Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2620-2640]


  • ακινητώ [ἀκινητῶ] α-κι-νη-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ακινητ-εί· μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (σπάν.-λόγ.): βρίσκομαι ή θέτω κάποιον ή κάτι σε ακινησία: Τα μηχανήματα ~ούν (ΑΝΤ. κινούνται).|| (μτφ.) Ο χρόνος φαίνεται ν' ~εί. [< αρχ. ἀκινητῶ]
  • ακκίζομαι [ἀκκίζομαι] ακ-κί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {συνήθ. στο γ' πρόσ., μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. συμπεριφέρομαι με φιλαρέσκεια, καμαρώνω προκλητικά: ~εται στις κάμερες/στο σανίδι. ~εται κοιτώντας το πρόσωπό της στον καθρέφτη. ~ονται ως γνήσιοι τάχα εκφραστές της προόδου. ΣΥΝ. ναρκισσεύομαι 2. (συνήθ. για γυναίκα) κάνω καμώματα, νάζια συνήθ. ερωτικά: Της αρέσει να φλερτάρει και να ~εται. Πβ. χαϊδεύομαι. [< αρχ. ἀκκίζομαι]
  • ακκισμός [ἀκκισμός] ακ-κι-σμός ουσ. (αρσ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) & (σπάν.) άκκισμα (το): φιλάρεσκη, επιτηδευμένη συμπεριφορά ή εκδήλωση: αισθητικός/σκηνοθετικός ~. Πολιτικοί ~οί.|| Γυναικείοι ~οί. Πβ. νάζι, σκέρτσο, τσαχπινιά. Βλ. -ισμός. [< αρχ. ἀκκισμός]
  • άκλαυτος , η, ο [ἄκλαυτος] ά-κλαυ-τος επίθ. & άκλαφτος: που δεν τον θρήνησαν: Έσβησε/έφυγε/χάθηκε ~. ΣΥΝ. αδάκρυτος (2) ● επίρρ.: άκλαυτα ● ΦΡ.: πήγε άκλαυτος 1. πέθανε χωρίς να τον θρηνήσουν. 2. (μτφ.-προφ.) δεν είχε την αναμενόμενη τύχη: Η τροπολογία πάει ~η (πβ. στράφι, χαράμι). [< αρχ. ἄκλαυτος]
  • άκληρος , η, ο [ἄκληρος] ά-κλη-ρος επίθ. 1. που δεν έχει ή δεν μπόρεσε να αποκτήσει παιδιά και κατ' επέκτ. κληρονόμους: ~ο: ζευγάρι. Πέθανε ~. Είχε απομείνει χήρα και ~η. ΣΥΝ. άτεκνος 2. (παλαιότ.) που δεν έχει μερίδιο από κληρονομιά ή γενικότ. περιουσία (κυρ. γη): ~οι: αγρότες/χωρικοί. Πβ. ακτήμονας. [< 2: αρχ. ἄκληρος]
  • ακλήτευτος , η, ο [ἀκλήτευτος] α-κλή-τευ-τος επίθ.: ΝΟΜ. που δεν έχει κλητευθεί: ~ος: μάρτυρας.
