Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2440-2460]


  • αισχρότητα [αἰσχρότητα] αι-σχρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αισχρού και (συνεκδ.-στον πληθ.) αισχρές πράξεις ή φράσεις: Αδίκημα ηθικής ~ας.|| Συκοφαντικές ~ες. ~ες και απρέπειες/βωμολοχίες. Πβ. αναισχυντία, ανηθικ-, αχρει-, φαυλ-, χυδαι-ότητα. [< αρχ. αἰσχρότης]
  • αισχύνη [αἰσχύνη] αι-σχύ-νη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ντροπή: ~ και όνειδος. Πβ. αίσχος, κατ~. ● ΦΡ.: οποία (κατ)αισχύνη! (αρχαιοπρ.-εμφατ.): τι (μεγάλη) ντροπή! ~ ~ για την κοινωνία! [< αρχ. αἰσχύνη]
  • αισχύνομαι [αἰσχύνομαι] αι-σχύ-νο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κυρ. στον ενεστ.} (απαιτ. λεξιλόγ.) : ντρέπομαι: Δεν ~εται να λέει ψέματα; Θα έπρεπε να ~ονται για τις πράξεις τους. [< αρχ. αἰσχύνομαι]
  • αισώπειος , α, ο [αἰσώπειος] αι-σώ-πει-ος επίθ. (λόγ.) : που σχετίζεται με τον Αίσωπο ή το έργο του: ~οι: μύθοι. [< αρχ. Αἰσώπειος]
  • αίτημα [αἴτημα] αί-τη-μα ουσ. (ουδ.) {αιτήμ-ατος | -ατα, -άτων} (επίσ.) 1. προφορική ή γραπτή αξίωση, που υποβάλλεται συνήθ. επισήμως σε κάποια Αρχή και γενικότ. επιδίωξη ή επιτακτική ανάγκη για κάτι: άδικο/αιτιολογημένο/ανεδαφικό/διεθνές/καθολικό/λαϊκό/λογικό/ουτοπικό/πάγιο/πανανθρώπινο/παράλογο/χρόνιο ~. ~ αποφυλάκισης/έκδοσης. Αποδοχή/απόρριψη/διεκδίκηση/διεκπεραίωση/δικαίωση/έγκριση/εξέταση/επίλυση/ικανοποίηση/προβολή/προώθηση/υιοθέτηση/υλοποίηση/υποβολή/υποστήριξη ~ατος. Η βασιμότητα (/το βάσιμο)/το δίκαιο του ~ατος. ~ατα-προτάσεις. Απεργιακά/εργατικά/θεσμικά/νόμιμα/οικονομικά/παράνομα/πολιτικά/συνδικαλιστικά/φοιτητικά/φορολογικά ~ατα. ~ για αυξήσεις μισθών/διαφάνεια/διορισμούς/οικονομική ενίσχυση. Το ~ά σας απορρίπτεται/γίνεται δεκτό/ικανοποιείται/προωθείται στην αρμόδια υπηρεσία. Διατυπώνω/εκφράζω/καταθέτω/στηρίζω ~. Πβ. απαίτηση, διεκδίκηση.|| Διαχρονικό/επιστημονικό/ηθικό/ιστορικό/κοινό ~. Επείγον/κρίσιμο/κυρίαρχο ~ (= επιταγή) των καιρών. 2. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. βασική πρόταση που γίνεται δεκτή χωρίς απόδειξη και χρησιμοποιείται ως βάση για τη λογική συναγωγή άλλων προτάσεων. Πβ. αξίωμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ευκλείδειο αίτημα βλ. ευκλείδειος ● ΦΡ.: κατόπιν αιτήματος (+ γεν.) (επίσ.): ύστερα από επίσημη προφορική ή γραπτή αξίωση: Παρέχεται δωρεάν νομική συνδρομή ~ ~ός σας. [< αρχ. αἴτημα, γαλλ. demande]
  • αίτηση [αἴτηση] αί-τη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων}: έγγραφη συνήθ. αναφορά προς κάποια Αρχή με την οποία ζητείται κάτι και συνεκδ. το τυποποιημένο έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται το περιεχόμενό της: έντυπη/ηλεκτρονική/τηλεφωνική ~. ~ απόσπασης/αποφυλάκισης/ασύλου/διαζυγίου/εκδήλωσης ενδιαφέροντος/μετάθεσης/μετάταξης/συμμετοχής σε .../υποψηφιότητας. ~-εξουσιοδότηση/υπεύθυνη δήλωση/υπόμνημα. ~ για άνοιγμα λογαριασμού/δανειοδότηση/έκδοση πιστοποιητικού. Έγκριση/έντυπο/εξέταση/φόρμα ~ης. Αξιολόγηση/παραλαβή/συμπλήρωση/υποβολή ~ήσεων. Αποστέλλω/καταθέτω/συμπληρώνω/υπογράφω (μια) ~. Η ~ή σας απορρίπτεται/γίνεται δεκτή/πρωτοκολλήθηκε. Τα στοιχεία που δηλώνω με την παρούσα ~ είναι αληθή και ακριβή.|| Αντίγραφο ~ης. Επισυνάπτω στην ~ (άλλα έγγραφα). Βλ. παρ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αίτηση θεραπείας: ΝΟΜ. αναφορά με την οποία ζητείται τροποποίηση ή ανάκληση πράξης από την Αρχή που την εξέδωσε: ~ ~ κατά απόφασης (πβ. ένσταση). Η ~ ~ κρίθηκε βάσιμη. Βλ. ιεραρχική προσφυγή, αίτηση ακύρωσης. [< γαλλ. recours gracieux] , αίτηση ακύρωσης/ακυρώσεως βλ. ακύρωση [< αρχ. αἴτησις ‘παράκληση’, γαλλ. pétition]
