Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2380-2400]


  • αινώ [αἰνῶ] αι-νώ ρ. (μτβ.) {μόνο στον ενεστ.} (αρχαιοπρ.): ΕΚΚΛΗΣ. εξυμνώ, δοξολογώ: ~είτε τον Κύριον. [< αρχ. αἰνῶ]
  • αιολικός1 , ή, ό [αἰολικός] αι-ο-λι-κός επίθ.: που αναφέρεται στο αρχαίο φύλο των Αιολέων ή στην Αιολίδα, περιοχή εγκατάστασης των Αιολέων, η οποία αποτελείται από τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια: ~ή: διάλεκτος. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ό: κιονόκρανο (: αποτελείται από δύο αντιθετικές έλικες, ανάμεσα στις οποίες φύεται ανθέμιο). [< αρχ. αἰολικός]
  • αιολικός2 , ή, ό [αἰολικός] αι-ο-λι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον άνεμο και ειδικότ. την ενέργειά του: ~ή: δύναμη.|| ~ή: ισχύς. ~ό: δυναμικό/ρεύμα. ~ές: γεωμορφές.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ός: χάρτης. ~ό: κλίμα. 2. που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου ή συντελεί στην παραγωγή της: ~ή: αντλία/βιομηχανία/γεννήτρια (= ανεμογεννήτρια)/τεχνολογία. ~ό: εργοστάσιο/σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. φωτοβολταïκός)/χωριό. ~οί: συλλέκτες. ~ές: μονάδες/τουρμπίνες. 3. που προκαλείται από τον άνεμο ή οφείλεται σε αυτόν: (ΓΕΩΛ.) ~ή: άμμος (: που μεταφέρθηκε από τον άνεμο)/λείανση. ~ές: αποθέσεις. ~ά: ιζήματα/πετρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση: ΓΕΩΛ. φθορά των πετρωμάτων που προξενείται από την κίνηση του αέρα: Μέτρα προστασίας εδαφών από την υδατική και ~ ~., αιολική ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη μετακίνηση αέριων μαζών της ατμόσφαιρας και μετατρέπεται σε ηλεκτρική με ανεμογεννήτριες: Η ~ ~ αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας., αιολικό πάρκο: ΤΕΧΝΟΛ. μεγάλη έκταση με συστοιχία ανεμογεννητριών για την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας: ~ ~ στη θάλασσα. Ηλεκτροπαραγωγή από ~ά ~α., αιολικός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας: ~ ~ ισχύος ... ΜW. ΑΝΤ. συμβατικός σταθμός. [< γαλλ. éolien, αγγλ. eolic, aeolian]
  • αιολοδωρικός , ή, ό [αἰολοδωρικός] αι-ο-λο-δω-ρι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιολοδωρική θεωρία: ΓΛΩΣΣ. θεωρία του 18ου και 19ου αι. σύμφωνα με την οποία η Νέα Ελληνική προήλθε από την αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο.
  • αίολος , η, ο (εσφαλμ.) βλ. έωλος
  • Αίολος [Αἴολος] Α-ί-ο-λος ουσ. (αρσ.): ΜΥΘ. ο θεός των ανέμων. Κυρ. στη ● ΦΡ.: ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός [< αρχ. Αἴολος]
