ΑΝΤ. κλειστή άμυνα, ανοιχτή ατζέντα: που μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε θέμα προς συζήτηση: διαπραγματεύσεις/συνάντηση/συνεδρίαση με ~ ~., ανοιχτή εκπαίδευση: η δυνατότητα πρόσβασης κάθε πολίτη στην εκπαίδευση και ειδικότ. το δικαίωμα του κάθε φοιτητή να καθορίζει μόνος του τον τόπο, τον χρόνο και τον ρυθμό μελέτης του: ~ ~ με αρθρωτό/σπονδυλωτό σύστημα (: πρόγραμμα σπουδών που συνδυάζει θεματικές ενότητες). ~ ~ και εκπαίδευση εξ αποστάσεως/τηλεκπαίδευση. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. open education] , ανοιχτή ημερομηνία: που δεν έχει προκαθοριστεί: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. Εισιτήρια ~ής ~ας. ΑΝΤ. κλειστή ημερομηνία, ανοιχτή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. βασισμένη στο διεθνές εμπόριο: ελεύθερη ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ας. Βλ. κλειστή οικονομία., ανοιχτή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε φωνήεν. ΑΝΤ. κλειστή συλλαβή, ανοιχτή χορδή: ΜΟΥΣ. που πάλλεται, δεν είναι πατημένη (από κάποιο δάχτυλο). ΑΝΤ. κλειστή χορδή., ανοιχτό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. που δεν είναι συνδεδεμένο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος: τάση ~ού ~ατος. Θερμοσίφωνες/λέβητες ~ού ~ατος. ΑΝΤ. κλειστό κύκλωμα. [< αγγλ. open circuit] , ανοιχτό παιχνίδι 1. ΑΘΛ. αγώνας χωρίς στενά μαρκαρίσματα μεταξύ των παικτών: ~ ~ με πολλά γκολ. ΑΝΤ. κλειστό παιχνίδι 2. με πιθανή κάθε έκβαση., ανοιχτός ορίζοντας 1. ανεμπόδιστος. 2. (μτφ.) ελεύθερος, που παρέχει απεριόριστες δυνατότητες: άνθρωπος/κοινωνία ~ών ~όντων. ΑΝΤ. κλειστός ορίζοντας (1), ανοικτές πωλήσεις βλ. πώληση, Ανοικτό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση, ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας) βλ. γραμμή, ανοιχτή διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, ανοιχτή θάλασσα βλ. θάλασσα, ανοιχτή πίστωση βλ. πίστωση, ανοιχτή πληγή βλ. πληγή, ανοιχτό βιβλίο βλ. βιβλίο, ανοιχτό μέτωπο βλ. μέτωπο, ανοιχτό χαρτί βλ. χαρτί, ανοιχτοί λογαριασμοί βλ. λογαριασμός, ανοιχτός στίβος βλ. στίβος, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, πολιτική ανοιχτών θυρών βλ. θύρα, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: (στα) ανοιχτά (νερά): στο πέλαγος: κρουαζιέρα ~ ~. Το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της νήσου ... (= κοντά στο νησί ...) Βγήκαν/ψαρεύουν ~ ~., έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά (μτφ.): εντείνω την προσοχή μου: Έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά και άκουσε/πρόσεξε τι θα πουν!, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, με ανοιχτά χαρτιά βλ. χαρτί, με ανοιχτές αγκάλες βλ. αγκάλη, με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό βλ. στόμα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. ἀνοικτός, μεσν. ανοιχτός, γαλλ. ouvert, αγγλ. open, γερμ. offen]

άντερο

άντερο [ἄντερο] ά-ντε-ρο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό.-προφ.): έντερο. ● ΦΡ.: βγάζει τ' άντερά του (μτφ.): κερδίζει πολλά χρήματα., δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του (μειωτ.): δεν νοιάζεται για κανένα, είναι σκληρός και ανελέητος: Μην περιμένεις τίποτα από δαύτον! Αυτός ~ ~!, δεν μου έμεινε άντερο (μτφ.): γέλασα υπερβολικά. Πβ. πεθαίνω, ξεκαρδίζομαι στα γέλια., λάδωσε/λίγδωσε τ' άντερο/τ' αντεράκι (κάποιου) (μτφ.): χόρτασε ή απόκτησε υλικά αγαθά., στριμμένο άντερο (μειωτ.): άνθρωπος ιδιότροπος, στρυφνός. Πβ. ανάποδος, κέρατο., του βγάζω τ' άντερα (μτφ.) 1. ξεκοιλιάζω, μαχαιρώνω, σκοτώνω: (απειλητ.) Να του πεις πως, αν τον δω, θα του βγάλω ~! 2. (σπάν.) ξεχαρβαλώνω, χαλάω κάτι: Προσπάθησε να φτιάξει το ραδιόφωνο και του έβγαλε ~!, βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου βλ. ξερνώ, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας [< μεσν. άντερο(ν)]

απαγορευμένος

απαγορευμένος, η, ο [ἀπαγορευμένος] α-πα-γο-ρευ-μέ-νος επίθ.: που απαγορεύεται ή έχει απαγορευτεί: ~ος: έρωτας. ~η: διαφήμιση/περιοχή/πρόσβαση. ~ο: βιβλίο. ~ες: λέξεις/ουσίες. ~α: όπλα. Αυστηρά ~ο από τον νόμο. Πβ. ανεπίτρεπτος.|| (ως ουσ.) Το ~ο είναι και το πιο γλυκό. ● ΣΥΜΠΛ.: απαγορευμένη ζώνη: περιοχή στην οποία η είσοδος είναι ελεγχόμενη και κατ' επέκτ. επίφοβη: Ολόκληρη η πόλη θα μετατραπεί σε ~ ~ λόγω του αστυνομικού κλοιού. ~ ~ για τα μεταλλαγμένα (βλ. ελεύθερη ζώνη).|| Η περιοχή αποτελεί ~ ~ για τους τουρίστες, εξαιτίας της συνεχιζόμενης ανασφάλειας., απαγορευμένος καρπός/απαγορευμένο φρούτο (μτφ.-συχνά ειρων.): καθετί ευχάριστο και δελεαστικό που δεν είναι δυνατόν ή δεν επιτρέπεται να απολαύσει κάποιος: ο ~ ~ της γνώσης. ● βλ. απαγορεύω [< αρχ. ἀπηγορευμένος, γαλλ. interdit, prohibé]

απαντώ

απαντώ [ἀπαντῶ] α-πα-ντώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {απαντ-ά κ. -άει ... | απάντ-ησα, -άται κ. -ιέται, -ήθηκε, -ώμενος, -ημένος, -ώντας} & απαντάω 1. δίνω απάντηση ή αποκρίνομαι σε κάλεσμα: ~ σε δημοσίευμα/επιστολή/κριτική/σχόλια. ~ώντας στον δάσκαλο/σε ερωτήσεις δημοσιογράφων. ~ για λογαριασμό άλλου/με μισόλογα. Δεν γνωρίζω/δεν ξέρω, δεν ~ (: κατηγορία απάντησης σε ερωτηματολόγιο, δημοσκόπηση). Εσείς ρωτάτε, εμείς ~άμε. Θα ~ήσω γραπτά/προφορικά. ~ησε με ένα ξερό «όχι». Αρνούμαι/αποφεύγω/καλούμαι να ~ήσω. ~σε: για/σε όσα τον κατηγορούν. Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου ~ήσεις με ειλικρίνεια. Αναρμόδιος να ~ήσει … ~ησέ μου κοιτώντας με στα μάτια.|| (μη λεκτικά:) ~ησε (στα λεγόμενά του) με ανασήκωμα των ώμων/με ένα ειρωνικό χαμόγελο/με ένα νεύμα.|| (συνήθ. με άρνηση) Δεν ~ά στο τηλέφωνο (: δεν το σηκώνει). Χτύπησα το κουδούνι της εξώπορτας, αλλά δεν ~ησε κανείς (: δεν άνοιξε). ΑΝΤ. ρωτώ 2. δίνω λύση, εξήγηση σε άσκηση ή πρόβλημα ή γενικότ. θεωρητικό ζήτημα: ~ησα σωστά σε όλες τις ερωτήσεις (: σε διαγώνισμα, εξετάσεις). Πολλές επιστήμες επιχειρούν να ~ήσουν στο ζήτημα της καταγωγής του ανθρώπου. 3. (μτφ.) αντιδρώ σε προηγούμενη ενέργεια άλλου, κυρ. ανταποδίδοντάς την: ~ με απεργία/διαδήλωση/κινητοποίηση. ~ στη βία με βία. Η αστυνομία ~ησε στις επιθέσεις των διαδηλωτών με δακρυγόνα. Η ομάδα ~ησε με γκολ. Πβ. αντ-απαντώ, -αποκρίνομαι. 4. (λαϊκό) συναντώ: Τον ~ησα τυχαία. ~ήθηκαν στην αγορά. ΣΥΝ. ανταμώνω, συναπαντώ ● απαντά, απαντάται: υπάρχει, εμφανίζεται, συναντάται: Λέξη/όρος που ~ (= βρίσκεται, μαρτυρείται, χρησιμοποιείται) σε κείμενα/στον συγγραφέα ... Φυτά και ζώα που ~ούν (για φυτά: ευδοκιμούν, για ζώα: ζουν) σε μια συγκεκριμένη περιοχή. ● ΦΡ.: μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε (ειρων.): για κάποιον που έχει εξαφανιστεί, που δεν μπορούν να τον βρουν: Πήγα να διαμαρτυρηθώ στον αρμόδιο, μα εκείνος, ~ ~! ΣΥΝ. μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή, απαντά με μονοσύλλαβα βλ. μονοσύλλαβος [< αρχ. ἀπαντῶ, γαλλ. répondre, αγγλ. answer, respond]

απατώ

απατώ [ἀπατῶ] α-πα-τώ ρ. (μτβ.) {απατ-άς, -ά κ. (σπανιότ.) -άει ..., απάτ-ησα, -ώμαι, -άσαι ..., -ήθηκα, -ημένος} & απατάω 1. έχω ερωτική σχέση ή σεξουαλική επαφή κρυφά από σύζυγο ή σύντροφο: ~ά τον άντρα της/τη γυναίκα του (: έχει εξωσυζυγικές σχέσεις). Πβ. απιστώ, κερατώνω, μοιχεύω. 2. οδηγώ σε λάθος συμπέρασμα, ξεγελώ, παραπλανώ: Αν δεν με ~ά η ακοή (: αν ακούω καλά)/η διαίσθησή/το ένστικτό/η όρασή μου (: αν βλέπω καλά) ... ~ήθηκα (= εξαπατήθηκα) από την συμπεριφορά/τους τρόπους του. ~άσαι (= αυταπατάσαι, γελιέσαι, κάνεις λάθος) αν νομίζεις ότι ... 3. (λόγ.) εξαπατώ: Έχει ~ήσει πολλά άτομα, παριστάνοντας το μέντιουμ. ● ΦΡ.: αν δεν απατώμαι (λόγ.): αν δεν κάνω λάθος: ~ ~, εσύ επέμενες να φύγουμε., τα φαινόμενα απατούν: αυτό που φαίνεται δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα: Μην κρίνεις από αυτό που βλέπεις, συχνά ~ ~! [< γαλλ. les apparences sont trompeuses] , αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, ο όφις με εξηπάτησε/εξαπάτησε βλ. όφις [< αρχ. ἀπατῶ, γαλλ. tromper]

απέρχομαι

απέρχομαι [ἀπέρχομαι] α-πέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {μτχ. απερχόμενος, -η, -ο | απ-ήλθα, απ-έλθει, μτχ. απελθ-ών, -ούσα, -όν} (λόγ.): φεύγω, αποχωρώ· κατ' επέκτ. εγκαταλείπω θέση, αξίωμα λόγω αποπομπής ή συνταξιοδότησης: ~ από μια εκδήλωση/την εργασία μου/μια σύσκεψη. (λογιότ.) ~ήλθε της αιθούσης. ΑΝΤ. (προσ)έρχομαι, φτάνω.|| ~ήλθε από το διοικητικό συμβούλιο. ~εται από την ενεργό υπηρεσία (πβ. αποσύρεται, συνταξιοδοτείται). ● Μτχ.: απελθών , ούσα, όν: Ο ~ πρόεδρος/υπουργός. Η ~ούσα διοίκηση., απερχόμενος , η, ο: Δηλώσεις/ομιλία του ~ου δημάρχου/πρύτανη. Η ~η Βουλή/δημοτική Αρχή/ηγεσία. Απολογισμός της θητείας της ~ης κυβέρνησης. ● ΦΡ.: ήλθε, είδε και απήλθε & ήλθον, είδον και απήλθον (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάποιος καλείται να βοηθήσει, αλλά αποχωρεί άπρακτος: ~ ~, χωρίς να δώσει κάποια λύση. Βλ. veni, vidi, vici., παρελθέτω/απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο βλ. ποτήριο [< αρχ. ἀπέρχομαι]

απόειδα

απόειδα [ἀπόειδα] α-πό-ει-δα ρ.: μόνο στη ● ΦΡ.: είδα (κι) απόειδα (εμφατ.-προφ.): κουράστηκα ψυχικά, εξαντλήθηκε η υπομονή μου. Πβ. απαυδώ.

απωθημένο

απωθημένο [ἀπωθημένο] α-πω-θη-μέ-νο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΨΥΧΟΛ. βίωμα, συναίσθημα, τάση που έχει μετατοπιστεί στο ασυνείδητο: εφηβικό/κρυφό/παιδικό/σεξουαλικό ~. ~α ετών. Ήταν το ~ του να γίνει ζωγράφος. Δεν πήγα ποτέ στο εξωτερικό και μου έχει μείνει/το έχω ~. Καν' το, επιτέλους, να σου φύγει το ~ (: ο καημός)! Τα όνειρα εκφράζουν τα ~α μας. Έχει πολλά ~α. ● ΦΡ.: βγάζω τα/τ' απωθημένα μου: εκτονώνω τις ανικανοποίητες επιθυμίες μου συνήθ. αδέξια ή βίαια: Έζησε καταπιεσμένη ζωή και τώρα βγάζει ~ του. Οι χούλιγκανς έβγαλαν ~ τους στο γήπεδο. ΣΥΝ. βγάζω το άχτι μου [< γερμ. Verdrängte, abgestoßen, γαλλ. refoulé, 1905]

αράδα

αράδα [ἀράδα] α-ρά-δα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. γραμμή κυρ. κειμένου· σειρά: Σε κάθε ~. Στην αρχή/στο τέλος της ~ας ... Μερικές ~ες πιο κάτω ... Διάβασέ το προσεκτικά, ~ ~ (= λέξη προς λέξη, φράση προς φράση).|| (σε επεξεργαστή κειμένου) Το διάστημα/κενό μεταξύ των ~ων (= διάστιχο).|| (μτφ.) Δεν χρειάζεται να προσθέσω ούτε μια ~ (= τίποτα) σε όσα είπες. Έχουν γραφτεί ~ες και ~ες/χιλιάδες ~ες/~ες επί ~ων (= πάρα πολλά) για ... Πώς να εκφράσω μέσα σε λίγες ~ες αυτό που νιώθω; 2. ευθυγραμμισμένη κυρ. σειρά: Έβαλε τα παιδιά στην ~ (= γραμμή). Πβ. παράταξη, στοίχος. 3. (ως επίρρ.) διαρκώς, συνεχώς: Μου λες ψέματα ~. ● ΦΡ.: αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας (παροιμ.): για την τήρηση της σειράς προτεραιότητας, ανεξάρτητα από την ιδιότητα κάποιου και γενικότ. για την αποφυγή διακρίσεων., στην αράδα & με την αράδα: στη σειρά και συνήθ. χωρίς διάκριση: Πήρε τα σπίτια ~ ~ (πβ. παίρνω σβάρνα). Όλοι με την ~., διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες) βλ. γραμμή, της σειράς βλ. σειρά [< μεσν. αράδα]

ασκός

ασκός [ἀσκός] α-σκός ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) ασκί. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. δομή, σχηματισμός ή όργανο που μοιάζει με σάκο: δακρυϊκός/λεκιθικός ~. Πβ. θύλακας, κύστη.|| (γενικότ.) Αναπνευστικός ~ (: για διενέργεια τεχνητής αναπνοής). ~ αερισμού (για παροχή οξυγόνου). ~οί μεταφοράς/συλλογής αίματος-πλάσματος (: οι φιάλες της αιμοδοσίας, αιμοληψίας). 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. μικρό, κλειστό αγγείο με σφαιρικό πεπιεσμένο σώμα και στενό στόμιο (για υγρά, κυρ. λάδι). Βλ. αρύβαλλος. ● ΦΡ.: ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου: πυροδοτεί σειρά απρόβλεπτων εξελίξεων που μπορούν να λάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις: Οι αποκαλύψεις/τα μέτρα άνοιξαν ~ ~. Πβ. ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. [< 1,3: αρχ. ἀσκός 2: αγγλ.-γαλλ. sac]

ασπροπρόσωπος

ασπροπρόσωπος, η, ο [ἀσπροπρόσωπος] α-σπρο-πρό-σω-πος επίθ.: βλ. -πρόσωπος. Κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον ασπροπρόσωπο: τον δικαιώνω που με εμπιστεύτηκε: Ελπίζω να βγάλω ~ους όσους πιστεύουν στις δυνατότητές μου. Πβ. με βγάζει/βγαίνει παλικάρι., βγαίνω ασπροπρόσωπος: πετυχαίνω σε κάτι και δικαιώνομαι: Άντεξε στα δύσκολα και βγήκε ~.

αστράφτει

αστράφτει [ἀστράφτει] α-στρά-φτει ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {άστρα-φτε, -ψε, αστράφτ-οντας} 1. (απρόσ.) πέφτουν αστραπές: Βρέχει και ~. 2. εκπέμπει ή αντανακλά φως, ακτινοβολεί, λάμπει: Το σπαθί/ο χρυσός ~. Ο δρόμος/η λίμνη/ο ναός ~φτε στον ήλιο (= γυάλιζε). Χρυσά νομίσματα που ~ουν στο φως. Ο ουρανός ~ψε από τα βεγγαλικά. Τα φλας των φωτογράφων ~ψαν.|| (κατ' επέκτ., για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πολύ καθαρό) Σπίτι που ~ από καθαριότητα. Τα έπιπλα ~ουν σαν καινούργια. Δόντια που ~ουν. Πβ. γυαλίζει.|| (μτφ., για έκφραση έντονων συναισθημάτων, σπάν. στο α', β' πρόσ.) Πρόσωπο που ~ από χαρά. Τα μάτια του ~ψαν από πόθο. Πβ. λαμποκοπά, φεγγοβολά.|| (μτφ.) Μια ιδέα ~ψε (ξαφνικά) στο μυαλό του. ● ΦΡ.: αν δεν αστράψει, δεν βροντά (κι αν δεν βροντά, δεν βρέχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί η σχέση αιτίου-αιτιατού. Βλ. δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά., αστράφτει και βροντά {κυρ. στο γ' εν. πρόσ. του αορ.}: εκδηλώνει τον θυμό του έντονα: ~ ~ για τις καταγγελίες σε βάρος του. Άστραψε και βρόντηξε από το κακό του (: εξοργίστηκε βάζοντας τις φωνές και χειρονομώντας)., αστράφτω (κάποιου) μια ανάποδη/ένα μπάτσο/σκαμπίλι/μια σφαλιάρα/ένα χαστούκι/φούσκο (προφ.): χαστουκίζω και γενικότ. χτυπώ κάποιον δυνατά: Θα πάψεις ή θα σου αστράψω κανένα/καμιά ~;, του/της την άστραψε & του/της άστραψε μία (προφ.): τον/τη(ν) χαστούκισε. [< μεσν. αστράφτω]

ατμός

ατμός [ἀτμός] α-τμός ουσ. (αρσ.): ΦΥΣ.-ΧΗΜ. αέριο που παράγεται από τη θέρμανση υγρού ή στερεού: γεωθερμικός/υπέρθερμος ~. ~ θέρμανσης/υψηλής πίεσης. Γεννήτρια ~ού (= ατμογεννήτρια). Τοξικοί ~οί. ~οί-αναθυμιάσεις. ~οί νερού (= υδρατμοί, πβ. αχνός). ~οί διαλυτών/θείου/οξέων/πετρελαίου/υδραργύρου. ~οί διαφεύγουν/εκλύονται/συμπυκνώνονται/ψύχονται. Το μπάνιο ήταν γεμάτο ~ούς. Από τα ρήγματα του βράχου έβγαιναν ~οί. ● ΣΥΜΠΛ.: σίδερο ατμού: ατμοσίδερο. ● ΦΡ.: (βρίσκομαι/είμαι) υπ' ατμόν (λόγ.): για κάποιον που βρίσκεται σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση ή είναι έτοιμος να φύγει: Οι διοργανωτές του διαγωνισμού είναι ~ ~ για τη μεγάλη μέρα., βγάζω ατμούς: εξοργίζομαι συνήθ. χωρίς να το δείχνω., στον ατμό: μαγείρεμα τροφής πάνω από νερό που βράζει: λαχανικά/ψάρια (βρασμένα) ~ ~. [< αρχ. ἀτμός, γαλλ. vapeur, αγγλ. steam]

αυτί

αυτί [αὐτί] αυ-τί ουσ. (ουδ.) {αυτ-ιού | -ιών} & αφτί 1. ΑΝΑΤ. όργανο της ακοής του ανθρώπου και των σπονδυλωτών ζώων, ειδικότ. το εξωτερικό τμήμα του: αριστερό/βουλωμένο/δεξί ~. Μεγάλα/μυτερά/πεταχτά ~ιά. Το έξω/έσω (= λαβύρινθος) ~. Τα οστάρια του μέσου ~ιού (βλ. σφύρα, άκμονας, αναβολέας). Η κυψελίδα (= το κερί)/ο λοβός/το τύμπανο (του) ~ιού. Ακουστικά/θερμόμετρο ~ιού. Αιμορραγία/πίεση/πόνος/φλεγμονή στο ~. Βουητό (πβ. βούισμα, εμβοή)/λοιμώξεις/παθήσεις (βλ. βαρηκοΐα, ωτίτιδα)/πλαστική (= ωτοπλαστική)/προστατευτικά (λ.χ. σε καπέλα)/τρύπημα (των) ~ιών. Ξύνει τ' ~ του. Κόλλησε το ~ του στην πόρτα, για να ακούσει ... (: αφουγκράζεται). Δεν ακούει από το ένα ~. Βουίζουν/καθάρισα/κλείνω/κοκκινίζουν/ξεβούλωσα τ' ~ιά μου. Μου μπήκε νερό στ' ~. Του είπε/(μτφ.) σφύριξε/ψιθύρισε κάτι στ' ~. Πιάνω κάποιον από το ~ (πβ. τραβώ το ~ κάποιου). Ο θόρυβος μας έσπασε/τρύπησε τ' ~ιά. Έχει ~ιά γαϊδάρου (: πολύ μεγάλα). Πβ. ους.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Βιονικό/ηλεκτρονικό ~. 2. ακουστική ή μουσική αντίληψη: Έχει γερό/εξασκημένο/καλό/μουσικό ~ και σωστή φωνή. Λόγια που ακούγονται απειλητικά/ευχάριστα στ' ~ιά. Πβ. ακοή. 3. (κατ' επέκτ.) μέρος αντικειμένου που μοιάζει με το εξωτερικό πτερύγιο του οργάνου της ακοής: ντοσιέ με ~ιά (: για άκρα που γυρίζουν προς το εσωτερικό). Τα ~ιά του βιβλίου.|| (ΝΑΥΤ.) Τα ~ιά του πλοίου (= πανιά· πβ. λατίνι). ● Υποκ.: αυτάκι (το): Τα ~ια της γάτας.|| Σκουφί με ~ια.|| (προφ.) Διπλά (")/μονά (') ~ια (= εισαγωγικά). ● Μεγεθ.: αυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αυτί της θάλασσας: ΒΙΟΛ. οστρακοειδές θαλάσσιο μαλάκιο με σχήμα αυτιού (επιστ. ονομασ. Haliotis asinina/tuberculata). Βλ. γαστερόποδα. [< γαλλ. oreille de mer] , πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: (και) οι τοίχοι έχουν αυτιά: υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσουν: Μην κουτσομπολεύεις, γιατί ~ ~. [< πβ. γαλλ. les murs ont des oreilles] , άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου (εμφατ.): είμαι απόλυτα βέβαιος για όσα άκουσα, ήμουν αυτήκοος μάρτυρας: Το ~ ~, δεν μπορεί κανείς να με διαψεύσει (βλ. είδα με τα ίδια μου τα μάτια)., ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί (μτφ.): είμαι σε εγρήγορση, για να ακούσω, να μάθω: Τεντώνει ~, για ν' ακούσει τι θα πούμε (= στήνει/βάζει αυτί). [< γαλλ. prêter l' oreille] , από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει: για να δηλωθεί ότι κάποιος αδιαφορεί για ό,τι του λένε: Δεν του δίνω καμία σημασία, ό,τι κι αν μου λέει ~ ~. ΣΥΝ. (ο) μπαινάκης (και) (ο) βγαινάκης [< γαλλ. cela lui entre par une oreille et lui sorte de l' autre] , είμαι όλος αυτιά & γεμάτος αυτιά: περιμένω να ακούσω με προσοχή και ενδιαφέρον: Αν έχεις καμιά καλή ιδέα, ~ ~., θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά!: ως απειλητ. έκφραση για επικείμενη τιμωρία: Άμα σε πιάσω στα χέρια μου, ~ ~! Βλ. τραβάω τ' αυτί., κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου & κάτι έφτασε στ' αυτιά μου (μτφ.): (για ανεξακρίβωτη πληροφορία) έμαθα κάτι, υπέπεσε στην αντίληψή μου: ~ ~, αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Πήρε ~ ~ ότι χώρισαν., κλείνω τ' αυτιά μου & (σπανιότ.) βουλώνω/σφραγίζω: αποφεύγω, αρνούμαι να ακούσω κάτι που θα με δυσαρεστήσει ή δελεάσει. [< γαλλ. fermer l' oreille à ...] , μέχρι/ως τ' αυτιά: πάρα πολύ, υπερβολικά: Είναι μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Κοκκίνισε ~ ~ (: συνήθ. λόγω μεγάλης ντροπής).|| Μπήκε μέσα με ένα χαμόγελο ~ ~. [< αγγλ. up to the ears] , μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά: για κάποιον που επιμένει με ενοχλητικό τρόπο, με έπρηξε: ~ ~ να πάμε εκδρομή. Μας ~ ~ με τη γκρίνια του., μου παίρνει/ζαλίζει τ' αυτιά: με κουράζει, μου προκαλεί δυσφορία: Μου πήρε ~ με την πολυλογία της!, ρίχνω στ' αυτιά 1. βάζω κάποιον στη θέση του, του ασκώ σκληρή κριτική: Ήρθε για έλεγχο και τους έριξε ~. 2. είμαι, φαίνομαι ανώτερός του: Είναι αχτύπητη, σου ~ει ~! [< γαλλ. frotter les oreilles] , ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου: ταπεινώνομαι, ντροπιάζομαι: Έριξε ~ του κι έφυγε σιωπηλός. Μόλις άκουσα τα λόγια του, μου 'πεσαν τ' ~ιά. Γύρισαν/ήρθαν με κατεβασμένα ~ιά. Πβ. μου πέφτουν τα μούτρα, ρίχνω τα μούτρα μου. [< γαλλ. avoir l' oreille basse] , στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου): ακούω κρυφά ή/και προσεκτικά: Έστησα/έβαλα ~ να ακούσω τι λένε (= κρυφάκουσα).|| Στήσε αυτί και άκου! (= αφουγκράσου)., τραβάω τ' αυτί κάποιου: τον επιπλήττω ή τον τιμωρώ· κυρ. παλαιότ. η αντίστοιχη κίνηση με το χέρι., χαϊδεύω τ' αυτιά κάποιου: του λέω ό,τι θα του άρεσε να ακούσει, τον επαινώ, τον κολακεύω: Θέλουν να ακούσουν μόνο ό,τι ~ει ~ τους. Βλ. χρυσώνω το χάπι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου βλ. άλλος, από τ' αυτί και στο δάσκαλο βλ. δάσκαλος, δασκάλα, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! βλ. στόμα, γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του βλ. γελώ, δεν ιδρώνει το αυτί (του) βλ. ιδρώνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, όποιος έχει αυτιά, ακούει βλ. ακούω, περήφανος στ' αυτιά βλ. περήφανος [< μεσν. αυτί(ν), αφτί, αρχ. ὠτίον, γαλλ. oreille, αγγλ. ear]

αφρός

αφρός [ἀφρός] α-φρός ουσ. (αρσ.) 1. ρευστή μάζα από πολλές μικρές, συνήθ. άσπρες φυσαλίδες, που σχηματίζεται κυρ. στην επιφάνεια υγρού: ο ~ των κυμάτων/του μούστου. Mπίρα με/χωρίς ~ό. Βγάζω τον ~ό από το βρασμένο κρέας (πβ. ξαφρίζω). Το σαπούνι αυτό κάνει πολύ/ωραίο ~ό.|| Ψάρια του ~ού (= αφρόψαρα). Στον ~ό της θάλασσας επέπλεαν σκουπίδια (ΑΝΤ. βυθός, πάτος). 2. καλλυντικό σε αφρώδη μορφή: ~ αποτρίχωσης/ξυρίσματος/φορμαρίσματος. 3. ΤΕΧΝΟΛ. ειδικό υλικό για σβήσιμο φωτιάς: πυροσβεστήρας ~ού. 4. (μτφ.) κάτι ιδιαίτερα μαλακό, φουσκωτό, ελαφρύ: Η τούρτα/το ψωμί είναι ~. Πβ. αφράτος. 5. (μτφ.-προφ.) το εκλεκτότερο μέρος πράγματος ή συνόλου: Διαλέγω/παίρνω τον ~ό (= τον αθέρα). Ο ~ της επιστημονικής κοινότητας/τοπικής κοινωνίας (= ανθός, ανφάν γκατέ, αφρόκρεμα, ελίτ). 6. φυσαλίδες του σάλιου ανθρώπου ή ζώου, όπως του αλόγου, του σκύλου. ● ΦΡ.: βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) (μτφ.): είναι εξοργισμένος, έξαλλος από θυμό: Είχε αφηνιάσει, έβγαζε ~!, βγαίνει στον αφρό (μτφ.): έρχεται στην επιφάνεια, αποκαλύπτεται: Σκάνδαλα που ~ουν ~. (παροιμ.) Η αλήθεια και το ψέμα πάντα ~ουν ~. ΣΥΝ. βγαίνει στη φόρα [< αρχ. ἀφρός 2,3: αγγλ. foam, γαλλ. mousse]

άχτι

άχτι [ἄχτι] ά-χτι ουσ. (ουδ.) (προφ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω το άχτι μου: εκτονώνομαι, ξεσπώ: Αχ, του τα είπα ένα χεράκι κι έβγαλα ~. ΣΥΝ. βγάζω τα/τ' απωθημένα μου, έχω κάποιον άχτι: τον αντιπαθώ και συνήθ. θέλω να τον εκδικηθώ: Τον έχει ~ από τότε που του πήρε τη θέση., έχω κάτι άχτι: έχω σφοδρή επιθυμία ή καημό για κάτι: Το είχε ~ να βγάλει δικό του δίσκο και το κατάφερε τελικά. [< τουρκ. ahd, ahit]

βάζω

βάζω βά-ζω ρ. (μτβ.) {έβαλα, βάλει, βάλ-θηκα (συνήθ. στο γ' πρόσ.), βαλ-θεί, -μένος, βάζ-οντας} & (λαϊκό) βάνω 1. μετακινώ κάτι σε συγκεκριμένη θέση και το αφήνω εκεί: ~ το βιβλίο στην τσάντα. ~ το μαχαίρι δίπλα στο πιρούνι. Έβαλε το αυτοκίνητο στο γκαράζ (= πάρκαρε)/την κατσαρόλα στο μάτι (της κουζίνας)/τα χέρια στις τσέπες. Βάλ' το εκεί/όρθιο/ν’ ακουμπάει στον τοίχο. Δεν μπορώ να θυμηθώ πού έχω βάλει τα κλειδιά μου. Χαρτιά ~μένα το ένα πάνω στο άλλο. ΣΥΝ. (εναπο)θέτω, τοποθετώ. ΑΝΤ. βγάζω. Βλ. ξανα~. 2. προσθέτω κάτι κάπου ή το μετακινώ σε ορισμένη θέση, προκειμένου να το αξιοποιήσω: ~ βενζίνη στο αυτοκίνητο (: για να κινείται)/κόλλα στο σπασμένα κομμάτια (: για να κολλήσουν)/ετικέτες στα τετράδια/κουρτίνες στα παράθυρα (πβ. κρεμώ)/σιδεράκια στα δόντια (: για να ισιώσουν). Ξέχασε να βάλει ζάχαρη στον καφέ/λάδι στη σαλάτα (= να ρίξει).|| ~ διαλυτικά/τόνο σε μια λέξη (= σημειώνω). Βάλε τον κωδικό (= γράψε, πληκτρολόγησε)/μια εικόνα στο κείμενο (πβ. ενσωματώνω).|| (μτφ.) Βάλτε αγάπη/γέλιο/χρώμα στη ζωή σας. Πβ. συμπεριλαμβάνω. 3. συντελώ ώστε κάποιος να πάει, με εντολή ή πρωτοβουλία δική μου ή άλλου, σε ορισμένη θέση και να μείνει εκεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: Τον έβαλαν στο νοσοκομείο (= εισήχθη, νοσηλεύτηκε)/(στη) φυλακή (= τον έκλεισαν)/στο ψυχιατρείο (πβ. εγκλείω). ΣΥΝ. μπήκε.|| Τον έβαλε κρυφά στο σπίτι (πβ. μπάζω).|| Δεν τον ~ουν στην παρέα τους (= δεν τον εντάσσουν).|| Η δασκάλα τον έβαλε στο πρώτο θρανίο.|| (για παίκτη) Τον έβαλε βασικό/μέσα στο β' ημίχρονο (ενν. ο προπονητής). 4. οδηγώ κάποιον ή κάτι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Με ~εις (= φέρνεις) σε δύσκολη θέση. Τον έχουν βάλει σε καραντίνα (= τον έχουν θέσει, έχει μπει). Συγγνώμη αν σας έβαλα σε κόπο.|| ~ει τη ζωή του σε μεγάλο κίνδυνο (= θέτει).|| (μτφ.) Εικόνες που σε ~ουν σε έναν κόσμο μαγικό (= σε μεταφέρουν). 5. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι: Τους ~ουν να δουλεύουν μέρα-νύχτα. Τον έβαλαν (με το ζόρι) να καθαρίσει/να φυλάει τσίλιες. (προφ.) Λέγε! Ποιος σε έβαλε να το κάνεις; 6. επιβάλλω ή αναθέτω κάτι σε κάποιον, ορίζω: Έχουν βάλει εισιτήριο/κανόνες/όρους. Του έβαλαν πρόστιμο.|| Πρέπει να βάλουμε προτεραιότητες/στόχους (: να θέσουμε).|| (σε εξετάσεις:) Τι ασκήσεις/ερωτήσεις σας έβαλαν; Τους έβαλαν εύκολα/δύσκολα (ενν. θέματα, πβ. έπεσαν, μπήκαν).|| Μας έβαλε (= γράψαμε) διαγώνισμα (ενν. ο καθηγητής).|| (σε νοσοκομειακό γιατρό) Πότε σε έχουν βάλει εφημερία;|| Έβαλε και έβαψαν το σπίτι (: κάλεσε ελαιοχρωματιστή).|| Τον έβαλαν επικεφαλής/υπεύθυνο.|| Ποιον δικηγόρο έχεις βάλει (: σε ποιον έχεις αναθέσει την υπόθεση); 7. φορώ: ~ τα γάντια/τα γυαλιά/τη ζώνη/τις κάλτσες/τα παπούτσια/τα ρούχα μου (ΑΝΤ. βγάζω). Έβαλε κάτι πρόχειρο/τα καλά του και βγήκε έξω. Τι λες να βάλω; Στραβά ~μένο καπέλο. Πβ. ντύνομαι.|| (για καλλυντικά:) ~ άρωμα/κραγιόν/κρέμα/μάσκαρα/μέικ απ/σκιές.|| Του έβαλαν χειροπέδες (= τον συνέλαβαν).|| ~ θερμόμετρο. 8. θέτω σε λειτουργία (συσκευή): Βάλε (= άναψε/άνοιξε) το αιρκοντίσιον/την τηλεόραση. ΑΝΤ. κλείνω.|| Έβαλε τη μουσική δυνατά/στη διαπασών/στο τέρμα. Βάλε λίγο φωνή (= δυνάμωσε την ένταση)!|| Βάλε το ρολόι μια ώρα μπροστά/να χτυπήσει στις ... (= ρύθμισέ το).|| (αποκτώ σύνδεση) Έβαλε ίντερνετ. Δεν έχουν βάλει ακόμα νερό/ρεύμα/τηλέφωνο. 9. συνεισφέρω συνήθ. συγκεκριμένο χρηματικό ποσό: Έβαλαν από κοινού για να του πάρουν δώρο (ενν. λεφτά). ~ τα φαγητά, ~εις τα ποτά;|| Έβαλε από την τσέπη του (= πλήρωσε με δικά του χρήματα).|| Βάλτε τώρα που γυρίζει (= ποντάρετε)!|| Έβαλε χρήματα στην επιχείρηση (= έριξε, επένδυσε)/λεφτά στην τράπεζα (= κατέθεσε). Τα ~ει σε ομόλογα/στο Χρηματιστήριο (ενν. τα κεφάλαιά του). 10. ξεκινώ να κάνω κάτι, ενεργοποιώ συγκεκριμένη λειτουργία, αρχίζει να γίνεται κάτι: ~ μπουγάδα/πλυντήριο (= πλένω). ~ να μαγειρέψω/το φαγητό. Βάλε το νερό να βράσει.|| (για τηλέφωνο:) ~ απόκρυψη/την κλήση σε αναμονή. Έβαλε το σιντί να παίζει.|| (στο αυτοκίνητο:) ~ την πρώτη (ενν. ταχύτητα)/χειρόφρενο (= το σηκώνω). Το έβαλε στο νεκρό.|| (στο γ' εν., απρόσ.) Έβαλε ήλιο (ενν. ο καιρός· ΣΥΝ. έβγαλε)/διαφημίσεις (ενν. ο τηλεοπτικός σταθμός· ΣΥΝ. έπαιξε). 11. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ τα γέλια (= γελώ)/τα κλάματα (= κλαίω)/την υπογραφή μου (= υπογράφω). Έβαλε μια φωνή (= φώναξε)/τις φωνές (= άρχισε να φωνάζει).|| Έβαλε στεφάνι (= στεφανώθηκε).|| Του ~ουν εμπόδια (= τον εμποδίζουν). Τον έβαλαν τιμωρία (= τον τιμώρησαν).|| ~ κάτι στο πρόγραμμα (= προγραμματίζω). Έβαλαν το σπίτι υποθήκη (= το υποθήκευσαν).|| Μου έβαλε (= με βαθμολόγησε με) άριστα/δέκα (ενν. βαθμό). 12. προσφέρω, σερβίρω: Μου ~εις λίγο νερό (: μου δίνεις, μου ρίχνεις στο ποτήρι); Τι να σας βάλω (να πιείτε);|| (προφ., συνήθ. σε ταβέρνα:) Βάλε μια σαλάτα (= πιάσε, φέρε)!|| Έβαλε στα παιδιά να φάνε. 13. λαμβάνω υπόψη μου, υπολογίζω (χονδρικά): Μόνο τη βενζίνη να βάλεις, θα ξοδέψουμε πολλά λεφτά. Βάλε την ώρα να ετοιμαστώ, βάλε την κίνηση, θα μου πάρει περίπου δύο ώρες. 14. πετυχαίνω: Έβαλε γκολ/καλάθι/τρίποντο. Πόσους πόντους έβαλε; Πβ. σκοράρω. ● ΦΡ.: βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο: θέτω κάτι/κάποιον ως πρώτη προτεραιότητα: ~ει τη δουλειά πάνω από τη διασκέδαση/την οικογένεια πάνω απ' όλα., βάλε-βγάλε: η επαναλαμβανόμενη διαδικασία του να βάζει και να βγάζει κάποιος κάτι: Καλή η κουκούλα του αυτοκινήτου, αλλά αυτό το ~ ~ το βαριέμαι. Βλ. πλύνε-βάλε., βάλθηκε να .../(το) έβαλε/έχει βάλει σκοπό να ... (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): επιδιώκει, προσπαθεί επίμονα, είναι αποφασισμένος: Βάλθηκε να μας τρελάνει όλους/πάρει τη θέση πάση θυσία. Έχεις βαλθεί να με ξεκάνεις; Το έχει βάλει σκοπό να μας ταλαιπωρεί. Βλ. αμέτι-μουχαμέτι., έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα (προφ.): τον έχει ζημιώσει ή καταχρεώσει: Το μαγαζί που άνοιξε τον ~ ~. Βλ. είμαι/μπήκα μέσα., και βάλε (προφ.): και (πολύ) περισσότερο: Πρέπει να είναι πενήντα χρονών ~ ~., μου βάζεις δύσκολα: με φέρνεις αντιμέτωπο με δυσεπίλυτα ζητήματα., τα βάζω (με κάποιον/κάτι) 1. τον προκαλώ για διαμάχη, έρχομαι αντιμέτωπος μαζί του: Πήγαν να τα βάλουν με το μικρό παιδί. Μην τα ~εις μαζί του, γιατί είναι πιο δυνατός. 2. εκδηλώνω την οργή, την αγανάκτησή μου απέναντι σε κάποιον· του επιρρίπτω ευθύνες: Τα έχω βάλει με τον εαυτό μου που δεν κατάφερα να ..., (βάζει/μπήκε) στον γύψο/στο ψυγείο βλ. γύψος, (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο βλ. πόδι, (βάζω/μπαίνω) στο στόχαστρο βλ. στόχαστρο, (με) την ουρά στα/κάτω από τα σκέλια/σκέλη βλ. σκέλια, άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς βλ. αλλάζω, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος βλ. μέρος, βάζει (κάποιον) σε σκέψεις βλ. σκέψη, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του βλ. διάβολος, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, βάζει/μπαίνει λουκέτο βλ. λουκέτο, βάζει/μπαίνει πωλητήριο βλ. πωλητήριο, βάζω (κάποιον) σε κόπο βλ. κόπος, βάζω (κάποιον) σε/στα έξοδα βλ. έξοδα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα βλ. αίμα, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, βάζω (κάποιον/κάτι) (στο) σημάδι βλ. σημάδι, βάζω (κάποιον/κάτι) σε/στον κλήρο βλ. κλήρος, βάζω (κάποιον/κάτι) στη γωνία βλ. γωνία, βάζω (κάπου) το δάχτυλό/το δαχτυλάκι μου βλ. δάχτυλο, βάζω (κάτι) στη ζυγαριά βλ. ζυγαριά, βάζω (κάτι) στη/σε σειρά βλ. σειρά, βάζω γνώση βλ. γνώση, βάζω ένα (μικρό) πετραδάκι βλ. πετραδάκι, βάζω ιδέες (σε κάποιον)/βάζω (κάποιον) σε ιδέες βλ. ιδέα, βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου βλ. χέρι, βάζω και μένα(/σένα ...) μέσα βλ. μέσα, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, βάζω κάποιον/μπαίνω/μπλέκω σε μπελά/μπελάδες βλ. μπελάς, βάζω κατά μέρος βλ. μέρος, βάζω κάτι σε πράξη βλ. πράξη, βάζω κάτι στο στόμα μου βλ. στόμα, βάζω κάτι/κάτι μπαίνει στο ντουλάπι βλ. ντουλάπι, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω λόγια (σε κάποιον) βλ. λόγια, βάζω λυτούς και δεμένους βλ. λυτός, βάζω μια (άνω) τελεία βλ. τελεία, βάζω μπελά στο κεφάλι μου βλ. μπελάς, βάζω μπροστά/μπρος βλ. μπροστά, βάζω μυαλό/νιονιό βλ. μυαλό, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω πλώρη/ρότα βλ. πλώρη, βάζω πόδι βλ. πόδι, βάζω πόστα βλ. πόστα, βάζω στην άκρη/στην μπάντα βλ. άκρη, βάζω στην τσέπη βλ. τσέπη, βάζω στο ίδιο σακί/στο ίδιο τσουβάλι/στον ίδιο ντορβά βλ. σακί, βάζω στο ράφι βλ. ράφι, βάζω στο χέρι βλ. χέρι, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάζω τα δυνατά μου βλ. δυνατός, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω τελεία βλ. τελεία, βάζω/θέτω τη σφραγίδα (μου) βλ. σφραγίδα, βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) βλ. ψυχή, βάζω το κεφάλι κάτω βλ. κεφάλι, βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου βλ. λαιμός, βάζω το μυαλό μου να δουλέψει βλ. μυαλό, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βάζω φουρνέλο (σε κάποιον/κάτι) βλ. φουρνέλο, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, βάζω φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, βάζω χέρι βλ. χέρι, βάζω χρέος βλ. χρέος, βάζω/δίνω την υπογραφή μου (για κάποιον/κάτι) βλ. υπογραφή, βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος βλ. τέλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, βάζω/θέτω θέμα βλ. θέμα, βάζω/κρύβω/σπρώχνω κάτω απ' το χαλί βλ. χαλί, βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη βλ. τάξη, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω, βάζω/πάω στοίχημα βλ. στοίχημα, βάζω/ρίχνω κάτι πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα βλ. χρήμα, βάζω/ρίχνω τόγκα βλ. τόγκα, βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια βλ. ζιζάνιο, βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό βλ. λογαριασμός, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά βλ. στραβός, βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη βλ. χέρι, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βαλ' του ρίγανη βλ. ρίγανη, βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα βλ. λύκος, για πού το 'βαλες; βλ. πού, δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) βλ. γλώσσα, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, δεν το βάζω κάτω βλ. κάτω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, θέτω/βάζω σε ενέργεια βλ. ενέργεια, θέτω/βάζω σε κίνηση βλ. κίνηση, θέτω/βάζω/τοποθετώ τον πήχη (πολύ) ψηλά, βλ. θέτω, με βάζει σε/στον πειρασμό βλ. πειρασμός, μου βάζει (κάποιος)/μου ήρθε μια ιδέα βλ. ιδέα, μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά βλ. ψύλλος, μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα βλ. νόημα, ντύνομαι στα/στο χακί βλ. χακί, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) βλ. νους, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι βλ. στόμα, στήνω/βάζω (τ') αυτί (μου) βλ. αυτί, στρώνω/βάζω (το) τραπέζι βλ. τραπέζι, τα βάζω κάτω βλ. κάτω, το βάζω γινάτι βλ. γινάτι, το βάζω πείσμα βλ. πείσμα, το βάζω στα πόδια βλ. πόδι, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, τον βάζει κάτω βλ. κάτω, τον βάζω στη θέση του βλ. θέση, τον έβαλαν στη μέση βλ. μέση, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού βλ. μύτη [< μεσν. βάζω, βάνω, γαλλ. mettre, αγγλ. put]

βαμμένος

βαμμένος, η, ο βαμ-μέ-νος επίθ. 1. που έχει βαφτεί: ~α: αβγά/μαλλιά/μάτια/χείλη. Τοίχοι ~οι γαλάζιοι/σε λευκό χρώμα. Βλ. φρεσκο~.|| (ΜΕΤΑΛΛ., για προστασία από την οξείδωση) ~ο: ατσάλι. Βλ. γαλβανισμένος.|| (μτφ., για εγκληματία) Χέρια ~α με αίμα (= αιματοβαμμένα). 2. (μτφ.-προφ.) φανατικός: ~ος: αριστερός/δεξιός.|| ~ος: οπαδός (= πωρωμένος). ● βλ. βάφω

βαρηκοΐα

βαρηκοΐα βα-ρη-κο-ΐ-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μειωμένη ακοή: ελαφρά/μεγάλη/μέτρια/σοβαρή ~. Γεροντική/παιδική ~. Κεντρική, νευροαισθητήριος ή ~ αγωγιμότητας (: από βλάβη στο ακουστικό νεύρο, στο έσω αυτί ή στο μέσο-έξω αυτί, αντίστοιχα). Ψυχογενής ~ (: προσποίηση ή υστερία). Βλ. κώφωση. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικά (βαρηκοΐας) βλ. ακουστικό [< μεσν. βαρηκοΐα < αρχ. βαρυηκοΐα]

βάφω

βάφω βά-φω ρ. (μτβ.) {έβα-ψα, βά-φτηκα, -φτεί (λόγ.) -φεί, βαμμένος, βάφ-οντας} 1. καλύπτω κάτι με χρώμα: ~ με βούρτσα/πινέλο/ρολό/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ τον τοίχο. ~ τα παπούτσια με βερνίκι. ~ψαν τα σκουριασμένα κάγκελα. Νήματα/υφάσματα που ~ονται με φυτικές βαφές. Το δωμάτιο ~φτηκε άσπρο. Πβ. μπογιατίζω, χρωματίζω.|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ κόκκινα τα αβγά (: το Πάσχα).|| (μτφ.) Ο ήλιος ~ει πορτοκαλί τα σπίτια. Το νερό έχει ~φτεί (: έχει πάρει απόχρωση) καφέ από το χώμα. ΑΝΤ. ξεβάφω 2. (συνήθ. για γυναίκα) βάζω καλλυντικά που περιέχουν χρωστικές ουσίες (π.χ. σκιές, μολύβι, μάσκαρα, κραγιόν, μανό) για καλλωπισμό: ~ τα μαλλιά/νύχια/χείλια μου κόκκινα. ~εται έντονα. Πβ. μακιγιάρω, φτιασιδώνω. 3. ΜΕΤΑΛΛ. ψύχω μέταλλο που έχει θερμανθεί με σκοπό την αύξηση της ανθεκτικότητάς του. ● βάφει: (δια)ποτίζει με χρώμα: Το κρασί/ρόδι ~ (: αφήνει λεκέ). Τα ρούχα ~ψαν στο πλυντήριο (: για λευκά που πλύθηκαν μαζί με κάποιο χρωματιστό και άλλαξαν χρώμα). ● ΦΡ.: βάφτηκε με/στο αίμα: για μεγάλη αιματοχυσία: Η άσφαλτος/διαδήλωση/έξοδος των εκδρομέων ~ ~., έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα (μτφ.): διέπραξε φόνο, έγκλημα: ~ ~ αθώων. Πβ. βουτηγμένος στο αίμα. ΣΥΝ. τα χέρια του στάζουν αίμα, την έβαψα(/την έχω βάψει/βαμμένη) (μτφ.-οικ.): περιέρχομαι σε δεινή θέση: Ελπίζω να μη μας ανακαλύψει, γιατί διαφορετικά την έχουμε βάψει (: έχουμε μπλέξει, την έχουμε άσχημα)! (απειλητ.) Μη πεις κουβέντα, γιατί την έβαψες (: κάηκες, χάθηκες, σε σκότωσα, αλίμονό σου)! ΣΥΝ. την έκανα από κούπες, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, τα βάφω μαύρα βλ. μαύρος ● βλ. βαμμένος [< μεσν. βάφω, γαλλ. peindre]

βγαίνω

βγαίνω βγαί-νω ρ. (αμτβ.) {βγήκα, βγω, προστ. βγες (λαϊκό) έβγα, βγείτε (λαϊκό) (ε)βγάτε, βγαίν-οντας, βγαλμένος} 1. μετακινούμαι προς τα έξω, μεταβαίνω σε άλλο χώρο από αυτόν στον οποίο βρίσκομαι: ~ στον δρόμο/στο μπαλκόνι/στο προαύλιο. ~ από το αυτοκίνητο/το δωμάτιο/τη θάλασσα/το νοσοκομείο (= παίρνω εξιτήριο)/τη φυλακή (= αποφυλακίζομαι). ~ για τρέξιμο/ψώνια (= πάω). Θα βγω (για) να δω τι γίνεται. Βγήκε (έξω) στη βροχή/στον ήλιο/στο κρύο. Βγήκε από τον αγώνα (: για παίκτη)/την πορεία του (= παρέκκλινε, παρεκτράπηκε). Βγήκε από αριστερά (: για να κάνει προσπέραση). ~οντας (= καθώς ~εις) δεξιά, είναι ένα κτίριο. Πβ. εξέρχομαι, πηγαίνω. Βλ. εισέρχομαι, μπαινο~, ξανα~, παρα~.|| (για διασκέδαση) ~ (έξω) τα βράδια. ~ (μια) βόλτα/ραντεβού. Θα βγω για καφέ/ποτό/φαγητό (με παρέα). Βγήκαμε να γιορτάσουμε/ξεσκάσουμε. Ετοιμάζομαι να/δεν έχω διάθεση να βγω.|| Τα ζώα ~ουν από τη φωλιά τους.|| Το πλοίο βγήκε στ' ανοιχτά (πβ. ανοίγομαι)/στη στεριά. Η μπάλα βγήκε (= κατέληξε) άουτ.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Βγες από το ίντερνετ/το πρόγραμμα. ΑΝΤ. μπαίνω (1) 2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: ~ στα κανάλια/στην τηλεόραση. Βγήκε να κάνει δηλώσεις/ξαφνικά μπροστά μου/στο τηλέφωνο (= απάντησε).|| ~ στον κινηματογράφο/στην πίστα/στο σανίδι/στο τραγούδι (: ξεκινώ καριέρα).|| ~ καλά στις φωτογραφίες (: έχω φωτογένεια). 3. (μτφ.) απαλλάσσομαι, ξεφεύγω από μια συνήθ. δυσάρεστη κατάσταση: Βγήκε από την αφάνεια/τη δοκιμασία/τη δύσκολη θέση. Βγες, επιτέλους, από τον λήθαργο/τη μιζέρια/τη ρουτίνα! Πώς να βγω από αυτό το αδιέξοδο/δίλημμα;|| Η χώρα θα βγει από την κρίση. 4. (μτφ.) οδηγούμαι σε μια κατάσταση: ~ στην αγορά εργασίας/στη ζωή/στη σύνταξη (: συνταξιοδοτούμαι). Βγήκα νοκ άουτ. Έχω βγει εκτός εαυτού (= έχω εξοργιστεί)/εντελώς από τους ρυθμούς μου (= έχω αποσυντονιστεί).|| (ΑΘΛ.) Ο παίκτης βγήκε οφσάιντ. Η ομάδα βγήκε στον αιφνιδιασμό/στην αντεπίθεση.|| (σε παιχνίδι με τράπουλα) Έχω τρεις άσους, ~ (: νίκησα, τελείωσα)! 5. (συνήθ. στον αόρ.) αναδεικνύομαι, αποδεικνύομαι: Βγήκε νικητής/πρωταθλητής. ~ ζημιωμένος/κερδισμένος/χαμένος. Μέσα από τις δοκιμασίες ~ουμε πιο δυνατοί. Βγήκε ζωντανός από το ατύχημα. Μακάρι να βγω (= να φανώ) ψεύτης!|| (ειρων.) Μας βγήκες (: έγινες, προέκυψες) και αισθηματίας τώρα.|| Όνειρα που ~ουν αληθινά. Ποιο κόμμα βγήκε πρώτο στις εκλογές (= εξελέγη); Η άσκηση δεν έχει βγει σωστή (: δεν έχει σωστό αποτέλεσμα). Δεν πιστεύω να βγει σκάρτο το μηχάνημα. 6. (μτφ.) αποκλίνω, παρεκκλίνω: Μη ~ετε από το θέμα. Βγήκα εκτός προγράμματος.βγαίνει 1. απομακρύνεται, αφαιρείται, αποσπάται (από τη θέση του): Πώς βγαίνει ο λεκές (= καθαρίζει) από τα ρούχα;|| Μου βγήκε το κουμπί (= ξηλώθηκε)/το τακούνι (= ξεκόλλησε).|| Μου βγήκε το χέρι (= έπαθα εξάρθρωση).|| (μτφ.) Να βγουν (= να πέσουν) οι μάσκες! 2. παράγεται, εξάγεται, εξέρχεται ή προέρχεται: Το λάδι ~ από την ελιά.|| ~ καπνός/μια άσχημη μυρωδιά (: αναδίδεται)/μια κραυγή (: ακούγεται)/μια φήμη (: διαδίδεται). Δεν μου ~ει (η) φωνή (: δεν μπορώ να μιλήσω).|| Από πού ~ το όνομά σου; Από πού βγήκε η λέξη/η παροιμία/η φράση; Τραγούδια που βγήκαν (μέσα) από την ψυχή του λαού.|| (για φυτό) ~ουν άνθη την άνοιξη (πβ. φυτρώνω). Δεν έχουν βγει τα πορτοκάλια ακόμη (: δεν είναι ακόμα η εποχή τους).|| Δεν ~ουν πολλά λεφτά από την επιχείρηση. 3. εμφανίζεται: ~ ένα μήνυμα στην οθόνη.|| Μου ~ουν τα απωθημένα μου. Η κούραση από χθες μάς βγήκε σήμερα.|| Σταμάτησε να βρέχει και βγήκε ήλιος.|| ~ουν σπυριά στο πρόσωπο/τρίχες στο σώμα. Του βγήκε καρούμπαλο/(για μωρό:) το πρώτο δοντάκι. Του έχουν βγει (= έχει βγάλει) εξανθήματα στα χέρια. 4. προκύπτει, απορρέει: Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα/το συμπέρασμα που ~ (= πηγάζει, συνάγεται) από την ιστορία; Και τι ~ει/θα βγει από τη συζήτηση; Δεν θα βγει τίποτα καλό απ' αυτή την υπόθεση. 5. γίνεται γνωστό κάτι· κοινοποιείται, κυκλοφορεί: Πότε θα βγει η απόφαση/η διάγνωση/το κατηγορητήριο (= εκδοθεί)/το πρόγραμμα (/η προκήρυξη) των εξετάσεων; Δεν έχουν βγει ακόμα οι βαθμοί/τα αποτελέσματα.|| Μη βγουν παραπέρα/προς τα έξω αυτά που λέμε!|| ~ ένα βιβλίο (= εκδίδεται)/ένα σιντί (= κυκλοφορεί). Ένα προϊόν ~ σε κυκλοφορία (πβ. στην αγορά)/πολλά χρώματα. Βγήκε νέα έκδοση/νέο τεύχος. Η ταινία θα βγει σε ντιβιντί/σύντομα στους κινηματογράφους (= θα προβληθεί). 6. φτάνει σε ένα σημείο, αποτέλεσμα ή τέλος· οδηγεί, καταλήγει: Ο δρόμος ~ προς τη/στη θάλασσα.|| Άστο κι όπου/κι ό,τι βγει!|| Δεν ~ η δουλειά/η ύλη (: δεν τελειώνει στον προκαθορισμένο χρόνο).|| Πώς θα βγει (= θα περάσει) ο μήνας με τόσο λίγα χρήματα; ● ΦΡ.: βγαίνει (σε κάποιον) από (τα) αριστερά/δεξιά (μτφ.-προφ.): επιχειρηματολογεί ή ασκεί κριτική σε βάρος κάποιου, χρησιμοποιώντας τις θέσεις της Αριστεράς/Δεξιάς., βγαίνω εκτός: (συνήθ. στον αθλητισμό) αποκλείομαι: Ο παίκτης βγήκε ~ παιχνιδιού., βγαίνω με κάποιον (προφ.): έχω σχέση, συνήθ. αισθηματική, ερωτική. Πβ. τα φτιάχνω., δεν βγαίνει τίποτα: δεν έχουμε κανένα αποτέλεσμα, όφελος, κέρδος: ~ ~ με την γκρίνια/με το να παραπονιόμαστε!, δεν βγαίνω/δεν βγαίνει (προφ.): δεν μου φτάνουν τα χρήματα: ~ ~ με ένα μισθό/οικονομικά (: δεν τα φέρνω βόλτα). Θα το κλείσουμε το μαγαζί, γιατί ~ ~ουμε.|| Ίσα που βγαίνει το μεροκάματο (: με δυσκολία το εξασφαλίζω). Δεν ~ουν τα έξοδα., δεν μου βγαίνει: δεν μπορώ να κάνω ή να εξωτερικεύσω κάτι: Η εξίσωση ~ ~ (: δεν μπορώ να τη λύσω). Θέλω να του πω κάτι/προσπαθώ αλλά ~ ~ (: διστάζω, ντρέπομαι).|| (σπανιότ. δεν μπορώ να θυμηθώ:) Δεν μου 'ρχεται τώρα, ~ ~., μου (τη) βγαίνει (κάποιος) (αργκό): μου πάει κόντρα, με ανταγωνίζεται: Ήθελε να μου τη βγει κι από πάνω!|| Στα αθλητικά δεν ~ ~ κανένας (: είμαι ασυναγώνιστος)!, μου βγαίνει (προφ.): νιώθω κάτι και θέλω να το εξωτερικεύσω: Μου βγήκε τελείως αυθόρμητα να τον αγκαλιάσω., μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι: ταλαιπωρούμαι πολύ, παιδεύομαι, δεινοπαθώ: Όλη μέρα τούς ~ ~ για ένα μεροκάματο. Της βγήκε ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει ο κώλος, μου βγήκε η γλώσσα, μου βγήκε η μέση, (δεν) βγάζω/βγαίνει νόημα βλ. νόημα, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... βλ. αβγό & αυγό, από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει βλ. αυτί, βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη βλ. μύτη, βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι βλ. λάδι, βγάζω το λαρύγγι μου/μου βγαίνει το λαρύγγι βλ. λαρύγγι, βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βγάζω/βγαίνει (κάτι) στο σφυρί βλ. σφυρί, βγάζω/βγαίνει είδηση βλ. είδηση, βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα βλ. φόρα2, βγαίνει από το συρτάρι βλ. συρτάρι, βγαίνει η ψυχή (κάποιου) βλ. ψυχή, βγαίνει στα κεραμίδια βλ. κεραμίδι, βγαίνει στη δημοσιότητα βλ. δημοσιότητα, βγαίνει στη φόρα βλ. φόρα2, βγαίνει στην αγορά βλ. αγορά, βγαίνει στην κόντρα βλ. κόντρα, βγαίνει στον αφρό βλ. αφρός, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, βγαίνω (από) μπροστά βλ. μπροστά, βγαίνω αληθινός βλ. αληθινός, βγαίνω από το καβούκι μου βλ. καβούκι, βγαίνω από το τούνελ βλ. τούνελ, βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, βγαίνω ασπροπρόσωπος βλ. ασπροπρόσωπος, βγαίνω καθαρός βλ. καθαρός, βγαίνω στη γύρα βλ. γύρα, βγαίνω στον αέρα βλ. αέρας, βγαίνω φωτογραφία βλ. φωτογραφία, βγαίνω/βγάζω στο μεϊντάνι βλ. μεϊντάνι, βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους βλ. δρόμος, βγαίνω/με βγάζει από τα ρούχα μου βλ. ρούχο, βγαίνω/περνώ στην παρανομία βλ. παρανομία, βγαίνω/στήνω παγανιά βλ. παγανιά, βγήκαν τα μαχαίρια (από τα θηκάρια)/βγήκαν τα κουμπούρια βλ. μαχαίρι, βγήκε στο θέατρο/στη σκηνή βλ. θέατρο, βγήκε στο κλαρί βλ. κλαρί, βγήκε στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, βγήκε/έχει βγει στην πιάτσα βλ. πιάτσα, δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν μου βγαίνει λέξη βλ. λέξη, έβγαλε/βγήκε βρόμα ότι ... βλ. βρόμα, κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο βλ. πεζοδρόμιο, με βγάζει/βγαίνει παλικάρι βλ. παλικάρι, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει βλ. μήνας, μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! βλ. ψυχή, μου βγαίνει (κάτι) ξινό/βγάζω (κάτι) ξινό (σε κάποιον) βλ. ξινός, μου βγαίνει ο κώλος βλ. κώλος, μου βγαίνει τ' όνομα βλ. όνομα, μου βγήκε η γλώσσα βλ. γλώσσα, μου βγήκε η μέση βλ. μέση, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου βγήκε μάπα βλ. μάπα, μου βγήκε σε κακό βλ. κακό, μου βγήκε σε καλό βλ. καλό, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος βλ. πάτος, μου τη βγαίνει με κόκκινο βλ. κόκκινος, μπες-βγες βλ. μπαίνω, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος βλ. μαλλί, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, σε καλό να μας βγει βλ. καλό, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο βλ. ξύλο, φεύγω/βγαίνω απ' τη μέση βλ. μέση, φτου και βγαίνω βλ. φτου, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει βλ. χρόνος ● βλ. βγάζω [< αρχ. ἐκβαίνω, μεσν. εβγαίνω, γαλλ. sortir, αγγλ. come out] ΒΓΑΙΝΩ

βερεσέ

βερεσέ βε-ρε-σέ επίρρ. (λαϊκό): (για αγοραπωλησίες) χωρίς άμεση καταβολή του αντιτίμου: Πληρώνει/πουλάει/ψωνίζει ~. ΣΥΝ. επί πιστώσει ΑΝΤ. τοις μετρητοίς ● ΦΡ.: ακούω (κάτι) βερεσέ: δεν δίνω σημασία, δεν υπολογίζω αυτά που μου λένε: Αυτά εγώ τ' ~ ~, όλο έτσι λες και τίποτα δεν κάνεις., τζάμπα και βερεσέ βλ. τζάμπα [< τουρκ. veresiye]

βήμα

βήμα [βῆμα] βή-μα ουσ. (ουδ.) {βήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθεμία από τις κινήσεις που κάνει κάποιος εναλλάξ, όταν περπατά, σηκώνοντας το ένα πόδι και κατεβάζοντάς το μπροστά από το άλλο· κατ' επέκτ. βηματισμός και ειδικότ. τρόπος βαδίσματος, περπατήματος: Προχωρούσε με μεγάλα (= δρασκελιές)/μικρά ~ατα. Έκανε μερικά ~ατα μπροστά/πίσω (πβ. οπισθοχωρώ)/προς την πόρτα.|| Αποφασιστικό/αργό/βαρύ/βιαστικό/γρήγορο/διστακτικό/ζωηρό/κουρασμένο/σταθερό/στρατιωτικό ~. Επιτάχυνε το ~ της. (για ζώο) Το ~ του αλόγου (βλ. καλπασμός). Ψηφιακός μετρητής ~άτων (: εργομετρικό όργανο γυμναστικής).|| (μτφ.) Τα έργα προχωρούν με γοργά ~ατα (= με γρήγορους ρυθμούς).|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ., ο ήχος των ~άτων:) Άκουσα ~ατα πίσω μου.|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) Άφησε τα ~ατά (= αποτυπώματα, ίχνη, πατημασιές, χνάρια) της στην άμμο.|| (μτφ., για να δηλωθεί κοντινή απόσταση) Στεκόταν δύο ~ατα πιο πέρα. Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά· λίγα/πέντε ~ατα από την πλατεία. 2. (μτφ.) ενέργεια, προσπάθεια ή συμβάν που οδηγεί προοδευτικά στην επίτευξη ενός στόχου: ~ατα βελτίωσης (της σχέσης τους)/προόδου (ενάντια στον καρκίνο)/προσέγγισης (μεταξύ των δύο χωρών). Έχουν γίνει αποφασιστικά/καθοριστικά/κρίσιμα/ουσιαστικά/σημαντικά ~ατα για την επίλυση του προβλήματος (βλ. άλμα). Έκαναν ένα ~ προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι πετύχαμε είναι ένα πρώτο ~. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά/να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενά μας ~ατα. Πβ. δραστηριότητα, κίνηση. Βλ. διάβημα. 3. (μτφ.) καθένα από τα στάδια μιας διαδικασίας: (σε οδηγίες) ~ 1ο(ν): κάνετε κλικ στο εικονίδιο ... ~ 2ο(ν): Πληκτρολογείτε ... Πέντε απλά/βασικά ~ατα για σύνδεση στο ίντερνετ. Ακολουθήστε τα ~ατα προσεκτικά. Τα ~ατα ενός αλγορίθμου. 4. {συνήθ. στον πληθ.} οποιαδήποτε από τις κινήσεις των ποδιών στον χορό: Μαθαίνω τα ~ατα του χασάπικου. (σε μάθημα) (Κάνεις) ένα ~ μπρος, ένα ~ αριστερά ... 5. (μτφ.) χώρος έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων: ανοιχτό/δημόσιο/ελεύθερο ~. ~ διαλόγου/ιδεών/συζήτησης. Ας μας δοθεί ένα ~, για να πούμε τη γνώμη μας.|| (τίτλος ιστότοπου ή περιοδικού:) Εκπαιδευτικό ~. 6. βάθρο, εξέδρα, συνήθ. κοινοβουλίου: Ανέβηκε στο/κατέβηκε από το ~. Εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ/μίλησε από το ~ της Βουλής. Πβ. πόντιουμ. 7. {συνήθ. στον εν.} ρυθμικός βηματισμός (π.χ. σε παρέλαση): Έχασε το ~ του (: τον συγχρονισμό του με τους άλλους). Άλλαξε το ~ σου! Έδινε το ~ με τη σφυρίχτρα (: καθόριζε τον ρυθμό του βαδίσματος). 8. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές σπείρες (π.χ. βίδας) ή προεξοχές (π.χ. οδοντωτού τροχού). Πβ. πάσο.βήματα (τα): ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ο κάτοχος της μπάλας μετακινεί τα πόδια του, χωρίς να τη χτυπήσει στο έδαφος, ή (π.χ. στο μπάσιμο) κάνει περισσότερα από τα δύο επιτρεπόμενα βήματα. ● Υποκ.: βηματάκι (το): στις σημ. 1-3. ● ΣΥΜΠΛ.: βήμα/βάδισμα (της) χήνας: στρατιωτικός βηματισμός κατά τον οποίο τα πόδια κινούνται ψηλά, χωρίς να κάμπτονται τα γόνατα: παρέλαση με ~ ~. [< γαλλ. pas de l'oie] , Ιερό/Άγιο Βήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό χριστιανικού ναού. ΣΥΝ. άβατο (2), τα Άγια των Αγίων (1), βήμα κουκκίδας βλ. κουκκίδα ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα 1. βαδίζω πίσω από κάποιον, παρακολουθώντας τον στενά: (κυριολ.) Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν ~ ~ το δημοφιλές ζευγάρι.|| (μτφ.) Η ομάδα ακολουθεί ~ ~ την πρωτοπόρο της βαθμολογίας. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά πόδας (3) 2. (μτφ.) εφαρμόζω κάτι χωρίς παρεκκλίσεις: Ακολούθησα ~ τις συμβουλές του. 3. (μτφ.) αντιγράφω πιστά, μιμούμαι: Το νέο μοντέλο ακολουθεί ~ το προηγούμενο της ίδιας εταιρείας., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια & ακολουθώ τα/βαδίζω στα ίχνη κάποιου (μτφ.): κινούμαι στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον, έχοντάς τον ως πρότυπο, ακολουθώ το παράδειγμά του: ~εί ~ του πατέρα/προκατόχου του. Η ελληνική αγορά ~εί τα χνάρια/~ει στα χνάρια της ευρωπαϊκής. [< γαλλ. marcher sur les pas de quelqu'un] , ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου 1. περπατώ πιο γρήγορα: Άνοιξε το ~ του για να την προλάβει. 2. (μτφ.) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία είναι έτοιμη ν' ανοίξει ~ της στην Ευρώπη. Πβ. ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά μου., βήμα-βήμα/βήμα προς βήμα/κατά βήμα: προσεκτικά, πιστά (και χωρίς παρεκκλίσεις)· αργά και σταθερά: Ακολουθήστε ~ ~ τις οδηγίες εγκατάστασης!|| Οι προσπάθειες προσέγγισης πάνε/προχωρούν βήμα-βήμα. [< γαλλ. pas à pas] , δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα 1. (κυριολ.) δεν (μετα)κινούμαι: Όλη μέρα δεν ~ει ~ από τον καναπέ.|| (μτφ.) Η μητέρα του δεν τον αφήνει να κάνει ~ μακριά της (: τον παρακολουθεί στενά, δεν τον αφήνει ελεύθερο). 2. (μτφ.) δεν υποχωρώ: Δεν θα ~ουμε ~ πίσω από τις διεκδικήσεις μας., δεν κάνω βήμα χωρίς ...: δεν προβαίνω σε κάποια ενέργεια, χωρίς κάποιον ή κάτι πολύ απαραίτητο: Δεν ~ει ~ χωρίς τον άνδρα της/το κινητό του. Δεν μπορεί να κάνει ~ χωρίς τα γυαλιά του. ΣΥΝ. δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι [< γαλλ. ne pas faire un pas sans] , ένα βήμα (πριν) από (μτφ.): λίγο πριν από κάτι: Απέχει ~ ~ την τρέλα/τη χρεοκοπία., ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω (μτφ.): για ανακοπή της αναπτυξιακής ή εξελικτικής πορείας, πισωγύρισμα: Οι διαπραγματεύσεις πάνε ~ ~., ένα βήμα πιο κοντά: για να δηλωθεί πλησίασμα, προσέγγιση: Έλα ~ ~ (= πλησίασε)!|| Εμβόλιο που φέρνει τους επιστήμονες ~ ~ στην αντιμετώπιση της ασθένειας., κάνει τα πρώτα (του) βήματα 1. (μτφ.) βρίσκεται στο ξεκίνημα, στις αρχές: Στην επαρχία έκανε τα πρώτα της (δειλά/διστακτικά) ~ στο τραγούδι.|| Τα πρώτα βήματα του διαδικτύου/του κινηματογράφου. 2. μαθαίνει να περπατά: (κυριολ. για παιδί) Μόλις άρχισε να κάνει ~ ~.|| (μτφ.) Μαζί κάναμε τα πρώτα μας ~ατα (= μεγαλώσαμε παρέα)., κάνω το πρώτο βήμα (μτφ.): κάνω την αρχή, την πρώτη κίνηση: Περιμένει απ' αυτόν να ~ει ~.|| Έγινε το πρώτο βήμα για ... [< γαλλ. faire le premier pas] , τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) (μτφ.): κατευθύνομαι ενστικτωδώς: Τα ~ατά του τον έφεραν/οδήγησαν γρήγορα στο κέντρο της πόλης., το μετέωρο βήμα: για κάτι που επιχειρείται διστακτικά, με έλλειψη αποφασιστικότητας και χωρίς ελπίδα ή πιθανότητες επιτυχίας: ~ ~ προς την εγκαθίδρυση της ειρήνης., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά βλ. μπροστά, με βήμα σημειωτόν βλ. σημειωτόν, με ρυθμούς χελώνας βλ. χελώνα, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου βλ. σέρνω [< αρχ. βῆμα, γαλλ. pas, αγγλ. step]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

βρέχω

βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες.βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]

βρόμα

βρόμα βρό-μα ουσ. (θηλ.) & βρώμα (προφ.) 1. πολύ άσχημη, δυσάρεστη μυρωδιά: η ~ των σκουπιδιών/υπονόμων. Πβ. δυσ-οσμία, -ωδία, μπόχα. 2. βρομιά: Το σπίτι είναι μες στη ~ (ΑΝΤ. καθαριότητα). Τα ρούχα έβγαλαν πολλή ~.|| (μτφ.) Η ~ των σκανδάλων. Πβ. ακαθαρσία. 3. (υβριστ.) γυναίκα ανήθικη, πρόστυχη: Είναι μεγάλη ~! Πβ. λέρα, παλιοθήλυκο, σκρόφα. ● ΣΥΜΠΛ.: αμπούλες βρόμας βλ. αμπούλα ● ΦΡ.: βρόμα και δυσωδία 1. (κυριολ.-εμφατ.): Εδώ μέσα επικρατεί ~ ~! 2. (μτφ.) ηθική διάβρωση, διαφθορά: Σήψη, ~ ~! Πβ. αποφορά, σαπίλα., έβγαλε/βγήκε βρόμα ότι ...: κάποιος διέδωσε ή διαδόθηκε ανυπόστατη συκοφαντία: Του έβγαλαν ~ ότι ...|| Βγήκε ~ ότι εμπλέκεται σε σκάνδαλο. [< μεσν. βρόμα]

γάλα

γάλα γά-λα ουσ. (ουδ.) {γάλ-ακτος (σπάν.) -ατος | -ατα} 1. λευκό, αδιαφανές, πολύ θρεπτικό υγρό, που εκκρίνεται από τους αδένες των μαστών θηλυκών κατοικίδιων ζώων (κυρ. από αγελάδες, προβατίνες ή κατσίκες) και αποτελεί βασικό στοιχείο της ανθρώπινης διατροφής· γενικότ. το αντίστοιχο υγρό που παράγεται από όλα τα θηλυκά θηλαστικά μετά τη γέννα ως πρώτη και κύρια τροφή για τα νεογέννητά τους: αγελαδινό/αγνό/αιγοπρόβειο/άπαχο/(ημι)αποβουτυρωμένο/αποστειρωμένο (~ μακράς διαρκείας)/αφυδατωμένο/βουβαλίσιο/βρεφικό/γίδινο/εβαπορέ/ζαχαρούχο/κατσικίσιο/νωπό/ολόπαχο/ομογενοποιημένο/παστεριωμένο/πλήρες/πολυβιταμινούχο/συμπυκνωμένο/συσκευασμένο/φρέσκο ~. ~ κατανάλωσης (: που πληροί τις προδιαγραφές για να κυκλοφορεί στο εμπόριο). ~ χαμηλό σε/χωρίς λιπαρά. ~ με κακάο/σοκολάτα (= σοκολατούχο). ~ (σε) σκόνη (: που έχει αφυδατωθεί). Ένα λίτρο/μπουκάλι/ποτήρι ~. Καφές/σοκολάτα/τσάι με ~. Κορν φλέικς με ~. Βιομηχανία/καρτέλ/παραγωγή ~ακτος. Βλ. ανθό-, αφρό-, βουτυρό-, ξινό-, τυρό-γαλα, γαλακτοκομικά προϊόντα.|| ~ της γάτας/γαϊδούρας/καμήλας/φάλαινας. 2. (ειδικότ.) το ανάλογο υγρό που εκκρίνεται από τους αδένες των μαστών των γυναικών μετά τον τοκετό: μητρικό ~. Βλ. πρωτόγαλα. 3. (κατ' επέκτ.) λευκή ή υπόλευκη ρευστή ουσία που εκκρίνεται από ορισμένα φυτά ή παράγεται με την πολτοποίηση των καρπών τους: ~ αμυγδάλου/καρύδας/ρυζιού/σόγιας/συκιάς. ● Υποκ.: γαλατάκι (το) 1. (οικ.) γάλα: Το μωρό ήπιε το ~ του. 2. πολύ μικρή συσκευασία γάλακτος, συνήθ. 15 γραμμαρίων: ~ια λάιτ. Ατομικά ~ια για τον καφέ. ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητό γάλα: αγελαδινό γάλα ενισχυμένο με τέτοια συστατικά, ώστε να αποκτήσει σύνθεση παρόμοια με του μητρικού: Σίτιση βρέφους με ~ ~., κρέμα (γάλακτος) βλ. κρέμα, ορός γάλακτος βλ. ορός ● ΦΡ.: βγάζω/κατεβάζω γάλα (προφ.): (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) παράγω γάλα για θηλασμό., βλαστημάω/ξερνάω/μαρτυρώ/φτύνω το γάλα της μάνας μου/της μάνας μου το γάλα (προφ.): υφίσταμαι μεγάλη δοκιμασία, ταλαιπωρία: (απειλητ.) Θα φτύσεις ~ ~! Πβ. υποφέρω., γάλακτος: χαρακτηρισμός κρέατος που προέρχεται από ζώο πολύ μικρό σε ηλικία: αρνάκι/κατσικάκι/μοσχαράκι/χοιρινό (του) ~. , και του πουλιού το γάλα (μτφ.-εμφατ.): για μεγάλη ποικιλία και υψηλή ποιότητα αγαθών: Έχει ~ ~., μέλι-γάλα/μέλι και γάλα (μτφ.): αρμονικά, ήρεμα: Τα ξαναβρήκαν και τώρα όλα ~ ~ (= μια χαρά). , πιες το γάλα/το γαλατάκι σου (ειρων.): είσαι πολύ άπειρος και ανώριμος (για κάτι): Άντε ~ ~ καλύτερα ... ΣΥΝ. φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου, σαν (το) γάλα: ως χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει πολύ λευκό δέρμα και γενικότ. για οτιδήποτε έχει έντονα λευκό χρώμα: Ήταν άσπρη ~ ~. , σαν τη μύγα μες στο γάλα (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για κάποιον ή κάτι που δεν ταιριάζει, που ξεχωρίζει μέσα σε ένα σύνολο: Στις παρέες αισθανόμουν πάντα ~ ~., της κόπηκε το γάλα (προφ.): (για γυναίκα που θηλάζει) σταμάτησε να παράγει γάλα για ψυχολογικούς ή παθολογικούς λόγους., χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα βλ. καρδάρα [< αρχ. γάλα, γαλλ. lait, αγγλ. milk]

γαστερόποδα

γαστερόποδα γα-στε-ρό-πο-δα ουσ. (ουδ.) (τα) {-ων (λόγ.) -όδων}: ΖΩΟΛ. ομοταξία υδρόβιων και χερσαίων μαλακίων (πεταλίδες, σαλιγκάρια), που φέρουν στην κοιλιακή χώρα ένα πλατύ, μυώδες πόδι το οποίο τους επιτρέπει να έρπουν. Βλ. αμφί-, αρθρό-, κεφαλό-ποδα. [< γαλλ. gastéropodes, αγγλ. gasteropoda]

γάτα

γάτα γά-τα ουσ. (θηλ.) {γατών} (δηλώνει και τον γάτο) 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμο αιλουροειδές (επιστ. ονομασ. Felis domesticus), που ζει κυρ. ως κατοικίδιο: άγρια (= αγριόγατα)/ζημιάρα/οικόσιτη/παιχνιδιάρα/τρίχρωμη ~. ~ Aγκύρας/Περσίας (= περσική ~)/Σιάμ (= σιαμαία ~)/του δρόμου (= κεραμιδόγατα)/του σαλονιού. Η ~ γουργουρίζει/νιαουρίζει. (Λέγεται πως) η μαύρη ~ (= μαυρόγατα) φέρνει γρουσουζιά. Πβ. γαλή, ψιψίνα.|| (μτφ.) Ζηλιάρα (= ζηλιαρόγατα)/χαδιάρα ~ (: για γυναίκα). Εφτάψυχος/περπατά αθόρυβα σαν ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος, ευέλικτος, ικανός να ξεπερνά τις δυσκολίες: Αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, μα είναι ~ και θα τα καταφέρει. ΣΥΝ. τσακάλι (2) ● Υποκ.: γατάκι (το), γατούλα (η): (μτφ.) για γυναίκα γλυκιά και χαδιάρα, ναζιάρα. ● Μεγεθ.: γατάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η γάτα με τις εννιά ουρές βλ. ουρά, μάτια γάτας βλ. μάτι ● ΦΡ.: όσο πατάει η γάτα (προφ.): πάρα πολύ λίγο., όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια (παροιμ.): όταν απουσιάζει ο υπεύθυνος ή ο ανώτερος χαλαρώνει η πειθαρχία και το αίσθημα ευθύνης. [< γαλλ. quand le chat n'est pas là, les souris dansent] , ούτε γάτα ούτε ζημιά (προφ.): όταν μια δυσάρεστη κατάσταση διορθώνεται χωρίς αρνητικές συνέπειες: Επέστρεψε τα κλεμμένα χρήματα, χωρίς να τον αντιληφθούν και ~ ~ (: είναι σαν να μη συνέβη τίποτα). Πβ. τι είχαμε, τι χάσαμε., σαν (τη) βρεγμένη γάτα (προφ.): με τρόπο που δείχνει ότι κάποιος αναγνωρίζει το σφάλμα που διέπραξε ή γενικά τη δυσάρεστη κατάσταση που δημιούργησε, ένοχος ή ντροπιασμένος: Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε ~ ~., σκίζω τη γάτα (μτφ.-προφ.): (συνήθ. για άντρα) επιβάλλομαι δυναμικά σε κάποιον από την αρχή. Πβ. παίρνω τον αέρα., τα κουκουλώνει σαν τη γάτα (προφ.): για κάποιον που αποκρύπτει με επιδέξιο τρόπο στοιχεία που τον επιβαρύνουν., (αυτό) το ξέρει και η γάτα μου! βλ. ξέρω, γάτα με πέταλα βλ. πέταλο, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, ούτε θηλυκή/θηλυκιά γάτα βλ. θηλυκός, παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι βλ. παίζω, σαν τον σκύλο με τη γάτα βλ. σκύλος, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι βλ. παιχνίδι [< 1: μεσν. γάτα, κάτ(τ)α < μεσν. λατ. gatta, βεν. gata]

γελώ

γελώ [γελῶ] γε-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {γελ-άς, -ά κ. -άει | γέλ-ασα, -ιέμαι, -άστηκα, -ώντας, -ασμένος} & γελάω 1. εκφράζω ευχάριστο συναίσθημα, χαρούμενη διάθεση με γέλιο, παράγοντας συνήθ. χαρακτηριστικό ήχο: ~ αυθόρμητα/δυνατά/νευρικά. ~ με το ανέκδοτο/τα αστεία του. ~ πολύ με αυτόν τον ηθοποιό. Με κάνεις να/και ~άω! Καιρό είχα να ~άσω έτσι/τόσο (πολύ). ~άει με το παραμικρό. Κρατήθηκα να μη ~άσω με αυτά που άκουγα. Πώς να μη ~άει κανείς με τα καμώματά του; Ακόμα ~ με το πάθημά μας! ~ούσε ολόκληρος (: ήταν πολύ χαρούμενος).|| (Μου/του) ~ασε με νόημα. ΣΥΝ. χαμο~.|| Ο κόσμος θέλει να ~άσει (= να διασκεδάσει).|| Δεν ~ (= αστειεύομαι), το θέμα είναι σοβαρό. Πβ. παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι.|| ~ με κάποιον/εις(/σε) βάρος του. ~ από μέσα μου (: συνήθ. για χαιρέκακη, περιπαικτική διάθεση που δεν εκδηλώνεται φανερά. Πβ. περι~). Βλ. χαζο~. ΑΝΤ. κλαίω (1) 2. ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ: Είναι πολύ έξυπνος και δεν τον ~άς εύκολα. Το νου σου/πρόσεξε μη σε ~άσουν! (Φαίνεται να) σε απασχολεί κάτι, δε με ~άς εμένα. Πίστευα ότι θα μου δώσουν τη θέση, αλλά ~άστηκα.|| Αν νομίζεις ότι αυτό θα περάσει έτσι, ~άστηκες (= πέφτεις έξω, σφάλλεις). Αν πιστεύετε ότι θα υποχωρήσουμε, σας ~άσανε. Αν δεν ~ιέμαι, αυτός είναι ο ... (πβ. αν δεν κάνω λάθος). ● ΦΡ.: ας γελάσω (προφ.): ως ειρων. σχόλιο για κάτι: Αν έχω πολύ ελεύθερο χρόνο; ~ ~ (= δεν έχω καθόλου)!, ας μη γελιόμαστε (προφ.): ας μην έχουμε αυταπάτες, ας είμαστε ρεαλιστές: ~ ~, χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα για να πούμε πως πετύχαμε., γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος (παροιμ.): στο τέλος φαίνεται ποιος είναι σε πλεονεκτική θέση. [< γερμ. Wer zuletzt lacht, lacht am besten] , γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του: είναι εμφανώς πολύ χαρούμενος., γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων (προφ.-εμφατ.): γελώ πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι., είναι να γελάς/να γελάει κανείς ... (προφ.): για κάτι γελοίο: ~ ~ με τις δικαιολογίες/την μεγαλομανία του., θα σε γελάσω (προφ.): για να δηλώσει κάποιος άγνοια ή αβεβαιότητα: Δεν είμαι σίγουρος σε ποιο δρόμο μένει, ~ ~., με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου (προφ.): για κάτι αξιοπερίεργο που ακούει ή βλέπει κάποιος, όμως δυσκολεύεται να το πιστέψει: Μη/μήπως ~ ~; Άκουσα/βλέπω καλά ή ~ ~; Αν δεν με ~ τα μάτια μου, αυτός είναι ο ..., μην το γελάς!/το γελάς; (προφ.): για κάτι που δεν είναι απίθανο να συμβαίνει ή να συμβεί: Μην το γελάς, αυτός είναι ικανός για τα πάντα!, αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, γαργάλησέ με να γελάσω βλ. γαργαλώ, γελάει κάτω από τα μουστάκια του βλ. μουστάκι, γελάνε και τα τσιμέντα βλ. τσιμέντο, γέλασε/έσκασε/χαμογέλασε το χειλάκι του βλ. χείλι, δεν είναι παίξε-γέλασε βλ. παίζω, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει βλ. τύχη, θα γελάσει (κι) ο κάθε πικραμένος βλ. πικραμένος, θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι βλ. παρδαλός, θα γελάσουν και οι κότες βλ. κότα, να κλάψω ή να γελάσω; βλ. κλαίω, ούτε κλαίει ούτε γελάει βλ. κλαίω, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα ● βλ. γελασμένος [< αρχ. γελῶ, γαλλ. rire, αγγλ. laugh]

Γιάννης

Γιάννης Γιάν-νης κύριο όν. (αρσ.): κοινό ανδρικό όνομα. ● ΦΡ.: ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε (παροιμ.): για βιαστική και επιπόλαιη εξαγωγή συμπερασμάτων ή διατύπωση γνώμης σε θέμα με αβέβαιη έκβαση., Γιάννης κερνά(ει), Γιάννης πίνει (παροιμ.): για ενέργειες που αποσκοπούν σε προσωπικό όφελος με καταχρηστική εκμετάλλευση της ισχυρής ή πλεονεκτικής θέσης που έχει κάποιος., όχι Γιάννης, Γιαννάκης & δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης: για κάτι που επιχειρείται να παρουσιαστεί ως διαφορετικό, ενώ στην πραγματικότητα δεν διαφέρει καθόλου ή διαφέρει ελάχιστα. Πβ. άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς., πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί (παροιμ.): για πρόσωπο που φέρνει διαρκώς δικαιολογίες, προκειμένου να μην κάνει κάτι ή να αποφύγει μια υποχρέωση., σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει (παροιμ.): ως έπαινος των ικανοτήτων κάποιου με το συγκεκριμένο όνομα., -Τι κάνεις, Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω (παροιμ.): για ασυνεννοησία μεταξύ προσώπων., τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! (παροιμ.): για αρνητική κατάσταση που επαναλαμβάνεται ή μένει στάσιμη, χωρίς να αλλάζει προς το καλύτερο., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση βλ. κόκορας, φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη βλ. θεριό [< μεσν. Γιάννης]Σ

γινάτι

γινάτι γι-νά-τι ουσ. (ουδ.) & ινάτι (λαϊκό): πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη· συνεκδ. ανυποχώρητη συμπεριφορά: Τον έπιασε το ~ του (= πείσμωσε). Δεν θα περάσει έτσι εύκολα το ~ του. Πβ. εγωισμός, επιμονή, πίκα.|| Άσε τα ~ια (= καμώματα)! Πβ. καπρίτσιο, τσαλίμι. ● ΦΡ.: κρατάω (κάτι) γινάτι (μτφ.): περιμένω να εκδικηθώ κάποιον που με πρόσβαλε ή με έβλαψε: Δεν τη συγχώρεσε ποτέ, της το κρατάει ακόμα ~. Πβ. μνησικακώ. ΣΥΝ. το βαστάω (σε κάποιον), το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο), το βάζω γινάτι: το βάζω πείσμα: Το ΄βαλε ~ (: θέλει σώνει και καλά) να πετύχει!, το γινάτι βγάζει μάτι (παροιμ.): το τυφλό πείσμα βλάπτει τελικά το ίδιο το πρόσωπο που εκδηλώνει τέτοια συμπεριφορά. [< τουρκ. inat]

γκέμια

γκέμια γκέ-μια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γκέμι}: μακριά δερμάτινα λουριά του χαλιναριού τα οποία κρατά ο αναβάτης ή (κυρ. παλαιότ.) ο οδηγός της άμαξας για την καθοδήγηση του αλόγου: Τραβάω/χαλαρώνω τα ~. Πβ. ηνία, καπίστρι. Βλ. χάμουρα. ● ΦΡ.: κρατώ/παίρνω τα γκέμια (προφ.): έχω, αναλαμβάνω τον έλεγχο μιας κατάστασης ή ομάδας ανθρώπων: Κρατάει γερά/σφιχτά ~ της εταιρείας. Πήρε τα γκέμια (= τα ηνία, το πηδάλιο, το τιμόνι) του κόμματος. [< τουρκ. gem]

γκόμενα

γκόμενα γκό-με-να ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. ερωτική σύντροφος· ερωμένη, φιλενάδα: η ~ά μου. Πβ. φίλη. 2. πολύ όμορφη, ελκυστική γυναίκα και κατ' επέκτ. κάθε γυναίκα: Είναι ωραία ~! Πβ. θεά, κόμματος, κούκλα, μανούλι.|| Τι λέει η ~! Βλ. χαζο~. ● Υποκ.: γκομενάκι (το) (νεαν. αργκό): πολύ όμορφη νέα κοπέλα και σπανιότ. ωραίο αγόρι. Πβ. πιπίνι., γκομενίτσα (η) & (σπανιότ.) γκομενούλα ● Μεγεθ.: γκομενάρα (η): Πβ. κορμ-, κουκλ-άρα. ● ΦΡ.: βγάζω/βρίσκω/πιάνω/ρίχνω γκόμενα/γκόμενο (προφ.): αποκτώ ερωτικό σύντροφο.