  • αιτητής [αἰτητής] αι-τη-τής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. αιτήτρια} (κυρ. στην Κύπρο): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. πρόσωπο ή φορέας που καταθέτει γραπτό αίτημα σε υπηρεσία: οι δικαιούχοι/ενδιαφερόμενοι/υποψήφιοι ~ές. Βλ. αιτών, απ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αιτητής ασύλου: ΝΟΜ. πολιτικός πρόσφυγας που ζητά προστασία σε άλλη χώρα. [< αγγλ. asylum seeker, 1959] [< μτγν. αἰτητής]
  • αιτητικό [αἰτητικό] αι-τη-τι-κό ουσ. (ουδ.): ΝΟΜ. έντυπο μέσω του οποίου ζητούνται πληροφορίες που σχετίζονται κυρ. με δικαστική υπόθεση: το ~ της αγωγής/του δικογράφου/της προσφυγής. [< αρχ. επίθ. αἰτητικός]
  • αιτία [αἰτία] αι-τί-α ουσ. (θηλ.) {αιτιών} 1. λόγος που οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα και καταχρ. αφορμή, πρόσχημα, πρόφαση: άγνωστη/ακριβής/αντικειμενική/βαθύτερη/βασική/γενεσιουργός/γνωστή/επαρκής/κύρια/κυρίαρχη/μοναδική/πιθανή/προφανής/συνηθισμένη/συχνή/τυπική/φανερή/φυσική ~. (ΝΟΜ.) Επαχθής/πρόσφορη/χαριστική ~. Η ~ της ανησυχίας/του ατυχήματος/του διαζυγίου/της διαμάχης/του θανάτου/του κακού (= ρίζα)/της κρίσης/της νόσου/του προβλήματος (= πηγή)/του συμβάντος. Αναζήτηση/(αν)εύρεση/αποτίμηση/διάγνωση/διερεύνηση/εξάλειψη/προσδιορισμός της ~ας. Με ~/χωρίς ~ (= αναίτια). Ποια είναι η ~ για ...; Η ~ που/για την οποία απολύθηκε. Πβ. αιτιολογία.|| Κάτι γίνεται ~ να βάλει τα γέλια/να ψυχρανθούν οι σχέσεις τους. Βρήκε/γυρεύει/ψάχνει ~, για να αρπαχτεί/καβγαδίσει (πβ. δικαιολογία, πάτημα). ΣΥΝ. αίτιο (1) 2. (σπανιότ.) φταίξιμο, ευθύνη και συνεκδ. ο υπαίτιος, υπεύθυνος: Έριξε σε μένα την ~.|| Δεν θέλω να γίνω εγώ η ~ της δυστυχίας τους/να υποφέρουν αθώοι άνθρωποι. Πβ. πρόξενος, φταίχτης. 3. ΦΙΛΟΣ. λόγος γένεσης, μεταβολής, κίνησης των όντων και ειδικότ. ο πρώτος λόγος ύπαρξης του κόσμου, ο Θεός: ~ της δημιουργίας/της κτίσης/του Σύμπαντος. ΣΥΝ. αίτιο (2), αρχή (6) ● ΣΥΜΠΛ.: αιτία πολέμου 1. λόγος πολεμικής σύρραξης μεταξύ δύο κρατών. 2. (μτφ.) αίτιο έντονης διαμάχης μεταξύ δύο πλευρών: ~ ~ οι μισθολογικές περικοπές. [< λατ. casus belli] ● ΦΡ.: επαναστάτης χωρίς (/με) αιτία βλ. επαναστάτης, χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) βλ. λόγος ● βλ. εξαιτίας [< αρχ. αἰτία, γαλλ. cause]
  • αιτιακός , ή, ό [αἰτιακός] αι-τι-α-κός επίθ. (επιστ.): αιτιώδης. Πβ. αιτιατός. ● επίρρ.: αιτιακά [< γαλλ. causal]
  • αιτίαση [αἰτίαση] αι-τί-α-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως | -άσεις, -άσεων, συνηθέστ. στον πληθ.} (επίσ.): κατηγορία, μομφή: αβάσιμες/άδικες/ανυπόστατες ~άσεις (= επικρίσεις) σε βάρος/εναντίον κάποιου. ~άσεις για κακή διαχείριση/περί διαπλοκής. Ανασκευάζω/αντικρούω/απαντώ στις/απορρίπτω/δέχομαι τις ~άσεις του. Διατυπώνεται (εντελώς αβάσιμα) η/προβάλλω την ~ ότι ... [< αρχ. αἰτίασις]
