Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2600-2620]


  • ακεφιά [ἀκεφιά] α-κε-φιά ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (προφ.): η έλλειψη κεφιού: ~ και μελαγχολία. Νιώθω ~. Έχω ~ιές σήμερα, δεν θα βγω έξω. Πβ. α-, δυσ-θυμία. ΣΥΝ. κακοκεφιά ΑΝΤ. ευδιαθεσία, κέφι ΑΚΕΦΙΑ
  • άκεφος , η, ο [ἄκεφος] ά-κε-φος επίθ.: που δεν έχει κέφι: Αισθάνομαι/δείχνω/ξύπνησα ~ σήμερα. Καθόταν αμίλητος και ~ σε μια γωνιά. Πβ. δύσθυμος. ΣΥΝ. κακοδιάθετος, κακόκεφος ΑΝΤ. ευδιάθετος, κεφάτος ● επίρρ.: άκεφα
  • ακηδεμόνευτος , η, ο [ἀκηδεμόνευτος] α-κη-δε-μό-νευ-τος επίθ. 1. (μτφ.) που δρα ανεξάρτητα χωρίς καθοδήγηση και έλεγχο από άλλους: ~ος: συνδικαλισμός. ~η: δράση/παράταξη. ~ο: κίνημα. ~α: Μέσα Ενημέρωσης. Είναι πολιτικά ~. ~ από κόμματα. Πβ. αδέσμευτος, ανεξάρτητος, αχειραγώγητος.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο της τοπικής αυτοδιοίκησης. 2. ΝΟΜ. (κυρ. για ανήλικο) που δεν έχει οριστεί νομικά ο κηδεμόνας του. ● επίρρ.: ακηδεμόνευτα [< μτγν. ἀκηδεμόνευτος ‘παραμελημένος’]
  • ακήδευτος , η, ο [ἀκήδευτος] α-κή-δευ-τος επίθ. (λόγ.) 1. που δεν έχει ταφεί: ~ο: λείψανο. ΣΥΝ. άταφος 2. που έχει ταφεί χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία: Ο νεκρός πήγε ~. ΣΥΝ. αδιάβαστος (4) [< 1: μτγν. ἀκήδευτος]
  • ακηδία [ἀκηδία] α-κη-δί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): αμέλεια, αδιαφορία και γενικότ. παραίτηση από κάθε εργασία, συνήθ. πνευματική: ηθική/κοινωνική ~. ~ εκ μέρους των δημοτικών και κυβερνητικών Αρχών. Πβ. αμεριμνησία.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ και αθυμία. [< αρχ. ἀκηδία]
  • ακηλίδωτος , η, ο [ἀκηλίδωτος] α-κη-λί-δω-τος επίθ. 1. (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) που δεν μπορεί κανείς να τον ψέξει, είναι ηθικά άμεμπτος, άψογος: ~ος: βίος. ~η: ιστορία/υπόληψη. ~ο: όνομα (ΑΝΤ. κηλιδωμένο)/παρελθόν. ~ και αψεγάδιαστος. Έμεινε καθαρός και ~ σ' όλη του τη ζωή. ΣΥΝ. αλέκιαστος (2), άσπιλος (1), αστιγμάτιστος (1) ΑΝΤ. στιγματισμένος (1) 2. που δεν έχει κηλίδες: ~η: ενδυμασία/επιφάνεια. Ανθεκτικό προϊόν που δεν σκουριάζει και μένει ~ο. ΣΥΝ. αλέκιαστος. ΑΝΤ. λεκιασμένος. [< μτγν. ἀκηλίδωτος]