γλύκα

γλύκα γλύ-κα ουσ. (θηλ.) 1. γλυκιά γεύση: η ~ της καραμέλας/του κρασιού/του μελιού/της σοκολάτας. Μου άφησε μια ~ στο στόμα. Πβ. γλυκάδα. ΑΝΤ. πίκρα (2), πικρίλα 2. (μτφ.) αίσθηση απαλότητας, ευχαρίστησης, ηδονής, ασφάλειας: ~ του δειλινού/του έρωτα/της ζωής/του φιλιού (= απόλαυση)/της φωνής/των χαδιών. Η ~ του ύπνου (πβ. γαλήνη, ηρεμία). Ένιωσα μια ~ στην καρδιά. Έχει μια ιδιαίτερη ~ (πβ. ηπιότητα, πραότητα). Πήρε τη ~ της μαμάς της. Πβ. γλυκύτητα. 3. (οικ.) χαρακτηρισμός που δηλώνει συμπάθεια, τρυφερότητα: Το μωράκι είναι (μία/σκέτη) ~. Δεν είναι ~; (πβ. χαριτωμένος). (προσφών. ) ~ μου!γλύκες (οι): καλοπιάσματα, συνήθ. ερωτικά: ~ και νάζια/χάδια. Είναι όλο ~. Δεν αφήνεις τις ~; Μη μου κάνεις ~ εμένα!|| Μέσα στα σορόπια και τις ~. Αρχίσανε τις ~ (= ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα). ● ΦΡ.: βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα (προφ.-ειρων.): αποκτώ προσωπική εμπειρία από μια δυσάρεστη συνήθ. κατάσταση: Για έλα να ζήσεις τον χειμώνα στο νησί, να δεις/να καταλάβεις ~., έμεινα με τη γλύκα (προφ.): για διάψευση προσδοκιών: Νόμιζα πως θα πληρωθώ, αλλά ~ ~. ΣΥΝ. έμεινα με την όρεξη [< μεσν. γλύκα]

γλώσσα

γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]

γουστάρω

γουστάρω γου-στά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γούσταρ-α κ. γουστάρ-ιζα, γουστάρ-ισα, -οντας} & (σπάν.) γουστέρνω (λαϊκό): μου προκαλεί ευχαρίστηση, μου αρέσει: ~ τα ταξίδια. ~ (πολύ) που κερδίσαμε (= ευχαριστιέμαι, χαίρομαι). ~ει να διαβάζει βιβλία (= τη βρίσκει). Δεν ~ να μου λες τι να κάνω/να τον βλέπω. Δεν ~ πάρε-δώσε/παρτίδες μαζί του. Έλα, όποτε ~εις (= θέλεις, επιθυμείς). Κάνει ό,τι (του) ~ει (= ό,τι του κάνει κέφι, ό,τι του καπνίσει). (νεαν. αργκό) -Λέμε να πάμε για καφέ, θα έρθεις; -Δεν ~.|| (για πρόσ.) Δεν τον ~ καθόλου (= δεν τον πάω). Τη ~ει (: ενν. ερωτικά). ● ΦΡ.: (κι) άμα σου γουστάρει/άμα γουστάρεις!: (ως κατηγορηματική δήλωση) είτε σου αρέσει είτε όχι: Εγώ πάντως θα πάω κι ~ ~!, έτσι γουστάρω/έτσι μου γουστάρει (προφ.): για να δηλώσει κάποιος ρητά πως θα κάνει αυτό που θέλει: Εγώ ~ ~ και σ' όποιον αρέσει! Φεύγω, επειδή ~ ~!, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! (εμφατ.): ό,τι θες, ό,τι σου αρέσει: Κάνε ~ ~! [< ιταλ. gustare]

γράφω

γράφω γρά-φω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έγρα-ψα, γρά-φ(τ)ηκα (λόγ. εγράφ-η, -ησαν, μτχ. πληθ. ουδ. γραφ-έντα), γρα-φ(τ)εί, -μμένος, γράφ-οντας, -όμενος} 1. σχηματίζω σύμβολα γραφής (γράμματα, αριθμούς, νότες): ~ αργά/γρήγορα/ευανάγνωστα/καθαρά (βλ. καθαρο~)/καλλιγραφικά/ορθογραφημένα (ΑΝΤ. ανορθόγραφα). ~ στον (ηλεκτρονικό) υπολογιστή/στον πίνακα/στο τετράδιο/σε χαρτί. ~ με κιμωλία/μολύβι/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ με το χέρι. ~ ολογράφως και αριθμητικά. ~ καθ' υπαγόρευση. ~ τη διεύθυνσή μου/το όνομά μου/το τηλέφωνό μου/μια φράση (= σημειώνω). ~ καμπύλη/κύκλο (= σχεδιάζω). Να ~φτεί αλγόριθμος/συνάρτηση. Μαθαίνει να ~ει. Δεν ξέρει να ~ει και να διαβάζει (βλ. αγράμματος, αναλφάβητος). Διαγράφω/σβήνω αυτό που ~ψα. Γράψε ό,τι σου πω. Το στιλό δεν ~ει (= τελείωσε το μελάνι). Το κείμενο έχει ~φτεί με κεφαλαία/μεγάλα/μικρά/πλάγια γράμματα. Πώς ~εται αυτή η λέξη; (βλ. ορθογραφώ). Στους κωδικούς ... θα ~φεί το σύνολο των εξόδων (= καταχωρηθεί). Ο μετρητής ~ει τη ροή του πετρελαίου (πβ. κατα~). Βλ. αντι~, ξανα~, προ~.|| Δεν μπορώ να διαβάσω τι ~ει (= αναγράφεται) στον πίνακα. 2. συντάσσω κείμενο, παράγω συγγραφικό ή μουσικό έργο και ειδικότ. διατυπώνω γραπτώς την άποψή μου: ~ αναφορά/γράμμα/δοκίμιο/επιφυλλίδα/θεατρικό έργο/κριτική/λίβελο (= λιβελογραφώ)/μελέτη/μήνυμα/ποίημα/στίχους. ~ει άσχημα/γλαφυρά/εύκολα/καλά/κατανοητά/όμορφα/παραστατικά. ~ει τη βιογραφία του. ~ σενάριο για την τηλεόραση. ~ για ποικίλα θέματα/το πλατύ κοινό. Είναι γνωστό ότι ~ει (= συγγράφει). ~ει σε έντυπα/εφημερίδες/περιοδικά (= αρθρογραφεί, δημοσιογραφεί). Της ~ψε να μην έρθει. Το ~ψε για πρώτη φορά (= το πρωτόγραψε). Του ~ψα πολλές φορές (βλ. αλληλογραφώ). Το βιβλίο ~φτηκε βιαστικά και πρόχειρα. (σε επιστολή) Σου ~ δυο γραμμές/λόγια. Εγχειρίδιο ~μμένο για ειδικούς/μαθητές. Κείμενο ~μμένο στα Αγγλικά. Μη ~εις υπερβολές (: μην υπερβάλλεις). Τι συμπεραίνετε από τα ~έντα/~όμενα;|| Τι ~ει ο ξένος Τύπος; (= αναφέρει, σχολιάζει). Οι εφημερίδες ~ψαν αρνητικά σχόλια (= δημοσίευσαν).|| Πώς ~ψες στις εξετάσεις; (: πώς τα πήγες;). Τον ~ψε ο τροχονόμος (: του έδωσε κλήση). Ο γιατρός του ~ψε αντιβίωση (πβ. συνταγογραφώ).|| ~ μουσική/μια συμφωνία/τραγούδια. Έργο ~μμένο για βιολί και τσέλο/φωνή και ορχήστρα.|| Ο συγγραφέας ~ει ότι ... (= υποστηρίζει). 3. μεταφέρω, αποθηκεύω πληροφορίες, δεδομένα σε ηλεκτρονική συσκευή (με σκοπό την αναπαραγωγή τους), κάνω εγγραφή: ~ εφαρμογές για το ίντερνετ/σε αρχείο. ~ την ταινία στο βίντεο/ντιβιντί. ~ψα το τραγούδι στο μαγνητόφωνο/σε σιντί. Πρόγραμμα ~μμένο σε συμβολική γλώσσα. 4. καταχωρώ τα στοιχεία κάποιου σε μητρώο, κατάλογο, λίστα, εγγράφω: ~ το παιδί στο σχολείο/φροντιστήριο/ωδείο. Έχω ~φτεί σε φόρουμ. Είναι ~μμένος στο δημοτολόγιο/στον εκλογικό κατάλογο/στο κόμμα/στα μητρώα αρρένων/στη σχολή/στο σωματείο. Βλ. ανα~, απο~, μετα~, παρα~, προσ~. ΑΝΤ. διαγράφω (2), ξεγράφω (2) 5. παρέχω με διαθήκη περιουσιακό στοιχείο σε κάποιον: Της ~ψε το οικόπεδο/σπίτι (: της το άφησε/μεταβίβασε). ΣΥΝ. κληροδοτώ (1) ● Μτχ.: γραμμένος , η, ο (προφ.) 1. που έχει προκαθοριστεί, προδιαγεγραμμένος: Ήταν ~ο να ... (: ήταν γραφτό, μοιραίο). 2. που έχει όμορφο σχήμα, καλοσχηματισμένος: ~α: μάτια/φρύδια. ● ΦΡ.: (στο καλό) και να μας γράφεις! (ειρων.): δήλωση αδιαφορίας για την αποχώρηση κάποιου: Αρκετά σ' ανέχτηκα, άντε γεια, ~ ~., γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια/(λόγ.) στα παλαιότερα των υποδημάτων μου & εκεί που δεν πιάνει μελάνι/(παρωχ.) στα παλιά μου τα τεφτέρια (προφ.): δείχνω χαρακτηριστική αδιαφορία, περιφρόνηση, υποτιμώ. , γράφω κάτι στο γόνατο/στο πόδι (μτφ.): συντάσσω κείμενο βιαστικά και πρόχειρα: Η εργασία σου είναι γραμμένη ~., έγραψε (κάτι) με το αίμα του (μτφ.): θυσιάστηκε για κάποιον ιερό, σημαντικό σκοπό: Έγραψαν με το αίμα τους μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες της Ιστορίας του έθνους., έγραψε! (ως επιφών.-αργκό): για να δηλωθεί έντονη επιδοκιμασία, πολύ ευχάριστη έκπληξη, θαυμασμός: Τι ατάκα ήταν αυτή, ~!, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει: για δήλωση του αναπότρεπτου της μοίρας (για το μέλλον) ή της αδυναμίας επανόρθωσης (για το παρελθόν): Αν είναι να σου τύχει, θα σου τύχει κι ~ ~. Δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω: ~ ~., τον γράφω/τον έχω γραμμένο (προφ.): δεν του δίνω καμιά απολύτως σημασία: Με ~ει κανονικά. Ας λέει ό,τι θέλει, τον έχω γραμμένο!, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) βλ. γράμμα, αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! βλ. σφυρίζω, γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία βλ. ιστορία, γράφεται στο χιόνι βλ. χιόνι, γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου βλ. αρχίδι, γράψε σβήσε/σβήσε γράψε βλ. σβήνω, γράψε/γράψτε λάθος βλ. λάθος, πού το βρήκες γραμμένο; βλ. βρίσκω ● βλ. γραμμένο [< 1,2,4: αρχ. γράφω 3: αγγλ. record, γαλλ. enregistrer 5: μεσν. σημ.]

γυαλί

γυαλί γυα-λί ουσ. (ουδ.) {γυαλ-ιού} 1. (ημι)διαφανές, άκαμπτο και εύθραυστο υλικό που παράγεται από τη σύντηξη πυριτικής άμμου και οξειδίων και τη στερεοποίησή τους χωρίς κρυστάλλωση: ακρυλικό (= πλεξιγκλάς)/αλεξίσφαιρο/ανάγλυφο (= ~ διαμαντέ)/ανακλαστικό/ανθεκτικό/αρχιτεκτονικό (: δημιουργία γυάλινων επιφανειών σε οποιαδήποτε ανοίγματα κτιρίου ή άλλης δομής)/διακοσμητικό/διάφανο/ενισχυμένο/θαμπό/καθαρό/καλλιτεχνικό/κοίλο/λευκό/οπτικό/ορυκτό (βλ. οψιανός, πυρίτιο)/προστατευτικό/πυρίμαχο/φυσικό/χειροποίητο (βλ. μουράνο)/χρωματιστό ~. Υγρό ~ (: άχρωμο, πολυμερές υλικό). ~ αμμοβολής/ασφαλείας. Ανακύκλωση/φύλλο/χάραξη ~ιού. Ζωγραφική σε ~ (βλ. βιτρό). Ουρανοξύστες από ~ και ατσάλι. Πβ. τζάμι, ύαλος.|| Ένα κομμάτι ~. Πάτησε ένα (ενν. θραύσμα από) ~. Τραυματίστηκε από σπασμένα ~ιά.|| (συνεκδ.-λαϊκό, αντικείμενο από ~:) Ρίξτε μια σταλιά κρασί στο ~ (: στο ποτήρι). 2. (συνεκδ.-προφ.) η τηλεόραση: Βγαίνει/εμφανίζεται στο ~. Τη θέλει/της πάει το ~. Γράφει στο ~ (: έχει φωτογένεια). 3. (μτφ.) για κάτι λείο, γυαλιστερό, διάφανο, καθαρό: Σφουγγάρισε και έκανε το πάτωμα ~. Η θάλασσα είναι ~ (: δεν έχει καθόλου κύματα). Η άσφαλτος/ο δρόμος είναι ~ (: γλιστρά). ● Υποκ.: γυαλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γυαλί ταμπούρ: ΜΟΥΣ. τοξωτός ταμπουράς με δοξάρι., φυσητό γυαλί: (στην υαλουργία) τεχνική κατασκευής γυάλινων αντικειμένων με εμφύσηση· συνεκδ. τα ίδια τα αντικείμενα., χυτό γυαλί: (στην υαλουργία) τεχνική παραγωγής γυαλιού με έγχυσή του μέσα σε καλούπι., ίνες γυαλιού βλ. ίνα ● ΦΡ.: αν/άμα/όταν ραγίσει/σπάσει το γυαλί (δεν ξανακολλάει) (γνωμ.): για σχέση που δέχεται τόσο ισχυρό πλήγμα, ώστε είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποκατασταθεί πλήρως., τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες (προφ.): προξενώ μεγάλες υλικές ζημιές: Όρμησαν μέσα και τα έκαναν (όλα) ~ ~. Πβ. άνω-κάτω, γης Μαδιάμ. [< μεσν. γυαλίν < ὑαλίν < αρχ. ὕαλος]

γυρίζω

γυρίζω γυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γύρι-σα, γυρί-στηκε, -σμένος, γυρίζ-οντας} & γυρνώ κ. -άω {-άς ..., -ώντας} 1. περιστρέφω: ~ τους δείκτες του ρολογιού/το κλειδί στην πόρτα/τη σούβλα. Μην ξεχάσεις να ~σεις το ρολόι μια ώρα μπροστά/πίσω.|| Η Γη/ο δορυφόρος ~ει. Μετά το μεθύσι ένιωθα όλα να ~ουν.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση ~ει γύρω-γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας (: δεν το αντιμετωπίζει ουσιαστικά). 2. στρέφω κάτι προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ το βλέμμα.|| Με το που μπήκε στο δωμάτιο, όλοι ~σαν. ~σε στους πίσω και τους έκανε παρατήρηση. Δεν ~σε καν να με κοιτάξει. Τον φώναξα πολλές φορές, αλλά δεν ~σε. ~σε και μου είπε ότι ... Είχε ~σμένο το κεφάλι προς το μέρος της. Κοιμάται ~σμένη στο πλάι. 3. επιστρέφω: ~ από τις διακοπές/τη δουλειά/το εξωτερικό. ~ το βράδυ/την Κυριακή/πίσω. Γυρνώντας σπίτι (= καθώς γύριζα, στον γυρισμό), άκουγα ραδιόφωνο. Τηλεφώνησέ μου μόλις ~σεις. Τι ώρα είναι αυτή που ~σες πάλι; Μόλις τώρα ~σα. Θα ~σω με τα πόδια. (ως ευχή) Καλό ταξίδι και με το καλό να ~σετε! Βλ. ξανα~.|| (μτφ.) Συχνά ~ στα παλιά/στο παρελθόν/στο χθες (πβ. αναπολώ). Φέτος τον χειμώνα η μόδα ~ει (= επανέρχεται) στη δεκαετία του '60.|| Δεν μου ~σε ακόμη τα δανεικά. (στο ποδόσφαιρο) ~σε από αριστερά τη μπάλα στον τερματοφύλακα. 4. αναποδογυρίζω: ~ τα αβγά/την ομελέτα.|| Ο γιακάς σου έχει ~σει (: έχει έρθει το μέσα έξω). 5. αλλάζω: ~ κανάλι/πλευρό/σελίδα.|| (μτφ.) ~ουν τα πράγματα. ~σε η κατάσταση/η τύχη. Ο καιρός ~σε (σε βοριά/νοτιά). Πβ. μεταβάλλομαι. 6. περιφέρομαι, τριγυρίζω: ~ει όλο το βράδυ στους δρόμους/σε μπαράκια. ~ει με τον ένα και με τον άλλο (: βγαίνει, έχει ερωτική σχέση). Οι μασκαράδες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Πού ~ες όλη μέρα; ~ει εδώ κι εκεί.|| Το νησί είναι πανέμορφο, αξίζει να το ~σετε (: να κάνετε τον γύρο του, βλ. περπατώ.). ~σε όλο τον κόσμο (: ταξίδεψε παντού).|| Μας ~σαν σε μουσεία, καταστήματα, ταβέρνες (= ξενάγησαν, πήγαν). 7. κινηματογραφώ: ~ ένα ντοκιμαντέρ/ένα σίριαλ/ταινία. Το φιλμ ~στηκε το 1970. Βλ. κακο-, καλο-γυρισμένος. ● ΦΡ.: γυρίζω με άδεια χέρια (προφ.): επιστρέφω άπρακτος: Πήγε για κυνήγι, αλλά γύρισε ~ ~., γυρίζω το μέσα έξω: βγάζω έξω αυτό που βρίσκεται από μέσα, αναστρέφω, αντιστρέφω: Γύρισε τα γάντια ~ ~., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για ανατροπή του σκορ και συνήθ. νίκη της ομάδας ή του παίκτη που έχανε προηγουμένως., μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα (μτφ.-προφ.): με ενοχλεί υπερβολικά, μέχρι αηδίας: ~ ~ μόνο που το σκέφτομαι!, να πάει και να μη γυρίσει!: (αποτρεπτικά) για εξαιρετικά δυσάρεστο συμβάν., ρόδα είναι και γυρίζει/γυρίζει ο τροχός: για το ευμετάβλητο της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα (προφ.): έστρεψε τη συζήτηση προς το αστείο., το γύρισε στο σοβαρό (προφ.): έστρεψε την κουβέντα σε σοβαρά θέματα ή πήρε σοβαρό ύφος., το/τα γυρίζω (μτφ.-προφ.): αλλάζω γνώμη ή συνήθεια: Ενώ αρχικά είπε ότι θα με βοηθήσει, μετά μου τα γύρισε.|| Το ~σε (= στράφηκε) στη μαγειρική τώρα., τώρα που γυρίζει (προφ.): (ως προτροπή) σε περιπτώσεις που η έκβαση δεν έχει ακόμη κριθεί και οι προοπτικές είναι ανοιχτές: Έλα παίξε ~ ~ (: ενν. η ρουλέτα και γενικότ. σε τυχερά παιχνίδια)! Πάρτε προσκλήσεις ~ ~!, αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, γυρίζει σαν (τη) σβούρα βλ. σβούρα, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, γυρίζω/στρέφω και το άλλο μάγουλο βλ. μάγουλο, γυρίζω/στρέφω/δείχνω την πλάτη/τα νώτα μου σε κάποιον/κάτι βλ. πλάτη, η τύχη μού γυρίζει την πλάτη βλ. τύχη, θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός βλ. χορταίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. γυρίζω, γαλλ. tourner, αγγλ. turn]

γωνία

γωνία γω-νί-α ουσ. (θηλ.) {γωνι-ών} 1. ΓΕΩΜ. το σημείο τομής μεταξύ δύο ευθειών ή επιπέδων και το αντίστοιχο γεωμετρικό σχήμα: δίεδρη/εξωτερική/επίπεδη/κεντρική/λοξή/πολύεδρη/στερεά/σφαιρική ~. Προσκείμενες ~ες. ~ βάσης/κατεύθυνσης (: μεταξύ δεδομένης ευθείας και άξονα αναφοράς). Διχοτόμηση ~ας. Βλ. ακμή.|| (ΦΥΣ.) Μεταβαλλόμενη/σταθερή ~. ~ ανάκλασης (: που σχηματίζεται μεταξύ της ανακλώμενης ακτίνας και μιας κάθετης γραμμής)/διάθλασης (: που σχηματίζεται μεταξύ της διαθλώμενης ακτίνας και της κανονικής)/πρόσπτωσης. ~ ανύψωσης (: μεταξύ των γραμμών του βλέμματος και του ορίζοντα, για αντικείμενα που βρίσκονται πάνω από αυτόν)/βύθισης (: για αντικείμενα κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα). ~ απόκλισης (: που σχηματίζουν οι ευθείες που συνδέουν το κέντρο αναφοράς με το κέντρο του δέκτη και με αυτό της πηγής φωτισμού)/έγκλισης. ~ ακτινοβολίας/αναφοράς/ανόδου (αεροσκάφους)/εκπομπής/εκτόξευσης/εκτροπής/θέασης/καθόδου/τριβής. 2. εσοχή ή εξοχή που διαμορφώνουν δύο τεμνόμενες ευθείες, επιφάνειες (ιδ. οδοί, τοίχοι, πλευρές αντικειμένου): Θα σε περιμένω/ραντεβού στη ~. Εμφανίστηκε/φάνηκε από τη ~. Στρίψε στη ~ (πβ. στροφή). Το κατάστημα είναι (στη) ~ (των οδών) ... και ... (πβ. συμβολή). Mένω δύο ~ες πιο κάτω (βλ. οικοδομικό τετράγωνο). Βλ. οπισθο~.|| Βάλε το κομοδίνο στη ~ (του δωματίου). Βλ. άκρη.|| (ΑΘΛ.) ~ του γηπέδου (= κόρνερ)/του τέρματος.|| Στρογγυλή ~ επίπλου. Η αριστερή/δεξιά/κάτω/πάνω ~ της οθόνης. Οι καναπέδες σχηματίζουν ~. Χτύπησα στη ~ του τραπεζιού. Προστατευτικά ~ών.|| ~ γλυκού/πίτας/ψωμιού (: το ακριανό κομμάτι).|| Πρόσωπο με ~ες (= γωνιώδες).|| (σημείο από το οποίο παρατηρεί κάποιος κάτι:) Από ποια ~ τράβηξες το πλάνο; (ΚΙΝΗΜ.-ΦΩΤΟΓΡ.) ~ λήψης (βλ. οπτικό πεδίο). 3. όργανο χάραξης ορθών γωνιών· κατ' επέκτ. κάθε γωνιώδες εξάρτημα, αξεσουάρ ή τούβλο για το αντίστοιχο σημείο του τοίχου: μεταβλητή ~. Πβ. ταυ.|| ~ στερέωσης/στήριξης/σύνδεσης (βλ. τακάκια, τάκος). Προστατευτικές ~ες (π.χ. από τσόχα). Βλ. σιδηρο~.|| ~ες βιβλίων. Πβ. βιβλιοστάτης. ΣΥΝ. τρίγωνο (5) ● ΣΥΜΠΛ.: εκτός/εντός εναλλάξ γωνίες: ΓΕΩΜ. δύο γωνίες που σχηματίζονται, όταν δύο ευθείες α, β τέμνονται από τρίτη γ και βρίσκονται εκτός των α, β (εκτός) ή μεταξύ τους (εντός), σε διαφορετικό όμως ημιεπίπεδο ως προς τη γ· είναι ίσες μόνο αν οι α και β είναι παράλληλες μεταξύ τους., εντός, εκτός και επί τα αυτά (γωνίες) 1. ΓΕΩΜ. δύο γωνίες που σχηματίζονται όταν δύο ευθείες α και β τέμνονται από τρίτη γ και η μία βρίσκεται μεταξύ των α και β (εντός), η άλλη εκτός αυτών και οι δύο στο ίδιο ημιεπίπεδο ως προς τη γ· είναι ίσες, μόνο αν οι α και β είναι παράλληλες μεταξύ τους. 2. (μτφ.) μέσα και έξω, στο εσωτερικό και το εξωτερικό: ~ ~ της χώρας., κατά κορυφήν γωνίες: ΓΕΩΜ. που έχουν κοινή κορυφή και οι πλευρές της μίας αποτελούν προεκτάσεις των πλευρών της άλλης., οπτική γωνία: τρόπος θεώρησης ενός ζητήματος: Πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ ~. Αποκλίνουσες/διαφορετικές ~ές (~ες). Αλλαγή ~ής ~ας. Υπό ορισμένη/συγκεκριμένη ~ ~. Kοιτάζω/παρουσιάζω/προσεγγίζω το θέμα (κάτω/μέσα) από άλλη/νέα ~ ~. Εξαρτάται από την ~ ~ που βλέπεις τα πράγματα. Όλα είναι ζήτημα ~ής ~ας. Πβ. πλευρά, πρίσμα, σκοπιά. [< γαλλ. point de vue] , αμβλεία γωνία βλ. αμβλύς, διαδοχικές γωνίες βλ. διαδοχικός, ευθεία γωνία βλ. ευθύς, εφεξής γωνίες βλ. εφεξής, ημίτονο γωνίας βλ. ημίτονο, κλειστή γωνία βλ. κλειστός, κορυφή γωνίας βλ. κορυφή, νεκρή γωνία βλ. νεκρός, οξεία γωνία βλ. οξύς, ορθή γωνία βλ. ορθός, παραλλακτική γωνία βλ. παραλλακτικός, παραπληρωματικές γωνίες βλ. παραπληρωματικός, συμπληρωματικές γωνίες βλ. συμπληρωματικός, ωριαία γωνία βλ. ωριαίος ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον/κάτι) στη γωνία (μτφ.-προφ.): τον παραμερίζω, τον περιθωριοποιώ. Πβ. παραγκωνίζω., περιμένω κάποιον στη γωνία/στροφή (μτφ.-προφ.): περιμένω την ευκαιρία να τον ξεμπροστιάσω, να εξηγηθώ μαζί του ή να τον βλάψω. Πβ. του την έχω στήσει/στημένη. [< γαλλ. attendre quelqu'un au tournant] , πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι (ειρων.): έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον που κάνει τον έξυπνο., στριμώχνω κάποιον στη γωνία (μτφ.-προφ.): τον φέρνω σε δύσκολη θέση: Τον στρίμωξε ~ ~ και δεν μπόρεσε να πει κουβέντα., υπό γωνία: από/σε σημείο που να σχηματίζει γωνία: εξέταση/θέαση/λήψη/προβολή ~ ~ (πβ. λοξά). [< αρχ. γωνία, γαλλ.-αγγλ. angle]

δέντρο

δέντρο δέ-ντρο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) δένδρο 1. κάθε ξυλώδες, πολυετές φυτό με σταθερό κορμό, που σχηματίζει κλαδιά σε αρκετό ύψος από το έδαφος: αειθαλές/αιωνόβιο/κωνοφόρο/οπωροφόρο/τροπικό/φυλλοβόλο ~. Η κουφάλα/η σκιά/ο φλοιός/τα φύλλα ενός ~ου. Απολιθωμένα/καμένα ~α. Ασθένειες των ~ων. Καλλιεργώ/κλαδεύω/κόβω/ξεριζώνω/ποτίζω/φυτεύω ένα ~. Ανθίζει/μεγαλώνει ένα ~. ~ ελιάς. Θάμνοι και ~α. ~-μινιατούρα/νάνος (βλ. μπονσάι).|| (μτφ.) Το ~ της ειρήνης/ελευθερίας/(ΠΔ) ζωής (: που χαρίζει αθανασία). Βλ. ευκάλυπτος, καστανιά, κέδρος, μηλιά, οξιά, πεύκο, πορτοκαλιά, χαμόδεντρο. 2. δενδροδιάγραμμα. ● Υποκ.: δεντράκι (το): ΣΥΝ. δενδρύλλιο ● ΣΥΜΠΛ.: γενεαλογικό δέντρο: το σύνολο των προγόνων κάποιου ανθρώπου ή ζωικού είδους, καθώς και το διάγραμμα που τους εμφανίζει σε δενδρική δομή μέχρι κάποιο όριο στο παρελθόν: ~ ~ οικογένειας (= οικογενειακό δέντρο)/τριών γενεών/... χρόνων. Βλ. ρίζες.|| ~ ~ αιλουροειδών/θηλαστικών. ~ ~ καθαρόαιμου σκύλου (βλ. πεντιγκρί).|| (μτφ.) ~ ~ χειρογράφου. [< γαλλ. arbre généalogique] , το δέντρο της γνώσης (του καλού και του κακού) (ΠΔ): ΘΕΟΛ. το δέντρο με τον απαγορευμένο από τον Θεό καρπό, τον οποίο έφαγαν οι Πρωτόπλαστοι και εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο., χριστουγεννιάτικο δέντρο/δέντρο των Χριστουγέννων: έλατο με διακοσμητικά αντικείμενα ή/και φωτάκια που τοποθετείται σε ιδιωτικούς ή δημόσιους χώρους κατά την περίοδο των Χριστουγέννων: Στολίζω το ~ ~. [< γερμ. Weihnachtsbaum] , βρογχικό δέντρο βλ. βρογχικός, οικογενειακό δέντρο βλ. οικογενειακός ● ΦΡ.: βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος (μτφ.): για κάποιον που ασχολείται με τις λεπτομέρειες και όχι με την ουσία ενός θέματος. [< 1: μεσν. δέντρο(ν)]

δημοσιότητα

δημοσιότητα δη-μο-σι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): κατάσταση κατά την οποία κάποιος/κάτι γίνεται ευρέως γνωστό(ς)· δημοσιοποίηση: Tα έγγραφα θα δοθούν στη ~. Σύμφωνα με νέα στοιχεία που φέρνει στη ~ η εφημερίδα, ... Βρίσκεται στο επίκεντρο της ~ας.|| ~ της δίκης/της συνεδρίασης. Δεν δόθηκε μεγάλη ~ στο θέμα (: δεν πήρε διαστάσεις).|| (για πρόσωπα, κυρ. δημόσια:) Αρνητική ~. Κρατήθηκε μακριά από το παιχνίδι της ~ας. Απολαμβάνει/αφεύγει/επιζητεί/κυνηγά τη ~. Βλ. αναγνωρισιμότητα, -ότητα. ● ΦΡ.: αποκτά/εξασφαλίζει/λαμβάνει/παίρνει δημοσιότητα: για γεγονός, φαινόμενο που γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό: Το θέμα δεν πήρε ~, όπως θα έπρεπε., βγαίνει στη δημοσιότητα: γνωστοποιείται στο ευρύ κοινό (συνήθ. μέσω δημοσίευσης): Νέα στοιχεία βγήκαν ~ για ..., βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας: δημοσιεύεται, δημοσιοποιείται: Σοβαρές καταγγελίες σχετικά με παράνομες προσλήψεις είδαν ~ ~. Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων ήρθε ~ ~., η αρχή της δημοσιότητας: αρχή της γνωστοποίησης στο ευρύ κοινό: ~ ~ μιας δίκης (: παρακολούθησή της από το ευρύ κοινό άμεσα ή έμμεσα, μέσω ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης)., οι προβολείς/τα φώτα/τα φλας της δημοσιότητας (μτφ.): η προσοχή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και της κοινής γνώμης: μακριά από τους/τα ~ ~. Μονοπώλησε/συγκέντρωσε/τράβηξε τους/τα ~ ~. Οι ~ ~ είναι στραμμένοι πάνω του/στις εξελίξεις. Τα ~ ~ πέφτουν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. [< γαλλ. publicité]

διαβαίνω

διαβαίνω δια-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {διάβηκε (λόγ.) διέβη, διαβεί, διαβαίν-οντας} (λόγ.) 1. διασχίζω, περνώ: ~ τα βουνά/τη γέφυρα/το μονοπάτι/τον ποταμό. Βλ. περι~.|| (μτφ.) Ο δρόμος που πρέπει να διαβεί δεν είναι εύκολος. Διάβηκε το κατώφλι/την πόρτα της φυλακής.|| (προφ.) Κάντε τόπο να διαβώ! 2. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) κυλά, παρέρχεται, φεύγει: ~ει η ζωή/ο καιρός. ● ΦΡ.: αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει (παροιμ.): η τύχη παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας., διέβη/πέρασε τον Ρουβίκωνα (απαιτ. λεξιλόγ.): έλαβε κρίσιμη, τολμηρή και αμετάκλητη απόφαση, ξεπέρασε ένα εμπόδιο: ~ ~ και αποφάσισε να εκφράσει ανοιχτά τις αντιρρήσεις του. [< γαλλ. franclir le Rubicon][< αρχ. διαβαίνω]

δίκαιος

δίκαιος, η, ο δί-και-ος επίθ. 1. που είναι σύμφωνος με το δίκαιο: ~ος: αγώνας/διακανονισμός/όρος. ~η: αμοιβή/απαίτηση/αποζημίωση/διανομή (κληρονομιάς)/διεκδίκηση/δίκη/επιλογή/κρίση/μεταχείριση/ποινή/πολιτική/ρύθμιση. ~ο: αίτημα. Είναι ~ο να/που ... (: ορθό, πρέπον, σωστό). Αν θέλουμε να είμαστε ~οι, … Η διεθνής κοινότητα αναζητά μια ~η και βιώσιμη λύση/διευθέτηση του ζητήματος.|| (για πρόσ.) ~ος: εξεταστής/κριτής (= ακριβο~, αμερόληπτος, αντικειμενικός, ΑΝΤ. μεροληπτικός). ΑΝΤ. άδικος (1) 2. δικαιολογημένος: ~ος: εκνευρισμός/χαρακτηρισμός. ~η: αγανάκτηση/αντίδραση/αντιμετώπιση/αυστηρότητα/δυσφορία/έκρηξη οργής/επιθυμία. ~ο: παράπονο. ΑΝΤ. αδικαιολόγητος (1) 3. επάξιος: ~ος: έπαινος. ~η: αναγνώριση/επιτυχία/νίκη. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο βλ. εμπόριο ● ΦΡ.: (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους (ΚΔ, λόγ.) & (εσφαλμ.) επί δικαίων και αδίκων: (συνήθ. για κάτι δυσάρεστο) προς όλους ανεξαιρέτως: Η υποψία αιωρείται ~ ~., κοιμάται τον ύπνο του δικαίου βλ. ύπνος, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος ● βλ. δίκαια [< αρχ. δίκαιος]

δουλεία

δουλεία δου-λεί-α ουσ. (θηλ.) 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος· κάθε μορφή ανελευθερίας ή εξάρτησης από κάτι: η απαγόρευση/ο ζυγός/ο απάνθρωπος θεσμός/η κατάργηση της ~ας. Εργάζονται/ζουν υπό συνθήκες ~ας. Το καθεστώς της ~ας (πβ. δουλοκτησία). Βλ. εθελοδουλία.|| Σεξουαλική ~. || (μτφ.) Πνευματική ~. Πβ. υποδούλωση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ της αμαρτίας/των παθών. ΣΥΝ. σκλαβιά (1), υποτέλεια ΑΝΤ. ανεξαρτησία, ελευθερία 2. ΝΟΜ. περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα επί ξένου ακινήτου που δίνει την εξουσία στον δικαιούχο να αποκομίζει κάποιες ωφέλειες από αυτό: πλήρης/πραγματική (: για την εξυπηρέτηση των αναγκών άλλου ακινήτου)/προσωπική (: υπέρ συγκεκριμένου προσώπου, π.χ. επικαρπία, οίκηση) ~. ~ διόδου/υπονόμου. Σύσταση ~ας. Απόσβεση της ~ας λόγω εικοσαετούς αχρησίας. Κυριότητα, ~ες, ενέχυρο και υποθήκη. [< 1: αρχ. δουλεία 2: γαλλ. servitude]

δρόμος

δρόμος δρό-μος ουσ. (αρσ.) 1. μακρόστενη επιφάνεια εδάφους που πλαισιώνεται συνήθ. από σπίτια ή/και κτίρια και έχει χαραχθεί και διαμορφωθεί έτσι, ώστε να κινούνται σε αυτήν άνθρωποι ή/και κυρ. οχήματα: αγροτικός/αδιέξοδος (βλ. αδιέξοδο)/αμαξιτός/ανηφορικός/αστικός/άστρωτος (βλ. χωματόδρομος)/ασφαλτοστρωμένος/δασικός/δευτερεύων (πβ. παράδρομος)/δημόσιος/δύσβατος/εθνικός/ελικοειδής/επαρχιακός/επικίνδυνος/έρημος/ευθύς/ιδιωτικός/κατηφορικός/κεντρικός (βλ. λεωφόρος)/κύριος/πλακόστρωτος/πλατύς/πολυσύχναστος/στενός/φιδωτός ~. ~ προτεραιότητας. ~ μονής/διπλής (βλ. αρτηρία, αυτοκινητόδρομος) κατεύθυνσης. ~ με κίνηση/κλειστές στροφές/(διαχωριστική) νησίδα. ~ για τους πεζούς (βλ. πεζόδρομος). Κατάστρωμα (πβ. οδόστρωμα)/κράσπεδο/όνομα/πλευρά/ρείθρο/χάραξη του ~ου. Διασταύρωση ~ων (βλ. σταυροδρόμι). (Δι)ανοίχτηκε ~. Ο ~ είναι ανοιχτός. Διασχίζω/περνώ/φτιάχνω τον ~ο. Περπατώ στον ~ο. Γυρίζει/περιφέρεται στους ~ους. Ζωγράφος/καλλιτέχνης (του) ~ου (βλ. πλανόδιος, υπαίθριος). Το δωμάτιο βλέπει στο(ν) ~ο. Σε ποιο ~ο μένει; ΣΥΝ. οδός (1) 2. (ειδικότ.) μετάβαση από έναν τόπο ή σημείο σε άλλο, η απόσταση που διανύεται και η διαδρομή που ακολουθείται· διέξοδος, πέρασμα: (ως ευχή) Καλό ~ο (= ταξίδι)! Σε όλο το ~ο τη σκεφτόμουν. (κυριολ. κ. μτφ.) Έχουμε να διανύσουμε/να κάνουμε πολύ ~ο ακόμα. Μια ώρα/μιας ώρας ~. Πέντε χιλιόμετρα ~. Βρίσκω/μπερδεύω τον ~ο. Μου ζήτησε να του δείξω τον ~ο. Συνέχισαν τον ~ο τους και έφτασαν στον προορισμό τους. Ποιος είναι ο συντομότερος ~; Από ποιο ~ο ήρθες; Ακολουθώ τον ίδιο ~ο/τον ~ο που οδηγεί στην παραλία. Είμαι/επιστρέφω στον ~ο για/προς ... Θα πάω να τον δω, είναι στον ~ο μου. Με έφαγαν οι ~οι (= με κούρασαν οι μετακινήσεις).|| Εναέριοι/θαλάσσιοι/υδάτινοι ~οι (= πορείες των αεροπλάνων ή των πλοίων).|| (μτφ.) Μουσικοί ~οι (: μουσικές διαδρομές).|| Βρίσκω ~ο μέσα από ... (προφ.) Ανοίξτε ~ο (: για διέλευση μέσα από πλήθος κόσμου). Βλ. διάδρομος. 3. (μτφ.) η τακτική και οι ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου, οι επιλογές που γίνονται ή οι δυνατότητες που προσφέρονται και κατ' επέκτ. η πορεία που ακολουθείται στη ζωή, η χρονική της διάρκεια και οι συνακόλουθες εμπειρίες: ο ~ της αρετής/της ελπίδας/της ευτυχίας/της κακίας/της προσφοράς/του χρέους. Ο (βέβαιος) ~ προς τη δόξα/την ειρήνη/την ενωμένη Ευρώπη/την επιτυχία/την κορυφή/το κύπελλο/τη μάθηση. Ο ~ για υγεία και ευεξία. Υπάρχει κι άλλος ~ πέρα από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Η πορεία προς τη γνώση δεν είναι ~ στρωµένος µε ροδοπέταλα (: δεν είναι εύκολη). Ο ~ που οδηγεί στη λύση του προβλήματος (= μέθοδος, τρόπος). Δύσβατος ο ~ της μεταρρύθμισης. Οι ~οι μας είναι διαφορετικοί, αλλά ο στόχος κοινός. Βλ. πρόδρομος.|| Παράλληλοι ~οι (βλ. βίοι παράλληλοι). Έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο ~ους. Διαλέγω το(ν) δύσκολο/εύκολο ~ο. Βαδίζει στον ~ο του καθήκοντος. Βρίσκεται/επανήλθε στον σωστό ~ο. Διασταυρώθηκαν/συναντήθηκαν/χώρισαν οι ~οι μας. 4. ΑΘΛ. αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές τρέχουν και νικητής αναδεικνύεται ο ταχύτερος: ~ 100/200/400/800/1.500 μέτρων. ~ ημιαντοχής/ταχύτητας. 5. ΤΕΧΝΟΛ. γραμμή, κανάλι μετάδοσης ή παροχής: ~ διάδοσης. ● Υποκ.: δρομάκι (το) & δρομάκος & (λόγ.) δρομίσκος (ο): στη σημ. 1: γραφικό/ερημικό/χωμάτινο ~ (βλ. σοκάκι). Τα στενά ~ια με τα παραδοσιακά σπίτια. Περιπλανήθηκα στα μικρά, δαιδαλώδη ~ια του κάστρου. Βλ. μονοπάτι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγώνας δρόμου 1. ΑΘΛ. συναγωνισμός αθλητών, επαγγελματιών ή μη, στο τρέξιμο: λαϊκός ~ ~. ~ ~ αγοριών και κοριτσιών. 2. (μτφ.) για ταχύτατες ενέργειες της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος: Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~α ~ για να προλάβουν ..., εμπορικός δρόμος & εμπορική οδός 1. που έχει πολλά καταστήματα, εμπορικά κέντρα και κατ' επέκτ. ιδιαίτερη εμπορική και αγοραστική κίνηση: οι ακριβότεροι ~οί ~οι. 2. διεθνής οδικός άξονας στον οποίο διακινούνται εμπορεύματα: ~οί ~οι που συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή.|| Θαλάσσιος ~ ~ από και προς τον Εύξεινο Πόντο., παιδί του δρόμου: που στερείται την οικογενειακή φροντίδα, είναι άστεγο και συχνά οδηγείται στην επαιτεία ή την παρανομία: βοήθεια/υποστήριξη στα ~ιά ~. Πρόγραμμα/προστασία/τηλεμαραθώνιος αγάπης για τα ~ιά ~. Βλ. αλητάκι, παιδιά των φαναριών. [< γαλλ. enfant des rues] , ταινία δρόμου: ΚΙΝΗΜ. με θέμα την περιπλάνηση ανήσυχων ή/και περιθωριακών ανθρώπων που ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι χωρίς καθορισμένη συνήθ. πορεία. ΣΥΝ. ρόουντ μούβι [< αγγλ. road movie] , ανώμαλος δρόμος βλ. ανώμαλος, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, δρόμος αντοχής βλ. αντοχή, θεάματα (του) δρόμου βλ. θέαμα, θέατρο (του) δρόμου βλ. θέατρο, ίσιος δρόμος βλ. ίσιος, Μαραθώνιος Δρόμος βλ. μαραθώνιος, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: (γυναίκα) του δρόμου (μειωτ.): πόρνη και γενικότ. γυναίκα με ανήθικη συμπεριφορά: Γνώρισε/έμπλεξε με μια ~ ~. Της συμπεριφέρεται σαν να είναι καμιά ~ ~ (πβ. του πεζοδρομίου)., (ο) δρόμος (της) επιστροφής (κυριολ. κ. μτφ.): ερχομός, γυρισμός, επάνοδος: Ο ~ ~ είναι δύσκολος/εύκολος/κλειστός. Αναζητούν έναν ~ο επιστροφής στο ειδυλλιακό παρελθόν., (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο (μτφ.): για παρέκκλιση από τις καθιερωμένες αξίες και κατ' επέκτ. για κακή εξέλιξη: Πήρε τον ~ ~ κι έμπλεξε (πβ. παραστρατώ). Τον παρέσυρε στον ~ (τον) ~. Τον απομάκρυνε/έβγαλε από τον ~ ~.|| Τι συνέβη και πήραν τα πράγματα ~ ~; Βλ. ίσιος δρόμος., ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους: δημιουργεί νέες προοπτικές ή κατευθύνσεις, καινοτομεί: ~ ~ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες/στην έρευνα/στη σκέψη/στην τεχνολογία. ~ονται ~οι ~οι για ... Με το έργο του άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει (νέους) ορίζοντες., αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο & (εμφατ.) στους πέντε δρόμους (μτφ.): αφήνω κάποιον χωρίς στέγη, εργασία, προστασία., βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) 1. (για όχημα) εκτρέπομαι, (για πρόσ.) δεν ακολουθώ την προγραμματισμένη πορεία: Το αυτοκίνητο βγήκε ~ (του) και ανατράπηκε. Βγήκαν ~ τους, για να μας βοηθήσουν. 2. (μτφ.) παρεκτρέπομαι, ξεστρατίζω: Παρόλο που δεν είχα λεφτά, δεν βγήκα ~ ~., βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους & στον δρόμο: συμμετέχω σε διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις ή πανηγυρισμούς: Βγήκαν ~ για τα δικαιώματά τους.|| Τα προβλήματα βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους., βρέθηκε στο(ν) δρόμο 1. δεν έχει πού να μείνει, τα μέσα για να ζήσει: ~ ~ με τα ανήλικα παιδιά της. Βρέθηκαν ~ και δεν μπορούν να βρουν δουλειά. ΣΥΝ. είναι στο(ν) δρόμο (2), μένω στον δρόμο (2) 2. συνάντησε κάποιον ή κάτι: Δυστυχώς, δεν ~ ~ τους κανένας, για να τους βοηθήσει. Πολλά εμπόδια βρέθηκαν ~ του., βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο (μτφ.): εξασφαλίζω κάτι εύκολα ή τυχαία: Την αληθινή φιλία δεν τη ~εις ~., βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) (μτφ.) 1. επιλέγω τον τρόπο ζωής, το επάγγελμα που με ικανοποιεί, αποφασίζω ποια πορεία θα ακολουθήσω στη ζωή: Κατάφερε να βρει ~ της, παρά τις αντιξοότητες. 2. (συνήθ. στο γ' πρόσ. χωρ. την κτητική αντωνυμία) ανακαλύπτω τον τρόπο επίτευξης ενός στόχου: Βρήκε τον δρόμο προς τη νίκη., δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω (συνήθ. σε παραμύθια, στο γ' πρόσ.): κάνω μεγάλη απόσταση με τα πόδια, οδοιπορώ: ~ ~ει (και) φτάνει στο ποτάμι., δρόμο! (προφ.): φύγε, εξαφανίσου, μακριά από 'δω: άντε, ουστ, ~! Πάρε τα πράγματά σου και ~!, δρόμος μετ' εμποδίων 1. ΑΘΛ. αγώνισμα τρεξίματος με εμπόδια: ~ ~ 110 μέτρων. 2. (μτφ.) προσπάθεια που γίνεται με δυσκολίες και προβλήματα: ~ ~ η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες., δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που δεν δίνει τη δυνατότητα επανόδου στην προηγούμενη κατάσταση: Τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό.|| Η νίκη στις εκλογές είναι ~ ~ (= μονόδρομος) για την παράταξη., έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι (προφ.-μειωτ.): διώχνω κάποιον ή πετώ κάτι: Δεν άντεξα πια και του ~ ~ (= τον έδιωξα, του έδωσα πόδι). Το κινητό βγήκε ελαττωματικό και του ~ ~. Μην το σκέφτεσαι, δώσ' του ~!, είναι στο(ν) δρόμο 1. κατευθύνεται κάπου: Είναι ~ κι έρχονται. ΣΥΝ. καθ' οδόν. 2. είναι πάμφτωχος, δεν έχει πού να μείνει: Πεινούν και είναι ~ (= βρέθηκαν, έμειναν στον δρόμο)., ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος (λαϊκό): πολύ μικρή απόσταση: Η παραλία είναι ~ ~ από την πόλη., έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου (μτφ.): πρέπει να προσπαθήσω κι άλλο για να τα καταφέρω: Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται, αλλά έχουμε ~ ~ μας., κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο (κυριολ. κ. μτφ.): εμποδίζω κάποιον ή κάτι να προχωρήσει: Σηκώθηκε απότομα και μου έκλεισε/έκοψε ~.|| Του έκοψε ~ προς την επιτυχία. Έφραξε ~ στη συνεργασία., κόβω δρόμο: διανύω μια απόσταση, ακολουθώντας την πιο σύντομη διαδρομή: Έκοψε ~ μέσα απ' το δάσος., με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος (προφ.): περνώ από κάπου, έχοντας ορισμένο προορισμό: Όποτε με φέρει ~ (μου), θα περάσω να σας δω., μεγάλωσε στο(ν) δρόμο/στους δρόμους: για παιδιά και νέους που δεν γνώρισαν τη φροντίδα της οικογένειας ή συγγενικού προσώπου: Ζούσαν μόνα τους, έχοντας μεγαλώσει ~., μένω στον δρόμο 1. δεν μπορώ να συνεχίσω τη διαδρομή ή το ταξίδι μου, συνήθ. λόγω βλάβης του οχήματος ή έλλειψης καυσίμων: Έμεινε ~ και έφτασε τελικά στον προορισμό του με μεγάλη καθυστέρηση.|| (σπανιότ.) Το αυτοκίνητο με άφησε ~ (= χάλασε). 2. & μένω στους πέντε δρόμους: είμαι φτωχός και άστεγος: Έχασε τη δουλειά του και έμεινε ~ (= βρέθηκε, είναι στον δρόμο)., ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος μπορεί να φύγει, όποτε θελήσει., ο δρόμος του Θεού/του Χριστού: ενάρετος βίος, τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου., ο τρίτος δρόμος: πρόταση, λύση, δυνατότητα που θεωρείται εναλλακτική ανάμεσα σε δύο ακραίες· ειδικότ. μετριοπαθές πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη γενική συναίνεση: ~ ~ για την απασχόληση/υγεία. [< αγγλ. third way, 1949] , παίρνω δρόμο 1. φεύγω χωρίς καθυστέρηση, εξαφανίζομαι: Πήραν ~ κι όπου φύγει φύγει (πβ. το βάζω στα πόδια). Πάρε ~! 2. χάνω τη δουλειά μου, απολύομαι· γενικότ. με διώχνουν: Θα πάρεις ~ απ' αυτή τη γειτονιά!, παίρνω το(ν) δρόμο & τραβώ το(ν) δρόμο 1. (συνήθ. + για/προς) πηγαίνω, κατευθύνομαι σε ένα μέρος: ~ει ~ για το σπίτι του. ~ουν ~ προς το βουνό. Πήρε ~ του γυρισμού. 2. (+ γεν.) (μτφ.) οδηγούμαι σε κάτι: Η εταιρεία ~ει ~ του χρηματιστηρίου. Τα έργα πήραν ~ της υλοποίησης. Η υπόθεση πήρε ~ της δικαιοσύνης., παίρνω τον καλό δρόμο: ζω ενάρετα και κατ' επέκτ. κάνω τη σωστή επιλογή. [< γαλλ. prendre le bon chemin] , παίρνω τους δρόμους: βγαίνω έξω, γυρνώ άσκοπα, περιπλανιέμαι: ~ ~ και σε ψάχνω. Πήραν ~ χωρίς να ξέρουν για πού., πάνω στο(ν) δρόμο (μτφ.): κατά μήκος της διαδρομής, δεξιά ή αριστερά: ~ ~ για το αεροδρόμιο θα συναντήσετε το μοναστήρι., πετώ κάποιον στο(ν) δρόμο: τον διώχνω από το σπίτι ή τη δουλειά του: Πέταξαν ~ τόσες οικογένειες. Τους προσέλαβε για δυο μήνες κι ύστερα τους πέταξε ~., πετώ κάτι στον δρόμο (μτφ.-προφ.): κατασπαταλώ: Πέταξε ~ τόσα λεφτά., σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία (μτφ.): για ομαλή, ευνοϊκή εξέλιξη με προοπτικές επιτυχίας: ~ ~ οι έρευνες της Αστυνομίας. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται/είναι ~ ~. [< γαλλ. sur le bon chemin] , στα μισά του δρόμου 1. στη μέση της απόστασης. 2. (μτφ.) για ημιτελή προσπάθεια: Η ανάκαμψη βρίσκεται ακόμη ~ ~., στη μέση του δρόμου: στο μέσο της οδού και κατ' επέκτ. σε εξωτερικό χώρο, συνήθ. μπροστά σε πολύ κόσμο: Πετάχτηκε/στάθηκε/χόρευε ~ ~., τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους & αφήνω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους: οι υποθέσεις, οι καταστάσεις δρομολογήθηκαν, άρχισαν να υλοποιούνται: Με πήραν στη δουλειά και από κει και πέρα ~ ~. Αφήστε τα πράγματα να πάρουν ~, δεν χρειάζεται να πιέζετε καταστάσεις. || Όλα πήραν το δρόμο τους. [< αγγλ. let things take their course] , τραβώ το(ν) δρόμο μου & τον δικό μου δρόμο (μτφ.): ακολουθώ τη δική μου ανεξάρτητη πορεία: Δεν τα βρήκαν και η κάθε πλευρά τράβηξε ~ της. Τράβα ~ σου και άσε τον κόσμο να λέει., χάνω το(ν) δρόμο (μου) (κυριολ. κ. μτφ.): ξεστρατίζω: Έχασα ~ και βρέθηκα αλλού., χαράζω δρόμο 1. (μτφ.) καθορίζω πορεία ζωής, καταστρώνω σχέδιο, προγραμματίζω κάτι: Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο ...! 2. προσδιορίζω τη θέση οδού: ~ουν ~ους κάθετους προς την παραλία., (εδώ) χωρίζουν οι δρόμοι μας βλ. χωρίζω, αλλάζω δρόμο βλ. αλλάζω, ανοίγω (τον) δρόμο βλ. ανοίγω, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, ο δρόμος της καμήλας βλ. καμήλα, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη βλ. Ρώμη1, στρώνω το(ν) δρόμο βλ. στρώνω [< αρχ. δρόμος, γαλλ. chemin, rue, αγγλ. way 5: αγγλ. route] ΔΡΟΜΟΣ

εγώ

εγώ [ἐγώ] ε-γώ προσ. αντων. {εν. γεν. (δυνατός τ.) εμένα/(αδύνατος τ.) μου/(λόγ.) εμού, αιτ. εμένα/μένα/με/(λόγ.) εμέ | πληθ. ονομ. εμείς, αιτ. εμάς/μας· χωρ. κλητ.} & (προφ.) γω: δηλώνει το ίδιο το πρόσωπο που μιλά ή γράφει, για να ξεχωρίσει από το β' και γ' πρόσωπο: -Ποιος είναι; -~. ~ η ίδια σε προειδοποίησα. ~ και οι άλλοι. -Ποιος το έκανε; -Όχι ~.|| (η ονομ. είναι το υποκείμενο για κάθε ρήμα α' πρόσ. και συνήθ. εννοείται) (~) διόρθωσα το κείμενο.|| (εμφατ. ή σε αντιδιαστολή με άλλα πρόσωπα) ~ σε πήρα τηλέφωνο. ~ σου τα 'λεγα, αλλά εσύ δεν με άκουγες! ~ να μείνω μέσα κι εσύ να πας βόλτα; Εμείς σε βοηθήσαμε και όχι αυτός.|| (εμφατ. χρησιμοποιούνται μαζί και οι δύο τύποι της αντων.) Μη μου τα φορτώνεις εμένα όλα!|| (η γεν. χρησιμοποιείται ως κτητ. επίθ. ή ως β' όρος σύγκρισης) Τα παπούτσια μου πάλιωσαν. Είναι μεγαλύτερός μου/από εμένα.|| (η γεν. κ. αιτ. συντάσσονται με ρήμα ή πρόθεση, ή βρίσκονται κοντά σε επίρρημα) Μου έγραψε. Τηλεφώνησέ μου. Άσε με. Φύλαξέ μου το/φύλαξέ το μου. Εκτός/πλην εμού. Για μας. Δίπλα/κοντά/μαζί μου.|| (οικ.) Τι μου γίνεσαι/μου κάνεις; Έλα μου! Βλ. ημείς, ημών. ● ΦΡ.: εγώ είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ: είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας., εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω (προφ.): κανένας δεν προσέχει αυτά που λέω, ιδ. ο συνομιλητής: Δεν σου είπα να θυμηθείς να πληρώσεις τον λογαριασμό; Μου φαίνεται ~ ~. ΣΥΝ. φωνή βοώντος εν τη ερήμω, εμείς κι εμείς (προφ.): μονάχα εμείς οι γνωστοί και συνήθ. λίγοι, σε στενό κύκλο: Ήμασταν/μείναμε ~ ~., κατ' εμέ (λόγ.): κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου: ~ ~ είναι αριστούργημα., εγώ να δεις! βλ. βλέπω, είπα κι εγώ βλ. λέω, εμένα μου λες βλ. λέω, εμένα που με βλέπεις βλ. βλέπω, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, να 'μαι κι εγώ βλ. είμαι, ξέρω γω βλ. ξέρω, ξέρω κι εγώ/(που θες να) ξέρω εγώ/'γω;/! βλ. ξέρω, ποιος μου λέει (εμένα) βλ. λέω ● βλ. υμών [< αρχ. ἐγώ]

εδώ

εδώ [ἐδῶ] ε-δώ επίρρ. & (προφ.) δω κ. 'δω 1. (ως προς αυτόν που μιλά) σε αυτόν τον χώρο, τόπο, σε αυτό το σημείο: ~ μένω. Είναι κανείς ~; Έχει υγρασία ~ κάτω. Τι γίνεται ~ πέρα; Κάπου ~ γύρω θα 'ναι. Ελάτε λίγο πιο ~ (= κοντά· πβ. παραδώ). Δεν είμαι (= δεν κατάγομαι, δεν κατοικώ) από ~. Έρχεται/κοίταζε προς τα ~. Όπως λέμε εμείς ~ στην ... Αν βρεθείς κατά δω ...|| (συνήθ. με ανάλογη κίνηση του χεριού) Να σας συστήσω: από ~ η μητέρα μου, από ~ ο/η ...|| (ως επίθ.) Σύμφωνα με την ~ παράδοση (πβ. τοπική). Η ~ ζωή (= η επίγεια).|| (Όταν δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου) Ο κύριος από ~ ζήτησε ...|| (σε ιστοσελίδα) Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ ~.|| (παλαιότ. σε στερεότυπη εισαγωγική έκφραση ραδιοφωνικών συνήθ. εκπομπών) ~ ραδιοφωνικός σταθμός ... (ΙΣΤ.) ~ Πολυτεχνείο.|| (συνήθ. στο τηλέφωνο:) ~ Πέτρος, μπορώ να μιλήσω με ...;|| Το λάθος ~ έγκειται. ~ φτάσαμε, να αμφισβητούμε τα αυτονόητα. ΑΝΤ. αλλού (1), εκεί (1) 2. (προηγείται η δεικτική αντων. αυτός, -ή, -ό) για έμφαση: αυτός ~ ο δίσκος. Αυτή ~ η πόλη. Αυτό ~ το κείμενο. ● ΦΡ.: άκου εδώ: για να δηλωθεί έκπληξη, εκνευρισμός, θυμός ή όταν κάποιος θέλει να μιλήσει σοβαρά: ~ ~ ερώτηση/λογική!|| ~ ~ που σου μιλάω κι άσε τα παιχνίδια!|| ~ ~ φίλε, ..., από εδώ και από εκεί & από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί: πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος: Ρωτούσε ~ ~ μήπως είχε δει κάποιος το παιδί της. Οι δημοσιογράφοι έτρεχαν ~ ~. Ρούχα πεταμένα ~ ~ (: σκόρπια, σε διάφορα σημεία)., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος & (λόγ.) από τούδε και στο εξής: από τώρα και μετά, από τώρα και στο μέλλον: Σου υπόσχομαι ότι ~ ~ θα τα λέμε πιο συχνά. ΣΥΝ. στο εξής, εδώ είμαι εγώ/εγώ είμαι εδώ (μτφ.): όταν προσφέρεται κάποιος να βοηθήσει: Μην στενοχωριέσαι καθόλου, ~ ~. Ό,τι θέλεις, ~ ~!, εδώ και: για χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται κάτι:~~ χιλιάδες χρόνια. ~ ~ (πολύ) καιρό/μήνες ψάχνω για καινούργιο σπίτι., εδώ και τώρα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως ένα αίτημα: λύση ~ ~!, εδώ που τα λέμε (οικ.): για να αναφερθεί κάτι συνήθ. με ειλικρινή ή εξομολογητική διάθεση: ~ ~, δεν έγινε και τίποτε/καλά έκανε/του χρειαζόταν!, εδώ/εκεί που φτάσαμε: για δήλωση μιας κρίσιμης κατάστασης: ~ ~ δεν γίνεται αλλιώς/δεν μας σώζει τίποτα., είμαι ως/μέχρι εδώ & με έχει(ς) φέρει ως/μέχρι εδώ (μτφ.): (μπορεί να συνοδεύεται με ανάλογη κίνηση του χεριού, συνήθ. ως το μέτωπο) έχω αγανακτήσει, νευριάσει, έχω φτάσει στα όρια της υπομονής, ανοχής μου: Άσε με, ~ ~! Μην αρχίζεις τις ειρωνείες, γιατί ~ ~! Πβ. μπουχτίζω., μέχρι/ως εδώ: για την ώρα, μέχρι στιγμής, προς το παρόν: ~ ~ όλα καλά!, ως εδώ (και μη παρέκει) & (σπάν.) ως εκεί (εμφατ. με επιφωνηματική χρήση): για δήλωση αγανάκτησης για κατάσταση, συμπεριφορά που δεν είναι πλέον ανεκτή: Έκανα υπομονή τόσα χρόνια, αλλά ~ ~. Πβ. δεν πάει άλλο, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, φτάνει πια., ως εδώ ήταν: για να δηλωθεί ότι κάτι πρέπει να σταματήσει ή ότι έφτασε στο τέλος του: ~ ~, καιρός να σοβαρευτούμε. ~ ~· σκέφτομαι να αποσυρθώ., από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, εδώ (ο) παπάς, εκεί (ο) παπάς, πού είν'/πού 'ν' ο παπάς; βλ. παπάς, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος βλ. κόλαση, εδώ θα τα χαλάσουμε βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω, εδώ/εκεί πέρα βλ. πέρα, εδώ/εκεί/κάπου γύρω/τριγύρω βλ. τριγύρω, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα βλ. πληρώνω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τούτος εδώ/'δω βλ. τούτος [< μεσν. εδώ] ΕΔΩ

είδα

είδα βλ. βλέπω

είδηση

είδηση [εἴδηση] εί-δη-ση ουσ. (θηλ.) 1. πληροφορία για πρόσφατα και συνήθ. αξιοσημείωτα γεγονότα ή σημαντικές εξελίξεις στον κόσμο, μια χώρα ή περιοχή, κυρ. όπως αυτή μεταδίδεται από έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης: αποκλειστική (= αποκλειστικότητα)/έγκυρη/συγκλονιστική/χθεσινή ~. ~ της τελευταίας στιγμής. ~-βόμβα. Αθλητικές (ΣΥΝ. αθλητικά)/εξωτερικές/εσωτερικές ~ήσεις. Διασταύρωση ~ήσεων. Το θέμα έγινε πρώτη ~ στα κανάλια. Οι αστυνομικές Αρχές επιβεβαίωσαν την τραγική ~. Διεθνείς ~ήσεις (από τον χώρο της ιατρικής). Η πιο δημοφιλής ~ της ημέρας (: σε ιστότοπο). Σάιτ που παρουσιάζει επιστημονικές/καλλιτεχνικές/κοινωνικές/οικονομικές/πολιτικές ~ήσεις. Κατηγορούνται για διάδοση/διασπορά ψευδών/(σπάν.) αναληθών ~ήσεων. 2. αναγγελία, ανακοίνωση· συνεκδ. το νέο που ανακοινώνεται: Η ~ του γάμου/του θανάτου της έκανε τον γύρο του κόσμου.|| Μόλις πληροφορήθηκα μια θλιβερή/πολύ δυσάρεστη ~. Να και μια αισιόδοξη/ευχάριστη ~. Κυκλοφορεί η ~ ότι ... Ξύπνα, έχω ~! Μας έφερε καλές ~ήσεις. (ΕΚΚΛΗΣ.) Η χαρμόσυνη ~ της Ανάστασης. Πβ. μήνυμα.ειδήσεις (οι): δελτίο ειδήσεων τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού σταθμού· ένα τμήμα του: οι απογευματινές/κεντρικές/πρωινές ~ ενός καναλιού. Στις ~ των οκτώ (ενν. στις οκτώ το βράδυ). Το είπαν στις ~. (για άνκορμαν) Λέει/παρουσιάζει τις ~. Ακούω/βλέπω/παρακολουθώ τις ~. Η ταινία θα προβληθεί μετά τις νυχτερινές ~. Παραπλανητικές/ψευδείς/ψεύτικες ~ήσεις (= φέικ νιουζ). [< αγγλ. news] ● Υποκ.: ειδησούλα (η) ● Μεγεθ.: ειδησάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: δελτίο ειδήσεων βλ. δελτίο, πρακτορείο ειδήσεων βλ. πρακτορείο ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνει είδηση: αποκαλύπτω/αποκαλύπτονται σημαντικές πληροφορίες: Οι εκπομπές της βγάζουν ~.|| Δεν βγήκε ~ από τη συνέντευξη Τύπου., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων βλ. άγγελος, παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά βλ. παίρνω [< πβ. αρχ. εἴδησις ‘γνώση, επιστήμη’, γαλλ. information, nouvelle]

εξάψαλμος

εξάψαλμος [ἑξάψαλμος] ε-ξά-ψαλ-μος ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.-προφ.) έντονες επιπλήξεις, αυστηρές παρατηρήσεις: ~ του προπονητή στους παίκτες. Πβ. κατσάδα, μάλωμα. 2. ΕΚΚΛΗΣ. περιληπτική ονομασία για τους έξι ψαλμούς που ψάλλονται στην αρχή της ακολουθίας του Όρθρου. ● ΦΡ.: ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο: με επιπλήττουν/επιπλήττω έντονα κάποιον: Άργησε στη δουλειά και άκουσε τον ~ από το αφεντικό (πβ. ακούω τα σχολιανά μου). Του έψαλε ~ (= τον κατσάδιασε). ΣΥΝ. ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο [< μεσν. εξάψαλμος]

επιφάνεια

επιφάνεια [ἐπιφάνεια] ε-πι-φά-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | επιφανει-ών} 1. το σύνολο των σημείων ενός σώματος που ορίζουν την έκταση ή τη μορφή του: αδιάβροχη/ανοξείδωτη/ανώμαλη/βελούδινη/γυάλινη/εξωτερική/επίπεδη/εσωτερική/κεκλιμένη/λεία/μεταλλική/ξύλινη/ολισθηρή/ομαλή/στερεά/τραχιά/τσιμεντένια ~. ~ της Γης/του εδάφους/της θάλασσας/της λίμνης. ~ δωματίου/οικοπέδου/στέγης/τραπεζιού (πβ. εμβαδόν). Κάτω/πάνω από την ~. Θερμοκρασία/χρώμα ~ας. Δερμάτινες/συνθετικές ~ες. ~ες διπλής όψεως. Βάψιμο/διάβρωση/κατεργασία/λακάρισμα/ξεσκόνισμα/τρίψιμο ~ών. Καθαριστικό για όλες τις ~ες. Βλ. βάθος, εσωτερικό.|| (ΓΕΩΜ.) Κοίλη/κυλινδρική/κυρτή/συνολική/σφαιρική ~. Διάμετρος ~ας. Μονάδα ~είας. ~ σε τετραγωνικά μέτρα.|| (ΦΥΣ.) Ελεύθερη ~ υγρού. 2. (μτφ.) η ορατή, εμφανής πλευρά μιας κατάστασης σε αντιδιαστολή συνήθ. προς την ουσία, την πραγματικότητα: Κοιτάει μόνο την ~. Μένω/στέκομαι στην ~ των γεγονότων και όχι στις πραγματικές τους αιτίες. 3. η οικονομική κατάσταση, δύναμη κάποιου. 4. ΘΡΗΣΚ. (συχνά με κεφαλ. Ε) εμφάνιση θεότητας σε θνητό: θεία ~. ● ΣΥΜΠΛ.: επιφάνεια εργασίας: ΠΛΗΡΟΦ. βασική οθόνη γραφικού περιβάλλοντος σε υπολογιστή, η οποία περιέχει προγράμματα, φακέλους και αρχεία με τη μορφή εικονιδίων. [< αγγλ. desk-top, 1982] , επιφάνεια οθόνης: ΠΛΗΡΟΦ. επίπεδη επιφάνεια ηλεκτρονικού μηχανήματος ή συσκευής, όπου εμφανίζονται εικόνες, κείμενα, γραφικά. [< αγγλ. (display) screen] , παράπλευρη επιφάνεια βλ. παράπλευρος ● ΦΡ.: βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια: γίνεται γνωστό, αποκαλύπτεται: Ένα θέμα/ένα πρόβλημα/ένα σκάνδαλο/μια υπόθεση ~ ~. Πβ. βγαίνει στη φόρα., φέρνω/βγάζω/ανασύρω κάτι στην επιφάνεια: ανακαλύπτω· φανερώνω: Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε ~ σημαντικά λίθινα εργαλεία.|| (μτφ.) Η έρευνα/ο Τύπος ~ει ~ το ζήτημα της .../νέα στοιχεία. Πβ. αναδεικνύω. [< πβ. αρχ. ἐπιφάνεια ‘εμφάνιση, όψη, φήμη’, αγγλ.-γαλλ. surface 4: πβ. γαλλ. épiphanie, αγγλ. epiphany]

έπος

έπος [ἔπος] έ-πος ουσ. (ουδ.) {έπ-ους | -η, -ών} 1. μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα που εξιστορεί, εξυμνεί μυθικές ή πραγματικές ηρωικές πράξεις· κατ' επέκτ. κάθε καλλιτεχνικό έργο με παρόμοια χαρακτηριστικά: (ΦΙΛΟΛ.) ακριτικό/διδακτικό/ερωτικό/ηρωικό/θρησκευτικό/ινδικό/ιπποτικό/ιστορικό/λατινικό/ρομαντικό ~. Μέτρο/προοίμιο/προφορική σύνθεση/τεχνικές του ~ους. Τα ομηρικά ~η. Βλ. δράμα, επύλλιο, λυρική ποίηση.|| Κινηματογραφικό ~. ~ επιστημονικής φαντασίας. 2. (μτφ.) σύνολο ηρωικών, συνήθ. πολεμικών, γεγονότων: ~ αυτοθυσίας και αυταπάρνησης. Το (θρυλικό) ~ του 1940/του '21. ΣΥΝ. εποποιία (1) ● ΦΡ.: αμ' έπος αμ' έργον (αρχαιοπρ.-εμφατ.): για κάτι που γίνεται αμέσως, χωρίς χρονοτριβή: Δεν πρόλαβε να δώσει την εντολή και ~ ~ (= με το που το είπε) έτρεξαν να την εκτελέσουν. Πβ. πάραυτα. ΣΥΝ. το 'πε και το 'κανε, έπεα πτερόεντα (αρχαιοπρ.): λόγια του αέρα, χωρίς βαρύτητα, σπουδαιότητα, αξία ή πρακτική εφαρμογή: Ανεκπλήρωτες υποσχέσεις που αποδείχθηκαν/παραμένουν ~ ~. Πβ. αερολογίες. [< αρχ. ἔπεα πτερόεντα] , το αλβανικό έπος βλ. αλβανικός [< αρχ. ἔπος ‘λόγος’, πληθ. ἔπη (τά) ‘επικοί στίχοι, (επική) ποίηση’]

έργο

έργο [ἔργο] έρ-γο ουσ. (ουδ.) 1. δραστηριότητα ή σύνολο ενεργειών, η εκτέλεση των οποίων οδηγεί σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα με προκαθορισμένο ή όχι στόχο: ακαδημαϊκό/διδακτικό/εκπαιδευτικό/επιστημονικό/ερευνητικό/θεάρεστο/ιεραποστολικό/κοινωνικό/κυβερνητικό/νομοθετικό/συμβουλευτικό/τιτάνιο/φιλανθρωπικό ~. ~α ανάπλασης (της παραλίας)/αναστήλωσης/συντήρησης/υποδομής. Αναπτυξιακά/αντιπλημμυρικά/αρδευτικά/κατασκευαστικά/οδικά/ολυμπιακά ~α. (σε προειδοποιητική πινακίδα) Προσοχή ~α! (: τεχνικά ~α). Ανάδοχος/ανάθεση/αξιολόγηση/απολογισμός/δημοπράτηση/διαχείριση/επικεφαλής/μίσθωση/πρόοδος/προϋπολογισμός/στόχος/συντελεστές/συντονιστής/υλοποίηση/χρηματοδότηση (ενός) ~ου.|| Αντίθεση/συμφωνία ~ων-λόγων. Καλά ~α (= καλές πράξεις).|| Αναλαμβάνω/εγκαινιάζω/εκπονώ/εκτελώ/επιτελώ/παράγω/πραγματοποιώ (ένα) ~. Το ~ (δεν) ολοκληρώθηκε. Είναι ~ μιας (ολόκληρης) ζωής. Το ~ της ζωής του (: το πιο σημαντικό). Ο βίος και το ~ κάποιου (: το σύνολο των ~ων του). Πβ. κατασκεύασμα.|| Είναι ~ της αστυνομίας/κυβέρνησης. Πβ. αποστολή, αρμοδιότητα, καθήκον, υποχρέωση, χρέος. Βλ. πάρεργο, υπο~. 2. (ειδικότ.) κάθε καλλιτεχνικό, πνευματικό δημιούργημα: ζωγραφικό/θεατρικό/κινηματογραφικό/κλασικό/λογοτεχνικό/μεταφραστικό/μοντέρνο/μουσικό/πρωτότυπο/συνολικό/τηλεοπτικό ~. Δημοσιευμένο ερευνητικό-επιστημονικό ~. ~ γλυπτικής (: άγαλμα, γλυπτό)/χαρακτικής. Πρόκειται για ένα μνημειώδες ~ χιλίων σελίδων (πβ. βιβλίο). Αν και πέθανε πρόωρα, άφησε πίσω της αξιόλογο/λαμπρό/σπουδαίο συγγραφικό ~. Ο πίνακας είναι ~ του 18ου αι./του ζωγράφου ... (ειδικότ. για παράσταση ή ταινία, φιλμ) Πρόβες για το ~. Η μουσική-σκηνοθετική επιμέλεια ενός ~ου. Ανεβάζω/βιντεοσκοπώ/γυρίζω/προβάλλω/πρωταγωνιστώ σε/σκηνοθετώ ένα ~. Τι ~ έχει/παίζει (η τηλεόραση/το σινεμά); 3. ΦΥΣ. ποσότητα ενέργειας που παράγεται από την κίνηση του σημείου εφαρμογής μιας δύναμης και η οποία υπολογίζεται από το γινόμενο της δύναμης αυτής και της μετατόπισης του σημείου: μονάδα μέτρησης ~ου (= τζάουλ). ● Υποκ.: εργάκι (το): συνήθ. στη σημ. 2. ● Μεγεθ.: εργάρα (η): συνήθ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια έργα: κοινωφελή έργα που εκτελούνται από το Δημόσιο ή για λογαριασμό του: εκτέλεση/κατασκευή ~ων ~ων (π.χ. γέφυρες). ~ ~ στην περιφέρεια. [< γαλλ. travaux publics] , απένταξη έργου βλ. απένταξη, βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, εγγειοβελτιωτικά έργα βλ. εγγειοβελτιωτικός, έργα βιτρίνας βλ. βιτρίνα, έργο τέχνης βλ. τέχνη, καταναγκαστικά έργα βλ. καταναγκαστικός, προένταξη έργου βλ. προένταξη, προϊόντα/έργα της διάνοιας βλ. διάνοια, σύμβαση (ανάθεσης/μίσθωσης) έργου βλ. σύμβαση ● ΦΡ.: (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί (μτφ.-προφ.): για δυσάρεστη συνήθ. κατάσταση που έχει ξαναζήσει ή γνωρίζει καλά κάποιος, για επανάληψη κακής προηγούμενης συμπεριφοράς κάποιου: Επειδή ~ ~ , κράτα την ψυχραιμία σου., επί το έργον (λόγ.): κατά την εκτέλεση έργου: νοσηλευτές/πυροσβέστες ~ ~. Τους έπιασαν/συνελήφθησαν ~ ~ (πβ. επ' αυτοφώρω).|| (προφ. ως προτροπή) Εμπρός λοιπόν ~ ~! , έργα και ημέρες (συνήθ. ειρων.): για αναφορά σε περιπετειώδη ζωή ή αξιοσημείωτες πράξεις και γεγονότα: ~ ~ της κυβέρνησης/του συλλόγου., αμ' έπος αμ' έργον βλ. έπος, ευχής έργο βλ. ευχή, λόγω και έργω βλ. λόγος, Μέγας είσαι/ει Κύριε (και θαυμαστά τα έργα σου)! βλ. Κύριος [< αρχ. ἔργον, γαλλ. œuvre, ouvrage, travail, αγγλ. work]

έρχομαι

έρχομαι [ἔρχομαι] έρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ερχόμουν, ήρθα (επίσ.) ήλθα, έρθω (επίσ.) έλθω κ. προφ. 'ρθω κ. 'ρθώ, προστ. έλα, ελάτε, (μτχ.) ερχ-όμενος} 1. πηγαίνω, φτάνω σε έναν τόπο, χώρο ή σημείο· πλησιάζω κάπου ή κάποιον, επιστρέφω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, συχνάζω: ~ από μακριά. ~εται από στιγμή σε στιγμή. Ήρθαν αεροπορικώς. Θα έρθουν πριν από/μετά το καλοκαίρι. Τα αποδημητικά πουλιά ~ονται από τις βόρειες χώρες. Το τρένο ~εται τα ξημερώματα. Έλα εδώ/μέσα (πβ. κόπιασε, πέρασε)! Έλα κοντά μου/μαζί μου (πβ. συνοδεύω). ~ σε ένα λεπτό. Τον είδα να ~εται τρέχοντας (ΑΝΤ. φεύγω). ~όμενοι/καθώς έρχεστε από το λιμάνι, στρίψτε δεξιά. Έρχεσαι (: είσαι καθ' οδόν); ~όταν προς το μέρος μου. Έλα να φάμε μαζί αύριο (= σε προσκαλώ). Να μας έρχεσαι (= επισκέπτεσαι)! Ήρθε να με δει. Ήρθε στον ύπνο μου (= τον ονειρεύτηκα). Δεν ήρθε για καλό. Όταν έρθει, τα ξαναλέμε. Βλ. εισ~, εξ~, ξανα~, προ~, προσ~.|| Μου ήρθε (= έλαβα) ένα γράμμα/μήνυμα. Ήρθαν τα χρήματα. 2. (+ σε + ουσ., η σύναψη ισοδυναμεί με ρήμα ομόρριζο με το ουσ., ως απολεξικοποιημένο ρήμα) περιέρχομαι, καταλήγω σε μια κατάσταση: ~ σε αντίθεση (= αντιτίθεμαι)/αντιπαράθεση (= αντιπαρατίθεμαι)/διαπραγματεύσεις (= διαπραγματεύομαι)/διάσταση/επικοινωνία (= επικοινωνώ)/σύγκρουση (= συγκρούομαι)/συμβιβασμό (= συμβιβάζομαι)/συμφωνία (= συμφωνώ)/συνεννόηση (= συνεννοούμαι) με κάποιον. ~ σε κέφι. Ήρθε σε (ανοιχτή) ρήξη με το κατεστημένο της εποχής. Ήλθαν σε βοήθεια όσων τους είχαν ανάγκη (= βοήθησαν).|| ~ (= περνώ) στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ας έλθουμε στο θέμα/ζήτημα που μας αφορά (= ας ασχοληθούμε με). 3. (συνήθ. + τακτ. αριθμητ.) καταλαμβάνω ορισμένη θέση, κατατάσσομαι αξιολογικά, αναδεικνύομαι: Ήρθαν (= βγήκαν) δεύτεροι/έκτοι στον διαγωνισμό/στο πρωτάθλημα. Οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες. Βλ. αν~.|| Πιο σημαντική είναι η θεραπεία και μετά ~ονται η φροντίδα και η υποστήριξη.έρχεται (προφ.) 1. (για γεγονός, φαινόμενο, κατάσταση) πλησιάζει, επίκειται ή συμβαίνει, γίνεται: ~ βροχή/(κυριολ. κ. μτφ.) θύελλα/καταιγίδα/κρίση/μπόρα. Στο τέλος ~ ο θάνατος (= επέρχεται). Μετά την ακμή ~ (= ακολουθεί, έπεται) η παρακμή. ~ονται αυξήσεις/γιορτές/εκλογές/εκπτώσεις. ~ονται δύσκολοι καιροί. Θα έρθουν καλύτερες/χειρότερες μέρες για όλους. Ήρθε (= έφτασε) ο καιρός/η στιγμή να αντιδράσουμε. Ήρθε η σειρά μας. Η απόφασή μας ήρθε φυσικά κι αβίαστα. 2. (+ από) (για πράγμα, φυσικό φαινόμενο ή κατάσταση) προέρχεται, έχει την αφετηρία του, προκύπτει: Ο θόρυβος/η σκόνη ~ από το διπλανό διαμέρισμα. Οι πρώτες πληροφορίες για την πόλη ~ονται (= πηγάζουν) από τη ρωμαϊκή εποχή. Ιδεολογικά κινήματα που ήρθαν από τη δύση. Πβ. απορρέω. 3. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) αισθάνομαι, σκέφτομαι ή μου συμβαίνει κάτι: Μου ~ονται όλα ανάποδα/βολικά/δεξιά. Με το που τους είδε, της ήρθαν δάκρυα στα μάτια (= δάκρυσε). Του ήρθε βήχας/εμετός (= έκανε εμετό)/ζαλάδα (= ζαλίστηκε)/λιποθυμία (= λιποθύμησε). Της ήρθε όρεξη για σοκολάτα. Κάνει/λέει ό,τι του ~ (= του κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό), του καπνίζει). Μου ήρθε μια ιδέα.|| (οικ.-ειρων.) Θέλατε και πρωτάθλημα τρομάρα να σας έρθει! 4. (για ρούχο ή οτιδήποτε συμπληρώνει την εμφάνιση ενός ατόμου) εφαρμόζει, ταιριάζει: Το παντελόνι/φόρεμα του/της ~ (= πέφτει) κοντό/μακρύ/στενό. Βλ. πηγαίνει. 5. για δήλωση ιδιότητας, συνήθ. κόστους: Δεν θα το αγοράσω, μου ~ κάπως ακριβό. Πβ. κοστίζει. 6. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) για δήλωση του ορίου, επιπέδου στο οποίο φτάνει κάτι: Το νερό της ~όταν ως/ίσαμε το γόνατο/τη μέση. ● Μτχ.: ερχόμενος , η, ο 1. ο αμέσως επόμενος: Οι ~ες γενιές (= επερχόμενες, μελλοντικές, μεταγενέστερες. ΑΝΤ. προγενέστερες). Η δίκη θα αρχίσει την ~η Δευτέρα (= προσεχή. ΑΝΤ. περασμένη, προηγούμενη). Βλ. εξ~. 2. που κινείται προς το μέρος κάποιου: τα ~α αυτοκίνητα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (σπανιότ.-λόγ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) που προσδοκάται ο ερχομός του: Ευλογημένος ο ~. ● ΦΡ.: (κάτι) πάει κι έρχεται (μτφ.-προφ.): που μπορεί κανείς να το ανεχθεί, δεχτεί: Αυτό ~ ~., αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αν είναι πεπρωμένο να συμβεί κάτι, θα συμβεί: Μην αγχώνεσαι να βρεις σύντροφο, ~ ~., έρχεται από το μέλλον (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πρωτοπόρος ή κάτι καινοτόμο: Ιδέα/κίνημα/σχεδιασμός που ~ ~., έρχεται από το παρελθόν (μτφ.): ανήκει στο παρελθόν και επανέρχεται στο παρόν: Ανάμνηση/μόδα/μορφή/μυστικό που ~ ~., έρχεται στον κόσμο/στη ζωή (για πρόσ.): γεννιέται., έρχομαι στα λεφτά μου (προφ.): δεν έχω κέρδος ούτε απώλεια, συνήθ. από τυχερό παιχνίδι., έρχομαι στα λόγια (κάποιου) (προφ.): συμφωνώ μαζί του, αναφέρω τα λόγια του, με τα οποία μπορεί να διαφωνούσα παλιότερα: Να λοιπόν που τώρα ~εσαι ~ μου., ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό & (σπάν.) δένει το σιρόπι (μτφ.-προφ.): για σύμπτωση, συνδυασμό, συνήθ. αρνητικών στοιχείων, παραγόντων, γεγονότων ή για ανθρώπους που ταιριάζουν: Κάτι οι ανούσιοι διάλογοι, κάτι το κακό σενάριο, ~ έδεσε το γλυκό! Η παρουσία του ~ έδεσε με όλο αυτό το κλίμα της γιορτής!|| Όχι ότι φταίει κανείς για τις σχέσεις μας, απλά δεν δένει ~!, καλώς ήρθες/ήρθατε & καλωσήρθες/καλωσήρθατε (προφ.): τυπικός χαιρετισμός για την υποδοχή επισκέπτη ή φιλοξενούμενου: -~ ~ατε! -Καλώς σας βρήκαμε! (βλ. καλώς τα δέχτηκες) ~ ~ες στην παρέα μας! ~ατε στον δικτυακό τόπο/στην ιστοσελίδα μας!|| (ως ουσ.) Ας πιούμε ένα κρασί για το ~ ~. Με το ~ ~ες άρχισε τη γκρίνια (= αμέσως· πβ. με το καλημέρα). ΣΥΝ. καλώς όρισες/ορίσατε, μου έρχεται/μου 'ρχεται να ...: νιώθω έντονα την ανάγκη ή την επιθυμία να κάνω κάτι: Όταν το σκέφτηκα, μου ήρθε να βάλω τα γέλια.|| (εμφατ.) Έτσι ~ ~ τα παρατήσω όλα., μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη {συνήθ. στον αόρ.}: σκέφτομαι ή θυμάμαι κάποιον ή κάτι: Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε ~ είναι ... Τι σας φέρνει στο νου η λέξη ...; Πβ. έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου.|| Ήρθαν ~ μας παλιές αναμνήσεις. Σε έφερα ~ μου, όπως ήσουν τότε (πβ. αναπολώ)., όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν (προφ.): δεν με νοιάζει τι πρόκειται να συμβεί: Κάνω τα στραβά μάτια, ~ ~. Πβ. δε βαριέσαι, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει., πάει κι έρχεται 1. πηγαινοέρχεται, υπάρχει κινητικότητα: Κόσμος ~ ~. Καράβια/τρένα πάνε κι έρχονται. 2. πηγαίνει πέρα-δώθε: Το εκκρεμές ~ ~. 3. για να δηλωθεί αποδοχή, ανοχή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος: Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, ~ ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό: Οι εκπλήξεις/τα κεράσματα/οι συζητήσεις πάνε κι έρχονται (= δίνουν και παίρνουν)! [< μεσν. υπάγω και έρχομαι] , (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον βλ. ου, ανακατωμένος/ανακατεμένος ο ερχόμενος βλ. ανακατεμένος, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, έγινε/γίνεται το έλα να δεις βλ. γίνομαι, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είμαι/έρχομαι στα πράγματα βλ. πράγμα, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, έλα, παππού/παππούλη (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά/τ' αμπέλια σου βλ. παππούς, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έρχεται και παρέρχεται βλ. παρέρχομαι, έρχεται στα χέρια μου βλ. χέρι, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου βλ. σύγκαλα, έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) βλ. επαφή, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, ήρθα για να μείνω βλ. μένω, ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος, ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια βλ. λόγια, ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια βλ. χέρι, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, ήρθε/σήμανε η ώρα βλ. ώρα, καλομελέτα κι έρχεται! βλ. καλομελετώ, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς βλ. κόλπος2, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πήγαινε-έλα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, τα καλύτερα έρχονται! βλ. καλύτερος, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω ● βλ. έλα [< αρχ. ἔρχομαι, γαλλ. venir, αγγλ. come, γερμ. kommen]

εσώψυχος

εσώψυχος, η, ο [ἐσώψυχος] ε-σώ-ψυ-χος επίθ.: (για συναίσθημα, επιθυμία) που βρίσκεται κρυμμένος στην ψυχή κάποιου και δεν αποκαλύπτεται: ~η: ανάγκη/δύναμη/ικανοποίηση/πίστη. Πβ. ενδόμυχος, ενδό-, εσώ-τερος.|| (κατ' επέκτ.) ~η: αγάπη/ευχή (: ειλικρινής). Βλ. -ψυχος. ● Ουσ.: εσώψυχα & (λαϊκό) σώψυχα (τα): βαθιές, μύχιες ή μυστικές, απόκρυφες σκέψεις, επιθυμίες. ● ΦΡ.: βγάζω τα (ε)σώψυχά μου: μιλώ από τα βάθη της καρδιάς, της ψυχής μου. Πβ. εξομολογούμαι.