  • άκλιτος , η, ο [ἄκλιτος] ά-κλι-τος επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που δεν κλίνεται, δεν εμφανίζει μορφολογικά χαρακτηριστικά ή γενικότ. (για γλώσσα) που δεν διαθέτει κλιτικό σύστημα: ~ος: γραμματικός/ρηματικός τύπος. Τα ~α μέρη του λόγου (επίρρημα, επιφώνημα, γερούνδιο σε -οντας/ώντας, πρόθεση, σύνδεσμος). ΑΝΤ. κλιτός [< μτγν. ἄκλιτος]
  • ακλόνητος , η, ο [ἀκλόνητος] α-κλό-νη-τος επίθ. 1. (μτφ.) που δεν κάμπτεται, δεν μεταβάλλεται: ~ος: αγωνιστής (= αλύγιστος)/γάμος/δεσμός/θεσμός. ~η: αγάπη/αλήθεια/εμπιστοσύνη/θέληση/πίστη/σχέση/φιλία (= σταθερή). ~ο: ήθος/θεμέλιο/στήριγμα. ~ες: αξίες/αρχές/ιδέες. Μένω/νιώθω/προχωρώ/στέκομαι/συνεχίζω ~. Παρέμεινε ~ στη μάχη κατά της διαπλοκής/στις πιέσεις. ~ (= αμετακίνητος) στις αντιλήψεις/στις αρχές/στα ιδανικά/στις πεποιθήσεις/στα πιστεύω/στην προσπάθειά του. Πβ. ασάλευτος, αταλάντευτος.|| ~ο: φαβορί (: που δεν είναι εύκολο να ηττηθεί).|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο των θέσεων κάποιου. 2. που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή διάψευση: ~ο: άλλοθι/τεκμήριο. ~ες: μαρτυρίες. ~α: επιχειρήματα/(αποδεικτικά) στοιχεία. Πβ. αδιάσειστος, αδιάψευστος, ατράνταχτος. ● επίρρ.: ακλόνητα ● ΣΥΜΠΛ.: βράχος ακλόνητος & ακλόνητος βράχος (μτφ.-εμφατ.): για κάποιον που έχει ισχυρό χαρακτήρα, μένει απόλυτα σταθερός, δεν λυγίζει: Παραμένει/στέκεται ~ ~ στις δοκιμασίες/στις δύσκολες στιγμές. [< μτγν. ἀκλόνητος ‘που δεν είναι ταραγμένος ή κλονισμένος, σταθερός’]
  • ακμάζω [ἀκμάζω] ακ-μά-ζω ρ. (αμτβ.) {ήκμασε (προφ.) άκμασε, συνήθ. στο γ΄πρόσ.}: βρίσκομαι σε δημιουργική φάση, σε υψηλό σημείο ανάπτυξης, εξέλιξης, ισχύος: ~ει το εμπόριο/μια επιχείρηση/η οικονομία/μια πόλη/ένας πολιτισμός/μια χώρα. ~ουν τα γράμματα/οι επιστήμες/οι τέχνες. Έζησε και άκμασε κατά την ελληνιστική εποχή/στην κλασική περίοδο. Πβ. ανθώ, ευδοκιμώ, ευημερώ, θάλλει, προοδεύω. ΑΝΤ. ξεπέφτω, παρακμάζω, φθίνει (2) [< αρχ. ἀκμάζω, γαλλ. fleurir]
  • ακμάζων , ουσα, ον [ἀκμάζων] ακ-μά-ζων επίθ. (επίσ.): που βρίσκεται σε ακμή: ~ων: κλάδος/πολιτισμός. ~ουσα: βιομηχανία/πόλη. ~ον: κέντρο/εμπόριο. [< μτχ. εν. του ρ ἀκμάζω]