  • ακήρυχτος & ακήρυκτος , η, ο [ἀκήρυχτος] α-κή-ρυ-χτος επίθ.: που δεν έχει επίσημα ανακοινωθεί: ~η: (δια)μάχη/έχθρα/προεκλογική περίοδος. ~ο: εμπάργκο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακήρυχτος πόλεμος 1. (μτφ.) σύνολο από υπονομευτικές ενέργειες που γίνονται παρασκηνιακά και σε εχθρικό κλίμα: εμπορικός ~ ~. Εμπλοκή σε ~ο ~ο συμφερόντων. Εξελίσσεται/κλιμακώνεται/ξεσπάει ~ ~ εναντίον κάποιου. ~ ~ ιδιοκτητών και ενοικιαστών. ~ ~ ανάμεσα στις δύο πόλεις. Στους κόλπους της αντιπολίτευσης μαίνεται ένας ~ ~. 2. (κυριολ.) πόλεμος που δεν έχει κηρυχθεί επίσημα. [< αγγλ. undeclared war] [< αρχ. ἀκήρυκτος]
  • ακίβδηλος , η, ο [ἀκίβδηλος] α-κί-βδη-λος επίθ. (απαιτ. λεξιλογ.) ΣΥΝ. αυθεντικός, γνήσιος. ΑΝΤ. κίβδηλος 1. (μτφ.) ακέραιος: ~η: πίστη. Ο λόγος του είναι αγνός και ~. 2. (κυριολ.) (για νόμισμα) που δεν είναι παραχαραγμένο. [< αρχ. ἀκίβδηλος]
  • ακίδα [ἀκίδα] α-κί-δα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. αιχμηρό άκρο αντικειμένου και κατ' επέκτ. κάθε αιχμηρό εργαλείο ή βελόνα: ατσάλινη/διατρητική/μεταλλική/πλαστική ~. ~ αλεξικέραυνου/βέλους/ραπιδογράφου/σεισμογράφου. Τατουάζ με ~ες.|| (ΙΑΤΡ., εργαλείο για παρακεντήσεις:) Μετάδοση νοσημάτων από χρησιμοποιημένες ~ες.|| (παλαιότ.) Εκτυπωτής ~ων. Βλ. ίνκτζετ, λέιζερ.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) ~ για σχεδιασμό. 2. μικρό αιχμηρό κομμάτι από ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια: Τρυπήθηκα από αγκάθι ή ~. Μπήκε μια ~ στο δάχτυλό μου. Πβ. αγκίδα. ΣΥΝ. σκλήθρα (2) [< αρχ. ἀκίς, γαλλ. aiguille]
  • ακιδογράφημα [ἀκιδογράφημα] α-κι-δο-γρά-φη-μα ουσ. (ουδ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. επιγραφή που έχει χαραχθεί με αιχμηρό εργαλείο συνήθ. σε κίονα ή γενικότ. μνημείο: νεολιθικό ~. Βράχος/ναός με ~ήματα. ~ήματα πλοίων. Βλ. -γράφημα.
  • ακιδωτός , ή, ό [ἀκιδωτός] α-κι-δω-τός επίθ. (λόγ.): που έχει οξύ, αιχμηρό άκρο: ~ό: διάγραμμα (πβ. ραβδόγραμμα)/σύρμα/φύλλωμα (βλ. γιούκα). [< μτγν. ἀκιδωτός]
  • ακίνδυνος , η, ο [ἀκίνδυνος] α-κίν-δυ-νος επίθ.: που δεν ενέχει, δεν προκαλεί κίνδυνο: ~ος: αντίπαλος/εχθρός/ιός. ~η: ακτινοβολία/εξέταση/επέμβαση/θεραπεία/πηγή ενέργειας. ~ο: ζώο (= άκακο)/σπορ/φάρμακο (= αθώο). ~ες: ασκήσεις/ουσίες. ~α: βακτηρίδια/τρόφιμα. Προϊόν ~ο για τον οργανισμό/τα παιδιά/το περιβάλλον/την υγεία. ~ο στη χρήση (= ασφαλές). Αφέθηκε ελεύθερος, αφού κρίθηκε ~. Πβ. αβλαβής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ο αρχείο (: χωρίς ιούς).|| (ΑΘΛ., που δεν απειλεί τον αντίπαλο) ~ο: σουτ. Η ομάδα ήταν ~η επιθετικά. ΑΝΤ. απειλητικός.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο του εγχειρήματος/της συναλλαγής. ΑΝΤ. επικίνδυνος ● επίρρ.: ακίνδυνα & (λόγ.) ακινδύνως [< αρχ. ἀκίνδυνος]