ζεστός

ζεστός, ή, ό ζε-στός επίθ. ΑΝΤ. κρύος 1. που η θερμοκρασία του είναι υψηλή: ~ός: αέρας/άνεμος (βλ. λίβας)/καιρός/καφές/κινητήρας/φούρνος/χειμώνας. ~ή: θάλασσα/νύχτα/σοκολάτα/σούπα. ~ό: γεύμα/δωμάτιο/καλοκαίρι/σπίτι/φαγητό/ψωμί. ~ά: πόδια. ~ό και υγρό κλίμα (βλ. τροπικός). Το ~ό φως/οι ~ές ακτίνες του ήλιου. Οι ~ές ώρες της ημέρας. ~ά πιάτα (: που σερβίρονται ~ά). Κάνε ένα ~ό μπάνιο (: με ~ό νερό). Βλ. δροσερός, καυτός, χλιαρός. ΑΝΤ. ψυχρός.|| (για πρόσ.) Είσαι ~, βάλε θερμόμετρο (πβ. εμπύρετος). Πιες λίγο κρασί, θα σε κρατήσει ~ό.|| (που διατηρεί το σώμα ~ό:) ~ή: κουβέρτα. ~ές: κάλτσες. ~ά: ρούχα/σκεπάσματα. ΣΥΝ. θερμός (1) 2. (μτφ.) που δίνει την αίσθηση της ζεστασιάς· εγκάρδιος, φιλικός: ~ός: χαρακτήρας/χώρος. ~ή: αγκαλιά/ατμόσφαιρα/σχέση/φιλοξενία/φωνή/χειραψία. ~ό: περιβάλλον (= οικείο)/φιλί/χαμόγελο/χειροκρότημα. ~οί: άνθρωποι. ~ά: λόγια. ΑΝΤ. παγερός.|| ~ές: αποχρώσεις. ~οί: τόνοι. ΑΝΤ. ψυχρός (2) 3. που έχει κάνει προθέρμανση· κατ' επέκτ. έτοιμος ή πρόθυμος για δράση: Μην κάνεις διατάσεις, αν δεν είσαι ~.|| Μπήκε ~ στον αγώνα πετυχαίνοντας γκολ στο πρώτο δεκάλεπτο. ● Ουσ.: ζεστό (το): ενν. αφέψημα: Πιες/φτιάξε ένα ~ για τον λαιμό σου. Πβ. ρόφημα. ● Υποκ.: ζεστούλης , α, ικο: στη σημ. 1., ζεστούτσικος , η/ια, ο: στη σημ. 1. ● επίρρ.: ζεστά: Έλα εδώ που είναι πιο ~.|| (μτφ.) Μου μίλησε ~ (= γλυκά, τρυφερά). Με υποδέχτηκαν πολύ ~ (= εγκάρδια). ● ΣΥΜΠΛ.: ζεστά/θερμά χρώματα βλ. χρώμα, ζεστό χρήμα βλ. χρήμα ● ΦΡ.: παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι (προφ.): το κάνω με μεγάλο ενδιαφέρον, με ζήλο: Πήρε ~ τις εξετάσεις. Είδε την υπόθεση ~ και θα μας βοηθήσει., στα ζεστά: χώρος ή σημείο όπου υπάρχει ζέστη: Κάθονταν ~ ~. Έλα, ξάπλωσε εδώ ~ ~., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά βλ. χέρι [< μτγν. ζεστός]

ήλιος

ήλιος [ἥλιος] ή-λιος ουσ. (αρσ.) {-ιου (λόγ.) -ίου} 1. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Η) μέσος (νάνος) αστέρας, ο πλησιέστερος στη Γη και κέντρο του Ηλιακού Συστήματος, που είναι μια φωτεινή σφαίρα θερμού πλάσματος, αποτελούμενη από υδρογόνο, ήλιο και βαρέα στοιχεία, περίπου 70 συνολικά, στο κέντρο της οποίας γίνονται τεράστιες θερμοπυρηνικές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα την παραγωγή μεγάλης ποσότητας ενέργειας, η οποία αποτελεί πηγή ζωής και φωτός για τον πλανήτη μας: ~ και Σελήνη. Οι διαβάσεις/η δομή (: πυρήνας, ζώνη ακτινοβολίας, ζώνη μεταφοράς, φωτό-, χρωμό-σφαιρα, στέμμα)/οι εκλάμψεις/η θερμοκρασία/η περιστροφή του ~ιου. Εκρήξεις/κηλίδες στην επιφάνεια του ~ιου. Βλ. ηλιακός. 2. (συνεκδ.) το συγκεκριμένο ουράνιο σώμα ως προς τη λάμψη, την ακτινοβολία ή/και τη θερμότητα που εκπέμπει: δυνατός/εκτυφλωτικός/καλοκαιρινός/καυτός/λαμπρός/μεσημεριανός ~. ~ και φεγγάρι. Ανατολή/δύση του ~ιου. Γυαλιά/ομπρέλα ~ίου. Ο ~ βγήκε (= ανέτειλε)/κρύφτηκε/μεσουρανεί. Καίει ο ~ (: κάνει πολλή ζέστη)!|| (το φως του ~ιου:) Τράβηξε τις κουρτίνες να μπει ο/λίγος ~. Με τυφλώνει ο ~.|| (οι ακτίνες του ~ιου:) Προστασία/προφύλαξη από τον ~ιο (= ηλιοπροστασία). Μην κάθεσαι πολλή ώρα στον/κάτω από τον ~ιο (βλ. ηλιοθεραπεία, λιάζομαι)! Κάηκε/μαύρισε από τον ~ιο (βλ. ηλιοκαμένος). Βλ. αντηλιά.|| (μτφ.-οικ., ως προσφών.) ~ιε μου! 3. (συνεκδ.) ηλιόλουστη μέρα, λιακάδα: Έχει ~ιο σήμερα (: καλοκαιρία, είναι χαρά θεού). 4. (συνεκδ.) σχέδιο ή απεικόνιση του άστρου αυτού: ο ~ της Βεργίνας. 5. ΑΣΤΡΟΝ. καθένα από τα αυτόφωτα αστέρια που συνιστά το κέντρο ηλιακών συστημάτων: οι αμέτρητοι ~ιοι του Σύμπαντος. 6. ΒΟΤ. ηλίανθος. ● ΣΥΜΠΛ.: η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου: η Ιαπωνία., ο Ήλιος της Δικαιοσύνης (πρόφ. Ή-λι-ος) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ο Ιησούς Χριστός. 2. (λογοτ.) η Δικαιοσύνη., έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ο ήλιος του μεσονυκτίου βλ. μεσονύκτιο ● ΦΡ.: δεν έχει στον ήλιο μοίρα & χωρίς στον ήλιο μοίρα (προφ.): βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση· είναι άπορος, άστεγος ή άνεργος, χωρίς κανένα στήριγμα ή περιουσιακό στοιχείο: ορφανά/φτωχοί χωρίς ~ ~. Πβ. δεν έχω πού την κεφαλήν κλίνη., ήλιος με δόντια (προφ.): ηλιόλουστη μέρα με παγωνιά., μια θέση στον ήλιο: μια δουλειά ή αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης: χιλιάδες υποψήφιοι για ~ ~. Νέοι που διεκδικούν/ζητούν ~ ~. Αγωνίζονται/μάχονται/παλεύουν για ~ ~., το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος: είναι εκτεθειμένο(ς) στον ήλιο ή την ακτινοβολία του: Δωμάτιο/σημείο που το ~ ~ (= ηλιόλουστο).|| (για πρόσ.) Βγες λίγο έξω να σε δει ο ~! (αρνητ. συνυποδ.) Βάλε καπέλο, θα σε χτυπήσει ~!, τον έπιασε ο ήλιος (προφ.): έχει μαυρίσει ή κοκκινίσει από τον ήλιο., είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ηλίου φαεινότερον βλ. φαεινός, μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα βλ. κέρατο, ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια βλ. ύπνος, ουδέν καινόν υπό τον ήλιον βλ. καινός, ουδέν κρυπτόν (υπό τον ήλιον) βλ. κρυπτός, φρίξον ήλιε! βλ. φρίττω [< αρχ. ἥλιος, γαλλ. soleil, αγγλ. sun, γερμ. Sonne]

θα

θα μόρ. 1. για τον σχηματισμό μελλοντικών χρόνων (εξακολουθητικού, στιγμιαίου και τετελεσμένου μέλλοντα): ~ γράφω/γράψω/έχω γράψει. ~ σε θυμάμαι. Τι ~ γίνει τελικά; ~ δω. ~ έρθω αύριο. ~ αποφασίσω/κοιτάξω και ~ σου πω. Πότε ~ ξέρουμε σίγουρα; ~ έχουμε φύγει, μέχρι να φτάσεις. Πβ. θε να. 2. για τον σχηματισμό δυνητικών εγκλίσεων, κυρ. προς δήλωση του μη πραγματικού: ~ έφευγα νωρίτερα, αν δεν με καθυστερούσε. ~ ερχόμουν, αλλά αρρώστησα.|| (σε φράσεις ευγενικής παράκλησης) ~ είχατε την καλοσύνη να .../μπορούσατε να ...; Τι ~ θέλατε; 3. (+ οριστική όλων των χρόνων) για τη δήλωση του πιθανού: ~ ήμουν μικρός, όταν ... ~ σου φανεί περίεργο, αλλά ... Κάτι ~ (= πρέπει να) συνέβη, για να μην πάρει τηλέφωνο. ~ έχεις ακούσει τι έπαθα. ΣΥΝ. ίσως ● Ουσ.: θα (το): ψεύτικες υποσχέσεις: Είναι όλο ~ και ~. [< μεσν. θα]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

θέμα

θέμα θέ-μα ουσ. (ουδ.) {θέμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οτιδήποτε τίθεται υπό εξέταση, πραγμάτευση ή προβληματισμό· αντικείμενο διαλόγου ή μελέτης, ζήτημα ή πρόβλημα: ~ ομιλίας. Συνέδριο με ~ ... Βασικό/κύριο/πρώτο ~ στην ημερήσια διάταξη. ~ για/προς συζήτηση. Ταξινόμηση κατά ~. ~ατα υγείας. Ειδικός σε ~ατα φορολογίας. Αναλύω/αναπτύσσω/ασχολούμαι με/διερευνώ/εκθέτω/εξαντλώ/ερευνώ/θίγω/καταπιάνομαι με/μελετώ/παρουσιάζω/πραγματεύομαι ένα ~. Έχω ~ με Δεν είναι/συνιστά ~ της αρμοδιότητάς μου. Το όλο ~ έχει ως εξής ... Δεν έχω άποψη για το ~. Ας επιστρέψουμε στο/ξεφύγαμε απ’ το ~ μας. Έπιασε το ~ σε όλη του την έκταση.|| Περνώ/πηδώ από το ένα ~ στο άλλο. Μην αλλάζεις ~! Έλα/μπες στο ~ (πβ. προκείμενο, ψητό). Το ~ είναι πιασάρικο/πουλάει. Ας μείνει εκεί το ~ (: ας μην το συζητήσουμε άλλο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Προβολή ~ατος (: ομάδας συζήτησης). Πλοήγηση ανά ~.|| Αμφιλεγόμενο/ανεξάντλητο/επείγον/επίκαιρο/επίμαχο/καυτό/κρίσιμο/λεπτό/προσωπικό/φλέγον ~. ~ ουσίας/ταμπού. Εθνικά/εκκρεμή/τρέχοντα ~ατα. Ανέκυψε σημαντικό/σοβαρό ~. Ανοίγει το ~ της ... Δεν προκύπτει ~ ευθυνών. Παραμένει ανοιχτό το/δεν βρέθηκε λύση στο ~ των ... Έκλεισε/ξεκαθάρισε/ρυθμίστηκε το ~. Θάβω/καίω/κουκουλώνω/συγκαλύπτω ένα ~. Πβ. υπόθεση. 2. περιεχόμενο καλλιτεχνικού ή λογοτεχνικού έργου, μοτίβο: ενδιαφέρον/κοινότοπο/πρωτότυπο/συναρπαστικό/συνηθισμένο ~. Το ~ ενός βιβλίου/μιας ταινίας (πβ. στόρι, υπόθεση). Έκθεση φωτογραφίας με ελεύθερο ~. Συγγραφέας που αντλεί τα ~ατά του από προσωπικά βιώματα. Βλ. παράθεμα.|| Το ~ του έρωτα/του πολέμου στην τέχνη. Το ~ της Γέννησης/της Σταύρωσης στη βυζαντινή ζωγραφική. 3. ερώτημα, άσκηση ή αδίδακτο κείμενο σε εξετάσεις: αναμενόμενα/απαιτητικά/ασαφή/βατά/δύσκολα/δυσνόητα/εύκολα/ΣΟΣ ~ατα. Τα ~ατα των μαθηματικών/των πανελλαδικών. Διαρροή/εκφώνηση ~άτων. ~ εκτός ύλης. Από τα τρία ~ατα να απαντήσετε (σ)τα δύο. Το τρίτο ~ είχε/ήταν παγίδα. Πβ. ερώτηση, ζήτημα, παρατήρηση.|| Το άγνωστο ~ των Αρχαίων. 4. ΜΟΥΣ. βασική μελωδία μουσικής σύνθεσης, η οποία επαναλαμβάνεται μέχρι το τέλος της: το ~ της σονάτας. Παραλλαγές (πάνω) στο ίδιο ~. Πβ. μοτίβο. 5. ΓΛΩΣΣ. σταθερό τμήμα λέξης, αποτελούμενο από τη ρίζα και τα προσφύματα, χωρίς τη γραμματική κατάληξη: ονοματικό/παραγωγικό/ρηματικό ~. Βλ. πρόθεμα. ● Υποκ.: θεματάκι (το) ● ΦΡ.: βάζω/θέτω θέμα: προτείνω ένα αντικείμενο για συζήτηση, εξέταση: ~ ~ αξιολόγησης/ασφάλειας. ~ ~ σε συμβούλιο/σύσκεψη για .../να ... Η κυβέρνηση σκοπεύει να θέσει ~ αλλαγής του εκλογικού νόμου., βγάζω θέμα 1. (συνήθ. για δημοσιογράφο ή τηλεπαρουσιαστή) καταφέρνω, στη διάρκεια συζήτησης ή μετά από έρευνα, να αποσπάσω ενδιαφέρουσες ή αποκαλυπτικές πληροφορίες που μπορεί να αποτελέσουν είδηση: Το κανάλι/ο ρεπόρτερ έβγαλε ~ (= λαβράκι, λαγό). Δεν βγήκε ~ από τη συνέντευξη. 2. {συνήθ. στον πληθ.} συντάσσω ερωτήματα εξετάσεων: Ο δάσκαλος/η εξεταστική επιτροπή/ο καθηγητής ~ει ~ατα., δεν είναι δικό σου θέμα (προφ.): δεν σε αφορά, δεν σου πέφτει λόγος: Σε παρακαλώ μην ανακατεύεσαι, ~ ~., δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα: δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι, ούτε καν συζητιέται· δεν πρόκειται για κάτι σημαντικό: Δεν τίθεται/υφίσταται ~ απομάκρυνσής του από το κόμμα/αύξησης των τιμών. Δεν γεννάται ~ για αλλαγή της συμφωνίας. Δεν είναι ούτε ~ αριθμών ούτε ~ πρακτικών.|| Από τη δική μου την πλευρά δεν υπάρχει ~ (: όλα είναι εντάξει). Για ένα και δύο ευρώ δεν είναι τώρα ~ (: δεν υπάρχει πρόβλημα)!, δεν έχω θέμα (νεαν. αργκό): δεν με πειράζει., είναι θέμα/ζήτημα (+ γεν.): έχει σχέση με ή εξαρτάται από: ~ ~ αξιοπιστίας/αρχής/γοήτρου/ηθικής/προτεραιότητας/συνήθειας/τιμής/χρημάτων. Είναι καθαρά ~ γούστου., επί του θέματος (λόγ.): σχετικά με την υπόθεση που μας απασχολεί: σχόλια ~ ~. Διαμορφώνω άποψη/τοποθετούμαι ~ ~. Έχετε να δηλώσετε/να κάνετε κάποιο σχόλιο/να πείτε κάτι ~ ~; Πβ. επί του προκειμένου., κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα (προφ.): δίνω σε κάτι περισσότερη σημασία από ό,τι χρειάζεται ή προκαλώ πρόβλημα, κάνω φασαρία για κάτι: Από το τίποτα δημιούργησε ολόκληρο ~! Αν δεν πληρώσει, δημιουργείται ~. Μικρό το κακό, μην το κάνεις ~!, το θέμα της ημέρας/των ημερών/της εβδομάδας/του μήνα: αυτό που θεωρείται ως το σημαντικότερο, σύμφωνα με την κοινή γνώμη και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης: Το ~ της ημέρας είναι τα νέα μέτρα., το θέμα/ζήτημα είναι (να ...): για να δοθεί έμφαση σε κάτι σημαντικό: Το ~ ~ να περιορίσουμε τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Το ~ δεν είναι ποιος φταίει και ποιος όχι, αλλά ..., είναι δικό μου ζήτημα/θέμα/πρόβλημα βλ. ζήτημα, εκτός θέματος βλ. εκτός, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, θέμα/ζήτημα χρόνου βλ. χρόνος, μη υπάρχοντος άλλου θέματος ... βλ. υπάρχω, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω [< μτγν. θέμα, γαλλ. thème, γερμ. Thema, αγγλ. theme 4: ιταλ. tema]

θυμάμαι

θυμάμαι [θυμᾶμαι] θυ-μά-μαι ρ. (μτβ.) {θυμ-ήθηκα} & (λαϊκό) θυμούμαι: σκέφτομαι κάτι που ανήκει στο παρελθόν, συγκρατώ ή επαναφέρω στη μνήμη μου την εικόνα προσώπου, πράγματος ή γεγονότος: ~ται με νοσταλγία/με συγκίνηση τα παιδικά του χρόνια (πβ. αναπολώ). Να ~σαι ότι σ' αγαπώ. Δεν ~ πού έβαλα το τετράδιο.|| (προφ.) Καλά που το ~ήθηκα να ανανεώσω το διαβατήριο. Πού τον ~ήθηκες! Τώρα που το ~ήθηκα (πβ. παρεμπιπτόντως), πρέπει να σου πω ότι ... Πβ. ενθυμούμαι. Βλ. καλο~, ξανα~. ΑΝΤ. λησμονώ, ξεχνώ (1) ● ΦΡ.: αν θυμάμαι καλά, ... (προφ.): για μετριασμό της βεβαιότητας σχετικά με αυτό που ακολουθεί: ~ ~, πριν από λίγα χρόνια ..., για θυμήσου καλά! (προφ.): για αμφισβήτηση των προλεχθέντων: Είσαι σίγουρος πως δεν στο είπα; ~ ~!, να μου το θυμηθείς/θα μου το θυμηθείς/να με θυμηθείς/θα με θυμηθείς (προφ.): για να επιστήσει κάποιος την προσοχή στα λόγια του ή για να δώσει έμφαση: Δεν θα έχουμε καλά μαντάτα, ~ ~!, ό,τι θυμάται χαίρεται (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αναφέρει κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση ή είναι άσχετο με το θέμα συζήτησης: Δεν θα συνεννοηθούμε, ο καθένας ~ ~., (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου βλ. εαυτός [< μεσν. θυμούμαι]

-ίδι

-ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.

ιδρώνω

ιδρώνω [ἱδρώνω] ι-δρώ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ίδρω-σα, -σω, -μένος, ιδρών-οντας} 1. παράγω, εκκρίνω ιδρώτα ή προκαλώ την έκκρισή του: ~σα από το άγχος/από τη ζέστη. ~ουν οι μασχάλες/οι παλάμες/τα χέρια μου. ~ με τη σωματική άσκηση. ~μένη: πλάτη. Ξύπνησα ~μένη (πβ. καταϊδρωμένος).|| ~μένα: σεντόνια.|| (για ζώο) Τα άλογα ~ουν, όταν κουράζονται. ΣΥΝ. ιδροκοπώ (1) ΑΝΤ. ξεϊδρώνω 2. (μτφ.-προφ., για πρόσ.) κοπιάζω σκληρά και σε υπερβολικό βαθμό, για να πετύχω κάτι: ~ει για να ζήσει την οικογένειά του (πβ. αγωνίζομαι, παλεύω). ~σα (= ταλαιπωρήθηκα), για να τα βγάλω πέρα. ~σα (= δεινοπάθησα), μέχρι να την πείσω. Αν δεν ~σεις, πώς θα νικήσεις; Τα κατάφεραν, χωρίς να ~σουν. Πβ. δυσκολεύομαι, εξαντλούμαι, ζορίζομαι, κατα-βάλλομαι, -πονούμαι, κουράζομαι, μοχθώ.|| Δεν ~ουν καθόλου (= αδιαφορούν) για την καθυστέρηση των έργων.|| (μτβ.) Με ~σες (με το πείσμα σου)! ΣΥΝ. ιδροκοπώ (2) ● ιδρώνει: (για πράγμα) δημιουργούνται σταγόνες νερού στην επιφάνειά του: ~σε το τζάμι από τους υδρατμούς.|| (σπάν. για φυτό) ~ουν τα φύλλα από τη δροσιά. Πβ. μουσκεύει, νοτίζει, υγραίνεται. ● ΦΡ.: δεν ιδρώνει το αυτί (του) (μτφ.-προφ.): δεν τον απασχολεί, δεν τον νοιάζει: Παραβιάζεται το κράτος δικαίου, αλλά ~ ~ κανενός. ~ ~ τους, όσες διαμαρτυρίες κι αν γίνουν. ΣΥΝ. αδιαφορώ, ιδρώνει (και) ξεϊδρώνει (προφ.): για να δηλωθεί έντονη προσπάθεια ή αγωνία: Ίδρωνε ξεΐδρωνε, φυσούσε ξεφυσούσε και τελικά δεν έβγαλε λέξη., τιμώ/ιδρώνω τη φανέλα μου βλ. φανέλα [< μεσν. ιδρώνω]

ιδωμένος

ιδωμένος, η, ο [ἰδωμένος] ι-δω-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει γίνει αντιληπτός, έχει εξεταστεί: Θέμα ~ο από τη σκοπιά/μέσα από/υπό το πρίσμα του ... ● βλ. βλέπω

ιλαρά

ιλαρά [ἱλαρά] ι-λα-ρά ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. οξύ, μεταδοτικό ιογενές νόσημα, το οποίο προσβάλλει συνήθ. παιδιά, κυρ. το αναπνευστικό τους σύστημα, και χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό και εξάνθημα με κόκκινες κηλίδες που εξαπλώνεται σε όλο το σώμα: εμβόλιο/κρούσματα ~άς. Πέρασα την/προσβλήθηκα από ~. Βλ. ανεμοβλογιά. ● ΦΡ.: βγάζω την ιλαρά/τη(ν) μπέμπελη (μτφ.-προφ.): ζεσταίνομαι υπερβολικά: Θα βγάλεις ~ έτσι βαριά που ντύθηκες! [< μεσν. ίλαρη]

ιστορία

ιστορία [ἱστορία] ι-στο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. {σπάν. στον πληθ.} το σύνολο των γεγονότων, ιδ. αυτών που θεωρούνται αξιομνημόνευτα και συνθέτουν την εξελικτική πορεία λαού, πολιτισμού, ευρύτερης περιοχής· η γνώση και η διήγησή τους: γενική/παγκόσμια/τοπική ~. Προφορική ~ (: δίνει βάρος στην ανασυγκρότηση της μνήμης, δημόσιας και ιδιωτικής). Αρχαία/μεσαιωνική/νεότερη/σύγχρονη ~. Κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτική/πολιτιστική ~. Η ελληνική ~. Η ~ της ανθρωπότητας. Τα διδάγματα/τα πρόσωπα/ο ρους της ~ας. Η ~ διδάσκει. Βλ. ιστοριογραφία, μικροϊστορία.|| (ΘΡΗΣΚ.) Η Ιερά ~.|| Στα κείμενά του περιπλέκεται η ~ με τον μύθο. || Χώρα με μακρά, πλούσια ιστορία. Πβ. προϊστορία. 2. ΙΣΤ. {κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι} η επιστήμη που μελετά το παρελθόν με βάση έγκυρες μαρτυρίες· το σχετικό βιβλίο και μάθημα: μέθοδοι/πηγές της ~ας. Καθηγητής της βυζαντινής ~ας (πβ. ιστορικός). Βλ. αρχαιολογία.|| Αγόρασα την ~ της ...|| Τι βαθμό πήρες στην ~; 3. {σπάν. στον πληθ.} επιστημονική παρουσίαση ιστορικών συμβάντων ή εξελίξεων σε έναν τομέα με χρονολογική σειρά: ~ της ελληνικής γλώσσας. Η γεωλογική ~ του νησιού.|| (με κεφαλ. το αρχικό Ι) ~ των Επιστημών/της Λογοτεχνίας/της Τέχνης. 4. προφορική ή γραπτή αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων: αστεία/αστυνομική/ερωτική/πλαστή/ρομαντική ~. ~ αγάπης/τρόμου. Η πλοκή της ~ας. Γράφω/διηγούμαι μια αληθινή ~. Πού να σου λέω τώρα, είναι ολόκληρη ~. Η ~ εκτυλίσσεται στο ... Ατέλειωτες ~ες καθημερινής τρέλας. ~ες για γέλια και για κλάματα. Έχω ακούσει ένα σωρό ~ες για το ... Πβ. θρύλος, παραμύθι. Βλ. χρονικό.|| Η ~ μιας ταινίας (= υπόθεση, πβ. στόρι, βλ. σενάριο). 5. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) δυσάρεστη περιπέτεια, πρόβλημα: Είχε ~ες με την αστυνομία/τον γείτονα/την εφορία/μια κοπελίτσα (πβ. έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα). Τελευταία μου κάνει ~ες (: μου δημιουργεί δυσκολίες). Όλη αυτή η ~ μου κόστισε ακριβά. Είναι ολόκληρη ~ να φτιάξεις το αυτοκίνητο (πβ. ταλαιπωρία). Τόσα χρόνια η γνωστή/ίδια ~. 6. ιστορικοί χρόνοι. Βλ. προϊστορία. ● Υποκ.: ιστοριούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορία επιτυχίας: για πρόσωπο ή εταιρεία με λαμπρά επιτεύγματα που αποφέρουν κέρδη και φήμη. [< αγγλ. success story], παλιά ιστορία: γεγονός παλιό ή/και ξεχασμένο., το τέλος της ιστορίας: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. θεωρία που υποστηρίζει ότι με την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του παγκόσμιου καπιταλισμού η διαλεκτική που έθρεψε τους πολέμους και τις επαναστάσεις σταματά ελλείψει αντιπάλων. [< αγγλ. The End of History, 1989] , διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου βλ. μυστήριο, πονεμένη ιστορία βλ. πονεμένος, το χρονοντούλαπο της Ιστορίας βλ. χρονοντούλαπο, φυσική ιστορία βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ανήκει στην ιστορία/αποτελεί ιστορία 1. (μτφ., για πρόσ., γεγονός, κατάσταση) είναι ξεχασμένος, ξεπερασμένος, δεν προκαλεί πια το ενδιαφέρον: Το παιχνίδι/τουρνουά ~ ~. Ό,τι έγινε ~ ~. 2. (για πρόσ., μνημείο, γεγονός) είναι μέρος του ιστορικού παρελθόντος: Κτίριο που ανήκει στην ~ της πόλης. Ανήκουν στην ~ του τόπου., ανοίγω ιστορίες (προφ.): δημιουργώ προβλήματα, εμπλέκομαι σε μια υπόθεση, αρχίζω δοσοληψίες με κάποιον: Μην ~εις ~, άσε να ξεχαστεί το πράγμα! Δεν θέλω να ~ξω ~ μαζί του., αυτό είναι μια άλλη ιστορία (προφ.): λέγεται όταν κάποιος δεν θέλει να μιλήσει για ένα θέμα, το οποίο αναφέρει παρεμπιπτόντως: Μετά, βέβαια, θα μετανιώσει, αλλά ~ ~ (= δεν θα το συζητήσουμε τώρα). [< αγγλ. that ΄s another story] , γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία & (σπάν.) εποποιία/έπος (μτφ.): για διάκριση σε κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο: Έγραψε ~ στην οικονομική πολιτική/στον παγκόσμιο αθλητισμό. Προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας που με το έργο της γράφει ~. Έγραψε τη δική του εποποιία ως προπονητής. Πβ. μεγαλουργώ.|| Η παράσταση θα γράψει ~. ΣΥΝ. άφησε/θα αφήσει εποχή, έτσι για την ιστορία (προφ.): απλώς και μόνο για να ειπωθεί κάτι: ~ ~, να αναφέρω/θυμίσω ότι ..., η ιστορία επαναλαμβάνεται: για γεγονότα ή πράξεις που εμφανίζονται ξανά, συνήθ. με μικρές παραλλαγές ή αποκλίσεις: Δυστυχώς/να λοιπόν που ~ ~ (ως τραγωδία/φάρσα). Πβ. (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί., η ιστορία θα κρίνει: θα αποδειχθεί στο μέλλον: ~ ~, αν έκανε σωστά ή λάθος. Πβ. θα δείξει., η ιστορία της ζωής μου: τα περιστατικά του βίου μου: Γράφω/διηγούμαι/λέω την ~ ~ (πβ. αυτοβιογραφούμαι).|| (μτφ.-ειρων.) Ο κάθε παλαβός έρχεται και λέει την ~ ~ του (: φλυαρεί για άσχετα πράγματα)., περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.) 1. καθιερώνεται στην ιστορία, συνήθ. με συγκεκριμένη ιδιότητα: Πέρασε ~ ως η πρώτη Ελληνίδα που ... Οι περισσότερες ταινίες του έμειναν ~ του κινηματογράφου. Το έργο του έχει μείνει αθάνατο και το όνομά του μπήκε ~. Πβ. άφησε εποχή. 2. για κάτι που ανήκει στο παρελθόν ή σπανιότ. για σημαντικό πρόσωπο που πέθανε: Η δραχμή πέρασε ~., τα υπόλοιπα είναι ιστορία (προφ.): τα γεγονότα που ακολουθούν είναι γνωστά ή προβλέψιμα, συνεπώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο: Τους είπα την ιδέα μου, τους άρεσε και ~ ~., το παίζει ιστορία (αργκό): έχει υπεροπτική ή επιδεικτικά αδιάφορη συμπεριφορά προς τους άλλους: ~ ~ με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Έχει καβαλήσει το καλάμι και μας ~ ~. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον καμπόσο, ιστορίες για αγρίους βλ. άγριος, στις δέλτους της ιστορίας βλ. δέλτος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση [< αρχ. ἱστορία 4,5: γαλλ. histoire, γερμ. Historie, αγγλ. history]

και

και σύνδ. & (πριν από φωνήεν) κι· (σύμβ. &) 1. για την παρατακτική σύνδεση δύο ή περισσότερων λέξεων, προτάσεων ή περιόδων: εγώ ~ εσύ. Καλός ~ έξυπνος. Μέρα ~ νύχτα. Μαθηματικά, φυσική ~ χημεία. Μιλούσε ~ έγραφε.|| (στην πρόσθεση:) Ένα ~ ένα κάνουν δύο. Πβ. συν.|| (σε αποφατική συμπλοκή:) Πάρε αυτό ~ όχι το άλλο. Πήγαινε ~ μη γυρίσεις πίσω. Θέλει να είναι πρώτη ~ να μην (= χωρίς να) κουράζεται.|| (προσθετικά:) Γενικά μαθήματα ~ ακόμη/επίσης μαθήματα ειδικότητας. Συνέδρια, συμπόσια καθώς ~ συζητήσεις. Θέλω ~ άλλο/αυτό. Έχω ~ λίγα φρούτα. Τον βοηθούσε ~ του συμπαραστεκόταν. ~ μην ξεχάσεις να ποτίσεις! Πβ. επιπλέον.|| (για υπολογισμό κατά προσέγγιση:) Είναι εξήντα (ετών) ~ (= και πάνω)/~ ούτε (ενν. καν). Είκοσι (κιλά) ~ βάλε.|| (αντιθετικά:) Κλαίω ~ εσύ γελάς. Δεν είπα ψέματα, αλλά ούτε ~ την αλήθεια. Άλλα του είπα ~ άλλα κατάλαβε! ~ όμως έτσι έγιναν τα πράγματα (: για έντονη αντίρρηση)! Δεν μπορώ· ~ έπειτα (= άλλωστε, εξάλλου) δεν θέλω κιόλας. Πβ. αλλά.|| (μεταβατικά, σε αφηγήσεις:) ~ ο άλλος απάντησε ... ~ έτσι/μια μέρα έφυγε. Έμεινε για λίγο άφωνος. ~ έπειτα/ύστερα είπε ...|| (συγκριτικά:) Καμιά σαν ~ σένα. Σήμερα, όπως ~ χθες. 2. για έμφαση: ~ ο ένας ~ ο άλλος. ~ φαγητά ~ γλυκά ~ ποτά. Έως ~ τη Δευτέρα. Έλα ~ εσύ. Ήρθαν ~ οι πέντε. Απευθύνομαι ~ στους δυο σας. ~ συ αυτό πιστεύεις; Αυτό ~ μόνο αρκεί. Αυτός ~ κανένας άλλος (: είναι ανεπανάληπτος, μοναδικός). Ολοένα ~ περισσότερο. Τον πειράζει ~ το παραμικρό. Συνεχίζεται ~ στην επόμενη σελίδα.|| (σωρευτικά:) ~ δώρα του έκανε ~ ταξίδια τον πήγε ~, ~, ~.|| (διαζευκτικά:) ~ τώρα ~ μετά ~ όποτε θέλεις. Πβ. είτε ... είτε ...|| (επιδοτικά:) Βγήκε νικητής ~ χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια (πβ. και μάλιστα). Θα σου απαντήσω ~ αμέσως μάλιστα. Ακόμα/αφού ~ εγώ κουράστηκα, πόσο μάλλον το παιδί! Όχι μόνο ωραίο αλλά ~ πρακτικό. Όχι μόνο ήρθε, αλλά έφερε ~ παρέα.|| (Για κάτι ασυνήθιστο:) Πώς ~ τελείωσες τόσο νωρίς; Πώς ~ έτσι; ~ τώρα τι κάνουμε; Μην το θεωρείς ~ ακατόρθωτο. ~ πού να τη δεις από κοντά (ενν. είναι ακόμη καλύτερη)! ~ έπειτα/μετά/ύστερα μου λες να μην ανησυχώ ... 3. (σε στερεότυπες εκφράσεις, με επανάληψη της ίδιας λέξης) για έμφαση στον αριθμό, τη διάρκεια, την ποσότητα: Μήνες ~ μήνες. Χρόνια ~ χρόνια. Ποιοι ~ ποιοι ήταν εκεί (= ποιοι ακριβώς); Κόσμος ~ κοσμάκης (= πολλοί και διάφοροι· αόριστη αναφορά). Υπάρχουν μαθητές ~ μαθητές (: λογής λογής). Πόσοι ~ πόσοι δεν έκαναν την ίδια ερώτηση! Αυτό είναι όλο ~ όλο (ενν. μόνο αυτό); Τόσα ~ τόσα συνέβησαν στο μεταξύ. Περάσαμε μπόρες ~ μπόρες μαζί.|| Έλεγε ~ έλεγε (: μιλούσε συνεχώς) και δεν σταματούσε. Έκανε ~ έκανε τόσα και στο τέλος τον ξέχασαν όλοι.|| ~ θέλω ~ δεν θέλω να πάω (: δεν είμαι σίγουρος). (Για κατά προσέγγιση υπολογισμό:) Είναι ~ δεν είναι δυο χρονών. Τον βγάζει ~ δεν τον βγάζει τον χειμώνα (: θα πεθάνει σύντομα). Πβ. (μόλις και) μετά βίας. 4. για δήλωση εναντίωσης ή παραχώρησης: (αν και, παρόλο που, παρόλα αυτά:) ~ που στο είπα, με άκουσες; ~ να το ξέρω, δεν θα στο πω.|| (και αν:) Ακόμα ~ αν/να φύγεις, δεν με νοιάζει. Θα έρθω ~ ας μην είσαι εδώ. Όποιος ~ αν/να με ζητήσει ... Όποιο ~ αν/να είναι το αποτέλεσμα ... Ό,τι ~ αν/να γίνει ... Όσο ~ αν/να προσπαθεί, δεν θα τα καταφέρει. Ελάτε, όπου ~ αν/να βρίσκεστε. 5. σε θέση υποτακτικού συνδέσμου: (συμπερασματικού:) Δούλεψε πολύ ~ κέρδισε το πρώτο βραβείο. Είπε ψέματα ~ τώρα κανείς δεν τον πιστεύει. Μην πας τόσο νωρίς ~ περιμένεις απ' έξω. Είναι δυνατός ~ τον φοβούνται. Άκουσέ με ~ δεν θα το μετανιώσεις. Κάντο ~ θα δεις. Πβ. ώστε, με αποτέλεσμα να.|| (αιτιολογικού:) Μη φωνάζεις ~ δεν έχεις δίκιο (πβ. γιατί). Έλα ~ δεν αντέχω άλλο (πβ. επειδή).|| (χρονικού:) Έλα ~ (ενν. μετά) βλέπουμε. Έφαγα ~ κοιμήθηκα (πβ. έπειτα, ύστερα). Χτύπα ~ θα σου ανοίξουν. Διάβαζε ~ έβλεπε τηλεόραση (πβ. ενώ). Δεν είχα καλά καλά τελειώσει/δεν πρόλαβα να τελειώσω ~ χτύπησε το κουδούνι (πβ. μόλις, όταν, τη στιγμή που).|| (τελικού:) Έλα ~ δες. Πήγαινε ~ πες μου. Πβ. για να.|| (ενδοιαστικού:) Μην έρθεις ~ σε βρει εδώ. Πβ. μήπως.|| (βουλητικού:) Τον άκουσα ~ φώναζε. Σε βλέπω ~ είσαι διστακτικός. Αρχίζω ~ καταλαβαίνω. Έτυχε ~ τον είδα. Τι ήθελα ~ ήρθα; Πβ. να.|| (ειδικού:) Βλέπω ~ σ' αρέσει. Πβ. ότι, πως. 6. στην αρχή κυρ. ευχετικών εκφράσεων: ~ με τη νίκη/σ' ανώτερα/στα δικά σου/στις χαρές σου/του χρόνου! ~ μη χειρότερα!|| (για ανεκπλήρωτη ευχή:) Αχ, ~ να είχα τα χρόνια σου! Αχ, ~ να 'ξερες ... Πβ. μακάρι. ● Ουσ.: και (το): για να δηλωθεί λεπτομερής αναφορά: Ούτε ένα "~" δεν ξέχασε. ● ΦΡ.: (ε) κι έπειτα/ύστερα; (προφ.): για να δηλωθεί αδιαφορία, ειρωνεία ή ότι κάτι δεν είναι σημαντικό: - Άφησες το φαγητό έξω από το ψυγείο! - ~ ~; Πβ. και λοιπόν; και τι έγινε/και τι μ' αυτό;, ... και μη: σε ελλειπτικό αποφατικό λόγο, για αποφυγή επανάληψης όρου που έχει αναφερθεί αμέσως πριν καταφατικά: κυβερνητικοί ~ ~ (ενν. κυβερνητικοί) φορείς. Φαγητά νηστίσιμα ~ ~. Για αρχάριους/παντρεμένους ~ ~., ε, και; (προφ.): ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι ασήμαντο: Μου υποσχέθηκε ότι θ' αλλάξει. ~ ~; -Είναι κλειστά τα μαγαζιά σήμερα. -~ ~; Θα πάω αύριο. Πβ. κι επειδή;, και άλλα (συντομ. κ.ά.): μετά από ενδεικτική παράθεση ομοειδών στοιχείων, για να αποφευχθεί η συσσώρευση: Αθλήματα όπως ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τένις κ.ά. Παιδικά ~ ~ τραγούδια. Κασκόλ, καπέλα ~ ~ αξεσουάρ. Αυτά ~ ~. ~ ~ παρόμοια/πολλά/τέτοια/(λόγ.-ειρων.) τινά. (σε απαρίθμηση) Πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια ~ ~ φρούτα., και δεν (+ ρήμα): στην αρχή προτάσεων που αποτελούν καταφατική απάντηση· με παραινετική, προτρεπτική σημασία, σε ερώτηση που προηγήθηκε: -Να βγούμε το βράδυ; -~ ~ βγαίνουμε! (: Ας βγούμε!) -Να μαγειρέψω φακές σήμερα; -~ ~ μαγειρεύεις! (: Μαγείρεψε.), και να ... και να μην .../κι αν ... κι αν δεν .../να κι αν ... να κι αν δεν: (σε θέση διαζευκτικού συνδέσμου) για δήλωση αδιαφορίας· είτε ... είτε: Και να γυρίσει και να μη γυρίσει, δεν με νοιάζει., και ναι και όχι & ούτε ναι ούτε όχι (προφ.): ως έκφραση αβεβαιότητας ή αναποφασιστικότητας: -Σου άρεσε; -Και ~ ~.|| Δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι., (ακόμα) και οι πέτρες βλ. πέτρα, (είσαι/είναι) και ο πρώτος/η πρώτη! βλ. πρώτος, (και) με το δίκιο του/με όλο του το δίκιο βλ. δίκιο, (και) μη χειρότερα βλ. χειρότερος, (και) μια και δυο βλ. ένας, μία/μια, ένα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, ... και κακό! βλ. κακό, ακόμη και/κ(α)ι ... ακόμη βλ. ακόμα & ακόμη, απλώς και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο βλ. μόνο, εδώ και βλ. εδώ, εμείς κι εμείς βλ. εγώ, ένας κι ένας βλ. ένας, μία/μια, ένα, έτσι και βλ. έτσι, κάθε ... και ... βλ. κάθε, και βέβαια βλ. βέβαια, και δεν συμμαζεύεται βλ. συμμαζεύω, και δη βλ. δη, και καλά βλ. καλά, και κάτι βλ. κάτι, και λοιπά (κ.λπ.)/και τα λοιπά (κ.τ.λ.) βλ. λοιπός, και λοιπόν; βλ. λοιπόν, και μάλιστα βλ. μάλιστα, και μόνο βλ. μόνο, και να βλ. να1, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, και ούτω καθεξής/καθ' εξής βλ. ούτω(ς), και όχι μόνο βλ. μόνο, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και πού 'σαι βλ. πού, και τα όμοια βλ. όμοιος, και τι δεν ...! βλ. τι, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; βλ. γίνομαι, και τι να δω! βλ. βλέπω, και τι στον κόσμο! βλ. κόσμος, και το ρωτάς; βλ. ρωτώ, και του πουλιού το γάλα βλ. γάλα, και/κι ας βλ. ας, και/κι η κουτσή Μαρία/Μαριώ βλ. Μαρία, κι εσύ (τέκνον) Βρούτε; βλ. Βρούτος, λες κ(α)ι βλ. λέω, μια(ς) και/που βλ. μια & μιας, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, ό,τι κι ό,τι βλ. ό,τι, όλα κι όλα! βλ. όλος, όποιος κι όποιος βλ. όποιος, όπως κ(α)ι αν/και να ... βλ. όπως, πες το κι έγινε βλ. λέω, τα ίδια και τα ίδια βλ. ίδιος2, το και το βλ. αυτός [< αρχ. καί, μεσν. κι]

καιρός

καιρός και-ρός ουσ. (αρσ.) 1. η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων (δηλ. ηλιοφάνεια, νεφώσεις, βροχή, χαλάζι, χιόνι, θερμοκρασία, άνεμος, υγρασία, ορατότητα): άστατος/άσχημος (βλ. βρομόκαιρος)/βροχερός/γλυκός/ζεστός/μουντός/υγρός ~. Ο ~ στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αλλαγή/βελτίωση/επιδείνωση/μεταβολή του ~ού. Πρόβλεψη/πρόγνωση (του) ~ού. Αγρίεψε (= χειροτέρεψε)/έφτιαξε/ζέστανε/χάλασε/ψύχρανε ο ~. Αναμένεται καλός ~ για το τριήμερο. Γενικά αίθριος ~ και μόνο κατά τόπους νεφελώδης. Tι ~ό έχετε/θα κάνει αύριο; Δεν πάω πουθενά με τέτοιον ~ό! Μας τα χάλασε ο ~ (: ματαιώθηκαν τα σχέδιά μας λόγω κακοκαιρίας). Βλ. κλίμα.|| ~ για μπάνιο/σκι (: κατάλληλες καιρικές συνθήκες). Ταξιδεύουν με όλους τους ~ούς.|| Λέει τον ~ό (= το δελτίο ~ού) στην τηλεόραση. 2. χρόνος· ειδικότ. μεγάλο χρονικό διάστημα ή ελεύθερος χρόνος: Κύλησε γρήγορα/πώς περνάει ο ~! Πάει πολύς ~ από τότε! Πού χάθηκες τόσον ~ό; Πόσο ~ό γνωρίζεστε;|| Μετά/ύστερα από ~ό. ~ό είχαμε να τα πούμε! Θα κάνει ~ό να το ξεχάσει! Οι προσπάθειες για ~ό έμειναν άκαρπες. Ήθελα από/εδώ και ~ό να το κάνω. (για ζευγάρι:) Είναι ~ό μαζί.|| Δεν του μένει ~ ούτε να φάει (βλ. ευκαιρώ). Πού ~ για ξεκούραση! Δεν έχω ~ό για χάσιμο! Μόλις τώρα βρήκα ~ό να γράψω. Χάνεις τον ~ό σου μαζί του (= ματαιοπονείς)! Μη χάνεις ~ό (= βιάσου)! Περνάει τον ~ό (= τις ώρες) του άσκοπα/ζωγραφίζοντας/με αγαθοεργίες. 3. εποχή, περίοδος: απ' τον ~ό της Επανάστασης/της Κατοχής/των παππούδων μας. Tον παλιό καλό ~ό. Σε ~ό/(λόγ.) εν ~ώ ειρήνης/πολέμου. Τον ~ό που ήταν παιδί/στρατιώτης. Υπήρξε μια απ' τις πιο χειραφετημένες γυναίκες του ~ού της. Στον ~ό μου (= όταν ήμουν νέος), τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ~ό της ακμής του, ο οικισμός είχε χίλιους κατοίκους. 4. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: ~ για αλλαγές/δράση! Μήπως είναι ~ να το ξανασκεφτούμε; Έφτασε/ήρθε ο ~ για κάτι διαφορετικό. ΣΥΝ. ώρα. 5. ΝΑΥΤ. (λαϊκό) ισχυρός άνεμος και φουρτούνα: Τι ~ φυσάει; Το μνημείο το δέρνουν οι ~οί και η εγκατάλειψη. ● Ουσ.: καιροί (οι): εποχή, ιδ. κοινωνικές συνθήκες, περιστάσεις: κρίσιμοι/μοντέρνοι/σκληροί/σύγχρονοι ~. Ωραίοι ~! Οι ~ άλλαξαν, δεν είναι όπως τα 'ξερες. Βρε πώς αλλάζουν οι ~! Οι ~ απαιτούν/επιβάλλουν νέες προσεγγίσεις. Οι αυξημένες απαιτήσεις των καιρών. Οι ~ μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις. Έρχονται καλύτεροι ~! Διανύουμε/ζούμε σε/περνάμε δύσκολους/χαλεπούς καιρούς. ● Υποκ.: καιρούλης ● ΣΥΜΠΛ.: παντός καιρού (επίσ.): κατάλληλος για κάθε είδους καιρικές ή άλλες συνθήκες: ελαστικά/ελικόπτερο ~ ~. Βλ. παντός εδάφους.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Άνθρωπος ~ ~ (= ευέλικτος, ευπροσάρμοστος)., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο, μηνύματα των καιρών βλ. μήνυμα, σημεία των καιρών βλ. σημείο ● ΦΡ.: ανοίγει ο καιρός (προφ.): υποχωρεί η κακοκαιρία, διαλύονται τα σύννεφα: ~ ~ και πάλι, με ήλιο και άνοδο της θερμοκρασίας. Βλ. ανοίγει ο ουρανός., από καιρό σε καιρό & (λόγ.) από καιρού εις καιρόν: πότε πότε: Η κατάσταση επαναλαμβάνεται ~ ~.|| Οι οδηγίες τροποποιούνται από καιρού εις καιρόν (= ενίοτε) ανάλογα με τα νέα δεδομένα. Πβ. κατά καιρούς., για δες καιρό που διάλεξε ... (συνήθ. χιουμορ.): για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή: ~ ~ η εξεταστική ν' αρχίσει!|| ~ ~ που διάλεξα ν' αρρωστήσω!, εν καιρώ (επίσ.): αργότερα, σε εύθετο χρόνο: Το πρόγραμμα θα ανακοινωθεί ~ ~., έναν καιρό (προφ.): κάποτε, στο παρελθόν: Θυμάσαι ~ ~ που διαβάζαμε μαζί; Πβ. άλλοτε, παλιά., έχει ο καιρός γυρίσματα (προφ.): για τις ξαφνικές αλλαγές, το ευμετάβλητο της ζωής ή της τύχης: Τώρα γελάς, όμως ~ ~ (= θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα)!, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) (παροιμ.): για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή: Μη βιάζεσαι κι όλα θα γίνουν· ~ ~! ΣΥΝ. κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του, καιρός ήταν! (ειρων.): για κάτι που άργησε να γίνει: -Γύρισα! -~ ~!|| ~ ~ ν' ασχοληθεί λίγο και με την υπόθεσή μας!, καιρός παντί πράγματι (ΠΔ) (αρχαιοπρ.): κάθε πράγμα στον καιρό του., κατά καιρούς: σε διάφορες χρονικές περιστάσεις: τα ~ ~ δημοσιεύματα. Λόγια που έχουν ~ ~ ειπωθεί. Συνεργάστηκε ~ ~ με διάφορα περιοδικά. Πβ. από καιρό σε καιρό., με τον καιρό: με το πέρασμα του χρόνου: ~ ~ θα συνηθίσει. Πβ. στην πορεία/στον δρόμο., μια φορά κι έναν καιρό ...: στερεότυπη φράση με την οποία ξεκινά η αφήγηση παραμυθιού: ~ ~, ζούσε ένα βασιλόπουλο ...|| (ειρων.) ~ ~ (= άλλοτε, κάποτε), ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, τώρα ..., ο καιρός είναι γιατρός (παροιμ.): με το πέρασμα του χρόνου αμβλύνονται επώδυνες αναμνήσεις και συναισθήματα., προ καιρού (λόγ.): πριν από κάμποσο καιρό: Το θέμα είχε απασχολήσει ~ ~ την κοινή γνώμη., του καλού καιρού (προφ.): πάρα πολύ: Βρέχει ~ ~! Κοιμάται/τρώει ~ ~!, του παλιού καιρού: που ανήκει σε περασμένη εποχή· (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) ξεπερασμένος, παρωχημένος: έθιμα/ιστορίες ~ ~.|| Αντιλήψεις/έπιπλα ~ ~., τω καιρώ εκείνω (ΚΔ) (αρχαιοπρ.-ειρων.): για κάτι που συνέβη ή συνηθιζόταν παλαιότερα: ~ ~, είχε άλλες προτεραιότητες., χειμώνα/καλοκαίρι καιρό (προφ., συχνά ως έκφρ. δυσαρέσκειας): μες στο κρύο ή τη ζέστη: Πού πας χειμώνα ~;|| Καλοκαίρι ~ χωρίς κλιματιστικό!, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη: απαξιωτική αντιμετώπιση μιας νέας τάσης, ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου. [< λατ. o tempora! o mores!] , από τον καιρό της Tουρκοκρατίας βλ. τουρκοκρατία, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, δύσκολοι καιροί για ... βλ. δύσκολος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό βλ. κοιτάζω, κρύο, καιρός για δύο βλ. κρύο, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1: μεσν. καιρός 2-4: αρχ. ~, μτγν. ~]

κάλπη

κάλπη κάλ-πη ουσ. (θηλ.) {καλπ-ών} 1. εκλογική διαδικασία ή εκλογικό αποτέλεσμα: η μάχη/το μήνυμα της ~ης. Άμεση/πρόωρη προσφυγή στις ~ες. Αποχή από τις ~ες. Στις ~ες φοιτητές και σπουδαστές. Έρχεται/έφτασε η ώρα της ~ης. Πβ. εκλογές.|| Σημασία έχει τι θα δείξει η ~ και όχι οι δημοσκοπήσεις.|| Μόνο το ...% προσήλθε στις ~ες (= στα εκλογικά κέντρα). Βλ. ευρω~. 2. σφραγισμένο κιβώτιο με άνοιγμα στο πάνω μέρος του, για να ρίχνονται τα ψηφοδέλτια: μεταφορά των ~ών. Πβ. ψηφοδόχος.|| Μέχρι στιγμής, έχει καταμετρηθεί το 30% των ~ών (= των ψήφων). 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. είδος αγγείου που το χρησιμοποιούσαν κυρ. ως τεφροδόχο. Βλ. πίθος. ● ΦΡ.: ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες (μτφ.): αρχίζει/τελειώνει η ψηφοφορία., στήνονται κάλπες & στήνουν (τις) κάλπες: (μτφ.) ετοιμάζονται ή διενεργούνται εκλογές: ~ ~ για την ανάδειξη νέου προέδρου., η κάλπη είναι γκαστρωμένη βλ. γκαστρώνω [< 1,2 : μτγν. κάλπη 3: αρχ. ~]

καμπούρα

καμπούρα κα-μπού-ρα ουσ. (θηλ.): κύρτωση της ράχης· κατ' επέκτ. κάθε εξόγκωμα που μοιάζει με αυτή: Έχει κάνει ~ (= καμπουριάσει). Πβ. κύφωση, ύβος. Βλ. ραχίτιδα.|| Η μύτη του έχει ~. ● Υποκ.: καμπουρίτσα (η) ● ΦΡ.: βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου (προφ.): προσέχω, παρατηρώ τα ελαττώματά του: Αντί να σχολιάζεις τους άλλους, κοίτα τη δική σου (την) ~.|| (παροιμ.) Η καμήλα την ~ της δεν τη βλέπει., στην καμπούρα (κάποιου) (προφ.): για κάτι που βαρύνει κάποιον: νέοι φόροι ~ ~ του κοσμάκη. Όλες οι ευθύνες έπεσαν (πάνω) ~ ~ μου (= στους ώμους μου). Έχει πολλά χρόνια στην ~ ~ του (: στην πλάτη του, είναι προχωρημένης ηλικίας).

κάμωμα

κάμωμα κά-μω-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάνω. Πβ. φτιάξιμο. Κυρ.καμώματα (τα) (προφ.): ασυνήθιστη, πεισματική ή θεατρινίστικη συμπεριφορά: αστεία/κωμικά/νεανικά (: τρέλες)/παιδιάστικα ~ (= φερσίματα).|| Γυναικεία/ερωτικά ~ (= καπρίτσια, τερτίπια). Του κάνει ~ (= κόλπα, κόνξες, κορδελάκια, νάζια, σκέρτσα, τζιριτζάντζουλες, τσακίσματα, τσαλίμια). Άσε, επιτέλους, τα ~ (= γινάτια, πείσματα)!|| (ειρων.) Έλα να θαυμάσεις τα ~ (= άθλους, κατορθώματα) του γιου σου! Όλοι γελάνε με τα ~ά τους.|| (μτφ.) Τα ~ της μοίρας (= γυρίσματα, παιχνίδια). ● ΦΡ.: της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά (παροιμ.): εργασίες που γίνονται τη νύχτα, κυρ. λεπτεπίλεπτες, ιδ. παλαιότερα, παρουσιάζουν ατέλειες. [< μεσν. κάμωμα]

κάνω

κάνω κά-νω ρ. (μτβ.) {έκανα (λαϊκό) έκαμα, κάν-οντας} & (λαϊκό) κάμνω 1. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ αγορές (= αγοράζω)/αλλαγές (= αλλάζω)/αναβάθμιση (= αναβαθμίζω)/αναζήτηση (= αναζητώ)/ανακοίνωση (= ανακοινώνω)/απεργία (= απεργώ)/δηλώσεις (= δηλώνω)/διαίρεση (= διαιρώ)/έλεγχο (= ελέγχω)/επίδειξη (= επιδεικνύω)/επίσκεψη (= επισκέπτομαι)/έρευνα (= ερευνώ)/θόρυβο (= θορυβώ)/θυσίες (= θυσιάζομαι)/κατάχρηση (= καταχρώμαι)/μήνυση (= μηνύω)/πρόβα (= προβάρω)/προσευχή (= προσεύχομαι)/προσπάθεια (= προσπαθώ)/σκέψεις (= σκέφτομαι)/σύγκριση (= συγκρίνω)/σχέδια (= σχεδιάζω)/ταξίδι (= ταξιδεύω). ~ μια ερώτηση (= ρωτώ)/ευχή (= εύχομαι)/πρόταση (= προτείνω). Έχεις ~ει μεγάλη πρόοδο (= έχεις προοδεύσει πολύ). Έχει ~ει πολλές απουσίες (= έχει απουσιάσει πολλές φορές). Πού ~ει στάση (= σταματά) το λεωφορείο; 2. εκτελώ ένα έργο, προβαίνω σε κάποια ενέργεια: ~ αίτηση για .../ασκήσεις (= λύνω)/βόλτα/εμετό/το καθήκον μου/κούνια/τα μαθήματά μου (= διαβάζω)/ντους/ρεκόρ (= πετυχαίνω, σημειώνω)/το σπίτι (πβ. καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ)/συμβόλαιο (= συντάσσω ή/και υπογράφω). Τι πρέπει να ~ετε σε περίπτωση σεισμού (πβ. πράττω). Θα σου ~ (= πληρώσω) τα έξοδα να έρθεις. Λέγε τι της έκανες. Ομολόγησε ότι έκανε (= διέπραξε) τον φόνο. Του έκανε νόημα. Με χτύπησε χωρίς να του ~ τίποτα (= χωρίς να τον ενοχλήσω). Έχω πολλά να ~ (βλ. πολυάσχολος). Δεν έχω τι να ~ (: βαριέμαι, πλήττω). Υπόσχομαι να ~ ό,τι μπορώ. Τι μπορώ να ~ για σας (= πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω); Κάνε αριστερά (= στρίψε)/κάτι/μου μια αναπάντητη! Κάντο/καν' το όπως σου λέω. Θεέ μου, κάνε να γίνει καλά!|| (αιφνιδιαστικά) Τι ~εις εκεί; (απορία) Και τώρα τι ~ουμε; (ανυπόμονα) Μα τι ~ουν, επιτέλους; Βλ. ξανα~, παρα~, πρωτο~. 3. φέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο: Γιατί/πώς/τι ~εις έτσι; Δεν ~ει τίποτ' άλλο απ' το να γκρινιάζει. Δεν ξέρει τι ~ει (= βρίσκεται σε σύγχυση). (απειλητ.) Να δεις τι θα σου ~! Σταμάτα να ~εις ανοησίες! Δεν έπρεπε να μου το ~εις αυτό! Μην ~εις ό,τι δεν θέλεις να σου ~ουν. Κάνε γρήγορα (= βιάσου)/υπομονή! (δήλωση αδιαφορίας:) Κάνε ό,τι θες.|| Δεν ~ουν μαζί (= δεν μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά). 4. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση· γίνομαι αιτία για κάτι: Με ~εις πολύ ευτυχισμένη/περήφανο! Οδοντόκρεμα που ~ει τα δόντια πιο λευκά (= λευκαίνει). Αυτή η μπλούζα σε ~ει (= δείχνει) αδύνατη. Έκανε το όνειρό της πραγματικότητα (= το εκπλήρωσε, πραγματοποίησε). Μ' έκανες να γελάσω/σκεφτώ. Την έκανε κουρέλι/ρεζίλι (= έγινε). Τι σ' έκανε να παραιτηθείς; Έχει ~ει το σπίτι της γραφείο (= έχει μετατρέψει). Θα ήθελα να ~ (= καταστήσω) γνωστό (= να γνωστοποιήσω)/σαφές (= να αποσαφηνίσω) ότι ... Πώς να τον ~ ν' αλλάξει γνώμη (= να τον μεταπείσω); Τι είναι αυτό που τον ~ει να ξεχωρίζει; Κάν' τον να σου τα πει όλα (= ανάγκασέ τον).|| Τον έκαναν Γενικό Γραμματέα (= διόρισαν)/Πρόεδρο (= εξέλεξαν). 5. φτιάχνω, κατασκευάζω: ~ ένα κουστούμι (= ράβω)/έναν πίνακα (= ζωγραφίζω). ~ουν γλυκά (= παρασκευάζουν). Να σου ~ (= ετοιμάσω) ένα καφεδάκι; Τα χελιδόνια έχουν ~ει (= χτίσει) φωλιά στο μπαλκόνι. Πώς να ~ τα μαλλιά μου (= κόψω, χτενίσω); Τι φαγητό θες να σου ~ (= μαγειρέψω);|| Η περιοχή ~ει (= βγάζει, παράγει) καλό κρασί.|| Ο Θεός έκανε (= δημιούργησε) τον άνθρωπο. Πβ. ποιώ. Βλ. καμωμένος. 6. ασχολούμαι, κυρ. συστηματικά ή επαγγελματικά, με κάτι: ~ Αγγλικά (= μαθαίνω ή διδάσκω)/γυμναστική (= γυμνάζομαι)/διδακτορικό (= είμαι υποψήφιος διδάκτορας)/ιδιαίτερα (= παραδίδω)/θέατρο/καράτε/καριέρα/σπουδές (= σπουδάζω)/στίβο. Τι δουλειά/επάγγελμα ~ει (= τι επαγγέλλεται); Τι θα ~εις μετά το πανεπιστήμιο; Έκανε χρόνια (= δούλεψε, εργάστηκε ως) οικοδόμος. Όλη μέρα έχει να ~ει με μικρά παιδιά. 7. διανύω χρονικό διάστημα ή τοπική απόσταση· μου χρειάζεται συγκεκριμένος χρόνος για να κάνω κάτι: ~ει (= υπηρετεί) τη θητεία του. Πού θα ~ετε (= γιορτάσετε, περάσετε) Πάσχα φέτος; Έκαναν να μιλήσουν πάνω από χρόνο. Έχει ~ει δέκα χρόνια στο εξωτερικό (= ζήσει, μείνει)/φυλακή (πβ. εκτίω).|| Τη διαδρομή αυτή την ~ κάθε μέρα/με τα πόδια. Πόσα χιλιόμετρα ~ει (= καλύπτει) την ώρα;|| Πόση ώρα ~εις να ντυθείς (= σου παίρνει); Δεν θα ~ ούτε (ένα) λεπτό (= δεν θ' αργήσω)! 8. (δι)οργανώνω, πραγματοποιώ: Θα ~ουν αγιασμό/γιορτή/δεξίωση (= θα δώσουν/παραθέσουν)/έρανο.|| Έκαναν τον γάμο τους (= παντρεύτηκαν) σε κλειστό κύκλο. Πβ. τελώ.|| Έκαναν νέο σύλλογο (= ίδρυσαν, συγκρότησαν). Η Λέσχη ~ει (= διενεργεί, διεξάγει) εκλογές κάθε χρόνο. 9. παριστάνω, προσποιούμαι: ~ει (= παίζει) τον άρρωστο/έξυπνο/καλό/σκληρό. ~ει ότι δεν ακούει/καταλαβαίνει. Μου έκανε τη φίλη. Έκανε δήθεν/τάχα πως δεν μας πρόσεξε. Πβ. καμώνομαι.|| ~ει (= αντιγράφει) τις κινήσεις γνωστών καλλιτεχνών (πβ. ξεσηκώνω). ~ει (= μιμείται) τον γάιδαρο/σκύλο.|| (για ηθοποιό) Ποια έκανε (= έπαιζε, υποδυόταν) τη θεία στην ταινία; 10. σχηματίζω: Το ύφασμα ~ει ζάρες (= ζαρώνει). Ο κόσμος έξω έκανε ουρά (: στεκόταν στη γραμμή ο ένας πίσω από τον άλλο). Το γλυκό έχει ~ει κρούστα από πάνω.|| (για σωματικές αλλαγές) Έχει αρχίσει να ~ει ρυτίδες (= ρυτιδιάζει). Έχει ~ει καμπούρα (= έχει καμπουριάσει)/μαγουλάκια (= έχει παχύνει).|| (για γραμματικούς τύπους) Πώς ~ει το ουσιαστικό στον πληθυντικό; Πβ. κλίνω. 11. αποκτώ: Έκανε μεγάλη περιουσία.|| Έχει ~ει (= γεννήσει) δίδυμα. Δεν μπορούν να ~ουν παιδιά (βλ. στειρότητα). 12. είμαι κατάλληλος, χρησιμεύω: Δεν ~ εγώ γι' αυτή τη δουλειά. Εσύ ~εις για πολιτικός! Δεν τους έκανε και την απέλυσαν.|| Αυτό το χάπι ~ει (= είναι) για τον πονοκέφαλο. 13. υποβάλλομαι σε μια διαδικασία: ~ ακτινογραφία (= βγάζω)/αποτρίχωση/γαργάρες/δίαιτα/ένεση/εξετάσεις αίματος/επέμβαση (χολής)/λίφτινγκ/μασάζ/τσεκάπ. 14. υπολογίζω, εκτιμώ: Πόσο την ~εις (ενν. ηλικιακά); Δεν τον ~ για τριαντάρη/πάνω από σαράντα (: δεν φαίνεται). 15. προκαλώ, προξενώ: Όλο ζημιές ~εις! Μην ~ετε φασαρία! 16. (συνήθ. σε ερωτημ. προτάσεις) χρησιμοποιώ: Τι (το) ~εις το λάδι μετά το τηγάνισμα; Τι τα έκανες τα κλειδιά (= πού τα έβαλες)/τόσα χρήματα (= πού τα ξόδεψες); Τι να το ~ τόσο φαγητό; 17. παθαίνω, παρουσιάζω: Το μωρό έκανε ίκτερο/πυρετό (= ανέβασε). 18. (προφ.) λέω: Τον ρωτάω "πού ήσουν" και μου ~ει (= απαντά) "να μη σε νοιάζει".|| (για ηχομιμητικές λέξεις) Το ρολόι ~ει τικ τακ. Πώς ~ει ο βάτραχος;κάνει 1. κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο ~ αυτή η μπλούζα; 2. (για καιρικές συνθήκες) έχει: Τι καιρό ~; ~ ζέστη/κρύο/παγωνιά. 3. (συνήθ. με άρνηση) επιτρέπεται: Δεν ~ να κουράζεται. Μη μιλάς έτσι, δεν ~! 4. (σε αριθμητικές πράξεις) ισοδυναμεί, ισούται: Πέντε και πέντε ~/~ουν (= ίσον) δέκα. ● ΦΡ.: (για) κάνε μου τη χάρη! (προφ.): λέγεται σε κάποιον με αυστηρό ύφος για να σταματήσει να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: ~ ~ και πρόσεχε πώς μιλάς/που θα μου αντιμιλήσεις κιόλας!, δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι (προφ.): δεν μπορώ να το(ν) αποχωριστώ, μου είναι αναγκαίο(ς): ~ ~ τον άνδρα/τα παιδιά μου.|| Δεν μπορεί να ~ει χωρίς το κινητό του. ΣΥΝ. δεν κάνω βήμα χωρίς ..., έχει να κάνει: αφορά, σχετίζεται: Μ' ενδιαφέρει ό,τι ~ ~ με υπολογιστές. -Τι σου συμβαίνει; -Δεν ~ ~ με σένα. Προτιμώ τα επαγγέλματα που δεν ~ουν να ~ουν με κόσμο., κάνει σαν: συμπεριφέρεται σαν: ~ ~ μικρό παιδί/υστερική. ~ ~ να μη συμβαίνει τίποτα., κάνω καλά/άσχημα (+ που/και): πράττω σωστά ή εσφαλμένα: Καλά ~εις και μ' ενημερώνεις. Δεν έκανα καλά που τον κάλεσα. Πολύ καλά έκανες και ... Έκανες πολύ άσχημα που δεν μου το είπες., κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο (προφ.): μεριάζω, παραμερίζω: Κάνεις λίγο χώρο να καθίσω; Κάντε τόπο να περάσω (= κάντε στην άκρη/μπάντα)! Άνοιξαν χώρο, για να περάσει το όχημα.|| (μτφ.) ~ει τόπο στη νέα γενιά., κάνω/πάω να ... (προφ.): επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω: ~ ~ μπω και τι να δω! Μόλις έκανα να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο., μου κάνει (προφ.): μου αρμόζει, πηγαίνει, ταιριάζει: Δεν ~ ~ αυτός ο τρόπος ζωής.|| Τα παπούτσια δεν ~ ~ουν (: μου είναι μεγάλα/μικρά, με στενεύουν/χτυπάνε)., τα κάνω (προφ.): αφοδεύω. ΣΥΝ. κάνω (τα) κακά (μου), την κάνω (νεαν. αργκό): φεύγω, αποχωρώ συνήθ. βιαστικά: Με την πρώτη ευκαιρία θα ~ ~. ΣΥΝ. (το) κόβω λάσπη, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, την κοπανάω, του δίνω, τι έκανε λέει; (προφ.): έκφραση έκπληξης, συνήθ. για να δηλωθεί αντίθεση με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~; Πάλι ζητάει λεφτά; Αποκλείεται!, τι κάνεις; (προφ.): στερεότυπη έκφραση χαιρετισμού που δεν απαιτεί κυριολεκτική απάντηση: -Γεια σου, ~ ~ (= πώς είσαι, πώς τα πας); -Καλά, εσύ;|| ~ ~ετε; Πώς τα περάσατε;|| (οικ.) -~ ~ουμε (= πώς πάει); Όλα καλά;, τι να κάνεις/να κάνουμε (προφ.): για να δηλωθεί συμβιβασμός, συγκατάβαση: ~ ~; Αυτά έχει η ζωή! ΣΥΝ. τι να γίνει;, τι να το κάνω (προφ., κυρ. σε ερωτημ. προτάσεις): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν έχει πια καθόλου σημασία: Τώρα που ήρθες ~ ~; (: είναι πολύ αργά)., το κάνω (προφ.) 1. κάνω έρωτα. 2. διανύω ορισμένη απόσταση σε συγκεκριμένο χρόνο, συνήθ. με όχημα ή με τα πόδια: Με το αυτοκίνητο ~ ~ μισή ώρα μέχρι τη δουλειά., (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (δεν κάνει) τίποτα βλ. τίποτα, (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη βλ. κρύο, (δεν) έχει να κάνει που βλ. έχω, (εμείς) μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε βλ. χώρια, (και) τι θες να (σου) κάνω; βλ. θέλω, (κάνει) σαν τη χήρα στο κρεβάτι βλ. χήρα, (κάνει) χρυσές δουλειές βλ. δουλειά, (κάνω) μισές δουλειές βλ. δουλειά, (μου) κάνει απιστίες βλ. απιστία, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, αν δεν κάνω λάθος βλ. λάθος, ανοίγω πανιά βλ. πανί, αρχίζει τα νούμερα/κάνει νούμερα βλ. νούμερο, βγάζω/κάνω λεφτά βλ. λεφτά, βλέποντας και κάνοντας βλ. βλέπω, βρίσκει και τα κάνει βλ. βρίσκω, γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο βλ. άνθρωπος, δεν κάνει ούτε για ζήτω βλ. ζήτω, δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα βλ. βήμα, δεν κάνω βήμα χωρίς ... βλ. βήμα, δεν κάνω/δεν το κουνάω ρούπι βλ. ρούπι, δεν μου κάνει καρδιά να ... βλ. καρδιά, δεν μου κάνει κούκου βλ. κούκου, έκανε (κίνηση ρουά) ματ βλ. ματ1, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, ένα κι ένα κάνουν/κάνει δύο βλ. ένα, έχω να κάνω (με) βλ. έχω, καλά θα κάνεις να ... βλ. καλά, καλά κάνω! βλ. καλά, καλά σου έκανε! βλ. καλά, κάνε (τη) δουλειά σου βλ. δουλειά, κάνει αίσθηση βλ. αίσθηση, κάνει εμφάνιση βλ. εμφάνιση, κάνει θαύματα βλ. θαύμα, κάνει καλό βλ. καλό, κάνει κρα βλ. κρα, κάνει νερά βλ. νερό, κάνει πως δεν βλέπει βλ. βλέπω, κάνει ράλι βλ. ράλι, κάνει τα εύκολα δύσκολα βλ. εύκολος, κάνει τα πρώτα (του) βήματα βλ. βήμα, κάνει την πάπια/το κορόιδο βλ. πάπια, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνει το κομμάτι του βλ. κομμάτι, κάνει τον ανήξερο/το παίζει ανήξερος βλ. ανήξερος, κάνει τον ζόρικο βλ. ζόρικος, κάνει τον Κινέζο βλ. Κινέζος, Κινέζα, κάνει τον κόκορα/το κοκόρι βλ. κόκορας, κάνει τον κουφό βλ. κουφός, κάνει τον σπουδαίο βλ. σπουδαίος, κάνει φτερά βλ. φτερό, κάνει/έκανε κοιλιά βλ. κοιλιά, κάνει/παριστάνει τον καμπόσο βλ. κάμποσος, κάνει/παριστάνει τον παλικαρά βλ. παλικαράς, κάνω (καινούργιο) συκώτι βλ. συκώτι, κάνω (κάποιον) καλά βλ. καλά, κάνω (κάποιον)/γίνομαι βαπόρι/μπαρούτι βλ. βαπόρι, κάνω (κάτι σε κάποιον) λιανά βλ. λιανός, κάνω (κάτι) καλοκαιρινό βλ. καλοκαιρινός, κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη βλ. στάχτη, κάνω (τα) κακά (μου) βλ. κακά, κάνω αισθητή την παρουσία μου βλ. παρουσία, κάνω αμάν (και πως) για κάτι/κάποιον βλ. αμάν, κάνω Ανάσταση βλ. ανάσταση, κάνω βίδες βλ. βίδα, κάνω βούκινο βλ. βούκινο, κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις βλ. εξαίρεση, κάνω ζευγάρι βλ. ζευγάρι, κάνω ζήλιες βλ. ζήλια, κάνω ζουμ βλ. ζουμ, κάνω θραύση/πάταγο βλ. θραύση, κάνω καθυστέρηση βλ. καθυστέρηση, κάνω κακό βλ. κακό, κάνω κάποιον δύο/πέντε/τρεις παράδες βλ. παράς, κάνω κάποιον ζάφτι βλ. ζάφτι, κάνω κάποιον κιμά βλ. κιμάς, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κάνω κάποιον με τα κρεμμυδάκια βλ. κρεμμύδι, κάνω κάποιον ό,τι θέλω βλ. θέλω, κάνω κάποιον σκόνη (και θρύψαλα) βλ. σκόνη, κάνω κάποιον σκουπίδι βλ. σκουπίδι, κάνω κάποιον τελατίνι βλ. τελατίνι, κάνω κάποιον τούμπανο βλ. τούμπανο, κάνω κάποιον τσακωτό/γίνομαι τσακωτός βλ. τσακωτός, κάνω κάποιον φέτες/τ' αλατιού βλ. φέτα, κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα βλ. μούσκεμα, κάνω κάποιον/γίνομαι μπαλάκι βλ. μπαλάκι, κάνω κάποιον/κάτι κόσκινο βλ. κόσκινο, κάνω κάποιον/κάτι πέρα βλ. πέρα, κάνω κάποιον/κάτι σμπαράλια βλ. σμπαράλια, κάνω κάποιον/κάτι τσίρκουλο βλ. τσίρκουλο, κάνω κατάσταση βλ. κατάσταση, κάνω κάτι πράξη βλ. πράξη, κάνω κάτι τσιμπητό βλ. τσιμπητός, κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι βλ. κέφι, κάνω κέφι/έρχομαι στο κέφι βλ. κέφι, κάνω κομμάτια βλ. κομμάτι, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω κράτει βλ. κράτει, κάνω λεζάντα βλ. λεζάντα, κάνω λιώμα/χώμα βλ. λιώμα, κάνω λογαριασμό βλ. λογαριασμός, κάνω λόγο για ... βλ. λόγος, κάνω μαγικά βλ. μαγικός, κάνω μάθημα βλ. μάθημα, κάνω μαθήματα βλ. μάθημα, κάνω μάκια/μα βλ. μα3, κάνω ματάκι βλ. ματάκι, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κάνω μόκο βλ. μόκο, κάνω μπαμ βλ. μπαμ, κάνω μπούγιο βλ. μπούγιο, κάνω μπουρλότο βλ. μπουρλότο, κάνω μπράτσα βλ. μπράτσο, κάνω παιχνίδι βλ. παιχνίδι, κάνω πάρτι βλ. πάρτι, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κάνω πίσω βλ. πίσω, κάνω πλάτες βλ. πλάτη, κάνω πνεύμα βλ. πνεύμα, κάνω σαν παλαβός/τρελός για κάποιον/κάτι βλ. παλαβός, κάνω σε κάποιον αέρα βλ. αέρας, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάνω σήμα (σε κάποιον) βλ. σήμα, κάνω σημαία μου (κάτι) βλ. σημαία, κάνω σινεμά/κινηματογράφο βλ. σινεμά, κάνω σκηνή/σκηνές (σε κάποιον) βλ. σκηνή, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα βλ. άκρη, κάνω συζήτηση (για κάτι) βλ. συζήτηση, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον) βλ. μάτι, κάνω τα κέφια (κάποιου) βλ. κέφι, κάνω τα πικρά γλυκά βλ. πικρός, κάνω τα στραβά μάτια βλ. μάτι, κάνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κάνω ταμείο βλ. ταμείο, κάνω τεμενάδες βλ. τεμενάς, κάνω τη δουλειά μου βλ. δουλειά, κάνω την ανάγκη μου βλ. ανάγκη, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία, κάνω την αρχή βλ. αρχή, κάνω την Πυθία βλ. Πυθία, κάνω την τρίχα τριχιά βλ. τριχιά, κάνω το κέφι/το γούστο/το ψώνιο μου βλ. κέφι, κάνω το κουμάντο μου βλ. κουμάντο, κάνω το πρώτο βήμα βλ. βήμα, κάνω τόκα με κάποιον βλ. τόκα2, κάνω τόμπολα βλ. τόμπολα, κάνω τον αστυνόμο βλ. αστυνόμος, κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο βλ. κόπος, κάνω τον σταυρό μου βλ. σταυρός, κάνω του κεφαλιού μου βλ. κεφάλι, κάνω τουμπεκί (ψιλοκομμένο) βλ. τουμπεκί, κάνω τούμπες βλ. τούμπα1, κάνω φιγούρα/κάνω τη φιγούρα μου βλ. φιγούρα, κάνω φροντιστήριο βλ. φροντιστήριο, κάνω χάζι βλ. χάζι, κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες βλ. χαρά, κάνω χρήση βλ. χρήση, κάνω χωριό με κάποιον βλ. χωριό, κάνω, ράνω βλ. ράνω, κάνω/βρίσκω την τύχη μου βλ. τύχη, κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα βλ. όνομα, κάνω/ζω τη ζωή μου βλ. ζωή, κάνω/κρατάω σεκόντο (σε κάποιον) βλ. σεκόντο, κάνω/παριστάνω την οσία (Μαρία) βλ. όσιος, κάνω/παριστάνω τον τροχονόμο βλ. τροχονόμος, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό βλ. κοριός, κάνω/φτιάχνω κεφάλι βλ. κεφάλι, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο βλ. πεζοδρόμιο, κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον βλ. μούτρο, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο βλ. βίος, μου κάνει κέφι βλ. κέφι, μου κάνει κλικ βλ. κλικ, μου κάνει κόλπα/τσαχπινιές βλ. κόλπο, μου κάνει/προκαλεί/προξενεί εντύπωση βλ. εντύπωση, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να το κάνει βλ. θεός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όσα δε φτάνει/πιάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια βλ. αλεπού, παίρνω/κάνω μάτι βλ. μάτι, τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες βλ. γυαλί, τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα, τα κάνω πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, τα κάνω πλακάκια (με κάποιον) βλ. πλακάκι, τα κάνω τούμπανο σε κάποιον βλ. τούμπανο, τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε βλ. άνθρωπος, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά βλ. ράσο, τα/τον κάνω σαν τα μούτρα μου βλ. μούτρο, την έκανε τη δουλειά βλ. δουλειά, την κάνω λαχείο βλ. λαχείο, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια βλ. πήδημα, την κάνω ταράτσα βλ. ταράτσα, την κάνω τούρλα βλ. τούρλα, τι να σου κάνω βλ. εσύ, το έκανα/έγινε (σαν) καινούργιο βλ. καινούργιος, το ίδιο είναι/(μου) κάνει βλ. ίδιος2, το κάνω γαργάρα βλ. γαργάρα, το κάνω τούμπανο βλ. τούμπανο, το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό βλ. παλαβός, το 'πε και το 'κανε βλ. λέω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή, χάρη (σου/του ...) κάνω βλ. χάρη, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. καμωμένος [< αρχ. κάμνω, μεσν. κάνω, γαλλ. faire, αγγλ. do, make, γερμ. machen]