  • άιπαντ [ἄιπαντ] ά-ι-παντ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & άι-παντ & iPad: ΤΕΧΝΟΛ. σύγχρονος υπολογιστής τσέπης με οθόνη αφής. Βλ. άιποντ. [< αγγλ. iPad, 2010]
  • άιποντ [ἄιποντ] ά-ι-ποντ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & άι-ποντ & iPod: ΤΕΧΝΟΛ. φορητή ψηφιακή συσκευή αναπαραγωγής πολυμέσων. Βλ. γουόκμαν, άιπαντ, άιφον, εμ-πι-θρι. [< αγγλ. iPod, 2001]
  • αϊράνι βλ. αριάνι
  • αίρεση [αἵρεση] αί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -έσεως | -έσεις, -έσεων} 1. ΘΡΗΣΚ. διδαχή ή πεποίθηση που αποκλίνει από το επίσημο δόγμα και καταδικάζεται ως πλάνη· οι οπαδοί της και κατ' επέκτ. κάθε αντίληψη που έρχεται σε σύγκρουση με καθιερωμένες ιδεολογίες: ισλαμική/χριστιανική ~ (π.χ. αρειαν-, μονοφυσιτ-ισμός). Μυήθηκε στην ~ του ... Γνωστικές ~έσεις. Βλ. καλβιν-, λουθηραν-, προτεσταντ-ισμός.|| Κυνήγι των ~έσεων (= των αιρετικών).|| Επιστημονική/ιατρική/ιδεολογική/φιλοσοφική ~. Βλ. αποστασία, αφορισμός, ετεροδοξία, καθαίρεση, σέχτα, σχίσμα. 2. ΝΟΜ. όρος σε δικαιοπραξία, σύμφωνα με τον οποίο η ενέργειά της εξαρτάται από ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός. Βλ. αν~, εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αναβλητική αίρεση: ΝΟΜ. ρητός ή σιωπηρός όρος, ο οποίος εξαρτά την ενεργοποίηση των αποτελεσμάτων της από μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός: Η μεταβίβαση τελεί υπό ~ ~., διαλυτική αίρεση: ΝΟΜ. όρος σύμφωνα με τον οποίο τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας παράγονται αμέσως, ανατρέπονται όμως και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση σε περίπτωση που συμβεί κάτι απρόβλεπτο: Με την παραίτηση του εργαζομένου, πληρούται η ~ ~ υπό την οποία τελεί η σύμβαση εργασίας. ● ΦΡ.: υπό αίρεση & (λόγ.) υπό αίρεσιν: με επιφύλαξη, σε εκκρεμότητα, σε καθεστώς αβεβαιότητας: Η προσφορά/συμφωνία είναι ~ ~. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς στις δασικές περιοχές τίθεται ~ ~ (= υπό αμφισβήτηση, υπό συζήτηση)., υπό την αίρεση (+ ότι/γεν.) (επιστ.): υπό την προϋπόθεση, υπό τον όρο: Η προκήρυξη ισχύει ~ ~ ότι ... Η παρούσα συμφωνία τελεί ~ ~ της έγκρισης της συγχώνευσης. [< 1: μτγν. αἵρεσις, γαλλ. hérésie 2: γαλλ. option]
  • αιρεσιάρχης [αἱρεσιάρχης] αι-ρε-σι-άρ-χης ουσ. (αρσ.): ΘΡΗΣΚ. ιδρυτής ή αρχηγός θρησκευτικής κυρ. αίρεσης. Βλ. -άρχης. [< μτγν. αἱρεσιάρχης, γαλλ. hérésiarque]
  • αιρεσιμότητα [αἱρεσιμότητα] αι-ρε-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. παροχή, χορήγηση συνήθ. χρημάτων ή προνομίων που γίνεται υπό όρους: πολιτική ~. Η αρχή της ~ας. Ρήτρα ~ας. [< γαλλ. conditionnalité, αγγλ. conditionality]