  • ακμαίος , α, ο [ἀκμαῖος] ακ-μαί-ος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από ζωντάνια και ενέργεια: ~α: διάθεση/πίστη/υγεία. ~ο: ενδιαφέρον/ηθικό (= υψηλό)/ήθος/μυαλό/πνεύμα (= θαλερό)/σώμα/φρόνημα. ~ες: δυνάμεις/ελπίδες. Είναι πνευματικά/σωματικά ~ (πβ. δυνατός, σφριγηλός). Αισθάνομαι/δείχνω/διατηρούμαι/επιστρέφω ~. Είναι ~ και δημιουργικός παρά την ηλικία του (πβ. ακατάβλητος, κοτσονάτος· ΑΝΤ. καταβεβλημένος). ~ και γεμάτος ζωή. Το κίνημα διατηρεί ~ο τον αγωνιστικό του χαρακτήρα. 2. που βρίσκεται σε ακμή, άνθιση: ~ος: πολιτισμός. ~α: οικονομία/παροικία. Η πόλη εξελίσσεται σε ~ο αστικό κέντρο. ΣΥΝ. ανθηρός (1), εύρωστος (1) ● Ουσ.: ακμαίο (το): ΖΩΟΛ. το έντομο στο τελευταίο στάδιο της ανάπτυξής του: Μεταμόρφωση της νύμφης/της χρυσαλίδας σε ~.|| (ως επίθ.) ~α: μέλισσα/πεταλούδα. [< 1: αρχ. ἀκμαῖος 2: γαλλ. florissant]
  • ακμαιότητα [ἀκμαιότητα] ακ-μαι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του ακμαίου: πνευματική/φυσική ~. ~ δυνάμεων. ~ του ηθικού/των (αγροτικών) οικοσυστημάτων/του οργανισμού. Πβ. ανθηρότητα, ικμάδα. Βλ. -ότητα. [< μτγν. ἀκμαιότης ‘ακμή της ηλικίας’]
  • ακμή [ἀκμή] ακ-μή ουσ. (θηλ.) 1. {χωρ. πληθ.} το απόγειο της ανάπτυξης, της ισχύος, άνθιση: οικονομική/πνευματική/πολιτιστική ~. Η ~ της αυτοκρατορίας/της πόλης/του τόπου. Περίοδος ~ής και αίγλης. Σημειώθηκε ~ στα γράμματα/στo εμπόριo/στις τέχνες. Βρίσκεται/φτάνει στη μέγιστη ~/στην ~ της δόξας/της ηλικίας/της σταδιοδρομίας του. Η χώρα γνώρισε μεγάλη ~. Πβ. αποκορύφωμα, ζενίθ, κολοφώνας, κορύφωση, μεσουράνημα. ΑΝΤ. μαρασμός (1), παρακμή 2. ΙΑΤΡ. {χωρ. πληθ.} δερματοπάθεια, συνήθ. της εφηβείας, λόγω φλεγμονής των σμηγματογόνων αδένων, που εκδηλώνεται με εξανθήματα: εφηβική/κοινή ή νεανική/κυστική ~. ~ στο πρόσωπο/στο σώμα. Έξαρση/μαύρα στίγματα/ουλές ~ής. Δέρμα με τάση ~ής. Φάρμακο κατά της ~ής. Έχει ~ (= μπιμπίκια, σπυράκια). 3. ΓΕΩΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ευθεία γραμμή τομής δύο επιπέδων· γενικότ. κάθε οξύ, κοφτερό άκρο ή πλευρά: μήκος ~ής. ~ γραφήματος/κύβου. Οξείες/παράλληλες/τέμνουσες/τετραγωνισμένες ~ές. Οκτάεδρο με δώδεκα ~ές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κόμβοι που ενώνονται με ~ές (βλ. γράφος).|| Στρογγυλεμένες ~ές των σκαλιών. Πβ. κόψη. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή βλ. ροδόχρους ● ΦΡ.: επί ξυρού ακμής (λόγ.): στην κόψη του ξυραφιού, σε πολύ κρίσιμο ή επικίνδυνο σημείο: ~ ~ η αγορά καυσίμων/η οικονομία. Η ανθρωπότητα/η ειρήνη/το θέμα βρίσκεται ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκμή 2: αγγλ. acne, γαλλ. acné 3: αγγλ. edge]