καπέλο

καπέλο κα-πέ-λο ουσ. (ουδ.) 1. κάλυμμα του πάνω ή/και πίσω μέρους του κεφαλιού, που φοριέται ως ενδυματολογικό αξεσουάρ ή για προστασία κυρ. από το κρύο ή τον ήλιο· κατ' επέκτ. καθετί με παρόμοια μορφή: βαμβακερό/γούνινο/δερμάτινο/μάλλινο/υφασμάτινο/ψάθινο ~. Ανδρικό/γυναικείο/παιδικό ~. Ναυτικό/στρατιωτικό ~. ~ με φτερά/παραλλαγής. Το γείσο/ο γύρος (= μπορ· βλ. πλατύγυρος) του ~ου. ΣΥΝ. πίλος. Βλ. ημίψηλο, καβουρ-, ψαθ-άκι, καπελ-ίνα, -ίνο, κασκέτο, κράνος, μελόν, πέτασος, πηλήκιο, ρεπούμπλικα, σκούφος, τεπές, τζόκεϊ, τόκα1, τραγιάσκα.|| Το ~ της καμινάδας/της λάμπας (πβ. αμπαζούρ)/του μανιταριού. 2. (μτφ.-προφ.) οικονομική επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, συνήθ. παράνομη: Έβαλαν/μπήκε/πληρώνουμε ~ στις τιμές των καυσίμων. Κρυφά ~α σε δάνεια και κάρτες. Πβ. καπέλωμα. Βλ. χαράτσι. ● Υποκ.: καπελάκι (το): κούρεμα ~ (: κοντό καρέ, με τα μαλλιά να σχηματίζουν μια μορφή καπέλου γύρω από το πρόσωπο). ● ΦΡ.: (είναι) άλλο καπέλο (προφ.): (είναι) εντελώς διαφορετικό θέμα: Οι ασκήσεις ήταν εύκολες· αν εσύ δεν είχες διαβάσει είναι ~ ~! Τώρα μιλάμε για τις απεργίες, ~ ~ οι καταλήψεις! Βλ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο. ΣΥΝ. έτερον εκάτερον, βγάζω το καπέλο σε κάποιον (μτφ.-προφ.): έκφραση αναγνώρισης της αξίας κάποιου: Μπράβο, φοβερή δουλειά, σου ~ ~! Όποιος το βρει, του ~ ~! Πβ. αποκαλύπτ-, υποκλίν-ομαι. [< γαλλ. tirer son chapeau à quelqu'un ] , παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω: θα φύγω, θα αποχωρήσω (χωρίς ενδοιασμό): Αν ζορίσουν τα πράγματα, ~ ~! (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί θα πάρω ~ και θα φύγω!, τα ψηλά καπέλα (ειρων.): οι υψηλά ιστάμενοι., βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά βλ. στραβός, βγάζω λαγό/λαγούς (από το καπέλο μου) βλ. λαγός, γούστο μου (και) καπέλο μου! βλ. γούστο, μουνί (καπέλο) βλ. μουνί [< μεσν. καπέλο < βεν. capelo]

καρούλι

καρούλι κα-ρού-λι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. αντικείμενο, συνήθ. κυλινδρικό ή κωνικό, γύρω από το οποίο τυλίγεται κάτι: ~ με κλωστή/νήμα (= κουβαρίστρα· βλ. ανέμη). ~ με αλυσίδα/ιμάντα/σχοινί (= μακαράς, τροχαλία). ~ πετονιάς/ποτίσματος. Φιλμ σε ~ (= μπομπίνα). Δέκα ~ια σύρμα. ΣΥΝ. πηνίο (2) 2. (μειωτ.) παλιό αυτοκίνητο. Πβ. κάρο, σακαράκα, σαράβαλο.καρούλια (τα): μικρές ρόδες στο κάτω μέρος επίπλων ή άλλων αντικειμένων, που επιτρέπουν ή διευκολύνουν τη μετακίνησή τους. Βλ. τροχήλατος. ● Υποκ.: καρουλάκι (το) ● ΦΡ.: αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) (ειρων.): ως απάντηση σε αβάσιμη και ανυπόστατη υπόθεση. [< μεσν. καρούλι]

κάστανο

κάστανο κά-στα-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άνου}: ο καρπός της καστανιάς, ο οποίος έχει αμυλώδη ψίχα, καφετί, λείο φλοιό και αρχικά αναπτύσσεται μέσα σε ξυλώδες και ακανθώδες περίβλημα που σπάει κατά την ωρίμανση: βραστά/καθαρισμένα/ψημένα ~α. Γλυκό (κουταλιού)/μαρμελάδα/παγωτό/τούρτα ~. Κρέμα ~ου. Γαλοπούλα (γεμιστή) με ~α. Τσουρέκι με γέμιση ~. Βλ. κάρυο. ● Υποκ.: καστανάκι (το) ● ΦΡ.: βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά (μτφ.): αναλαμβάνω δύσκολο έργο προς όφελος του συνόλου: Καλείται να βγάλει ~ ~. Πάλι εγώ θα βγάλω ~ ~; ΣΥΝ. βγάζω το φίδι απ' την τρύπα, δεν τρέχει κάστανο (προφ.): δεν συμβαίνει τίποτα (το ανησυχητικό): Μια χαρά είμαι, ~ ~!, δεν χαρίζει κάστανα (μτφ.): είναι ανυποχώρητος, αυστηρός: ~ ~ σε κανέναν!, δεν την παλεύω (κάστανο) βλ. παλεύω [< μτγν. κάστανα]

καταπιέζω

καταπιέζω κα-τα-πι-έ-ζω ρ. (μτβ.) {καταπίε-σα, καταπιέ-σω, -στηκα, -στώ, -σμένος, καταπιέζ-οντας, -όμενος} 1. περιορίζω την ελευθερία κάποιου, προσπαθώ να τον κάνω να συμμορφωθεί με τις εντολές ή τη θέλησή μου· ασκώ ψυχολογική πίεση: Καθεστώς που ~ει τους πολίτες. Απελευθέρωση/εξέγερση των ~σμένων λαών. ~όμενες κοινωνικές τάξεις. Πβ. (κατα)δυναστεύω, καταναγκάζω, τυραννώ.|| ~στηκε πολύ, όταν ήταν παιδί (ενν. από τους γονείς του· βλ. υπερπροστατεύω). ~σμένη: γυναίκα (ΑΝΤ. ανεξαρτητοποιημένη, χειραφετημένη).|| Μη με ~εις! 2. δεν αφήνω να εκδηλωθεί: ~ει τον εαυτό/τα ένστικτά του (= καταπνίγει, συγκρατεί, χαλιναγωγεί). Έχει ~στεί η δημιουργικότητά/έμπνευσή του. ~σμένα: συναισθήματα. [< μτγν. καταπιέζω 'πιέζω προς τα κάτω', γαλλ. opprimer]

καταπίνω

καταπίνω κα-τα-πί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κατάπια, καταπιώ, καταπίν-οντας} 1. κάνω να κατέβει συνήθ. στερεή ή υγρή τροφή από τη στοματική κοιλότητα στο στομάχι μέσω του οισοφάγου: ~ τις μπουκιές (= τρώω)/μια γουλιά κρασί (= πίνω). ~ει τα πάντα (= καταβροχθίζει). ~ το σάλιο μου (πβ. ξερο~). Κατάπια ένα κουκούτσι! Κατάπιε νερό κολυμπώντας. Δισκία/χάπια που ~ονται αμάσητα/ολόκληρα.|| ~ με βουλιμία/με δυσκολία/με μια χαψιά. Με πονάει ο λαιμός μου και δεν μπορώ να καταπιώ.|| (μτφ.) Κατάπια όλη τη σκόνη (πβ. εισπνέω). Το χώμα κατάπιε (= απορρόφησε) το νερό της βροχής. Το πλοίο το κατάπιε η θάλασσα (= βυθίστηκε). Τους κατάπιαν τα κύματα (= πνίγηκαν). Βλ. κατεβάζω, ρουφώ, στραβο~. 2. (μτφ.) πιστεύω ή δέχομαι κάτι, συνήθ. αρνητικό, εύκολα, αναντίρρητα, αδιαμαρτύρητα: Μην ~εις τα παραμύθια/ψέματα που σου λέει (πβ. μασώ, χάφτω).|| ~ει ένα-ένα τα φαρμάκια/τον εξευτελισμό/τις πίκρες/τις προσβολές (= υπομένει). Το κατάπια (= ανέχτηκα) κι αυτό! Πβ. το κάνω γαργάρα. 3. (μτφ.) δεν αφήνω να εκδηλωθεί, συγκρατώ: Κατάπιε τα δάκρυά/τον θυμό/τα λόγια του. Πβ. καταπνίγω, χαλιναγωγώ. ● ΦΡ.: άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη (προφ.): για κάποιον ή κάτι που χάθηκε ξαφνικά, απροσδόκητα: Μα πού εξαφανίστηκε; ~ ~! Δεν το βρίσκω πουθενά! ~ ~! Βλ. άφαντος., κατάπιε τη γλώσσα του (μτφ.): σε περιπτώσεις που παραμένει κάποιος σιωπηλός: Γιατί δε μιλάς; Κατάπιες ~ σου; Πβ. μένω άναυδος., διυλίζει τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον) βλ. διυλίζω, ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί βλ. ανοίγω, σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι βλ. μπαστούνι, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< αρχ. καταπίνω]

κέρατο

κέρατο κέ-ρα-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άτου} 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} σκληρή απόφυση στο κεφάλι ορισμένων θηλαστικών· γενικότ. κάθε παρόμοια έκφυση σε ζώα: ~α βοδιού/(αρσενικού) ελαφιού/κατσίκας/κριαριού/ταράνδου/ταύρου/τράγου. Κομπολόγια/χάντρες από ~.|| ΦΡ. (Και) στου βοδιού το ~ να κρυφτείς (: όπου και να πας), θα σε βρω! 2. (προφ.) ερωτική απιστία: Της/του ρίχνει/βάζει ~ (= την/τον κερατώνει. Πβ. απατώ). Πέφτει/τρώει ~. Πβ. μοιχεία. ΣΥΝ. κεράτωμα 3. (προφ.-μτφ.) ανατομικό αντιαισθητικό εξόγκωμα που προκαλεί ενόχληση· κατ' επέκτ. οτιδήποτε προκαλεί εκνευρισμό και ταλαιπωρία, εμποδίζοντας συνήθ. μια δραστηριότητα: Πέταξα (= έβγαλα) ένα ~ στο κούτελο. Βλ. σπυρί.|| Τι είναι αυτό το ~ στη μέση; ● Υποκ.: κερατάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κέρατο βερνικωμένο (υβριστ.): δύστροπος άνθρωπος. Πβ. στριμμένο άντερο., πιπεριά κέρατο βλ. πιπεριά ● ΦΡ.: μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα (αργκό): ασταμάτητα, συνεχώς: Θα περιμένω/(απειλητ.) θα σε κυνηγώ, ~ ~. Πβ. μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι., τα κέρατά μου/σου/του (αργκό): σε υπερβολικό βαθμό, πάρα πολύ: Ξοδεύει/πίνει/πληρώνει/τρώει/χρωστάει τα ~ του (= τ' άντερά του). Βλ. τα μαλλιοκέφαλα μου/σου/του ..., γαμώ το κέρατό/το στανιό μου/σου βλ. γαμώ, πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα βλ. ταύρος, στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο βλ. διάβολος, την τύχη/το κέρατό μου μέσα βλ. τύχη, της/του τα φοράει βλ. φορώ, το κέρατό μου το τράγιο βλ. τράγιος [< μεσν. κέρατον]

κερδίζω

κερδίζω κερ-δί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κέρδ-ισα, -ίσει, -ήθηκε, -ηθεί, κερδίζ-οντας, κερδ-ισμένος} 1. αναδεικνύομαι νικητής, νικώ: ~ισε την αγωγή/τον αγώνα/τη δίκη/τις εκλογές/το ματς (= πήρε)/τον πόλεμο. Τους ~ισε όλους και με διαφορά! Με ~ισε στο σκάκι. ~ισαν (με) 2-1 την αντίπαλη ομάδα. Βλ. ξανα~.|| Θέλει πάντα να ~ει. Ο τυχερός αριθμός που ~ει είναι το ... Ποιος ~ει μέχρι τώρα (: ποιος προηγείται στο σκορ); ΑΝΤ. ηττώμαι, χάνω (5) 2. αποκτώ κάτι ωφέλιμο ή επιθυμητό, λόγω τύχης ή ικανοτήτων, κατακτώ: Ο νικητής ~ει μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Οι υπερτυχεροί που κληρώθηκαν ~ουν δώρα αξίας ... ~ισε το πρώτο βραβείο/το λαχείο/το χρυσό μετάλλιο/τον τίτλο/το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο παίκτης ~ισε πέναλτι/φάουλ. ~ισαν γνώσεις/την ελευθερία τους/εμπειρίες. Έχει ~ίσει δόξα και χρήμα/(επάξια) μια θέση στο πάνθεον των ...|| Τι θα ~ίσω, αν σου αποκαλύψω την αλήθεια (: τι όφελος θα έχω); ~ισα πολλά από το ταξίδι (: ωφελήθηκα).|| ~ την αγάπη/την εμπιστοσύνη/το ενδιαφέρον/τον θαυμασμό/την προτίμηση/τη φιλία κάποιου. Σε ~ει με την απλότητά της/με την πρώτη ματιά (= γοητεύει). Τα βιολογικά προϊόντα ~ουν την αγορά. ~ισε το κοινό με τον λόγο του. Έχει κάνει τα πάντα, για να την ~ίσει (: ερωτικά). Ο σεβασμός ~εται, δεν επιβάλλεται. 3. βγάζω χρήματα από την εργασία μου ή με άλλο τρόπο: Πόσα ~εις από αυτή τη δουλειά; ~ει πάνω από ... ευρώ το μήνα. ~ίσαμε σημαντικά ποσά. Πβ. αποκομίζω, οικονομώ, προσπορίζομαι.κερδίζει (μτφ.-προφ.) ΑΝΤ. χάνει 1. (+ σε) υπερέχει, υπερτερεί: Το έργο του ~ (= πλεονεκτεί) σε πρωτοτυπία και πολυμορφία. 2. βελτιώνεται, αναδεικνύεται: Ωραίο τραγούδι που ~ πολύ, όταν παίζεται ζωντανά. ● ΦΡ.: βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου & κερδίζω τη ζωή μου: εξασφαλίζω, συνήθ. μέσω εργασίας, τα απαραίτητα, για την επιβίωσή μου, χρήματα ή υλικά αγαθά: ~ ~ ως δημοσιογράφος/καθαρίστρια. ~ει ~ με κόπο και ιδρώτα., βγαίνω/είμαι (ο) κερδισμένος (μτφ.): ωφελούμαι: Βγήκε ~ από την υπόθεση. Ήταν ο μεγάλος ~ των εκλογών.|| (απειλητ.) Όποιος του πηγαίνει κόντρα, δεν θα βγει ~., κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο: προσπαθώ να αναπληρώσω τις ελλείψεις, τα κενά που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, εντατικοποιώντας τις προσπάθειές μου., κερδίζω χρονιά/τάξη (παλαιότ.): δικαιούμαι να πάω στο σχολείο λίγο νωρίτερα από το κανονικό, λόγω της ημερομηνίας γέννησής μου., κερδίζω χρόνο (μτφ.): συντομεύω τον απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας ή τον παρατείνω προς όφελός μου: Πηγαίνω στη δουλειά με τη μηχανή, για να ~ίσω ~.|| Μας είπε ψέματα, προσπαθώντας να ~ίσει ~. Πβ. αγοράζω χρόνο., κέρδισε το εισιτήριο (μτφ.): κατόρθωσε να αποκτήσει πρόσβαση σε μια σημαντική δραστηριότητα: ~ ~ της συμμετοχής. ~ ~ για τον τελικό του διαγωνισμού., έκλεψε/κέρδισε τις εντυπώσεις βλ. εντύπωση, έχασε/κέρδισε το στοίχημα βλ. στοίχημα, καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου βλ. καρδιά, κερδίζει έδαφος βλ. έδαφος, κερδίζει/παίρνει πόντους βλ. πόντος1, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, τον/την κέρδισε το τραγούδι βλ. τραγούδι [< μτγν. κερδίζω]

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

κι

κι βλ. και

κλαίω

κλαίω κλαί-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κλαις ..., κλαίγοντας, (λόγ. μτχ. ενεστ. κλαί-ων, -ουσα, -ον) | έκλαι-γα, έκλα-ψα, κλά-ψει, κλαύ-τηκα κ. κλάφ-τηκα, κλαυ-τεί κ. κλαφ-τεί, κλα-μένος} & (σπάν.) κλαίγω 1. εξωτερικεύω ένα έντονο συναίσθημα (κυρ. λύπη, θλίψη, πόνο ή σπανιότ. χαρά), χύνοντας δάκρυα που, κάποιες φορές, συνοδεύονται από λυγμούς: ~ γιατί/επειδή/που ... Δεν αξίζει/πάψε (πια) να κλαις! Έλα, μην κλαις! Τι έχεις και κλαις; ~ει απαρηγόρητα/ασταμάτητα/βουβά/γοερά/εύκολα/σπαρακτικά/χωρίς λόγο. Όλο ~ει. ~νε από συγκίνηση/τα γέλια. ~γε με αναφιλητά (βλ. σκούζω)/κροκοδείλια δάκρυα. ~ψε δημόσια/μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα/στην αγκαλιά του. Ήμουν έτοιμος να/κρατήθηκα να μην/μου 'ρχεται να/πήγα να ~ψω (= να βάλω τα κλάματα). Κλάψε να ξαλαφρώσεις! Έφυγε κλαίγοντας. Πβ. με παίρνουν τα ζουμιά, με πήραν τα δάκρυα, με πήραν τα σιρόπια.|| (μτφ.-λογοτ.) ~ει ο ουρανός (= βρέχει).|| (από εξωτερικό ερέθισμα:) ~ει, καθαρίζοντας κρεμμύδια. Τσούζουν και ~νε τα μάτια μου (: δακρύζουν). Βλ. μυξο~, σιγο~. ΑΝΤ. γελώ (1) 2. (εμφατ.) θρηνώ· λυπάμαι, οικτίρω: ~ει και αναστενάζει/μοιρολογεί/φωνάζει για τον χαμό του ... ~νε τον νεκρό/τους δικούς τους. ~νε για την καταστροφή. Πβ. θρηνολογώ, πενθώ.|| ~ τα νιάτα μου/τα χρήματα που ξόδεψα άσκοπα/τον χρόνο που έχασα.|| ~ει η καρδιά/ψυχή μου (= στενοχωριέμαι πολύ)! (ειρων.) Σιγά μην ~ψω για πάρτη σου! Αν δεν πάνε καλά τα πράγματα, κλάψ' τον! Πβ. θλίβομαι, συμπονώ. ● Παθ.: κλαίγομαι: παραπονιέμαι, συνήθ. άδικα ή αναίτια: Τι (κάθεσαι και) ~εσαι όλη μέρα; Πάψε/σταμάτα να ~εσαι για το παραμικρό! ~εται μονίμως ότι δεν έχει λεφτά. Πήγε και του ~τηκε πως δεν έχει δουλειά (: τον παρακάλεσε επίμονα και αναξιοπρεπώς). Πβ. κλαυθμυρίζω, κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. ● Μτχ.: κλαίων , ουσα, ον (λόγ.) 1. (συνήθ. ειρων.) που κλαίει: ~ουσες: χήρες. Το παίζει ~ουσα (= μετανοούσα) Μαγδαληνή. 2. του οποίου το φύλλωμα ή τα ανθισμένα κλαδιά γέρνουν προς το έδαφος, δίνοντας την εντύπωση δακρύων: ~ουσες: τριανταφυλλιές. ● ΣΥΜΠΛ.: κλαίουσα ιτιά βλ. ιτιά ● ΦΡ.: (εμένα/αυτόν) μη με/τον κλαις (προφ.): μη με/τον λυπάσαι, γιατί δεν έχω/έχει ανάγκη: Αυτόν ~ ~· έχει λεφτά να ζήσει!, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί (παροιμ.): για να αποκτήσεις κάτι ή να βρεις το δίκιο σου, πρέπει να το διεκδικήσεις., είναι να τον κλαίνε (κι) οι ρέγκες/είναι να τον κλαις (προφ.): για κάποιον αξιολύπητο: Εάν αποτύχω, θα είμαι (για) να με ~ οι ρέγγες. Έτσι που κατάντησε, ~ ~ (= για κλάματα/για λύπηση). , θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει (προφ.): για δήλωση πλήρους αδιαφορίας (για κάτι): Ναι! Κι εγώ τώρα ~ ~! Σιγά μη βάλω ~ ~! Πβ. σκασίλα μου., θα κλάψουν(ε) μανούλες (προφ.): θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, θα γίνει μεγάλο κακό: Αν αποφασίσει να μιλήσει, (τότε) ~ ~ (πβ. θα πέσουν κορμιά). (απειλητ.) Μην το ξανακάνεις, διαφορετικά ~ ~!, κλαίν'/κλαίνε οι χήρες, κλαίν'/κλαίνε κι οι παντρεμένες (παροιμ.): για άτομο ανικανοποίητο, που παραπονιέται, ενώ δεν θα έπρεπε., κλαίω πικρά: μετανιώνω: ~ει ~ για το κακό που προκάλεσε.|| (συνήθ. απειλητ.) Θα ~ψεις ~ για όσα μου 'κανες (= θα το πληρώσεις ακριβά)!, κλάφ' τα (Χαράλαμπε) (προφ.): για άθλια κατάσταση. ΣΥΝ. άστα βράστα, βράσε ρύζι/όρυζα, κλάψε με μάνα (μ') κλάψε με! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθούν οι φοβερές συνέπειες που θα υποστεί κάποιος, σε περίπτωση που συμβεί αυτό που απεύχεται: Θα το μάθει και τότε ~ ~!, να κλάψω ή να γελάσω; (προφ., δηλωτικό αμηχανίας, απογοήτευσης ή στωικότητας): να στενοχωρηθώ ή να χαρώ;: Μ' αυτά που άκουσα, θα πρέπει ~ ~; Εδώ (τώρα) κλαίνε ή γελάνε;, ούτε κλαίει ούτε γελάει (προφ.) 1. (μτφ.) κάτι βρίσκεται σε μία μέση (ούτε θετική ούτε αρνητική) κατάσταση: Η πορεία της οικονομίας ~ ~. 2. (για πρόσ.) δεν εκδηλώνει κανένα συναίσθημα, τηρεί ουδέτερη στάση., τραβάτε/βαράτε με κι ας κλαίω (προφ.-ειρων.): για κάποιον που προσποιείται ότι κάνει κάτι μόνο και μόνο επειδή υποκύπτει σε εξωτερικές πιέσεις και όχι επειδή, κατά βάθος, το θέλει πραγματικά: Όλο ~ ~ είσαι!, αύριο κλαίνε βλ. αύριο, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, κλαίω και οδύρομαι/χτυπιέμαι βλ. οδύρομαι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, κλαίω τα λεφτά μου βλ. λεφτά, κλαίω τη μοίρα μου βλ. μοίρα, όλοι κλαίν(ε) τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι βλ. μυλωνάς, περασμένα μεγαλεία (και διηγώντας τα να κλαις) βλ. μεγαλείο [< αρχ. κλαίω] ΚΛΑΙΩ

κλαρί

κλαρί κλα-ρί ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): κλαδί. Βλ. βέργα. ● Υποκ.: κλαράκι (το) ● ΦΡ.: βγάζω στο κλαρί 1. εκδίδω, εκπορνεύω. 2. αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ., βγήκε στο κλαρί 1. έγινε πόρνη, κάνει πεζοδρόμιο. ΣΥΝ. βγήκε/έχει βγει στην πιάτσα (2) 2. ασχολήθηκε με δύσκολη ή παράνομη δραστηριότητα: Βγήκε από νωρίς στο ~ (= στη βιοπάλη, στο κουρμπέτι)., δεν αφήνω (κάποιον) (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί βλ. αφήνω, δεν κάθεται/δεν στέκεται σε χλωρό κλαρί βλ. χλωρός [< μεσν. κλαρί]

κλείνω

κλείνω κλεί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έκλει-σα, κλεί-σει, -στηκα, -στεί, κλείν-οντας, (σπάν.) -όμενος, κλει-σμένος} 1. μετακινώ ή τοποθετώ κινητό τμήμα ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με τρόπο ώστε να φράξω τη δίοδο ή να εμποδίσω την οπτική επαφή με εσωτερικό χώρο· τον καθιστώ μη προσβάσιμο: ~ τα παντζούρια/το παράθυρο/την πόρτα (με κλειδί = κλειδώνω)/το συρτάρι. Η εξώπορτα ~ει από μέσα/ερμητικά. (σε αυτοκίνητο) Οροφή που ανοίγει και ~ει (= ανοιγοκλείνει) αυτόματα. ~σα το καπάκι. Βλ. μισο~, ξανα~.|| ~ουμε (= σκεπάζουμε) τη χύτρα και βράζουμε για μιάμιση ώρα. Θήκες που ~ουν με φερμουάρ. Πβ. σφαλίζω. ΑΝΤ. ανοίγω (1) 2. μαζεύω ή διπλώνω κάτι ανοιχτό, απλωμένο ή ξεδιπλωμένο: ~ το βιβλίο. Κρεβάτι που ανοίγει και ~ει (= πτύσσεται) εύκολα. 3. (για συσκευή ή επιχείρηση, ίδρυμα) παύω τη λειτουργία, προσωρινά ή μόνιμα: ~ τον απορροφητήρα/τον εκτυπωτή/την οθόνη/τον υπολογιστή. Το μηχάνημα ~ει αυτόματα. Κλείσε τον ήχο/την τηλεόραση!|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ το σάιτ. Πατώντας το κουμπί ~ει το παράθυρο.|| Το κατάστημα ~ει στις τρεις. ~ουν τα θέατρα/τα σχολεία (ενν. για το καλοκαίρι). ~σε το εργοστάσιο (πβ. βάζει/μπαίνει λουκέτο). 4. τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι (δραστηριότητα, χρονική περίοδο, προφορικό ή γραπτό κείμενο), το διευθετώ οριστικά· ειδικότ. συμπληρώνω: Η εταιρεία ~σε με επιτυχία τη χρονιά. ~σε τον λόγο/την ομιλία του με μια παράκληση. (ελλειπτ.) ~ με ένα σχόλιο. (σε τελική παράγραφο) ~οντας (= τέλος), θα ήθελα να ... Καθένα από τα κεφάλαια ~ει με ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων. ~ουν οι εκκρεμότητες (πβ. τακτοποιώ). Το θέμα/η ιστορία ~σε (= έληξε).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~σε τον ισολογισμό/το ταμείο (: έκανε απολογισμό). Έχει ~σει ο προϋπολογισμός. (στο χρηματιστήριο) Ο Γενικός Δείκτης Τιμών ~σε (= οριστικοποιήθηκε) με απώλειες/στις ... μονάδες.|| Τα πόσα (ενν. χρόνια) ~ει; ~ει τα τριάντα. ~σε τρεις μήνες ζωής. ~σαν (= πέρασαν) ήδη δέκα χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου. ΑΝΤ. ανοίγω (7) 5. σταματώ τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ τον διακόπτη της συσκευής. (ειδικότ.) ~σα (= έσβησα) το φως. Κλείσε τη βρύση! ~ει η βαλβίδα.|| (μτφ.) Θα ~σει η στρόφιγγα των επιχορηγήσεων. 6. διακόπτω τηλεφωνική συνομιλία: ~ το ακουστικό (= κατεβάζω)/το τηλέφωνο. (ελλειπτ.) Συγγνώμη, αλλά πρέπει να ~σω, χτυπάει το κουδούνι.|| ~σε (: έπεσε) η γραμμή. 7. δεσμεύω, κρατώ, εξασφαλίζω: ~ δωμάτιο σε ξενοδοχείο/θέση σε αεροπλάνο/τραπέζι σε εστιατόριο (= κάνω κράτηση). ~σαμε εισιτήρια για τη συναυλία. (προφ.) ~σα διακοπές στο ... 8. συνάπτω σύμβαση· έρχομαι σε συμφωνία (για κάτι): ~ουν δουλειές/παραγγελίες. Έχω ~σει ραντεβού με γιατρό. Έχει ~σει συμβόλαιο με ... ~στηκε (η) συνάντηση (πβ. ορίζω). ~σε η συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πβ. συνομολογώ. 9. φράζω έναν χώρο, για να εμποδίσω τη δίοδο· δεν επιτρέπω σε κάποιον να περάσει: Μην ~εις τον διάδρομο/το πέρασμα! Ο δρόμος ~σε εξαιτίας κατολισθήσεων. ~σαν τα σύνορα. (στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Ο παίκτης ~στηκε από δύο αμυντικούς. Πβ. αποκλείω, μπλοκάρω. 10. εγκλείω, περιορίζω: Τον συνέλαβαν και τον ~σαν στο κρατητήριο. ~στηκε σε άσυλο/στη φυλακή/σε ψυχιατρείο. 11. (συνήθ. μτφ.) μειώνω: ~ει η ψαλίδα μεταξύ των δύο υποψηφίων (στις δημοσκοπήσεις). ~σε τη διαφορά του από τον πρωτοπόρο της βαθμολογίας. 12. γράφω το δεύτερο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ την αγκύλη. ~ουν τα εισαγωγικά.|| (κατ' επέκτ.-προφ.) ~ την παρένθεση κι επιστρέφω στο θέμα μας! ΑΝΤ. ανοίγω (11) ● κλείνει 1. (κυριολ. κ. μτφ.) θεραπεύεται, επουλώνεται: Πληγή/τραύμα βαθύ που δεν ~ (= δεν γιατρεύεται). 2. (μτφ.) περιέχει, περιλαμβάνει: Λεύκωμα που ~ μέσα του (= εμπεριέχει, εμπερικλείει) μια ολόκληρη εποχή. ● Παθ.: κλείνομαι 1. περιορίζομαι, απομονώνομαι ή εγκλωβίζομαι: ~στηκε μόνος στο γραφείο του. Έχω ~στεί μέσα τελευταία (: δεν βγαίνω από το σπίτι για διασκέδαση).|| ~στηκα στο ασανσέρ. 2. αποκλείομαι από κάπου: ~στηκα έξω (απ' το σπίτι). ● ΦΡ.: ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο & ένα κεφάλαιο (μτφ.): για ζήτημα ή χρονική περίοδο που ξεκινά ή ολοκληρώνεται, έρχεται σε πέρας: Κλείνει ένα κεφάλαιο της ζωής μου. ~ ~ των μεταρρυθμίσεων., κλείνει η μύτη μου: βουλώνει, συνήθ. λόγω ασθένειας: Έχει κλείσει ~ ~ από το συνάχι., κλείνει η φωνή μου & ο λαιμός μου: δεν μπορώ να μιλήσω ή βραχνιάζω: Κρύωσα και έκλεισε ~., κλείνομαι στον εαυτό μου: γίνομαι εσωστρεφής, λιγότερο κοινωνικός, εκδηλωτικός ή διαχυτικός: Έχει ~στεί ~ της.|| (κατ' επέκτ.) Χώρα που ~εται ~ της. Βλ. ενδοστρέφεια. ΣΥΝ. κλείνομαι στο καβούκι μου, κλείνουν τα μάτια μου: νυστάζω, μου έρχεται ύπνος: ~ ~ από τη νύστα., κλείνω στην αγκαλιά μου (κάποιον): τον αγκαλιάζω: Την ~σε ~ του και τη φίλησε.|| (μτφ.) Κόλπος που ~ει ~ του το νησάκι., κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) (μτφ.): αγαπώ πολύ., κλείνω τα βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. κάνω ισολογισμό: ~ ~ και τους λογαριασμούς της εταιρείας., κλείνω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. τον κρατώ σε άγνοια, τον παραπλανώ: Με την παραπληροφόρηση, προσπαθούν να ~σουν ~ των πολιτών. ΑΝΤ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου) 2. φροντίζω κάποιον στις τελευταίες του στιγμές: Του ~σε τα μάτια., κλείνω τα μάτια (μου) (μτφ.-προφ.) 1. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή: Θέλω να κλείσω ~ ~ ευτυχισμένος. Πβ. αποβιώνω. 2. προσποιούμαι ότι δεν είδα ή δεν αντιλήφθηκα κάτι: ~ ~ στα προβλήματα. Πβ. εθελοτυφλώ., κλείνω το μάτι (σε κάποιον): κλείνω στιγμιαία το ένα μάτι, για να αφήσω κάποιο υπονοούμενο: Μου ~ει ~ με νόημα/πονηρά.|| (μτφ.) Ο σκηνοθέτης κλείνει ~ στους θεατές., κλείνω τον φάκελο/κλείνει ο φάκελος (μτφ.): παύω να εξετάζω/παύει να εξετάζεται ένα θέμα, μια υπόθεση: Η αστυνομία ~σε τον ~ο της δολοφονίας του ... Με την καταδίκη του, ~σε οριστικά ο ~ του σκανδάλου. Βλ. βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι. ΑΝΤ. ανοίγω τον φάκελο, μου/μας έχει κλείσει το σπίτι (μτφ.-προφ.) 1. για πολύ μεγάλη καταστροφή, συμφορά: Μας ~σαν τα σπίτια μας, μας ρημάξανε. 2. (συνήθ. για γυναίκα) έγινε αιτία χωρισμού, μπήκε ανάμεσα σε ζευγάρι., ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα βλ. στόμα, δεν κλείνω μάτι βλ. μάτι, θα με στείλει/θα με κλείσει στο Δαφνί/στο Δρομοκαΐτειο βλ. Δαφνί, κλείνει τις πόρτες του βλ. πόρτα, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κλείνομαι στο καβούκι μου βλ. καβούκι, κλείνω τ' αυτιά μου βλ. αυτί, κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον βλ. πόρτα, κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα [< μεσν. κλείνω, κλείω γαλλ. fermer, αγγλ. close]

κοιτάζω

κοιτάζω κοι-τά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κοίτα-ζα, -ξα, κοιτά-ξω, -χτηκα, -γμένος, κοιτάζ-οντας} & κοιτώ & κοιτάω {κοιτ-άς ... | -ιέται, -ώντας} 1. βλέπω, στρέφω τα μάτια μου προς κάποιον/κάτι ή σε συγκεκριμένη κατεύθυνση: ~ αλλού/γύρω μου/δεξιά κι αριστερά/δίπλα/έξω/κάτω/μπροστά/πάνω/πίσω μου/προς το μέρος (κάποιου)/ψηλά. ~ βιαστικά/έντονα/επίμονα/προσεκτικά/στραβά (= στραβο~· βλ. αγριο~)/σχολαστικά. ~ώντας με απορία/μίσος/περιέργεια/φόβο. ~ από την κλειδαρότρυπα/το παράθυρο. Πού/τι ~άς; Σταμάτα να με ~άς έτσι! Κοίτα τι βρήκαμε! Κοίτα ντύσιμο! ~ζε συνέχεια το κινητό/ρολόι του. Με ~ξε από την κορυφή ως τα νύχια (: από πάνω μέχρι κάτω). Ούτε που γύρισε να με ~ξει. Πβ. θωρώ. Βλ. αντικρίζω, ατενίζω, κρυφο~, λοξο~, ξανα~, παρακολουθώ, παρατηρώ.|| ~άει άλλες γυναίκες (: ερωτικά). Βλ. γλυκο~, ξενο~.|| Η μπροστινή πλευρά του κτιρίου ~άει (: έχει θέα) στη θάλασσα.|| (μεσοπαθ.) Όλη την ώρα ~ιέται (: ~ει τον εαυτό του/της) στον καθρέφτη.|| (μεσοπαθ. στον πληθ. με αλληλοπάθεια:) ~ιόμαστε και συνεννοούμαστε. ~ζονταν με αγάπη/στα μάτια. 2. προσέχω, φροντίζω ή μεριμνώ για κάποιον/κάτι: ~ το μωρό/σπίτι (πβ. κρατώ, φυλάω). ~ει το συμφέρον του. Πολλοί ~ουν μόνο την εξωτερική τους εμφάνιση. Σε κάθε παιχνίδι ~ουμε (= στοχεύουμε) να κερδίσουμε. Είναι καιρός να ~ξεις τον εαυτό/τη ζωή σου. Θα ~ξω (= προσπαθήσω) να το στείλω αύριο. Πβ. ενδιαφέρ-, νοιάζ-ομαι.|| (προφ.) Κοίτα να είσαι ευγενικός μαζί τους. 3. ελέγχω, εξετάζω: ~ουμε διάφορες λύσεις για το συγκεκριμένο πρόβλημα. ~ κατάματα (: αντιμετωπίζω με θάρρος) την πραγματικότητα. Πριν φύγεις, κοίταξε αν τα παράθυρα είναι κλειστά. ~ξα (= έψαξα) παντού. Πότε ~ξες για τελευταία φορά την μπαταρία του αυτοκινήτου; Θα το ~ξω προσεκτικά το θέμα σου. Κοίταξέ το με την ησυχία σου. ~ξα (σ)το λεξικό, αλλά δεν βρήκα τη λέξη. ~ξες καλά; Στην ιστοσελίδα που σου είπα ~ξες;|| (ειδικότ. για ασθενή) Να ~ξεις τη χοληστερίνη σου. ● ΦΡ.: (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... & φάε/φάτε έναν ... (προφ.-ειρων.): ως έκφραση αποδοκιμασίας: ~ έναν μάγκα/πατριώτη!, δεν κοιτάς/κοίτα τα χάλια σου! (μειωτ.): δες τα δικά σου ελαττώματα και όχι των άλλων: Άσε την κριτική και κοίτα ~!, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό: για οκνηρούς, τεμπέληδες ανθρώπους., κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει!: σε περιπτώσεις που κάποιος θεωρείται ακατάλληλος να πει κάτι: ~ ~ για σπατάλη, αυτός που έδωσε τόσα λέφτα για ένα παντελόνι!, κοιτάζω πίσω (μτφ., συνήθ. με άρνηση): αναλογίζομαι, αναπολώ το παρελθόν: Φύγε και μην ~ξεις ~., τον/την κοιτάει στα μάτια (μτφ.): του/της είναι αφοσιωμένη/ος., (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) βλ. βλέπω, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, κοίτα το πουλάκι! βλ. πουλάκι, κοιτάει (μόνο) την τσέπη του βλ. τσέπη, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! βλ. βλέπω, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω [< μεσν. κοιτάζω. Παλαιότ. ορθογρ. κυττάζω]

κόρακας

κόρακας κό-ρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (προφ.) -άκου}: ΟΡΝΙΘ. κοράκι: αυτοκρατορικός/μαύρος ~. Η κραυγή/φωλιά του ~α. Βλ. θαλασσο~, νυχτο~, φαλακρο~. ● ΦΡ.: άι/άντε στον κόρακα! & (σπάν.) άι στον λύκο! (υβριστ.): εξαφανίσου, χάσου. Πβ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο!, κακού κόρακος, κακόν ωόν (λόγ. παροιμ.): ο κακός δάσκαλος βγάζει κακούς μαθητές., κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων διεφθαρμένων ή/και με κοινά συμφέροντα., κοράκου χρώμα: για κάτι κατάμαυρο: μαλλιά ~ ~., όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι (παροιμ.): για κάτι αδύνατο, ανέφικτο. [< μεσν. κόρακας]

κορώνω

κορώνω κο-ρώ-νω ρ. (αμτβ.) {κόρω-σα} (λαϊκό) 1. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι: ~σε με την αναίδειά του/από θυμό. Πβ. εξάπτομαι. 2. διεγείρομαι σεξουαλικά, ερεθίζομαι. 3. ζεσταίνομαι πολύ: ~ει και ιδρώνει. ΣΥΝ. καψώνω (1) ● κορώνει: αυξάνει σε ένταση ή/και σε μέγεθος, δυναμώνει: ~σε η φωτιά. ● ΦΡ.: ανάβει και κορώνει (μτφ.): φουντώνει: ~ ~ το μίσος/η συζήτηση. Το γλέντι ~ ~.|| (για πρόσ.) Άναψε και ~σε (= νευρίασε).

κοτσάνι

κοτσάνι κο-τσά-νι ουσ. (ουδ.) {κοτσαν-ιού} (προφ.): μίσχος άνθους, καρπού ή (εδώδιμου) χόρτου: λουλούδια με μακρύ ~. Αφαιρώ/βγάζω/κόβω τα ~ια από τις αγκινάρες/τα κεράσια/τις μελιτζάνες.|| Ξεχωρίζω τα φύλλα από τα ~ια. Δύο ~ια (= κλαράκια) άνηθο/σέλινο. Πβ. στέλεχος. ● Υποκ.: κοτσανάκι (το) ● ΦΡ.: την περνάω/την βγάζω κοτσάνι (αργκό): περνώ πάρα πολύ όμορφα. ΣΥΝ. (την) περνάω ζάχαρη [< τουρκ. koçan]

κουβέντα

κουβέντα κου-βέ-ντα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. συζήτηση, συνομιλία: καθημερινή/πολιτική/πολύωρη/σύντομη ~. Άρχισε/σταμάτησε η ~. (Έχω) ~ με έναν φίλο. Συνέχισαν την ~ τους. Mε την ~ ξεχάστηκα/η ώρα πέρασε. Δεν είχε όρεξη/ώρα για ~. Από την ~ κατάλαβα ... Από ~ σε ~ έμαθα ότι ... Ήρθε η ~ στο θέμα της ... Την ~ σου είχαμε (= για σένα μιλούσαμε, σε μελετούσαμε). Οι ~ες των μεγάλων/των παιδιών/της παρέας. Πβ. διάλογος. Βλ. ψιλο~. 2. λόγος, λόγια: Δεν έβγαλε/δεν είπε ~. Και πρόσεχε, γι' αυτό που σου είπα (μην πεις) ~ σε κανένα! Πβ. λέξη, μιλιά.|| Υποσχέθηκε να πει μια καλή ~ (= να μεσολαβήσει). Δεν μπορείς να πετάς μια ~ (: να μιλάς υπαινικτικά) και να φεύγεις. Καθαρές (= ειλικρινείς)/μεγάλες/μετρημένες/μισές (= μισόλογα)/παχιές (= πομπώδεις)/περιττές/σταράτες/τυπικές/φιλικές ~ες. ~ες του αέρα (= ανούσιες). Mε τις ~ες δεν γίνεται τίποτα. Βάζεις στο στόμα μου ~ες που δεν είπα. Αντάλλαξαν βαριές/σκληρές ~ες. Τον ήξερα μόνο από ~ες άλλων. Χρειάζεται δράση χωρίς πολλές ~ες. Πείτε μας δυο ~ες για τον ήρωά σας. Βλ. βρομοκουβέντες.|| (κατ' επέκτ.) Δεν είχαν πολλές ~ες μαζί της (: σχέσεις, επαφές). ● Υποκ.: κουβεντούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα & δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω συζήτηση: δεν υποχωρώ, δεν ανέχομαι κριτική ή αντιρρήσεις: Προσπάθησα να της μιλήσω, αλλά δεν ακούει ~ (= είναι ανένδοτη· βλ. δεν μιλιέται). Δεν δέχεται ~ από κανέναν. Δεν παίρνει ~ για το θέμα. Δεν σηκώνει πολλές κουβέντες., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα (προφ.): για πρόσωπο λιγομίλητο, που προσέχει τι λέει και δεν ανοίγεται εύκολα σε άλλους: Αν πεισμώσει, ~ ~., θα (σου) πω καμιά κουβέντα (απειλητ.): θα μιλήσω άσχημα, θα τα ακούσεις: Άντε φύγε, γιατί ~ ~. Προχώρα, μην πω ~ ~ τώρα., κάνω κουβέντα (προφ.): συζητώ κάτι: Απέφυγε να ~ει ~ για τα σχέδιά της. Μην (το) κάνεις ~ (= μην το αναφέρεις, να μείνει μεταξύ μας)., κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο (προφ.): στην πορεία της συζήτησης: ~ ~, στο τέλος τσακωθήκαμε., μια κουβέντα είπα (προφ.): για να μετριαστεί η βαρύτητα των λεγομένων: ~ ~, πώς κάνεις έτσι (: μη θυμώνεις)!, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον: αρχίζω συνομιλία: Έπιασε/άνοιξε ~ με τους μαθητές/μαζί τους. Μου έπιασε/άνοιξε ~ για βιβλία. Της είχε πιάσει την ~ μέσα στο λεωφορείο., χωρίς (άλλη/καμιά) κουβέντα 1. χωρίς να ειπωθεί κάτι (επιπλέον): Συνέχισε τον δρόμο της, ~ ~. 2. αναντίρρητα: Δέχθηκαν ~ ~ την αλλαγή., χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση & χωρίς πολλές κουβέντες: δίχως καθυστέρηση ή διαφωνία: Απέρριψε την πρόταση ~ ~. Υπέγραψαν ~ ~ το συμφωνητικό., αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< μεσν. κουβέντα < κομβέντον, κομβέντος < λατ. conventus ‘συνάντηση, συνάθροιση’]

κουρμπέτι

κουρμπέτι κουρ-μπέ-τι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): χώρος εργασίας ή δραστηριοποίησης, πιάτσα: Είναι νέος/παλιός στο ~ (= στη βιοπάλη). Κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον στο κουρμπέτι 1. εξωθώ κάποιον στην πορνεία. ΣΥΝ. βγάζω στο κλαρί (1) 2. αναγκάζω κάποιον να εργαστεί από μικρός., βγήκε στο κουρμπέτι 1. (για πόρνη) εκδίδεται. 2. άρχισε να δουλεύει από πολύ νέος., χρόνια στο κουρμπέτι: για πρόσωπο που έχει αποκτήσει μεγάλη πείρα σε ορισμένο τομέα: Είναι/έχει ~ ~. ΣΥΝ. παλιά καραβάνα [< τουρκ. kurbet]

κρουνός

κρουνός κρου-νός ουσ. (αρσ.) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας εκροής υγρού (κυρ. νερού) σε μεγάλη ποσότητα: πυροσβεστικός ~ (πβ. υδροστόμιο). ~ πεζοδρομίου. Δίκτυο ~ών (υδροληψίας). Βλ. βαλβίδα, βάνα, στρόφιγγα. 2. (μτφ.-επιτατ.) μεγάλη ροή: ~οί αίματος/δακρύων. Ανοίγουν οι ~οί της χρηματοδότησης. Βλ. ποτάμι, χείμαρρος. 3. (σπάν.) κρήνη, βρύση: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) μαρμάρινοι ~οί. ● ΦΡ.: άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού: άρχισε καταρρακτώδης βροχή. Βλ. βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/με το τουλούμι/καρέκλες/παπάδες. [< 3: αρχ. κρουνός]

κυκλοφορία

κυκλοφορία κυ-κλο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων: απρόσκοπτη/αυξημένη/διαμπερής/θαλάσσια/οδική/ομαλή ~. Απαγόρευση/αποσυμφόρηση/έλεγχος/περιορισμός/η ροή της ~ας. ~ αεροπλάνων/αυτοκινήτων/πεζών/πλοίων/σκαφών. Άδεια/τέλη ~ας. Εκ περιτροπής ~ (πβ. δακτύλιος). Προβλήματα στην ~. Κατεύθυνση/λωρίδες ~ας. Αποκαταστάθηκε/διεκόπη/παρακωλύεται η ~. Η ~ ρυθμίζεται από τροχονόμο/με φωτεινούς σηματοδότες. Ο δρόμος θα δοθεί στην ~ (: θα επιτραπεί η ~). Πβ. κίνηση. Βλ. κυκλοφοριακό, μποτιλιάρισμα. 2. διάθεση αγαθών, προϊόντων στην αγορά· (συνεκδ. κυρ. στον πληθ.) προϊόν που διατίθεται προς πώληση: Τα τραπεζογραμμάτια ευρώ βρίσκονται σε ~ (= κυκλοφορούν) από την 1η Ιανουαρίου 2002. Αποσύρθηκαν από την ~ ... χιλιάδες πλαστά χαρτονομίσματα. (ΟΙΚΟΝ.) Νομίσματα με νόμιμη ~. Ετήσια/μέση/μηνιαία ~ ενός περιοδικού (: ο αριθμός των τευχών που αγοράστηκαν). Έντυπη/ηλεκτρονική ~ (= έκδοση) ενός βιβλίου. Η επίσημη ~ του ντιβιντί. Το πρώτο σε ~ (= πωλήσεις) μοντέλο αυτοκινήτου. Εφημερίδα ευρείας ~ας.|| Ελληνικές/ξένες/τελευταίες μουσικές ~ες (: σιντί). Νέα/συλλεκτική ~ από τις εκδόσεις ... (: έντυπο, βιβλίο). 3. (κατ' επέκτ.) διάδοση: ελεύθερη ~ της γνώσης/των δεδομένων/ιδεών/πληροφοριών. Βλ. απόκρυψη. 4. ροή, κίνηση υγρών ή αερίων: υπόγεια ~ των υδάτων. Καλή ~ του αέρα (πβ. αερισμός). Βλ. ανα~.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Αγγειακή/αρτηριακή/φλεβική ~. (στα φυτά) ~ των χυμών. Βλ. μικρο~, -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερη κυκλοφορία: ανεμπόδιστη διακίνηση: ~ ~ εμπορευμάτων/εργαζομένων/κεφαλαίων/προϊόντων/προσώπων/υπηρεσιών. Κάρτα ~ης ~ας., κυκλοφορία της ατμόσφαιρας & ατμοσφαιρική κυκλοφορία: ΜΕΤΕΩΡ. οι κινήσεις μεγάλων αέριων μαζών στην ατμόσφαιρα. Βλ. υψηλό/χαμηλό βαρομετρικό. [< γαλλ. circulation de l'atmosphère] , κυκλοφορία του αίματος & (σπάν.) αιματική κυκλοφορία: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η συνεχής κίνηση του αίματος από την καρδιά, μέσω των αρτηριών, στα διάφορα όργανα και η επιστροφή του σε αυτήν διαμέσου των φλεβών: μεγάλη ή γενική (: από και προς όλο τον οργανισμό)/μικρή ή πνευμονική (: από και προς τους πνεύμονες) ~ ~. Πβ. κυκλοφορικό σύστημα. Βλ. εμβολή, θρόμβωση, ντόπλερ. [< γαλλ. la circulation du sang/sanguine] , ανάσχεση της κυκλοφορίας βλ. ανάσχεση, αριθμός κυκλοφορίας βλ. αριθμός, ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας βλ. ελεγκτής, εναέρια κυκλοφορία βλ. εναέριος, εξωσωματική κυκλοφορία βλ. εξωσωματικός, κάμερες διαχείρισης (της) κυκλοφορίας βλ. κάμερα, Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας βλ. κώδικας, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, παράπλευρη κυκλοφορία βλ. παράπλευρος, πινακίδες κυκλοφορίας βλ. πινακίδα ● ΦΡ.: θέτω σε κυκλοφορία: προωθώ στην αγορά, ξεκινώ να πουλώ: Η εταιρεία έθεσε ~ ~ το νέο μοντέλο. Τα εισιτήρια του αγώνα έχουν ήδη τεθεί ~ ~. [< γαλλ. m ettre en circulation] [< αρχ. κυκλοφορία 'κυκλική κίνηση', γαλλ. circulation]

κωλύω

κωλύω κω-λύ-ω ρ. (μτβ.) {μόνο στον ενεστ.} (λόγ., κυρ. σε νομικά κείμενα): εμποδίζω, δυσχεραίνω: Η μη προσέλευση του διωκόμενου δεν ~ει την πρόοδο της ανάκρισης. Παράγοντες που ~ουν τη σύναψη σύμβασης. Πβ. παρα~. ΑΝΤ. διευκολύνω ● Παθ.: κωλύομαι {μτχ. κωλυ-όμενος}: έχω κώλυμα, εμποδίζομαι, δυσκολεύομαι: ~ να απαντήσω δημοσίως/να παρευρεθώ. Τον πρόεδρο, όταν απουσιάζει ή ~εται, αναπληρώνει ο αντιπρόεδρος. Τα ~όμενα μέλη της γενικής συνέλευσης.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~όμενος: στρατιώτης (: που δεν μπορεί να παρουσιαστεί στην αναφορά λόγω διατεταγμένης υπηρεσίας). ● ΦΡ.: τα είδα όλα κωλυόμενα (στρατ. αργκό): βρέθηκα σε εξαιρετικά δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση. [< αρχ. κωλύω]

λαγός

λαγός λα-γός ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. {θηλ. λαγουδίνα} γρήγορο τρωκτικό (γένος Lepus), με μακριά πίσω πόδια και μεγάλα αυτιά, το οποίο ζει σε δάση και πυκνόφυτες εκτάσεις· συνεκδ. το κρέας του. ξεφώλιασμα ~ού. Βλ. κουνέλι.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ στιφάδο.|| (μτφ.) Με ρυθμούς ~ού (: πολύ γρήγορα· ΑΝΤ. με ρυθμούς χελώνας). Έχει καρδιά ~ού (: είναι δειλός). 2. ΑΘΛ. δρομέας που δίνει γρήγορο ρυθμό σε δρόμο αντοχής, για να βοηθήσει στην επίτευξη ρεκόρ από άλλον αθλητή. ● Υποκ.: λαγουδάκι (το): μικρός λαγός· κατ' επέκτ. κάθε απεικόνισή του. || Λούτρινα/πασχαλινά/σοκολατένια ~ια. Βλ. αρκουδάκι. ● ΦΡ.: βγάζω λαγό/λαγούς (από το καπέλο μου) (μτφ.-προφ.): ανακαλύπτω ή αποκαλύπτω κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, που θεωρείται μεγάλη επιτυχία: (για δημοσιογράφο:) Έβγαλε ~ (= θέμα, λαβράκι) από τη συνέντευξη., έγινε λαγός (μτφ.-προφ.): έφυγε πολύ γρήγορα, εξαφανίστηκε: Μόλις άκουσαν το περιπολικό, έγιναν ~οί (= την έκαναν, το 'βαλαν στα πόδια). ΣΥΝ. έγινε καπνός, έγινε Λούης, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του (παροιμ.): για κάποιον που βλάπτει από μόνος του τον εαυτό του., λαγούς με/και πετραχήλια (μτφ.-προφ.): για κάτι υπερβολικό, ουτοπικό, απραγματοποίητο: Δίνει/ζητά/τάζει/υπόσχεται ~ ~. ΣΥΝ. τον ουρανό με τ' άστρα, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες βλ. αρμέγω [< 1: μεσν. λαγός 2: γαλλ. lièvre, 1899]

λάδι

λάδι λά-δι ουσ. (ουδ.) {λαδ-ιού | -ιών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. λιπαρό υγρό που λαμβάνεται από τον καρπό ιδ. της ελιάς ή άλλων φυτών και χρησιμοποιείται κυρ. ως τροφή: (ελαιόλαδο:) αγνό/αρωματικό/βιολογικό/παρθένο (βλ. αγουρέλαιο)/ραφιναρισμένο ~. ~ και ξίδι (= λαδόξιδο). Αντλία/δοχείο (βλ. λαδερό) ~ιού. Ένας τενεκές ~. Λεκέδες από ~ (= λαδιές). Η οξύτητα του ~ιού. Λιαστές ντομάτες (διατηρημένες) σε ~. Μόλις κάψει το ~ στην κατσαρόλα, ... Ρίχνω ~ στη σαλάτα. Αλείφω το κρέας με ~. Τσιγαρίζουμε τα κρεμμύδια στο ~. Βλ. λαδο-, πυρηνέλαιο.|| (σπορέλαιο:) Μαγειρικό/φυτικό ~. ~ τηγανίσματος. Βλ. βαμβακ-, ηλι-, καλαμποκ-, σησαμ-, σογι-, φοινικ-έλαιο.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αγιασμένο ~. Βλ. Άγιο Μύρο, ευχέλαιο. 2. (γενικότ.) κάθε παχύρρευστο, εύφλεκτο και αδιάλυτο στο νερό υγρό φυτικής, ζωικής ή ορυκτής προέλευσης, με ποικίλες εφαρμογές, π.χ. στην κοσμετολογία και τη φαρμακευτική, τη λίπανση μηχανών, τον φωτισμό: ~ καρύδας/μαστίχας (= καρυδ-/μαστιχ-έλαιο). Βλ. αιθέρια έλαια.|| (καλλυντικό με ελαιώδη υφή:) Αντηλιακό/βρεφικό/ξηρό ~. ~ σώματος. (Θερμαντικό) ~ για μασάζ.|| ~ φάλαινας/φώκιας. Βλ. ιχθυ-, μουρουν-έλαιο.|| (ως λιπαντικό:) ~ σιλικόνης. (σε όχημα:) Συνθετικά ~ια. Αμορτισέρ/δείκτης/θερμοκρασία/τρόμπα/φίλτρο/ψυγείο ~ιού. Αλλάζω/ελέγχω τα ~ια του αυτοκινήτου. Ο κινητήρας καίει ~ια. Πβ. λιπαντ-, μηχαν-, ορυκτ-έλαιο.|| (ως καύσιμο:) Καλοριφέρ/λάμπα (βλ. παραφινέλαιο) ~ιού. Βλ. πετρέλαιο.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Χρώματα ~ιού (= ελαιοχρώματα). 3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (προφ.) ελαιογραφία: ~ σε καμβά/μουσαμά/ξύλο/χαρτί/χαρτόνι. ● Υποκ.: λαδάκι (το): στη σημ.1. ● ΣΥΜΠΛ.: χοντρό λάδι (προφ.): μούργα. ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι (προφ.): τον γλιτώνω από δύσκολη κατάσταση· απαλλάσσομαι, γλιτώνω, ξεφεύγω χωρίς συνέπειες: Ο δικηγόρος του κατάφερε να τον βγάλει ~.|| Τελικά την έβγαλε ~ (= την έβγαλε καθαρή)., βγάζω σε κάποιον το λάδι (προφ.): τον ταλαιπωρώ, τον παιδεύω πολύ: Μου 'χει βγάλει ~ αυτό το παιδί (= μου 'χει ψήσει το ψάρι στα χείλη)!, ρίχνω λάδι στη φωτιά (μτφ.): οξύνω, υποδαυλίζω μια ήδη τεταμένη κατάσταση: Έριξε ~ ~ με τις δηλώσεις του. [< γαλλ. jeter de l'huile sur le feu] , χάνει λάδια 1. (προφ., για όχημα) έχει διαρροή λαδιών. 2. (αργκό) για κάποιον που δεν συμπεριφέρεται λογικά ή για κάτι που δεν λειτουργεί σωστά: Μη δίνεις σημασία, ο άνθρωπος ~ ~. ΣΥΝ. χάνει στροφές (1), έσβησε το καντήλι του βλ. καντήλι, η θάλασσα είναι λάδι βλ. θάλασσα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο βλ. τρεις, τρεις, τρία [< μεσν. λάδι, γαλλ. huile]

λάθος

λάθος λά-θος ουσ. (ουδ.) {λάθ-ους | -η, -ών} 1. ό,τι αποκλίνει από αυτό που θεωρείται σωστό και κατ' επέκτ. αποδεκτό, λογικό και αναμενόμενο ή από αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα· ακατάλληλη ή ανεπιτυχής ενέργεια, κακή πράξη, παράβαση ή παράλειψη: ακούσιο/ανεπανόρθωτο/ασυγχώρητο/εγκληματικό/επαγγελματικό/μοιραίο/οικτρό/ολέθριο/παιδαριώδες/σοβαρό/στιγμιαίο/τραγικό/χαζό/χοντρό ~. Ιατρικό/λογιστικό/στατιστικό/τεχνικό/τυπογραφικό (πβ. παρόραμα) ~. Γλωσσικά/γραμματικά/εκφραστικά/λεκτικά/ορθογραφικά/συντακτικά/φραστικά ~η (βλ. ακυρολεξία, ασυνταξία, βαρβαρισμός, μαργαριτάρι, σολοικισμός). Επικοινωνιακά/στιλιστικά ~η. ~ από αμέλεια/απερισκεψία/απροσεξία/επιπολαιότητα. ~ εκ παραδρομής. Το μεγαλύτερο ~ της ζωής κάποιου. Ενδεχόμενο/περίπτωση/πιθανότητα ~ους. Αποφυγή/διόρθωση/σωρεία ~ών. Συγγνώμη, (δικό μου) ~! Ήταν ~ μου/προσωπικό μου ~ που ... Με το παραμικρό ~, μου βάζει τις φωνές. Αναγνωρίζω/αρνούμαι/ομολογώ/παραδέχομαι/πληρώνω το ~ μου. Διέπραξε ~η. Υπέπεσε σε πολλά ~η. Μαθαίνουμε από τα ~η μας. Δεν έμαθε από τα ~η του παρελθόντος. Έγιναν ~η στρατηγικής/τακτικής/χειρισμού. Δεν εντοπίστηκαν ~η. Ελέγχω το κείμενο για τυχόν ~η. Πβ. αμάρτημα, αστοχία, ατόπημα, γκάφα, γκέλα, κοτσάνα, ολίσθημα, παράπτωμα, πλάνη1, πλημμέλημα, στραβοτιμονιά, φάλτσο. ΣΥΝ. σφάλμα (1) 2. (ως επίθ.) λανθασμένος: ~ απάντηση (= άστοχη, ΑΝΤ. ορθή)/διεύθυνση/εντύπωση/κίνηση/νούμερο. Σε ~ βάση. ~ άνθρωπος σε ~ θέση. Πήρα ~ λεωφορείο. ΑΝΤ. σωστός (1) 3. (ως επίρρ.) λανθασμένα: Μάλλον κατάλαβα ~. ~ (= εσφαλμένα) το έγραψες. Τι κάνω/μπορεί να πήγε ~ (= στραβά); ● Υποκ.: λαθάκι (το): Βλ. μικρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρώπινο λάθος: για απόδοση ευθυνών σε πρόσωπο: Το δυστύχημα οφείλεται σε ~ ~ και όχι σε μηχανική βλάβη., ανάλυση λαθών/σφαλμάτων βλ. ανάλυση, ερωτήσεις σωστού-λάθους/διαζευκτικής απάντησης βλ. ερώτηση, λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης βλ. φύση, μήνυμα λάθους/σφάλματος βλ. μήνυμα, περιθώριο σφάλματος/λάθους βλ. περιθώριο ● ΦΡ.: αν δεν κάνω λάθος: έκφρ. μετριασμού της βεβαιότητας για κάτι: ~ ~ (= αν δεν γελιέμαι), ασχολείται με ... Σε είδα χθες, ~ ~. ΣΥΝ. αν δεν απατώμαι, γράψε/γράψτε λάθος & σημειώσατε λάθος (προφ.): έκφρ. παραδοχής σφάλματος: Συγγνώμη, ξέχασα ότι δεν μπορείς/μπορείτε αύριο, ~ ~., κάνω λάθος: σφάλλω: ~εις (μεγάλο) ~ (= απατάσαι) αν νομίζεις πως ... ~ει συνέχεια τα ίδια ~η/το ένα ~ μετά το άλλο. Δεν πειράζει, όλοι ~ουμε ~η. Έκανα ~ στην εκτίμησή μου (= έπεσα έξω)/στην πρόσθεση/στους υπολογισμούς. Μην ~εις το ~ και/να του ξαναμιλήσεις. Πβ. λαθεύω, λανθάνω. Βλ. αλάθητο., κατά λάθος & (λόγ.) εκ λάθους: χωρίς να το θέλει κάποιος: Έσβησα το μήνυμα ~ ~. Πβ. από αβλεψία. ΑΝΤ. εκ προθέσεως, επίτηδες, εσκεμμένα, σκόπιμα., λάθη επί λαθών (λόγ.-εμφατ.): διαδοχικά λάθη: ~ ~ στα τελευταία λεπτά του αγώνα., λάθος εποχή βλ. εποχή, τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε βλ. άνθρωπος, χτυπώ λάθος πόρτα βλ. πόρτα [< μτγν. λάθος ‘λήθη’, μεσν. λάθος, γαλλ. erreur, faute]

λάκκος

λάκκος λάκ-κος ουσ. (αρσ.) 1. κοιλότητα του εδάφους, συνήθ. μεγάλη και τεχνητή: σκαμμένος ~ (βλ. όρυγμα, σκάμμα, τάφρος, χαντάκι). ~ βάθους ... μέτρων. Απορροφητικοί ~οι αστικών λυμάτων (βλ. βόθρος). Διάνοιξη ~ων (φύτευσης). Έπεσε σε ~ο (= λακκούβα). Πβ. βαθούλωμα, γούβα, γούπατο, λούμπα. Βλ. λακκάκι.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αποθηκευτικοί ~οι (= αποθέτες). 2. (λαϊκό) τάφος. ● ΦΡ.: κάποιο λάκκο έχει η φάβα (παροιμ.): κάτι ύποπτο συμβαίνει, κάτι δεν πάει καλά., ο λάκκος των λεόντων/με τα φίδια (μτφ.): εξαιρετικά δύσκολη ή κρίσιμη κατάσταση: Βρίσκεται/έπεσε/τον έριξαν στον ~ο ~., όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα (παροιμ.): όποιος προσπαθεί να κάνει κακό σε άλλον, στο τέλος ζημιώνεται ο ίδιος., σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) (μτφ.-προφ.): προσπαθώ να τον βλάψω, δρω ύπουλα σε βάρος του: Του παρίστανε τον φίλο και από πίσω του έσκαβε ~.|| Άνοιξε μόνος του τον ~ του. [< αρχ. λάκκος]

λαμπάκι

λαμπάκι λα-μπά-κι ουσ. (ουδ.): μικρός λαμπτήρας: κόκκινο/προειδοποιητικό ~. ~ νυκτός. Χριστουγεννιάτικα ~ια (= λαμπιόνια). Ενδεικτικό ~ λειτουργίας. Αναβοσβήνει το ~ (της οθόνης) του υπολογιστή. Άναψε/έσβησε το ~ της φόρτισης. Το διαγνωστικό ~ του κινητήρα (: ένδειξη βλάβης). ΣΥΝ. φωτάκι ● ΦΡ.: μου ανάβουν τα λαμπάκια & μου ανάβει τα λαμπάκια (αργκό): θυμώνω πάρα πολύ, εξοργίζομαι: Κάτι τέτοια ακούω και ~ ~! Αυτή η αναμονή μου ~ει ~! Πβ. μου τη βαράει, μου τη δίνει/μου τη σπάει.