  • αιρετικός , ή, ό [αἱρετικός] αι-ρε-τι-κός επίθ./ουσ. 1. ΘΡΗΣΚ. που ανήκει σε ή σχετίζεται με θρησκευτική αίρεση: ~ό: βιβλίο/δόγμα. ~ή: διδασκαλία. Πβ. σχισματικός.|| (ως ουσ.) Διωγμοί των ~ών. 2. που αποκλίνει έντονα από την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων: ~ός: λόγος/φιλόσοφος. ~ή: άποψη/θεωρία. ~ό: έργο/πνεύμα. Αντισυμβατικός/ριζοσπαστικός και ~ καλλιτέχνης.|| (ως ουσ.) Οι ~οί του κόμματος. Βλ. αν~, εξ~. ● επίρρ.: αιρετικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] [< πβ. μτγν. αἱρετικός ‘φατριαστικός’]
  • αιρετικότητα [αἱρετικότητα] αι-ρε-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αιρετικού: ~ των απόψεων. Πβ. σεχταρισμός. Βλ. εξ~, -ότητα.
  • αιρετός , ή, ό [αἱρετός] αι-ρε-τός επίθ. (επίσ.): που έχει εκλεγεί ή είναι δυνατόν να εκλεγεί με ψηφοφορία: ~ός: άρχοντας/δήμαρχος/εκπρόσωπος/περιφερειάρχης. ~ή: διοίκηση (ΑΝΤ. διορισμένη). ~ό: συμβούλιο. ~ά: μέλη (ΑΝΤ. κληρωτά).|| (κατ' επέκτ.) ~ή: θέση. ~ό: αξίωμα. Πβ. εκλέξιμος, εκλόγιμος. ● Ουσ.: αιρετός, αιρετή (ο/η): εκλεγμένο μέλος συλλογικού οργάνου: Οι ~οί (εκπρόσωποι) των δασκάλων/των καθηγητών. [< αρχ. αἱρετός ‘επιλεγμένος’]
  • αιρκοντίσιον [αἰρκοντίσιον] αιρ-κο-ντί-σι-ον ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) ερκοντίσιον: συσκευή κλιματισμού, κλιματιστικό (μηχάνημα). [< αγγλ. air-conditioner, 1933]
  • αίρμπας & αιρμπάς [αἴρμπας] αίρ-μπας ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) έρμπας: ΑΕΡΟΝ. τύπος υποηχητικών επιβατικών αεροσκαφών για ταξίδια μικρών, μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, προϊόν της ομώνυμης αεροναυπηγικής εταιρείας. Βλ. τζάμπο-τζετ. [< αγγλ. airbus, 1945, γαλλ. ~, 1966]
  • αίρμπολ [αἴρμπολ] αίρ-μπολ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & έρμπολ: (στο μπάσκετ) τελείως άστοχο σουτ, που δεν βρίσκει ούτε το ταμπλό ούτε το στεφάνι: Στην τελευταία κρίσιμη προσπάθεια έκανε ~. [< αμερικ. Airball, 1967]
  • αίρω [αἴρω] αί-ρω ρ. (μτβ.) {αόρ. ήρε, άρει, ήρ-θη, -θησαν, αρ-θεί, αίρ-οντας} (επίσ.) 1. ενεργώ έτσι ώστε κάτι να πάψει να ισχύει ή να υφίσταται: ~ουν το αδιέξοδο/την απαγόρευση/τον αποκλεισμό/την απόφαση/το άσυλο/το εμπάργκο/το εμπόδιο (= ξεπερνώ)/τις επιφυλάξεις/τις κατηγορίες/τον κίνδυνο/τα μέτρα/την ποινή/τις συνέπειες/τις υποψίες/τους φραγμούς. ~ονται οι αμφιβολίες/αντιρρήσεις. Η Βουλή ήρε την ασυλία του βουλευτή. Πρέπει να αρθούν οι μισθολογικές ανισότητες. ΣΥΝ. ακυρώνω (1), αναιρώ (2), καταργώ 2. {συνήθ. μεσοπαθ.