ακινητοποιημένος, η, ο [ἀκινητοποιημένος] α-κι-νη-το-ποι-η-μέ-νος επίθ. 1. που ακινητοποιείται, μένει αναγκαστικά ακίνητος: ~η: εικόνα. ~ από ατύχημα/από τον πόνο. ~ στο έδαφος/στο κρεβάτι. Όχημα ~ο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Προσωρινά ~α τρένα λόγω απεργίας/βλάβης. Ουρά ~ων αυτοκινήτων στην εθνική οδό λόγω καραμπόλας. Έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό του και τον κράτησε ~ο. 2. (μτφ.) στάσιμος: ~η: οικονομία. Η κρατική μηχανή παραμένει ~η από την υπέρμετρη γραφειοκρατία. 3. ΟΙΚΟΝ. (για πάγια περιουσιακά στοιχεία, κυρ. επιχείρησης) που προορίζονται για χρήση από την ίδια και όχι για μεταπώληση: ~ο: κεφάλαιο. Άυλα/ενσώματα/χρηματοοικονομικά ~α στοιχεία. ● βλ. ακινητοποιώ [< γαλλ. immobilisé]
ακινητοποιώ [ἀκινητοποιῶ] α-κι-νη-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {ακινητοποι-είς ..., -ώντας | ακινητοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. εξαναγκάζω κάποιον ή κάτι σε ακινησία, αποτρέπω την κίνησή του: ~ τον δράστη/τον κακοποιό με αναισθητικό/χειροπέδες. ~ησε το θύμα του με την απειλή όπλου/φυσικής βίας. Ο οδηγός πατώντας το φρένο ~εί το όχημα. Η πορεία διαμαρτυρίας ~ησε την κυκλοφορία στο κέντρο (πβ. μπλοκάρω, σταματώ). Τα λεωφορεία θα ~ηθούν λόγω στάσης εργασίας.|| (ΙΑΤΡ.) ~ ένα σπασμένο πόδι. ~ τραυματία (ΑΝΤ. κινώ). Το ατύχημα τον ~ησε (πβ. παραλύω). Το τραυματισμένο μέλος ~είται με επίδεσμο/νάρθηκα (πβ. σταθεροποιώ). Βλ. -ποιώ. ΑΝΤ. κινητοποιώ (1) 2. (μτφ.) καθιστώ κάτι στάσιμο, εμποδίζω την πρόοδο: Η στάχτη του ηφαιστείου ~ησε τις αερομεταφορές. Πβ. αδρανοποιώ, καθηλώνω. 3. ΟΙΚΟΝ. (για επιχείρηση) αξιοποιώ κεφάλαια για απόκτηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Βλ. ρευστοποιώ. ● βλ. ακινητοποιημένος [< γαλλ. immobiliser]
-γράφημα β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κείμενο συγκεκριμένου είδους ή ύφους: ευθυμο~/ηθο~/πεζο~/χρονο~.|| Λιβελο~/πλαστο~/ρυπαρο~. 2. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~/καρδιο~/σπινθηρο~. Βλ. -γράφηση. 3. εικόνα, σχέδιο ορισμένης τεχνικής: σκια~/υδατο~. Βλ. -γραφία. 4. γραφική παράσταση, διάγραμμα: σεισμο~.
ίνκτζετ [ἴνκτζετ] ίνκ-τζετ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. εκτυπωτής που λειτουργεί με ψεκασμό μελάνης. [< αγγλ. ink-jet, 1976]
-κίνητος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.
ορφανός, ή, ό [ὀρφανός] ορ-φα-νός επίθ. 1. που έχει πεθάνει ο ένας ή και οι δύο γονείς του: ~ό: παιδί. ~ά: αδέρφια. Έμεινε ~ σε πολύ μικρή ηλικία. ~ από μητέρα/πατέρα/(λόγ.) μητρός/πατρός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε ~ή. (ως ουσ.) Ανήλικοι ~οί. Σύνταξη σε χήρες και ~ά. Βλ. πεντάρφανος.|| (κατ' επέκτ.) ~ά: ζώα. 2. (μτφ.) που στερείται κάποιον ή κάτι πολύ σημαντικό: ~ές: θέσεις (εργασίας). ~ά: έργα (: αγνώστου δημιουργού). Η εταιρεία έμεινε ~ή εξαιτίας του θανάτου του || (για φαγητά χωρίς κρέας ή κιμά) ~ά: γεμιστά. Βλ. γιαλαντζί. ● ΣΥΜΠΛ.: ορφανά ακίνητα (μτφ.): αζήτητα από τον ιδιοκτήτη τους για πολλά χρόνια., ορφανό κρούσμα: ΙΑΤΡ. ασθενής για τον οποίο δεν υπάρχει δυνατότητα συσχετισμού με επιβεβαιωμένο κρούσμα, λ.χ. κορονοϊού, ή με πηγή μετάδοσης. [< αγγλ. orphan case], ορφανό φάρμακο (μτφ.): μη ευρείας κυκλοφορίας, καθώς προορίζεται για τη διάγνωση, πρόληψη ή θεραπεία σπάνιων παθήσεων. [< αγγλ. orphan drug, 1981] [< 1: αρχ. ὀρφανός, αγγλ. orphan, γαλλ. orphelin]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
ρευστοποίηση ρευ-στο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. πώληση περιουσιακών στοιχείων, ώστε να μετατραπούν σε μετρητά: ~ ακίνητης περιουσίας/αξιογράφου/επένδυσης/κεφαλαίων/μετοχών/οµολόγων/τίτλων/χαρτοφυλακίου. Οι επενδυτές προχώρησαν σε ~ κερδών. Πβ. εξαργύρωση. Βλ. ακινητοποίηση, εκκαθάριση. 2. ΦΥΣ. μετατροπή σώματος σε ρευστό ή αύξηση της ρευστότητάς του: ~ των αερίων/του εδάφους (λόγω σεισμού)/μετάλλου.|| Τα υγρά βοηθούν στη ~ των εκκρίσεων της μύτης και του λαιμού. Πβ. υγροποίηση. Βλ. -ποίηση. ΑΝΤ. στερεοποίηση [< 1: γαλλ. liquidation 2: γαλλ. fluidification]
ρευστοποιώ [ρευστοποιῶ] ρευ-στο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {ρευστοποί-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας} 1. ΟΙΚΟΝ. ανταλλάσσω περιουσιακά στοιχεία με ρευστό χρήμα: ~ημένα: κεφάλαια. Πβ. εξαργυρώνω. Βλ. ακινητοποιώ. 2. ΦΥΣ. κάνω κάτι ρευστό: Δυνατό καθαριστικό που ~εί το γράσο. ~ημένη: άμμος/άσφαλτος. ~ημένο: υλικό. Πβ. τήκω. Βλ. -ποιώ. ΣΥΝ. υγροποιώ ΑΝΤ. στερεοποιώ [< 1: γαλλ. liquider 2: γαλλ. fluidifier]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