  • αιτιατική [αἰτιατική] αι-τι-α-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. μία από τις πλάγιες πτώσεις, στην οποία τίθεται το άμεσο αντικείμενο του ρήματος ή εκφράζει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις: ~ ενικού/πληθυντικού αριθμού. Κατάληξη ~ής. ~ του χρόνου. ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") (στην αρχ. ελλην. γλ.): ΓΡΑΜΜ. ετερόπτωτος ονοματικός ή επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αναφορά, την έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι". [< μτγν. αἰτιατική]
  • αιτιατό(ν) [αἰτιατόν] αι-τι-α-τό(ν) ουσ. (ουδ.) (επιστ.): το αποτέλεσμα ενός αιτίου, ενός παράγοντα που επιδρά σε κάτι: Σχέση αιτίας-~ού. [< αρχ. αἰτιατόν]
  • αιτιατός , ή, ό [αἰτιατός] αι-τι-α-τός επίθ. (επιστ.): που οφείλεται σε μια αιτία, αιτιώδης: ~ή: σύνδεση/σχέση. ~ό: αποτέλεσμα/σύστημα. Πβ. αιτιακός. [< αρχ. αἰτιατός, γαλλ. causal]
  • αίτιο [αἴτιο] αί-τι-ο ουσ. (ουδ.) {αιτί-ου | -ων} (λόγ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} αιτία: ειδικά/πραγματικά ~α. Σχέση ~ου-αιτιατού. ~α και αφορμές. Τα ~α του δυστυχήματος/του εγκλήματος/της ήττας/της καταστροφής/του ναυαγίου/της παρακμής/του πληθωρισμού/του πολέμου/της πτώχευσης/της πυρκαγιάς/της τραγωδίας. Αναζητώ/αναλύω/βρίσκω/διαπιστώνω/διερευνώ/εντοπίζω/εξετάζω/μελετώ τα ~α. Αλυσίδα ~ων και αποτελεσμάτων. Τα ~α και οι επιπτώσεις/συνέπειες ενός φαινομένου. Τα ~α που γεννούν τη βία. Πβ. αιτιολογία, λόγος. 2. ΦΙΛΟΣ. η αιτία των όντων: πρωταρχικό ~. ΣΥΝ. αρχή (6) ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. προσδιορισμός που δηλώνει την αιτία της ενέργειας του ρήματος: π.χ. Έκλαιγε από τη χαρά και τη συγκίνησή της., κινούν αίτιο(ν) (λόγ.): αιτία, κίνητρο, δύναμη που ωθεί σε μια εξέλιξη: το ~ ~ των ανθρώπων/των εξελίξεων/της ιστορίας.|| (ΘΕΟΛ.) Η ενοποιός αρχή του κόσμου, το ~ ~ (= ο Θεός)., ποιητικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. εμπρόθετος προσδιορισμός που εκφέρεται με την πρόθεση "από" και αιτιατική και δηλώνει από ποιο πρόσωπο ή πράγμα παθαίνει κάτι το υποκείμενο: π.χ. Η διαδήλωση οργανώθηκε από τα συνδικάτα. [< αρχ. αἴτιον]
  • αιτιοκράτης [αἰτιοκράτης] αι-τι-ο-κρά-της ουσ. (αρσ.) (λόγ.): οπαδός της αιτιοκρατίας. ΣΥΝ. ντετερμινιστής [< γερμ. Determinist]
  • αιτιοκρατία [αἰτιοκρατία] αι-τι-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε πράξη ή φαινόμενο έχει κάποια αιτία, έχει προκαθοριστεί από τις συνθήκες που την/το προκάλεσαν: η αρχή της ~ας. Πβ. νομοτέλεια. ΣΥΝ. ντετερμινισμός ΑΝΤ. ιντετερμινισμός 2. (γενικότ.) σχέση αιτιότητας μεταξύ πράξεων ή φαινομένων: ιστορική/μηχανική/φυσική ~. [< γερμ. Determinismus]
  • αιτιοκρατικός , ή, ό [αἰτιοκρατικός] αι-τι-ο-κρα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αιτιοκρατία: ~ός: νόμος. ~ή: σχέση. ΣΥΝ. ντετερμινιστικός ● επίρρ.: αιτιοκρατικά [< γερμ. deterministisch]
  • αιτιολογημένος , η, ο [αἰτιολογημένος] αι-τι-ο-λο-γη-μέ-νος επίθ. (επίσ.): που έχει αιτιολογηθεί: ~η: απόφαση/γνώμη/έκθεση/κρίση/πρόταση (πβ. τεκμηριωμένη). ~ο: βούλευμα/πόρισμα. ~ες: αναφορές/αντιρρήσεις. ~α: επιχειρήματα. Παράταση προθεσμίας σε (δεόντως/επαρκώς) ~ες περιπτώσεις. ΑΝΤ. αναιτιολόγητος ● επίρρ.: αιτιολογημένα ● βλ. αιτιολογώ
  • αιτιολόγηση [αἰτιολόγηση] αι-τι-ο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων}: εξήγηση των αιτίων: αναλυτική/επαρκής/επιστημονική/λεπτομερής/σύντομη/τεκμηριωμένη ~. ~ αιτήματος/απόφασης/γνώμης/επιλογών/πράξης/συμπεράσματος/φαινομένου. Χωρίς ~.|| (ΝΟΜ.) Υποχρέωση ~ης. Γραπτές ~ήσεις ψήφου. Βλ. δικαιολόγηση.