} ανυψώνω ηθικά: Πρέπει να αρθούμε πάνω από τα προσωπικά συμφέροντα. Πβ. εξυψώνω. Βλ. εξ~. ● ΦΡ.: αίρω/σηκώνω το(ν) σταυρό του μαρτυρίου (σπάν.-μτφ.): αναλαμβάνω δύσκολο έργο και υφίσταμαι πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, βάσανα., άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει [ἆρον τὸν κράβατόν σου καὶ περιπάτει] (ΚΔ): ως προτροπή κινητοποίησης για κάποιον που αδρανεί: ~ ~· μην περιμένεις να σε βοηθήσει κάποιος άλλος., άρον-άρον [ἆρον-ἆρον] (ως επίρρ.) (ΚΔ): πολύ βιαστικά, με τη βία, με το ζόρι: Eπέστρεψε ~ ~! Τον πήραν ~ ~ και έφυγαν. Πβ. κατεπειγόντως., αίρει τις αμαρτίες βλ. αμαρτία, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων βλ. στέκομαι [< αρχ. αἴρω ‘σηκώνω, υψώνω’ 1: γαλλ. lever 2: γαλλ. élever]
  • αισθάνομαι [αἰσθάνομαι] αι-σθά-νο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αισθάν-θηκα, -θεί, -όμενος} 1. αντιλαμβάνομαι μέσω των αισθήσεων και κατ' επέκτ. βιώνω ένα (συν)αίσθημα, νιώθω: (κυρ. αρνητ. συνυποδ., συχνά ως απολεξικοποιημένο ρήμα) ~ δίψα (= διψώ)/δυσφορία/ενοχλήσεις/ζαλάδα (= ζαλίζομαι)/πόνο (= πονώ). ~ τσούξιμο (στα μάτια)/σουβλιές/φαγούρα. ~θηκε τα χέρια του να τρέμουν/την καρδιά του να χτυπά. Δεν ~ τα πόδια μου απ' την κούραση. Δεν ~ καλά (= είμαι αδιάθετος). (μτφ.) ~θηκε να υποχωρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια του.|| ~ αγάπη (= αγαπώ)/αμηχανία/ανακούφιση/βαθιά ευγνωμοσύνη/δέος/έλξη/λύπη (= λυπάμαι)/ντροπή (= ντρέπομαι)/τύψεις/φόβο (= φοβάμαι)/χαρά (= χαίρομαι). ~ (λίγο/πολύ) άβολα/αμήχανα/άνετα. ~ απαίσια/μειονεκτικά/υπέροχα/χάλια. ~ ανεπιθύμητος/δικαιωμένος/έτοιμος για .../ηλίθιος/κουρασμένος/μόνος/ξένος/προσβεβλημένος/σαν χαμένος/σίγουρος για τον εαυτό μου/ταπεινωμένος/τυχερός που .../υπερήφανος. Τι ~εσαι; Πώς ~θηκες τη στιγμή που/όταν ...; Πες αυτό που ~εσαι! Δεν ~ τίποτα. ~ άλλος άνθρωπος/παιδί/σαν στο σπίτι μου. ~ το άγχος να με κυριεύει. ~ έντονη την επιθυμία να ... ~ βαθύτατα συγκινημένος για την τιμή που μου κάνετε. ~ κοντά με κάποιον. ~εται τη μουσική (πβ. εκτιμά). 2. έχω την εντύπωση, θεωρώ: ~ ότι όλοι με κοιτάζουν περίεργα/τα πράγματα δεν πάνε καλά. ~ (= μου φαίνεται) πως κάτι λείπει. ~ ότι κάτι κακό θα γίνει (πβ. δι~, προ~, ψυχανεμίζομαι).|| ~ κάποιον δικό μου άνθρωπο/φίλο. ΣΥΝ. νομίζω 3. έχω επίγνωση, συναίσθηση μιας κατάστασης, κατανοώ: Δεν ~εται (= αντιλαμβάνεται, καταλαβαίνει) τη δύναμή του/το κακό που κάνει στο παιδί του. ΣΥΝ. συναισθάνομαι (1), συνειδητοποιώ ● ΦΡ.: γνώρισα/ένιωσα/αισθάνθηκα στο πετσί μου βλ. πετσί, νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως βλ. κάπως [< αρχ. αἰσθάνομαι, γαλλ. sentir]