λαρύγγι

λαρύγγι λα-ρύγ-γι ουσ. (ουδ.) {λαρυγγιού} (προφ.) 1. λάρυγγας: Βάλε λίγο κρασί να βρέξω/δροσιστεί το ~ (= ο λαιμός) μου. 2. (συνεκδ.) φωνή τραγουδιστή· ο ίδιος ο καλλιτέχνης: χρυσό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθύ λαρύγγι (μτφ.-αργκό): πρόσωπο που εργάζεται σε υπηρεσία, οργανισμό ή εταιρεία και παρέχει ανώνυμα πληροφορίες που αφορούν παρατυπίες, φαινόμενα κακοδιοίκησης ή/και σκάνδαλα άλλων μελών και κυρ. ανώτερων στελεχών του εργασιακού του περιβάλλοντος: Ψάχνουν για το ~ ~ που έδωσε όλες τις καυτές λεπτομέρειες σχετικά με ... Πβ. πληροφοριοδότης, ρουφιάνος, χαφιές. [< αμερικ. deep throat, 1974] ● ΦΡ.: βγάζω το λαρύγγι μου/μου βγαίνει το λαρύγγι (μτφ.): ξελαρυγγιάζομαι: Έβγαλα ~/μου βγήκε το ~, μέχρι να τους ησυχάσω., θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί (μτφ.): ως απειλή: Μη μιλήσει κανείς, γιατί θα του ~ ~., στρίβω το λαρύγγι (κάποιου) (μτφ.): πνίγω, στραγγαλίζω: (απειλητ.) Έτσι και τον δω, θα του ~ψω ~ (= θα τον καρυδώσω)!, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω [< μεσν. λαρύγγι]

λαχαίνει

λαχαίνει λα-χαί-νει ρ. (αμτβ.) {συνήθ. στον αόρ. έλαχε, λάχει} (λαϊκό): τυχαίνει, συμβαίνει: Του έλαχε (ο κλήρος) να ... Κάνουν ό,τι λάχει. (Είναι) να μη σου λάχει! Όπου/όπως λάχει (: όπου/όπως να 'ναι). ● ΦΡ.: άμα λάχει: όταν τύχει, αν συμβεί: Βοηθάω πού και πού ~ ~. (μάγκικα:) ~ ~ να (π)ούμε., εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει βλ. βλάχος, βλάχα [< μεσν. λαχαίνω]

λέξη

λέξη λέ-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. ΓΛΩΣΣ. μονάδα του λόγου, γλωσσικό σημείο που έχει μορφή και περιεχόμενο (σημασία): λεξικές (ή πλήρεις) και γραμματικές (ή λειτουργικές ή κενές) ~εις. Απλές και μη απλές (: σύνθετες ή παράγωγες) ~εις (βλ. επίθ-, μόρφ-ημα, θέμα). Φωνολογικές ~εις. Οι τύποι μιας ~ης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Άκλιτες ή κλιτές ~εις.|| (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) Απαρχαιωμένες/αρχαίες ελληνικές/νέες (= νεολογισμοί)/σπάνιες ~εις. Η ετυμολογία/ο ορισμός μιας ~ης. Καταχώρηση ~εων σε λεξικό. Βλ. λεξιλόγιο.|| Δυσνόητη/κακόηχη/συνθηματική (βλ. πάσγουορντ) ~. Άγνωστες/βασικές/καθημερινές/ξένες/χυδαίες ~εις. Τα γράμματα/η έννοια/η μετάφραση μιας ~ης. Πώς γράφεται/τι σημαίνει η ~ ...; Από πού βγαίνει/προέρχεται η ~ ...; ~ που αρχίζει από/με φωνήεν. Δεν μου 'ρχεται η κατάλληλη ~. Αναζήτηση με ~εις-κλειδιά (: σε βάσεις δεδομένων). || ~εις-συνθήματα (: αλλαγή, επανίδρυση, κάθαρση). 2. κάτι που λέγεται ή γράφεται, σύντομη κουβέντα: Δεν ακούω ~ (για αυτό το ζήτημα)! Δεν μπόρεσε να αρθρώσει/βγάλει ~ (: να μιλήσει). ~ δεν έγραψε στο διαγώνισμα (: έδωσε λευκή κόλλα). Δεν έχουν ανταλλάξει ~ από το πρωί. Θέλω να σου πω δυο ~εις (= λόγια). Ξεστόμισε/χρησιμοποίησε βαριές ~εις (πβ. εκφράσεις). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε έναν καταχωρητή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας υπολογιστή και ο οποίος αποτελεί πολλαπλάσιο του οκτώ. ● Υποκ.: λεξίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: Βλ. -ίδιο., λεξούλα (η): Το μωρό είπε τις πρώτες του ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού βλ. ταμπού, μήκος λέξης βλ. μήκος, πρωτότυπη λέξη βλ. πρωτότυπος ● ΦΡ.: δεν λέω/δεν βγάζω λέξη (προφ.) 1. δεν λέω τίποτα, δεν μιλώ καθόλου: Δεν έβγαλε ~ από το στόμα του.|| (συχνά απειλητ.) Μην πεις ~ σε κανέναν! Μείνε εδώ ήσυχος και μη βγάλεις ~. Πβ. δεν βγάζω άχνα, σωπαίνω. 2. μόνο στο "δεν βγάζω λέξη": δεν καταλαβαίνω τίποτα: ~ ~ από το κείμενο., δεν μου βγαίνει λέξη (προφ.): δεν μπορώ να εκφραστώ προφορικά ή γραπτά, δεν έχω έμπνευση., δεν παίρνω λέξη πίσω (προφ.): δεν αναιρώ ή δεν μετανιώνω για προηγούμενη δήλωσή μου. ΑΝΤ. το παίρνω πίσω., επί λέξει (λόγ.) & κατά λέξη/(λόγ.) λέξιν: με τα ίδια ακριβώς λόγια: Στην παραίτησή του αναφέρει ~ ~ τα εξής ... Δήλωσε/μου είπε ~ ~ τα ακόλουθα ...|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά γράμμα, πβ. πιστή, βλ. ελεύθερη). ΣΥΝ. αυτολεξεί, λέξη προς λέξη (1), έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα: παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα: Δεν έχω πει ακόμη ~ μου ~. Ο λαός θα πει ~ ~ στις εκλογές. Θέλει να έχει ~ ~ σε όλα. [< γαλλ. avoir le dernier mot ] , λέξη προς λέξη 1. επί λέξει. 2. με κάθε λεπτομέρεια: Τα αφηγήθηκα/είπα όλα ~ ~. [< γαλλ. mot à mot] , με μια λέξη & με δυο λέξεις: με λίγα λόγια, πολύ σύντομα, συνοπτικά: Ανακεφαλαιώνω/περιγράφω/συνοψίζω/χαρακτηρίζω κάτι ~ ~. ~ ~, μου είπε ότι εγώ φταίω. [< γαλλ. en un mot] , ούτε λέξη 1. (+ για) κανένας λόγος, καμία αναφορά: (Δεν είπε) ~ ~ για άδεια. 2. απολύτως τίποτα: Δεν πιστεύω ~ ~ απ' όσα είπες.|| Δεν γνωρίζει ~ ~ (= καθόλου) Γαλλικά., παίζω με τις λέξεις & (σπάν.) παίζω με τα λόγια: κάνω περίεργους συνδυασμούς λέξεων, εκμεταλλεύομαι την πολυσημία τους, για να δημιουργήσω ασάφεια, να οδηγήσω κάποιον σε παρερμηνεία: Στα ποιήματά του ~ει ~.|| Μην ~εις ~! [< γαλλ. jouer sur les mots] , πίσω από τις λέξεις & κάτω από τις λέξεις (μτφ.): αναφορά στο βαθύτερο νόημα φράσης, ενέργειας: Τι κρύβεται ~ ~; Η ουσία ~ ~. Μάθε να διαβάζεις ~ ~ (= ανάμεσα στις/πίσω από τις γραμμές)., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, η τελευταία λέξη βλ. τελευταίος, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, παιχνίδι με τις λέξεις βλ. παιχνίδι [< μεσν. λέξη < αρχ. λέξις, γαλλ. mot 3: αγγλ. word, 1946]

λεφτά

λεφτά λε-φτά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. (λαϊκό) λεφτό} & λεπτά (προφ.): χρήματα: αεριτζίδικα/εύκολα/σίγουρα ~. Δεν (μου) φτάνουν τα ~. Όλα της τα ~ πάνε (= τα ξοδεύει) σε κοσμήματα. Έφαγε/έχασε όλα του τα ~ (= την περιουσία) στα χαρτιά. Πόσα ~ έδωσες/χρωστάς; Το αγόρασα με δικά μου/με τα πρώτα μου ~. Μας κόστισε/χαλάσαμε ένα κάρο/μάτσο/σωρό ~. Σκορπά ~ δεξιά κι αριστερά. Έχω ορισμένα ~ στην άκρη/μπάντα (βλ. αποταμιεύω). Σήκωσαν τα ~ τους από την τράπεζα (= έκαναν ανάληψη). Έμεινε από ~ (= ρέστος, ταπί). Δεν έχω ~ για πέταμα/σπατάλη. Με τα ίδια ~ θα μπορούσες να ... (: με το ίδιο χρηματικό ποσό). Τα κάνει όλα για τα ~. (γνωμ.) Τα ~ δεν είναι το παν/δεν φέρνουν την ευτυχία. Τα ~ αλλάζουν χέρια. (μειωτ.) Ζει με τα ~ του μπαμπά του. Πβ. τάλιρα.|| Σου περισσεύει κανά λεφτό; Πβ. φράγκο. ● Υποκ.: λεφτάκια & λεφτουδάκια & (σπάν.) λεφτούλια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: πεταμένα/τζάμπα/κοροϊδίστικα λεφτά: για άσκοπο ξόδεμα χρημάτων σε κάτι που δεν αξίζει· συνεκδ. η αντίστοιχη αγορά: Πλήρωσα ~ ~ (γι' άχρηστα πράγματα).|| ~ ~, δεν το έχω ούτε έναν μήνα το κινητό και χάλασε. Πβ. τζερεμές., χοντρά/τρελά λεφτά βλ. χοντρός ● ΦΡ.: (είναι) όλα τα λεφτά (νεαν. αργκό): για κάποιον ή κάτι απολαυστικό, που ξεχωρίζει, υπερέχει: Είσαι ~ ~!|| Οι ατάκες του είναι ~ ~., βγάζω/κάνω λεφτά: αποκτώ χρήματα, περιουσία: Δουλεύει μέρα-νύχτα για να βγάλει ~. Έκανε ~ στο εξωτερικό. Πβ. καζαντίζω., κλαίω τα λεφτά μου: μετανιώνω για χρήματα που ξόδεψα σε κάτι που τελικά δεν άξιζε., λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά: πάρα πολλά χρήματα: Έχει ~ ~ (= είναι πολύ πλούσιος). Πβ. με το καντάρι, να φαν κι/φάνε και οι κότες., τα λεφτά πάνε στα λεφτά (παροιμ.): σε περιπτώσεις που άνθρωποι ήδη πλούσιοι αποκτούν ακόμα περισσότερα χρήματα ή συναναστρέφονται, παντρεύονται άτομα της ίδιας οικονομικής και κοινωνικής τάξης., τα πιάσαμε/τα βρήκαμε τα λεφτά μας: όταν συμβαίνει απρόοπτα κάτι δυσάρεστο ή όταν κάποια θετική κατάσταση δεν είναι αναμενόμενη: Κόπηκε το ρεύμα! Τώρα μάλιστα, ~ ~ (= τη βάψαμε, την κάναμε από κούπες, την κάτσαμε τη βάρκα, την πατήσαμε)!|| Αν περιμένεις να σε βοηθήσει, τα 'πιασες/τα βρήκες τα λεφτά σου (= σώθηκες). Πβ. ζήτω που καήκαμε!, αξίζει τα λεφτά (του/της) βλ. αξίζω, βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα βλ. χρήμα, έναν περίδρομο λεφτά βλ. περίδρομος, έρχομαι στα λεφτά μου βλ. έρχομαι, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν βλ. χρήμα [< μεσν. λεφτά < μτγν. λεπτὸν (νόμισμα)]

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

λογαριασμός

λογαριασμός λο-γα-ρια-σμός ουσ. (αρσ.) 1. απόδειξη με το συνολικό ποσό χρέωσης, λόγω παροχής αγαθών ή υπηρεσιών ή αγοράς προϊόντων· το ίδιο το χρέος: αναλυτικός ~. Ήρθε ο ~ του κινητού/του νερού (= της ΕΥΑΘ, της ΕΥΔΑΠ)/της πιστωτικής/του ρεύματος (= της ΔΕΗ)/του τηλεφώνου (π.χ. του ΟΤΕ). Αποστολή του ~ού μέσω ίντερνετ/ταχυδρομείου. Παραλαμβάνω έναν ~ό. (προς σερβιτόρο) -Τον ~ό παρακαλώ! (για πελάτη) Ζήτησε το(ν) ~ό. Πβ. λυπητερή, τιμολόγιο.|| Ανεξόφλητος/απλήρωτος/εκκρεμής/εκπρόθεσμος/φουσκωμένος ~. Εξοφλώ έναν ~ό.|| (μτφ.) Πλήρωσε τον ~ό (= τα σπασμένα) για τα λάθη άλλων (πβ. ζημιά, κόστος, συνέπειες). 2. ΟΙΚΟΝ. κεφάλαιο που διατηρεί πελάτης σε τράπεζα: αδρανής/αποταμιευτικός/δανειακός/έντοκος/επενδυτικός/καταθετικός/κοινός/προθεσμιακός/προνομιακός/προσωπικός/τραπεζικός ~. ~ μισθοδοσίας/συναλλάγματος. Αριθμός/ενημέρωση/κατάσταση/κίνηση ~ού. Ανοίγω/κλείνω ένα(ν) ~ό. Μπλοκάρω/παγώνω/πιστώνω/χρεώνω ένα(ν) ~ό. Βάζω/καταθέτω χρήματα σε ένα ~ό. Σήκωσε το υπόλοιπο του ~ού (βλ. ανάληψη). Βλ. IBAN. 3. εκτέλεση αριθμητικών πράξεων, υπολογισμός (και καταγραφή) κυρ. των εσόδων, των εξόδων ή των οφειλών· εκτίμηση μιας κατάστασης, των θετικών και αρνητικών στοιχείων: ~ δαπανών/κερδών. Κάνω τον ~ό (= υπολογίζω). Μ' έναν πρόχειρο ~ό χρειάζονται ... χιλιάδες ευρώ. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω πάει, δεν κρατάω και ~ό (= δεν μετρώ, δεν σημειώνω). Πβ. καταμέτρηση, μέτρημα.|| (μτφ., συνήθ. στον πληθ.) Έπεσε έξω στους ~ούς του. 4. ΛΟΓΙΣΤ. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκθεση με τα έσοδα και έξοδα οικονομικής μονάδας κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου: πρωτοβάθμιοι ~οί (: οι περιληπτικοί ή γενικοί ~οί, αυτοί δηλ. που αναλύονται σε περισσότερους ~ούς). Δευτεροβάθμιοι ~οί (: οι αναλυτικοί ~οί οι οποίοι με τη σειρά τους αναπτύσσονται σε τριτοβάθμιους). ~ αποτελεσμάτων/ενεργητικού/ισολογισμού/παθητικού/προϋπολογισμού/τάξεως. 5. ΠΛΗΡΟΦ. εδραιωμένη σχέση που επιτρέπει σε χρήστη, μέσω ενός μηχανισμού πιστοποίησης, την πρόσβαση στους πόρους ενός υπολογιστή, δικτύου ή μιας υπηρεσίας πληροφοριών: ~ ηλεκτρονικού ταχυδρομείου/σε φόρουμ. Άνοιγμα/δημιουργία/εγκατάσταση/ενεργοποίηση/κωδικός πρόσβασης/στοιχεία ~ού. Σύνδεση στον ~ό. Κάνω ~ό. Ανέβασε φωτογραφίες στον προσωπικό του ~ στο ίνσταγκραμ/στο φέισμπουκ.λογαριασμοί (οι) (μτφ.) 1. εκκρεμότητες, διαφορές: Έχω κάτι ~ούς να κανονίσω/ξεκαθαρίσω/τακτοποιήσω μαζί του. Έκλεισαν τους ~ούς με το παρελθόν. 2. επαφές, σχέσεις, δοσοληψίες: Δεν θέλω ~ούς μαζί τους. Πβ. πάρε-δώσε, παρτίδες. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτοί λογαριασμοί (μτφ.): εκκρεμότητες, άλυτες διαφορές: Έχει ~ούς ~ούς με τη δικαιοσύνη. Οι δύο ομάδες άφησαν ~ούς ~ούς για τον επαναληπτικό., δεσμευμένος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα και στον οποίο έχουν επιβληθεί μέτρα περιορισμού ή απαγόρευσης της χρήσης του., Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού: ΟΙΚΟΝ. σειρά από αλφαριθμητικούς χαρακτήρες που προσδιορίζει μοναδικά τον λογαριασμό ενός πελάτη σε οποιαδήποτε τράπεζα στον κόσμο, με σκοπό τη διευκόλυνση της αυτόματης επεξεργασίας διασυνοριακών συναλλαγών. [< αγγλ. International Bank Account Number (ΙΒΑΝ)] , λογαριασμός όψεως & κατάθεση όψεως: ΟΙΚΟΝ. καταθετικός λογαριασμός, συνήθ. επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, με κύριο χαρακτηριστικό την ευελιξία στη διενέργεια συναλλαγών, μέσω επιταγών και μετρητών., λογαριασμός ταμιευτηρίου: ΟΙΚΟΝ. αποταμιευτικός λογαριασμός με επιτόκιο υψηλότερο από ενός τρεχούμενου και με δυνατότητα άμεσης ανάληψης: βιβλιάριο ~oύ ~ου., λογαριασμός χρήστη: ΠΛΗΡΟΦ. λογαριασμός. [< αγγλ. user account] , ξεκαθάρισμα λογαριασμών: επίλυση διαφορών, συνήθ. στον χώρο του υποκόσμου, με βίαιο τρόπο ή ανήθικα μέσα: Σε ~ ~ αποδίδει η Αστυνομία τη δολοφονία του ... Πβ. αυτοδικία. [< γαλλ. règlement de comptes] , παλιοί λογαριασμοί (προφ.): εκκρεμότητες, διαφορές ή αντιπαραθέσεις που έχουν προκύψει στο παρελθόν: κλείσιμο ~ών ~ών., τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χαμηλότοκος λογαριασμός για ιδιώτες και επιχειρήσεις που παρέχει τη δυνατότητα κατάθεσης και ανάληψης μετρητών χωρίς περιορισμούς, έκδοσης μπλοκ επιταγών και, κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου, το δικαίωμα υπερανάληψης. [< γαλλ. compte courant/ouvert] , ακαθάριστος λογαριασμός βλ. ακαθάριστος, αλληλόχρεος λογαριασμός βλ. αλληλόχρεος, άνοιγμα (του) λογαριασμού βλ. άνοιγμα, Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας βλ. ειδικός, τροφοδότης λογαριασμός βλ. τροφοδότης ● ΦΡ.: (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού: δηλ. της πληρωμής: Η χαρά του κόπηκε όταν ήρθε ~ ~., ανοίγω λογαριασμούς (μτφ.): έχω επαφές, πάρε-δώσε: Έχει ανοίξει ~ με την Αστυνομία., βάζω/φέρνω (κάποιον/κάτι) σε λογαριασμό (προφ.): ρυθμίζω, τακτοποιώ ή συμμορφώνω, συνετίζω: Προσπαθεί να βάλει ~ τα οικονομικά του.|| Δεν ξέρω πώς θα φέρω ~ αυτό το παιδί. Πβ. κουμαντάρω, στρώνω., για λογαριασμό (κάποιου): ως εκπρόσωπος ή προς χρήση άλλου: Λυπάμαι/ντρέπομαι ~ ~ σου (= για σένα). Ενεργεί ~ ~ του δικαιούχου. Εκπονήθηκε μελέτη ~ ~ του υπουργείου ... (πβ. εξ ονόματος). [< γαλλ. pour le compte de] , δικός μου λογαριασμός: αφορά αποκλειστικά εμένα, ευθύνομαι εγώ ο ίδιος, αποτελεί αρμοδιότητά μου: Το τι κάνω είναι ~ ~, να μη σε νοιάζει!, δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό & (σπάν.) χρωστώ λογαριασμό (προφ.): απολογούμαι, λογοδοτώ: Δεν δίνει/χρωστά ~ (= εξηγήσεις) σε κανέναν. (συνήθ. με αυστηρό ή ενοχλημένο ύφος) Δεν θα σου δώσω ~ με ποιον βγαίνω. Θα υποχρεωθεί να δώσει ~ στα αρμόδια όργανα. ΣΥΝ. δίνω λόγο (1), κάνω λογαριασμό (προφ.): για κατανάλωση αγαθών ή υπηρεσιών που αντιστοιχούν σε ορισμένο χρηματικό ποσό: Έκανε ~ (= ξόδεψε) πενήντα ευρώ., οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους (παροιμ.): η αμοιβαία συνέπεια στις συναλλαγές διασφαλίζει την ομαλότητα στις φιλικές, επαγγελματικές ή άλλου είδους σχέσεις. [< γαλλ. les bons comptes font les bons amis] , στέλνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): επιβαρύνω, χρεώνω: ~ουν ~ σε συνταξιούχους, μισθωτούς και ανέργους., χάνω το(ν) λογαριασμό (μτφ.-προφ.): αδυνατώ να μετρήσω σωστά, να υπολογίσω, συχνά λόγω μεγάλου πλήθους, ή γενικότ. μπερδεύομαι, βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης: Κοντεύει να χάσει τον ~ με τα χρήματα που 'χει μαζέψει.|| Μιλούσε πολλή ώρα και από ένα σημείο και μετά έχασα τον ~., λογαριάζω/κάνω λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο βλ. λογαριάζω [< μεσν. λογαριασμός 'υπολογισμός', γαλλ. compte, αγγλ. bill, account]

Μάης

Μάης Μά-ης ουσ. (αρσ.) 1. (προφ.-λογοτ.) Μάιος: ο γαλλικός ~ (: η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών το 1968). 2. ΛΑΟΓΡ. {πληθ. Μάηδες} μαγιάτικο στεφάνι. ● ΦΡ.: ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) (παροιμ.): για προσδοκία που η ικανοποίησή της μετατίθεται στο απώτερο μέλλον, γεγονός που την καθιστά αμφίβολη: Έγιναν συζητήσεις για πιθανές αυξήσεις μισθών μέσα στην ερχόμενη διετία, δηλαδή, ~ ~., πιάνω τον Μάη (μτφ.): μαζεύω λουλούδια στην εξοχή, για να φτιάξω το μαγιάτικο στεφάνι., στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει (παροιμ.): για συνεχείς ατυχίες που υφίσταται κάποιος. Βλ. ενός κακού μύρια έπονται. [< μτγν. Μάϊος]

μάσκα

μάσκα μά-σκα ουσ. (θηλ.) {μασκών} 1. κάλυμμα ολόκληρου ή τμήματος του προσώπου που φοριέται για μεταμφίεση ή/και απόκρυψη της ταυτότητας, υπόδυση ρόλου, για τελετουργικούς σκοπούς ή για προστασία: αποκριάτικη/θεατρική/κωμική ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Νεκρική/χρυσή ~ (: ομοίωμα της μορφής του νεκρού· πβ. προσωπίδα). Ανθρωπόμορφες/ζωόμορφες ~ες (βλ. μουτσούνα).|| Ληστές με ~ες. Βλ. κουκούλα.|| (για το στόμα και τη μύτη) Αναπνευστική/ιατρική/χειρουργική ~. ~ κοινότητας/πολλαπλής χρήσης/σκόνης.|| (για τον κορονοϊό) ~ υψηλής αναπνευστικής προστασίας τύπου KN 95, FFP2 (: κωδικοί πιστοποίησης, στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη, αντίστοιχα). || (για τα μάτια ή/και τη μύτη) ~ κατάδυσης/σκι. ~ σιλικόνης. Αγωνίστηκε με προστατευτική ~ στη μύτη.|| (για τα μάτια) ~ ύπνου (: για να μην ενοχλεί το φως). 2. είδος καλλυντικής κρέμας: αναζωογονητική/αντιρυτιδική/δροσιστική/ενυδατική/θρεπτική/κρεμώδης/συσφικτική/τονωτική ~. ~ ματιών/ποδιών/προσώπου/σώματος. ~ καθαρισμού/ομορφιάς/τροφής (για μαλλιά). ~ πηλού. ~ από γιαούρτι. ~ με άργιλο. Απλώνω/αφαιρώ τη ~. 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) επιφανειακή και παραπλανητική έκφραση, συμπεριφορά: (κάτω από τη) ~ της αδιαφορίας/καλοσύνης/υποκρισίας. Κρύβονται πίσω από μια ~. Πβ. λεοντή, προσωπείο.|| Το πρόσωπό της ήταν μια ανέκφραστη ~ (= αινιγματικό). 4. τμήμα της πρόσοψης οχήματος, το οποίο στα αυτοκίνητα βρίσκεται ανάμεσα στα φώτα και συνήθ. φέρει το σήμα της μάρκας, ενώ στις μηχανές βρίσκεται στο ύψος του φαναριού: ανασχεδιασμένη/ενιαία/κυψελοειδής ~. ~ του ψυγείου. ~ με γρίλιες. Βλ. καπό.|| Καινούργια ~. Βλ. προφυλακτήρας. 5. ΝΑΥΤ. καθεμία από τις δύο κυρτές πλευρές της πλώρης πλοίου. Βλ. γοφός, παρειά.μάσκες (οι): ΦΑΡΜΑΚ. απαγορευμένες ουσίες (π.χ. διουρητικά) που μπορούν να καλύψουν την παρουσία αναβολικών στον οργανισμό, επηρεάζοντας τα αποτελέσματα του αντιντόπινγκ κοντρόλ. ΣΥΝ. παράγοντες συγκάλυψης [< αγγλ. masking agents] ● Υποκ.: μασκάκι (το): 1. μερική ή ολική τεχνητή οδοντοστοιχία. 2. κυρ. στη σημ. 4. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, μάσκα οξυγόνου βλ. οξυγόνο ● ΦΡ.: βγάζω τη μάσκα (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): αποκαλύπτω τον πραγματικό μου εαυτό: Έβγαλε ~ και έδειξε το ποιόν του., πέφτουν οι μάσκες & πέφτει το προσωπείο κάποιου (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): αποκαλύπτεται η αλήθεια: Έπεσαν ~ και καταλάβαμε τον πραγματικό τους σκοπό., φοράω (τη) μάσκα βλ. φορώ [< ιταλ. masca, γαλλ. masque]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μαύρος

μαύρος, η, ο [μαῦρος] μαύ-ρος επίθ. 1. που έχει το χρώμα με την ελάχιστη φωτεινότητα ή τη μέγιστη σκοτεινότητα, η επιφάνεια του οποίου απορροφά, αλλά δεν αντανακλά καμία ορατή ακτινοβολία: ~ος: πίνακας (= μαυροπίνακας). ~η: απόχρωση/κουκκίδα/σημαία. ~ο: άλογο/βελούδο/κοράκι/στιλό/φόντο/φόρεμα. ~ο δερμάτινο/πέτσινο μπουφάν. ~ες: γόβες. ~α: εσώρουχα. Βάζω ~ο μολύβι στα μάτια. Μελάνι ~ου χρώματος.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~α γράμματα σε λευκό φόντο. Εκτύπωση με (έντονα) ~α (= μπολντ) στοιχεία. Βλ. ημίμαυρος.|| (εμφατ.) ~, κατάμαυρος. ~ σαν κάρβουνο/πίσσα (πβ. κατράμι). Πβ. ασπρό-, ολό-μαυρος. ΑΝΤ. άσπρος (1), λευκός (1) 2. που έχει πολύ σκούρο χρώμα, σχεδόν μαύρο: ~ος: ουρανός (πβ. συννεφιασμένος). ~η: πεύκη. ~α: γυαλιά.|| ~ος: καφές (: χωρίς γάλα). ~η: ζάχαρη (βλ. άσπρη)/μπίρα (βλ. ξανθιά)/σοκολάτα (ή υγείας)/σταφίδα (βλ. ξανθή). ~ο: κρασί (: σκούρο κόκκινο, βλ. μαυροδάφνη)/πιπέρι/ρύζι (βλ. λευκό)/ψωμί (πβ. ολικής αλέσεως). ~ες: ελιές (βλ. πράσινες). ~α: σταφύλια (βλ. λευκά).|| ~α: δόντια/μαλλιά/στίγματα (πβ. μελανά). ~οι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Έγινε ~ από τον ήλιο (πβ. μαυρίζω). Το μάτι του είναι ~ο από τη(ν) μπουνιά που έφαγε.|| Μες στη ~η νύχτα (: χωρίς φεγγάρι ή αστέρια, πολύ σκοτεινή).|| ~α: νύχια/χέρια (: βρόμικα, λερωμένα. ΑΝΤ. καθαρά). Έγινα ~ από τον καπνό.|| (για πρόσ.) ~η: φυλή (: με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, νέγρικη. Βλ. κίτρινη, λευκή). 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί κάτι αρνητικό, δυσάρεστο, θλιβερό: ~ος: μήνας. ~η: ζωή (πβ. άθλιος, βασανισμένος, δυστυχισμένος). ~ες: ειδήσεις/σκέψεις (πβ. απαισιόδοξος). ~α: μηνύματα. ~η ψυχή (: κακιά, μοχθηρή). ~ο (= δυσοίωνο) το μέλλον της οικονομίας. ~α σύννεφα στον τουρισμό. ~ες γιορτές/~ο Σαββατοκύριακο θα περάσουμε! Είναι σε ~α χάλια/έχει τα ~α του τα χάλια (: σε πολύ άσχημη κατάσταση)!|| (συνδεδεμένος με καταστροφικό, τραγικό γεγονός) ~ος: Σεπτέμβρης. ~η: επέτειος/μέρα (πβ. αποφράδα)/σελίδα της ιστορίας.|| (εμφατ.) ~η: απελπισία/πείνα/φτώχεια. Η ~η (= πικρή) αλήθεια είναι ότι ...|| ~η: μαγεία. 4. (προφ.) που δεν δηλώνεται στην εφορία και αποφέρει παράνομα κέρδη: ~η: οικονομία. Πβ. λαθραίος. ● Ουσ.: μαύρα (τα) 1. μαύρα ρούχα, συχνά ως ένδειξη πένθους: ντύνομαι στα/φοράω ~. Έβγαλε τα ~ (: σταμάτησε να πενθεί). Βλ. λευκά. 2. τα μαύρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. Βλ. λευκά., μαύρο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: Προτιμώ το μοβ από το ~.|| Το ~ σου πάει πολύ! ΑΝΤ. άσπρο (1) 2. (& σπάν. μαύρη ψήφος) (αργκό) αρνητική ψήφος· γενικότ. καταψήφιση, αποδοκιμασία ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Οι ψηφοφόροι θα ρίξουν ~ στο κόμμα. Θα φάει ~ δαγκωτό στις εκλογές. ΣΥΝ. φούμο (2) 3. & μαύρη (η): (αργκό) χασίς. Πβ. φούντα, χόρτο. ● Υποκ.: μαυρούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρη (αγορά) 1. παράνομη αγοραπωλησία σε δύσκολες κυρ. περιόδους (όπως πολεμικές) όπου υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων, κυρ. τροφίμων, τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 2. παράνομη αγοραπωλησία προϊόντων που δεν είναι νόμιμα, δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο ή πωλούνται σε χαμηλότερη από την κανονική τιμή, συνήθ. επειδή είναι κλεμμένα. [< αγγλ. black market, 1931, γαλλ. marché noir, 1945] , μαύρη γη (μτφ.) 1. καμένη έκταση. 2. (λογοτ., συχνά σε δημοτικά τραγούδια) ο Άδης., μαύρη ζώνη: ΑΘΛ. που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το ανώτερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. λευκή ζώνη., μαύρη μουσική: ΜΟΥΣ. το σύνολο των μουσικών ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Βλ. αρ εν μπι, μπλουζ, ραπ, σόουλ, τζαζ, χιπ χοπ., μαύρο μυθιστόρημα ΛΟΓΟΤ. 1. αυτό που συνδυάζει συνήθ. την αστυνομική πλοκή με την αρνητική, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Βλ. φιλμ νουάρ. 2. το γοτθικό, με βασικά χαρακτηριστικά τα υπερφυσικά και τρομακτικά στοιχεία. [< γαλλ. roman noir] , αρνητική/μαύρη διαφήμιση βλ. διαφήμιση, άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο βλ. άσπρος, η μαύρη ήπειρος βλ. ήπειρος, μαύρα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, μαύρα ταμεία βλ. ταμείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, μαύρες συσκευές βλ. συσκευή, Μαύρη Βίβλος βλ. βίβλος, μαύρη εργασία βλ. εργασία, μαύρη κωμωδία βλ. κωμωδία, μαύρη λίστα βλ. λίστα, μαύρη προπαγάνδα βλ. προπαγάνδα, μαύρη τρύπα βλ. τρύπα, μαύρη χήρα βλ. χήρα, μαύρο θέατρο βλ. θέατρο, μαύρο κουτί βλ. κουτί, μαύρο πρόβατο βλ. πρόβατο, μαύρο τσάι βλ. τσάι, μαύρο/μπλακ χιούμορ βλ. χιούμορ, μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα, μαύρος θάνατος βλ. θάνατος, μαύρος καβαλάρης βλ. καβαλάρης, μαύρος νάνος βλ. νάνος, μαύρος πάγος βλ. πάγος, μαύρος χρυσός βλ. χρυσός ● ΦΡ.: μαύρος και άραχνος (μτφ.-εμφατ.): για καθετί δύσκολο, δυσάρεστο, δυσοίωνο: Τα βλέπει/τα βρήκε/είναι όλα ~α και ~α., τα βάφω μαύρα (μτφ.-προφ.): στενοχωριέμαι υπερβολικά, απογοητεύομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό, απελπίζομαι: Τα έβαψε ~ μετά τον χωρισμό.|| (ειρων.) Σιγά μην τα βάψω ~ που δεν ήρθε! ΣΥΝ. είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά, με παίρνει από κάτω/αποκάτω, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά βλ. πανί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα βλ. μαυρίλα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, μαύρη η ώρα βλ. ώρα, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα βλ. χρώμα, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαῦρος, γαλλ. noir, αγγλ. black]

μαχαίρι

μαχαίρι μα-χαί-ρι ουσ. (ουδ.) {μαχαιρ-ιού | -ιών} 1. κοπτικό εργαλείο με λαβή και αιχμηρή λεπίδα: ανοξείδωτο/ασημένιο/ατσάλινο/κοφτερό/μεταλλικό/πλαστικό/πτυσσόμενο/πριονωτό ~. Επαγγελματικό ~. ~ γλυκού/φαγητού. ~ κρέατος/τυριού/ψωμιού. ~ του σεφ. Άκρη/λάμα/μύτη του ~ιού. Ακονίζω/τροχίζω το ~. Καθαρίζω/κόβω το φρούτο με ~. Βλ. κουτάλι, πιρούνι.|| ~ για το κόψιμο των κλαδιών/της χλόης.|| (ως όπλο:) (Δολο)φονικό ~. Επίθεση/οπλισμένος με ~. Πληγή/τραύμα από ~. Τον χτύπησε με ~. Πβ. μάχαιρα. Βλ. κουζινο-, τραπεζο-, χασαπο-μάχαιρο. Βλ. σουγιάς. 2. (μτφ.-προφ.) μείωση, περιορισμός: ~ σε μισθούς/συντάξεις. Το ~ των περικοπών. Μπαίνει/πέφτει ~ στις δαπάνες. 3. (μτφ.) για κάτι οξύ ή πολύ επώδυνο: κοφτερός σαν ~. Η ήττα του ήταν ~ στην καρδιά/στο στομάχι. Πβ. μαχαιριά. ● Υποκ.: μαχαιράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δίκοπο μαχαίρι βλ. δίκοπος ● ΦΡ.: βγάζω/τραβάω μαχαίρι 1. επιτίθεμαι με μαχαίρι που έχω πάνω μου: Έβγαλε/τράβηξε ~ και τον τραυμάτισε σοβαρά. 2. (μτφ.) αντιδρώ πολύ έντονα, επιθετικά: ~ ~, όταν με θίξουν., βγήκαν τα μαχαίρια (από τα θηκάρια)/βγήκαν τα κουμπούρια & βγήκαν μαχαίρια (μτφ.): ξεκίνησε έντονη διαμάχη μεταξύ αντιπάλων: ~ τα ~ μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης., έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο (μτφ.) 1. τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, μια κατάσταση έγινε ανυπόφορη: ~ ~, δεν πάει άλλο! 2. & (σπάν.) έβαλε/μπήκε ~ ~: για παράνομη υπόθεση που ερευνάται εξονυχιστικά, προκειμένου να ληφθούν τα σωστά μέτρα., και το μαχαίρι και το καρπούζι/και το καρπούζι και το μαχαίρι & και το μαχαίρι και το πεπόνι/και το πεπόνι και το μαχαίρι (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος διαθέτει τα μέσα, έχει τη δυνατότητα να κάνει αυτό που θέλει, χωρίς να υπολογίζει τους άλλους: Στα χέρια των υπευθύνων είναι ~ ~. Οι ιθύνοντες έχουν/κρατούν ~ ~., κόβω (με το) μαχαίρι (μτφ.): διακόπτω, σταματώ απότομα, και συνήθ. οριστικά: Μου κόπηκε ~ η όρεξη. Έκοψε το τσιγάρο με το ~ (= μια κι έξω)!, με το μαχαίρι: (λέγεται από υπαίθριο πωλητή) για καρπούζια και σπανιότ. πεπόνια, που μπορούν να κοπούν με μαχαίρι, για να διαπιστωθεί η ποιότητά τους: Όλα ~ ~ (= με δοκιμή). Βλ. με τη βούλα., στα μαχαίρια (με κάποιον) (μτφ.): για έντονη αντιπαράθεση μεταξύ δύο πλευρών: Βρίσκονται/ήρθαν ~. Είναι ~ με τον γείτονά του., ακονίζουν τα μαχαίρια βλ. ακονίζω, βάζω (βαθιά) το μαχαίρι στην πληγή βλ. πληγή, βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου βλ. λαιμός, έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι βλ. τρώω [< μεσν. μαχαίρι(ν)]

μεϊντάνι

μεϊντάνι με-ϊ-ντά-νι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): πλατεία ή γενικότ. ανοιχτός χώρος. Κυρ. στη ● ΦΡ.: βγαίνω/βγάζω στο μεϊντάνι (μτφ.-αργκό): εμφανίζομαι δημόσια ή αποκαλύπτω συνήθ. κάτι αρνητικό. [< τουρκ. meydan]

μέση

μέση μέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. το τμήμα του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στον θώρακα και τα ισχία· συνεκδ. το αντίστοιχο μέρος ενδύματος: λεπτή ~. Ανατομικό μαξιλάρι/ορθοπεδική ζώνη ~ης. Ασκήσεις για τη ~. Πόνοι στη ~ (πβ. οσφυαλγία). Από τη ~ και κάτω/πάνω. Πιάστηκε η ~ μου. Στάθηκε με τα χέρια στη ~. Μ' έπιασε από τη ~. Πβ. οσφύς.|| Το σακάκι μού είναι λίγο στενό στη ~ (βλ. μεσάτος). 2. το μεσαίο ή το κεντρικό τμήμα ενός αντικειμένου, μιας έκτασης: καρπούζι/λεμόνι κομμένο στη ~ (: στα δύο). Φόρμα του κέικ με τρύπα στη ~. Στη ~ (= κέντρο) του δωματίου. Γέμισε το ποτήρι μέχρι/ως τη ~.|| Ιστορία με αρχή, ~, τέλος. ΣΥΝ. μέσο (2) 3. το μέσο χρονικού διαστήματος, διαδικασίας: στη ~ (= στα μέσα) της σχολικής χρονιάς/του χειμώνα (= μεσοχείμωνο). Έφυγε στη ~ του μαθήματος. Είναι στη ~ της θητείας του. ● Υποκ.: μεσούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: τσαντάκι μέσης βλ. τσάντα ● ΦΡ.: αφήνω/παρατάω στη μέση (μτφ.-προφ.): δεν ολοκληρώνω κάτι που έχω ξεκινήσει να κάνω: ~ει ~ όποιο βιβλίο δεν του αρέσει. ~ησε ~ το φαγητό του κι έφυγε βιαστικά., βγάζω από τη μέση (μτφ.-προφ.) 1. δολοφονώ, σκοτώνω: Οι μαφιόζοι απείλησαν να τον βγάλουν από τη ~. ΣΥΝ. καθαρίζω (4) 2. εκτοπίζω, εξουδετερώνω: Αποκάλυψε το σκάνδαλο, βγάζοντας από τη ~ τους πολιτικούς του αντιπάλους., λυγίζω τη μέση (μου) (σπάν.-μτφ.): συμπεριφέρομαι με δουλοπρέπεια. Πβ. έχει εύκαμπτη μέση., μέση δαχτυλίδι (μτφ.): (για γυναίκα) πολύ λεπτή και κομψή μέση: Αποκτήστε/έχει ~ ~., μου βγήκε η μέση (μτφ.-προφ.): κουράστηκα πάρα πολύ, ταλαιπωρήθηκα: Μου ~ ~ να κουβαλήσω τα βιβλία! ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγαίνει ο κώλος, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μπαίνω στη μέση (μτφ.-προφ.): παρεμβαίνω σε υπόθεση που συνήθ. δεν με αφορά άμεσα ή εμφανίζομαι ως εμπόδιο: Μπήκε στη ~ προσπαθώντας να ηρεμήσει τα πνεύματα. Πβ. μεσολαβώ.|| Πώς να κρατήσει μια σχέση, όταν ~ει στη ~ το εγώ;, τον έβαλαν στη μέση 1. τον περικύκλωσαν: ~ ~ και τον χτυπούσαν όλοι μαζί. 2. (μτφ.) τον ανάγκασαν να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο: Τον βάλανε ~ ν' αποφασίσει/να πάρει το μέρος ενός από τους δύο., φεύγω/βγαίνω απ' τη μέση (μτφ.-προφ.): σταματώ να διαδραματίζω σημαντικό ρόλο, απομακρύνομαι: Ποιοι είχαν συμφέρον να φύγει/να βγει από τη ~ ο πρόεδρος;, βρίσκομαι/είμαι στο πουθενά/στη μέση του πουθενά βλ. πουθενά, μένει στη μέση βλ. μένω, μέσες άκρες βλ. άκρη, στη μέση του δρόμου βλ. δρόμος, χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. μέση]

μέτωπο

μέτωπο μέ-τω-πο ουσ. (ουδ.) {μετώπ-ου} 1. το άνω τμήμα του προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στην έκφυση των μαλλιών, τα φρύδια και τους κροτάφους: πλατύ/στενό/φαρδύ ~. Βαθιές ρυτίδες κατά μήκος του ~ου. Μια τούφα έπεφτε μπροστά στο ~ (βλ. φράντζα). Πβ. κούτελο.|| Λευκή κηλίδα στο ~ αλόγου. 2. ΣΤΡΑΤ. η πρώτη γραμμή στρατιωτικής δύναμης, παράταξης και συνεκδ. οι θέσεις, ο τόπος διεξαγωγής της μάχης: πολεμικό ~. Το ανατολικό/δυτικό/εχθρικό/συμμαχικό ~. Κατάρρευση του ~ου (: ήττα, υποχώρηση στρατού). Αναχώρηση για/πορεία προς το ~. Νέα από το ~. Πολέμησε στο αλβανικό ~. Έπεσε (= πέθανε) στο ~. Ο εχθρός (δι)έσπασε το ~ (= διαπέρασε τις γραμμές). Πβ. ζώνη επιχειρήσεων. Βλ. μετόπισθεν.|| (μτφ.) Εσωκομματικό ~. Εξελίξεις σε όλα τα ~α. Πβ. πεδίο μάχης. 3. συμμαχία, συνασπισμός: αντιρατσιστικό/απεργιακό/δημοκρατικό/ενιαίο/κοινό/πατριωτικό ~. ~ αριστεράς/δεξιάς. ~ νεολαίας. ~ εναντίον της αισχροκέρδειας/διαπλοκής. Συγκροτώ/σχηματίζω ~. Κάνω ~ με κάποιον (= συμμαχώ). Πβ. ένωση, λίγκα, συμπαράταξη, σύμπραξη, συνεργασία. 4. ΜΕΤΕΩΡ. το νοητό όριο μεταξύ αέριων μαζών με διαφορετικά χαρακτηριστικά (θερμοκρασία, υγρασία): στάσιμο ~ (: όταν οι μάζες που το σχηματίζουν δεν κινούνται). Μετακίνηση ~ου βορειοδυτικά.|| Το ~ της κακοκαιρίας. 5. πρόσοψη: ανάπλαση του ~ου ενός κτιρίου. Μόλος µε κατακόρυφο/κεκλιμένο ~. Κατασκευή δαπέδου σε όλο το μήκος του ~ου. ~ εκσκαφής σήραγγας.|| Το μπαλκόνι έχει ~ (= βλέπει) προς τη θάλασσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό μέτωπο: εμπόλεμη κατάσταση ή (συνήθ.-κατ' επέκτ.) αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη: Η κυβέρνηση έχει ~ ~ κατά της διαφθοράς/με την τρομοκρατία., γραμμή του μετώπου: γραμμή του πυρός: Διασπάστηκε η ~ ~.|| (μτφ.) Στην πρώτη ~ ~ κατά του ρατσισμού., θαλάσσιο/παραλιακό μέτωπο & (σπάν.) παράκτιο μέτωπο: τμήμα παράκτιας περιοχής που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και βλέπει σε αυτή., θερμό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας θερμού αέρα, η οποία περνά πάνω από μια ψυχρή μάζα, επιφέροντας αύξηση της θερμοκρασίας και δυνατή βροχή., μέτωπο κύματος: ΦΥΣ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που βρίσκονται στην ίδια φάση σε δεδομένη χρονική στιγμή κατά την κίνηση ενός κύματος. [< αγγλ. wave-front] , συνεσφιγμένο μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα όταν συναντά και σπρώχνει προς τα πάνω μια θερμή αέρια μάζα., το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς & πύρινο μέτωπο: η έκταση που καίγεται: Υπό έλεγχο τέθηκε ~ ~., ψυχρό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα, η οποία εισχωρεί κάτω από μια θερμή μάζα και την εκτοπίζει προς τα πάνω, σχηματίζοντας σωρειτομελανίες., αρραγές μέτωπο βλ. αρραγής, λαϊκό μέτωπο βλ. λαϊκός ● ΦΡ.: ανοίγω/κλείνω μέτωπα: έρχομαι σε σύγκρουση ή δίνω τέλος σε μια σύγκρουση, αντίστοιχα: Έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και να μην ανοίγουμε ~ μεταξύ μας. Τα συνδικάτα ανοίγουν νέο μέτωπο κινητοποιήσεων.|| Η κυβέρνηση κλείνει ~ με πολλούς φορείς., κατά μέτωπο(ν) (μτφ.): με άμεσο, ευθύ τρόπο: Αντιμετωπίζω ~ ~ τις δυσκολίες.|| (ως επίθ.) ~ ~ αντιπαράθεση/επίθεση/σύγκρουση., με το μέτωπο/κούτελο καθαρό/ψηλά: με καθαρή συνείδηση, χωρίς να μπορώ να κατηγορηθώ ότι έχω αδικήσει ή παρανομήσει: Θέλω να κυκλοφορώ/περπατάω ~ ~. Πβ. με το κεφάλι ψηλά., μέτωπο δεξιά/αριστερά!: στρατιωτικό παράγγελμα για στροφή παράταξης προς τα δεξιά ή τα αριστερά, αντιστοίχως. [< 1,2,5: αρχ. μέτωπον 3,4: γαλλ. front]

μιλιά

μιλιά μι-λιά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. ομιλία, ήχος της φωνής και η αντίστοιχη ικανότητα: (σε παραμύθια) Τα πουλιά μιλούσαν με ανθρώπινη ~. ΣΥΝ. ομιλία (1) 2. (ως προσταγή) μη μιλάς!, σώπα!, μη βγάλεις άχνα!: Και συ τ' ακούς; ~! Μη βγάζεις λέξη, ~ (= βούβα, μούγγα, σκασμός, τσιμουδιά). ● ΦΡ.: δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά (μτφ.): επικρατεί απόλυτη σιωπή., δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά & δεν κάνω κιχ (μτφ.-προφ.): δεν λέω τίποτα, δεν κάνω το παραμικρό σχόλιο, παράπονο: Μη βγάλεις ~ (= μη μιλήσεις, σώπα)! Ούτε ~ δεν πρόλαβε να βγάλει!, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του & του κόπηκε η μιλιά/η λαλιά (μτφ.): έμεινε άναυδος, άφωνος: ~ ~ από την έκπληξη/τον τρόμο/τον φόβο., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα [< μεσν. μιλιά]

μιλώ

μιλώ [μιλῶ] μι-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {μιλ-άς ... (σπάν.) μιλ-είς ..., μιλούν & μιλάνε | μίλ-ησα, -ήσει, -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} & μιλάω & (λόγ.) ομιλώ {-είς ..., παρατ. ομιλ-είτο, -ούνταν} 1. αρθρώνω λόγο: ~ αργά/ασταμάτητα/δυνατά/καθαρά/λίγο/πολύ/σιγά. Γιατί ~άς τόσο γρήγορα; Σταμάτα να ~άς πια! Είναι αγένεια να ~άς, όταν ~άει κάποιος άλλος. Πώς ~άς έτσι; ~άει με τη μύτη/με προφορά. Το μωρό ~ησε, είπε τις πρώτες του λεξούλες. Μίλα, γιατί δεν ~άς; Πβ. λέω. Βλ. παρα~, πολυ~, σωπαίνω. 2. εκφράζομαι προφορικά ή γραπτά· αναφέρομαι σε, κάνω λόγο για κάτι: ~ αλληγορικά/ανοιχτά/άστοχα/ευγενικά/ξεκάθαρα/σοβαρά/σωστά. ~ εκ μέρους κάποιου/εκ του ασφαλούς. ~ με άνεση/ευχέρεια. Δεν του αρέσει να ~άει για τον εαυτό του. Λατρεύει να ~άει για τη μουσική. Θα μας ~ήσει για την καινούργια του ταινία (σε συνέντευξη). Τα τραγούδια του ~ούν για τον έρωτα. Ποτέ δεν ~ούν για ... Για ποιους κινδύνους ~άτε; Ποτέ ως τώρα δεν έχω ~ήσει εναντίον του. Η Αστυνομία ~άει (: κάνει υπόθεση) για φόνο. Δεν ~ησα (: δεν έφερα αντίρρηση), για να μην τσακωθούμε. ~άς (: διαμαρτύρεσαι, παραπονιέσαι) κι εσύ που σου έχουν έρθει όλα βολικά. Θα ~ήσω στον αρμόδιο (: θα μεσολαβήσω). ~ώντας με ντοκουμέντα. ~ώντας γενικά, είπε ότι ...|| Στο πέμπτο κεφάλαιο ~άει για ... (: αφηγείται, διηγείται).|| (προφ.-εμφατ.) ~άμε για το παιχνίδι! 3. κουβεντιάζω, συζητώ για κάποιον/κάτι: Με ποιον ~άς; ~άει με τις ώρες στο τηλέφωνο. Για ποιο πράγμα ~άτε; ~άμε (σπανιότ. ~ούμε) για το ίδιο πράγμα. Δε ~ήσαμε πολύ. Όλος ο κόσμος ~άει για ... (πβ. κουτσομπολεύω). Μη ~άτε μεταξύ σας. Πρέπει να ~ήσουμε εμείς οι δύο. Μείνε ήσυχος, θα της ~ήσω εγώ (: θα προσπαθήσω να την πείσω, να τη συμβουλεύσω). Τα ~ήσαμε, τα συμφωνήσαμε. ~ησαν αρχηγός και διαιτητής (: ήρθαν σε συμφωνία, συνεννόηση). Έχει ήδη ~ηθεί να αποσύρει τη μήνυση. Πβ. συνομιλώ.|| Σου απαγορεύω να του ~άς (: να διατηρείς φιλικές ή τυπικές επαφές μαζί του)! Δεν μου ~άει εδώ και καιρό. Δε(ν) ~ιέται με τους γονείς της. Φτάσαμε στο σημείο να μη ~ιόμαστε. 4. απευθύνομαι σε κάποιον· εκφωνώ λόγο: Σε σένα ~άω, πού κοιτάς; Εγώ σου ~άω και εσύ με γράφεις. Δεν σου επιτρέπω να μου ~άς στον ενικό. Την είδα, αλλά δεν της ~ησα. Κανείς δεν τολμάει να του ~ήσει.|| ~άω δημόσια. Στην εκδήλωση ~ησαν και δύο ξένοι καθηγητές. Θα ~ήσει ο αντιπρόεδρος της ομάδας. Αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση ~ώντας από το βήμα αυτό. Πβ. αγορεύω. 5. γνωρίζω μια γλώσσα και τη χρησιμοποιώ ως μέσο επικοινωνίας: ~ (άπταιστα) Αγγλικά/Γαλλικά/Γερμανικά/Ελληνικά.|| ~ τη γλώσσα του σώματος. ~άνε (: συνεννοούνται) με νοήματα. Είναι σημαντικό οι γονείς να ~ούν στη γλώσσα των παιδιών. 6. αποκαλύπτω ή ομολογώ: Πολλοί γνωρίζουν τι συνέβη, αλλά κανείς δε ~άει. Μη ~ήσεις σε κανέναν! ~ησε τελικά ο κατηγορούμενος. Τον απειλούν επειδή ~ησε. Πβ. μαρτυρώ. 7. (μτφ.) αποφασίζω ή παίζω καθοριστικό ρόλο: Η δικαιοσύνη/ο λαός ~ησε. Τα άστρα ~ούν για σας. Τώρα ~άω εγώ! 8. (μτφ.) καθιστώ κάτι φανερό χωρίς χρήση λόγου: Οι αριθμοί ~ούν από μόνοι τους. Η εικόνα ~άει μόνη της. 9. (μτφ.) αγγίζω, ευαισθητοποιώ: Η μουσική του ~άει στην ψυχή μου/~ησε απευθείας στις καρδιές μας. ● ΦΡ.: (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο & στους/με τους τοίχους 1. σε περιπτώσεις που μιλά κάποιος χωρίς να του δίνουν σημασία: Προσπάθησα να του εξηγήσω, αλλά ήταν σαν να ~ στον τοίχο. 2. για κάποιον που μιλά στον εαυτό του., για να μη μιλήσω για ... (προφ.-εμφατ.): για να επισημανθεί κάτι επιπλέον σε σχέση με τα προαναφερθέντα: Υπερβολικές οι τιμές στα ρούχα, ~ ~ για τη χαμηλή ποιότητα των υφασμάτων., δε(ν) μιλιέται (προφ.): δεν έχει όρεξη να μιλήσει, συνήθ. λόγω μεγάλης στενοχώριας ή θυμού., εγώ μιλάω, εγώ τ' ακούω: δεν προσέχει κανένας αυτά που λέω., μίλα καλά! (προφ.): εκφράσου σωστά, όπως αρμόζει ή ξεκάθαρα: ~ ~, μη βρίζεις!|| (απειλητ.) ~ ~ (= ξηγήσου), ποιος τον σκότωσε;, μιλάω καλά για κάποιον: λέω κάτι θετικό για αυτόν, τον επαινώ: ~άει πάντα ~/με τα καλύτερα λόγια για σένα!, μιλάω με το σεις και με το σας & με το σας και με το σεις (συχνά ειρων.): πάρα πολύ ευγενικά., μίλησε με την τύχη (του): αποδείχτηκε, φάνηκε τυχερός: Στα τελευταία λεπτά του αγώνα, η ομάδα ~ ~ της., το μιλάει καλά το ... (λαϊκό): έχει ευχέρεια σε μια ξένη γλώσσα: ~ ~ αγγλικό., το πράγμα μιλάει (από) μόνο του: είναι ολοφάνερο., αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει βλ. καρδιά, ελληνικά (σου) μιλάω (όχι κινέζικα) βλ. ελληνικός, καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς! βλ. μασώ, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε/καταλαβαίνουμε βλ. μαζί, μιλάει η πείρα/η εμπειρία βλ. πείρα, μιλάει το κρασί βλ. κρασί, μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι βλ. κώλος, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον βλ. γλώσσα, μιλώ στον αέρα βλ. αέρας, μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον βλ. γλώσσα, να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον βλ. στόμα, ούτε μιλάει ούτε λαλάει βλ. λαλεί, το τηλέφωνο μιλάει/βουίζει βλ. τηλέφωνο, χρωστάω σε όποιον μιλάει ελληνικά βλ. χρωστώ ● βλ. μιλημένος [< μεσν. μιλώ]

μισογεμάτος

μισογεμάτος, η, ο [μισογεμᾶτος] μι-σο-γε-μά-τος επίθ.: που είναι γεμάτος ως τη μέση ή που δεν είναι εντελώς γεμάτος: ~ο: δοχείο/γήπεδο. Πβ. μισοάδειος. ● ΦΡ.: βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο (μτφ.): είμαι αισιόδοξος, βλέπω τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά.

μνήμη

μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]

μπιελάρ

μπιελάρ μπι-ε-λάρ επίρρ.: για πολύ σοβαρή βλάβη σε μηχανή, της οποίας η επισκευή απαιτεί χρόνο. ● ΦΡ.: βγάζω κάποιον μπιελάρ (αργκό): τον εξαντλώ ή τον εξουδετερώνω. Πβ. (βγάζω) νοκ άουτ., βγαίνω μπιελάρ (αργκό): εξουδετερώνομαι, αποδυναμώνομαι. [< αγγλ. ακρ. b(eyond) l(ocal) r(epair)]

μπροστά

μπροστά μπρο-στά επίρρ. 1. στην πλευρά ή την κατεύθυνση της ευθείας των ματιών, μετωπικά, σε άμεση επαφή: Πήγαινε ~. Κοίτα ~ σου. Φέρτε το πόδι ελαφρώς/λίγο ~. Να 'τος πάλι ~ μου. (εμφατ.) Καθίσαμε ~ ~ (= στις πρώτες θέσεις). Φόρεμα ανοιχτό ~. Το παντελόνι κουμπώνει ~. Τοποθετήστε το εδώ ~. ~ (σας) βλέπετε την Ακρόπολη. Ακριβώς ~ μας απλώνεται ο κάμπος. Έχω ~ μου τον χάρτη. Έβαλε ~ του ένα πιάτο φαΐ. Υποκλίθηκε ~ μου. Τον βλέπω συνέχεια ~ μου (= τον συναντώ). Άρπαξα ό,τι βρήκα ~ μου. Πέρασα ~ από το σπίτι τους. Η φωτογραφία τραβήχτηκε ~ από το καφενείο. Σπίτι ~ στη θάλασσα. Ένωσε τα χέρια ~ στο στήθος. Πάρκαρε ~ σε είσοδο πάρκινγκ. Όλη μέρα κάθεται ~ στην οθόνη του υπολογιστή. Στέκομαι ~ στον καθρέφτη/στη σκηνή. Έκθλιψη ~ (= πριν) από φωνήεν.|| Θα βγω/μιλήσω ~ σε κοινό/κόσμο (πβ. ενώπιον). Έμεινε ασυγκίνητη ~ στο φριχτό θέαμα. Ξέσπασε ~ στην κάμερα/στον φακό. Μην το πεις ~ του! Εσύ ήσουν ~ (= παρών, αυτόπτης μάρτυρας), εμένα ρωτάς; ΣΥΝ. εμπρός (1) ΑΝΤ. πίσω (1) 2. (συνήθ. χρον.) για κάποιον ή κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Ήταν εδώ πιο ~ (: πριν από εσάς). Είναι πολύ ~, δεν τους προλαβαίνετε. Είμαστε ~ δύο ώρες σε σχέση με την Αγγλία. Το ρολόι σου πηγαίνει ~. Γύρνα την κασέτα/ταινία ~ (= προς την αρχή της). Θέλω τα χρήματα ~ (= προκαταβολικά).|| Έχουμε ~ μας δύσκολες μέρες. Έχεις όλη τη ζωή ~ σου. 3. απέναντι σε κάτι ή σχετικά με αυτό, αντιμετωπίζοντας ένα θέμα παροντικό ή μελλοντικό: ~ στο αδιέξοδο/στο δίλημμα/στις ευθύνες μας/στην κάλπη/σε κρίσιμες αποφάσεις/στη μεγάλη πρόκληση. Φόβος ~ στο άγνωστο. Θαρραλέος ~ στον κίνδυνο. Κλείνουν τα μάτια ~ στη διαφθορά/στη δυστυχία/στα κοινωνικά προβλήματα. Βρισκόμαστε ~ σε μια νέα ανακάλυψη/εποχή. 4. συγκριτικά με: Η εργασία τους ωχριά ~ στη δική μας. Τι είναι η επίγεια ζωή ~ στην αιωνιότητα; ~ σου δεν αξίζει τίποτε/δεν πιάνει δεκάρα. ● Ουσ.: μπρος/μπροστά (τα): Γέρνει/σπρώχνει προς τα ~. ● ΦΡ.: βάζω μπροστά/μπρος 1. θέτω σε λειτουργία, ξεκινώ: Έβαλε ~ το αυτοκίνητο/τη μηχανή.|| ~ ~ ένα πρόγραμμα/σχέδιο. Έβαλαν ~ για παιδί/το διαζύγιο. 2. καταλογίζω σε κάποιον κάτι: Βάζει συνέχεια εμένα ~ για τα δικά του σφάλματα. Πβ. αποπαίρνω, μαλώνω., βγαίνω (από) μπροστά 1. προπορεύομαι, προηγούμαι ή προωθούμαι: Μου βγήκε ~, χωρίς να τον δω.|| Βγήκε ~ από τα δύο σέντερ μπακ και έβαλε γκολ. Πβ. μου τη βγαίνει με κόκκινο. 2. παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον: Ξαφνικά μας βγήκε ~ νέος αντίπαλος. Αντιμετωπίζει όποιο πρόβλημα του βγει ~., βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά: για αισιόδοξη στάση ζωής, ξεπερνώ ένα πρόβλημα με πίστη για μελλοντική βελτίωση, πρόοδο: Προχώρα ~ και μην κοιτάς πίσω., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά: για πορεία προόδου: ~ ~ για την ανθρωπότητα/στη μάχη κατά των ναρκωτικών. Είναι (αρκετά/πολλά) βήματα μπροστά. Βρισκόμαστε ~ ~ από τους αντιπάλους (= προηγούμαστε)., με το βλέμμα μπροστά: για προοδευτική δράση ή μελλοντική προοπτική: Προχωράμε ~ ~. ~ ~ αφήνουμε πίσω το παρελθόν., μπαίνω μπροστά (προφ.) 1. πρωτοστατώ: Η νεολαία μπήκε ~ στη μάχη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. 2. προηγούμαι: Η ομάδα μπήκε ~ στο σκορ., πάντα μπροστά! (ευχετ.): για ανεμπόδιστη πρόοδο., πάω/πηγαίνω μπροστά: προοδεύω: Χωρίς προσπάθεια δεν πάμε ~. Εσύ, παιδί μου, θα πας ~!, (είναι) χρόνια μπροστά βλ. χρόνος, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου βλ. βρίσκω, βρίσκω κάτι μπροστά μου βλ. βρίσκω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, έχω (ακόμα) δρόμο μπροστά μου βλ. δρόμος, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου βλ. μύτη, μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου βλ. μάτι, παίρνει μπρος/μπροστά βλ. εμπρός, περνώ/φεύγω μπροστά βλ. περνώ, τραβάω μπροστά βλ. τραβώ [< μεσν. μπροστά]

μυαλό

μυαλό μυα-λό ουσ. (ουδ.) 1. νους, σκέψη και ειδικότ. φρόνηση ή τρόπος σκέψης, νοοτροπία: επικίνδυνο/επιχειρηματικό/θετικό/θεωρητικό/καθαρό (: για πνευματική διαύγεια)/μαθηματικό/πονηρό/προοδευτικό/στενό/φτωχό ~. Λογαριάζω με το ~. Ξεπερασμένα/σκουριασμένα ~ά. Η δύναμη/οι δυνατότητες/τα μονοπάτια/παιχνίδια (= πλάνες, ψευδαισθήσεις)/προβολές του ~ού. Άνθρωπος με ανοιχτό/πρακτικό ~. Τρικυμία στο ~ (: για ταραγμένη διανοητική κατάσταση). Με το σκάκι ακονίζω/εξασκώ το ~ μου. Δουλεύει/κουράστηκε/σταμάτησε το ~ μου. Να έχεις στο ~ σου (: να θυμάσαι) ότι ... Δεν έχει το ~ να καταλάβει. Πού να ξέρω τι θέλει; Δεν είμαι στο ~ του. Απωθημένα φωλιάζουν στο πίσω μέρος του ~ού. Στο ~ και την καρδιά μας. Η μορφή του δεν φεύγει από το/τριγυρίζει συνέχεια στο ~ μου.|| Έχει ~ αυτό το παιδί (= είναι έξυπνο)! Δεν έχεις λίγο ~ στο κεφάλι σου (= είσαι άμυαλος, κουτός)!|| Άντε να προκόψεις με τέτοια ~ά! 2. για ευφυή άνθρωπο: Είναι γερό/δυνατό/κοφτερό/μεγάλο/φωτεινό ~. 3. εγκέφαλος· ειδικότ. στα σφάγια, ως τροφή: ανθρώπινο ~. Τα κύτταρα του ~ού.|| (συνήθ. στον πληθ.) Αρνίσια/μοσχαρίσια ~ά. ~ά βραστά/πανέ. ● Υποκ.: μυαλουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γυναικείο/θηλυκό μυαλό & (σπάν.) γυναικείος/θηλυκός νους: για άνθρωπο επινοητικό, δημιουργικό: Έχει ~ ~., τετράγωνο μυαλό & τετράγωνος νους: ορθολογιστής: Είναι άνθρωπος με ~ ~ και πολλές γνώσεις. ● ΦΡ.: ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες: κάνει τον άνθρωπο να αποκτήσει ευρύτητα πνεύματος: Το διάβασμα ανοίγει/τα ταξίδια διευρύνουν ~., βάζω μυαλό/νιονιό 1. συνετίζομαι: Την έχω πατήσει πολλές φορές, αλλά δεν λέω να βάλω ~. Πβ. βάζω γνώση. 2. (+ σε κάποιον) συνετίζω: Προσπαθώ να τους βάλω μυαλό, αλλά μάταια., βάζω το μυαλό μου να δουλέψει: χρησιμοποιώ τη σκέψη μου, συνήθ. για να πετύχω κάτι: Βάλε λίγο ~ σου ~, μην περιμένεις έτοιμη τη λύση., γεννά το μυαλό του (προφ.): είναι επινοητικός: Το μυαλό του γεννά συνεχώς καινούργιες ιδέες., είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου: ξέρω τι σκέφτεται: Πού να ξέρω τι εννοούσε; Στο ~ του είμαι;, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου 1. το(ν) σκέφτομαι: Σας έχω στο ~ μου, δεν σας ξεχνώ. Τα λόγια του τα είχα πάντα ~. Μόνο τη νίκη έχουν στο ~ τους, δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο. Θέλω να κάνω μια γιορτή, όπως εγώ την ~ ~. 2. σκοπεύω, σχεδιάζω: ~ει πάντα ~ του τη διάκριση. Για την επέτειο κάτι ~ ~. ~ ~ να του κάνω μια επίσκεψη κάποια στιγμή. Πβ. έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι)., έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου: σκέφτομαι επιπόλαια: Πρόκειται για άνθρωπο που έχει ~ του ~ του., καλά μυαλά! (ευχετ.-συχνά ειρων.): προτροπή για συνετή αντιμετώπιση καταστάσεων: Χρόνια πολλά και ~ ~! Ψυχραιμία και ~ ~!, κόβει το μυαλό του & (λαϊκό) η γκλάβα του: είναι (πολύ) έξυπνος. ΣΥΝ. του κόβει, μαζεύω το μυαλό μου: συγκεντρώνομαι: Πρέπει να ~έψω ~ και να γράψω επιτέλους το άρθρο., με τα μυαλά που έχεις/κουβαλάς ... (μειωτ.): με τη νοοτροπία που σε διακρίνει: ~ ~ δεν πρόκειται να δεις προκοπή., με το φτωχό μου το μυαλό: προσποιητή μετριοφροσύνη ως εισαγωγή σε πρόταση κρίσης: Εγώ, ~ ~, βλέπω ότι θέλουν να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο., μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι (μτφ.) 1. μου έρχεται κάτι, συνήθ. αρνητικό, στον νου ή μου γίνεται έμμονη ιδέα: ~ ~ η ιδέα/η σκέψη ότι .../να ... Οι εικόνες της φρίκης/τα λόγια της καρφώθηκαν στο μυαλό μου. ΣΥΝ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) 2. κατανοώ ή μου εντυπώνεται κάτι: Αν του το επαναλάβεις πολλές φορές, θα του μπει τελικά ~., μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου (μτφ.): με ξεμυάλισε, με συνεπήρε κάποιος ή κάτι, είμαι παράφορα ερωτευμένος: Ποια σου ~ ~; Η εκδρομή τούς ~ ~., μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο: εκπλήσσομαι, ενθουσιάζομαι: ~ ~ με τις δυνατότητες του νέου μοντέλου! ΣΥΝ. μου 'φυγε/μου 'πεσε η μασέλα, νερούλιασε/έχει νερουλιάσει το μυαλό του (προφ.): αποβλακώθηκε, ξεκούτιανε. Πβ. κουρκουτιάζω., όλα είναι στο μυαλό/θέμα μυαλού: απόφθεγμα σύμφωνα με το οποίο το μυαλό είναι που δημιουργεί παραστάσεις και αντιλήψεις και όχι η εμπειρική πραγματικότητα: Δεν έχεις πρόβλημα, ~ στο μυαλό σου. Μη φοβάσαι, ~ θέμα ~ού, αρκεί να έχεις θέληση., πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον): το(ν) σκέφτομαι, το(ν) υποψιάζομαι: Δεν θα πήγαινε ~ ~ σ' εκείνον με τίποτε!, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου;: επιτιμητικά για κάποιον που είναι αφηρημένος, απρόσεκτος ή απερίσκεπτος: Δεν με άκουσες που το είπα; ~ ~;, πού μυαλό;/δεν έχω μυαλό για κάτι: δεν έχω διάθεση, δεν μπορώ να επικεντρωθώ σε κάποιο θέμα: Πού ~ για δουλειά; Δεν ~ ~ για διάβασμα., σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου (μτφ.): σκέφτομαι, προβληματίζομαι έντονα: Σπάω το μυαλό μου να θυμηθώ πού σ' έχω ξαναδεί! Στύβω το κεφάλι μου να βρω μια λύση., χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου: τρελαίνομαι: Έχει χάσει ~ ~ά του, για να πιστεύει ότι θα σώσει τον κόσμο.|| Έχω ~σει ~ μου μαζί του (: είμαι τρελά ερωτευμένη). Πβ. χάνω τα λογικά μου., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανακαλώ στη μνήμη/στο μυαλό μου βλ. ανακαλώ, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχει κάλο στον εγκέφαλο βλ. κάλος, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, και τα μυαλά στα κάγκελα βλ. κάγκελο, κουκούτσι μυαλό βλ. κουκούτσι, μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό σου/του βλ. φτάνω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, ξεσηκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. ξεσηκώνω, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια βλ. πόδι, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πήζει το μυαλό μου βλ. πήζω, πιπιλίζω το μυαλό κάποιου βλ. πιπιλίζω, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, το μυαλό μου κολλάει βλ. κολλώ, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι, το μυαλό/τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) βλ. λίρα, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω, φουσκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. φουσκώνω [< μεσν. μυαλόν < μτγν. μυαλός < αρχ. μυελός]

μύτη

μύτη μύ-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. το μέρος του προσώπου στον άνθρωπο ή σε άλλα θηλαστικά το οποίο προεξέχει πάνω από το στόμα και κάτω από το μέτωπο, χωρίζεται σε δύο ρουθούνια και χρησιμεύει για την αναπνοή και την όσφρηση: γαλλική (: λεπτή και ελαφρώς ανασηκωμένη)/γαμψή/γυριστή/ίσια/κοντή/μακριά/μεγάλη/πλακουτσωτή/πλατιά/σουβλερή/σπασμένη/στραβή/στρογγυλή/χοντρή ~. Ελληνική ή κλασική ~ (: ίσια και λεπτή). Οστά/χόνδρος της ~ης. ~ κόκκινη από το κρύο. Αιμορραγία/επέμβαση/καταρροή/φαγούρα/φακίδες στη ~. Καθαρίζω/ξύνω/ρουφώ/σκαλίζω/σκουπίζω/φυσώ τη ~ μου. Η ~ μου είναι βουλωμένη/μπουκωμένη.|| Το κρασί φέρνει στη ~ αρώματα φρούτων.|| Mιλά με τη ~ (= έχει έρρινη προφορά).|| Πλαστική/ψεύτικη ~. Η ~ του κλόουν. 2. (κατ' επέκτ.) μουσούδι, ρύγχος ή το ράμφος των πουλιών: η ~ του δελφινιού/ξιφία/σκύλου. Βλ. προβοσκίδα.|| ~ αετού. 3. (μτφ.) αιχμηρή κυρ. ή λεπτή άκρη, προεξοχή ή το μπροστινό μέρος μακρόστενου συνήθ. πράγματος: κυρτή ~. Η ~ του αγκιστριού/της βελόνας/του βέλους/του καρφιού/του κονταριού/του μαχαιριού/του παγόβουνου/του σπαθιού. Μαρκαδόρος/πινέλο/στιλό με λοξή/στρογγυλεμένη ~ (πβ. ακίδα). Πένα με χρυσή ~. Έσπασε η/ξύνω τη ~ του μολυβιού. Έκοψε τα μαλλιά της ~ες/άφησε λίγες ~ες να πέφτουν στο πρόσωπο (βλ. αφέλειες).|| Η ~ του ακρωτηρίου.|| Η ~ του αεροπλάνου/του πλοίου (πβ. πλώρη)/του σωληναρίου. Σουτ με τη ~ του παπουτσιού (βλ. μύτος). 4. δυνατή όσφρηση: Το κυνηγόσκυλο έχει καλή ~. 5. (μτφ.) η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος ενστικτωδώς κάτι, διαίσθηση: Έχει (γερή) ~. 6. άρωμα κρασιού: πλούσια/πολύπλοκη/φινετσάτη ~. Έντονη ~ από μπαχαρικά/φρούτα του δάσους. ● Υποκ.: μυτίτσα (η), μυτούλα (η) ● Μεγεθ.: μυτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο της μύτης βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: ανοίγει/ματώνει η μύτη μου (προφ.): αιμορραγεί., βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη (προφ.): για κάτι που έχει δυσάρεστη έκβαση, ενώ αρχικά ήταν ή προοριζόταν να είναι ευχάριστο: Τελικά ήρθε στην εκδρομή, αλλά μας το έβγαλε από τη ~ με την γκρίνια του. Πβ. μου βγαίνει (κάτι) ξινό., δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι & (σπάν.) δεν μάτωσε μύτη 1. δεν προκλήθηκαν βίαια επεισόδια: Ήρεμα εξελίχθηκε ο χθεσινός αγώνας· ~ ~. Οι διαδηλωτές αποχώρησαν, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Πβ. αναίμακτα. 2. (μτφ.) δεν υπήρξε αντίδραση, εκδήλωση ενδιαφέροντος από τους θιγομένους: Κατεδαφίστηκαν όλες οι κατακτήσεις των εργαζομένων και ~ ~., δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του (μτφ.): είναι κοντόφθαλμος, στενόμυαλος: Δεν μπορεί να δει ~ ~. [< πβ. γερμ. nicht weiter sehen als seine Nase [reicht], γαλλ. ne pas voir plus loin que le bout de son nez] , δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου: δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα: Χωρίς τα γυαλιά/με τόσο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπε ούτε τη ~ της., έχει ψηλά τη μύτη (μτφ.-προφ.): έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι αλαζόνας: ~ ~ του και δεν μας καταδέχεται. Πβ. σηκώνει (τη) μύτη, σνομπ, ψηλομύτης, ψώνιο., η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει (παροιμ.): είναι υπερόπτης και ακατάδεκτος, ψηλομύτης ή τεμπέλης., κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου: για κάτι ολοφάνερο που γίνεται ή υπάρχει, χωρίς να το αντιλαμβάνομαι: Απέδρασε/πέρασαν κάτω από τη ~ των δεσμοφυλάκων. Η κλοπή έγινε κάτω από τη ~ των υπευθύνων. Η λύση τόσο καιρό βρισκόταν μπροστά στη ~ μας. Πβ. μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου., με τρώει η μύτη μου: έχω φαγούρα στη μύτη., μου σπάει/τρυπάει τη μύτη/τα ρουθούνια (προφ.): για φαγητό κυρ. που μυρίζει έντονα και ευχάριστα., μπαίνω/χώνομαι στη μύτη/στο ρουθούνι (κάποιου) (προφ.): γίνομαι ενοχλητικός., μύτη με μύτη: πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι. Πβ. έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον, πρόσωπο με πρόσωπο., να μου τρυπήσεις τη μύτη: για να δηλωθεί με βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να συμβεί κάτι: Αν κάνει τα μισά από όσα υποσχέθηκε, να μου τρυπήσετε τη ~. Βλ. να μη με λένε., πέφτει η μύτη/η μούρη μου (μτφ.-ειρων.): μειώνεται, θίγεται ο εγωισμός μου: Δεν παραδέχεται τα λάθη του, για να μην πέσει η μύτη του. , πέφτουν μύτες (προφ.): κάνει πάρα πολύ κρύο., πιάνω/κρατώ τη μύτη μου: πιάνω τη μύτη μου με τα δάχτυλα ή και δεν αναπνέω, συνήθ. για να αποφύγω δυσοσμία: Πάρε βαθιά αναπνοή και κράτα τη ~ σου κλειστή., σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη: τον κάνω ό,τι θέλω: Μου φαίνεται ότι σε σέρνει ~. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου., σκάω μύτη (προφ.): εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω: Ξαφνικά ~ει ~ ένα πιτσιρίκι.|| Έσκασε ~ ο ήλιος. ΣΥΝ. ξεμυτίζω, στη μύτη του κουταλιού: για μικρή ποσότητα (όση χωρά στην άκρη του): Προσθέτουμε ελάχιστο αλάτι/κανέλα ~ ~. (σπάν.) Μια μύτη ζάχαρη (= πολύ λίγη)., στις μύτες (των ποδιών): στις άκρες των ποδιών ή των παπουτσιών, με ανασηκωμένες τις φτέρνες: Πατώ/περπατώ/στέκομαι ~ ~. Μπήκε στο δωμάτιο ~ ~ (για να μη γίνει αντιληπτός). Πβ. (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων., το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι και οι ευφυείς άνθρωποι συχνά πέφτουν σε προφανείς παγίδες, την πατούν., τρέχει η μύτη μου 1. έχω καταρροή: Η ~ του τρέχει συνέχεια. 2. ματώνει: Kάθισε μέχρι που σταμάτησε να ~ ~ του., χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού & βάζω τη μύτη/την ουρά μου κάπου/παντού (προφ.): ασχολούμαι με ζητήματα που δεν με αφορούν: ~ει ~ του στα προσωπικά/στις υποθέσεις των άλλων. Μη ~εις ~ σου παντού. Πβ. ανακατεύομαι, επεμβαίνω, χώνομαι. ΣΥΝ. μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια, φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν [πβ. γερμ. seine Nase in etwas/in allen [hinein] stecken] , (με/χωρίς) σηκωμένη μύτη βλ. σηκωμένος, βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά βλ. καπνός, κλείνει η μύτη μου βλ. κλείνω, όλα τα γουρούνια έχουνε την ίδια μούρη/μια μύτη έχουνε βλ. γουρούνι, σηκώνει (τη) μύτη βλ. σηκώνω [< μεσν. μύτη < πβ. αρχ. μύτις ‘εσωτερικό των μαλακίων, μελάνι της σουπιάς’]

μυωπία

μυωπία μυ-ω-πί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. βλάβη του οπτικού συστήματος του ματιού ή του βολβού του, κατά την οποία τα οπτικά είδωλα εστιάζονται μπροστά από τον αμφιβληστροειδή παρά πάνω σε αυτόν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να δει ευδιάκριτα τα αντικείμενα που βρίσκονται σε απόσταση: διαθλαστική/εκφυλιστική/εξελικτική ~. Γυαλιά ~ας. Βλ. αμετρ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία. 2. (μτφ.) στενόμυαλη αντίληψη, απουσία διορατικότητας. [< 1: μτγν. μυωπία, γαλλ. myopie, αγγλ. myopia]

νεροποντή

νεροποντή νε-ρο-πο-ντή ουσ. (θηλ.): ξαφνική και πολύ δυνατή βροχή: καλοκαιρινή ~. Σφοδρή ~ έπληξε πολλές περιοχές. Διακοπή ρεύματος/καθιζήσεις/πλημμύρες λόγω (της) ~ής. Πβ. καταιγίδα, μπόρα, μπουρίνι. Βλ. ψιλόβροχο.

νόημα

νόημα νό-η-μα ουσ. (ουδ.) {νοήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. περιεχόμενο, σημασία: το ιστορικό/κοινωνικό/πολιτικό ~ ενός γεγονότος. Το ~ μιας εικόνας/ενός όρου. Το βαθύτερο/κρυφό/ουσιαστικό/πραγματικό/συμβολικό ~ του κειμένου (βλ. αλληγορία). Το ακριβές ~ της λέξης. Αλλοιώνω/αναζητώ/ανακαλύπτω/αντιλαμβάνομαι/διαστρεβλώνω/εξηγώ/κατανοώ/παρερμηνεύω το ~ μιας πρότασης. Παραποίησαν και παρεξήγησαν το ~ των δηλώσεών του. Προσπάθησε να αποδώσει/εκφράσει/συλλάβει το ~ του έργου.|| Η συζήτηση έχει αρχίσει να χάνει το ~ά της (= την ουσία της). Βλ. υπο~. 2. λόγος, σκοπός, αξία: το ~ της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σχέση τους έχασε το ~ά της (= το ενδιαφέρον της). Δεν βρίσκω κανένα ~ σε ό,τι λες (= τα θεωρώ ανούσια)! Τι ~ έχουν όλα αυτά; Το έχει πιάσει το ~ της ζωής (= απολαμβάνει τις χαρές της, χωρίς να τον νοιάζει τίποτα άλλο). 3. νεύμα, γνέψιμο· (κατ' επέκτ.-συνήθ. στον πληθ.) καθεμία από τις βασικές μονάδες λόγου στη νοηματική γλώσσα: ~ με το κεφάλι/τα μάτια/το χέρι. Συνεννοούνται με ~ατα. Τους έκανε ~ να μη μιλήσουν/να μπουν μέσα/να σταματήσουν. Βλ. χειρομορφή. 4. ιδέα, ιδεώδες: Έργο που διαπνέεται/είναι γεμάτο από υψηλά ~ατα. ● ΦΡ.: (δεν) βγάζω/βγαίνει νόημα: για κάτι που (δεν) είναι κατανοητό: Δεν βγάζω ~ από αυτά που λέει. Να ξαναγράψεις την πρόταση, έτσι ώστε να βγαίνει ~., δεν έχει νόημα: είναι άσκοπο, δεν υπάρχει λόγος, δεν αξίζει: ~ ~ να συνεχίσουμε την αντιπαράθεση. Μην επιμένεις, ~ ~., με νόημα/σημασία & όλο νόημα/σημασία: εκφράζοντας ή υπονοώντας κάτι: απάντηση/δηλώσεις/πράξη ~ ~. Γέλασε/τον κοίταξε ~ ~., μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα (προφ.): αρχίζω να καταλαβαίνω κάτι ή κάνω κάποιον να κατανοήσει κάτι: Άργησες να μπεις ~, αλλά τα κατάφερες! (αργκό) Μπήκες/το 'πιασες (= με πιάνεις, κατάλαβες); Πβ. μπαίνω στο πνεύμα.|| Προσπαθώ να σε βάλω ~ τού τι θέλω να πω., κενός περιεχομένου βλ. κενός [< 1: αρχ. νόημα, γερμ. Noema, γαλλ. noème, αγγλ. noema, 1931 2: γαλλ. sens 3: γαλλ. signe, γερμ. Wink 4: γαλλ. idée]

νους

νους [νοῦς] ουσ. (αρσ.) {νου (λόγ.) νοός | (λόγ.) πληθ. νόες} ΣΥΝ. διάνοια, μυαλό 1. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών που σχετίζονται κυρ. με την αντίληψη, τη σκέψη, τη φαντασία, τη μνήμη· το πνεύμα, ο λόγος (δηλ. το λογικό): γέννημα/δημιούργημα/κατασκεύασμα/πλάσμα/προϊόν του νου (πβ. αποκύημα της φαντασίας). Οι δυνάμεις/η εγρήγορση/η καθαρότητα του νου. Έχει δημιουργικό/εύστροφο/οξύ/πρακτικό νου. Πράξη που ξεπερνά τον ανθρώπινο νου (: αδιανόητη, φρικτή). Αποφασίζει/κρίνει με καθαρό νου (= λογικά, ψύχραιμα). Έσβησε από τον νου του τα πάντα (= τα ξέχασε). Έχασε το(ν) νου της/σάλεψε ο ~ του (= τρελάθηκε). Πβ. νοημοσύνη, νόηση. Βλ. ψυχή.|| (ΦΙΛΟΣ.) Ο ~ του Αναξαγόρα/Ηράκλειτου. Φιλοσοφία του νου. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο έξυπνο, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη νοητική ικανότητα: φωτισμένος ~ (πβ. ιδιοφυΐα). Μόνο ένας δαιμόνιος/σατανικός ~ θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο! ● ΣΥΜΠΛ.: κοινός νους & (σπάν.) κοινό μυαλό: κοινή λογική., ιθύνων νους βλ. ιθύνων, τετράγωνο μυαλό βλ. μυαλό ● ΦΡ.: βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι (προφ.): πάει το μυαλό μου σε κάτι, σκέφτομαι, υποψιάζομαι: Δεν ~εις με τον νου σου τι σε περιμένει!, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) (προφ.): σταματώ να το(ν) σκέφτομαι, το(ν) ξεχνώ: Μη φοβάσαι, δεν θα ξανασυμβεί, βγάλ' το ~ σου! Δεν μπορεί κανείς να μου (το) βγάλει ~ ότι ...|| Βγάλ' την, επιτέλους, ~ σου!, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου (προφ.): δεν μπορεί να το πιστέψει, είναι αδιανόητο: ~ ~ ο νους/το μυαλό του ανθρώπου αυτό που συνέβη!, έχε τον νου σου & το(ν) νου σου (προφ.): πρόσεχε: ~ ~ μην πάθεις κανένα κακό. Τον νου σου! Θα πέσεις!, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) (προφ.) 1. έχω κάποιον ή κάτι στο μυαλό μου, στη σκέψη μου: ~ ~ πολλά πράγματα. Έχε κατά ~ (= έχε υπόψη σου) ότι ... 2. σκοπεύω, προτίθεμαι: Έχει στο(ν) νου του/κατά νου ν' αλλάξει σπίτι. Πβ. έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου., έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι (προφ.): με απασχολεί, το(ν) σκέφτομαι (επίμονα): ~ει ~ της συνέχεια στα παιδιά. Το μυαλό του το έχει στο παιχνίδι. Πού είχες ~ σου, όταν σου μιλούσα;|| Έχει αλλού το ~ του (= είναι αφηρημένος)., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση (παροιμ.): για κάτι που (θεωρείται ότι) είναι αυτονόητο, που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη., λέω με το νου μου (προφ.): σκέφτομαι: 'Είμαι πολύ τυχερός σήμερα!', είπε με το νου του. Πβ. λέω (από) μέσα μου., νους υγιής εν σώματι υγιεί (γνωμ.-λόγ.): δεν νοείται πνευματική υγεία χωρίς σωματική· προκειμένου να τονιστεί η σημασία της σωματικής άσκησης (άθλησης) ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την πνευματική ευεξία. [< λατ. mens sana in corpore sano] , ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) (προφ.): ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί· τα πάντα, πολλά και διάφορα (πράγματα): Στο παζάρι μπορούσες να βρεις ~ ~ σου/του ανθρώπου! Πβ. και του πουλιού το γάλα., ψήλωσε ο νους (κάποιου) (μτφ.-προφ.) 1. έχει υπερβολικές φιλοδοξίες. 2. έχασε τα λογικά του., ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, σταματά ο νους του ανθρώπου βλ. σταματώ, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω [< 1: αρχ. νοῦς, γαλλ. esprit, αγγλ. mind, γερμ. Geist 2: γαλλ. esprit]

ξερνώ

ξερνώ [ξερνῶ] ξερ-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {-ά κ. -άει ... | ξέρ-ασα, ξερ-άσω, -ασμένος, ξερν-ώντας} & ξερνάω (προφ.) 1. κάνω εμετό: ~ το φαγητό/το φάρμακο. Ήπια πολύ/μ' έπιασε ναυτία και θέλω να ~άσω.|| (μτφ., νιώθω αηδία) Και μόνο που τον βλέπω, μου 'ρχεται να ~άσω. Είναι να ~άς με αυτά που ακούς. ΣΥΝ. εξεμώ (1) 2. (μτφ.) ομολογώ, αποκαλύπτω κάτι, συνήθ. ύστερα από πίεση: Τα ~ασε όλα στην αστυνομία. Πβ. φανερώνω.ξερνά & ξερνάει 1. (για θάλασσα, λίμνη ή ποταμό) βγάζει στην ακτή, ξεβράζει: Το κύμα ~ασε φύκια στα βράχια/στη στεριά. Πβ. εκβράζει, ξεβγάζει. 2. ωθεί προς τα έξω, συνήθ. με δύναμη, ορμητικά: Το ηφαίστειο ~ασε λάβα.|| Ο τοίχος/το χρώμα ~ (: βγάζει υγρασία). ● ΦΡ.: βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου 1. ξερνώ ακατάσχετα: Μετά το μεθύσι άρχισε να βγάζει τ' άντερά του. Πβ. ξερνοβολώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα ξερνάς τ' άντερά σου από τα γέλια. ΣΥΝ. βγάζω τα συκώτια μου 2. (μτφ.) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι: Στη διαδρομή ξερνάς τ' άντερά σου από τις πολλές στροφές., κατουρώ/ξερνώ αίμα βλ. αίμα [< μεσν. ξερνώ < αρχ. ἐξερῶ]

ξίγκι

ξίγκι ξί-γκι ουσ. (ουδ.) & ξύγκι: ζωικό λίπος που βρίσκεται κάτω από το δέρμα: χοιρινό ~.|| (προφ.-μειωτ., μόνο στον πληθ.) Κάνει δίαιτα, για να χάσει τα ~ια (= πάχη). ● ΦΡ.: βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι: για άνθρωπο τσιγκούνη ή συμφεροντολόγο που επιδιώκει να εκμεταλλευτεί ακόμη και το πιο ασήμαντο κέρδος ή να αξιοποιήσει και τις ελάχιστες ευκαιρίες που του παρουσιάζονται. [< μεσν. ξύγκι(ν)]

ξινός

ξινός, ή, ό ξι-νός επίθ. 1. που έχει γεύση σαν του ξιδιού ή του λεμονιού: ~ός: τραχανάς. ~ή: μαγιά/μυζήθρα (= ξινομυζήθρα)/σάλτσα/σούπα. ~ό: μήλο (= ξινόμηλο)/πορτοκάλι. ~ά: δαμάσκηνα. Πβ. όξινος. Βλ. αλμυρός, γλυκόξινος. 2. που έχει χαλάσει, που μυρίζει ξινίλα ή έχει αλλοιωθεί η γεύση του: ~ή: κρέμα. ~ό: γάλα/γιαούρτι/κρασί. ~ά: τρόφιμα. 3. (μτφ.-προφ.) ιδιότροπος, δύστροπος: ~ή: έκφραση/φάτσα. ~ό: ύφος. ~ά: μούτρα. Είναι πολύ ~ άνθρωπος. Πβ. στριμμένος, στρυφνός. ● Ουσ.: ξινά (τα): καρποί των εσπεριδοειδών., ξινό (το) 1. ιδιότητα, γεύση του ξινού: Κρασί που ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στο γλυκό και το ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κιτρικό οξύ. Βλ. κρεμόριο. ● Υποκ.: ξινούτσικος , η, ο: ΣΥΝ. υπόξινος ● ΦΡ.: μου βγαίνει (κάτι) ξινό/βγάζω (κάτι) ξινό (σε κάποιον): όταν κάτι ευχάριστο ακολουθείται από δυσάρεστο γεγονός, συναίσθημα: Μου βγήκε ~ το γέλιο στο τέλος. Πβ. βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου., περσινά ξινά σταφύλια βλ. περσινός [< μεσν. ξινός < μτγν. ὄξινος]

ξύνω

ξύνω ξύ-νω ρ. (μτβ.) {έξυ-σα, ξύ-σω, -θηκα κ. -στηκα, -σμένος, ξύν-οντας} 1. τρίβω σημείο του σώματος με τα νύχια, συνήθ. λόγω κνησμού, ή άλλη επιφάνεια με κάποιο αντικείμενο: ~ το μέτωπό/το πιγούνι/την πλάτη μου. ~ απαλά/δυνατά/ελαφρά/έντονα. ~ει (= σκαλίζει) τη μύτη του. ~ με γυαλόχαρτο τον τοίχο (πριν τον βάψω)/με σφουγγάρι τη σκουριά από τη λαμαρίνα. ~ κάτι για να καθαρίσει.|| (κατ' επέκτ.) Μια σφαίρα τού ~σε το πόδι (: πέρασε ξυστά, δίπλα του). 2. κάνω την άκρη ενός αντικειμένου αιχμηρή: ~ το μολύβι. 3. (ειδικότ. για τρόφιμα) αφαιρώ τη φλούδα: ~ αγγούρι/καρότα/τα λέπια (ψαριού). ~ (εξωτερικά) λεμόνι/πορτοκάλι (: για να χρησιμοποιήσω το ξύσμα τους). ~ με μαχαίρι/στον τρίφτη. ● Παθ.: ξύνομαι (μτφ.-προφ.): τεμπελιάζω, μένω άπραγος· ψάχνω αφορμή να μαλώσω με κάποιον: Όλη μέρα ~εται στην καφετέρια.|| Από ώρα ~εται (= τρώγεται) για καβγά. ● ΦΡ.: ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές: θυμίζει κάτι που έχει προκαλέσει στο παρελθόν δυσάρεστα συναισθήματα ή/και πάθη: Θέμα/υπόθεση που ~ ~. Βλ. αναξέω., ξύνω το κεφάλι μου: σε περιπτώσεις άγνοιας, αμηχανίας ή απορίας: ~ ~ να καταλάβω τι εννοεί/να κατεβάσω ιδέες., ξύνεται/τρίβεται στη γκλίτσα του τσοπάνη/τσοπάνου βλ. γκλίτσα, όποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί ... βλ. νύχι, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του βλ. αρχίδι, τρώει τα νύχια του για καβγά βλ. νύχι [< μεσν. ξύνω < αρχ. ξύω]

ο

ο 1. (πρόφ. όμικρον) το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει τον φωνηεντικό φθόγγο [o]: ~ κεφαλαίο (Ο). ~ μικρό (ο). Πβ. όμικρον. Βλ. δίφθογγος, φωνήεν. 2. (πρόφ. όμικρον) εβδομηκοστός σε μια σειρά χρονική, ιεραρχική ή αξιολογική· εβδομήντα: (συνήθ. με τόνο ο΄/Ο΄) Εδάφιο ~.|| Η μετάφραση των ~ (= Εβδομήκοντα). 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Ο ή ,ο:) εβδομήντα χιλιάδες. [< αρχ. Ο, μεσν. ο]