αιτιολογώ

αιτιολογώ [αἰτιολογῶ] αι-τι-ο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {αιτιολογ-είς ..., -ώντας | αιτιολόγ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, (σπάν.) -ούμενος, -ημένος}: εξηγώ τις αιτίες, τους λόγους, συχνά με στόχο την απόδειξη της ορθότητας, τεκμηριώνω: ~ ένα αίτημα/μια απόφαση/μια άποψη/έναν ισχυρισμό/μια πράξη/μια πρόταση/έναν χαρακτηρισμό. Ο εξεταζόμενος υποχρεούται να ~εί τις απαντήσεις του. ~ησε πλήρως τη στάση του. Η τυχόν αποδοχή ή απόρριψη της ένστασης ~είται σαφώς. Πβ. δικαιολογώ, επεξηγώ. Βλ. -λογώ. ● βλ. αιτιολογημένος [< μτγν. αἰτιολογῶ, γαλλ. motiver]

αιτών

αιτών, ούσα, ούν [αἰτῶν] αι-τών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που ζητά κάτι, συνήθ. με αίτησή του: ~ών: οργανισμός. ~ούσα: Αρχή/εταιρεία/υπηρεσία/χώρα. ~ούν: δικαστήριο/κράτος. ● Ουσ.: αιτών, αιτούσα (ο/η): πρόσωπο ή φορέας που αιτείται κάτι: ο ~ απασχόληση/άσυλο (πβ. αιτούμενος). Στοιχεία/υπεύθυνη δήλωση ~ούντος. Οι ~ούντες θα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια ... Ο Αιτών/Η Αιτούσα (: σε έντυπο αίτησης πριν από την υπογραφή εκείνου που αιτεί). Βλ. βεβαιών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. αἰτῶν, γαλλ. réquerant]