άιποντ

άιποντ [ἄιποντ] ά-ι-ποντ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & άι-ποντ & iPod: ΤΕΧΝΟΛ. φορητή ψηφιακή συσκευή αναπαραγωγής πολυμέσων. Βλ. γουόκμαν, άιπαντ, άιφον, εμ-πι-θρι. [< αγγλ. iPod, 2001]

αμαρτία

αμαρτία [ἁμαρτία] α-μαρ-τί-α ουσ. (θηλ.) {αμαρτι-ών} 1. παράβαση θείου, θρησκευτικού ή ηθικού νόμου: ασυγχώρητη/βαριά/γλυκιά/θανάσιμη/μεγάλη/μικρή ~. Διαπράττω/κάνω ~. Πέφτω σε ~. Έδωσε/πήρε άφεση ~ών. Του συγχωρέθηκαν οι/εξομολογήθηκε τις/είπε τις ~ες του. Πλήρωσαν (για) τις ~ες τους (: τιμωρήθηκαν, υπέστησαν τις συνέπειες). ΣΥΝ. αμάρτημα (1), ανόμημα, κρίμα (2) 2. ακολασία, ανηθικότητα, διαφθορά: ο δρόμος (ΑΝΤ. ο δρόμος του Θεού/Χριστού)/το σπίτι της ~ας. Βουτηγμένοι/ζει μέσα στην ~. Κάνει αγώνα να ξεφύγει από την ~. Πβ. ασωτία. 3. αξιοκατάκριτη ενέργεια, σοβαρό λάθος: Η μοναδική μου ~ είναι ότι την/τον ανέχτηκα! Πβ. παράπτωμα, σφάλμα. ● ΣΥΜΠΛ.: παλιά αμαρτία: ερωτική σχέση που ανήκει στο παρελθόν., άφεση αμαρτιών βλ. άφεση ● ΦΡ.: (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου: (όταν κάποιος πρόκειται να παραδεχτεί κάτι), για να είμαι ειλικρινής: Για να/να σου πω ~, δεν το περίμενα/το μετάνιωσα., αίρει τις αμαρτίες (μτφ.-αρχαιοπρ.) (ΚΔ): αναλαμβάνει, σηκώνει το ηθικό βάρος αμαρτήματος., αμαρτία από τον Θεό: για κάτι που δεν είναι σωστό: Mην το λες αυτό, είναι ~ ~., αμαρτίαι/αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα λάθη των γονέων ή προγόνων ταλαιπωρούν τα παιδιά ή τους απογόνους τους., ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει: από την τήρηση της νηστείας εξαιρούνται άρρωστοι και ταξιδιώτες· (κατ' επέκτ.-σπάν.) για περιπτώσεις κατά τις οποίες εξαιρούνται από τον νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών., είναι αμαρτία να ...: είναι κρίμα, δεν πρέπει να: ~ ~ μην του πεις την αλήθεια. Θα ήταν ~ χάσει τέτοια ευκαιρία. Αμαρτία δεν είναι να πάει τόσο φαγητό χαμένο;, παίρνω πάνω μου την αμαρτία: αναλαμβάνω την ευθύνη αμαρτημάτων, παραπτωμάτων άλλων: Ο Χριστός πήρε πάνω Του ~ του κόσμου., πληρώνω αμαρτίες (μτφ.): ταλαιπωρούμαι από δικά μου λάθη ή των άλλων: ~ ξένες ~. (ως έκφρ. αγανάκτησης, παράπονου:) (Θεέ μου) τι αμαρτίες πληρώνω; Έχουμε ακόμα πολλές ~ να πληρώσουμε (: μας περιμένουν και άλλα βάσανα, και άλλες ταλαιπωρίες)., σαν αμαρτία: για κάποιον ή κάτι που βάζει σε πειρασμό, που είναι ιδιαίτερα ελκυστικό(ς): όμορφος ~ ~. Αποφεύγει τα γλυκά ~ ~., σιχαίνομαι/απεχθάνομαι/βαριέμαι κάποιον/κάτι σαν τις αμαρτίες μου: αποστρέφομαι, μισώ., προφάσεις εν αμαρτίαις βλ. πρόφαση [< 1,3: αρχ. ἁμαρτία]

αποστασία

αποστασία [ἀποστασία] α-πο-στα-σί-α ουσ. (θηλ.): αποχώρηση βουλευτών από ένα κόμμα. Πβ. αποσκίρτηση, απόσχιση. [< μτγν. ἀποστασία]

αριάνι

αριάνι [ἀριάνι] α-ριά-νι ουσ. (ουδ.) & αϊράνι 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. δροσιστικό ποτό τουρκικής προέλευσης από γιαούρτι, νερό και λίγο αλάτι. Πβ. ξινόγαλο. Βλ. κεφίρ. 2. ΟΙΚΟΔ. αραιό διάλυμα τσιμέντου. [< τουρκ. ayran]

-άρχης

-άρχης {-άρχη (λόγ.) -άρχου, κλητ. (λόγ.) -άρχα | -αρχών} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τον επικεφαλής, τον προϊστάμενο: επιτελ~/ομαδ~.|| Λιμεν~/λυκει~/νομ~/περιφερει~/φροντιστηρι~.|| (τον ηγεμόνα:) Μον~. Πλανητ~. 2. το πρώτο στην τάξη μέλος ή τον παλαιότερο πρόγονο: πατρι~.|| Γεν~. 3. τον ιδιοκτήτη: εργοστασι~/καναλ~/λεσχι~/μιντι~