όνομα

όνομα [ὄνομα] ό-νο-μα ουσ. (ουδ.) {ονόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. λέξη με την οποία καλείται ένας άνθρωπος και αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο του· ανθρωπωνύμιο: ανδρικό/γυναικείο ~. Αρχαιοελληνικό/σπάνιο/χριστιανικό ~. Επιλογή ~ατος. Ποιο είναι τ' ~ά σου (: πώς λέγεσαι); Τι ~ θα δώσετε στο μωρό (: πώς θα το βγάλετε, ονομάσετε); Έδωσαν δύο ~ατα στο παιδί τους. Έχει/πήρε το ~ της γιαγιάς της. Στην αίτηση έγραψα πλήρες ~ (: ονοματεπώνυμο). Υπογράφει τα γραπτά του με ψεύτικο ~ (πβ. ψευδώνυμο). Μετά τον γάμο κράτησε το πατρικό της ~ (ενν. επίθετο). Τον φωνάζει με το μικρό του ~ (: σημάδι οικειότητας). Πότε γιορτάζει το ~ ... (βλ. ονομαστική εορτή); Στη συνάντηση έγινε μνεία του ~ατός του. Ανακοινώθηκαν/δημοσιεύτηκαν τα ~ατα των επιτυχόντων. Βλ. μητρ-, πατρ-ώνυμο, παρωνύμιο, χαϊδευτικό.|| (για κατοικίδιο) Τι ~ έχει ο σκύλος σου; 2. ΓΡΑΜΜ. λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πρόσωπο, ζώο, πράγμα, έννοια ή γενικότ. οποιαδήποτε οντότητα και να διαχωριστεί από άλλη· ονομασία: γεωγραφικό (βλ. τοπωνύμιο)/διεθνές/εθνικό/εμπορικό (= επωνυμία)/επίσημο/επιστημονικό/κοινό ~. ~ βουνού/λίμνης/οδού/πόλης/φυτού/ψαριού. ~ εταιρείας/οργανισμού/συσκευής. Η περιοχή πήρε το ~ά της από τον ποταμό. ~ τραγουδιού (πβ. τίτλος). Προέλευση/προστασία ~ατος (βλ. ΠΟΠ). Βλ. ονοματοδοσία. 3. η καλή φήμη που έχει αποκτήσει κάποιος ή κάτι· κατ' επέκτ. το ίδιο το πρόσωπο που γνωρίζει καταξίωση σε έναν τομέα: Γιατρός/δικηγόρος με σπουδαίο ~ στον χώρο. Έχει καλό ~ στην αγορά. Αμαύρωσε το ~ά του. Κουβαλάει βαρύ ~ (: προέρχεται από γνωστή οικογένεια). Πρέπει να φανεί αντάξιος του ~ατός του. Ζητά την αποκατάσταση του ~ατος και του κύρους του. Η βαρύτητα του ~ατος του συλλόγου.|| (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης) Ο ... είναι πρώτο ~ (: φίρμα) στο μαγαζί. Ισχυρά/μεγάλα ~ατα του επιχειρηματικού κόσμου. Ηχηρά ~ατα της σόου μπίζνες. Υπάρχουν ... υποψήφια ~ατα για τη θέση. (μτφ.) Παρέλαση ~άτων (πβ. διασημότητα). 4. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ουσιαστικό ή επίθετο: (για ουσιαστικό) προσηγορικά ~ατα. (για επίθετο) Κλίση των ~άτων. || Σύνθετα ~ατα. ● Υποκ.: ονοματάκι (το): (προφ.) Θα μου πεις τ' ~ σου; ● Μεγεθ.: ονοματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κοινό όνομα 1. & κοινή ονομασία: η γνωστή στον πολύ κόσμο (σε αντίθεση με την επιστημονική) ονομασία ενός πράγματος: ~ ~ ενός εντόμου/ζώου/λουλουδιού. ~ ~ προϊόντος. 2. ΓΡΑΜΜ. το προσηγορικό: Τα ~ά ~ατα γράφονται με μικρό και τα κύρια με κεφαλαίο., μικρό όνομα: το προσωπικό όνομα καθενός που δίνεται κυρ. κατά τη βάπτιση. Πβ. βαφτιστικό (όνομα). Βλ. επώνυμο., βαφτιστικό (όνομα) βλ. βαφτιστικός, εθνικά (ονόματα) βλ. εθνικός, επίκοινα ονόματα βλ. επίκοινος, κύριο όνομα βλ. κύριος, κωδικό όνομα βλ. κωδικός, μεταπλαστά ονόματα βλ. μεταπλαστός, οικογενειακό όνομα βλ. οικογενειακός, όνομα χρήστη βλ. χρήστης, όνομα χώρου/τομέα βλ. χώρος, περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό βλ. περιληπτικός ● ΦΡ.: ακούει στο όνομα: λέγεται, ονομάζεται: Το νέο μουσικό αστέρι ~ ~ ...|| Πολλά σκυλάκια ~ούν ~ ..., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! & (προφ.) για όνομα (επιτατ.): για να δηλωθεί έκπληξη, δυσφορία, αποδοκιμασία: ~ ~, τι πήγες κι έκανες; ~ ~, λίγος σεβασμός! Πβ. (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία!, εξ ονόματος (λόγ.): για λογαριασμό ή κατ΄εντολή άλλου προσώπου: Μιλώ ~ ~ όλων.|| Η προσφυγή ασκήθηκε από δικηγόρο ~ ~ του πελάτη του. Πβ. εκ μέρους., και το όνομα αυτού/αυτής ...: όταν ανακοινώνεται το όνομα που δόθηκε ή πρόκειται να δοθεί σε κάποιον ή κάτι., κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα: γίνομαι γνωστός, αποκτώ φήμη: Έχει κάνει ~ στο εξωτερικό/στον κύκλο του., κατ' όνομα (επίσ.) 1. για κάτι που ισχύει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά όχι στην πράξη: Εκεχειρία μόνο ~ ~. Πβ. στα χαρτιά. ΑΝΤ. στην ουσία 2. ονομαστικά: Τον γνωρίζω ~ ~, όχι εξ όψεως., λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους: μιλάω με παρρησία, ειλικρινά και απροκάλυπτα: Ας πούμε ~ ~. Ποιον φοβάται και δεν λέει ~ ~; Δεν διστάζει να πει ~ ~. ΑΝΤ. μασάω τα λόγια μου/τα μασάω, με τ' όνομα! (προφ.-εμφατ.): ονομαστός, φημισμένος: (συχνά χιουμορ.) Είναι ο Γιάννης ~ ~!, μου βγαίνει τ' όνομα (προφ.): για διάδοση αρνητικής φήμης: Πρόσεχε τι κάνεις και τι λες, γιατί δεν θέλει πολύ να σου βγει ~. Μου βγήκε ~ ότι ..., όνομα και μη χωριό (προφ.): για να αποφύγουμε να κατονομάσουμε πρόσωπο που είναι γνωστό για κάποια αρνητική ιδιότητα: Κάποιος κύριος, ~ ~, συνεχώς τεμπελιάζει., όνομα και πρά(γ)μα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι μια ιδιότητα είναι αληθινή και όχι μόνο ονομαστική: άξιος ~ ~. Βλ. άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη., ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε κάποιον για τον οποίο διατυπώνουμε κάτι αρνητικό, αν και από τα λεγόμενά μας γίνεται συνήθ. αντιληπτό σε ποιον αναφερόμαστε: Κάποιοι, ~ ~, δεν φέρονται καθόλου τίμια., στο όνομα (κάποιου): προς δήλωση του κατόχου κινητού ή ακίνητου στοιχείου: Ο λογαριασμός εκδόθηκε στο ~ά μου. Το σπίτι είναι (γραμμένο) στο ~ά της., άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, εν ονόματι του νόμου βλ. νόμος, ιδίω ονόματι βλ. ίδιος1, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, πίνω νερό στο όνομα κάποιου βλ. νερό, ψιλώ ονόματι βλ. ψιλός [< αρχ. ὄνομα]

όποιος

όποιος, α, ο [ὅποιος] ό-ποιος αναφ. αντων. {(προφ.) οποιαν-ού, -ής, -ού| -ών}: για αόριστη αναφορά σε κάποιον ή κάτι: (ως ουσ., αυτός που, εκείνος που) ~ θέλει να βοηθήσει, είναι ευπρόσδεκτος (ΣΥΝ. οποιοσδήποτε). ~οι (τυχόν) έχουν απορίες, ας το πουν τώρα (ΣΥΝ. όσοι). Πάρε ~ο σου αρέσει (ΣΥΝ. ό,τι).|| (ως επίθ., οποιοσδήποτε) Θα στηρίξω ~α απόφαση πάρετε (ΣΥΝ. κάθε). Η αποποίηση των ~ων ευθυνών δεν αποτελεί λύση.|| (με οριστικό ή αόριστο άρθ. δηλώνει αοριστία, αδιαφορία ή συγκατάβαση απέναντι σ' αυτό που εκφράζει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό) Ζητώ συγγνώμη για την ~α ταλαιπωρία. Συνέχισε απτόητος παρά τις ~ες αντιδράσεις. Βρες μια ~α δικαιολογία. ● ΦΡ.: όποιος κι αν/και να ...: επιτείνει την αοριστία ή τη γενική αναφορά· οποιοσδήποτε: ~ ~ είναι, πες του να φύγει. ~οι ~ το έχουν κάνει, θα τιμωρηθούν. (Σε) ~α σελίδα ~ κοιτάξεις, θα βρεις λάθη. ~α μέτρα ~ λάβουν (= ό,τι κι αν/και να κάνουν), το πρόβλημα δεν λύνεται., όποιος κι όποιος (προφ.): σε αρνητ. πρόταση δηλώνει ότι κάποιος ή κάτι είναι αξιόλογο(ς), σημαντικό(ς): Δεν είναι ~ ~ (ενν. είναι σπουδαίος άνθρωπος). (ειρων.) Δεν πάει σ' ~ο κι ~ο μαγαζί. Πβ. ό,τι κι ό,τι.|| Δεν μιλάω σ' ~ον κι ~ον (: στον καθένα, στον οποιονδήποτε, στον πρώτο τυχόντα)., κι όποιον πάρει ο χάρος! βλ. χάρος, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις, πονάει βλ. δάχτυλο, όποιον πάρει η μπάλα βλ. μπάλα, όποιος αγαπά παιδεύει βλ. αγαπώ, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω, όποιος βιάζεται σκοντάφτει βλ. βιάζομαι, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια βλ. πόδι, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος έχει αυτιά, ακούει βλ. ακούω, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει/ρίχνει και στα λάχανα βλ. πιπέρι, όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια βλ. γένια, όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται βλ. μυγιάζομαι, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, όποιος καεί/κάηκε στον/με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι βλ. χυλός, όποιος κοροϊδεύει τους άλλους, κοροϊδεύει τα μούτρα του βλ. κοροϊδεύω, όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί βλ. νύχτα, όποιος παθαίνει, μαθαίνει βλ. μαθαίνω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα βλ. λάκκος, όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες βλ. άνεμος, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι βλ. χέζω, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά βλ. ρούχο [< μεσν. όποιος]

οπότε

οπότε [ὁπότε] ο-πό-τε σύνδ. εισάγει δευτερεύουσα πρόταση 1. συνεπώς, έτσι: Έχει πολλή δουλειά, ~ δεν θα έρθει. 2. και τότε: Θα εργάζεται μέχρι το τέλος του χρόνου, ~ και λήγει η σύμβασή του. [< αρχ. ὁπότε]

όπου

όπου [ὅπου] ό-που αναφορικό επίρρημα που δηλώνει: 1. τόπο: Δεν έχει ακόμα βρεθεί ο χώρος ~ (: που, στον οποίο) θα διεξαχθεί το συνέδριο. Γεννήθηκε στην πρωτεύουσα ~ και (: στην οποία και) πέρασε τα παιδικά της χρόνια.|| (εκεί που, οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μέρος) Κάτσε ~ βρεις.|| (μτφ.) Επιστρέψαμε εκεί/στο σημείο από ~ ξεκινήσαμε. 2. χρόνο: Πέρασε μία περίοδος ~ (: κατά την οποία) παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές.|| (προφ.) Καθόμασταν και μιλούσαμε, ~ (: όταν) ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. 3. κατάσταση, συνθήκες: Υπάρχουν περιπτώσεις ~ ... (= κατά τις οποίες ...). ● ΦΡ.: όπου αλλού: σε οποιοδήποτε άλλο μέρος ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση: Μπορούμε να συναντηθούμε σπίτι μου ή (και) ~ ~ θέλετε., όπου δει (αρχαιοπρ.): εκεί που ή σε όποιον πρέπει: Θα γίνουν, ~ ~, οι κατάλληλες διορθώσεις. Να αποδοθούν ευθύνες ~ ~!, όπου και να/κι αν: οπουδήποτε: ~ ~ να πάει, συναντάει γνωστούς. ~ ~ είσαι, θα 'ρθω να σε βρω.|| (μτφ.) ~ ~ καταλήξει αυτή η ιστορία, δεν μετανιώνω για τίποτα. Δεν νομιμοποιείται η βία απ' ~ ~ προέρχεται., όπου κι όπου (προφ.-συχνά ειρων.): οπουδήποτε: Δεν πάει ~ ~. Μόνο σε καλά εστιατόρια. Βλ. ό,τι κι ό,τι., όπου να 'ναι (προφ.) 1. σε λίγο, πολύ σύντομα: ~ ~ έρχεται/θα βρέξει. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω 2. οπουδήποτε: Μην πετάς σκουπίδια ~ ~! -Πού θέλεις να πάμε; -(Πάμε) ~ ~., όπου παραπάνω (συντομ. ό.π./όπ.π.): ως παραπομπή στην αμέσως προηγούμενη πηγή: ό.π. σελ 13-74. ΣΥΝ. αυτόθι, ένθα ανωτέρω, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, όπου (κι αν) σταθώ κι όπου (κι αν) βρεθώ βλ. στέκομαι, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη βλ. γάμος, όπου Γης βλ. γη, όπου γης (και) πατρίς βλ. γη, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει βλ. κόκορας, όπου φτωχός κι η μοίρα του βλ. φτωχός, όπου φύγει φύγει βλ. φεύγω, όπου φυσά(ει) ο άνεμος βλ. άνεμος [< αρχ. ὅπου]

όπως

όπως [ὅπως] ό-πως επίρρ. εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις 1. αναφορικές· δηλώνει συμφωνία, τρόπο, κατάσταση ή παρομοίωση, παραλληλισμό: (απ' όσα, σύμφωνα με όσα) ~ ανέφερε/δήλωσε/είπε/τόνισε, ... (απ' ό,τι) ~ βλέπετε/γνωρίζετε/καταλαβαίνετε/μπορείτε να δείτε, ... ~ ήταν αναμενόμενο/φυσικό, ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του. ~ διατάξετε.|| (με τον τρόπο που) Τα πράγματα ήρθαν ~ ακριβώς έπρεπε. Της φέρθηκε ~ αρμόζει σε μια κυρία. (συγκαταβατικά) ~ θες/νομίζεις (πβ. ό,τι πεις). Έλα/πήγαινε ~ είσαι (: με τα ρούχα που φοράς τώρα, χωρίς να ντυθείς κατάλληλα). Θα βρείτε το κτίριο, ~ (= καθώς) πηγαίνετε, στο αριστερό σας χέρι.|| (Έτσι) ~ είμαι τώρα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα (: στην κατάσταση που βρίσκομαι).|| (σε ελλειπτ. λόγο) ~ κάθε μέρα/πάντα, έτσι και σήμερα πήγε για τρέξιμο το πρωί. Τίποτα δεν ήταν ~ (= σαν) παλιά/πριν/πρώτα. (προφ.-συνήθ. ειρων.) Βότκα, ~ λέμε νεράκι. || Κορυφαίοι νομικοί, όπως (επίσης) και η αντιπολίτευση, συμφωνούν ότι … 2. χρονικές· ενώ, καθώς, την ώρα που: (συχνά σε διηγήσεις) ~ καθόμουν ήσυχα στον καναπέ, ακούω ξαφνικά έναν περίεργο θόρυβο. ~ φεύγεις, πέτα και τα σκουπίδια στον κάδο απορριμάτων. 3. (λόγ.) να: Παρακαλείσθε ~ επικοινωνήσετε με ... 4. σε απαρίθμηση ομοειδών συνήθ. πραγμάτων, στοιχείων: Τα όσπρια, ~ οι φακές και τα φασόλια, είναι πηγές σιδήρου. ● ΦΡ.: ή όπως αλλιώς: προς δήλωση παραχώρησης ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα λεχθεί ή θα γίνει κάτι: Τι ξέρεις για το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ~ ~ λέγεται;, όπως κ(α)ι αν/και να ... (προφ.): (σε εναντίωση ή παραχώρηση) ανεξάρτητα από κάτι, σε κάθε περίπτωση: ~ ~ έχει (το πράγμα), αδελφός σου είναι· πρέπει να του μιλήσεις. ~ ~ το κάνουμε, δεν ξεχνιέται τέτοια προσβολή., όπως-όπως (προφ.): πρόχειρα (συνήθ. λόγω βιασύνης): Τα μάζεψε ~ ~ κι έφυγε. Πβ. κουτσά στραβά, τσάτρα πάτρα. ΣΥΝ. άρον-άρον, κακήν κακώς (2), έτσι όπως βλ. έτσι, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, όπως αγαπάτε βλ. αγαπώ, όπως άλλωστε βλ. άλλωστε, όπως έστρωσε(ς)/στρώσει(ς), θα κοιμηθεί(ς)/θα πλαγιάσει(ς) βλ. στρώνω, όπως η/σαν τη νύφη με την πεθερά βλ. νύφη, όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... βλ. αν, όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι βλ. διάβολος, όπως πάει βλ. πηγαίνω & πάω, όπως πάω/πας βλ. πηγαίνω & πάω, όπως σε βλέπω και με βλέπεις! βλ. βλέπω, όπως τον/την γέννησε η μάνα του/της βλ. μάνα [< αρχ. ὅπως]

ορίζοντας

ορίζοντας [ὁρίζοντας] ο-ρί-ζο-ντας ουσ. (αρσ.) {οριζόντ-ων} 1. η νοητή, κυκλική γραμμή με την οποία δίνεται η εντύπωση σε παρατηρητή ότι ο ουράνιος θόλος εφάπτεται με την επιφάνεια της Γης ή της θάλασσας: απέραντος/γαλάζιος ~. Ο ήλιος δύει στην άκρη του ~α. Πέρα απ' τον ~α (: το οπτικό πεδίο). Βουνά ανάγλυφα στο βάθος του ~α. Το νησί φάνηκε/χάθηκε στον ~α. Θέα στον ~α της πόλης. 2. ΑΣΤΡΟΝ. ο μεγαλύτερος κύκλος που σχηματίζεται από την τομή της ουράνιας σφαίρας με ένα επίπεδο εφαπτόμενο στην επιφάνεια της Γης: αισθητός/αληθής ή μαθηματικός/νοητός/ορατός ~. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) εύρος ενδιαφερόντων, ενασχολήσεων, γνώσεων, εμπειριών: άτομο με κλειστούς/περιορισμένους ~ες (: με παρωπίδες). Το διάβασμα συντελεί στη διεύρυνση των πνευματικών ~ων. Έλλειψη ~ων και στόχων. 4. (μτφ.) δυνατότητες εξέλιξης και προόδου σε ένα πεδίο δράσης, προοπτικές: επενδυτικός/κοινωνικός/πολιτικός ~ (πβ. ορατότητα). ~ προσδοκιών. Με ~α τριετίας. Ο οικονομικός ~ (= το μέλλον) διαγράφεται σκοτεινός. Διαβλέπω αλλαγές στον διεθνή ~α. Ελπίδα που διαφαίνεται στον ~α. Διαπραγματεύσεις χωρίς ~α. Τίποτα ενδιαφέρον στον ~α. 5. ΓΕΩΛ. (στην στρωματογραφία) διακριτό στρώμα εδάφους το οποίο διαθέτει φυσικά χαρακτηριστικά που το διακρίνουν από τα υπόλοιπα: ανώτερος/ενδιάμεσος/κατώτερος ~. Αργιλικοί/ψαμμιτικοί ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: ορίζοντας γεγονότων: ΑΣΤΡΟΝ. νοητή σφαίρα που περιβάλλει κάθε μαύρη τρύπα και από την οποία τίποτα -ακόμα και το φως- δεν μπορεί να διαφύγει, όταν εισέλθει σε αυτή: η ακτίνα του ~α ~. [< αγγλ. event horizon, 1956] , χρονικός ορίζοντας: χρονική περίοδος, συνήθ. συγκεκριμένη, που μεσολαβεί μέχρι την επίτευξη ενός στόχου: βραχυπρόθεσμος/μεσοπρόθεσμος/μακροπρόθεσμος ~ ~. ~ ~ επίλυσης προβλήματος/εφαρμογής ρύθμισης/ολοκλήρωσης έργου. Με ~ό ~α δεκαετίας. Μέτρα χωρίς ~ό ~α.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ ~ ανάλυσης/αποπληρωμής (δανείου)/επένδυσης/πρόβλεψης. Πβ. χρονοδιάγραμμα., ανοιχτός ορίζοντας βλ. ανοιχτός, κλειστός ορίζοντας βλ. κλειστός, υδροφόρος ορίζοντας βλ. υδροφόρος ● ΦΡ.: ανοίγει (νέους) ορίζοντες: δημιουργεί ευκαιρίες, πρωτοπορεί: Συμφωνία που ~ ~ για την ανάπτυξη.|| Με τη χρήση των πολυμέσων ~ονται νέοι ~ στην εκπαίδευση. Πβ. ανοίγει (νέους/καινούργιους) δρόμους., τα τέσσερα σημεία (του ορίζοντα) βλ. σημείο [< 1: αρχ. ὁρίζων, αγγλ.-γαλλ. horizon, γερμ. Horizont]

όσο

όσο [ὅσο] ό-σο επίρρ. & (λόγ.) όσον· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις 1. αναφορικές· δηλώνει (αόριστη) ποσότητα της οποίας το μέγεθος εξαρτάται από τα συμφραζόμενα: Προσπάθησε ~ μπορείς (καλύτερα). Ρίξε νερό ~ πάρει (ενν. το δοχείο). (επιτατ., περισσότερο από οποιονδήποτε/οτιδήποτε άλλο) Συμφεροντολόγος ~ κανείς/κανένας άλλος. Θέλω ~ τίποτα άλλο στον κόσμο να ... Με βοήθησες ~ δεν φαντάζεσαι (: πάρα πολύ). (επιτατ., με συγκριτικό βαθμό) Έλα ~ νωρίτερα/πιο γρήγορα μπορείς.|| Τα πήγε χειρότερα απ' ~ τυχόν περίμενε. 2. χρονικές· ενόσω, το διάστημα, την ώρα που: ~ ζω, ελπίζω. Ποιος θα προσέχει το μωρό, ~ λείπεις; ~ είμαι εγώ εδώ, μην ανησυχείτε για τίποτα. Πβ. εφόσον, καθόσον, όταν.|| (δηλώνει χρόνο και αιτία μαζί) ~ αισθάνομαι ότι δεν είναι καλά, αδυνατώ να ησυχάσω. Πβ. από τη στιγμή που, επειδή. ● ΦΡ.: όσο ... (,) τόσο ...: στον βαθμό που γίνεται κάτι, στον ίδιο βαθμό επιτυγχάνεται, συντελείται κάτι άλλο: ~ λιγότερο μιλάς ~ το καλύτερο. ~ πιο πολύ τον γνωρίζω, ~ πιο πολύ τον συμπαθώ., όσο για (προφ.): όσον αφορά: ~ ~ τα υπόλοιπα (ενν. ζητήματα) δεν έχω μάθει κάτι., όσο κι αν/και να: (για εναντίωση ή παραχώρηση) ακόμη κι αν, αν και, μολονότι, παρόλο που: ~ ~ κλαις, δεν σε λυπάμαι. ~ ~ σας φαίνεται περίεργο, μου ζήτησε συγγνώμη. Η κατάσταση είναι ανησυχητική, ~ ~ δεν θέλεις να το πιστέψεις., όσο να 'ναι/όσο (και) να πεις (προφ.): όταν κάποιος αναγκάζεται να αποδεχτεί ή να παραδεχτεί κάτι: Έχει, ~ ~, ένα δίκιο.|| (ως αποδοχή μιας διαπίστωσης του συνομιλητή) -Κόπιασες πολύ! -(Ε!) ~ ~! Πβ. ναι., όσο όσο & όσο κι όσο (προφ.): ως δήλωση αδιαφορίας σχετικά με την πολύ χαμηλή ή υψηλή τιμή με την οποία πωλείται ή αγοράζεται κάτι αντίστοιχα: Το δίνει/πουλάει ~ ~. Πβ. μπιρ παρά.|| Πληρώνω ~ ~. Το αγοράζω ~ ~ (: όσο κι αν κάνει). ΣΥΝ. όσα(-)όσα, όσο που (προφ.): μέχρι, ωσότου, ώσπου: Βρες κάτι να κάνεις, ~ ~ να περάσει η ώρα., όσο το δυνατό(ν)/όσο γίνεται: στον μεγαλύτερο βαθμό που μπορεί να γίνει κάτι: Στόχος μας είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών. Θέλω να μάθω όσο γίνεται περισσότερα γι' αυτόν., κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη βλ. γη, όσο δεν παίρνει (άλλο) βλ. παίρνω, όσο πατάει η γάτα βλ. γάτα, όσο πάω/πάει και βλ. πηγαίνω & πάω, όσο περνάει από το χέρι μου βλ. χέρι, όσο ποτέ (άλλοτε) βλ. ποτέ, όσον/σε ό,τι/καθόσον αφορά ... βλ. αφορά, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τόσο ... όσο βλ. τόσο [< αρχ. ὅσον]

όσος

όσος [ὅσος] ό-σος αναφ. αντων.: δηλώνει αόριστα ποσότητα, αριθμό, πλήθος, ένταση, χρόνο: Δικαίωμα συμμετοχής έχουν ~οι (= όλοι ~οι ...) είναι άνω των δεκαοκτώ ετών (πβ. καθένας, οποιοσδήποτε). Τηλεφώνησε κανείς ~η ώρα (= όσο) έλειπα; Αντιστάθηκε με ~η δύναμη είχε (: με όλη του τη δύναμη). Λέει λιγότερα απ' ~α σκέφτεται (πβ. ό,τι). Παίρνει τα ίδια ~α (= τόσα ... ~α ... ) και οι υπόλοιποι. ~οι τυχόν (= όποιοι) δεν ξέρουν ... (ειρων.) Σκέψου με ~ο μυαλό σου έχει απομείνει. ● ΦΡ.: όσα(-)όσα (προφ.): όσο(-)όσο., όσος κι αν/και να: για δήλωση παραχώρησης: Όσοι κι αν είστε, σας περιμένω. Όσα (ενν. χρήματα) και να μου έδιναν, δεν θα το έκανα ποτέ., τα όσα: (συνήθ. για κάτι αρνητ.) όλα αυτά που ...: Διηγήθηκε ~ ~ (δυσάρεστα/φρικτά) έζησε/είδε/πέρασε/συνέβησαν., (τα) μύρια όσα βλ. μύριοι, μύριοι όσοι βλ. μύριοι, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, όλους όσους βλ. όλος, όσα δε φτάνει/πιάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια βλ. αλεπού, όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν βλ. έρχομαι, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, όσοι πιστοί προσέλθετε βλ. προσέρχομαι, πλείστοι όσοι βλ. πλείστοι, τόσος ... όσος .../όσος ... τόσος ... βλ. τόσος [< αρχ. ὅσος]

όταν

όταν [ὅταν] ό-ταν σύνδ. χρον. (εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις) 1. (χρονικές) δηλώνει χρόνο: Τι θα γίνεις, ~ μεγαλώσεις; (ειδικότ., το σύγχρονο) Τι εννοείς, ~ λες "..."; ~ τρώμε, δεν μιλάμε (: ενώ, όση ώρα, την ώρα που). (σε αφήγηση) Ήμουν έτοιμη να φύγω, ~ χτύπησε το τηλέφωνο (: τη στιγμή που, πβ. αλλά, όμως). Ήταν παιδί ακόμα, ~ έχασε τους γονείς του (: την εποχή που, τότε που). (προφ.) Ασχολήθηκαν με την πολιτική, από ~ ήταν φοιτητές.|| (το προτερόχρονο) ~ πάρει πτυχίο, θ' αρχίσει να ψάχνει για δουλειά (: αφού, μόλις). ~ μείνεις έγκυος, θα πρέπει να φροντίζεις περισσότερο τη διατροφή σου.|| (χρονική επανάληψη στο παρελθόν ή στο παρόν-μέλλον) ~ είχα εξετάσεις, δεν κοιμόμουν καλά απ' το άγχος (: κάθε φορά που, οσάκις). Θα είμαι δίπλα σου, ~ με χρειαστείς (: όποτε). 2. (χρονικοϋποθετικές) εκφράζει υπόθεση: ~ (τυχόν) τον δεις, τι θα του πεις (: αν, άμα, σε περίπτωση που);|| ~ το φαγητό γίνεται πρόβλημα ... 3. εκτός από τη χρονική σημασία, φανερώνει ταυτόχρονα και έντονη αντίθεση: Πώς θέλεις να περάσεις, ~ (: από τη στιγμή που, παρόλο που) δεν διαβάζεις καθόλου; 4. (αναφορικές-χρονικές ελλειπτικές) σε παρομοίωση, σύγκριση: Όλα ήταν όπως ~ (: έτσι όπως ήταν όταν ...) ήμασταν παιδιά. ● ΦΡ.: όταν και/κι αν: στην περίπτωση που, εφόσον: ~ ~ μπορείς, πέρνα από 'δω., άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι βλ. κόρακας, όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει βλ. διάβολος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα, όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια βλ. γάτα, όταν πρέπει βλ. πρέπει, όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ βλ. Μωάμεθ, όταν/τη μέρα που θα παγώσει η κόλαση βλ. κόλαση [< αρχ. ὅταν]

ούρα

ούρα [οὖρα] ού-ρα ουσ. (ουδ.) (τα): ΦΥΣΙΟΛ. -ΙΑΤΡ. υγρό που περιέχει τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού του οργανισμού (π.χ. ουρία, ουρικό οξύ), το οποίο απεκκρίνεται από τους νεφρούς, μεταφέρεται στην ουροδόχο κύστη και τελικά αποβάλλεται μέσω της ουρήθρας: πρωινά ~. Ανάλυση/δείγμα/εκτροπή/επίσχεση (ή κατακράτηση)/καλλιέργεια/παλινδρόμηση/πεχά/συλλογή ~ων. Δυσοσμία ~ων (πβ. κατρουλίλα). Γενική (ενν. εξέταση) ~ων. Αίμα/πρωτεΐνες στα ~ (: αιματουρία και πρωτεϊνουρία αντίστοιχα). ΣΥΝ. κάτουρο (1), τσίσα (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακράτεια ούρων βλ. ακράτεια [< αρχ. οὖρον]

ουρανός

ουρανός [οὐρανός] ου-ρα-νός ουσ. (αρσ.) 1. επιφάνεια της ατμόσφαιρας, ορατή σε παρατηρητή που βρίσκεται στη Γη, η οποία μοιάζει με θόλο και φαίνεται να εφάπτεται με τη νοητή γραμμή του ορίζοντα: αίθριος/βαρύς/γαλάζιος/γκρίζος/έναστρος/μαύρος/νυχτερινός/ξάστερος/σκοτεινός/συννεφιασμένος/φωτεινός ~. Χαρτογράφηση του ~ού. Το κυανό χρώμα του ~ού. Παρατήρηση του ~ού με τηλεσκόπιο. Καθάρισε ο ~ (: διαλύθηκαν τα σύννεφα). Ο ήλιος/το φεγγάρι βγήκε στον ~ό. Τα αεροπλάνα/τα πουλιά πετούν στον ~ό. Πβ. αιθέρες, ουράνια σφαίρα, στερέωμα.|| (μτφ.) Ένας κεραυνός έσκισε τον ~ό στα δύο.|| (ειδικότ.) Κάτω από τον αττικό ~ό. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ο) {συνήθ. στον πληθ.} νοητός τόπος που θεωρείται κατοικία του Θεού καθώς και η μεταθανάτια κατοικία των πιστών: η βασιλεία των ~ών. Η Πλατυτέρα των ~ών (: η Παναγία). Οι άγγελοι/δυνάμεις των ~ών. Η ανάληψη (του Χριστού) στους ~ούς. (κάλαντα Χριστουγέννων) "Οι ~οί αγάλλονται...". Πβ. (επ)ουράνια, παράδεισος. 3. (μτφ.) θολωτή οροφή: κρεβάτι με ~ό. Ο ~ (= σκεπή) του αυτοκινήτου. ● ΣΥΜΠΛ.: οι πύλες του Παραδείσου βλ. πύλη ● ΦΡ.: ανεβάζω κάποιον στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: κάνω κάποιον χαρούμενο, του προκαλώ μεγάλη συναισθηματική ευφορία: Αγάπες/έρωτες που μας ~ουν ~., ανοίγει ο ουρανός: τα σύννεφα διαλύονται σταδιακά ή/και σταματά η βροχή: ~ ~ και βγαίνει ο ήλιος. Βλ. ανοίγει ο καιρός., είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι (προφ.): ζαλίζομαι από χτύπημα ή αιφνιδιάζομαι: Έφαγε μια γροθιά και είδε ~ ~. Του ήρθε ~ ~ με το εκκαθαριστικό της εφορίας. Πβ. έφαγα/μου (ή)ρθε/μου έπεσε κεραμίδα (στο κεφάλι), μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς., στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: πανευτυχής: Κέρδισε το λαχείο και βρίσκεται/είναι/πετάει ~ ~., τον ουρανό με τ' άστρα: για κάτι ανέφικτο, υπερβολικό: Ζητώ/προσφέρω/τάζω/υπόσχομαι/χαρίζω ~ ~., άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξαν οι ουρανοί βλ. ανοίγω, δάκρυσε ο ουρανός βλ. δακρύζω, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται βλ. αστραπή, κινώ γη και ουρανό βλ. κινώ, μάννα εξ ουρανού βλ. μάννα1, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη βλ. γη, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα πετεινά του ουρανού βλ. πετεινά, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα [< αρχ. οὐρανός 3: γαλλ. ciel de lit]

ους

ους [οὖς] ουσ. (ουδ.) {ωτ-ός | ώτ-α, -ων} (αρχαιοπρ.): αυτί: Το έσω ~. Εμβοές ~ων. Απευθύνομαι/μιλάω σε/εις ώτα μη ακουόντων (: σε άτομα που δεν μου δίνουν σημασία). ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: βρίσκει ευήκοον ους: εισακούεται: Ευελπιστούν ότι οι εκκλήσεις τους θα βρουν ~ ~ και στήριξη. Οι προτάσεις μας δεν βρήκαν ευήκοα ώτα., ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω: ας καταλάβει εκείνος που είναι σε θέση να καταλάβει: Εγώ σας προειδοποίησα, από κει και πέρα, ~ ~. ΣΥΝ. ο νοών νοείτω, τείνει ευήκοον ους: είναι διατεθειμένος να ακούσει: ~ ~ στις συμβουλές μας. Δεν έτειναν ~ στα αιτήματα των εργαζομένων. [< αρχ. οὖς]

παιδί

παιδί παι-δί ουσ. (ουδ.) {παιδ-ιού | -ιών} 1. νεαρό άτομο από τη στιγμή της γέννησής του, και κυρ. μετά τη βρεφική ηλικία, μέχρι την εφηβεία ή/και την ενηλικίωση: ανάγωγο/άτακτο/γελαστό/δυσλεξικό/έξυπνο/ζωηρό/κακομαθημένο/μεγάλο/μικρό/ντροπαλό/ορφανό/συνεσταλμένο/υπάκουο/υπερκινητικό/χαϊδεμένο ~. Άπορα/εξαφανισμένα ~ιά. ~ιά του δημοτικού. ~ιά με αυτισμό/ειδικές ανάγκες. Σπαστικά ~ιά. Ανάπτυξη/ανατροφή/διαπαιδαγώγηση/διατροφή/δικαιώματα/κοινωνικοποίηση/η προσωπικότητα/υγεία του ~ιού. Υιοθεσία ενός ~ιού (βλ. παρα-, ψυχο-παίδι). Φεστιβάλ ~ιού. Η (Παγκόσμια) Ημέρα του ~ιού (11 Δεκεμβρίου). Θηλάζω/μεγαλώνω/ταΐζω το ~ (βλ. βρέφος, μωρό, νεογέννητο). Σχέσεις γονέων-~ιών. Ασφάλεια των ~ιών στο διαδίκτυο. Δημιουργική απασχόληση ~ιών. Συναισθηματική υποστήριξη των καρκινοπαθών ~ιών. Βιβλία/παιχνίδια για ~ιά. Βλ. παιδάκι, παιδαρέλι, παίδαρος, διαβολό-, βουτυρό-, τρελό-παιδο.|| (ειδικότ.) Έχασε το ~ (= απέβαλε). Προστασία του αγέννητου ~ιού. Πβ. έμβρυο. 2. γιος ή κόρη κάποιου· απόγονος: βιολογικό (= φυσικό) ~. Γέννησε/έφερε στον κόσμο το πρώτο της/ένα υγιέστατο ~. Πατέρας τριών ~ιών. Το αγάπησαν σαν πραγματικό τους ~ (: υιοθετημένο ~). Δεν έκανε/έχει ~ιά (= δεν τεκνοποίησε). Πβ. τέκνο. Βλ. στερνοπαίδι.|| (για ζώα) Η γάτα και τα ~ιά της (πβ. νεογνό). 3. άνθρωπος νεαρής συνήθ. ηλικίας· αγόρι (για σχέση): Είναι καλό/χρυσό ~.|| (για νεαρό άτομο εντυπωσιακά όμορφο) Τι ~ είναι αυτό! Πβ. κούκλος, παίδαρος· κούκλα, κορίτσαρος.|| Γνώρισα ένα ~. Τα έχω/τα έφτιαξα με ένα ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} ως οικεία προσφώνηση προς άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας: Καλώς τα ~ιά! ~ιά, ησυχία! 5. ενήλικος που παρουσιάζει στοιχεία παιδικότητας: Είναι ένα μεγάλο ~ (: αθώος, ειλικρινής, απλός, απροσποίητος). (μειωτ.) Μη γίνεσαι/μην είσαι ~ (πβ. ανώριμος, αφελής, εύπιστος)! 6. (+ γεν.) (μτφ.) γέννημα, θρέμμα· δημιούργημα: (για πρόσ.) Είναι ~ της εκκλησίας/της εποχής του/της μεταπολίτευσης.|| ~ της ανάγκης/του καπιταλισμού. Πβ. προϊόν. ΣΥΝ. τέκνο (2) 7. (σε καταστήματα, γραφεία, εστιατόρια) νεαρός υπάλληλος που εκτελεί δευτερεύουσες, βοηθητικές εργασίες: ~, να παραγγείλουμε (πβ. γκαρσόν);|| (συχνά χιουμορ.-ειρων.) ~ για όλες τις δουλειές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ώρα του παιδιού: (συνήθ. για κατάσταση, δραστηριότητα) που δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή: Λίγο έλειψε το μάθημα να γίνει ~ ~., κέντρο προστασίας παιδιών: ίδρυμα που παρέχει φιλοξενία, εκπαίδευση και ψυχαγωγία σε ανήλικα άτομα 3-12 ετών, τα οποία αποδεδειγμένα στερούνται οικογενειακής προστασίας. ΣΥΝ. παιδόπολη, παιδί/τέκνο του λαού (προφ.): λαϊκός άνθρωπος: γνήσιο ~ ~. [< γαλλ. enfant du peuple] , παιδιά των φαναριών: αυτά που επαιτούν, πουλούν ή προσφέρουν κάποια υπηρεσία σε οδηγούς οχημάτων που έχουν σταματήσει σε φανάρια: τα ξυπόλυτα ~ ~., προβληματικό παιδί: με κινητικά ή/και διανοητικά προβλήματα., το τρομερό παιδί: νέος ή νέα που διακρίνεται για το μεγάλο του ταλέντο ή/και τους προκλητικούς, συχνά, νεωτερισμούς του/της: Είναι ~ ~ του κινηματογράφου/της λογοτεχνίας/της τέχνης. [< γαλλ. l'enfant terrible] , άνθρωπος/παιδί της πιάτσας βλ. πιάτσα, παιδί της μαμάς βλ. μαμά, παιδί του δρόμου βλ. δρόμος, παιδί του σωλήνα βλ. σωλήνας, παιδιά των λουλουδιών βλ. λουλούδι, παιδί-θαύμα βλ. θαύμα, παιδική κακοποίηση & κακοποίηση παιδιών βλ. κακοποίηση, προστατευόμενο μέλος/παιδί/τέκνο βλ. προστατευόμενος, σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού βλ. σύνδρομο ● ΦΡ.: από παιδί: από την παιδική ηλικία: ~ ~ ασχολείται με τη μουσική. Πβ. παιδιόθεν., δικό μας παιδί: για κάποιον που κατάγεται από τον ίδιο με εμάς τόπο ή προέρχεται από τον ίδιο με εμάς επαγγελματικό, ιδεολογικό, πολιτικό χώρο ή με τον οποίο μας συνδέει φιλική ή άλλου είδους σχέση: Ζει τόσα χρόνια στη χώρα μας, που πλέον θεωρείται ~ ~., κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι: (ειρων.) για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς., κρύβει ένα παιδί μέσα του (μτφ.): (για ενήλικο άτομο) τον χαρακτηρίζει παιδικότητα., ξαναγίνομαι παιδί (μτφ.): νιώθω και συμπεριφέρομαι σαν παιδί, κάνω πράγματα που αρμόζουν σε παιδιά., παιδί της μάνας/του πατέρα του: για αυτόν που μοιάζει ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή/και τη συμπεριφορά στη μητέρα ή τον πατέρα του αντίστοιχα., παιδί/παιδάκι μου: (οικ.-ειρων.) προσφώνηση προς άτομο κάθε ηλικίας η οποία συνήθ. δηλώνει εκνευρισμό ή ανησυχία: Σταμάτα να μιλάς συνέχεια, ρε ~! Τι έγινε, βρε/μωρέ ~; Είσαι με τα καλά σου/τι κάνεις εκεί, παιδάκι μου; Τι λες, ρε ~ ~, αλήθεια;, παιδιά, σκυλιά (χιουμορ.): η οικογένεια ή οι οικογενειακές υποχρεώσεις: Είχαν στοιβάξει στο αυτοκίνητο ~ ~ και ομπρέλες.|| ~ ~ δεν έχει., περιμένει/περιμένουν παιδί: για γυναίκα που είναι έγκυος ή για ζευγάρι που πρόκειται να αποκτήσει παιδί: Περιμένει το πρώτο της ~., πιάνω παιδί: (για γυναίκα) μένω έγκυος: Δεν μπορεί/προσπαθεί να πιάσει ~., ρίχνω το παιδί (προφ.): κάνω έκτρωση., σαν μικρό/μωρό παιδί: για ενήλικο με παιδική ή/και ανώριμη συμπεριφορά: Γελούσε/έκλαιγε/χοροπηδούσε ~ ~. Έκανε ~ ~ από τη χαρά του. Πανηγύριζαν την πρόκριση σαν ~ά ~ιά.|| Μην κάνεις ~ ~!, τα παιδιά των παιδιών μου: τα εγγόνια ή γενικότ. οι απόγονοί μου: Το έργο αυτό θα μείνει κληρονομιά στα παιδιά σας και στα ~ ~ σας., του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου (παροιμ.): για να δηλωθεί η μεγάλη αγάπη των παππούδων προς τα εγγόνια τους., των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν (παροιμ.): οι συνετοί άνθρωποι είναι προνοητικοί., αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα βλ. ρούγα, γαμώ τα παιδιά/τα άτομα βλ. γαμώ, κορίτσι/παιδί πράμα βλ. πράγμα, κρατάω το παιδί βλ. κρατώ, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, παιδί-κουμπί/βιολί βλ. βιολί, παραμύθι για (μικρά) παιδιά βλ. παραμύθι, σπέρνω παιδιά βλ. σπέρνω, στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου βλ. ζωή, το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι βλ. χρυσός, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα ● βλ. παιδούλα [< μεσν. παιδίν]

παινεύω

παινεύω παι-νεύ-ω ρ. (μτβ.) {παίν-εψα κ. -ευσα, παιν-έψει κ. -εύσει, παιν-εύτηκε, -ευτεί, παιν-εμένος, παινεύ-οντας} (προφ.): επαινώ, εξυμνώ κάποιον ή κάτι: Τον ~ει για την εργατικότητά του. ~ουν τις χάρες της. (λογοτ.) ~εμένη: πόλη/χώρα. Πβ. εγκωμιάζω, εκθειάζω. ● Παθ.: παινεύομαι: καυχιέμαι, περιαυτολογώ: ~εται για το ακριβό του αυτοκίνητο. ~όταν για την ομορφιά της (πβ. αυτοεπαινούμαι). ΣΥΝ. κοκορεύομαι ● ΦΡ.: αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει (παροιμ.): όποιος δεν επαινεί κάποιον ή κάτι δικό του, το πληρώνει., όχι (για) να το παινευτώ, αλλά ... (προφ.): λέγεται για να μετριαστεί ο αυτοέπαινος που ακολουθεί: ~ ~ η ομάδα μας σκίζει! ~ ~ είμαι πολύ καλή μαγείρισσα! [< μεσν. παινώ]

παιχνίδι

παιχνίδι παι-χνί-δι ουσ. (ουδ.) {παιχνιδ-ιού | -ιών} & (σπάν.-προφ.) παιγνίδι 1. αντικείμενο, κατασκευή που απευθύνεται κυρ. σε μικρά παιδιά, με σκοπό τη διασκέδασή τους: εκπαιδευτικά/ηχητικά/μηχανικά/μουσικά/ξύλινα ~ια. Επιτραπέζια ~ια (βλ. γκρινιάρης, μονόπολη, παζλ, σκραμπλ). Απαγόρευση/απόσυρση ~ιού (ως ακατάλληλου). ~ια με μπαταρίες. Φουσκωτά ~ια θαλάσσης. Βιομηχανία/διαφημίσεις/εργοστάσιο/κατάστημα ~ιών. Παίζει με τα ~ια του. Βλ. αεροπλαν-, αλογ-, αυτοκινητ-άκι, κούκλα, μπάλα.|| Τα ~ια της παιδικής χαράς (βλ. τραμπάλα, τσουλήθρα)/του λούνα παρκ (βλ. καρουσέλ). 2. δραστηριότητα που συνήθ. βασίζεται σε κανόνες, με σκοπό την ψυχαγωγία ή/και την ανάδειξη νικητή, σε περιπτώσεις που απαιτούνται δύο ή περισσότεροι παίκτες: αθλητικό/διασκεδαστικό ~. ~ και μάθηση. Ατομικά/ομαδικά παιδικά (βλ. αμπάριζα, κορόιδο, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, τυφλόμυγα)/επιστημονικά/κοινωνικά/πνευματικά (βλ. αίνιγμα, γρίφος, κουίζ, μπριτζ, σταυρόλεξο) ~ια. ~ λογικής (βλ. σουντόκου)/μνήμης (βλ. γιάντες)/στρατηγικής (βλ. ναυμαχία, ντάμα, σκάκι, τάβλι)/υπαίθρου/φαντασίας. ~ια κονσόλας. Τηλεοπτικό ~ γνώσεων (= τηλε~). Έχασα/κέρδισα στο ~.|| Αντιαθλητικό/τίμιο ~. Το στιλ του ~ιού. Πβ. παίξιμο. || Ερωτικό ~. 3. ΑΘΛ. αγώνας, ματς: δυνατό/εύκολο/συγκλονιστικό ~. Στημένα ~ια. Το ~ της Κυριακής. Οι καλύτερες φάσεις του ~ιού. Αποβλήθηκε/αποχώρησε τραυματισμένος από το ~. Πβ. αναμέτρηση. 4. (μτφ.) κάτι που θεωρείται εξαιρετικά εύκολο: Οι ασκήσεις τού φάνηκαν ~. 5. (μτφ.) πρόσωπο που το κάνει κάποιος ό,τι θέλει ή κάτι που δεν το παίρνει στα σοβαρά: Δεν είμαι ~ στα χέρια σου (πβ. άθυρμα, έρμαιο, μαριονέτα, όργανο, πιόνι, υποχείριο).|| Τα βλέπει όλα σαν ~! 6. (μτφ.) κόλπο, τέχνασμα: βρόμικα/επικίνδυνα/κομματικά/πολιτικά/προεκλογικά/σκοτεινά/ύποπτα ~ια. ~ια συμφερόντων. Τα ~ια της διαδοχής/της εξουσίας/της τύχης (πβ. παιχνίδισμα). ~ νεύρων (πβ. πόλεμος νεύρων). Άρχισαν το ~ της προπαγάνδας. 7. (μτφ.) παιχνίδισμα: τα ~ια του φωτός. ● Υποκ.: παιχνιδάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 4. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικά παιχνίδια & (προφ.) ηλεκτρονικά (τα): ΤΕΧΝΟΛ. αυτά που παίζονται με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής· συνεκδ. κατάστημα ή χώρος με τα συγκεκριμένα παιχνίδια. Πβ. βιντεοπαιχνίδι. [< αγγλ. computer game, 1965, electronic game, περ. 1975] , θεατρικό/δραματικό παιχνίδι: θεατρική δραστηριότητα, συχνά στο πλαίσιο της σχολικής διαδικασίας, με παιδαγωγικούς σκοπούς: δάσκαλος/εργαστήριο ~ού ~ιού. Διδάσκει ~ ~. Βλ. ψυχόδραμα., παιχνίδι ρόλων στο οποίο οι παίκτες υποδύονται 1. ρόλους στο πλαίσιο συγκεκριμένης κατάστασης ή σεναρίου, κυρ. για εκπαιδευτικούς, ψυχοθεραπευτικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους. 2. χαρακτήρες και εμπλέκονται σε φανταστικές περιπέτειες. [< αγγλ. 1: role play 2: role playing game, 1976] , σκληρό παιχνίδι 1. αθλητικός αγώνας που χαρακτηρίζεται από δυναμικό ή/και βίαιο παίξιμο. 2. (μτφ.) παρασκηνιακές, προκλητικές ή υπονομευτικές ενέργειες σε βάρος κάποιου: Σε ~ ~ εξελίσσεται η εκλογή του νέου προέδρου.|| (κατ' επέκτ.) Η μοίρα/τύχη τού έπαιξε ~ ~ (: του συνέβη κάτι πολύ δυσάρεστο)., τεχνικό παιχνίδι: που σε αυτό παίζει ρόλο κυρ. η διανοητική ικανότητα του παίκτη: Το μπιλιάρδο είναι ~ ~., τυχερά παιχνίδια & παιχνίδια τύχης: που το αποτέλεσμά τους εξαρτάται αποκλειστικά ή κυρίως από την τύχη: παιχνίδια της τράπουλας (= χαρτοπαίγνια) και άλλα ~ ~. Μηχανήματα ~ών ~ιών (= παιγνιομηχανήματα). Παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. τζόγος. Βλ. κίνο, λαχείο, λόττο, μπαρμπούτι, μπίνγκο, παπάς, προπό, πρότο, ρουλέτα, φρουτάκια. [< γαλλ. jeux de hasard] , αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανοιχτό παιχνίδι βλ. ανοιχτός, κλειστό παιχνίδι βλ. κλειστός, κονσόλα παιχνιδιών βλ. κονσόλα, παιχνίδι κέντρου βλ. κέντρο ● ΦΡ.: βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι & μπαίνω στο παιχνίδι: προσκαλώ κάποιον ή συμμετέχω ο ίδιος σε παιχνίδι και κατ' επέκτ. δραστηριότητα ή κόλπο: Εκπομπή που βάζει ~ και τους θεατές. Η ομάδα μπήκε δυνατά ~.|| Όταν μπαίνει ~ ο ανταγωνισμός, ξεχνάμε την αλληλεγγύη. Πβ. βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι στο κόλπο, μπαίνω στον χορό., βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι & βγαίνω/είμαι/μένω (έξω) από το παιχνίδι: αποκλείω κάποιον από παιχνίδι και κατ' επέκτ. από δραστηριότητα, κόλπο ή δεν συμμετέχω (πια) σε αυτό: Ο διαιτητής έβγαλε τον παίκτη από ~ ~ (: τον απέβαλε). Όποιος ακουμπήσει την μπάλα βγαίνει από ~ ~.|| (μτφ.) Άφησαν τις μικρές επιχειρήσεις έξω ~ ~. Βγήκε από ~ ~ των εκλογών. Δεν έχω ιδέα· είμαι/έχω μείνει έξω ~ ~., κάνω παιχνίδι (προφ.) 1. ΑΘΛ. εκδηλώνω οργανωμένη επίθεση: ~ει ~ από τα άκρα. Οι αντίπαλοι έπαιξαν πολύ καλά και δεν μας άφησαν να ~ουμε ~. 2. (μτφ.) δραστηριοποιούμαι και έχω τον έλεγχο σε κάποιον τομέα: Ο επιχειρηματικός κολοσσός που ~ει ~ στη Μέση Ανατολή. 3. (μτφ.) ερωτοτροπώ., μοιράζω το παιχνίδι: οργανώνω δραστηριότητα: (ΑΘΛ.) Παίρνει την πρώτη μπαλιά και ~ει ~.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση επιχειρεί να μοιράσει ~., παίζει διπλό παιχνίδι (μτφ.): συνεργάζεται παρασκηνιακά και με τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές. Πβ. παίζει σε δύο/διπλό/πολλά ταμπλό., παίζει παιχνίδια (μτφ.-προφ.): μηχανορραφεί, προβαίνει σε δόλιες πράξεις: ~ουν ~ εις βάρος μας/σε βάρος των καταναλωτών. Δεν μπορείτε να ~ετε ~ στην πλάτη της χώρας. Παίζονται περίεργα ~ πίσω από την πλάτη του., παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον (προφ.): εξαπατώ, βλάπτω: Η κλήρωση/η μοίρα/η τύχη τού έπαιξε ~ ~., παίζω το παιχνίδι του (μτφ.-προφ.): με τη στάση μου εξυπηρετώ τα συμφέροντα κάποιου: Μην παίζεις ~ ~ τους! Αρνούμαι να/δεν θα παίξω ~ ~ τους. Δεν ~ ~ κανενός. ΣΥΝ. παίζω το χαρτί του ... (2), παιχνίδι με τις λέξεις 1. προσπάθεια υπεκφυγής ή αποπροσανατολισμού με εκμετάλλευση κυρ. της πολυσημίας των λέξεων. 2. χρήση ομόηχων, πολύσημων λέξεων, αναγραμματισμών για υφολογικούς, παιδαγωγικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς., το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι (μτφ.): μεθοδική και αγωνιώδης καταδίωξη μέχρι την τελική εξολόθρευση του πιο αδύναμου: ~ ~ ανάμεσα στην Αστυνομία και τους ληστές., χάνω το παιχνίδι (μτφ.-προφ.): χάνω τον έλεγχο, αποτυγχάνω: Μην αγχωθείς, γιατί το έχασες το ~. Το παιχνίδι έχει χαθεί., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει βλ. γυρίζω, έσωσε την παρτίδα/το παιχνίδι βλ. σώζω, οι κανόνες του παιχνιδιού βλ. κανόνας, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω το παιχνίδι μου βλ. παίζω, παιχνίδι της μοίρας βλ. μοίρα, στο χαμηλό παιχνίδι βλ. χαμηλός, στο ψηλό παιχνίδι βλ. ψηλός, το χοντραίνω (το παιχνίδι)/το παιχνίδι χοντραίνει βλ. χοντραίνω [< μεσν. παιγνίδι, γαλλ. jeu, αγγλ. game]

παλικάρι

παλικάρι πα-λι-κά-ρι ουσ. (ουδ.) & παλληκάρι 1. γενναίος, περήφανος άνδρας: Υπήρξε πραγματικό ~ στη ζωή. Πέρασε πολλές δοκιμασίες, αλλά βγήκε ~. Έχασε, αλλά πάλεψε σαν ~. Πβ. ασίκης, ήρωας, λεβέντης. 2. έφηβος, νεαρός άνδρας: γεροδεμένο/ωραίο ~.|| (ως προσφών.) Να 'χεις την ευχή μου, ~ μου! 3. ΙΣΤ. (κατά την Τουρκοκρατία) μέλος ομάδας πολεμιστών με επικεφαλής τον καπετάνιο, κλέφτης ή αρματολός· μέλος συμμορίας ληστών. Βλ. πρωτοπαλίκαρο. ● Υποκ.: παλικαράκι & παλληκαράκι (το): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: με βγάζει/βγαίνει παλικάρι (προφ.): σε περιπτώσεις που κάτι είναι αρκετά ανθεκτικό, λειτουργικό και ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του: Το μηχάνημα μέχρι στιγμής έχει βγει ~. Το αυτοκίνητο μ' έχει βγάλει ~ όλα αυτά τα χρόνια (πβ. βγάζω κάποιον ασπροπρόσωπο)., το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι (παροιμ.): ο έξυπνος και ικανός άνθρωπος βρίσκει εναλλακτικές λύσεις., παλικάρι της φακής βλ. φακή [< μεσν. παλικάρι(ν), παλληκάρι(ον) < μτγν. παλλήκιον]

Πανδώρα

Πανδώρα Παν-δώ-ρα ουσ. (θηλ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: ανοίγει το κουτί της Πανδώρας (μτφ.): για ενέργεια που προκαλεί μια σειρά από συμφορές: Το σκάνδαλο άνοιξε ~ ~. Πβ. ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου. [< αρχ. Πανδώρα]

πανί

πανί πα-νί ουσ. (ουδ.) {παν-ιού | -ιών} 1. κομμάτι φτηνού υφάσματος, συνήθ. για πρόχειρη χρήση: αδιάβροχο/απορροφητικό (βλ. βετέξ, σπογγοπετσέτα)/βαμβακερό/λινό ~. ~ καθαρισμού. Βγάζω/τρίβω τον λεκέ μ' ένα βρεγμένο/καθαρό/μαλακό/νωπό/στεγνό ~. Σκούπισε τα χέρια του/σκέπασε το πιάτο μ' ένα ~ (βλ. πετσέτα). Βλ. -πανο, πατσαβούρα. 2. ΝΑΥΤ. ιστίο: ανοιχτά/λευκά ~ιά. Άπλωμα των ~ιών. Κατεβάζω/μαζεύω τα ~ιά. Ο άνεμος γεμίζει/φουσκώνει τα ~ιά. Πβ. άρμενα. Βλ. λατίνι, μαΐστρα, μετζάνα, μπούμα, προΐστιο, ράντα1, σακολέβα, τρίγκος, φλόκος, ψάθα.|| (συνεκδ.) Τα ελληνικά ~ιά (= οι Έλληνες ιστιοπλόοι) κατέκτησαν ... μετάλλια. 3. ύφασμα ή άλλο υλικό στο οποίο προβάλλεται εικόνα, κυρ. ταινία· συνεκδ. κινηματογράφος: ~ προβολής (βλ. προτζέκτορας).|| Η ζωή του θα μεταφερθεί στο ~ (= στη μεγάλη οθόνη). Πβ. σελιλόιντ. Βλ. θέατρο σκιών, μπερντές, πάλκο, σανίδι, σκηνή. ● Υποκ.: πανάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο πανί βλ. κόκκινος ● ΦΡ.: ανοίγω πανιά & σηκώνω/κάνω πανιά 1. αποπλέω: Ανοίξαμε ~ για το νησί.|| (μτφ.) Άνοιξε ~ (= έφυγε) για άλλα μέρη. 2. (μτφ.) ξεκινώ κάτι με καλές προοπτικές: (για επιχείρηση) Άνοιξε ~ για ξένες αγορές., άσπρος σαν (το) πανί: χλομός: Έγινε ~ ~ απ' τον φόβο του., είμαι/έμεινα πανί με πανί (προφ.): είμαι απένταρος, ξέμεινα από χρήματα. Πβ. με άδειες τσέπες. ΣΥΝ. βρέθηκε/έμεινε στον άσο, δεν έχω μία, δεν έχω φράγκο, είμαι/έχω μείνει ταπί (και ψύχραιμος), μένω/είμαι στεγνός, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά (προφ.): είναι πολύ στενοχωρημένος ή απογοητευμένος. ΣΥΝ. τα βάφω μαύρα, μάινα τα πανιά! βλ. μάινα1, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μτγν. πανίον < μεσν. πανί(ν), λατ. pannus]

παξιμάδι

παξιμάδι πα-ξι-μά-δι ουσ. (ουδ.) {παξιμαδιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ξερό και σκληρό κομμάτι ψωμιού που έχει ψηθεί καλά (ή δύο φορές, βλ. διπλοφουρνιστός) στον φούρνο: κριθαρένιο ~. ~ ολικής άλεσης/σικάλεως. Πβ. γαλέτα, ντάκος. Βλ. κριτσίνι, φρυγανιά. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλικό συνήθ. εξάρτημα που έχει τρύπα με εσωτερικό σπείρωμα, για να βιδώνεται βίδα ή σπανιότ. σωλήνας σε αυτή και χρησιμοποιείται για τη σύνδεση αντικειμένων. Πβ. ρακόρ. ΣΥΝ. περικόχλιο ● Υποκ.: παξιμαδάκι (το) ● ΦΡ.: θέλει βρεγμένο το παξιμάδι (παροιμ.): τα θέλει όλα έτοιμα, στο χέρι· κατ' επέκτ. είναι μεγάλος τεμπέλης., κάνω το σκατό μου παξιμάδι βλ. σκατό [< 1: μεσν. παξιμάδι < παξιμάδιον < παξαμάδιον < ανθρ. Παξαμᾶς]

παράθυρο

παράθυρο πα-ρά-θυ-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ύρου} 1. άνοιγμα σε τοίχο ή μεταφορικό μέσο, καλυμμένο συνήθ. με τζάμι, το οποίο επιτρέπει τη θέα, αλλά και τον αερισμό-φωτισμό· ιδ. συνεκδ. το πλαίσιό του, τα παραθυρόφυλλα ή/και το τζάμι του: δίφυλλο/εσωτερικό/τυφλό (: που δεν έχει θέα)/ψηλό ~. Το γείσο/η κάσα/η κορνίζα/το κούφωμα/τα παντζούρια/το περβάζι/το τελάρο του ~ύρου. ~α με κάγκελα/κουρτίνες/ρόμαν/σίτες/στόρια. Τα ~α βλέπουν (= έχουν θέα) στη θάλασσα.|| Αλουμινένια/μεταλλικά/ξύλινα/πλαστικά ~α.|| Ανοιχτά/κλειστά ~α. Ανακλινόμενα (βλ. κουμπάσο)/ανοιγόμενα/συρόμενα ~α. Οι γρίλιες/ο μεντεσές/το πόμολο/ο σύρτης του ~ύρου. Ασφάλειες ~ύρων. Βλ. τουρνικέ.|| Τα ~α έχουν θολώσει. Καθαρίζω/πλένω τα ~α.|| Τα (στρογγυλά) ~α των πλοίων (= φινιστρίνια).|| (σε αυτοκίνητο:) Ηλεκτρικά/πλευρικά ~α. Κατεβάζω το ~.|| (σε αεροπλάνο:) Επιλογή θέσης δίπλα σε ~.|| (κατ' επέκτ., σε φριτέζα:) ~ παρακολούθησης τηγανίσματος. Βλ. παραθυράκι, πορτοπαράθυρα. 2. ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιο πλαίσιο στην οθόνη του υπολογιστή, στο οποίο εμφανίζεται αρχείο, πρόγραμμα ή ιστοσελίδα: αναδυόμενο/ενεργό ~. Βασικό/κεντρικό/κύριο ~ εφαρμογής. ~ εργασιών/περιήγησης. Ελαχιστοποίηση/κλείσιμο/μεγιστοποίηση/μετακίνηση ~ύρου. Διαχειριστής/εναλλαγή/σύστημα/τακτοποίηση ~ύρων. Εμφανίζεται ~ με τίτλο ... Βλ. φόρμα. 3. (μτφ.) οτιδήποτε παρέχει τη δυνατότητα επαφής με κάτι θετικό: το βιβλίο/το διαδίκτυο/η εκπαιδευτική τηλεόραση ως ~ στον κόσμο της γνώσης. Με τα τεχνολογικά επιτεύγματα ανοίγεται ένα ~ στο μέλλον. ● Μεγεθ.: παραθυράρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: τεκτονικό παράθυρο: ΓΕΩΛ. πετρώματα που βρίσκονται κάτω από άλλα και έρχονται στην επιφάνεια λόγω ρηγμάτων ή αποσάθρωσης., τηλεοπτικό παράθυρο & παράθυρο της τηλεόρασης & (προφ.) παράθυρο: ΤΗΛΕΟΡ. καθένα από τα ορθογώνια συνήθ. πλαίσια στα οποία χωρίζεται η τηλεοπτική εικόνα, για να εμφανιστούν τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε εκπομπή, παρουσιαστές, συνεργάτες ή/και καλεσμένοι· (συνεκδ., στον πληθ.) δελτία ειδήσεων ή κυρ. ειδησεογραφικές εκπομπές: Βγήκε στα ~ά ~α να καταγγείλει ...|| Γυρνά από ~ ~ σε ~ ~ (βλ. μαϊντανός). ΣΥΝ. τηλεπαράθυρο, πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου βλ. πλαίσιο ● ΦΡ.: ανοίγω (ένα) παράθυρο (μτφ.): δίνω ευκαιρίες ή δυνατότητες σε κάποιον, του αφήνω περιθώρια για κάτι: ~ξαν ~ συνεργασίας. Η συναίνεση ~ξε ~ αισιοδοξίας/ευκαιρίας. [< γαλλ. οuvrir une fenêtre sur, αγγλ. window of opportunity] , απ' το παράθυρο (προφ.): με παράνομο, παράτυπο τρόπο: μετεγγραφές/προσλήψεις ~ ~., αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο (μτφ.): αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο: Άφησαν ανοιχτό ~ για πρόωρες εκλογές. ~σε ανοιχτό το ~ του διαλόγου. ΣΥΝ. αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι, μπαίνω απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): επιτυγχάνω τον στόχο μου παράνομα ή αντικανονικά: Μπήκαν ~ ~ (= διορίστηκαν), χωρίς να δώσουν εξετάσεις.|| Η ομάδα μπήκε ~ ~ στα ημιτελικά., πετώ κάτι απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): απορρίπτω κάτι, θεωρώντας το ασήμαντο, ανάξιο λόγου: Πέταξαν την πρόταση ~. Βλ. εκπαραθυρώνω. [< αγγλ. throw out of the window] , πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα (μτφ.-προφ.): τα σπαταλώ αλόγιστα, κάνω περιττά έξοδα. [< γαλλ. jeter mon argent par les fenêtres] , όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1: μεσν. παράθυρο(ν) 2: αγγλ. window, 1974, 3: γαλλ. fenêtre]

παραπάνω

παραπάνω πα-ρα-πά-νω επίρρ. ΑΝΤ. παρακάτω 1. περισσότερο: (ποσοτικό) Ήπια λιγάκι ~. Μας ζήτησε είκοσι ευρώ ~ (= ακόμα, επιπλέον). Δεν έκανα τίποτα ~ από το χρέος μου.|| (χρονικό) Κρίμα που δεν καθίσαμε ~ (= κι άλλο). Το ταξίδι είναι ~ από μια ώρα.|| (ως επίθ.) Κόπηκαν ~ εισιτήρια. Πήρα λίγα ~ (= παραπανίσια) κιλά. 2. σε ψηλότερο σημείο: Παρατηρήστε τη σχετική λεζάντα ~ (= πιο πάνω) στην ίδια σελίδα.|| Μένει λίγο ~. Το σχολείο είναι δύο στενά ~ (πβ. παραπέρα).|| (ως επίθ.) Στον ~ όροφο. Κάντε κλικ στην ~ εικόνα. 3. (ως επίθ., με άρθ.) που αναφέρθηκε πριν από λίγο στη συζήτηση ή που αναφέρεται σε προηγούμενο σημείο κειμένου ή εντύπου: οι ~ περιπτώσεις. Ο ~ ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Με βάση το ~ δημοσίευμα, ...|| (ως ουσ.) Σύμφωνα με τα ~ ... Ισχύουν όλα τα ~. ΣΥΝ. ανωτέρω ΑΝΤ. ακόλουθος (1) ● ΦΡ.: (βλέπε παραπάνω): ως παραπομπή· ειδικότ. υπόδειξη στον αναγνώστη να ανατρέξει σε προηγούμενο σημείο του κειμένου όπου γίνεται αναλυτική αναφορά: Το κάδμιο (~ ~) είναι καρκινογόνο., (και) με το παραπάνω (προφ.-εμφατ.): πάρα πολύ, περισσότερο από το αναμενόμενο ή από όσο χρειάζεται: Μας εξυπηρέτησε/σου αξίζει/τα καταφέρατε ~ ~!, ένα παραπάνω που (προφ.): ακόμα περισσότερο επειδή, για τον πρόσθετο λόγο ότι: Χαίρομαι ~ ~ το έφτιαξες μόνος σου!, κάτι παραπάνω βλ. κάτι, όπου παραπάνω βλ. όπου [< μεσν. παραπάνω]

πατάσσω

πατάσσω πα-τάσ-σω ρ. (μτβ.) {πάτα-ξα, πατά-χθηκε, πατάσσ-οντας}: αντιμετωπίζω δραστικά ανεπιθύμητο φαινόμενο, καταπολεμώ παράνομη ενέργεια ή κατάσταση, επιβάλλοντας συνήθ. αυστηρές ποινές: Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να ~ξει την ανεργία. Ο υπουργός καλείται να ~ξει τη διαφθορά/την εγκληματικότητα. Μέτρα για να ~χθούν τα φαινόμενα βίας στα γήπεδα. Πβ. εξαλείφω, καταστέλλω, τιμωρώ.|| Ζήτησε να ~χθούν οι απατεώνες/φοροφυγάδες. ● ΦΡ.: πάταξον μεν, άκουσον δε (λόγ.): χτύπησέ με, αλλά άκουσέ με∙ μπορεί να διαφωνείς, αλλά οφείλεις να με ακούσεις. [< αρχ. πατάσσω 'πλήττω, χτυπώ']

πεθερά

πεθερά πε-θε-ρά ουσ. (θηλ.): η μητέρα του/της συζύγου κάποιας/κάποιου: γαμπρός/νύφη και ~. Βλ. πεθερός, συμπέθερος. ● Υποκ.: πεθερούλα (η) ● ΦΡ.: κακιά πεθερά (μειωτ.): για γκρινιάρη, δύστροπο άνθρωπο: Σαν ~ ~ κάνεις/συμπεριφέρεσαι!, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι μια παρατήρηση, υπόδειξη, διαταγή ή παράπονο απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο, ώστε να γίνει αντιληπτό και από τον άμεσα ενδιαφερόμενο ή θιγόμενο. Βλ. υπαινικτική αναφορά., όπως η/σαν τη νύφη με την πεθερά βλ. νύφη, σ' αγαπάει η πεθερά σου βλ. αγαπώ [< μεσν. πεθερά < αρχ. πενθερά]

πειθαρχώ

πειθαρχώ [πειθαρχῶ] πει-θαρ-χώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πειθαρχ-είς ..., -ώντας | πειθάρχ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος} 1. υπακούω, ακούσια ή εκούσια, σε κάποιον ιεραρχικά ανώτερο, σε κανόνες, διαταγές: ~εί στις αποφάσεις/στις εντολές/στους νόμους. Αρνείται να ~ήσει σε οποιεσδήποτε υποδείξεις. Πβ. συμμορφώνομαι. ΑΝΤ. απειθαρχώ, απειθώ, παρακούω (2) 2. επιβάλλομαι σε κάτι, το χαλιναγωγώ: Το παιδί μαθαίνει να ~εί το σώμα του. Προσπαθεί να ~ήσει τις επιθυμίες του. Πβ. τιθασεύω, υποτάσσω. ● βλ. πειθαρχημένος [< αρχ. πειθαρχῶ]

πείνα

πείνα [πεῖνα] πεί-να ουσ. (θηλ.) 1. αίσθημα έντονης ανάγκης για κατανάλωση τροφής: ακόρεστη ~. Κορεσμός ~ας. Το αίσθημα της ~ας. Ικανοποιώ/χορταίνω την ~ μου. Γουργουρίζει η κοιλιά μου από την ~. Βλ. αφαγία, όρεξη.|| (προφ.-επιτατ.) Έχω μία ~/κάτι ~ες (= πεινώ πάρα πολύ). 2. χρόνιος υποσιτισμός του πληθυσμού μιας περιοχής: το ζήτημα/το πρόβλημα της ~ας (στον Τρίτο Κόσμο). Αντιμετώπιση/εξάλειψη/καταπολέμηση της ~ας. Μάχη ενάντια στην παγκόσμια ~. Θερίζει η ~. Χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από την ~ (= λιμοκτονούν). Πβ. ασιτία, λιμός, σιτοδεία. 3. (μτφ.) έλλειψη, στέρηση ή/και ακατανίκητη επιθυμία: πνευματική/σεξουαλική/συναισθηματική ~.|| ~ για δόξα/εξουσία/έρωτα/ζωή/μάθηση (πβ. λαχτάρα, πόθος). ΣΥΝ. δίψα (2) ● πείνας (μτφ.): για πολύ χαμηλές αποδοχές: μισθοί/συντάξεις (της) ~ (= φτώχειας). ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία πείνας/δίψας βλ. απεργία ● ΦΡ.: βρομούν τα χνότα του από την πείνα (μτφ.-προφ.) 1. πεινά πάρα πολύ. 2. είναι πολύ φτωχός., δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα (προφ.): πεινώ υπερβολικά., πεθαίνω/ψοφώ της πείνας/από την πείνα (προφ.): ψωμολυσσάω., πείνα και των γονέων (προφ.): έντονος υποσιτισμός, λιμοκτονία., με κόβει (η) λόρδα/πείνα βλ. λόρδα, ξεγελώ την πείνα μου βλ. ξεγελώ [< αρχ. πεῖνα]

πέρα

πέρα πέ-ρα επίρρ. 1. (+ από) υπερβαίνοντας ένα συγκεκριμένο τοπικό, χρονικό, ποσοτικό ή νοητό όριο: ~ από τα βουνά/τη θάλασσα/τον ορίζοντα/τα σύνορα.|| Θα μου πάρει ~ από μια βδομάδα. ΣΥΝ. πάνω.|| ~ από το ποσό της προσφοράς. ΣΥΝ. περισσότερο.|| ~ από κάθε προκατάληψη/σκέψη. Πάνω και ~ από κάθε προσδοκία. ~ από (= ξεπερνώντας) εμπόδια και δυσκολίες. Κάτι τέτοιο είναι ~ από (= έξω από) τις αντοχές/τις δυνατότητές μου.|| Από ένα σημείο και ~, ...|| (ως επίθ.) Στην ~ γειτονιά. 2. μακριά: Τους έβλεπε να έρχονται από ~.|| (εμφατ.) Κάνε πιο ~ (= παρα~). Πήγαινε πιο ~.|| (λαϊκό) (Ί)σα ~ ρε (= άντε χάσου)! 3. (+ από) απέναντι: Πέρασαν ~ από το ποτάμι. ΣΥΝ. αντίπερα 4. (+ από) εκτός από: ~ από τη μουσική, έχει και άλλα ενδιαφέροντα.|| Να μη μάθει κανένας τίποτα ~ από μένα και σένα.|| ~ από (= αν εξαιρέσουμε) τις υπερβολές, η αλήθεια είναι ότι ... ~ από αυτό, νομίζω ότι ... (πβ. εκτός/πέραν αυτού/τούτου). ● ΦΡ.: εδώ/εκεί πέρα (επιτατ.): σε σχέση με το σημείο που βρίσκεται αυτός που μιλά: Έλα εδώ ~! Φύγε από 'δω ~!|| Τι γίνεται εκεί ~; Άντε/άι από κει ~ (= χάσου)! , κάνω κάποιον/κάτι πέρα: παραγκωνίζω, παραμερίζω: Έκανε ~ την οικογένειά/τους φίλους του (= τους απομάκρυνε).|| Έκανε ~ (= άφησε κατά μέρος) τους εγωισμούς/την ντροπή.|| Κάνε ~ (= στην άκρη) να περάσω. Κάνε (πιο) ~ (= μέριασε) τα ποτήρια, για να βάλω τα πιάτα., πέρα για/ως πέρα 1. τελείως, εντελώς, ολωσδιόλου: εντύπωση ~ ~ λανθασμένη. Αντιδράσεις ~ ~ δικαιολογημένες. Είναι ~ ~ αληθινό. Δικαιώθηκε ~ ~. 2. από τη μια πλευρά ως την άλλη, απ' άκρη σ' άκρη: Το βλέμμα της τον διαπέρασε ~ ~.|| Καλημέρα ~ ~! (= πολύ καλημέρα σας!)., πέρα-δώθε: προς τα εδώ και προς τα εκεί· πάνω κάτω: Έτρεχαν ~ ~. Πβ. δώθε-κείθε.|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα (συνεχή) ~ ~ (= τα πήγαινε-έλα)., τα βγάζω/τα φέρνω πέρα (προφ.): τα καταφέρνω: Δεν τα ~ει ~ με τα μαθήματα/οικονομικά. Με δυσκολία/με το ζόρι τα ~ει ~. Έμαθε να τα ~ει ~ μόνος του. Πβ. αντεπεξέρχομαι, πορεύομαι.|| Δεν τα βγάζεις (εύκολα) πέρα μαζί του., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος βλ. εδώ, από κει και πέρα βλ. από, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, ένα μήλο την ημέρα το(ν) γιατρό τον κάνει πέρα βλ. μήλο, πέρα από κάθε αμφιβολία βλ. αμφιβολία, πέρα από κάθε προσδοκία βλ. προσδοκία, πέρα από κάθε φαντασία βλ. φαντασία, πέρα βρέχει βλ. βρέχω, πέρα/έξω από κάθε αμφισβήτηση βλ. αμφισβήτηση, πέρα/έξω από κάθε λογική βλ. λογική ● βλ. πέραν [< αρχ. πέραν]

περήφανος

περήφανος, η, ο πε-ρή-φα-νος επίθ. & (λόγ.) υπερήφανος 1. που καμαρώνει για κάτι, πολύ ικανοποιημένος: Αισθάνονται/είναι/νιώθουν ~οι για τις πράξεις τους. 2. που χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια: ~ος: λαός. ~η: απάντηση. Κράτησε ~η στάση ως το τέλος. Πβ. αξιοπρεπής. 3. μεγαλοπρεπής, αγέρωχος, καμαρωτός: ~ος: χορός. ~ο: βουνό/ζώο.|| ~ο: παράστημα. 4. (μειωτ.) που υπερεκτιμά τον εαυτό του και υποτιμά τους άλλους, αλαζόνας. Πβ. ακατάδεκτος, ψωρο~. ● επίρρ.: περήφανα & (λόγ.) υπερήφανα ● ΦΡ.: περήφανος στ' αυτιά (μτφ.-προφ.): για ηλικιωμένο συνήθ. άτομο που δεν ακούει καλά, βαριακούει. [< αρχ. ὑπερήφανος]

πιάτσα

πιάτσα πιά-τσα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): χώρος συναλλαγών, άσκησης επαγγελματικών ή άλλων δραστηριοτήτων: Η εταιρεία έχει καλό όνομα στην ~. (για προϊόν) Είναι ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στην ~. ΣΥΝ. αγορά.|| Η δημοσιογραφική/ποδοσφαιρική/πολιτική ~. Βοά/έχει βουίξει η ~ ότι ...|| Η γλώσσα της ~ας (= μάγκικη). Ακούγεται στην ~ ότι ... Είναι γνωστός στην/τον χάσαμε από την ~ (πβ. κουρμπέτι). Περιοχή που έγινε ~ (= στέκι) ναρκωτικών. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος/παιδί της πιάτσας: που ξέρει καλά την αγορά και τους κανόνες της· κατ' επέκτ. έξυπνος, έμπειρος, επιτήδειος., πιάτσα ταξί & πιάτσα: σταθμός ταξί, ο χώρος στάθμευσής τους: ~ ~ στην πλατεία. ● ΦΡ.: βγάζω (κάποιον/κάτι) στην πιάτσα 1. εκπορνεύω. 2. διαθέτω στην αγορά. 3. αποκαλύπτω μυστικό., βγήκε/έχει βγει στην πιάτσα 1. (για προϊόν) κυκλοφορεί στην αγορά: Είναι ό,τι καλύτερο έχει βγει στην ~. 2. εκπορνεύεται. ΣΥΝ. βγήκε στο κλαρί (1), βγήκε στο κουρμπέτι (1), κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο 3. έχει αρχίσει να κινείται, να δραστηριοποιείται σε κάποιον χώρο: ~ ~ (= ψάχνει) για δουλειά., κάνει πιάτσα: (για ιερόδουλη) εκδίδεται., χαλάει την πιάτσα: ενεργεί σε βάρος του συνόλου στο οποίο ανήκει, κάνει ζημιά: Πουλάνε φθηνά και ~άνε ~. [< ιταλ. piazza]

πιστεύω

πιστεύω πι-στεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πίστ-ευα, -εψα, πιστ-έψω, πιστεύ-τηκε (λόγ.) -θηκε, -τεί (λόγ.) -θεί, -οντας} 1. αποδέχομαι ότι κάτι ισχύει πραγματικά: Δεν έχω κανένα λόγο να μην το ~έψω. Δεν ~ (ούτε) λέξη/τίποτα απ' όσα λες. Μην ~εις όλα αυτά που γράφονται κατά καιρούς. Δεν μπορώ να ~έψω (= να δώσω βάση) (σε) κάτι που δεν έχει αποδειχθεί. Δυσκολεύομαι/μου είναι αδύνατο να ~έψω ότι έκανε κάτι τέτοιο. Πίστεψέ με, λέω την αλήθεια! Αντίθετα απ' ό,τι αρχικά ~όταν, ...|| ~εις στα ζώδια/στα θαύματα/στη μετά θάνατον ζωή/στη μοίρα/στα όνειρα; 2. (ειδικότ.) έχω πίστη στον Θεό ή σε συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα: ~ει στον Χριστό.|| ~ει στον Αλλάχ/στον Βούδα/στο δωδεκάθεο.|| Δεν ~ει (= είναι άθεος). Βλ. αλλαξοπιστώ.|| Δεν μπορώ να καταλάβω σε τι θεό ~ει (= τι πρεσβεύει). 3. νομίζω: ~ ότι/πως θα τα καταφέρουμε. Τα πράγματα είναι πολύ πιο άσχημα απ' ό,τι ~ευα. Πβ. φρονώ.|| ~ (= ελπίζω) να καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Θέλω να ~ ότι σύντομα θα βρεθεί λύση.|| Δεν ~ (= δεν φαντάζομαι να) να με παρεξήγησες/να μην έρθεις.|| ~εται (= θεωρείται) ότι το ποσοστό αποχής θα είναι μεγάλο. Βλ. εικάζεται. 4. είμαι βέβαιος, σίγουρος για κάτι: Το ~ ακράδαντα/απόλυτα/βαθιά. ~ουν στη νίκη της ομάδας τους. 5. έχω εμπιστοσύνη, θεωρώ σημαντικό: ~εψαν στην αξία/στις δυνατότητές/στο ταλέντο του. Πρέπει να ~έψεις στον εαυτό σου (= να έχεις αυτοπεποίθηση).|| ~ στον διάλογο/στην ειρηνική επίλυση του προβλήματος/στη συλλογική προσπάθεια. ● Ουσ.: πιστεύω (τα): οι αρχές και αξίες ενός προσώπου: Αγωνίζομαι για/αλλάζω/προδίδω τα ~ μου. Σέβομαι τα θρησκευτικά/ιδεολογικά/πολιτικά ~ των άλλων. Διώχτηκε/εξορίστηκε για τα ~ του (= φρονήματα). Πβ. ιδεολογία. ΣΥΝ. πεποιθήσεις, Πιστεύω (το) (προφ.): ΕΚΚΛΗΣ. το Σύμβολο της Πίστεως. Βλ. Πάτερ ημών. ● ΦΡ.: δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου: για κάτι απρόσμενο και απίστευτο: ~ ~ με αυτά που βλέπω/ακούω. [< γαλλ. ne pas en croire mes yeux /oreilles] , δεν το πιστεύω! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη: Έγινε κάτι τέτοιο; (Έλα,) ~ ~!, να το δω και να μην το πιστέψω: εκφράζω επιφυλάξεις για το αν πραγματικά θα συμβεί κάτι: Είπε ότι θα έρθει στην ώρα του. ~ ~!, πίστευε και μη ερεύνα βλ. ερευνώ, ποιος (θα/να) το περίμενε/έλεγε/φανταζόταν βλ. περιμένω [< αρχ. πιστεύω]

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

πορδή

πορδή πορ-δή ουσ. (θηλ.) (προφ.) ΣΥΝ. κλανιά 1. θορυβώδης συνήθ. έξοδος εντερικών αερίων από τον πρωκτό: δυνατή ~. Αμόλησε/άφησε/έριξε μια ~. 2. (μτφ.-μειωτ.-υβριστ.) ασήμαντος άνθρωπος, αμελητέος. ● Υποκ.: πορδίτσα & πορδούλα (η) ● Μεγεθ.: πόρδος (ο) ● ΦΡ.: με πορδές δεν βάφονται αβγά & με πορδές αβγά δεν βάφονται (παροιμ.): χρειάζονται αποτελεσματικά μέσα και όχι αοριστολογίες για την επίτευξη ορισμένου σκοπού., πετάγομαι σαν την πορδή (προφ.): ανακατεύομαι σε κουβέντα σε ακατάλληλη στιγμή, χωρίς να μου ζητηθεί. Βλ. φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. [< 1: αρχ. πορδή]

