Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 140 εγγραφές  [0-20]


  • -άδα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. (αφηρ.) κατάσταση ή ιδιότητα: βραχν~/γρηγορ~/ζωηρ~/κρυ~/νοστιμ~/σβελτ~.|| Κιτριν~/κοκκιν~/πρασιν~. 2. (περιληπτ.) συγκεκριμένο αριθμό, σύνολο: μον~/πεντ~/εξ~/επτ~/δεκ~/εικοσ~/εκατοντ~/χιλι~. Πβ. -αριά.|| Εβδομ~. Ομ~. 3. χυμό, κυρ. φρούτων, ή φαγητό: βυσσιν~/λεμον~/μανταριν~/πορτοκαλ~/σουμ~. Μακαρον~/ρεβιθ~/φασολ~. 4. το μέσο, τον τρόπο ή την περίσταση: βαρκ~/ποδηλατ~/στρωματσ~.|| Λιακ~/ρομαντζ~/φεγγαρ~. 5. επέκταση ή διαφοροποίηση σημασίας, συνήθ. σε διαφορετικό υφολογικό επίπεδο: ζαλ~/πουλ~/σχισμ~.
  • -άρης, -άρα, -άρι {συνηθέστ. στο θηλ.}: επίθημα για τον σχηματισμό κυρ. ουσιαστικοποιημένων επιθέτων, δηλωτικό ιδιότητας, μεγέθους, ποσότητας, δυναμικού: κατοστ-άρης (: δρομέας εκατό μέτρων). Χιλι-άρα (ενν. μηχανή χιλίων κυβικών). Τριαντ-άρα οθόνη (: τριάντα ιντσών). Πεντ-άρα (: πέντε γκολ). Ενενηντ-άρα κασέτα (: διάρκειας ενενήντα λεπτών). Σαρανταπεντ-άρι περίστροφο (: διαμετρήματος σαρανταπέντε χιλιοστών).|| (περιληπτ.) Του κόστισε μια πεντακοσ-άρα ευρώ. Πβ. -αριά. ● βλ. -άρα
  • -αριά1 (περιληπτ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από απόλυτα αριθμητικά και δηλώνουν κατά προσέγγιση υπολογισμό αριθμού, ποσότητας, ηλικίας: Φέρε καμιά εικοσ~ κομμάτια (πβ. -άρης -άρα -άρι). Είναι καμιά πενηντ~ (ενν. χρονών).
  • -αριά2 επίθημα για την παραγωγή θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. όργανο ή συσκευή που έχει σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ζύγι) ζυγ~/(κλειδί) κλειδ~/(ψήστης) ψηστ~. Βλ. -ιέρα, -τρα. 2. (περιληπτ.) σύνολο: κληματ~/κουκουν~/συκωτ~.
  • -αριό (λαϊκό) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. (περιληπτ.-μειωτ.) πλήθος προσώπων: αλητ~ (πβ. -αρία)/γυφτ~/κατιν~/φοιτητ~.|| (για πράγματα ή κατάσταση:) Σκουπιδ~. Πβ. -λόι, -μάνι. 2. τόπο, (μη) στεγασμένο χώρο: καμπαν~/πλυστ~.|| Aσκητ~ (πβ. -τήριο). [παλαιότ. ορθογρ. -αρειό]
  • -ιά2 επίθημα για την παραγωγή θηλυκών ουσιαστικών από άλλα ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. αποτέλεσμα ενέργειας: πινελ~ (πινέλο)/τιμον~ (τιμόνι)/ψαλιδ~ (ψαλίδι).|| Αγκων~ (αγκώνας)/ξυλ~ (ξύλο).|| Mαχαιρ~ (μαχαίρι)/ξυραφ~ (ξυράφι).|| Ζουζουν~ (ζουζούνι).|| Γαϊδουρ~ (γαϊδούρι)/γουρουν~ (γουρούνι). 2. χρόνο: αρχιμην~/πρωταπριλ~.|| Βραδ~ (βράδυ). 3. τόπο: κατηφορ~ (κατήφορος)/μερ~ (μέρος).|| Αμμουδ~ (άμμος). 4. ποσότητα: κουταλ~ (κουτάλι)/τηγαν~ (τηγανιά).|| Kαραβ~ (καράβι). 5. κηλίδα, στάμπα, σημάδι: καπν~ (καπνός)/καρβουν~ (κάρβουνο)/μελαν~ (μελάνι).|| Λαδ~ (λάδι). Πβ. -ίλα. 6. (περιληπτ.) ομοιογενές σύνολο: εργατ~ (εργάτης)/στρατ~ (στρατός). 7. καιρικές συνθήκες: βαρυχειμων~/καλοκαιρ~/συννεφ~. 8. (προφ.) επιδοκιμασία, θετική κρίση: κουστουμ~ (κουστούμι)/παλτουδ~ (παλτό)/πουκαμισ~ (πουκάμισο).|| Ροκ~ (ροκ).
  • -ιάς2 : (περιληπτ.-συνήθ. ως τοπωνύμιο) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών∙ δηλώνει έκταση που καλύπτεται από συγκεκριμένo είδος βλάστησης: πευκ~. Πβ. -ώνας. Βλ. -τοπος.
  • -ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.
  • -κοσμος το ουσιαστικό κόσμος ως β' συνθετικό λέξεων για τη δήλωση 1. (περιληπτ.) πλήθους ανθρώπων με κοινά στοιχεία: γυναικό~/μαθητό~/νεαρό~/παιδό~/φοιτητό~ (πβ. -αριό). Πβ. -λόι, -μάνι. 2. οργανωμένου συνόλου: (επιστ.) βιό~/μακρό~/μικρό~.
  • -λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
  • -λογιά (λαϊκό-περιληπτ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει πλήθος ανθρώπων με κοινά στοιχεία: τουρκο~ (πβ. -λόι)/φτωχο~. Bλ. -κοσμος.