ασκός

ασκός [ἀσκός] α-σκός ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) ασκί. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. δομή, σχηματισμός ή όργανο που μοιάζει με σάκο: δακρυϊκός/λεκιθικός ~. Πβ. θύλακας, κύστη.|| (γενικότ.) Αναπνευστικός ~ (: για διενέργεια τεχνητής αναπνοής). ~ αερισμού (για παροχή οξυγόνου). ~οί μεταφοράς/συλλογής αίματος-πλάσματος (: οι φιάλες της αιμοδοσίας, αιμοληψίας). 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. μικρό, κλειστό αγγείο με σφαιρικό πεπιεσμένο σώμα και στενό στόμιο (για υγρά, κυρ. λάδι). Βλ. αρύβαλλος. ● ΦΡ.: ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου: πυροδοτεί σειρά απρόβλεπτων εξελίξεων που μπορούν να λάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις: Οι αποκαλύψεις/τα μέτρα άνοιξαν ~ ~. Πβ. ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. [< 1,3: αρχ. ἀσκός 2: αγγλ.-γαλλ. sac]

γουόκμαν

γουόκμαν γου-όκ-μαν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (παλαιότ.): ΤΕΧΝΟΛ. φορητό ραδιοκασετόφωνο με ακουστικά. Βλ. άιποντ, σιντί πλέιερ. [< αγγλ. εμπορ. ονομασ. Walkman, 1980]

έωλος

έωλος, η/ος, ο [ἕωλος] έ-ω-λος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.), (εσφαλμ.) αίολος: αβάσιμος, αστήρικτος: ~ος: ισχυρισμός. ~η: κατηγορία. ~α: επιχειρήματα. Άποψη ~η επιστημονικά.|| (ως ουσ.) Το ~ο των καταγγελιών. ΣΥΝ. αθεμελίωτος (1), ανυπόστατος [< αρχ. ἕωλος 'μπαγιάτικος, παλιομοδίτικος']

κάπως

κάπως κά-πως επίρρ. 1. (ως ποσοτικός προσδιορισμός) λίγο: Είναι ~ δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω. Ήρθε ~ καθυστερημένη. Είμαι ~ (= σχεδόν, σχετικά) καλύτερα. Αντέδρασε ~ απότομα. Ησύχασαν ~ τα πράγματα (= ως έναν βαθμό· πβ. κάπου). Νομίζω πως είναι ~ υπερβολικό να ... Κατάφερε να σώσει ~ την κατάσταση. Θα απαντήσω ~ πιο γενικά. Βλ. καθόλου. 2. (ως τροπικός προσδιορισμός) με κάποιον τρόπο: Πρέπει ~ ν' αντιδράσω! Θέλει ~ να επικοινωνήσει. ● ΦΡ.: είναι κάπως (προφ.): έχει κάτι το απροσδιόριστα αρνητικό: Πώς να σου το πω, δεν τον συμπαθώ· ~ ~!, κάπως αλλιώς: διαφορετικά: ~ ~ τα περίμενα/φανταζόμουν τα πράγματα., κάπως έτσι: περίπου έτσι: ~ ~ άρχισαν όλα. Δεν διαφωνώ, ~ ~ το βλέπω κι εγώ.|| Tο τραγούδι ξεκινάει ~ ~: ... (= ως εξής)., κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα: (αναφέρεται σε πληροφορίες που έχουν προηγηθεί) η κατάσταση είναι όπως περίπου παρουσιάστηκε: ~ ~ με τους τραυματίες. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά ~ ~., νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως (προφ.): έχω μια απροσδιόριστα περίεργη διάθεση· είμαι πεσμένος ψυχολογικά ή δεν αισθάνομαι πολύ καλά: ~ ~ σήμερα, δεν ξέρω τι έχω! Πβ. είμαι στα κάτω μου, είμαι (στα) ντάουν (μου).