πόρτα

πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ.πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]

ποτήρι

ποτήρι πο-τή-ρι ουσ. (ουδ.) {ποτηρ-ιού}: μικρό δοχείο από το οποίο πίνει κάποιος· συνεκδ. το περιεχόμενό του ή/και η αντίστοιχη ποσότητα: γυάλινο/κρυστάλλινο ~. Κολονάτο/κοντό/χαμηλό/ψηλό ~. ~ σωλήνας. ~ (του) κοκτέιλ/κονιάκ/κρασιού (= κρασοπότηρο)/νερού (= νεροπότηρο)/ούζου/ουίσκι/φραπέ. ~ (της) μπίρας/σαμπάνιας. Ο πάτος/το πόδι/τα χείλη του ~ιού. ~ γευσιγνωσίας/παγωτού. ~ια μιας χρήσης (: πλαστικά ή χάρτινα). ~ (από) φελιζόλ. Σετ ~ια. Γυαλίζω/καθαρίζω/πλένω/σκουπίζω το ~. Έσπασε/ράγισε το ~. Γέμισε το ~ (με) χυμό. Τσούγκρισαν τα ~ια τους. Βλ. κούπα, κύπελλο, δισκο-, ρακο-πότηρο.|| Άδειασε/κατέβασε το ~ (= ποτό) του.|| (σε συνταγές) Βάζετε/προσθέτετε ένα/μισό ~ αλεύρι/γάλα/ζάχαρη. Βλ. μεζούρα, φλιτζάνι.|| (ΧΗΜ.) ~ ζέσης. Βλ. -τήρι. ● Υποκ.: ποτηράκι (το): ~ (του) λικέρ/τσαγιού.|| Πίνουν πού και πού κανένα ~ (ενν. κρασί ή άλλο αλκοολούχο ποτό).|| (σε συνταγές) Ρίχνετε ένα ~ λάδι (βλ. φλιτζανάκι). ● Μεγεθ.: ποτήρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γερό ποτήρι (προφ.): άτομο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, συνήθ. χωρίς να μεθά εύκολα: Είναι ~ ~. ● ΦΡ.: βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, βλέπω τα πράγματα από την αρνητική τους πλευρά., να το(ν)/την πιεις στο ποτήρι (μτφ.-προφ.): για κάποιον ή κάτι πολύ όμορφο, ελκυστικό ή συναρπαστικό: Μια κούκλα, να την ~ ~!|| Μια θάλασσα να την ~ ~!, πίνω το πικρό ποτήρι & (σπάν.) (κατα)πίνω/παίρνω το πικρό χάπι (μτφ.-προφ.): υφίσταμαι ψυχική δοκιμασία, στενοχωριέμαι πολύ: Ήπιε ~ ~ της απόρριψης. Ήπιαν αδιαμαρτύρητα ~ ~., σηκώνω/υψώνω το ποτήρι: κάνω πρόποση: Ύψωσε ~ του στην υγεία των παρευρισκοµένων., (ούτε) ένα ποτήρι νερό βλ. νερό, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, ξεχείλισε το ποτήρι βλ. ξεχειλίζω, τρικυμία εν ποτηρίω βλ. τρικυμία [< μεσν. ποτήρι(ν) < αρχ. ποτήριον]

πράγμα

πράγμα [πρᾶγμα] πράγ-μα ουσ. (ουδ.) {πράγμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό) πράμα 1. οτιδήποτε άψυχο έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις· γενικότ. οτιδήποτε υπάρχει (συγκεκριμένο ή αφηρημένο) και δεν θέλει ή δεν μπορεί κάποιος να το προσδιορίσει με ακρίβεια: Πρόσωπο, ζώο ή ~. Ελαττωματικό/καινούργιο/μεταχειρισμένο ~. (οικ.) Πρώτο/φρέσκο πράμα (= εμπόρευμα, προϊόν).|| (μειωτ.) Μην το πιείτε αυτό το ~.|| Ένα ~ δεν μπορώ να καταλάβω ... Δύσκολο ~ (το) να κρατάς τις ισορροπίες. Οι δύο έννοιες δεν σημαίνουν το ίδιο ~. Η υπεροψία είναι κακό ~. Το μόνο ~ που του ζήτησα είναι να ... Το πρώτο ~ που προσέχω σε έναν άνθρωπο είναι ... Τέτοιο ~ δεν έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχει χειρότερο ~ από το ... Αγόρασα διάφορα ~ατα (βλ. ψώνια). Τα βασικά/στοιχειώδη ~ατα της ζωής (= αγαθά). Κάποια ~ατα δεν λέγονται. Δεν κατάλαβα/συγκράτησα και πολλά ~ατα απ' όσα είπε.|| (προφ.) Το πράμα της/του (= τα γεννητικά όργανα· πβ. απαυτά, τέτοιο). Έκρυψαν το ~ (= παράνομο εμπόρευμα, συνήθ. ναρκωτικά). Βλ. χαζόπραμα. 2. γεγονός, περιστατικό ή θέμα, ζήτημα που απασχολεί κάποιον: σημαντικό/σοβαρό ~. Η έκβαση των ~άτων. Για ποιο ~ μιλάμε; Το πρώτο/τελευταίο ~ που μου ήρθε στο μυαλό/σκέφτηκα ήταν ... Το ~ (πβ. υπόθεση) είναι πολύπλοκο/σύνθετο. Το ~ για το οποίο διαφωνούν περισσότερο είναι ... Όπως και να το πάρεις το ~, θα έπρεπε να ... Το ~ σήκωνε συζήτηση. Το ~ έχει ως εξής. Αν υπάρξει αμοιβαίο ενδιαφέρον, το ~ προχωράει κανονικά. Θα φανεί το ~. Το ~ θέλει προσοχή/σκέψη/υπομονή/ψάξιμο. Δεν βλέπεις την ουσία του ~ατος. Για την ιστορία του ~ατος, ας σημειωθεί ότι ... Μυστήρια/παράξενα/περίεργα/φοβερά ~ατα. Βλέπω/κρίνω τα ~ατα συνολικά. Είναι κρίμα, αλλά αυτά τα ~ατα συμβαίνουν. 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} δουλειά, ασχολία, ενέργεια: Το πρώτο ~ που κάνω είναι να ... Κάνει πολλά και ενδιαφέροντα ~ατα.|| (προφ.) Είναι σοβαρά ~ατα αυτά; (= πβ. φέρσιμο, συμπεριφορά). Δεν είναι για μεγάλα ~ατα (= για σπουδαίες πράξεις, κατορθώματα). Έχει χίλια ~ατα στο μυαλό του (= πολλές έγνοιες). 4. ΝΟΜ. καθετί που έχει ο άνθρωπος στην κατοχή του· περιουσιακό στοιχείο, κτήμα: ακίνητο/κινητό ~. Κατάσχεση/μίσθωση/νομέας/χρήση του ~ατος. Φυσική εξουσία του προσώπου επί του ~ατος.πράγματα & πράματα (τα) 1. η πραγματική (πολιτική, κοινωνική ή ατομική) κατάσταση, τα δεδομένα, οι συνθήκες: εκπαιδευτικά/καλλιτεχνικά/οικονομικά/πολιτιστικά ~. Δύσκολα τα ~. Όπως βλέπω/δείχνουν τα ~, δεν μας συμφέρει να ... Τα ~ πάνε από το κακό στο χειρότερο/άσχημα/καλά/στραβά. Αγρίεψαν/άλλαξαν/βελτιώθηκαν/σοβάρεψαν/χειροτέρευσαν τα ~. Για κοίτα κάτι ~. Είδε τα ~ με άλλο μάτι. Θα φτιάξουν τα ~. Τα ~ πήραν ενδιαφέρουσα τροπή. Τα ~ ήρθαν βολικά/καλύτερα απ' ό,τι φανταζόμουν. Αντιμετωπίζω/δέχομαι/παίρνω τα ~ όπως έρχονται. Κάντε τα ~ όσο πιο απλά γίνεται. Έχει θαρραλέα στάση απέναντι στα ~. Συμμετέχει ενεργά στα ~. Τόλμησε μια βαθιά τομή στα ~. Άσε τα ~ να εξελιχθούν/κυλήσουν από μόνα τους. Ο ανασχηματισμός έγινε υπό την πίεση των ~άτων. 2. (+ γεν. προσώπου) προσωπικά αντικείμενα (ρούχα, παπούτσια, βιβλία, αποσκευές): Μάζεψε/πήρε/τακτοποίησε τα ~ά της/του. Άφησαν/έχασαν/ξέχασαν τα ~ά τους στο αεροδρόμιο. Βλ. μικρο~, ψιλο~. ● Υποκ.: πραγματάκι & πραματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια πράγματα: οι υποθέσεις, τα ζητήματα που αφορούν όλους τους πολίτες: Ασχολούμαι με τα ~ ~. Συμμετοχή των νέων στα ~ ~. Πβ. κοινά. Βλ. πολιτικά. [< γαλλ. la chose publique] , πράγμα καθ' εαυτό: ΦΙΛΟΣ. (στην καντιανή φιλοσοφία) η πραγματικότητα που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα. [< γερμ. das Ding an sich] , εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή βλ. επιτροπή, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη ● ΦΡ.: άλλο πρά(γ)μα! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι μοναδικό ή αξιοσημείωτο: Μια παράσταση ~ ~! ~ ~ ο καθαρός αέρας! Μου έφτιαξε ένα φαΐ, ~ ~!, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι διαφορετικό από κάτι άλλο: ~ ο ενθουσιασμός ~ η αγάπη., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: ας ακολουθήσουμε τη χρονική ή λογική αλληλουχία: ~ ~: πρώτο ..., δεύτερο ..., τρίτο ..., βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι: αντιμετωπίζω ρεαλιστικά την πραγματικότητα., δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα & λίγο/μικρό πράγμα το έχεις & λίγο/μικρό πράγμα είναι να ... (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία ορισμένης κατάστασης: Τουλάχιστον είναι υγιής, δεν είναι και λίγο ~. Έχει δική του δουλειά, λίγο (πράγμα) το έχεις αυτό; Δεν είναι (και) λίγο/μικρό πράγμα (= είναι σημαντικό, σπουδαίο) να είσαι πρωταθλητής. Λίγο/μικρό πράγμα είναι να έχεις φίλους στις δύσκολες στιγμές;, δεν λέει/λένε (και) πολλά πράγματα (προφ.) 1. δεν είναι σημαντικός, δεν αξίζει: Το έργο του δεν λέει ~. 2. (+ για) δεν παρέχει ασφαλή, πλήρη στοιχεία: Οι επιμέρους δείκτες δεν λένε ~ για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης., είμαι/έρχομαι στα πράγματα: ανεβαίνω στην εξουσία, έχω ηγετική θέση: Ποιο κόμμα είναι στα ~; Όταν ήρθε στα ~, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα., (ως) εκ των πραγμάτων (λόγ.): (όπως προκύπτει) από τα γεγονότα, από την πραγματικότητα: Ο υπουργός υποχρεώθηκε ~ ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Τίθεται ~ ~ ζήτημα αναδιάταξης της οικονομίας., εν τοις πράγμασι (αρχαιοπρ.): στην πράξη., έξω από τα πράγματα: χωρίς ενημέρωση και εκτός δράσης: Βρίσκομαι/είμαι/μένω ~ ~., έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του: τον απασχολούν άλλες σκέψεις, έγνοιες: Πήγα να του μιλήσω, αλλά ~ ~., κορίτσι/παιδί πράμα (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί η παιδική ηλικία ή αθωότητα, που δεν συνάδει με ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά: Ξημεροβραδιάζεται ~ ~ σε ύποπτα μαγαζιά., μέσα στα πράγματα & στα πράγματα 1. για πρόσωπο ενεργό σε έναν τομέα, ενημερωμένο ή/και σε θέση-κλειδί: Βρίσκεται/είναι ~ ~ (: στην πρώτη γραμμή). 2. για κάποιον που είναι στη μόδα. Πβ. ιν, τρέντι., πολύ πρά(γ)μα (προφ.): για να δηλωθεί πληθώρα, αφθονία: Αν ψάξεις, θα βρεις ~ ~., πού τέτοιο πρά(γ)μα! (προφ.): για κάτι που δεν έχει συμβεί ή δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Θα πας διακοπές; Μπα, ~ ~. Πβ. πού τέτοια τύχη!, πρά(γ)μα που σαλεύει (μτφ.-προφ.): λέγεται για φρέσκο ψάρι και καταχρ. για πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα., πράγμα που/το οποίο ... (εισάγει αναφορική πρόταση): γεγονός, ζήτημα που: Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, ~ ~ σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει καμία αλλαγή., πώς είναι/πάνε τα πράγματα; (προφ.): ποια είναι η κατάσταση, η εξέλιξη των πραγμάτων;: -~ ~ στη δουλειά/στο εξωτερικό/στο σπίτι; -Καλά/μια χαρά/όπως τα ξέρεις., σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! (προφ.-συνήθ. ειρων.): για κάτι που δεν είναι τόσο σημαντικό ή δύσκολο όσο το παρουσιάζουν: Σε χαιρέτησε ο πρόεδρος; ~ ~! ~ ~, και τι έγινε; ΣΥΝ. σιγά/σπουδαία τα λάχανα!, τι πρά(γ)μα (εμφατ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις): τι: ~ ~ είναι αυτό; Για ~ ~ πρόκειται ακριβώς; Δεν καταλαβαίνω για ~ ~ μιλάς. Σε ~ ~ αναφέρεσαι; Τι πράμα είσαι συ (= τι είδους άνθρωπος);|| (ως έκφρ. έκπληξης) -Θα μετακομίσω στο εξωτερικό. -~ ~ (: τι έκανε λέει);, τι πρά(γ)μα είναι αυτό & τι πρά(γ)μα κι αυτό (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: ~ ~ με τον καιρό! Όλο βρέχει! Μα ~ ~ να μην μπορεί να συγκρατηθεί!, τι πρά(γ)ματα είναι αυτά (προφ.): ως έκφραση έντονης αποδοκιμασίας για συγκεκριμένη ενέργεια ή συμπεριφορά: ~ ~; Ντροπή! Μα είσαι σοβαρός; ~ ~ που λες;, (πράγματα) εκτός συναλλαγής βλ. συναλλαγή, άκου πράγματα! βλ. ακούω, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, ζορίζουν/στενεύουν τα πράγματα βλ. ζορίζω, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός, κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του βλ. ώρα, καιρός παντί πράγματι βλ. καιρός, καλώς εχόντων των πραγμάτων βλ. καλώς, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα βλ. νοικοκυρεύω, ντροπής πρά(γ)ματα! βλ. ντροπή, ξηγημένα πρά(γ)ματα βλ. ξηγημένος, όνομα και πρά(γ)μα βλ. όνομα, όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... βλ. αν, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πάω τα πράγματα βλ. πηγαίνω & πάω, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα, πρόσωπα και πράγματα βλ. πρόσωπο, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); βλ. βλέπω, σκούρα/ζόρικα τα πράγματα βλ. σκούρος, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τζάμπα πράμα βλ. τζάμπα, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω, το πράγμα μιλάει (από) μόνο του βλ. μιλώ [< αρχ. πρᾶγμα, μεσν. πράμα, γαλλ. chose(s), γερμ. Ding]

προκοπή

προκοπή προ-κο-πή ουσ. (θηλ.): βελτίωση, πρόοδος, ανάπτυξη, ευημερία: ατομική/κοινή/οικονομική ~ (πβ. ευμάρεια). Η ~ του έθνους/της πατρίδας/του τόπου. Οφείλει την πνευματική του ~ στη μελέτη. (ευχετ.) Καλή ~! Εύχομαι σε όλους υγεία, ευτυχία και ~. Ας συμβάλουμε όλοι στην ~ της χώρας μας. Αγωνίστηκε για τη λευτεριά και την κοινωνική ~. Πβ. ευδοκίμηση.|| (ειρων.) Άσε, την είδα την ~ μου (= την κατάντια μου). ● ΦΡ.: (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή (προφ.): προκόβω, προοδεύω, ευημερώ: Τόσα χρόνια δεν είδε ~ ~.|| (ως κατάρα) Χαΐρι και προκοπή να μη δεις! Πβ. βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο., με έπιασε η προκοπή/με έπιασαν οι προκοπές (προφ.-συνήθ. ειρων.): (για τεμπέλη) επιδεικνύω εργατικότητα ξαφνικά, απροσδόκητα: Ναι, τώρα σε έπιασε η ~ για δουλειά!, της προκοπής (προφ.): άξιος λόγου, σημαντικός, ποιοτικός: ένας άντρας/μια γυναίκα ~ ~. Κάνε καμιά δουλειά ~ ~. Επιτέλους, ένα φαγητό ~ ~! Δεν βρίσκω ένα ρούχο ~ ~., σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει βλ. Γιάννης [< μτγν. προκοπή]

προλαβαίνω

προλαβαίνω προ-λα-βαί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πρόλαβα, προλάβει, προλαβαίν-οντας} 1. πλησιάζω ή κατορθώνω να φτάσω κάπου, σε κάποιον/κάτι έγκαιρα ή και πρώτος, προτού φύγει ή μεταβληθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται: ~ το αεροπλάνο/πλοίο/τρένο. Μόλις που ~εις! Πρόλαβα το λεωφορείο στη στάση (ΑΝΤ. έχασα). Δεν πρόλαβα την παράσταση/παρέλαση. Ίσα που πρόλαβε να μπει, πριν κλείσει η πόρτα. Τρέξε να προλάβεις! Δεν προλάβαμε την αρχή της ταινίας. Παλεύει/σπεύδει να προλάβει. Πβ. προκάνω, προφταίνω.|| (μτφ., κυρ. στον αόρ.) Πρόλαβε να δει εγγόνια. 2. ενεργώ έγκαιρα, πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι, αποτρέπω κάτι δυσάρεστο: ~ να δηλώσω συμμετοχή/την προθεσμία. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει/απαντήσει. Πρόλαβε και σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Πρόλαβαν να φύγουν πριν έρθει. Ήθελα να σου τηλεφωνήσω, αλλά με πρόλαβες.|| (προφ., για κάτι που έχει ήδη γίνει, κοινοποιηθεί ή προταθεί) Άσε, σε πρόλαβαν άλλοι. Του τα πρόλαβε όλα (= τα αποκάλυψε).|| (μτφ.) Μας πρόλαβαν τα γεγονότα/οι εξελίξεις.|| ~ την αποτυχία/την ασθένεια/το ατύχημα/τα έκτροπα/την επίθεση/το κακό/τον κίνδυνο/την παρεξήγηση/το τρακάρισμα/τα χειρότερα (πβ. προλαμβάνω). Κρέμα που ~ει τα ορατά σημάδια γήρανσης. Πρόλαβαν στο παρά πέντε/στο τσακ τη ληστεία. 3. βρίσκω ή έχω τον αναγκαίο χρόνο, για να κάνω κάτι: Δεν ~ να ετοιμαστώ/να πάρω ανάσα. Ένας ένας, δεν ~ να σας εξυπηρετήσω όλους. Δεν προλάβαινε ούτε να ξεκουραστεί. Πρόλαβε φεύγοντας να μας αποχαιρετήσει. Πρόλαβαν να κάνουν μόνο δύο προπονήσεις πριν τους αγώνες. Πότε πρόλαβες και μαγείρεψες; ● ΦΡ.: δεν πρόλαβα/προλάβαινα να ... και ...: (εισαγωγή χρον. πρότασης) περιγράφει πράξη που δεν έχει ολοκληρωθεί τη στιγμή που συμβαίνει κάτι άλλο: Δεν προλάβαινε να τον ρωτήσει και εκείνος είχε ήδη απαντήσει., δεν προλαβαίνω (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται σε μεγάλο βαθμό ή πολύ γρήγορα: ~ ~ει να δίνει συνεντεύξεις. Δεν τον ~ στις σκανταλιές. Δεν την προλαβαίνω στα γλυκά/στο φαγητό (= τρώει πολύ)., όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε & όποιος πρόλαβε, πρόλαβε: για καταστάσεις όπου απαιτείται μεγάλη ετοιμότητα και ταχύτητα: Τα εισιτήρια έχουν πολύ μεγάλη ζήτηση και ~ ~!, πριν προλάβει/προφτάσει να ...: δεν είχε προλάβει να ... και: ~ ~ κοπάσει ο θόρυβος, ξέσπασε νέο σκάνδαλο. Πριν καλά καλά προφτάσει να βγει στην κυκλοφορία (το βιβλίο), προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Αρρώστησε σοβαρά, πριν καν προφτάσει να ..., προλαβαίνω δεν προλαβαίνω (προφ.-συνήθ. ειρων.): είναι αμφίβολο αν θα προφτάσω κάποιον ή κάτι: Αν συνεχίσουμε με τέτοιους ρυθμούς, ~ουμε δεν ~ουμε να τελειώσουμε έγκαιρα., τρέχω και δεν φτάνω βλ. τρέχω [< αρχ. προλαμβάνω]

πρόσωπο

πρόσωπο πρό-σω-πο ουσ. (ουδ.) {προσώπ-ου} 1. το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού με κύρια χαρακτηριστικά τα μάτια, τη μύτη και το στόμα· συνεκδ. το δέρμα και η έκφραση, το ύφος, τα συναισθήματα που αποτυπώνονται σε αυτό: λεπτό/μακρύ/οβάλ ή ωοειδές/στρογγυλό/τετράγωνο ~. ~ με γωνίες (= γωνιώδες). Αγγελικό/ανέκφραστο/άσχημο/αυστηρό/γλυκό/εκφραστικό/ήρεμο/κουρασμένο/λαμπερό/μελαγχολικό/νεανικό/ξεκούραστο/όμορφο/ρυτιδιασμένο/συμπαθητικό/υγιές/φωτεινό/χαρούμενο/χλομό/ωραίο/ωχρό ~ (πβ. μορφή). Αισθητική/ανανέωση/ανάπλαση (βλ. λίφτινγκ)/αντηλιακά/γραμμές/κρέμα/μακιγιάζ/μάσκα/μεταμόσχευση/περίγραμμα/περιποίηση/πλαστική χειρουργική/σχήμα/τριχοφυΐα/φροντίδα (του) ~ου. Ανάλυση των χαρακτηριστικών του ~ου (βλ. φυσιογνωμία, φυσιογνωμική). Γύρισε/έστρεψε το ~ό του από την άλλη/προς το μέρος μου. Με ακάλυπτο/καλυμμένο ~. Τον χτύπησε στο ~ (βλ. χαστουκίζω). Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμπε/ζωγραφίστηκε στο ~ό της. Η θλίψη ήταν χαραγμένη στα ~ά τους. Το ~ό του έγινε κόκκινο από θυμό/ντροπή. Πβ. μούρη, μούτρο, φάτσα. 2. το άτομο, ο άνθρωπος ως ξεχωριστή προσωπικότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, η ταυτότητα και ο χαρακτήρας του· ειδικότ. η υπόληψη, το καλό όνομα: αγαπημένο/άγνωστο/αινιγματικό/αντιπαθητικό/αξιοσέβαστο/γνωστό/δημοφιλές (βλ. βεντέτα, διασημότητα)/ιερό/ιστορικό/κύριο/οικείο/συγγενικό/τραγικό/ύποπτο/φαιδρό ~. Αίτηση ενδιαφερομένου/δήλωση/στοιχεία ~ου. Διακεκριμένα/διάσημα/εξέχοντα/επίσημα/ισχυρά/πλούσια/πολιτικά/προσφιλή/σημαίνοντα/σημαντικά (βλ. βιπ) ~α. Θεωρείται σοβαρό ~. Αποκαλύφθηκε/έδειξε/φάνηκε το αληθινό/πραγματικό του ~. Βιαιοπραγία/επίθεση κατά του ~ου του ... Εξέφρασαν την εμπιστοσύνη/τον σεβασμό τους στο ~ό της. Άνθρωπος με δύο ~α (= δι-, διπλο-πρόσωπος). Υψηλά (ιστάμενα) ~α. Σχέσεις μεταξύ ~ων. ~ της εταιρείας καλλυντικών το γνωστό μοντέλο ...|| (ΘΕΟΛ.) Τα τρία ~α της Αγίας Τριάδος.|| (οικ.) Βγήκε με το ~ (= εραστής ή ερωμένη). Το τρίτο ~ σε μια σχέση (βλ. απιστία).|| (ειρων.-λαϊκό) Σπουδαία προσώπατα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) ~-κλειδί στην υπόθεση. 3. ήρωας λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου και ειδικότ. ο αντίστοιχος ρόλος: βασικό/βιβλικό ~. Αλληγορικά/αντρικά/γυναικεία/δευτερεύοντα/δραματικά/κεντρικά/κύρια (βλ. πρωταγωνιστής) ~α. Το ~ του αφηγητή. Τα ~α του δράματος/της ιστορίας/του μυθιστορήματος/της ταινίας. 4. (μτφ.) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα θεσμού, φαινομένου, τόπου: το άγριο/σκληρό ~ της βίας/της ζωής/της κοινωνίας/του πολέμου. Μια πόλη με πολλά ~α. Αναδεικνύεται/προβάλλεται το σύγχρονο ~ της Ελλάδας. Ο ρατσισμός μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικά ~α. 5. ΓΡΑΜΜ. {χωρ. πληθ.} τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει τον ομιλητή, τον συνομιλητή και αυτόν ή αυτό για το οποίο μιλά: πρώτο, δεύτερο, τρίτο ~ ενικού/πληθυντικού. Αφήγηση σε τρίτο ~ (βλ. τριτοπρόσωπος). Βιβλίο γραμμένο σε πρώτο ~ εν είδει ημερολογίου. 6. (προφ.) το μπροστινό, εξωτερικό τμήμα, η πρόσοψη έκτασης ή κτιρίου: Το ακίνητο/γήπεδο έχει ~ στην εθνική οδό. ● Υποκ.: προσωπάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο πρόσωπο: που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή., ανεπιθύμητο πρόσωπο βλ. ανεπιθύμητος, βουβό πρόσωπο βλ. βουβός, έλεγχος προσώπων βλ. έλεγχος, καθαρισμός προσώπου βλ. καθαρισμός, νομικό πρόσωπο βλ. νομικός, παρένθετο πρόσωπο βλ. παρένθετος, φυσικό πρόσωπο βλ. φυσικός ● ΦΡ.: (το) πρόσωπο της ημέρας/της χρονιάς: άνθρωπος που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, της επικαιρότητας: Είναι ~ της ημέρας. Βραβεύτηκε/επιλέχθηκε/τιμήθηκε ως ~ της χρονιάς., από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης (ΠΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι είναι άφαντο(ς), δεν υπάρχει πουθενά, δεν έχει αφήσει ίχνη: Έχουν εξαφανιστεί/χαθεί ~ ~., βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο (μτφ.): για να δηλωθεί βελτίωση των συνθηκών ζωής: Δεν έχει δει ~ ~ από τότε που απολύθηκε. Πότε, επιτέλους, θα δούμε κι εμείς ~ ~; Πβ. άσπρη μέρα, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή., κατά πρόσωπο: απευθείας, άμεσα, κατάμουτρα: Του τα είπα ~ ~. Αντιμετωπίζει ~ ~ την πραγματικότητα. Είχε το θάρρος να λέει την αλήθεια ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ συνάντηση. ΣΥΝ. καταπρόσωπο (2), με ανθρώπινο πρόσωπο: με δικαιοσύνη και ανθρωπιά, με σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου· ειδικότ. με ευγένεια και ευαισθησία: κοινωνία/κράτος/πολιτική ~ ~. Βλ. ανάλγητος. [< γαλλ. à visage humain] , με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ...: για να δηλωθεί έντονη ντροπή ή ενοχή: ~ ~ θα βγω στον κόσμο; Δεν έχω ~ να αντικρίσω την κοινωνία. ΣΥΝ. με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ..., με τον ιδρώτα του προσώπου μου (ΠΔ): με κόπο και μόχθο: Δουλεύει σκληρά, ζώντας ~ ~ του., πρόσωπα και πράγματα: άνθρωποι και καταστάσεις, συνθήκες: ~ ~ της πολιτικής/τέχνης. Γνωρίζει/ξέρει ~ ~., πρόσωπο με πρόσωπο: αντικριστά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο· κατ' επέκτ. για άμεση, προσωπική επικοινωνία ή αντιπαράθεση: Βρέθηκαν/κάθισαν ~ ~ (= βιζαβί, τετ α τετ. Πβ. μύτη με μύτη). Ήρθε ~ ~ με μια σοβαρή ασθένεια/με τους κακοποιούς (πβ. ενώπιος ενωπίω).|| Επαφές/συνάντηση/συνομιλίες ~ ~. ~ ~ διδασκαλία (πβ. διά ζώσης). Μάχη ~ ~ (βλ. στήθος με στήθος). ΣΥΝ. φάτσα με φάτσα, φέις του φέις, στο πρόσωπο κάποιου βλέπω/βρίσκω ...: αποδίδω σε κάποιον μια ιδιότητα ή αναγνωρίζω ότι τη διαθέτει: Η κοινή γνώμη βλέπει στο ~ό του έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη. Στο ~ό του βρήκε αυτό που έψαχνε., το άλλο πρόσωπο του/της (μτφ.): η κρυφή, άγνωστη πλευρά, όψη ανθρώπου, τόπου, φαινομένου: ~ ~ της εξουσίας/ενός ηγέτη., αλλάζει πρόσωπο βλ. αλλάζω, παρουσίασε δύο πρόσωπα βλ. παρουσιάζω, τιμώμενο πρόσωπο βλ. τιμώμενος, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, χαστούκι στο πρόσωπο/στα μούτρα βλ. χαστούκι [< 1: αρχ. πρόσωπον 2,3,4,5,6: μτγν. ~, γαλλ. personne, personnage, face]

πτερύγιο

πτερύγιο πτε-ρύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {πτερυγί-ου} 1. ΙΧΘΥΟΛ. μεμβρανώδης τριγωνική προεξοχή του σώματος των ψαριών και των υδρόβιων ζώων, η οποία τα βοηθά να κινούνται και να διατηρούν την ισορροπία τους μέσα στο νερό: ουραίο/ραχιαίο ~ (: μονά ~α). Θωρακικά/κοιλιακά/πλευρικά ~α (: ζυγά ~α). Τα ~α του καρχαρία/της φάλαινας/της φώκιας. Βλ. λέπι, φτερό.|| (κατ' επέκτ.) ~α κατάδυσης (= βατραχοπέδιλα). 2. ΤΕΧΝΟΛ. κάθε τεχνολογικό εξάρτημα ή προεξοχή αντίστοιχης μορφής: περιστρεφόμενα ~α. ~α ανεμιστήρα/ανεμόμυλου/έλικα/στροβίλου. ~α ψύξης.|| (σε αεροσκάφος) Κάθετο/οριζόντιο ~ της ουράς. (στα φτερά) ~α καμπυλότητας/κλίσης.|| ~ πλοίου (= καρίνα). 3. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. σαρκώδης τριγωνική ανάπτυξη του επιπεφυκότα, που επεκτείνεται πάνω στον κερατοειδή, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατη την όραση, αν δεν αφαιρεθεί έγκαιρα, και προκαλείται λόγω υπερέκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία ή εξαιτίας του χρόνιου ερεθισμού του ματιού από την ξηρή ατμόσφαιρα ή τη σκόνη που υπάρχει στις ηλιόλουστες χώρες. ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο της μύτης: ΑΝΑΤ. το κάτω κινητό τμήμα των δύο πλάγιων τοιχωμάτων της μύτης. Βλ. ρουθούνι., πτερύγιο του αυτιού & (λόγ.) του ωτός: ΑΝΑΤ. χόνδρινος σκελετός στο έξω αυτί, ο οποίος καλύπτεται από δέρμα, περιβάλλει τον έξω ακουστικό πόρο και στο κάτω άκρο του υπάρχει λίπος. [< 1: αρχ. πτερύγιον 2: αγγλ. fin 3: αγγλ. pterygium]

πύλη

πύλη πύ-λη ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος κτιρίου ή του περιτειχίσματός του· συνεκδ. η μεγάλη πόρτα που τη φράζει: η (κεντρική/κύρια/πλαϊνή) ~ του αεροδρομίου/του εργοστασίου/της Μονής/του ναού/του νοσοκομείου/του πανεπιστημίου/του στρατοπέδου/του σχολείου. Πβ. πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ., για τείχος) Η ανατολική/βόρεια ~ της πόλης/του φρουρίου. Η ~ του Αδριανού/των Λεόντων. Βλ. τετράπυλο.|| Διάβηκε/πέρασε την (γιγαντιαία/επιβλητική) ~ του κάστρου. Άνοιξαν/έκλεισαν οι ~ες. Βλ. τάφρος. 2. (μτφ.) οτιδήποτε επιτρέπει την είσοδο, το πέρασμα σε κάτι άλλο: (για γεωγραφική θέση, στρατηγικής συνήθ. σημασίας) Ελλάδα, η ~ της Ευρώπης προς την Ανατολή.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Νεφρική/πνευμονική ~. ~ες του ήπατος. Διαμπερές τραύμα με ~ εισόδου/εξόδου.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του τρανζίστορ. Λογικές ~ες (: ηλεκτρονικά κυκλώματα που δέχονται μία ή περισσότερες εισόδους και εκτελώντας μία λογική πράξη παράγουν μία έξοδο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες δικτύων (= κοινοί κόμβοι δύο ή περισσότερων δικτύων). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ιστοσελίδα που λειτουργεί ως αφετηρία διαδικτυακής πλοήγησης, η οποία συμπεριλαμβάνει συνήθ. μηχανή αναζήτησης, θεματικό κατάλογο ιστοσελίδων και υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: βιβλιογραφική/ειδησεογραφική/εκπαιδευτική/θεματική/μουσική/τουριστική ~. Δικτυακή/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ αναζήτησης/ενημέρωσης. Ευρωπαϊκή ~ για την επαγγελματική κινητικότητα. ~ πληροφοριών/πρόσβασης. Επιχειρηματικές/φωνητικές ~ες. Κεντρική σελίδα/φόρουμ της ~ης. ΣΥΝ. πόρταλ ● ΣΥΜΠΛ.: (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ. το σουλτανικό ανάκτορο· (κυρ. συνεκδ.) η οθωμανική κυβέρνηση., οι πύλες της κολάσεως/του Άδη & (προφ.) της κόλασης: η είσοδος της κόλασης ή του κάτω κόσμου· κατ' επέκτ. η ίδια η κόλαση ή ο κάτω κόσμος: (μτφ.) Ο πόλεμος άνοιξε τις ~ της κολάσεως (: σήμανε την απαρχή μεγάλων καταστροφών)., οι πύλες του Παραδείσου & του ουρανού: η είσοδος του Παραδείσου· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο Παράδεισος., Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛΗΣ. η μεσαία από τις τρεις θύρες του τέμπλου που οδηγούν στο ιερό. ● ΦΡ.: ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της: αρχίζει να λειτουργεί, να δέχεται κόσμο: Η Έκθεση/το εμπορικό κέντρο/το Ίδρυμα ... άνοιξε ~ της/του (στο κοινό). Πβ. εγκαινιάζω., προ των πυλών (λόγ.): (κυρ. ως προειδοποίηση) πλησιάζει, επίκειται: Ο εχθρός (βρίσκεται/είναι) ~ ~.|| Εκλογές/καύσωνας/πολιτική κρίση ~ ~! Πβ. επί θύραις/προ των θυρών. [< 1: αρχ. πύλη 3: αμερικ. portal, 1990]

πυρ

πυρ [πῦρ] ουσ. (ουδ.) {πυρ-ός | -ά, -ών} (λόγ.): φωτιά: ασφαλιστήριο/ασφάλιστρα/συμβόλαιο ~ός.|| Ο οικισμός παραδόθηκε στο ~ (= κάηκε).|| (ΓΕΩΓΡ.) Η Γη του Πυρός. (ΘΕΟΛ.) Το ~ της κολάσεως. (ΦΙΛΟΣ., κατά τον Ηράκλειτο) Το ~ ως ύψιστη αρχή των πάντων. (ΑΡΧ.) Στον βωμό έκαιγε το ιερό ~.πυρά (τα) 1. βολές, πυροβολισμοί: αντιαεροπορικά ~. ~ όλμων/πολυβόλων. Ανταλλαγή/ρίψη/χρήση ~ών. Ασκήσεις με εικονικά/πραγματικά ~. Δέχτηκαν εχθρικά/ομαδικά/πυκνά ~. Έριξαν προειδοποιητικά ~. Σκοτώθηκε από τα ~ ληστή. 2. (μτφ.) κατηγορίες, λεκτική επίθεση: προεκλογικά/συντονισμένα ~. ~ συνδικαλιστών κατά του νομοσχεδίου. Έστρεψε τα ~ του εναντίον των αντιπάλων του. Ανταπέδωσε τα/απάντησε στα ~ (που δέχτηκε). Πβ. μύδροι. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο πυρ: ΘΕΟΛ. η Κόλαση ή η αιώνια τιμωρία των αμαρτωλών., άσβεστο πυρ: ΑΡΧ. φωτιά που διατηρείται συνεχώς αναμμένη για θρησκευτικούς λόγους: η ιερή εστία με το ~ ~., γραμμή (του) πυρός: πρώτη γραμμή: Πολέμησε/στάλθηκε στη ~ ~.|| (μτφ.) Ανήκει στη ~ ~ της ομάδας (= στην επίθεση). Βρίσκεται στη ~ ~ της εταιρείας. ΣΥΝ. γραμμή του μετώπου, δύναμη πυρός 1. ΣΤΡΑΤ. συνολική ικανότητα εκτόξευσης πυρών εναντίον του εχθρού. 2. (μτφ.) ισχυρό όπλο, ατού: η ~ ~ για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Πβ. βαρύ πυροβολικό., ζώνη του πυρός & ζώνη πυρός: (κυριολ. κ. μτφ.) πεδίο βολής ή γενικότ. πεδίο μάχης: Βρέθηκε στη ~ ~. [< αγγλ. fire-zone, 1916, πβ. free-fire zone, 1965] , υγρό πυρ & (σπάν.) ελληνικό πυρ: ΙΣΤ. εύφλεκτο μείγμα μυστικής σύνθεσης (πιθανόν συνδυασμός κυρ. θείου, νίτρου, νάφθας και ρητίνης) που αναφλεγόταν αυτόματα μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς ως ναυτικό όπλο., άσφαιρα (πυρά) βλ. άσφαιρος, ασφάλεια πυρός βλ. ασφάλεια, διασταυρούμενα πυρά βλ. διασταυρούμενος, καταιγιστικά πυρά βλ. καταιγιστικός, κατάπαυση (του) πυρός βλ. κατάπαυση, πυρ/πυρά ομαδόν βλ. ομαδόν, φίλια πυρά βλ. φίλιος ● ΦΡ.: ανοίγω πυρ & αρχίζω πυρ: αρχίζω να πυροβολώ εναντίον κάποιου: Άνοιξαν ~ κατά των εχθρών.|| (μτφ.) Άνοιξε ~ εναντίον των συκοφαντών (= εξαπέλυσε μομφές). [< γαλλ. ouvrir le feu] , διά πυρός και σιδήρου (λόγ.) 1. (μτφ.) μέσα από πολλές δοκιμασίες, βάσανα, ταλαιπωρίες: Περάσαμε ~ ~, ώσπου να τα καταφέρουμε. 2. με φωτιές και σφαγές· (κυρ. κατ' επέκτ.) με την άσκηση πίεσης ή βίας, με εξαναγκασμό: Επέβαλε τη βούλησή του ~ ~. [< γερμ. mit Feuer und Schwert] , εν μέσω (δύο) πυρών (λόγ.) & μεταξύ (δύο) πυρών & ανάμεσα σε δύο πυρά: για κάποιον/κάτι που δέχεται ταυτόχρονα επίθεση ή μτφ. έντονες αντιδράσεις από δύο αντίπαλες πλευρές: Βρίσκονται ~ ~. [< γαλλ. entre deux feux ] , παύσατε πυρ! 1. ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα να σταματήσουν οι βολές. 2. (μτφ.) προτροπή για διακοπή διένεξης ή διαμάχης. Βλ. ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση (του) πυρός. [< γαλλ. c essez le feu ] , πυρ και μανία (μτφ.): για να δηλωθεί έντονος θυμός, μεγάλη οργή: Είναι ~ ~ (= έξαλλος, έξω φρενών) κατά της διαιτησίας/με την επιπολαιότητά τους/με τους υπαλλήλους του. Έγινε (= εξοργίστηκε)/τον έκαναν ~ ~ (= τον εξόργισαν). Πβ. μπουρλότο., πυρ κατά βούληση & (λόγ.) κατά βούλησιν 1. ελευθερία στη ρίψη βολών. 2. (μτφ.) ανεμπόδιστη εκτόξευση κατηγοριών: ~ ~ εναντίον ... [< γαλλ. feu à volonté] , πυρ!: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για την έναρξη πυροβολισμών. [< γαλλ. feu!] , στο πυρ το εξώτερο(ν) & (σπάν.-λόγ.) εις το πυρ το εξώτερον 1. (μτφ.) ως αναθεματισμός, αποκήρυξη, καταδίκη, κατάκριση: Τον έριξαν/έστειλαν ~ ~. 2. ΘΕΟΛ. & εις το πυρ το αιώνιον: στην Κόλαση., (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, γαία πυρί μ(ε)ιχθήτω βλ. γαία, διασταύρωσαν τα ξίφη τους βλ. διασταυρώνω, παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς βλ. παρανάλωμα, πυρ, γυνή και θάλασσα βλ. γυνή, σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών βλ. ανταλλαγή, στη/εις την γέεννα του πυρός/της φωτιάς βλ. γέεννα [< αρχ. πῦρ, γαλλ. feu, αγγλ. fire]

ρέζους

ρέζους ρέ-ζους ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & παράγοντας ρέζους: ΙΑΤΡ. αντιγόνο των ερυθρών αιμοσφαιρίων (σύμβ. Rh) που υπάρχει στο 85% του ανθρώπινου πληθυσμού: αρνητικό/θετικό ~. Βλ. ομάδα αίματος, ρήσος. [< αγγλ. rhesus (monkey), 1941 < Ῥῆσος, γαλλ. rhésus, 1945 ]

ριζά

ριζά ρι-ζά ουσ. (ουδ.) (τα) (λαϊκό): πρόποδες: στα ~ του βουνού. Πβ. ρίζα, υπώρεια. ΣΥΝ. ριζοβούνια [< ρίζα, με κατέβασμα του τόνου κατά το χαμηλά]

ρουφώ

ρουφώ [ρουφῶ] ρου-φώ ρ. (μτβ.) {ρουφ-ά κ. -άει ... | ρούφ-ηξα, -ιέται, -ήχτηκε, -ηγμένος, -ώντας} & ρουφάω 1. καταπίνω μικρή ποσότητα υγρού, εισπνέοντας βαθιά και κλείνοντας ελαφρά τα χείλη: ~άει τη σούπα της. ~ηξε μια γουλιά καφέ/τον χυμό (με το καλαμάκι). Το μωρό ~ούσε το γάλα λαίμαργα. Πβ. πίνω.|| (κατ' επέκτ.) Οι μέλισσες ~ούν το νέκταρ των λουλουδιών. Πβ. απομυζώ. 2. εισπνέω· ειδικότ. πιέζω, τραβώ προς τα μέσα: ~ηξε τον (καθαρό) αέρα/τον καπνό/μια τζούρα. ~ηξε τη μύτη του.|| ~ την κοιλιά μου. ~ηγμένα: μάγουλα (: πολύ αδυνατισμένα). 3. (μτφ.-προφ.) αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι που ακούω ή διαβάζω: Τα παιδιά ~ούσαν κάθε λέξη μας. Το μυθιστόρημά του με συνεπήρε, το ~ηξα. Βλ. αφομοιώνω. 4. (μτφ.) εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ψυχολογικά: Έχει ~ήξει όλη μου τη δύναμη/την ενέργεια/τη ζωντάνια. Πβ. καταπονώ, ξεζουμίζω. 5. (μτφ.-προφ.) κλέβω: ~ηξαν τα λεφτά. Πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ. 6. (αργκό ποδοσφαίρου) δέχομαι γκολ. Πβ. τρώω.ρουφά & ρουφάει (μτφ.): απορροφά: Η ηλεκτρική σκούπα ~ τη σκόνη. Το χώμα ~ηξε τη βροχή. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αφήνουμε το ρύζι να ~ήξει το ζουμί.|| (λογοτ.) Τους ~ηξε η θάλασσα (: τους τράβηξε στον βυθό, πνίγηκαν). ● ΦΡ.: ρούφα τ' αβγό σου (αργκό-μειωτ.): μη μιλάς, μην επεμβαίνεις. Πβ. κάθομαι στ' αβγά μου., ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου & τρώει το μεδούλι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον εκμεταλλεύεται στυγνά., πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο [< μεσν. ρουφώ]

ρούχο

ρούχο [ροῦχο] ρού-χο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: οτιδήποτε φορά κάποιος για να καλύψει, να ζεστάνει ή και να στολίσει το σώμα του και κατ' επέκτ. κάθε ύφασμα που έχει φτιαχτεί για οικιακή ή προσωπική χρήση, συνήθ. πετσέτες και κλινοσκεπάσματα: ανδρικά/βαμβακερά/βαριά/βραδινά/γυναικεία/δερμάτινα/επίσημα/επώνυμα/ζεστά/ισοθερμικά/καθημερινά/καλοκαιρινά/λεπτά/λευκά/λινά/μάλλινα/μεταξωτά/μεταχειρισμένα/μοντέρνα/νεανικά/οικολογικά/παραδοσιακά/πλεκτά/πρόχειρα/σκούρα/συνθετικά/συντηρητικά/χειμωνιάτικα ~α. Αγορά/γραμμή/ετικέτα/μαγαζί (= ρουχάδικο)/μάρκα/μέγεθος/ποιότητα/ραφή/σετ/σχεδιασμός/τιμή/φίρμα ~ων. Αλλάζω ~α. Βάζω/βγάζω τα ~α μου. Κονταίνω/μεταποιώ (ένα) ~. Πήρα μαζί μου μια αλλαξιά ~α.|| (μτφ.) Δεν έχει ~α να φορέσει (: είναι πολύ φτωχός). Πβ. ένδυμα. Βλ. εσώρουχα, μπλούζα, μπουφάν, παλτό, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, στολή, φορεσιά.|| Άπλυτα ~α. Απορρυπαντικό/(στεγνό) καθάρισμα/μαλακτικό/πλυντήριο/σχοινί (απλώματος) ~ων. Απλώστρα/λεκάνη με ~α. Απλώνω/μουλιάζω/πλένω/σιδερώνω/στεγνώνω τα ~α. Βλ. ασπρόρουχα, χρωματιστά. ρούχα (τα) 1. αμφίεση, ντύσιμο: η μόδα στα ~. Διαλέξτε τα ~ που σας ταιριάζουν. Πβ. ενδυμασία, ένδυση, περιβολή. 2. ρουχισμός: αθλητικά/στρατιωτικά ~. ~ γυμναστικής/δουλειάς/χορού. ~ (κατάλληλα) για το καλοκαίρι/τον χειμώνα. ~ για εγκύους/εύσωμες. Βιομηχανία/βιοτεχνία/εμπόριο/πρατήριο έτοιμων ~ων.|| Δραστηριοποιείται στον χώρο του παιδικού ~ου. ● Υποκ.: ρουχαλάκι & ρουχάκι (το): Τα ρουχαλάκια του μωρού. [< μεσν. ρουχαλάκι, ρουχάκι] ● ΣΥΜΠΛ.: θερμικά εσώρουχα/ρούχα βλ. θερμικός ● ΦΡ.: βγαίνω/με βγάζει από τα ρούχα μου (μτφ.-προφ.): γίνομαι έξαλλος· κάτι με εκνευρίζει: Πραγματικά βγαίνω ~, όταν ακούω τέτοια ψέματα. Πβ. εξοργίζομαι.|| Με βγάζει ~ η αναιθησία ορισμένων. Βλ. έξω φρενών., έχει τα ρούχα της (μτφ.-προφ.): (για γυναίκα που) έχει εμμηνόρροια και κατ' επέκτ. είναι ευέξαπτη και ιδιότροπη., τρώγεται με τα ρούχα του (μτφ.-προφ.): δυσανασχετεί, γκρινιάζει με οτιδήποτε, χωρίς ουσιαστικό λόγο. ΣΥΝ. δεν ξέρει τι του φταίει, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά (παροιμ.): πρέπει να παίρνεις τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μη χάσεις τα πάντα σε δύσκολες περιστάσεις., άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς βλ. αλλάζω, δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο βλ. αέρας, σκίζω τα ρούχα μου βλ. σκίζω [< μεσν. ρούχο < υστερολατινικό roccus]

σαμπάνια

σαμπάνια σα-μπά-νια ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αφρώδες λευκό κρασί υψηλής ποιότητας που παράγεται στην Καμπανία και συνήθ. κάθε παρόμοιο είδος κρασιού: γαλλική/ημίξηρη/ξηρή/ροζέ ~. Μπουκάλι/ξίδι/τύποι ~ιας. Ο φελλός/οι φυσαλίδες της ~ιας. ΣΥΝ. καμπανίτης ● ΦΡ.: ανοίγω σαμπάνιες (μτφ.): γιορτάζω, πανηγυρίζω για κάτι: Όταν πάρω το διδακτορικό, θα ανοίξουμε ~. [< γαλλ. champagne]

σανίδα

σανίδα σα-νί-δα ουσ. (θηλ.) 1. λεπτό, επίπεδο και μακρόστενο ξύλο: δρύινες ~ες. ~ες οικοδομής (βλ. γυψο~, τσιμεντο~)/οροφής/πατώματος. ~ες καλουπώματος/κοψίματος (π.χ. λαχανικών). Πβ. μαδέρι, τάβλα. ΣΥΝ. σανίδι. Βλ. ινο~, μοριο~.|| (μτφ.) ~ ισορροπίας (βλ. δοκός)/καταδύσεων (= βατήρας)/κολύμβησης/σιδερώματος (= σιδερώστρα). ~ του σερφ (= ιστιο~)/σκέιτμπορντ/σνόουμπορντ (= χιονο~). 2. (μτφ.-προφ., ως χαρακτηρισμός) που δεν έχει καμπύλες, επίπεδος: κοιλιά ~. ● Υποκ.: σανιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα & (λαϊκό) βρεμένη σανίδα: ξυλοφόρτωμα, βαριά χτυπήματα: Α, ρε ~ ~ που θέλει/του χρειάζεται.|| (απειλητ.) Θα πάρω μια ~ ~ και θα σε περιλάβω (: θα σε δείρω)., σανίδα σωτηρίας βλ. σωτηρία [< μεσν. σανίδα < αρχ. σανίς, αγγλ. board]

σελίδα

σελίδα σε-λί-δα ουσ. (θηλ.) 1. (συντομ. σελ., σ., σσ. = ~ες) καθεμιά από τις δύο πλευρές ενός φύλλου χαρτιού· συνεκδ. το κείμενο που περιλαμβάνεται σε αυτή ή γενικότ. το περιεχόμενό της: άγραφη/άδεια/λευκή ~. Συνέχεια στην επόμενη ~/στη ~ 3. Το κάτω μέρος της ~ας (= υποσέλιδο). Η πρώτη/τελευταία ~ της εφημερίδας (βλ. πρωτοσέλιδο). ~ες βιβλίου/λευκώματος/περιοδικού/τετραδίου. Σκόρπιες ~ες ημερολογίου. Αρχαίο κείμενο και νεοελληνική μετάφραση σε αντικριστές ~ες. Αρίθμηση ~ων. Όριο ~ων (: σε επιστημονική εργασία). Άρθρο πέντε ~ων. Βλ. βέρσο, ρέκτο.|| Διάβασα δύο ~ες. Ήρωας/κόσμος που ξεπηδά από τις ~ες μυθιστορήματος (βλ. απόσπασμα, χωρίο).|| (προφ.) Λείπει μια ~ (= κόλλα). 2. ΔΙΑΔΙΚΤ. -ΠΛΗΡΟΦ. (προφ.) ιστοσελίδα· ειδικότ. φύλλο ηλεκτρονικού εγγράφου: αποθηκευμένη/(δια)δικτυακή/ηλεκτρονική ~. ~ υποδοχής (ΣΥΝ. αρχική ~, ~ εκκίνησης, οικο~). Αναβάθμιση/ανανέωση/διεύθυνση/δικαιώματα/επισκέπτες/κατασκευή/πλοήγηση/φόρτωση ~ας. Εκπαιδευτικές/εμπορικές/εταιρικές/πολιτιστικές ~ες. ~ες ενημέρωσης και επικοινωνίας. Αναζήτηση ~ων. ~ με πληροφορίες/στατιστικά/φωτογραφίες. Eπισκεφθείτε/(εκ)τυπώστε τη ~. (προφ.) Κατεβάζω τη ~ στο πι-σι μου.|| Κενή/πρότυπη ~. (Αυτόματη) αλλαγή/διαμόρφωση/επικεφαλίδα/κύλιση/περιθώρια/πλαίσιο/προεπισκόπηση ~ας. 3. (μτφ.) σύνολο γεγονότων, θετικών ή αρνητικών, στη ζωή προσώπου ή την ιστορία ομάδας, έθνους: γκρίζα/επική/ηρωική/μελανή/φωτεινή ~. ~ ντροπής/τιμής. Η μαύρη ~ του εμφυλίου πολέμου. Έγραψαν (λαμπρές) ~ες δόξας. Πβ. κεφάλαιο, σταθμός. ● Υποκ.: σελιδίτσα (η), σελιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχική/κεντρική σελίδα: ΠΛΗΡΟΦ. η πρώτη σελίδα δικτυακού τόπου., κίτρινες σελίδες: ο Χρυσός Οδηγός. [< αγγλ. yellow pages, 1908] , χρυσές σελίδες (μτφ.): για ένδοξο, σπουδαίο γεγονός ή μεγάλη επιτυχία: ~ ~ ηρωισμού. Οι ~ ~ του αθλητισμού/της ιστορίας. ● ΦΡ.: γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα & γυρνώ σελίδα (μτφ.): κάνω νέα αρχή: Ανοίγει μια νέα ~ στην καριέρα του. Είναι καιρός να ξεχάσεις ό,τι έγινε και να γυρίσεις ~., αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω [< μτγν. σελίς, αγγλ.-γαλλ. page]

σέντρα

σέντρα σέ-ντρα ουσ. (θηλ.) ΑΘΛ. 1. (στο ποδόσφαιρο) ψηλή συνήθ. μπαλιά από τα πλάγια του γηπέδου προς την αντίπαλη άμυνα και κοντά στο τέρμα: βαθιά/διαγώνια/δυνατή/επικίνδυνη/παράλληλη/σκαφτή/συρτή/τυφλή/χαμηλή/ψηλοκρεμαστή ~. ~ στη μεγάλη/μικρή περιοχή. ~ στο δεύτερο δοκάρι/στην καρδιά της άμυνας/στα καρέ των γηπεδούχων. ~ ακριβείας (: προς συγκεκριμένο παίκτη)/-ξυράφι/-σουτ. Έβγαλε ~ για το κεφάλι του σέντερ φορ. Έκανε/επιχείρησε ~ από αριστερά/δεξιά. Η ομάδα παίζει με ~ες. Βλ. λόμπα. 2. ο κεντρικός χώρος του γηπέδου και ειδικότ. η λευκή βούλα στην οποία τοποθετείται η μπάλα του ποδοσφαίρου για την έναρξη του πρώτου και του δευτέρου ημιχρόνου ή ύστερα από γκολ: φάουλ κάτω από τη ~. Δεν πέρασε τη ~ (: δεν απείλησε την αντίπαλη εστία). Μεταξύ ~ας και μεγάλης περιοχής. Η γραμμή/ο κύκλος της ~ας. (στο μπάσκετ) Καλάθι από τη ~.|| Ο διαιτητής έδειξε (τη) ~ (: κατακύρωσε το γκολ). 3. (συνεκδ.) έναρξη ποδοσφαιρικής συνάντησης ή διοργάνωσης: το σφύριγμα της ~ας (ενν. από τον διαιτητή). Συλλήψεις οπαδών πριν από τη ~ του ματς. ● ΦΡ.: βγάζω στη σέντρα (αργκό): αποκαλύπτω κατακριτέα πράξη, κατηγορώ δημοσίως κάποιον: Έβγαλε ~ το ρουσφέτι. Οι εφημερίδες τούς έχουν βγάλει ~. Πβ. βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα, εκθέτω.|| Πρατήρια που βγήκαν ~ (: κατηγορήθηκαν) για νοθεία. [< αγγλ. centre]

σηκώνω

σηκώνω ση-κώ-νω ρ. (μτβ.) {σήκω-σα, σηκώ-θηκα, -μένος, προστ. αορ. σήκω, σηκωθείτε, σηκών-οντας} 1. μετακινώ κάτι σε υψηλότερο σημείο· κινώ προς τα πάνω, υψώνω, ανεβάζω: ~ το ακουστικό/τηλέφωνο. Μη ~εις βάρος (πβ. βαστώ, κρατώ). Πόσα κιλά μπορείς να ~σεις; ~σε τη βαλίτσα. ~σε από κάτω μια πέτρα. ~θηκαν (= απογειώθηκαν) τα αεροσκάφη/ελικόπτερα.|| ~ την ασφάλεια/τον μοχλό/την τέντα (: την τυλίγω προς τα πάνω)/το χειρόφρενο. ~σε το χέρι του, για να ζητήσει τον λόγο. ~σε το βλέμμα/τα μάτια της στον ουρανό (πβ. στρέφω). Είχε ~σει το πόδι του από το γκάζι. ~ομαι στις μύτες των ποδιών.|| ~θηκαν άγρια και απειλητικά κύματα. Ο ήλιος είχε ~θεί ψηλά. ΑΝΤ. κατεβάζω (1) 2. (προφ.) κάνω κάποιον να σταθεί όρθιος· ξυπνώ· (για εκπαιδευτικό) εξετάζω μαθητή: Ο προπονητής ~σε τους αναπληρωματικούς για ζέσταμα. Τους ~σε από το τραπέζι. Μη ~εσαι! Σήκω να χορέψεις! ~θηκε από τη θέση του/και τον ακολούθησε/να φύγει. (για ζώο) Η αρκούδα ~θηκε στα πισινά της πόδια.|| (ειδικότ.) Μας ~σε από τον καναπέ (: μας υποχρέωσε να δραστηριοποιηθούμε).|| Την ~σε από τον ύπνο. Τι ώρα ~εσαι το πρωί;|| Ο δάσκαλος με ~σε στο μάθημα/στον πίνακα. ΑΝΤ. ξαπλώνω (3) 3. (μτφ., για αναστάτωση, ταραχή) προκαλώ: Η δήλωσή του ~σε θύελλα αντιδράσεων/διαμαρτυριών. ~θηκε κύμα εξεγέρσεων εναντίον ... Πβ. δημιουργώ, ξε~. 4. (μτφ.) αναλαμβάνω κάτι δύσκολο, επωμίζομαι: ~ει την ευθύνη. ~σε το βάρος του αγώνα/της ενοχής. 5. (μτφ.) αντέχω: Δεν τα ~ τα ξενύχτια/φάρμακα.|| (κυριολ. για υλική κατασκευή) Γέφυρα που μπορεί να ~σει μέχρι δύο τόνους βάρος. Τα δοκάρια ~ουν (= στηρίζουν, υποβαστάζουν) την πλάκα (της οικοδομής). 6. (προφ.) ανέχομαι, υπομένω, δέχομαι: Δεν ~ει άλλο την κοροϊδία. Δεν ~ αντίρρηση/αστεία/κουβέντα/προσβολές. Πβ. επιτρέπω. 7. (προφ.) κλέβω: ~σαν δέκα χιλιάδες ευρώ. Τα ~σαν όλα οι διαρρήκτες. Πβ. αρπάζω, κατακλέβω. 8. (προφ.) κάνω ανάληψη: ~σε όλα τα λεφτά από τον λογαριασμό της. Είχε ~σει τις καταθέσεις του από την τράπεζα. 9. (προφ.) χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω: ~σε πέντε ορόφους. (για κατασκευαστή:) ~ει πολυκατοικίες. Πβ. υψώνω. 10. (προφ.) μαζεύω: Έχουν ~σει το τραπέζι/τα χαλιά. Πβ. ξεστρώνω. ΑΝΤ. στρώνω (1) ● σηκώνει (προφ.-μτφ.) 1. επιδέχεται, αφήνει περιθώριο για κάτι: Πρόταση που ~ (= χωρά) πολλή σκέψη. Το ζήτημα δεν ~ αναβολή/καθυστέρηση. 2. απαιτεί, καθιστά απαραίτητο (κάτι): Η υπόθεση ~ καφέ/ποτό/τσιγάρο.|| Η κατάσταση του τραυματία ~ ακόμη και χειρουργείο. ● Παθ.: σηκώνομαι 1. {μόνο στο γ' εν.} (για φυσικό φαινόμενο που) αρχίζει να γίνεται έντονα αισθητό: ~θηκε αέρας/θύελλα/τρικυμία. Είχε ~θεί ομίχλη. 2. (μτφ.-προφ.) συνέρχομαι από ασθένεια: ~θηκε από την αρρώστια (= αποθεραπεύτηκε). 3. (μτφ.-προφ.-παλαιότ.) ξεσηκώνομαι, επαναστατώ. ● ΦΡ.: (ανα)σηκώνει τους ώμους/τις πλάτες (του): ως ένδειξη άγνοιας, αδιαφορίας: ~ ~ αμήχανα. ~σε ~ με απορία., δεν σηκώνω κεφάλι (προφ.): για να δηλωθεί η αφοσίωση σε κάτι, η εντατική ενασχόληση με κάτι: ~ ~ (= απορροφώμαι) από το βιβλίο. Δεν ~ει ~, δουλεύει απο το πρωί μέχρι το βράδυ., μου σηκώνεται (προφ.): διεγείρομαι, έχω στύση. Πβ. καυλώνω. ΑΝΤ. μου πέφτει, σήκω εσύ, να κάτσω εγώ (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για την προσπάθεια κάποιου να καταλάβει θέση, αξίωμα που ανήκει σε άλλον., σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο ιεραρχικά κατώτερος εκφράζει αμφισβήτηση ή εναντίωση προς τον ανώτερό του., σηκώνει (πολύ) νερό (μτφ.-προφ.): για κάτι σχετικό ή ασαφές, που επιδέχεται (πολλή) συζήτηση, ανάλυση και διαφορετικές ερμηνείες: Έννοια/θέμα/μεγάλη κουβέντα που ~ ~. , σηκώνει (τη) μύτη (μτφ.-προφ.): φέρεται αλαζονικά: Παρά τις επιτυχίες του, ποτέ δεν ~σε ~. Πβ. έχει ψηλά τη μύτη., σηκώνει στην πλάτη/στις πλάτες του (μτφ.): για ευθύνη που αναλαμβάνει, επωμίζεται κάποιος: ~ ~ τα οικονομικά βάρη/τα χρέη. Πβ. στην καμπούρα (κάποιου)., σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία: για να δηλωθεί έναρξη παράστασης, σειράς παραστάσεων ή γενικότ. θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Το καρναβάλι/φεστιβάλ σηκώνει/ανεβάζει την ~ του.|| Σηκώνεται ~ της 1ης αγωνιστικής. Ανοίγει ~ του διαλόγου/των συνομιλιών. ΑΝΤ. κλείνει/πέφτει η αυλαία. [< γαλλ. lever le rideau] , σηκώνομαι και φεύγω (εμφατ.): φεύγω από κάπου (έναν χώρο, μια επαγγελματική θέση): ~ ~ βιαστικός.|| Μόλις τελειώσει το συμβόλαιό μου, θα σηκωθώ και θα φύγω (βλ. τα βρόντηξε). Αν δεν σου αρέσει, σήκω και φύγε. , σηκώνω κεφάλι (μτφ.) 1. προβάλλω αντίσταση, αντιδρώ: ~ ~ και ζητώ τα κεκτημένα μου. ΑΝΤ. σκύβω το κεφάλι (2) 2. ορθοποδώ: Δεν μπορεί να ~σει ~ από τα χρέη και τους λογαριασμούς. , σηκώνω μπαϊράκι/παντιέρα (μτφ.-προφ.): εναντιώνομαι σε κάτι, επαναστατώ: Έχει ~σει δικό του μπαϊράκι (πβ. κάνει του κεφαλιού του). ~σαν την παντιέρα της αντίστασης/της εξέγερσης., σηκώνω στα χέρια (μου): υψώνω και κρατώ κάποιον ή κάτι ψηλά: Τον ~σαν ~, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του (πβ. αποθεώνω). ~σαν ~ τους το τρόπαιο., σηκώνω στο πόδι (μτφ.-προφ.): αναστατώνω, ξεσηκώνω: ~σε ~ όλη τη γειτονιά., σηκώνω τα χέρια ψηλά & σηκώνω ψηλά τα χέρια: για να δηλωθεί αποτυχία, αδυναμία: ~σε ~ και παραδόθηκε.|| (συνήθ. μτφ.) ~ ~ και παραδέχομαι την ήττα μου. ~ ~· δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεσαι. Η επιστήμη σηκώνει ~ ~ (: σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να επιλυθεί ή να εξηγηθεί λογικά κάτι)., σηκώνω τη σημαία 1. {κυρ στο γ' πρόσ.} (στο ποδόσφαιρο) κάνει σινιάλο, κρατώντας ψηλά το σημαιάκι: Ο επόπτης ~ει ~ του, για να υποδείξει το οφσάιντ. 2. είμαι σημαιοφόρος: ~σε ~ στην παρέλαση. 3. (μτφ.) διακηρύσσω: ~ ~ της αντίστασης/επανάστασης/κάθαρσης/μεταρρύθμισης. ΣΥΝ. υψώνω τη σημαία (2), σηκώνω χέρι (προφ.): χειροδικώ: ~σε ~ πάνω μου. , σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε (προφ.): για να δηλωθεί δουλική υποταγή: Τον έχει "~ ~" (πβ. έχω κάποιον του χεριού μου). Είχε τη δική του προσωπικότητα, δεν ήταν "~ ~". , (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου βλ. τσέπη, (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του βλ. σταυρός, ανεβάζω/σηκώνω τον πήχη/πήχυ (ψηλά) βλ. ανεβάζω, ανοίγω πανιά βλ. πανί, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν κουνά/δεν σηκώνει ούτε το δαχτυλάκι του/ούτε το μικρό του δαχτυλάκι βλ. δάχτυλο, δεν με σηκώνει το κλίμα βλ. κλίμα, δεν σηκώνει αστεία βλ. αστείο, δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του βλ. μύγα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβαλώ/σηκώνω στους ώμους (μου) βλ. ώμος, μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί βλ. πέτσα, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) βλ. τρίχα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, σηκώνει/υψώνει ανάστημα βλ. ανάστημα, σηκώνομαι από το κρεβάτι βλ. κρεβάτι, σηκώνω (την) άγκυρα βλ. άγκυρα, σηκώνω αντάρτικο βλ. αντάρτικο, σηκώνω σκόνη βλ. σκόνη, σηκώνω τα μανίκια βλ. μανίκι, σηκώνω το γάντι βλ. γάντι, σηκώνω/υψώνω το λάβαρο της επανάστασης βλ. λάβαρο, σηκώνω/υψώνω το ποτήρι βλ. ποτήρι, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, υψώνω/σηκώνω τη φωνή μου βλ. φωνή [< μεσν. σηκώνω, γαλλ. lever]

σκασμός

σκασμός σκα-σμός ουσ. (αρσ.): (ως προσταγή) για να πάψει κάποιος να μιλά: ~ αναιδέστατε! ~, δεν θέλω σχόλια. ΣΥΝ. βούβα, μιλιά, μόκο, μούγγα, σιωπή, τσιμουδιά. ● ΦΡ.: βγάλε το(ν) σκασμό (υβριστ.): πάψε να μιλάς, σκάσε: ~ ~ να κοιμηθούμε επιτέλους!, ένα(ν) σκασμό ... (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για να δηλωθεί πολύ μεγάλη ποσότητα: Δώσαμε ~ ~ λεφτά (= ένα μάτσο, σωρό). ΣΥΝ. ένα κάρο, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό {κυρ. στον αόρ.} (μτφ.-προφ.): τρώω πάρα πολύ, μέχρι κορεσμού. [< μτγν. σκασμός 'θλίψη']

σκοτάδι

σκοτάδι σκο-τά-δι ουσ. (ουδ.) 1. απουσία φωτός που εμποδίζει την όραση, καθιστώντας αθέατα ή δυσδιάκριτα, πρόσωπα και πράγματα: αδιαπέραστο/απέραντο/βαθύ/πηχτό/πυκνό ~. Απλώθηκε/έπεσε ~. Η πόλη βυθιζόταν στο ~. Δεν φοβάται το ~. (επιτατ.) Πίσσα ~. Έξω ήταν ακόμη ~ (= νύχτα, σκοτεινιά). Πβ. σκότος. Βλ. τρισκόταδο. 2. (μτφ.) άγνοια, αμάθεια ή αβεβαιότητα· κατ' επέκτ. ζοφερή κατάσταση ή αρνητική διάθεση: πνευματικό (πβ. σκοτασμός)/πολιτικό ~. Το ~ της πλάνης/των προκαταλήψεων. Βρίσκονται/είναι/ζουν/(παρα)μένουν στο ~. Μη μας κρατάτε στο ~. Το παρελθόν της καλύπτεται από ~ (πβ. ασάφεια, μυστήριο).|| Αχτίδα φωτός στο ~ της απαισιοδοξίας. Διέλυσε το ~ του φόβου. ΣΥΝ. μαυρίλα. Πβ. έρεβος, ζόφος. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο σκοτάδι & (λόγ.) αιώνιο σκότος (μτφ.-λογοτ.): θάνατος: Τους βρήκε το ~ ~. Βλ. αιώνιος ύπνος., μαύρα σκοτάδια 1. (επιτατ.) απόλυτο σκοτάδι: Βρήκε την έξοδο μέσα στα ~ ~. 2. (μτφ.) πλήρης άγνοια ή απελιπισία: Έχει ~ ~ από ... (= μαύρα μεσάνυχτα). Τους κρατούν σε ~ ~. ● ΦΡ.: βγάζω από τα σκοτάδια (μτφ.): διαφωτίζω: Η γνώση είναι το φως που ~ει ~ της αμάθειας., τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι & (σπάν.) χώμα (μτφ.) 1. πέθανε ή δολοφονήθηκε. 2. (για κάποιον ή κάτι) χάθηκε, εξαφανίστηκε ή καταστράφηκε: ~ ~ και η ανυποληψία (: έπεσε στην αφάνεια). Την υπόθεση την ~ ~ (: δεν βγήκε ποτέ στο φως). ΣΥΝ. τον/το τρώει η μαρμάγκα, αφήνω στο σκοτάδι βλ. αφήνω [< μτγν. σκοτάδι(ν) < αρχ. σκότος]

σκούφια

σκούφια σκού-φια ουσ. (θηλ.): σκούφος. ● Υποκ.: σκουφίτσα (η) ● ΦΡ.: από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; (λαϊκό): ποια είναι η καταγωγή ή προέλευσή του: Δεν ξέρω ~ ~., βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με (προφ.): για κάποιον που κατακρίνει τους άλλους για πράξεις που κάνει και ο ίδιος. Πβ. είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα., πετώ τη σκούφια μου (για κάτι) (μτφ.-προφ.): έχω πάντα διάθεση για κάτι: ~ει ~ της για βόλτα/χορό. ~άνε ~ τους για καβγά. Πβ. ψοφώ. [< 14ος αι. < ιταλ. scuffia]

σπαρτιατικός

σπαρτιατικός, ή, ό σπαρ-τι-α-τι-κός επίθ. & (προφ.) σπαρτιάτικος, η, ο 1. που σχετίζεται με τη Σπάρτη ή/και τους Σπαρτιάτες. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από ολιγάρκεια και πειθαρχία: ~ός: τρόπος ζωής. ● ΦΡ.: ζω/τη βγάζω/περνώ σπαρτιάτικα (οικ.): αρκούμαι στα απαραίτητα, ζω λιτά. [< μτγν. Σπαρτιατικός]

σπασμένος

σπασμένος, η, ο σπα-σμέ-νος επίθ. 1. που έχει σπάσει: ~ος: αγωγός. ~η: καρέκλα/κλειδαριά. ~ο: ποτήρι. Βλ. δια~. 2. που έχει πάθει κάταγμα: ~ος: ώμος. ~η: πλάτη. ~ο: κεφάλι. ~α: πλευρά. 3. (μτφ.-προφ.) που δεν είναι έντονος, που έχει μετριαστεί: ~ο: κόκκινο. 4. (μτφ.-προφ.) μειωμένος, περιορισμένος: ~η: παραγγελία. 5. (μτφ.-προφ.) γερασμένος, εξαντλημένος· που δεν έχει άλλα ψυχικά ή σωματικά αποθέματα: ~ος: άνθρωπος (= ρυτιδιασμένος).|| (κατ' επέκτ.) ~η: καρδιά (= ραγισμένη). ~α: νεύρα. 6. (μτφ.-προφ.) εκνευρισμένος: Τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ ~. 7. (μτφ.-προφ., για προφορά, ξένη γλώσσα) σπαστός. ● επίρρ.: σπασμένα: στη σημ. 7. ● ΣΥΜΠΛ.: σπασμένα νούμερα (τα): (για ρούχα ή παπούτσια) τα τελευταία μεγέθη που έχουν απομείνει, τα οποία είναι λίγα και συγκεκριμένα: Τα ~ ~ είχαν έκπτωση. ● ΦΡ.: βγάζω τα σπασμένα (προφ.): προσπαθώ να βγάλω χρήματα που έχασα με παράνομο συνήθ. τρόπο: Προσπαθεί να βγάλει ~ ανεβάζοντας τις τιμές., πληρώνω τα σπασμένα/τη νύφη/το μάρμαρο βλ. πληρώνω, σπασμένο/χαλασμένο τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο ● βλ. σπάω

σπίθα

σπίθα σπί-θα ουσ. (θηλ.) 1. διάπυρο μόριο καιόμενης ύλης που απομακρύνεται με δύναμη είτε από φωτιά είτε από το σημείο τριβής ή σύγκρουσης δύο σωμάτων· ειδικότ. αναλαμπή ή φως που παράγεται από ηλεκτρική εκκένωση: Η πυρκαγιά προκλήθηκε από ~. Πυροτεχνήματα που βγάζουν ~ες.|| Ηλεκτρική ~. ΣΥΝ. σπινθήρας (1) 2. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί απαρχή ή κίνητρο, ερέθισμα για κάτι: η ~ της αντίστασης/της εξέγερσης/της επανάστασης/του έρωτα/του πολέμου. Πβ. σπόρος. Βλ. αιτία, ξεκίνημα.|| ~ δημιουργίας/έμπνευσης/σκέψης. 3. (+ γεν. ουσ.) (μτφ.-επιτατ.) κάθε ελάχιστο στοιχείο που συντελεί στη διατήρηση συναισθήματος, ιδέας, ιδιότητας: ~ ζωής. Κράτησαν αναμμένη/ζωντανή τη ~ της αγάπης/ελευθερίας. Αναζωπυρώθηκε η ~ της ελπίδας. Διατηρεί μια ~ αισιοδοξίας. 4. (σπάν.-μτφ.) πανέξυπνος άνθρωπος: Είναι σκέτη ~! Πβ. αετός, ξυράφι, σπίρτο, τετραπέρατος. ● ΦΡ.: μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές (μτφ.): που φανερώνουν μεγάλη ψυχική ένταση ή ευστροφία. Βλ. γυαλίζει το μάτι του. [< μεσν. σπίθα < σπιθίζω]

σπυρί

σπυρί σπυ-ρί ουσ. (ουδ.) {σπυρ-ιών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} μικρό εξάνθημα ή φουσκάλα του δέρματος, συνήθ. με πύο(ν): εξάλειψη/θεραπεία ~ιών. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ~ιά. Μη σπας τα ~ιά σου. Βλ. ακμή, καλόγερος, μπιμπίκι, σπιθούρι, φαγέσωρες.|| (μτφ.) Κακό ~ (= σοβαρό πρόβλημα). 2. (προφ.) σπόρος φυτών και ιδ. δημητριακών: το ~ του σιταριού. Πβ. κόκκος, κουκιά. ● Υποκ.: σπυράκι (το): κυρ. στη σημ. 1. [< 15ος αι.] ● ΣΥΜΠΛ.: σπυρί-σπυρί & σπυρί σπυρί: λίγο-λίγο: ~ ~ μάζεψαν την περιουσία. Πβ. σιγά-σιγά. ● ΦΡ.: βγάζω/πετάω σπυριά & καντήλες/φλύκταινες: εξοργίζομαι, ενοχλούμαι υπερβολικά: ~ει ~ όποτε τον βλέπει. Πβ. μου ανάβουν τα λαμπάκια, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα., κακό σπυρί να βγάλεις!: (ως κατάρα) να σου συμβεί κάτι κακό! Βλ. καρκίνος. [< μεσν. σπυρί]

στάζω

στάζω στά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστα-ξα, στά-ξει, στάζ-οντας} 1. (για κάτι που) αφήνει υγρό να πέφτει σε σταγόνες, παρουσιάζει διαρροή ή (για υγρό, ρευστό που) χύνεται σιγά σιγά, διαρρέει: Η βαλβίδα/η βρύση/το καζανάκι ~ει. Όποτε βρέχει, τα κεραμίδια ~ουν. Τα απλωμένα ρούχα ~ουν στο μπαλκόνι. Κερί που δεν ~ει. Η μύτη σου ~ει, συναχώθηκες. Το δάχτυλό μου ~ει αίμα.|| (ως υπερβολή) ~ζε ιδρώτα/ολόκληρη (: ήταν μούσκεμα).|| ~ει η μαστίχα/το ρετσίνι. Η πάχνη ~ει απ' τα φύλλα. Πρόσεξε μη ~ξει καφές στον καναπέ/στην μπλούζα! Ούτε ένα δάκρυ δεν ~ξε από τα μάτια της. Χωρίς να ~ξει σταγόνα αίμα.|| (μτφ.) Όλο το κείμενο ~ει ωμή ειρωνεία. 2. (προφ.) ρίχνω ελάχιστο υγρό: Στάξε μου μια στάλα κρασί στο ποτήρι.|| (μτφ.) Στάξε μου φαρμάκι, αφού το θέλεις (= πίκρανέ με). 3. (αργκό) πληρώνω πολλά χρήματα για κάποιον σκοπό: Τα ~ει κάθε μήνα στον σπιτονοικοκύρη. Για να εξυπηρετηθεί κάποιος, πρέπει να τα ~ξει χοντρά. Πόσα ~ξες; ΣΥΝ. τα σκάω. ● ΦΡ.: (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι (μτφ.): είναι γλυκομίλητος ή εκφράζεται πολύ θετικά, κολακευτικά για κάποιον: Σίγουρα του αρέσεις, μιλάει για σένα και ~ ~. Τι όμορφα που μιλάει! Μα μέλι έχει η γλώσσα του;, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή (μτφ.): είναι κακοπροαίρετος και πικρόχολος, εκφράζεται πολύ αρνητικά για κάποιον: Η πένα του στάζει φαρμάκι (: είναι δηκτικός). Στάζει χολή για ..., μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει: για υπερβολική φροντίδα προς κάποιον: Την έχουν ~ ~ (= στα όπα όπα)., τα χέρια του στάζουν αίμα (μτφ.): έχει κάνει ή είναι υπεύθυνος για πολλούς φόνους. ΣΥΝ. έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα [< αρχ. στάζω]

στέκομαι

στέκομαι στέ-κο-μαι ρ. (αμτβ.) {στά-θηκα, -θεί, (προστ.) στάσου, στεκ-όμενος} 1. στήνομαι, βρίσκομαι σε μια θέση και κατ' επέκτ. αντιμετωπίζω· (ειδικότ., για ρούχα) εφαρμόζω: Το μωρό μαθαίνει να ~εται. Προτιμώ να ~, καθίστε εσείς. Προσπάθησα να ~θώ όρθια χωρίς βοήθεια, αλλά ζαλίστηκα. ~εται ανάμεσά/απέναντί/δίπλα/κοντά/πίσω/πλάι/στα δεξιά μας. ~εται με την πλάτη στραμμένη σε μας/με τα χέρια ανοιχτά/μπροστά στον καθρέφτη/στη γραμμή/στητός/φρουρός (: φρουρεί). ~ έξω απ΄ τον σταθμό και σε περιμένω. ~εται μόνος σε μια άκρη. ~όταν μέσα στη βροχή. ~όταν στην άκρη του γκρεμού/στην όχθη της λίμνης/κάτω απ' το μπαλκόνι της/πίσω απ' την πόρτα. Πού πήγες και ~θηκες εκεί; Ένα εκκλησάκι ~εται στην κορυφή του βουνού (βλ. δεσπόζει, υψώνεται). ~όμουν μπροστά του ανίκανη να αρθρώσω κουβέντα. ~ αμήχανος/έντρομος/μαρμαρωμένος/περήφανος/σοβαρός. Πβ. στέκω.|| ~θηκε με θάρρος ενώπιον των δικαστών/μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν ~εσαι κριτικά απέναντι στα γεγονότα.|| Αυτό το σακάκι δεν σου ~εται (: κάθεται) καλά. 2. σταματώ: Εδώ πάντα ~, για να ξεκουραστώ. ~ για λίγο και θαυμάζω το θέαμα/για να χαζέψω. Ξαφνικά ~θηκε σαν αποσβολωμένη. Στάσου εκεί, μην προχωράς (πβ. ακίνητος!, αλτ!)! Στάσου (= κάτσε, περίμενε) λιγάκι, έρχομαι! Στάσου (= βάστα) καλέ, τι είναι αυτά που λες; Το μάτι του φωτογράφου ~θηκε στο καμπαναριό (: του τράβηξε την προσοχή). 3. επιμένω, εμμένω: Εγώ δεν ~ σε λεπτομέρειες/σ' αυτό. Θα ήθελα να ~θώ ιδιαίτερα στο θέμα .../στην ουσία του πράγματος. Μη ~θείς πολύ σ' αυτή την άσκηση, προχώρα στην επόμενη. 4. {συνήθ. στον αόρ.} συμπαραστέκομαι σε κάποιον: Εκείνα τα δύσκολα χρόνια ήταν ο μόνος φίλος που μου ~θηκε (= με βοήθησε, μου βρέθηκε). Πβ. παρα~. 5. {συνήθ. στον αόρ.} φαίνομαι, αποδεικνύομαι: Τι να σου κάνω, ~θηκες άτυχος. Ο συνοδηγός ~θηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Η ζωή ~θηκε άδικη μαζί του. ~θηκε (= ήταν) αδύνατον να τον πείσω. Τίποτε δεν ~θηκε ικανό να τον αναχαιτίσει. ● ΦΡ.: δεν στέκομαι (καθόλου): δεν μένω άπραγος, δεν ξεκουράζομαι: Όλη μέρα τρέχω πάνω κάτω, δεν ~θηκα καθόλου/στιγμή. Πώς να μιλήσουμε, ~εται και καθόλου;, κάθομαι/στέκομαι κλαρίνο/σούζα/απίκο (μτφ.-προφ.): στέκομαι προσοχή ως ένδειξη σεβασμού, φόβου ή δουλοπρέπειας: Όταν του μιλάει, στέκεται κλαρίνο. Κάθεται απίκο και περιμένει πότε θα τον φωνάξει το αφεντικό. ~ονται σούζα μπροστά στον εργοδότη τους.|| (κυριολ., για τετράποδο ζώο που ισορροπεί για λίγο μόνο στα πίσω πόδια) Σκυλί που ~εται σούζα., όπου (κι αν) σταθώ κι όπου (κι αν) βρεθώ (εμφατ.): παντού: Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, γι' αυτόν θ' ακούσεις να μιλάνε., στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! (συνήθ. απειλητ.): ως αντίδραση σε πρόκληση, σε ανάρμοστη συμπεριφορά: Ποιος το 'πε πως δεν τολμώ; ~ ~! Ώστε μου είπες ψέματα; ~ ~!, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων & (απαιτ. λεξιλόγ.) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων: ανταποκρίνεται επάξια και με αξιοπρέπεια στις δυσκολίες, στις απαιτήσεις ή στην κρισιμότητα μιας κατάστασης: Η Πολιτεία οφείλει να σταθεί/αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να λάβει τα αναγκαία μέτρα.|| Δεν στάθηκες στο ύψος σου (= δεν κράτησες την αξιοπρέπειά σου), έπεσες πολύ χαμηλά! [< αγγλ. rise to the occasion, be equal to/up to the occasion] , στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου (μτφ.): συνέρχομαι, στηρίζομαι στις δυνάμεις μου: Η χώρα προσπαθεί να σταθεί ~α μετά τον καταστροφικό πόλεμο (πβ. ανακάμπτω, ορθοποδώ). Έμαθε να ~εται στα πόδια της και δεν έχει ανάγκη από κανέναν., στέκομαι στο πλευρό/στο πλάι κάποιου/δίπλα σε κάποιον 1. & είμαι στο πλευρό: βοηθώ, συμπαραστέκομαι: Από την πρώτη στιγμή στάθηκε ~ ~ μου. 2. ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις (συνεργασίας ή σχέσης): Δεν μπορεί να ~θεί δίπλα της, είναι πολύ λίγος., στέκομαι/στέκω καλά: βρίσκομαι σε καλή κατάσταση (από υγεία ή ψυχολογικά, οικονομικά): Καλά ~εται για την ηλικία του! Αν πράγματι τα είπε αυτά, δεν στέκει καλά στα μυαλά του. Σαν ομάδα ~εται αρκετά καλά στο γήπεδο., στέκομαι/στήνομαι στην ουρά (προφ.): μπαίνω στη σειρά, για να εξυπηρετηθώ: Πρωί πρωί στήθηκε ~ ~, έξω από την τράπεζα., κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, στάθηκε αφορμή βλ. αφορμή, στέκεται/στηρίζεται στον αέρα βλ. αέρας, στέκομαι εμπόδιο σε κάποιον/κάτι βλ. εμπόδιο, στέκομαι προσοχή βλ. προσοχή, στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου βλ. πόδι [< μεσν. στέκομαι]