  • άκμονας [ἄκμονας] άκ-μο-νας ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. αμόνι: χάλκινος ~.|| (μτφ.) Σφυρηλατήθηκε στον ~α της πολιτικής αντιπαράθεσης. 2. ΑΝΑΤ. το ένα από τα τρία οστάρια του μέσου αυτιού που μεταδίδει, μαζί με τον αναβολέα και τη σφύρα, τις δονήσεις από την τυμπανική μεμβράνη στο εσωτερικό αυτί. ● ΦΡ.: μεταξύ σφύρας και άκμονος/άκμονα (λόγ.-μτφ.): για κάποιον που δέχεται αμφίπλευρες επιθέσεις ή πιέσεις, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο εμπόδια, πυρά, σε πολύ δύσκολη θέση: Ακροβατώ/κινούμαι/παλεύω/σχοινοβατώ ~ ~. [< 1: αρχ. ἄκμων 2: γαλλ. enclume]
  • ακνεϊκός , ή, ό [ἀκνεϊκός] α-κνε-ϊ-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που έχει σχέση με την ακμή: ~ή: επιδερμίδα. ~ό: δέρμα. [< γαλλ. acnéique]
  • ακοή [ἀκοή] α-κο-ή ουσ. (θηλ.): μια από τις πέντε βασικές αισθήσεις μέσω της οποίας αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: αδύνατη/ανεπτυγμένη/μειωμένη/οξεία/φυσιολογική ~. Αποκατάσταση/βελτίωση/βοήθημα (βλ. ακουστικά)/έλεγχος/ενισχυτής/ερέθισμα/(αισθητήριο) όργανο (= αυτί)/παθήσεις (: βαρηκοΐα, κώφωση)/φυσιολογία της ~ής. Άτομο με διαταραχές/δυσκολία στην ~ (και την όραση). Η ~ του έχει αδυνατίσει/εξασθενήσει. Πλησιάστε σε απόσταση ~ής (: πολύ κοντά, για να μπορείτε να ακούτε)! Έχασε την ~ του. Βλ. παρ~. ● ΦΡ.: εξ ακοής [ἐξ ἀκοῆς] (λόγ.): για κάποιον ή κάτι που ο ομιλητής δεν ξέρει προσωπικά, αλλά έχει ακούσει γι' αυτό(ν): Τη γνωρίζω ~ ~ (: την έχω ακουστά). Αναφέρω κάτι ~ ~ (: όπως το άκουσα). Βλ. εξ όψεως., εξ ακοής μαρτυρία & μαρτυρία εξ ακοής: ΝΟΜ. (κυρ. στην Κύπρο) δήλωση που έγινε από πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που καταθέτει σε δικαστήριο ή ανακριτική αρχή και χρησιμοποιείται για απόδειξη των λεγομένων: αποδεκτή υπό προϋποθέσεις η ~ ~. [< αρχ. ἀκοή]
  • ακοίμητος , η, ο [ἀκοίμητος] α-κοί-μη-τος επίθ. 1. (μτφ.) που επαγρυπνεί, που βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση: ~ος: (θεματο)φύλακας/φρουρός της ελευθερίας.|| ~ο: πνεύμα. (λογοτ.) ~α: μάτια (της ψυχής). ΣΥΝ. άγρυπνος (1) 2. (μτφ.) που καίει συνεχώς, που δεν σβήνει ποτέ: ~ος: φάρος (της ορθοδοξίας). ~η: έγνοια/λαχτάρα (: που δεν καταπραΰνεται)/φλόγα της ψυχής. ΣΥΝ. άσβεστος (1), ασίγαστος (1) 3. (συχνά σε θρύλους, παραμύθια) που δεν έχει κοιμηθεί ή δεν κοιμάται: ~ος: δράκοντας. ~ο: θεριό/φίδι. ● επίρρ.: ακοίμητα ● ΣΥΜΠΛ.: ακοίμητη κανδήλα/ακοίμητο καντήλι: ΕΚΚΛΗΣ. που καίει αδιάκοπα, συνήθ. στο Άγιο Βήμα: ~ ~ της Αγίας Τράπεζας. [< 1,3: αρχ. ἀκοίμητος 2: μτγν. ~]