πετσί

πετσί πε-τσί ουσ. (ουδ.) {πετσ-ιού} (προφ.) 1. δέρμα: ~ ζώου. Πβ. πέτσα, τομάρι.|| Χέρια σκληρά σαν ~. 2. (κατ' επέκτ.) ύφασμα ή πανί από σκληρό, συνήθ. δερμάτινο, υλικό: Σκουπίστε το βρεγμένο αυτοκίνητο με ένα στεγνό ~. Βλ. τελατίνι. ● ΣΥΜΠΛ.: χοντρό πετσί βλ. χοντρός ● ΦΡ.: γνώρισα/ένιωσα/αισθάνθηκα στο πετσί μου: βίωσα πολύ έντονα: ~ ~ την απόρριψη/τη φτώχεια., μπαίνω στο πετσί: ταυτίζομαι με κάποιον, κατανοώ τη νοοτροπία, τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του: Ο ηθοποιός μπήκε για τα καλά ~ του ρόλου., πετσί και κόκαλο: πάρα πολύ αδύνατος, κοκαλιάρης: Είναι/έχει γίνει ~ ~. Πβ. σαν τον Άγιο/Όσιο Ονούφριο, σκελετός, φάντασμα., στο πετσί (κάποιου): για κάτι που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας κάποιου: Την έχει (μέσα) ~ ~ του την απατεωνιά. Αντιλήψεις που βρίσκονται/είναι/έχουν περάσει (για τα καλά) ~ ~ τους.|| Δεν μπορείς να βγάλεις από το ~ σου (= από πάνω σου) τις παλιές συνήθειες., μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί βλ. πέτσα, πουλώ ακριβά το τομάρι/το πετσί μου βλ. τομάρι [< μεσν. πετσί(ο)ν]