στόμα

στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]

στραβός

στραβός, ή, ό στρα-βός επίθ. 1. που δεν είναι ίσιος, δεν έχει συμμετρικό σχήμα ή δεν βρίσκεται στη σωστή θέση: ~ή: γραμμή/μύτη. ~ό: διάφραγμα (= σκολιωτικό)/στόμα/χαμόγελο. ~ά: δόντια/κανιά (βλ. στραβοκάνης)/πόδια. Ο πίνακας/ο τοίχος είναι ~ (= γέρνει, είναι γερτός). Το κρεβάτι είναι ~ό, ίσιωσέ το. ΣΥΝ. λοξός (1), στρεβλός (2) ΑΝΤ. ευθύς (1), ίσιος (1) 2. (μτφ.-προφ.) που έχει σφάλμα, ελάττωμα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· ειδικότ. που φανερώνει δύστροπο άνθρωπο: ~ή: εξέλιξη/κίνηση/πορεία. ~ό: ξεκίνημα (ΑΝΤ. καλό)/ξύπνημα. ~ές: αντιλήψεις. Άλλη μια ~ή κίνηση κι έφυγες. Τα βρίσκει όλα ~ά. Όταν βλέπει κάτι ~ό, το σχολιάζει. Δεν έκανες τίποτα ~ό. ΣΥΝ. λανθασμένος. ΑΝΤ. ορθός, σωστός.|| ~ός: χαρακτήρας. ~ή: διάθεση. ~ό: κεφάλι (πβ. αγύριστο). Έπεσα σε ~ό υπάλληλο. ΣΥΝ. στρεβλός (1) 3. (προφ., για πρόσ.) που δεν βλέπει καλά ή καθόλου ή είναι αλλήθωρος: Χωρίς γυαλιά είμαι ~.|| Καλά, δεν με είδες; ~ή είσαι;|| (μτφ.) Θέλησε να δώσει μαθήματα δημοκρατίας σε ~ούς. Πβ. αδαής, απληροφόρητος. ΣΥΝ. τυφλός (1) ● Ουσ.: στραβά (τα) 1. {σπανιότ. στον εν.} ελαττώματα, λάθη: Τον αγαπάει μ' όλα τα ~ του (πβ. μειονέκτημα). Αναφέρθηκε στα ~ της τηλεόρασης (πβ. τα κακώς κείμενα/έχοντα).|| Μη μου χτυπάς κάθε ~ό που κάνω. 2. (μειωτ.) μάτια: Κοίτα μπροστά σου, τι τα 'χεις τα ~ σου;, στραβή (η) (αργκό): αναποδιά, τυχαίο σφάλμα: Σε κάθε ~ τα ρίχνει πάνω μου. Φοβάμαι μη γίνει καμιά ~ και χαλάσει η συμφωνία. Με την πρώτη ~, τον έδιωξαν (: με το πρώτο λάθος, αστοχία). ● επίρρ.: στραβά: στις σημ. 1,2: Φόρεσες ~ τη φούστα σου. [13ος αι.] || Η μέρα ξεκίνησε ~. Ξύπνησες ~ κι όλα σου φταίνε. ΣΥΝ. ανάποδα ● ΦΡ.: ανοίγω τα στραβά μου {συνήθ. στο β' και γ' πρόσ.} (προφ.-μειωτ.): διαβάζω, ενημερώνομαι, κατανοώ, μαθαίνω: Δεν θέλουν να ανοίξουν τα ~ τους. Αμόρφωτε, άνοιξε τα ~ σου (πβ. ξύπνα)! Βλ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου). , βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά (μτφ.-προφ.): δεν επηρεάζομαι από δυσάρεστες καταστάσεις και γεγονότα, αδιαφορώ: Αν δεν σε θέλει, βάλε/φόρα το καπελάκι σου ~ και φύγε!, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο (προφ.): για να είμαστε αντικειμενικοί, ειλικρινείς: Βέβαια/πάντως, ~ ~, έχεις κι εσύ μερίδιο ευθύνης. Πληρώσαμε πολλά, αλλά, ~ ~, το φαΐ ήταν υπέροχο., κάτι πηγαίνει στραβά (προφ.): δεν έχει ευνοϊκή εξέλιξη: Τι (μπορεί να) πήγε ~; Αν κάτι πάει ~, πες μου το! Όλα ~ μού πάνε., παίρνω/βλέπω κάτι στραβά (προφ.): παρεξηγώ: Μην το πάρεις ~, αλλά θέλω να μείνω για λίγο μόνη. Εσύ μπορεί να έκανες πλάκα, αυτός όμως το πήρε/είδε ~ (= το πήρε αλλιώς, ανάποδα/από την ανάποδη). Βλ. βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι., τα στραβά και (τα) ανάποδα (εμφατ.): τα αρνητικά φαινόμενα, οι δυσάρεστες πλευρές: ~ ~ των σύγχρονων κοινωνιών., (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, (ήταν που) ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάιδαρος βλ. κλήμα, (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, κάνω τα στραβά μάτια βλ. μάτι, κουτσά στραβά βλ. κουτσός, κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα βλ. κουτσός, με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίζεις βλ. κοιμάμαι, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, πολλές μαμές, στραβό το παιδί βλ. μαμή, σαν τους στραβούς στον Άδη βλ. Άδης, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά [< μτγν. στραβός]

συκώτι

συκώτι συ-κώ-τι ουσ. (ουδ.) {συκωτ-ιού} & (σπάν.-λαϊκό) σκώτι: ΑΝΑΤ. μεγάλο αδενικό όργανο στο άνω δεξί τμήμα της κοιλιακής χώρας στον άνθρωπο και στα σπονδυλωτά, το οποίο εκκρίνει τη χολή και συμμετέχει στις διαδικασίες του μεταβολισμού και της αποτοξίνωσης του αίματος· ειδικότ. ο αντίστοιχος αδένας διαφόρων ζώων ως είδος κρέατος: ασθένειες/παθήσεις του ~ιού (βλ. ηπατίτιδα, ίκτερος). Κατεστραμμένο από το αλκοόλ ~ (βλ. κίρρωση). Μεταμόσχευση ~ιού. ΣΥΝ. ήπαρ.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσιο/μοσχαρίσιο/τηγανητό/ψητό ~. ~ πάπιας ή χήνας (= φουά-γκρα)/ψαριών (βλ. μουρουνέλαιο). Βλ. εντόσθια, συκωταριά. ● Υποκ.: συκωτάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.}: κυρ. ως τροφή: ~ια πουλιών. ● ΦΡ.: βγάζω τα συκώτια μου (προφ.): εξαντλώ κάποιον ή σπάν. κάνω πολύ εμετό: Το φετινό πρόγραμμα μου έβγαλε τα συκώτια.|| Ήπιαμε χθες και βγάλαμε ~ μας. ΣΥΝ. βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου., κάνω (καινούργιο) συκώτι (προφ.): διασκεδάζω, αναζωογονούμαι με κάτι ευχάριστο, αστείο: Απ' τα γέλια κάναμε ~ ~., μη χαλάς το συκώτι σου! (προφ.): μη στενοχωριέσαι, μη σκας!, μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι (σπάν.-προφ.): για κάποιον συνήθ. ή κάτι πολύ ενοχλητικό, εκνευριστικό ή επίμονο: Μου 'χει φάει ~ (: μου 'χει σπάσει τα νεύρα) με την καχυποψία της., μου 'πρηξε το συκώτι/τα σ(υ)κώτια/τη χολή/μου τα 'πρηξε βλ. πρήζω [< μεσν. συκώτιον < μτγν. συκωτὸν ἧπαρ ‘που έχει γίνει μεγάλο, δίνοντας στο ζώο σύκα’]

σφύρα

σφύρα [σφῦρα] σφύ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. μεταλλική σφαίρα που συνδέεται μέσω ατσάλινου σύρματος με λαβή και χρησιμοποιείται στο άθλημα της σφυροβολίας· συνεκδ. το ίδιο το άθλημα: Έριξε τη ~ στα ... μέτρα.|| Αγωνίζεται/προπονείται στη ~. Πήρε το χάλκινο μετάλλιο στη ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. σφυρί ή άλλο εργαλείο παρόμοιου σχήματος ή ειδικό κρουστικό μηχάνημα για θραύση, διάτρηση ή παραμόρφωση μετάλλων, πετρωμάτων: μηχανική ~. 3. ΑΝΑΤ. το πρώτο από τα τρία μικρά οστά του μέσου αυτιού των θηλαστικών, ανάμεσα στον άκμονα και τον αναβολέα. 4. ΤΕΧΝΟΛ. επικρουστήρας. ● ΦΡ.: μεταξύ σφύρας και άκμονος/άκμονα βλ. άκμονας [< αρχ. σφῦρα ‘σφυρί, σκαπάνη’, γαλλ. marteau]

σφυρί

σφυρί σφυ-ρί ουσ. (ουδ.) {σφυρ-ιού | -ιών}: εργαλείο χειρός με ξύλινη συνήθ. λαβή, στην υποδοχή της οποίας έχει ενσωματωθεί πλατιά, σιδερένια κεφαλή και χρησιμοποιείται κυρ. για κάρφωμα ή στερέωση: ~ μπάλας (: για κοσμήματα)/πένας (: για φανοποιούς). Έμπηξε με το ~ ένα καρφί στον τοίχο. Με ~ και καλέμι. Πβ. σφύρα. Βλ. βαριά, βαριοπούλα, ματρακάς, ματσακόνι, ματσόλα, ξυλόσφυρο.|| Υδραυλικό ~. ● Υποκ.: σφυράκι (το): (παλαιότ.) το ~ του γιατρού/του ψυχιάτρου. ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνει (κάτι) στο σφυρί (προφ.): πουλώ/πουλιέται σε δημοπρασία ή σε πολύ χαμηλή τιμή: Το σπίτι τους βγήκε ~ λόγω χρεών. Πβ. εκποιώ, ξεπουλώ. ΣΥΝ. εκπλειστηριάζω [< μεσν. σφυρί < μτγν. σφυρίον < αρχ. σφῦρα]

σφυρίζω

σφυρίζω σφυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {σφύρι-ξα, -ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, σφυρίζ-οντας, σφυρι-γμένος} & σφυράω 1. παράγω οξύ και διαπεραστικό ήχο, φυσώντας αέρα μέσα από τα χείλη μου ή χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα: ~ έναν σκοπό/μια μελωδία. Έκανε δουλειές ~οντας το αγαπημένο του τραγούδι. Ο νεαρός ~ξε στην όμορφη περαστική (βλ. κορτάρω, φλερτάρω). ~ συνθηματικά.|| O διαιτητής ~ξε την έναρξη/τη λήξη (του αγώνα)/πέναλτι/φάουλ.|| (μτφ.) Ο ... θα ~ξει τον αγώνα (: θα είναι διαιτητής).|| (κατ' επέκτ.) Ο αέρας/ο βραστήρας/το μεγάφωνο/το πλοίο/το ραδιόφωνο ~ει. Το τρένο ~ξε για αναχώρηση. Μόλις η χύτρα αρχίζει να ~ει, χαμηλώνουμε τη φωτιά. ~ουν τ' αυτιά μου (= βουίζουν). Οι σφαίρες σφύριζαν εφιαλτικά. Πβ. συρίζει. 2. (προφ.-μτφ.) γνωστοποιώ κάτι σε κάποιον, συνήθ. κρυφά: Μου ~ξαν τα θέματα των εξετάσεων. ΣΥΝ. καταδίδω, μαρτυρώ (2) 3. αποδοκιμάζω, γιουχαΐζω: Οι θεατές σφύριζαν κατά του σκηνοθέτη. Η απαράδεκτη παράσταση ~χτηκε από το κοινό. ΑΝΤ. επιδοκιμάζω ● ΦΡ.: αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι αποκλείεται να γίνει: Αν περιμένεις να σου ξαναμιλήσει μετά απ' όσα του είπες, ~ ~! Άμα βγάλεις άκρη, ~ ~!, σφυρίζω αδιάφορα/κλέφτικα (προφ.): προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι δεν γνωρίζω ή δεν με απασχολεί κάτι, αδιαφορώ: ~ει ~ με ύφος "πέρα βρέχει". Πβ. κάνει τον Κινέζο/το κουνέλι., ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι [< μεσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω]

σχολιανός

σχολιανός, ή, ό σχο-λια-νός επίθ.: κυρ. στη ● ΦΡ.: ακούω τα σχολιανά μου (προφ.): δέχομαι έντονες επιπλήξεις. Πβ. ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο, ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο, τα εξ αμάξης.

σωθικά

σωθικά σω-θι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.): σπλάχνα (σε σχέση με συναισθηματικές αντιδράσεις) ή έγκατα: Μια κραυγή βγήκε από τα ~ του (: από μέσα του). Νιώθω τα ~ μου να καίγονται (: από εσωτερικό πόνο). Βλ. εντόσθια.|| Τα ~ της Γης/της ψυχής. ● ΦΡ.: βγάζει τα σωθικά του (προφ.-επιτατ.) για πρόσωπο που 1. (μτφ.) κάνει κάτι με όλες του τις δυνάμεις: Ερμηνεύει με τόσο πάθος τα τραγούδια του, που είναι σα να ~ ~. 2. κάνει εμετό., μου καίει/τρώει τα σωθικά (προφ.-μτφ.): για κάτι που προκαλεί έντονη συγκίνηση, είναι ψυχοφθόρο: Αυτή η πίκρα της ~ ~.|| Μου 'χεις φάει τα σωθικά (: με έχεις κάνει να υποφέρω αφάνταστα). [< μεσν. σωθικά]

ταιριάζω

ταιριάζω ται-ριά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ταίρια-ξα (προφ.) -σα, ταιριά-ξω (προφ.) -σω, -σμένος, ταιριάζ-οντας} (προφ.) 1. συνδυάζω ή συνδυάζομαι: ~ τις μπερδεμένες κάλτσες (πβ. ζευγαρώνω). ~ξτε τις λέξεις με τα σχήματα (πβ. αντιστοιχίζω). Προσπαθεί τα ~ξει τα αταίριαστα (= να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα). Πβ. συν~.|| Το λευκό ~ει (= πηγαίνει) με όλα (τα χρώματα). 2. (μτφ.) εναρμονίζομαι, συμφωνώ: Η παρέα ~ξε (= έδεσαν σαν ομάδα, κόλλησαν). Πβ. τακιμιάζω.|| (συνήθ. για ερωτική σχέση) ~ουν απόλυτα, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Τα ~ξαμε (= τα βρήκαμε). Ζευγάρι ιδιαίτερα ~σμένο (= ταιριαστό. ΑΝΤ. αταίριαστο).ταιριάζει 1. είναι κατάλληλος, αρμόζει, πρέπει: Ύφος που δεν ~ στην περίσταση. Βρείτε το επάγγελμα που σας ~. Δεν έχει βρει ακόμα τον άνθρωπο που της ~. Πακέτο υπηρεσιών που ~ (= ανταποκρίνεται) στις ανάγκες/στις απαιτήσεις σας.|| (απρόσ.) Δεν ~ (= κάνει) να συμπεριφέρεσαι έτσι. 2. (απρόσ.) τυχαίνει: Δεν ~ξε να συναντηθούμε αυτή τη φορά. ● ΦΡ.: αν δεν ταιριάζαμε, δε(ν) θα συμπεθεριάζαμε (προφ.): για να δηλωθεί ότι η στενή σχέση μεταξύ ορισμένων ανθρώπων οφείλεται σε σύμπτωση χαρακτήρων ή συμφερόντων. Βλ. βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, όμοιος ομοίω αεί πελάζει., (δεν) ταιριάζουν τα χνότα μας/σας/τους βλ. χνότο, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι [< μεσν. ταιριάζω < ταίρι]

τάκος1

τάκος1 τά-κος ουσ. (αρσ.): υποστήριγμα, συνήθ. από ξύλο: ελαστικός/ξύλινος/πλαστικός ~. ~οι ακινητοποίησης οχημάτων/τροχών (πβ. σφήνα). Bλ. δοκός, μαδέρι. ● ΦΡ.: βγάζω/στέλνω κάποιον στον τάκο: (στρατιωτική αργκό) τον αναφέρω για παράπτωμα: Ο λοχίας τον έβγαλε ~ και έφαγε καμπάνα.|| Στον τάκο τα ονόματα όσων χρωστούν. Πβ. βγάζω στη σέντρα., μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος βλ. πάτος [< βεν. taco]

τηλέφωνο

τηλέφωνο τη-λέ-φω-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ώνου} 1. ΤΗΛΕΠ. -ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή, συνήθ. με πίνακα πλήκτρων από το μηδέν έως το εννέα, που μετατρέπει τα ηχητικά σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και αντίστροφα, επιτρέποντας την τηλεπικοινωνία· συνεκδ. τηλεφώνημα: αναλογικό ή ψηφιακό/ασύρματο ή ενσύρματο/έξυπνο (= σμάρτφον) κινητό/ντούμπλεξ/φορητό ~. ~ τοίχου. ~ με μετρητή ή τηλεκάρτα/με φωτιζόμενη οθόνη/(παλαιότ.) με καντράν. ~ για το κοινό (= δημόσιο/κοινόχρηστο ~). Πενταψήφιο ~. Βάση/καλώδιο/μνήμη/ρυθμίσεις/φις ~ώνου. Συναλλαγές/σύνδεση (στο ίντερνετ) μέσω ~ώνου. Τον καλώ στο ~, αλλά δεν απαντά. Χτυπάει το ~. Το ~ είναι νεκρό (= δεν δίνει σήμα, δεν λειτουργεί). Σήκωσε το ~ (ενν. το ακουστικό). Μου έκλεισε το ~. Ποιος είναι στο ~; Σε ζητούν στο ~. Μιλώ στο ~. Πληροφορίες από το ~/(λόγ.) από (/διά) ~ώνου. Βλ. βιντεο~, εικονο~, θυρο~, καρτο~, κερματο~, μικρο~, πολυ~, ραδιο~.|| (Υπερ)αστικό ~. Κάνε μου/πάρε με ένα ~ (= τηλεφώνησέ μου).|| (ως παιχνίδι:) Μουσικό ~. 2. ΤΗΛΕΠ. (συνεκδ.) τηλεφωνική σύνδεση ή τηλεφωνικό δίκτυο· ειδικότ. τηλεφωνικός αριθμός: ~ ενδοεπικοινωνίας. Μεταφορά/νούμερο/φραγή ~ώνου. Είμαστε χωρίς ~. Οικόπεδο με φως και ~. Δεν έχει/δεν της έχουν βάλει ακόμα ~. Ήρθε το ~ (= ο λογαριασμός). Η νέα γραμμή ~ώνου δεν έχει ενεργοποιηθεί. Δεν πλήρωσαν το ~ και τους το έκοψαν.|| Εσωτερικό (π.χ. γραφείου)/προσωπικό ~. Χρήσιμα ~α. ~ (έκτακτης) ανάγκης/δρομολογίων/εξυπηρέτησης κοινού/επικοινωνίας/καταγγελιών/παραπόνων/προσωπικού/τεχνικής υποστήριξης/υπηρεσιών. Ατζέντα/ευρετήριο/κατάλογος ~ώνων. Δώσε μου το ~ό σου. Να ανταλλάξουμε ~α. 3. (κατ' επέκτ.) απόληξη της μπαταρίας του λουτρού: σπιράλ και στήριγμα ~ώνου. ● Υποκ.: τηλεφωνάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο: απόρρητη τηλεφωνική γραμμή, συνήθ. για άμεση επικοινωνία ή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (για στρατιωτικούς ή πολιτικούς σκοπούς): ~ ~ μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών. Πβ. κόκκινη γραμμή. [< γαλλ. téléphone rouge] , πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, σταθερό τηλέφωνο βλ. σταθερός ● ΦΡ.: δίνω (κάποιον) στο τηλέφωνο (προφ.): δίνω σε κάποιον το τηλέφωνο να μιλήσει ή τον συνδέω με τηλεφωνική γραμμή: Μου ~ετε στο τηλέφωνο, παρακαλώ, τον ...;, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές (μτφ.-προφ.): για αλλεπάλληλες τηλεφωνικές κλήσεις: ~ ~ του σταθμού από πολίτες που ζητούσαν πληροφορίες. Αναγνώστες έσπασαν τα τηλέφωνα της εφημερίδας., κατεβάζω το ακουστικό/το τηλέφωνο: μετακινώ το ακουστικό από την κανονική του θέση και το τοποθετώ σε τέτοια, ώστε να μη λειτουργεί η τηλεφωνική γραμμή και να μην μπορώ να δεχτώ κλήση· κλείνω το τηλέφωνο., σπασμένο/χαλασμένο τηλέφωνο 1. ομαδικό παιχνίδι, κατά το οποίο μια λέξη ή φράση μεταφέρεται από παίκτη σε παίκτη ψιθυριστά και γρήγορα, ώστε συχνά να ανακοινώνεται από τον τελευταίο παραποιημένη. 2. (μτφ.) για πληροφορία που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα διαστρεβλωμένη., το τηλέφωνο μιλάει/βουίζει (προφ.): όταν ακούγεται παρατεταμένος ήχος στο ακουστικό, ενδεικτικό ότι η γραμμή είναι κατειλημμένη., κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο [< γαλλ. téléphone, αγγλ. telephone]

τραβάω

τραβάω βλ. τραβώ

τρώω

τρώω τρώ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {τρως, τρώ-ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. τρώ(γ)ε, τρώτε, τρώγ-οντας | παρατ. έτρωγα, αόρ. έφαγα (να/θα φάω, φας…, προστ. φάε, φάτο < φά(γ)ε το), φαγώ-θηκε, -θεί, -μένος} & (λόγ.) τρώγω 1. βάζω τροφή, συνήθ. στερεή, στο στόμα μου, τη μασώ και την καταπίνω· γενικότ. γευματίζω ή καταναλώνω τροφή: ~ δημητριακά/κοτόπουλο/κρέας/λαχανικά/όσπρια/παγωτό/φρούτα/χόρτα/ψάρι/ψωμί. ~ μια μπουκιά. ~ βιαστικά/γρήγορα/λαίμαργα/πρόχειρα/σωστά. ~ με το πιρούνι/με τα χέρια. ~ με μέτρο/όρεξη. ~ μέχρι να χορτάσω. ~ για ευχαρίστηση. ~ για δύο (= διπλή μερίδα). ~ σαν βόδι/γουρούνι/ζώο/κτήνος (= πάρα πολύ). Πίνουμε και ~με καλά. Φάε, να έχεις δυνάμεις/να καρδαμώσεις. Βοηθάω κάποιον να φάει (πβ. ταΐζω).|| ~ (για) βραδινό (πβ. δειπνώ)/μεσημεριανό/πρωινό. ~ τρεις φορές την ημέρα. ~ έξω/σε εστιατόριο/(στο) σπίτι. Έλα να φάμε μαζί/παρέα (πβ. συντρώγω). Έχω ήδη φάει.|| ~ γλυκά. Οι χορτοφάγοι δεν ~νε κρεατικά. (σε νηστεία:) ~ με λάδι/θαλασσινά (βλ. αρταίνομαι, νηστεύω).|| (για ζώο) Η γάτα ~ει ποντίκια. Ζώα που ~νε χορτάρι (= βόσκουν). 2. (μτφ.-προφ.) ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ: Έφαγε την περιουσία των γονιών του. Έφαγαν τα κονδύλια, χωρίς να ολοκληρώσουν τα έργα.|| ~ τον χρόνο μου άσκοπα. Έφαγα τα καλύτερά μου χρόνια/τα νιάτα μου στην ξενιτιά. Έφαγα τη ζωή μου στα χωράφια. Μου έφαγε (= πήρε) είκοσι λεπτά, για να βγάλω άκρη (πβ. απαιτώ).|| Το αυτοκίνητο ~ει πολλή βενζίνη. Βλ. κατα~. 3. (μτφ.-προφ.) κλέβω, οικειοποιούμαι: Του έφαγε τη γυναίκα/τη θέση/την πρωτιά/τη σειρά. Μου (τα) φάγανε τα λεφτά (πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ). Πβ. βουτώ.|| (ειδικότ., για συσκευή με κερματοδέκτη) Μηχάνημα που ~ει τα κέρματα (λόγω ελαττωματικής λειτουργίας). 4. (μτφ.-αργκό) δέχομαι κάτι άκριτα, χωρίς αμφισβήτηση: Δεν τα ~ εγώ αυτά (= δεν τα πιστεύω, δεν ξεγελιέμαι, δεν εξαπατώμαι). ΣΥΝ. μασώ (3), χάφτω (1) 5. (μτφ.-προφ.) ταλαιπωρώ, κουράζω σωματικά ή ψυχικά: Με ~ει το παράπονο/το σαράκι. Με έφαγε με την γκρίνια της. Με έφαγαν οι δουλειές/οι δρόμοι/οι έγνοιες/τα ξενύχτια/οι τύψεις/οι υποχρεώσεις/τα χρέη. Τον έχει φάει ο έρωτας/το ποτό. Πβ. βασανίζω, κατα-βάλλω, -πονώ, τυραννώ. 6. (μτφ.-προφ., ως απολεξικοποιημένο ρ.) υφίσταμαι κάτι: ~ ανάποδη/κλοτσιά/κράξιμο/μούντζα/μπουνιά/χαστούκι. Έφαγα ένα μποτιλιάρισμα/μια τούμπα. Έφαγα όλη τη βροχή (στο κεφάλι). Θα φάει φυλακή (= θα φυλακιστεί). 7. (μτφ.-προφ.) δέχομαι: Τερματοφύλακας που δύσκολα ~ει γκολ. Η ομάδα έφαγε μια τεσσάρα.|| ~ καμπάνα/κλήση (για παράνομη στάθμευση)/ποινή (πβ. τιμωρούμαι). Ο ποδοσφαιριστής έφαγε κόκκινη κάρτα. 8. (μτφ.-προφ.) παραλείπω: ~ γράμματα (: δεν προφέρω καθαρά)/τις λέξεις διαβάζοντας (πβ. πηδώ). 9. (μτφ.-λαϊκό) σκοτώνω· διώχνω· νικώ: Τον έφαγαν τα ναρκωτικά. Πάει, τον φάγανε τον άνθρωπο (πβ. βγάζω από τη μέση, ξεπαστρεύω). (ως απειλή) Αν κουνηθείς, σε έφαγα.|| Τον έφαγαν από γραμματέα.|| Σε έφαγα σε ταχύτητα (πβ. κερδίζω).τρώει 1. (για έντομο) τσιμπά· (για ζώο) δαγκώνει ή κατασπαράζει: Με έφαγαν τα κουνούπια/οι μύγες/οι σκνίπες.|| Ο σκύλος όρμησε να με φάει. Τον έφαγε καρχαρίας. 2. (μτφ.-προφ.) διαβρώνει, φθείρει ή καταστρέφει (ένα υλικό): Η σκουριά ~ το μέταλλο. Τα γρανάζια/τα λάστιχα/οι τροχοί έχουν ~θεί από τη χρήση. ~θηκαν τα παπούτσια. 3. (μτφ.-προφ.) κόβει: Η μηχανή του κιμά τού έφαγε το δάχτυλο. Πβ. συνθλίβω. ● Παθ.: τρώγεται: για κάτι που μπορεί να αποτελέσει τροφή· για τροφή που μπορεί να καταναλωθεί, να φαγωθεί: Ανάλατο/άνοστο/ξαναζεσταμένο φαγητό που δεν ~. Το ρύζι ήθελε λίγο βράσιμο ακόμη, αλλά ~., τρώγομαι (μτφ.-προφ.) 1. μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι: ~ονται μεταξύ τους για την προεδρία (= ανταγωνίζονται, διεκδικούν). ~ονται σαν τα κοκόρια/σαν τα σκυλιά. Πβ. σκυλο~. 2. δυσανασχετώ, γκρινιάζω: Όλη την ώρα ~εται, δεν τον αντέχω πια. Πβ. κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. 3. επιθυμώ έντονα ή απαιτώ επίμονα κάτι: ~εται (= ξύνεται) για καβγά. Φαγώθηκε να με συναντήσει. 4. (συνήθ. με άρνηση) είμαι συμπαθής: Δεν ~εται με τίποτα αυτός (: είναι αντιπαθής, ανυπόφορος). ● ΦΡ.: έφαγα τον κόσμο (μτφ.-προφ.): έψαξα παντού, πολύ: ~ ~ να σε βρω. , έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι (μτφ.-προφ.): αν έχεις τα απαιτούμενα μέσα ή την εξουσία, εξασφαλίζεις και τα ανάλογα αγαθά., θα σε φάει (μτφ.-προφ.): (κάτι αρνητικό) θα σου κάνει κακό: Το πείσμα/η περιέργειά σου ~ ~. , θα σε φάω: ως απειλή: Αν με μαρτυρήσεις, ~ ~.|| (χαϊδευτ.) Άτιμο, ~ ~., θα φάμε καλά (προφ.): θα καταναλώσουμε πολύ και καλό φαγητό και κατ' επέκτ. θα καλοπεράσουμε. , θα φας καλά! (ειρων.-χιουμορ.): θα καλοπεράσεις., μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει: ως απειλή: ~ ~, όταν καταλάβουν τι ζημιά έχεις κάνει. Πβ. αλίμονό σου., ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) (προφ.): για την αξία που αποδίδουν μερικοί στις εφήμερες απολαύσεις., τις τρώω (μτφ.-προφ.): με δέρνουν: Τις έφαγα και χωρίς να φταίω. (απειλητ.) Θα τις φας, για να μάθεις (πβ. θα σου τις βρέξω). ΣΥΝ. τις αρπάζω, τρώω ξύλο, το τρώει το φαΐ του/της (προφ.-ειρων.): είναι παχύς/παχιά., τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη (παροιμ.-συνήθ. μτφ.): όσο ικανοποιείται μια επιθυμία, τόσο πιο πολύ αυξάνεται. [< γαλλ. l'appétit vient en mangeant] , τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα (μτφ.-προφ.): κοιτάζω επίμονα, συνήθ. ερωτικά. Πβ. γδύνω με τα μάτια., τρώω τη σκόνη (κάποιου) (αργκό): χάνω σε αναμέτρηση, μένω πίσω: Καλή ομάδα, αλλά τελικά έφαγε ~ του αουτσάιντερ! Νόμιζες ότι θα κέρδιζες, τώρα φάε ~ μου!, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν μπορεί να έχει κάτι που επιθυμεί πολύ και αρκείται μόνο να το βλέπει: Με τις τιμές που πήραν τα λαχανικά στις λαϊκές, ~ ~!, (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... βλ. κοιτάζω, (το) έφαγε το κεφάλι του βλ. κεφάλι, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, δεν δαγκώνω/δεν τρώω! βλ. δαγκώνω, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν τρώω άχυρα/σανό βλ. άχυρο, δίνω/τρώω φύσημα βλ. δίνω, δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις βλ. δουλεύω, έφαγα ήττα βλ. ήττα, έφαγα πακέτο βλ. πακέτο, έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα, έχει φάει/έφαγε τα λυσσακά του βλ. λυσσακά, έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι βλ. θάλασσα, ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό βλ. αέρας, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο/φαγητό που τρώγεται κρύο βλ. εκδίκηση, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη βλ. αφέντης, αφέντρα, η φτήνια τρώει τον παρά βλ. φτήνια, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα βλ. ψωμί, θα φάμε κόλλυβα βλ. κόλλυβα, θα φάμε κουφέτα βλ. κουφέτο, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι βλ. λύκος, μασάω/τρώω σίδερα βλ. σίδερο, με τρώει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, με τρώει η μύτη μου βλ. μύτη, με τρώει η περιέργεια βλ. περιέργεια, με τρώει το μαράζι βλ. μαράζι, με τρώει το χέρι μου βλ. χέρι, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, μη φας, έχουμε γλάρο/γλαρόσουπα βλ. γλαρόσουπα, μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά βλ. αυτί, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι βλ. συκώτι, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, να φαν κι/φάνε και οι κότες βλ. κότα, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί, παθαίνω/τρώω (μεγάλο/χοντρό) τράκο βλ. τράκο, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, πεινώ/τρώω σαν λύκος βλ. λύκος, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, σκάω από τη ζήλια μου/με τρώει η ζήλια βλ. ζήλια, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, τον/το τρώει η μαρμάγκα βλ. μαρμάγκα, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τρώγεται με τα ρούχα του βλ. ρούχο, τρώει με δέκα/με χρυσές μασέλες βλ. μασέλα, τρώει με χρυσά κουτάλια βλ. χρυσός, τρώει σαν πουλάκι βλ. πουλάκι, τρώει τα νύχια του για καβγά βλ. νύχι, τρώνε τα μουστάκια τους βλ. μουστάκι, τρώμε τις σάρκες μας βλ. σάρκα, τρώω (κάποιον) λάχανο βλ. λάχανο, τρώω κάτι με το κουτάλι βλ. κουτάλι, τρώω ξύλο βλ. ξύλο, τρώω πόρτα βλ. πόρτα, τρώω σκατά βλ. σκατό, τρώω σουτ βλ. σουτ1, τρώω στη μάπα/στη μούρη βλ. μάπα, τρώω τα σίδερα βλ. σίδερο, τρώω τάπα/ρίχνω σε κάποιον τάπα βλ. τάπα1, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, τρώω φρίκη βλ. φρίκη, τρώω χώμα βλ. χώμα, τρώω ψωμί (από κάποιον) βλ. ψωμί, τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα βλ. κόλλημα, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο, τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο βλ. περίδρομος, τρώω/μασάω κουτόχορτο βλ. κουτόχορτο, τρώω/μασάω το παραμύθι (κάποιου) βλ. παραμύθι, τρώω/ξοδεύω από τα έτοιμα βλ. έτοιμος, τρώω/σπάω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου βλ. κρέμα, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< μτγν. τρώγω, μεσν. τρώω]

τσιγκέλι

τσιγκέλι τσι-γκέ-λι ουσ. (ουδ.): σιδερένιο άγκιστρο σε σφαγεία ή κρεοπωλεία· γενικότ. αντίστοιχο εργαλείο για την ανέλκυση αντικειμένων από μεγάλο βάθος. Πβ. γάντζος. Βλ. αρπάγη. ● Υποκ.: τσιγκελάκι (το) ● ΦΡ.: του τα βγάζω με το τσιγκέλι (προφ.): του αποσπώ πληροφορίες με μεγάλη δυσκολία: Άντε, βρε παιδί μου, μίλα, με το τσιγκέλι θα στα βγάλω; [< τουρκ. çengel]

ύπνος

ύπνος [ὕπνος] ύ-πνος ουσ. (αρσ.) 1. περιοδική φυσιολογική κατάσταση των ανθρώπων και των ζώων κατά την οποία η συνείδηση υπολειτουργεί, οι μύες χαλαρώνουν, η κυκλοφορία του αίματος και η αναπνοή επιβραδύνονται και η ικανότητα αντίδρασης στα ερεθίσματα μειώνεται: ανεπαρκής/ανήσυχος/βαθύς/βαρύς/βραδινός/γλυκός/επαρκής/ήρεμος/μεσημεριανός (= σιέστα)/παρατεταμένος/πρωινός/σύντομος/τεχνητός (πβ. ύπνωση) ~. Απώλεια/προβλήματα/στέρηση ~ου. Δωμάτιο (= υπνοδωμάτιο)/εργαστήριο/μαξιλάρι/(κακή) στάση/στρώμα ~ου. Ρούχα (βλ. νυχτικό, πιτζάμα)/στάδια του ~ου. Ώρα για ~ο. Εν/σε ώρα ~ου. ~ με/χωρίς όνειρα. Παραμιλώ στον ~ο μου (πβ. υπνολαλία). Ο γιατρός μου συνέστησε ξεκούραση και ~ο. Χόρτασα ~ο. Πάμε/πέφτουμε για ~ο. Βρίσκεται σε κατάσταση ~ου. (προφ.) Έριξα έναν ~ο (: κοιμήθηκα πάρα πολύ ή/και πολύ καλά). Μόλις σηκώθηκα από τον ~ο (: μόλις ξύπνησα/σηκώθηκα από το κρεβάτι). (Για κάτι ευχάριστο ή επιθυμητό, αλλά μη αναμενόμενο:) Ούτε στον ~ο του δεν φανταζόταν ότι θα έβρισκε τόσο καλή δουλειά. 2. (μτφ.) αδράνεια ή νωθρότητα: Καιρός να ξυπνήσουμε/σηκωθούμε από τον ~ο μας (= να δραστηριοποιηθούμε). Πβ. λήθαργος. ● Υποκ.: υπνάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιος ύπνος (μτφ.): θάνατος: Ο μοναχός κοιμήθηκε τον ~ο ~ο. Πβ. αιώνια ανάπαυση. Βλ. αιώνιο σκοτάδι., ασθένεια/νόσος του ύπνου: ΙΑΤΡ. τροπική λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με τσίμπημα από μύγα τσε τσε και μπορεί να είναι θανατηφόρα. Πβ. τρυπανοσωμίαση., ελαφρύς ύπνος βλ. ελαφρύς, παράδοξος ύπνος βλ. παράδοξος, υπνική άπνοια/άπνοια του ύπνου βλ. άπνοια1, χειμερία νάρκη βλ. χειμέριος ● ΦΡ.: είμαι από τον ύπνο: δεν έχω συνέλθει ακόμα από τον ύπνο: ~ ~ και δεν μπορώ να σκεφτώ τι μου λες., καλόν ύπνο(!): ευχή σε κάποιον που πάει για ύπνο. ΣΥΝ. όνειρα γλυκά!, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου 1. (μτφ.) για άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από αφέλεια, που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του και ειδικότ. τις ενέργειες εις βάρος του: Οι συνάδελφοί του συνωμοτούν για να τον διώξουν κι αυτός ~ ~. 2. κοιμάται βαθιά, ήρεμα: Αν και έχει τόση φασαρία, αυτός ~ ~ (= του καλού καιρού). [< γαλλ. dormir du sommeil du juste] , ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια (γνωμ.): για να τονιστεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου κατά την παιδική ηλικία ή ειρων. για άνθρωπο που του αρέσει να κοιμάται πολύ., πιάνω (κάποιον) στον ύπνο (μτφ.): αιφνιδιάζω, βρίσκω κάποιον απροετοίμαστο: Ο ξαφνικός χιονιάς έπιασε τον κρατικό μηχανισμό ~. Οι παίκτες έπιασαν ~ την άμυνα των αντιπάλων και σκόραραν., στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; (προφ.-ειρων.): σε περίπτωση που κάτι το οποίο δεν ισχύει παρουσιάζεται ως πραγματικό ή όταν κάποια ενέργεια εκτελείται πολύ νωρίς το πρωί: Πώς και μου τηλεφωνείς πρωί πρωί, ~ με έβλεπες;, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) (ειρων.): για κάποιον που νυστάζει σε ασυνήθιστη ώρα ή ακατάλληλο μέρος ή που είναι νωθρός., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου βλ. βλέπω, δεν μου κολλάει ύπνος βλ. κολλώ, με παίρνει/πιάνει (ο) ύπνος βλ. παίρνω [< αρχ. ὕπνος]

υπογράφω

υπογράφω [ὑπογράφω] υ-πο-γρά-φω ρ. (μτβ.) {υπέγρα-ψα (προφ.) υπόγρα-ψα, υπογρά-ψει, υπογρά-φηκε (προφ.) -φτηκε (λόγ. υπεγράφ-η, -ησαν, μτχ. υπογραφ-είς, -είσα, -έν), -φεί (προφ.) -φτεί, υπογράφ-οντας, -όμενος, υπογρα-μμένος (συχνότ. λόγ.) υπογεγραμμένος} 1. βάζω υπογραφή: ~ την αίτηση/τη δήλωση/το έγγραφο/την επιταγή. Η γιαγιά μου είναι αγράμματη και ~ει με σταυρό. Ο πίνακας είναι υπογεγραμμένος από τον καλλιτέχνη. (προστ.) Υπόγραψε (εσφαλμ.: υπέγραψε) εδώ.|| (επίσ.) Ο ~όμενος ... δηλώνω υπεύθυνα ότι ...|| Ο συγγραφέας ~ει τα βιβλία του με το πραγματικό του όνομα/με ψευδώνυμο.|| Το άρθρο/την επιστολή/το κείμενο ~ει γνωστός δημοσιογράφος. Πβ. συντάσσω.|| Θα μετανιώσει για τη συμπεριφορά του, αυτό σ(ου) το ~ (: σε διαβεβαιώνω). 2. (κατ' επέκτ.) αποδέχομαι επίσημα, εγκρίνω ή επικυρώνω την ισχύ συμφωνίας με την υπογραφή μου: Τα δύο συμβαλλόμενα μέρη ~ψαν συμφωνητικό/συνεργασία. Η εταιρεία ~ψε σύμβαση για την κατασκευή του έργου. Ο διεθνής άσος ~ψε (συμβόλαιο) με την/στην ομάδα μας.|| ~ψε την απόφαση (του συμβουλίου)/τη διαμαρτυρία. Βλ. προσ~, συν~.|| Οι δύο χώρες ~ψαν ανακωχή/εκεχειρία. Η κυβέρνηση ~ψε το πρωτόκολλο/τη συνθήκη ...|| (ειρων.-εμφατ.) ~ψε φαρδιά πλατιά την πρόταση για αύξηση του ωραρίου. ● ΦΡ.: υπογράφω και με τα δυο χέρια & υπογράφω με χέρια και με πόδια (προφ.-εμφατ.): υπογράφω χωρίς ενδοιασμούς· κατ' επέκτ. συμφωνώ ανεπιφύλακτα., υπογράφω με το αίμα μου: πεθαίνω για έναν σκοπό, μια αξία: Οι πρώτοι Χριστιανοί υπέγραψαν με το αίμα τους τη διακήρυξη της πίστης τους.|| (μτφ.) Αυτό που θα σου πω το υπογράφω με αίμα (: είμαι απόλυτα βέβαιος)., υπογράφω τη θανατική μου καταδίκη/την καταδίκη μου: προκαλώ τη δολοφονία μου, συνήθ. επειδή βλάπτω τα παράνομα συμφέροντα άλλων· κυρ. κατ' επέκτ. ζημιώνω σε μεγάλο βαθμό τον εαυτό μου ή κάποιον άλλον λόγω λανθασμένης ενέργειας ή απόφασής μου: Ο αυτόπτης μάρτυρας του φόνου υπέγραψε άθελά του τη θανατική του καταδίκη.|| (μτφ.) Μετά την τελευταία ήττα της η ομάδα υπέγραψε την καταδίκη της. [< αρχ. ὑπογράφω, γαλλ. souscrire, signer]

φάντασμα

φάντασμα φά-ντα-σμα ουσ. (ουδ.) {φαντάσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. υπερφυσική εμφάνιση ενός νεκρού ή άυλου όντος στον κόσμο των ζωντανών: το ~ του δάσους/της σοφίτας. Ο πύργος των ~άτων. Σπίτι στοιχειωμένο από ~ατα. Πβ. αερικό, ζόμπι.|| Τον κοίταζε σαν να είχε δει ~ (: με μεγάλη έκπληξη ή έντονο φόβο, τρόμο). 2. (μτφ.) κάποιος ή κάτι που έχει εξαφανιστεί, δεν μπορεί να εντοπιστεί· κατ' επέκτ. που φαίνεται ότι υπάρχει, στην πραγματικότητα όμως δεν έχει ουσιαστική ύπαρξη: (ως παραθετικό σύνθ.) αεροπλάνο/πλοίο-~.|| Εταιρεία/οργάνωση/σωματείο-~. Βλ. εικονικός. 3. κάτι που δεν υφίσταται πλέον, έχει πάψει να ισχύει· που ανήκει οριστικά στο παρελθόν ή έχει χάσει το κύρος, τη δύναμή του: ιδεολογικά ~ατα. Κυνηγάει ~ατα.|| Τους τελευταίους μήνες αποτελεί ~ του παλιού καλού εαυτού του (= είναι σκιά του εαυτού του). 4. εξαιρετικά αρνητικό φαινόμενο του παρελθόντος που επανεμφανίζεται στη σύγχρονη εποχή: Το ~ του ναζισμού/φασισμού πλανάται πάνω από την ... Πβ. φάσμα. 5. (μτφ., ως παραθετικό σύνθ.) έρημος, εγκαταλελειμμένος: περιοχές/πόλεις-~ατα. 6. (μτφ.) εξαιρετικά ισχνός άνθρωπος: Έγινε ~ από την ασιτία. Πβ. σκελετός. ● Υποκ.: φαντασματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: φαντάσματα του παρελθόντος: πρόσωπα ή γεγονότα, κυρ. αρνητικά και δυσάρεστα, που προέρχονται από το παρελθόν: Απαλλαγμένος/κυνηγημένος από τα ~ ~. ● ΦΡ.: βλέπω φαντάσματα (μτφ.): αισθάνομαι ότι απειλούμαι από ανύπαρκτους κινδύνους: ~ουν παντού ~ατα, δολοπλοκίες και εχθρούς. [< 1: αρχ. φάντασμα, γαλλ. fantôme 2-6: γαλλ. fantôme, αγγλ. phantom]

φίδι

φίδι φί-δι ουσ. (ουδ.) {φιδ-ιού} 1. ΖΩΟΛ. ερπετό με μακρόστενο, κυλινδρικό, φολιδωτό σώμα, χωρίς άκρα και ακουστικούς πόρους, που μετακινείται με πλευρικές κυματοειδείς κινήσεις: ακίνδυνο/δενδρόβιο/ημερόβιο/υδρόβιο/δηλητηριώδες (ή ιοβόλο)/κουλουριασμένο ~. Δάγκωμα/τσίμπημα ~ιού. Η ουρά/φωλιά του ~ιού. ~ια σφιγκτήρες. Το ~ σέρνεται. Τον τσίμπησε ~. Πβ. όφις. Βλ. ανακόντα, βόας, δεντρογαλιά, κόμπρα, κροταλίας, λαφιάτης, νεροφίδα, πύθωνας, σαΐτα.|| Βραχιόλι σε σχήμα ~ιού.|| (προφ.) Ζώνη/τσάντα από ~ (: από δέρμα ~ιού). 2. (μτφ.) πρόσωπο κακόβουλο, μοχθηρό, ύπουλο: φίλη-~. Βλ. εχθρός. ΣΥΝ. οχιά (2) ● ΣΥΜΠΛ.: το αβγό του φιδιού βλ. αβγό & αυγό ● ΦΡ.: βγάζω το φίδι απ' την τρύπα (μτφ.): αναλαμβάνω ένα δύσκολο και επικίνδυνο έργο, συνήθ. προς όφελος των πολλών: Πάλι εγώ θα βγάλω ~ ~; ΣΥΝ. βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με ζώνουν τα (μαύρα) φίδια βλ. ζώνω, ο λάκκος των λεόντων/με τα φίδια βλ. λάκκος, φίδι κολοβό βλ. κολοβός, φίδι στον κόρφο μου βλ. κόρφος [< μεσν. φίδι]

φίλος

φίλος φί-λος ουσ. (αρσ.) 1. πρόσωπο αρσενικού φύλου που συνδέεται φιλικά με κάποιον: αδελφικός (= καρντάσης)/αληθινός/διαδικτυακός/καινούργιος/καλός/κοινός/κοντινός/οικογενειακός/παιδικός/παλιός/πιστός/στενός ~. (ειρων.) Άσπονδοι ~οι. Αχώριστοι/πραγματικοί ~οι. Ο αγαπημένος μου ~. Για πάντα/πάνω από όλα ~οι. Της έκανε τον ~ο. Ένας ~ μού είπε ... Είναι ~ (μου) από τον στρατό/το σχολείο. Στο λέω σαν ~. Ο ~ του ~ου μου είναι και δικός μου ~. Υπήρξε προσωπικός της ~. Μου σύστησε τον ~ο του. Προωθήστε το ιμέιλ σε έναν ~ο σας. Πβ. κολλητός.|| Βρήκε έναν απρόσμενο ~ο (= σύμμαχο) στο πρόσωπό του.|| (στον πληθ., για πρόσ. ανεξαρτήτως φύλου:) Οι φανταστικοί ~οι των παιδιών. ~οι δι' αλληλογραφίας. Είμαστε ή δεν είμαστε ~οι; Καλύτερα να μείνουμε ~οι. Έτσι κάνουν οι ~οι; Δεν έχει ~ους. Τους ~ους τους διαλέγουμε. (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Λίστα ~ων.|| (κατ' επέκτ.) Ο καλύτερος/πιο πιστός ~ του ανθρώπου (: συνήθ. για το βιβλίο και τον σκύλο, αντίστοιχα). Οι τετράποδοι ~οι μας (: τα ζώα).|| (οικ.) Όπως είπε προηγουμένως και ο ~ από 'δω ... (: συνήθ. όταν δεν ξέρουμε το όνομά του, βλ. κύριος). Βλ. γνωστός, φιλαράκος. ΑΝΤ. εχθρός (1) 2. εραστής, ερωτικός σύντροφος: Θα έρθει με τον ~ο της. Πβ. αγόρι, αμόρε, γκόμενος. 3. πρόσωπο που του αρέσει κάτι και ασχολείται με αυτό συνήθ. συστηματικά, υποστηρικτής, θαυμαστής: ~ του κινηματογράφου/των τεχνών/της τζαζ. Οι ~οι του βιβλίου (= βιβλιόφιλοι)/των γραμμάτων/του διαδικτύου/των ζώων (= ζωόφιλοι)/των κόμικς/του κρασιού/του μουσείου/της μουσικής (= μουσικόφιλοι)/μιας ομάδας (πβ. οπαδός, φίλαθλος)/του ποδηλάτου/τένις. Είμαι φανατικός ~ (= φαν) των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ανώνυμη επιστολή ~ου της εφημερίδας. Αντιδράσεις ~ων ενός κόμματος. Απαντήσεις σε ερωτήσεις ~ων της στήλης. Λέσχη/όμιλος/σύλλογος/συνάντηση/σύνδεσμος/συνέλευση ~ων της αστρονομίας/του βουνού/της θάλασσας/του σκακιού. Κείμενα ~ων και επισκεπτών του δικτυακού μας τόπου. Φόρουμ συζήτησης για τους ~ους του NBA. Για τους μικρούς μας ~ους (: τα παιδιά)/για τους ~ους της γεύσης. Πβ. θιασώτης, λάτρης. ΑΝΤ. πολέμιος 4. (η κλητ. φίλε & φίλοι) ως οικεία προσφώνηση: Άκου ρε ~ε τι γίνεται. Μπερδεμένα μας τα λες, ~ε μου. Τι έπαθες ρε ~ε; Καλωσήρθες ~ε! Αντίο ~ε! (προς κάποιον άγνωστο:) ~ε, πού είναι η οδός ...; (σε ακροατήριο:) Αγαπητοί (μου) ~οι ... Φίλες και ~οι ... 5. (μτφ.) στοιχείο, παράγοντας που ωφελεί, βοηθά: ~ της υγείας. Ο ύπνος είναι ~ της μνήμης. Το γάλα είναι από τους καλύτερους ~ους του παιδιού. Πβ. σύμμαχος. ΑΝΤ. εχθρός (3) 6. (ως επίθ., συνήθ. προσφών. προφ. ή γραπτή) αυτός για τον οποίο κάποιος έχει φιλική διάθεση: ~ε αναγνώστη/επισκέπτη ... Οι ~οι ακροατές/τηλεθεατές. Προσκαλούμε τους ~ους δημοσιογράφους ... Πβ. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος. 7. αυτός που συνδέεται με σχέση αμοιβαίας βοήθειας, ειρηνικής συνύπαρξης, υποστήριξης με κάποιον άλλο: Ήρθε ως/είναι ~ της χώρας μας.|| (ως επίθ., φιλικός:) ~οι: λαοί. Πβ. συμμαχικός. ΑΝΤ. εχθρός (2) ● Υποκ.: φιλαράκι (το): Να φέρω και ένα ~ μου; (αργκό) Καλά ρε ~, δεν πειράζει. Πβ. παλιόφιλος. ● Μεγεθ.: φιλάρας (ο) & φιλάρα (η) (αργκό): συνήθ. ως προσφών.: Τι κάνεις ρε ~α;|| (ειρων.) Κοίτα, ~α, αν δεν έχεις επιχειρήματα μη μιλάς.|| (απειλητ.) ~α τρέχει τίποτα; ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιακός/εγκάρδιος φίλος: στενός και αγαπητός, επιστήθιος φίλος. ● ΦΡ.: άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ένα άτομο, το οποίο θεωρείται φίλος, συμπεριφέρεται πολύ άσχημα., δεν είμαι φίλος: ευγενικός, ήπιος τρόπος για να δηλώσει κάποιος ότι δεν του αρέσει κάτι: ~ ~ του αλκοόλ/της τηλεόρασης., πες/δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι (παροιμ.): το ήθος, η ποιότητα ενός ανθρώπου φαίνεται από τους φίλους που επιλέγει., πιάνω φίλο/φίλους (λαϊκό): αποκτώ φίλο ή κυρ. ερωτικό σύντροφο., αγάπα το(ν) φίλο σου με τα ελαττώματά του βλ. αγαπώ, ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται βλ. ανάγκη, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός ● βλ. φίλη [< αρχ. φίλος, γαλλ. ami, αγγλ. friend]

φόρα2

φόρα2 φό-ρα ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (προφ., ως επίρρ.): ενώπιον του κόσμου, δημόσια· κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα: σε περιπτώσεις αποκάλυψης αξιόμεμπτων πράξεων, ένοχων μυστικών: Τώρα που βγήκαν τ' άπλυτά του ~, δεν έχει πού να κρυφτεί., βγαίνει στη φόρα: αποκαλύπτεται: Η αλήθεια βγήκε ~. Πβ. βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια. ΣΥΝ. βγαίνει στον αφρό, φάτσα φόρα 1. ακριβώς μπροστά, σε πολύ εμφανή θέση: Μας είδε ~ ~ μπροστά της. ~ ~ στο εξώφυλλο έχει τη φωτογραφία του. 2. ξεκάθαρα: Του τα είπε ~ ~., φόρα παρτίδα: δημόσια: Έβγαλε ~ ~ τα προσωπικά του στο διαδίκτυο. [< ιταλ. fora]

φτερό

φτερό φτε-ρό ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) πτερό 1. ΖΩΟΛ. -ΟΡΝΙΘ. καθένας από τους σχηματισμούς που καλύπτουν και προστατεύουν το σώμα των πτηνών και με τη βοήθεια των οποίων μπορούν να πετούν, να επιπλέουν στο νερό και να διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία τους· αποτελείται από έναν κεντρικό άξονα, το κάτω μέρος του οποίου είναι γυμνό (κάλαμος), ενώ το επάνω (ράχη) φέρει αριστερά και δεξιά μύστακες που ενώνονται μεταξύ τους: πλουμιστά ~ά. Τα ~ά του παγονιού/της πάπιας/της χήνας. ~ά και πούπουλα (βλ. φτέρωμα). Βλ. πτερόρροια, πτεροφυΐα.|| Πένα από ~. Καπέλο με ~ά. 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} φτερούγα: πληγωμένα ~ά. Τα ~ά των πουλιών. Το άνοιγμα των ~ών του αετού.|| Τα ~ά της μύγας/της πεταλούδας.|| Τα ~ά των αγγέλων/του δράκου.|| (μτφ.) Με τα ~ά του έρωτα/της φαντασίας/της ψυχής. 3. (κατ' επέκτ.) ό,τι μοιάζει με φτερό ή φτερούγα: βλάβη στο αριστερό ~ (= πτέρυγα) του αεροσκάφους. Τα ~ά του ανεμιστήρα (= πτερύγια, φτερωτή)/ανεμόμυλου.|| Σερβιέτες με ~ά (προστασίας). 4. τμήμα του αμαξώματος που καλύπτει το επάνω μέρος των τροχών οχήματος: το μπροστινό/πίσω ~ του αυτοκινήτου/της μηχανής. Βαθούλωμα/βούλιαγμα στο ~. ~ά ποδηλάτου. 5. ΑΘΛ. το μπαλάκι του μπάντμιντον. 6. ξεσκονιστήρι. ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία φτερού 1. ΑΘΛ. (στην πυγμαχία) κατηγορία βάρους στην οποία κατατάσσονται πυγμάχοι που ζυγίζουν από 55 μέχρι 57 κιλά: πρωταθλητής στην ~ ~. 2. (μτφ.-προφ.) για κάποιον πολύ αδύνατο ή κάτι πολύ ελαφρύ., το φτερό της επίθεσης: ΑΘΛ. το άκρο της επιθετικής γραμμής ποδοσφαιρικής ομάδας: Στο αριστερό/δεξί φτερό ~ έπαιζε/ήταν ο ... ● ΦΡ.: ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) (μτφ.) 1. ανεξαρτητοποιούμαι, κάνω μια νέα αρχή: Είναι καιρός να ανοίξεις τα ~ σου και να γνωρίσεις τον κόσμο. 2. επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία ετοιμάζεται να απλώσει τα ~ της στο εξωτερικό., βάζω φτερά (στα πόδια) (μτφ.) 1. αρχίζω να τρέχω γρήγορα: Έβαλε ~ ~ κι εξαφανίστηκε (= έγινε πύραυλος). 2. εμψυχώνω: Το γκολ έβαλε ~ στα πόδια των γηπεδούχων., βγάζω φτερά (μτφ.-προφ.): φεύγω γρήγορα: Μόλις κατάλαβε τι τον περίμενε, έβγαλε ~ (= την έκανε, έγινε καπνός/Λούης)., δίνω φτερά (σε κάποιον) (μτφ.): ενθαρρύνω: Η επιβράβευση ~ει ~ στους μαθητές να συνεχίσουν την προσπάθεια., κάνει φτερά (μτφ.-προφ.): εξαφανίζεται, συνήθ. λόγω κλοπής: Κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας έκαναν ~.|| Τα λεφτά έχουν κάνει ~ (= εξανεμιστεί)., κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου (μτφ.): αποθαρρύνω, απογοητεύω: Η αποτυχία τού έκοψε ~. ΣΥΝ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά & με τα φτερά κομμένα (μτφ.): αποθαρρυμένος, χωρίς αυτοπεποίθηση: Μετά την ήττα της, η ομάδα συνεχίζει ~ ~., πετώ με τα δικά μου φτερά (μτφ.): στηρίζομαι στις δυνάμεις μου, τα καταφέρνω μόνος μου: Είναι σε ηλικία που μπορεί πια να ~άξει με τα δικά του ~., στο φτερό (προφ.): βιαστικά, πολύ γρήγορα, αμέσως: Συναντιόμαστε πάντα ~ ~. Έκαναν τη δουλειά/πήρα την απόφαση ~ ~ (= στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς-φιτίλι/τάκα-τάκα). ΣΥΝ. στα γρήγορα, στα πεταχτά, φτερό στον άνεμο βλ. άνεμος, φύλλο (και) φτερό βλ. φύλλο [< μεσν. φτερό(ν) < αρχ. πτερόν 3,4: γαλλ. aile]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

φωτιά

φωτιά φω-τιά ουσ. (θηλ.) 1. έκλυση θερμότητας και φωτός, η οποία είναι αποτέλεσμα της καύσης εύφλεκτων υλικών: η ανακάλυψη/ιστορία της ~ιάς. Το κόκκινο της ~ιάς. Οι τέχνες της ~ιάς (π.χ. κεραμική, μεταλλουργία). Το πήδημα (: έθιμο την παραμονή του γενέθλιου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου)/ο χορός της ~ιάς. Ξύλα για ~. Ανάβω/διατηρώ/σβήνω τη ~. Κάθομαι κοντά στη ~. Ο αέρας δυναμώνει τη ~. Πβ. πυρά.|| Μήπως έχετε ~/μου δίνετε τη ~ σας (: αναπτήρα ή σπίρτα); 2. πηγή θερμότητας κατάλληλη για μαγείρεμα φαγητού: Βράζω/τηγανίζω/ψήνω κάτι σε δυνατή/μεσαία/μέτρια/σιγανή ~. Βγάζω/κατεβάζω την κατσαρόλα από τη ~. Σβήνω/χαμηλώνω τη ~. Ανακατέψτε τη σάλτσα σε χαμηλή ~ μέχρι να πήξει. Πβ. εστία, μάτι. 3. (συνεκδ.) φλόγα: η ~ του αναπτήρα. Γλώσσες ~ιάς τύλιξαν το κτίριο (πβ. πύρινη γλώσσα). 4. (προφ.) πυρκαγιά: καταστροφική/μεγάλη/μικρή ~. Ανίχνευση (= πυρανίχνευση)/εστίες/κίνδυνος/πρόκληση/συναγερμός ~ιάς. Υλικά ανθεκτικά στη ~ (πβ. αλεξίπυρα, πυρίμαχα). Αντιμετώπιση/εξάπλωση/καταπολέμηση/κατάσβεση της ~ιάς. Η ~ είναι εκτός ελέγχου/τέθηκε υπό έλεγχο. Σε βραχυκύκλωμα/εμπρησμό οφείλεται η ~ που ξέσπασε ... Η Πυροσβεστική έσβησε αμέσως τη ~. Μαίνεται η ~ στη ... Πβ. εμπρησμός, πυρ.|| (ως κραυγή βοήθειας ή προειδοποίησης σε περίπτωση πυρκαγιάς:) ~! 5. (μτφ.) ένταση και συνεκδ. ό,τι την προκαλεί: πολιτικές ~ιές.|| Η ~ της επανάστασης/μάχης. Πβ. αναβρασμός.|| Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα. Πβ. πάθος.|| (για πρόσ.) Αυτή η κοπέλα είναι σκέτη ~ (: ακαταμάχητη).|| (ως παραθετικό σύνθ.) Αυξήσεις-~ (= υπερβολικά μεγάλες). Απόφαση/έγγραφο/έκθεση/πόρισμα-~ (πβ. καταπέλτης). Νέα στοιχεία-~ για την υπόθεση (πβ. συνταρακτικός). Ματς-~ (: πολύ κρίσιμο). Γυναίκα-~ (= εκρηκτική, εντυπωσιακή). ● Υποκ.: φωτίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς βλ. μέτωπο ● ΦΡ.: ανάβει φωτιά/φωτιές (μτφ.) 1. προκαλεί εντάσεις, ταράζει: ~ει ~ στα νοικοκυριά η αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Η δήλωση του βουλευτή ~ψε ~ στους κόλπους της παράταξης. 2. αναστατώνει, προκαλεί ερωτική διέγερση: ~ψε ~ με τη σέξι εμφάνισή της., βάζω το χέρι μου στη φωτιά (μτφ.): είμαι εντελώς σίγουρος για κάποιον ή κάτι: ~ ~ γι' αυτούς τους ανθρώπους (: μπορώ να εγγυηθώ γι' αυτούς).|| (συνήθ. με άρνηση:) Δεν ~ ~, αλλά είναι πολύ πιθανό αυτό που λέω. Δεν βάζω και ~ ότι λέει την αλήθεια. Πβ. κόβω το κεφάλι μου. ΣΥΝ. βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο (1), παίρνω όρκο [< γαλλ. mettre la main au feu] , βάζω φωτιά/φωτιές 1. καίω, πυρπολώ: ~ φωτιά σε δάσος/σπίτι. ~ φωτιά με σπίρτα. Άγνωστοι έβαλαν φωτιά σε σταθμευμένο αυτοκίνητο. 2. (μτφ.) προκαλώ αναστάτωση, ταραχή, διαμάχη: Με τις προκλητικές δηλώσεις του έβαλε ~ιές. Πβ. δυναμιτίζω., πετάω φωτιές/φωτιά (μτφ.): είμαι εξαιρετικός σε κάτι: Η ομάδα/ο παίκτης ~ει ~., πήρε φωτιά ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για κάποιον που πρέπει να ασχοληθεί με επείγοντα θέματα ή που είναι βιαστικός., πιάνω/παίρνω φωτιά 1. {στο γ' πρόσ.} καίγομαι, φλέγομαι: Το αεροσκάφος έπιασε ~ κατά την προσγείωση. Το δάσος πήρε ~. 2. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) για να δηλωθεί ένταση: Πήρε ~ το πρωτάθλημα. Πήραν ~ τα τηλέφωνα (: έγιναν πάρα πολλά τηλεφωνήματα). 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) για να δηλωθεί μεγάλη αύξηση συνήθ. της τιμής: Τα ακίνητα/επιτόκια παίρνουν ~. 4. (μτφ.) εκνευρίζομαι, θυμώνω: Παίρνεις εύκολα ~ και δεν ακούς τι σου λέω. Καλά ντε, μην ~εις αμέσως ~!, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει (παροιμ.): με τη σκληρή τιμωρία συμμορφώνεται κανείς., φωτιά στη φωτιά (μτφ.): βίαιη συνήθ. αντίδραση που απαντά σε παρόμοια δράση., άρπαξε φωτιά βλ. αρπάζω, βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά βλ. κάστανο, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά βλ. καπνός, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, παίζω με τη φωτιά βλ. παίζω, παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς βλ. παρανάλωμα, πέφτω (και) στη φωτιά βλ. πέφτω, ρίχνω λάδι στη φωτιά βλ. λάδι, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω, φωτιά και λάβρα βλ. λάβρα, φωτιά και τσεκούρι βλ. τσεκούρι, φωτιά να σε κάψει! βλ. καίω, φωτιά στα κόκκινα! βλ. κόκκινος, φωτιά στα μπατζάκια μου/σου/του βλ. μπατζάκι [< μεσν. φωτία < αρχ. φῶς, φωτός, γαλλ. feu]

χάρος

χάρος χά-ρος ουσ. (αρσ.): (συνήθ. με κεφαλ. Χ, στη λαϊκή παράδοση) ο θάνατος προσωποποιημένος: (προφ.) Τι κάθεσαι/στέκεσαι από πάνω μου σαν τον ~ο; Βλ. δρεπάνι, θεριστής. ΣΥΝ. χάροντας (1) ● ΦΡ.: γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια (μτφ.-προφ.): ξέφυγα ή βοήθησα κάποιον να ξεφύγει από θανάσιμο κίνδυνο ή γενικότ. από πολύ επικίνδυνη κατάσταση: ~ ~ την τελευταία στιγμή. Ο άρρωστος γλίτωσε κυριολεκτικά ~ ~. Πβ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., είδα τον χάρο με τα μάτια μου (μτφ.-προφ.): παραλίγο να σκοτωθώ, φοβήθηκα ότι θα πεθάνω: Τον χάρο με τα μάτια του είδε οδηγός ΙΧ, όταν ... Πβ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα είδα όλα!, κι όποιον πάρει ο χάρος! (προφ.): για κάποιον που αδιαφορεί για τις συνέπειες των πράξεών του, που συνήθ. απειλούν τη ζωή των άλλων: Άρχισε να πυροβολεί, ~ ~! Οδηγούν μεθυσμένοι, ~ ~!|| Λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, ~ ~! Πβ. όποιον πάρει η μπάλα., παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, τον βρήκε ο χάρος/ο θάνατος βλ. βρίσκω, τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός βλ. ξεχνώ [< αρχ. Χάρων, αγγλ. Charon]

χαρτί

χαρτί χαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]

χεράκι

χεράκι χε-ρά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (οικ.) χέρι: Γλυκό από τα χρυσά ~ια της μαμάς.|| (μτφ.) ~ φαγούρας (πβ. ξυστήρι πλάτης). 2. χειρολαβή: τσάντες με εύκαμπτο πλαστικό ~. ΣΥΝ. χερούλι 3. η σπάλα του αρνιού ή του κατσικιού. 4. {κυρ. στον πληθ.} μικρό μαξιλαράκι, ανατομικά σχεδιασμένο για την εκγύμναση των χεριών κατά την προπόνηση των κολυμβητών: ~ια κολύμβησης. 5. ΠΛΗΡΟΦ. (στην οθόνη του υπολογιστή) ο κέρσορας με τη μορφή λευκού χεριού που δείχνει κάτι. Βλ. βέλος. ● ΣΥΜΠΛ.: χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια ● ΦΡ.: βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου (προφ.): ζημιώνομαι από δικό μου λάθος: Δεν είμαι τρελός να βάλω ~ ~ (και) να βγάλω ~ ~., τα λέω ένα χεράκι (προφ.) 1. & τα ψέλνω ένα χεράκι: επιπλήττω, μαλώνω: Τα είπα/έψαλα ~ στους αρμόδιους και το φχαριστήθηκα. ΣΥΝ. τα ψέλνω/τα ψάλλω σε κάποιον 2. συζητώ με κάποιον, συχνά σε έντονο τόνο: Ήρθε απ' το σπίτι και τα είπαμε ~., βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου βλ. χέρι, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, χέρι-χέρι/χέρι με χέρι βλ. χέρι [< 5: αγγλ. hand (cursor)]

χορός

χορός χο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ρυθμικές κινήσεις ή/και βήματα που εκτελούνται από ένα ή περισσότερα άτομα σε ζεύγη ή ομάδα, με τη συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού, ως τρόπος ψυχαγωγίας ή εξωτερίκευσης συναισθημάτων: ασταμάτητος/αυτοσχέδιος/γρήγορος/ζωηρός ~. Αισθησιακός/προκλητικός ~. Αίθουσα/βραδιά/διαγωνισμός/πίστα ~ού. Εντυπωσίασε με τον ~ό της. Γλέντι/ξεφάντωμα με ~ούς και τραγούδια. Ρίξαμε κάτι ~ούς (: χορέψαμε πολύ)!|| Ανδρικός/γυναικείος/κυκλικός/λεβέντικος/μικτός/μοναχικός ~. Δημοτικοί/λαϊκοί/νησιώτικοι/παραδοσιακοί/τοπικοί ~οί. Βλ. ζεϊμπέκικο, συρτάκι, χασάπικο, χασαποσέρβικο.|| Ανατολίτικος/τσιγγάνικος ~. Ευρωπαϊκοί/φολκλορικοί ~οί. Βλ. βαλς, λάτιν, μάμπο, πόλκα1, ρέγκε, ρούμπα, σάλσα, τάνγκο, τσα τσα (τσα), φλαμένγκο.|| (μτφ.) Ο ~ των κυμάτων/μελισσών. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (ειδικότ.) ως τέχνη, καλλιτεχνική δραστηριότητα: έντεχνος ~. Κλασικός ~ (= μπαλέτο). Καθηγητής/κριτικός/μαθήματα/ομάδα/σχολή (πβ. χοροδιδασκαλείο) ~ού. Παπούτσια/φορμάκι ~ού. 3. χοροεσπερίδα: αποκριάτικος ~. Αποχαιρετιστήριος ~ των τελειοφοίτων του ... ~ μεταμφιεσμένων (= μπαλ μασκέ). Φόρεμα για ~ό. Ο ετήσιος ~ του συλλόγου ... 4. (μτφ.) σύνολο ομοειδών πραγμάτων ή συμβάντων που διαδέχονται το ένα το άλλο με μεγάλη συχνότητα: Συνεχίζεται ο ~ των αντιδράσεων/αποκαλύψεων/γκολ/μεταγραφών/σκανδάλων/στοιχημάτων.|| Άνοιξαν τον ~ό των μεταλλίων. 5. σύνολο χορευτών ή κατ' επέκτ. προσώπων που ψάλλουν· ομάδα μεταφυσικών όντων ή ιερών μορφών: ο πρώτος του ~ού.|| (ΑΡΧ.) Ο ~ του αρχαίου δράματος (βλ. ημιχόριο). Η πάροδος του ~ού. Ο κορυφαίος/τα μέλη του ~ού. Βλ. όρχηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αριστερός/δεξιός ~. Ο ~ των ψαλτών. Πβ. χορωδία. Βλ. χοροστάσιο.|| ~ αγγέλων/Αγίων/μαρτύρων (= χορεία). ● ΣΥΜΠΛ.: μοντέρνος χορός & (προφ.) μοντέρνο: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. μορφή χορού με συγκεκριμένο σύστημα και τεχνική, που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από πρωτοπόρους χορευτές και χορογράφους, ως αντίδραση στους αυστηρούς περιορισμούς του κλασικού μπαλέτου. [< αγγλ. modern dance, 1912] , αντικριστός (χορός) βλ. αντικριστός, ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας, πυρρίχιος χορός βλ. πυρρίχιος, σύγχρονος χορός βλ. σύγχρονος, χορός της κοιλιάς βλ. κοιλιά ● ΦΡ.: ανοίγω τον χορό 1. αρχίζω πρώτος να χορεύω, συνήθ. όπως το ορίζει το έθιμο, ώστε να ξεκινήσουν και οι άλλοι: Η νύφη ~ξε ~ στο γλέντι. 2. (μτφ.) κάνω την αρχή σε κάτι το οποίο θα επαναληφθεί (αμέσως μετά) από άλλους με μεγάλη συχνότητα: ~ξαν ~ των κινητοποιήσεων.|| Ανοίγει ο χορός των απεργιών (: αρχίζουν οι απεργίες). [< γαλλ. ouvrir le bal] , αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει!: από τη στιγμή που έχουμε εμπλακεί σε μια κατάσταση συνήθ. αρνητική, θα πρέπει να την υποστούμε και να αποδεχθούμε τις πιθανές συνέπειες., εν χορώ (λόγ.): όλοι μαζί, ταυτόχρονα: Απάντησαν/μιλούσαν/συμφώνησαν/τραγούδησαν/φώναξαν ~ ~. Πβ. ομόφωνα, με μια φωνή.|| (Για κάτι που λέγεται από πολλούς μαζί:) Διαμαρτυρίες/συνθήματα ~ ~., μπαίνω στον χορό 1. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους σε κυκλικό χορό. 2. (μτφ.) εισέρχομαι και εγώ σε μια κατάσταση: Η εταιρεία μπήκε ~ των εξαγορών/προσφορών/συγχωνεύσεων. ΣΥΝ. βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει & έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λέγονται (παροιμ.): είναι εύκολο να κρίνει και να επικρίνει κάποιος μια κατάσταση ή μια υπόθεση, όταν αγνοεί τις δυσκολίες της., στήνω (τον) χορό: ξεκινώ να χορεύω συνήθ. κυκλικό χορό: ~σαν ~ με δημοτικά στην πλατεία.|| (μτφ., για κάτι που κάνει την εμφάνισή του με ένταση ή μεγάλη συχνότητα) Οι αναμνήσεις ~ουν ~. Τα μικρόβια/ποντίκια έχουν στησει τρελό ~., χορός στον πάγο: κατηγορία καλλιτεχνικού πατινάζ, η οποία δίνει έμφαση στις ελεύθερες χορευτικές φιγούρες. [< αγγλ. ice dancing] , (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, ο χορός του Ζαλόγγου βλ. Ζάλογγο, σέρνω τον χορό βλ. σέρνω [< αρχ. χορός]

Χριστός

Χριστός Χρι-στός ουσ. (αρσ.): ΘΕΟΛ. ο Υιός του Θεού, ιδρυτής του Χριστιανισμού και κεφαλή της Εκκλησίας: ο (Κύριος ημών) Ιησούς (βλ. ΙΧ)/ο Σωτήρας (βλ. ΙΧΘΥΣ) ~. Η Ανάσταση (βλ. Πάσχα)/η Βάπτιση (βλ. Φώτα)/η ενανθρώπηση ή ενσάρκωση/τα θαύματα/η θεία και ανθρώπινη φύση (βλ. περιχώρηση)/η θυσία/οι μαθητές/οι παραβολές/η Σταύρωση/το σώμα και το αίμα (βλ. Θεία Κοινωνία, μετουσίωση)/η Ταφή (βλ. αποκαθήλωση, Πανάγιος/Άγιος Τάφος) του ~ού. Πιστεύω/προσεύχομαι στον ~ό. Πβ. αλιέας/αλιεύς ανθρώπων, ο Αμνός (του Θεού), ο άρτος της ζωής, Δεσπότης, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, Θεάνθρωπος, ο Λόγος (του Θεού), Λυτρωτής, Μέγας Αρχιερέας, ο Μέγας Βασιλεύς, μεσσίας, νυμφίος, ραβί, φως ιλαρόν. Βλ. Άγιοι Τόποι, Ευαγγέλιο, Ιερά/Ιερή Παράδοση, Μεγάλη Εβδομάδα, Χριστούγεννα.|| (στην αγιογραφία:) Ο ~ Παντοκράτορας. Βλ. ο καλός ποιμήν. ● Υποκ.: Χριστούλης (ο) (συνήθ. όταν απευθυνόμαστε σε μικρό παιδί): ο μικρός/νεογέννητος ~ (: ο Χριστός βρέφος).|| Μην ανησυχείς! Ο καλός ~ θα σε βοηθήσει! Βλ. Παναγίτσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Ελκόμενος (Χριστός) βλ. ελκόμενος ● ΦΡ.: (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία! (προφ.): προς δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αποδοκιμασίας: ~ ~! Τι είν' αυτά τα πράγματα!|| Έλα Χριστέ κι Απόστολε! Ο κόσμος είναι τρελός!, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! (προφ.): τίποτα απολύτως!, είδα τον Χριστό φαντάρο! (αργκό): τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. τα είδα όλα! (2), κατά Χριστόν: ΕΚΚΛΗΣ. σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού: η ~ ~ αγάπη. Έζησε ~ ~ (βλ. όσιος)., κατεβάζω/βρίζω Χριστούς και δαίμονες/Παναγίες (προφ.): βρίζω, βλαστημώ. ΣΥΝ. κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες, προ Χριστού/μετά Χριστόν (συντομ. π.Χ., μ.Χ.): (μέθοδος χρονολόγησης στον χριστιανικό κόσμο) πριν από ή μετά τη γέννηση του Χριστού: τον 5ο αι. π.Χ. Η 2η χιλιετία μ.Χ., του Χριστού (λαϊκό): την ημέρα των Χριστουγέννων: Ήρθαν/χιόνισε (ανήμερα) ~ ~., Χριστέ μου/Χριστούλη μου! (ως επιφών.): για να δηλωθεί: (έκπληξη, δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία:) Τι ντροπή, ~ ~!|| (παράκληση, ευχή:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~!|| (φόβος:) ~ ~ (: μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Θεέ μου!, Χριστός!: λέγεται σε κάποιον που βήχει, επειδή στραβοκατάπιε., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, μετά Χριστόν προφήτης βλ. προφήτης, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, Χριστός ανέστη βλ. ανασταίνω, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός [< μτγν. Χριστός]

χρυσώνω

χρυσώνω χρυ-σώ-νω ρ. (μτβ.) {χρύσω-σα, χρυσώ-σει, -θηκε, -θεί, χρυσών-οντας, χρυσω-μένος} 1. (μτφ.) καταβάλλω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάποιον, για εξυπηρέτηση προσωπικού μου συμφέροντος: Τον ~σαν/~θηκε, για να αποδεχτεί την πρότασή τους. Πβ. χρυσοπληρώνω. 2. επιχρυσώνω: ~μένο: τέμπλο (ναού). 3. (μτφ.) ωραιοποιώ: Προσπαθεί να ~σει την κατάσταση. 4. (παλαιότ.-λαϊκό) δίνω σε κάποιον χρυσό νόμισμα ή κόσμημα ως δώρο, γούρι ή ανταμοιβή: ~σαν τη νύφη. Πβ. ασημώνω.χρυσώθηκε (προφ.) 1. (για αθλητή) πήρε χρυσό μετάλλιο. 2. (για σιντί ή τραγουδιστή) έγινε χρυσό(ς)., χρυσώνει (μτφ.): προσδίδει (σε κάτι) χρυσαφένια λάμψη: Ο ήλιος ~ (= χρυσίζει) με τις ακτίνες του τη θάλασσα. ~μένα: στάχυα/φύλλα. ● ΦΡ.: χρυσώνω το χάπι: προσπαθώ να απαλύνω ή να εξωραΐσω αρνητική κατάσταση· κατ΄επέκτ. καλοπιάνω: Πάει να μου ~σει ~, για να μη στενοχωριέμαι. Κούφια λόγια προκειμένου να ~θεί ~. Υποσχέσεις που δεν είναι παρά ~μένο χάπι. Πβ. κάνω τα πικρά γλυκά. Βλ. χαϊδεύω τ' αυτιά κάποιου. [< γαλλ. dorer la pilule] [< 2: αρχ. χρυσῶ]

χύνω

χύνω χύ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έχυ-σα, χύ-σει, -θηκε, -θεί, χύν-οντας, -όμενος, χυ-μένος} 1. ρίχνω υγρό, ρευστό ή κοκκώδες στερεό προς τα κάτω: Πρόσεξε μη χύσεις το γάλα/ποτό σου. (σε συνταγές:) Χύστε το σιρόπι στην κατσαρόλα (πβ. αδειάζω). Απόβλητα/λύματα που ~ονται στη θάλασσα (= αποβάλλονται, πετιούνται). Η λάβα χυνόταν από τον κρατήρα του ηφαιστείου (= ξεπηδούσε). Το λιωμένο μέταλλο θα χυθεί σε καλούπια (: για να ψυχθεί και να πάρει το σχήμα τους, βλ. χύτευση). Λάδια χυμένα στο οδόστρωμα. Άγαλμα χυμένο σε χαλκό. Πβ. εκχέω.|| Έχυσε το αλάτι/τη ζάχαρη. Χυμένο: αλεύρι. Πβ. διασκορπίζω. 2. (προφ.) εκσπερματώνω· (για γυναίκα) αποβάλλω κολπικά υγρά κατά την κορύφωση της ερωτικής πράξης. Πβ. τελειώνω. Βλ. οργασμός. ● Παθ.: χύνεται 1. εκβάλλει: Ο ποταμός ~ στη θάλασσα/στη λίμνη. Πβ. εκρέει. 2. (μτφ.) εισβάλλει ορμητικά, απλώνεται: Το φως ~ από το παράθυρο. Τα μαλλιά της χύθηκαν στον ώμο του., χύνομαι 1. κινούμαι με ορμή, κυρ. λόγω έντονων συναισθημάτων ή κούρασης: Χύθηκε στην αγκαλιά του (: έπεσε, έτρεξε, ρίχτηκε). Χύθηκε πάνω του να τον σκοτώσει (: όρμησε, χίμηξε, του επιτέθηκε).|| Χύθηκε στον καναπέ/στην πολυθρόνα (: σωριάστηκε). 2. (μτφ., για ανθρώπους) ξεχύνομαι με ενθουσιασμό: Ο κόσμος/το πλήθος χύθηκε έξω/στους δρόμους. ● ΦΡ.: έχει χυθεί/χύθηκε πολύ μελάνι/πολλή μελάνη & έχουν χυθεί/χύθηκαν τόνοι μελάνης/μελάνι/μελανιού: έχουν γραφτεί πολλά: ~ ~ για τα αίτια του θανάτου της. Βλ. γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος., χύνω αίμα/ιδρώτα: κοπιάζω πολύ, μοχθώ, για να επιτύχω κάτι., χύνω δάκρυα: κλαίω: Έχυσαν ποταμούς δακρύων/χύθηκαν πολλά δάκρυα (: έκλαψαν πολύ). Έχυσε ~ μετάνοιας/χαράς. Έχυσε πικρά ~ (: μετάνιωσε πικρά). Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ., δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι) βλ. αίμα, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, ρίχνω χολή/δηλητήριο/φαρμάκι βλ. ρίχνω, ρίχνω/χύνεται/πέφτει άπλετο φως βλ. άπλετος, χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα βλ. καρδάρα, χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα βλ. αίμα [< 1: μτγν. χύνω]

ψύλλος

ψύλλος ψύλ-λος ουσ. (αρσ.): κοινή ονομασία άπτερων εντόμων τα οποία ζουν παρασιτικά στα ζώα και τους ανθρώπους και τρέφονται με το αίμα τους. ● ΦΡ.: για ψύλλου πήδημα (προφ.): για ασήμαντη αφορμή, με το παραμικρό: Εκνευρίζεται ~ ~., καλιγώνει/πεταλώνει τον ψύλλο (μτφ.-προφ.): για άτομο πανέξυπνο και πολύ πονηρό. , μου μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά/μου έβαλε ψύλλους στ' αυτιά (μτφ.-προφ.): έχω υποψίες για κάτι/με έκανε να υποψιαστώ: Μου μπήκαν ~ ότι πλαστογράφησε τα δικαιολογητικά. Το τηλεφώνημά του μου έβαλε ~., ούτε ψύλλος στον κόρφο του (προφ.): δεν θα ήθελα με τίποτα να είμαι στη δυσχερή θέση του, να μου συμβεί ό,τι συμβαίνει σε αυτόν., (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα βλ. άχυρο [< αρχ. ψύλλος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.