ακύρωση

ακύρωση [ἀκύρωση] α-κύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων} 1. κατάργηση, άρση της ισχύος: άμεση/δικαστική/έγγραφη/έμμεση/μερική/ολική ~. ~ άδειας/ανάθεσης/απόφασης/γάμου (βλ. διαζύγιο)/γραπτού/δημοπράτησης/διαβατηρίου/διαγωνισμού/διαθήκης/δικαιοπραξίας/διορισμού/εγγραφής/εκλογής/εντολής/νόμου/ομολογιών/παραγγελίας/πιστωτικής κάρτας/πράξης/προστίμου/σύμβασης/συμβολαίου/συμφωνίας/τροπολογίας. Δικαίωμα/λόγος/όροι/τέλη ~ης. Πβ. αναίρεση, ανάκληση, κατάργηση, λύση. Βλ. αυτο~.|| ~ εισιτηρίου (= επικύρωση).|| ~ αθλητή/ομάδας (: άρση της δυνατότητας συμμετοχής ή πρόκρισης σε αγώνισμα ή αγώνα). 2. ματαίωση: (έγκαιρη) ~ επίσημης επίσκεψης/παραστάσεων/πτήσης/ταξιδιού. ~ώσεις (προγραμματισμένων) δρομολογίων. Μαζικές ~ώσεις (κρατήσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αίτηση ακύρωσης/ακυρώσεως: ΝΟΜ. ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και προσβάλλει διοικητικές πράξεις: ~ ~ άδειας/απόφασης/διορισμού/προκήρυξης. ~ ~ κατά της απόφασης των υπουργών .../του Προεδρικού Διατάγματος. Απορρίφθηκε η/εκδικάστηκε η/υποβλήθηκε ~ ~. Έγινε δεκτή η ~ ~. Παραιτήθηκε από την ~ ~. [< μτγν. ἀκύρωσις, γαλλ. annulation, invalidation 2: αγγλ. cancellation]

δικαιολόγηση

δικαιολόγηση δι-και-ο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξήγηση, τεκμηρίωση με στοιχεία: ~ άποψης (: υπεράσπιση· βλ. επιχειρηματολογία)/ισχυρισμού/συμπεριφοράς. Ηθική/νομική ~ μιας πράξης (βλ. δικαίωση). Πβ. αιτιολόγηση. Βλ. δικαιολογία.|| (αρνητ. συνυποδ.) Απόπειρα/προσπάθεια ~ης μη νόμιμων ενεργειών (βλ. συγκάλυψη). 2. προσκόμιση στοιχείων με τα οποία επιβεβαιώνεται κάτι: ~ απουσιών/δαπανών/τεκμηρίων. Βλ. απόδειξη, βεβαίωση. [< γαλλ. justification]

εξαιτίας

εξαιτίας [ἐξαιτίας] ε-ξαι-τί-ας πρόθ. (+ γεν.): για να δηλωθεί η αιτία, συνήθ. αρνητικής ή δυσάρεστης κατάστασης: ~ της πυκνής χιονόπτωσης διακόπηκε η κυκλοφορία των οχημάτων. Πβ. ένεκα, λόγω.|| (+ γεν. προσ. αντων.) ~ σου/τους (: με δική σου/τους ευθύνη, υπαιτιότητα). ● βλ. αιτία [< μεσν. εξαιτίας]

επαναστάτης

επαναστάτης [ἐπαναστάτης] ε-πα-να-στά-της ουσ. (αρσ.) {επαναστατών | σπάν. θηλ. επαναστάτισσα} , επαναστάτρια (η) 1. πρόσωπο που επαναστατεί, που συμμετέχει σε επανάσταση. Πβ. αντάρτης, κινηματίας, στασιαστής. 2. (μτφ.) εισηγητής ή υποστηρικτής επαναστατικών, ριζοσπαστικών ιδεών· απείθαρχος ή ατίθασος άνθρωπος: αιώνιος/κοινωνικός/πολιτικός/φλογερός ~. ~ και οραματιστής/προοδευτικός. ~ στη ζωή/στην τέχνη. (ως επίθ.) ~ες: διανοοούμενοι. Πβ. αναμορφωτής, μεταρρυθμιστής, ριζοσπάστης.|| (μειωτ.) ~ες της πλάκας. ● ΦΡ.: επαναστάτης χωρίς (/με) αιτία (συνήθ. ειρων.): πρόσωπο ασυμβίβαστο και αντιδραστικό, αμφισβητίας, χωρίς(/με) φανερό λόγο. [< γαλλ. révolutionnaire]

ευκλείδειος

ευκλείδειος, α/ος, ο [εὐκλείδειος] ευ-κλεί-δει-ος επίθ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ε): που σχετίζεται με τον αρχαίο Έλληνα γεωμέτρη ή τον Αθηναίο άρχοντα Ευκλείδη: ~ος: αλγόριθμος/χώρος. ~α: γεωμετρία.|| (ΑΡΧ.) ~ο: αλφάβητο. Βλ. προ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ευκλείδειο αίτημα: ΓΕΩΜ. που αναφέρει ότι από κάθε σημείο που κείται εκτός ευθείας διέρχεται μία και μόνη ευθεία παράλληλη στην αρχική. Πβ. αξίωμα παραλληλίας. [< γαλλ. euclidien, αγγλ. Euclidian]

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.