στέκομαι

στέκομαι στέ-κο-μαι ρ. (αμτβ.) {στά-θηκα, -θεί, (προστ.) στάσου, στεκ-όμενος} 1. στήνομαι, βρίσκομαι σε μια θέση και κατ' επέκτ. αντιμετωπίζω· (ειδικότ., για ρούχα) εφαρμόζω: Το μωρό μαθαίνει να ~εται. Προτιμώ να ~, καθίστε εσείς. Προσπάθησα να ~θώ όρθια χωρίς βοήθεια, αλλά ζαλίστηκα. ~εται ανάμεσά/απέναντί/δίπλα/κοντά/πίσω/πλάι/στα δεξιά μας. ~εται με την πλάτη στραμμένη σε μας/με τα χέρια ανοιχτά/μπροστά στον καθρέφτη/στη γραμμή/στητός/φρουρός (: φρουρεί). ~ έξω απ΄ τον σταθμό και σε περιμένω. ~εται μόνος σε μια άκρη. ~όταν μέσα στη βροχή. ~όταν στην άκρη του γκρεμού/στην όχθη της λίμνης/κάτω απ' το μπαλκόνι της/πίσω απ' την πόρτα. Πού πήγες και ~θηκες εκεί; Ένα εκκλησάκι ~εται στην κορυφή του βουνού (βλ. δεσπόζει, υψώνεται). ~όμουν μπροστά του ανίκανη να αρθρώσω κουβέντα. ~ αμήχανος/έντρομος/μαρμαρωμένος/περήφανος/σοβαρός. Πβ. στέκω.|| ~θηκε με θάρρος ενώπιον των δικαστών/μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν ~εσαι κριτικά απέναντι στα γεγονότα.|| Αυτό το σακάκι δεν σου ~εται (: κάθεται) καλά. 2. σταματώ: Εδώ πάντα ~, για να ξεκουραστώ. ~ για λίγο και θαυμάζω το θέαμα/για να χαζέψω. Ξαφνικά ~θηκε σαν αποσβολωμένη. Στάσου εκεί, μην προχωράς (πβ. ακίνητος!, αλτ!)! Στάσου (= κάτσε, περίμενε) λιγάκι, έρχομαι! Στάσου (= βάστα) καλέ, τι είναι αυτά που λες; Το μάτι του φωτογράφου ~θηκε στο καμπαναριό (: του τράβηξε την προσοχή). 3. επιμένω, εμμένω: Εγώ δεν ~ σε λεπτομέρειες/σ' αυτό. Θα ήθελα να ~θώ ιδιαίτερα στο θέμα .../στην ουσία του πράγματος. Μη ~θείς πολύ σ' αυτή την άσκηση, προχώρα στην επόμενη. 4. {συνήθ. στον αόρ.} συμπαραστέκομαι σε κάποιον: Εκείνα τα δύσκολα χρόνια ήταν ο μόνος φίλος που μου ~θηκε (= με βοήθησε, μου βρέθηκε). Πβ. παρα~. 5. {συνήθ. στον αόρ.} φαίνομαι, αποδεικνύομαι: Τι να σου κάνω, ~θηκες άτυχος. Ο συνοδηγός ~θηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Η ζωή ~θηκε άδικη μαζί του. ~θηκε (= ήταν) αδύνατον να τον πείσω. Τίποτε δεν ~θηκε ικανό να τον αναχαιτίσει. ● ΦΡ.: δεν στέκομαι (καθόλου): δεν μένω άπραγος, δεν ξεκουράζομαι: Όλη μέρα τρέχω πάνω κάτω, δεν ~θηκα καθόλου/στιγμή. Πώς να μιλήσουμε, ~εται και καθόλου;, κάθομαι/στέκομαι κλαρίνο/σούζα/απίκο (μτφ.-προφ.): στέκομαι προσοχή ως ένδειξη σεβασμού, φόβου ή δουλοπρέπειας: Όταν του μιλάει, στέκεται κλαρίνο. Κάθεται απίκο και περιμένει πότε θα τον φωνάξει το αφεντικό. ~ονται σούζα μπροστά στον εργοδότη τους.|| (κυριολ., για τετράποδο ζώο που ισορροπεί για λίγο μόνο στα πίσω πόδια) Σκυλί που ~εται σούζα., όπου (κι αν) σταθώ κι όπου (κι αν) βρεθώ (εμφατ.): παντού: Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, γι' αυτόν θ' ακούσεις να μιλάνε., στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! (συνήθ. απειλητ.): ως αντίδραση σε πρόκληση, σε ανάρμοστη συμπεριφορά: Ποιος το 'πε πως δεν τολμώ; ~ ~! Ώστε μου είπες ψέματα; ~ ~!, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων & (απαιτ. λεξιλόγ.) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων: ανταποκρίνεται επάξια και με αξιοπρέπεια στις δυσκολίες, στις απαιτήσεις ή στην κρισιμότητα μιας κατάστασης: Η Πολιτεία οφείλει να σταθεί/αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να λάβει τα αναγκαία μέτρα.|| Δεν στάθηκες στο ύψος σου (= δεν κράτησες την αξιοπρέπειά σου), έπεσες πολύ χαμηλά! [< αγγλ. rise to the occasion, be equal to/up to the occasion] , στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου (μτφ.): συνέρχομαι, στηρίζομαι στις δυνάμεις μου: Η χώρα προσπαθεί να σταθεί ~α μετά τον καταστροφικό πόλεμο (πβ. ανακάμπτω, ορθοποδώ). Έμαθε να ~εται στα πόδια της και δεν έχει ανάγκη από κανέναν., στέκομαι στο πλευρό/στο πλάι κάποιου/δίπλα σε κάποιον 1. & είμαι στο πλευρό: βοηθώ, συμπαραστέκομαι: Από την πρώτη στιγμή στάθηκε ~ ~ μου. 2. ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις (συνεργασίας ή σχέσης): Δεν μπορεί να ~θεί δίπλα της, είναι πολύ λίγος., στέκομαι/στέκω καλά: βρίσκομαι σε καλή κατάσταση (από υγεία ή ψυχολογικά, οικονομικά): Καλά ~εται για την ηλικία του! Αν πράγματι τα είπε αυτά, δεν στέκει καλά στα μυαλά του. Σαν ομάδα ~εται αρκετά καλά στο γήπεδο., στέκομαι/στήνομαι στην ουρά (προφ.): μπαίνω στη σειρά, για να εξυπηρετηθώ: Πρωί πρωί στήθηκε ~ ~, έξω από την τράπεζα., κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, στάθηκε αφορμή βλ. αφορμή, στέκεται/στηρίζεται στον αέρα βλ. αέρας, στέκομαι εμπόδιο σε κάποιον/κάτι βλ. εμπόδιο, στέκομαι προσοχή βλ. προσοχή, στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου βλ. πόδι [< μεσν. στέκομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.