  • ακοινωνησία [ἀκοινωνησία] α-κοι-νω-νη-σί-α ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) ακοινωνησιά 1. ΕΚΚΛΗΣ. στέρηση της Θείας Κοινωνίας: το επιτίμιο της ~ας. Άρση/επιβολή ~ας. 2. απουσία ή διακοπή επαφής, επικοινωνίας, έλλειψη κοινωνικότητας: απομονωτική/εγωιστική ~. ~ του ανθρώπου με τον Θεό. [< 1: μεσν. ακοινωνησία 2: αρχ. ἀκοινωνησία]
  • ακοινώνητος , η, ο [ἀκοινώνητος] α-κοι-νώ-νη-τος επίθ. 1. που δεν έχει ή δεν του αρέσουν οι κοινωνικές σχέσεις, που αγνοεί ή παραβλέπει τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς: ~ο: παιδί/πλάσμα. Είναι άνθρωπος άξεστος/ντροπαλός και ~ (πβ. απόμακρος, δύστροπος, μισάνθρωπος, μοναχικός, μονόχνοτος).|| ~ο: ζώο. ΣΥΝ. αντικοινωνικός (2) ΑΝΤ. κοινωνικός (3) 2. (επιστ.) που δεν έχει ή δεν μπορεί να μεταδοθεί, να γίνει κοινό κτήμα: ~ος: λόγος. ~η: γλώσσα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. που δεν έχει κοινωνήσει, μεταλάβει: Πέθανε ~. ● Ουσ.: ακοινώνητος (ο): ΕΚΚΛΗΣ. πιστός ή κληρικός οποιασδήποτε βαθμίδας στον οποίο έχει επιβληθεί η ποινή της ακοινωνησίας. [< 1,2: αρχ. ἀκοινώνητος 3: μεσν. ακοινώνητος]
  • ακολασία [ἀκολασία] α-κο-λα-σί-α ουσ. (θηλ.) {ακολασίες} 1. πράξη ή και συμπεριφορά χωρίς ηθικούς φραγμούς, σε σχέση κυρ. με σεξουαλικές επιλογές: άντρο/κέντρο ~ας. Ερωτικές ~ες. Επιδίδεται/συμμετέχει σε ~ες (= όργια). Παρασύρθηκε στην ~. Πολεμά τη διαφθορά και την ~. Πβ. ασωτία. 2. ΝΟΜ. πράξη που θίγει τη γενετήσια ευπρέπεια: Κατηγορείται για ~ κατ' εξακολούθηση. Πράξη σωματεμπορίας με σκοπό την ~. ΣΥΝ. ασέλγεια ● ΣΥΜΠΛ.: διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας & διευκόλυνση ακολασίας άλλων: ΝΟΜ. ποινικό αδίκημα κατά το οποίο τρίτα πρόσωπα εμπλέκονται στις γενετήσιου τύπου σχέσεις άλλων, διευκολύνοντάς τις με απατηλά μέσα ή αποκομίζοντας κέρδος από αυτές: άμεση συνέργεια σε ~ ~. Κατηγορήθηκαν για ~ ~. [< αρχ. ἀκολασία]

εξ

εξ βλ. εκ

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ροδόχρους

ροδόχρους, ους, ουν ρο-δό-χρους επίθ. (επιστ.): ροδόχρωμος: ~οα: μαργαριτάρια. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή: ΙΑΤΡ. χρόνια δερματική νόσος που εμφανίζεται με ερύθημα και εξανθήματα στο πρόσωπο. [< γαλλ. acnée rosacée, 1932, αγγλ. (acne) rosacea] , ροδόχρους πιτυρίαση: ΙΑΤΡ. φλεγμονώδης δερματοπάθεια που εκδηλώνεται με την εμφάνιση πλάκας ρόδινου χρώματος, κυρ. στον κορμό. [< γαλλ. pityriasis rosé, αγγλ. pityriasis rosea] [< μτγν. ῥοδόχρους]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.