  • -λόγιο {-λογίου (σπανιότ.) -λόγιου | -λογίων} (περιληπτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε σύνολο στοιχείων ή συστηματική καταγραφή, κατάλογο: λεξι~/υβρεο~.|| Ανεμο~/απουσιο~/βαθμο~/δειγματο~/εορτο~/ερωτηματο~/ημερο~/κτηματο~/μαθητο~/μισθο~/πελατο~/τιμο~/φοιτητο~.
  • -λόι {περιληπτ.} & (σπάν.) -λόγι (προφ.-μειωτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει μεγάλο αριθμό προσώπων ή πραγμάτων: ανθρωπο-λόι/παιδο~ (πβ. -κοσμος, -μάνι)/συγγενο~/φτωχο~ (βλ. -λογιά).|| (μτφ.) Σκυλο-λόι.|| Σκουπιδο-λόι (πβ. σκουπιδ-αριό).|| Κουβεντο-λόι.
  • -μάνι {περιληπτ.} (προφ.-μειωτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει πλήθος προσώπων ή πραγμάτων: ανθρωπο~ (βλ. -θάλασσα)/γυναικο~/κοριτσο~/παιδο~. Πβ. -κοσμος.|| Σκουπιδο~ (πβ. -αριό)/χαρτο~. Πβ. -λόι.
  • -οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.
  • -ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
  • -φάγος & -φαγος , ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~. 2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος). 3. καταπατητή: οικοπεδο~. 4. ασθένεια: τριχο~.
  • -ώνας επίθημα περιληπτ. αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. καλλιεργήσιμη έκταση ή τόπο με συγκεκριμένη βλάστηση: αμπελ~/ελαι~/πορτοκαλε~. Ορυζ~ (πβ. -καλλιέργεια).|| Θαμν~/καλαμι~/πευκ~. 2. ειδικό χώρο στέγασης ανθρώπων, φύλαξης ζώων ή αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων: στρατ~.|| Ορνιθ~/περιστερ~.|| Αχυρ~.
  • αγροτιά [ἀγροτιά] α-γρο-τιά ουσ. (θηλ.) (περιληπτ.-λαϊκό): οι αγρότες στο σύνολό τους, η αγροτική τάξη. Βλ. εργατιά, προσφυγιά.
  • ακρίδα [ἀκρίδα] α-κρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. γενική ονομασία οικογένειας εντόμων (επιστ. ονομασ. Acrididae, ιδ. Oedipoda migratoria ή Pachytylus migratorius) με κοντές ή μακριές κεραίες και χρώμα πράσινο, λαδί ή καφέ, που μετακινούνται με άλματα, μεταναστεύουν σε σμήνη και προξενούν καταστροφές στις καλλιέργειες: (περιληπτ.) Έπεσε ~ στα καπνά. 2. (μτφ., για πρόσ.) πολύ αδύνατος, ισχνός, καχεκτικός. ● ΦΡ.: ακρίδες και μέλι (άγριο): για να δηλωθεί λιτότητα, ιδ. στη διατροφή (κατά τον τρόπο του Ιωάννη του Βαπτιστή): Τι σε ταΐζουν κι είσαι τόσο αδύνατος; ~ ~;, έπεσαν σαν (τις) ακρίδες (μτφ.): όρμησαν πολλοί, για να εκμεταλλευτούν μια κατάσταση: Μόλις κατάλαβαν ότι υπάρχει ρευστό, ~ ~! ~ ~ πάνω του/στο φαΐ! [< αρχ. ἀκρίς, μεσν. ακρίδα]

-άρα

-άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο

εργατιά

εργατιά [ἐργατιά] ερ-γα-τιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): οι εργάτες ως σύνολο· η εργατική τάξη: οι αγώνες/ο κόσμος της ~ιάς. Βλ. αγροτιά.

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

-ικος

-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~. 2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).

-λογώ

-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

-τοπος

-τοπος β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τόπο γεμάτο από ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό: δασό~/θαμνό~/ψαρό~.|| Σκουπιδό~. 2. περιοχή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: αγριό~/βιό~/γεώ~/κυνηγό~/ξερό~/χερσό~. 3. χώρο κατάλληλο για ορισμένη δραστηριότητα: παιδό~/παιχνιδό~.

-ύτητα

-ύτητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από επίθετα και δηλώνουν: κατάσταση ή ιδιότητα: βραδ~/γλυκ~ (βλ. -άδα)/ευθ~/τραχ~. Βλ. -ότητα, -οσύνη.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.