  • ακινδυνότητα [ἀκινδυνότητα] α-κιν-δυ-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ακίνδυνου: Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί (για) την ~ των μεταλλαγμένων τροφίμων. Πβ. αβλάβεια. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. επικινδυνότητα [< μτγν. ἀκινδυνότης]
  • ακινησία [ἀκινησία] α-κι-νη-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. έλλειψη κίνησης ή της αντίστοιχης ιδιότητας· η κατάσταση στην οποία βρίσκεται όποιος ή ό,τι δεν κινείται: απόλυτη/μερική/ολική/πλήρης/σωματική/φαινομενική ~. Αδράνεια και ~. Εκούσια ~ αυτοκινήτου. Εκκίνηση μηχανήματος/οχήματος μετά από μεγάλο διάστημα ~ας. Ασκήσεις καθίσματος, ~ας και όρθιας στάσης. Ανάγκη μακράς ~ας ή κατάκλισης για θεραπεία. Με την ~ ατροφούν οι μύες (ΑΝΤ. κινητικότητα). Βρίσκομαι/καθηλώνομαι/παραμένω/τίθεμαι σε ~. 2. (μτφ.) στατικότητα, στασιμότητα, αδράνεια: διπλωματική/πνευματική/πολιτική ~. Πβ. απραξία, νάρκη, νέκρα.|| (ΟΙΚΟΝ.) Επενδυτική/οικονομική ~. ~ της αγοράς/των τιμών. Τέλμα και ~. ΑΝΤ. κινητικότητα (2) [< 1: αρχ. ἀκινησία 2: γαλλ. immobilité]
  • ακίνητο [ἀκίνητο] α-κί-νη-το ουσ. (ουδ.) {ακινήτ-ου | -ων, συνηθέστ. στον πληθ.}: ΟΙΚΟΝ. περιουσιακό στοιχείο που δεν μπορεί να μεταφερθεί (κυρ. οικόπεδο, οικοδόμημα): γωνιακό/επαγγελματικό/ημιτελές/νεόκτιστο ~. Αγορά/αξιοποίηση/δωρεά/ενοικίαση/ιδιοκτήτης/μεταβίβαση/μίσθωση/παράδοση/πώληση ~ου. Αγροτικά/αστικά/προσοδοφόρα ~α. Επενδύσεις σε ~α. Αγγελίες/αξία/μεσιτικό γραφείο/πλειστηριασμοί/τίτλοι ιδιοκτησίας ~ων. ~ από κληρονομιά. Υποθήκη επί ~ου. Κινητά και ~α (ενν. περιουσιακά στοιχεία). ~α για/προς αντιπαροχή. Έχω ~ στην ιδιοκτησία/στην κατοχή/στο όνομά μου. Ενοικιάζονται/ζητούνται/πωλούνται ~α. Πβ. ακίνητη περιουσία. Βλ. ΕΤΑΚ. ● ΣΥΜΠΛ.: ορφανά ακίνητα βλ. ορφανός [< γαλλ. immobilier, γερμ. Immobilie]
  • ακινητοποιημένος , η, ο [ἀκινητοποιημένος] α-κι-νη-το-ποι-η-μέ-νος επίθ. 1. που ακινητοποιείται, μένει αναγκαστικά ακίνητος: ~η: εικόνα. ~ από ατύχημα/από τον πόνο. ~ στο έδαφος/στο κρεβάτι. Όχημα ~ο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Προσωρινά ~α τρένα λόγω απεργίας/βλάβης. Ουρά ~ων αυτοκινήτων στην εθνική οδό λόγω καραμπόλας. Έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό του και τον κράτησε ~ο. 2. (μτφ.) στάσιμος: ~η: οικονομία. Η κρατική μηχανή παραμένει ~η από την υπέρμετρη γραφειοκρατία. 3. ΟΙΚΟΝ. (για πάγια περιουσιακά στοιχεία, κυρ. επιχείρησης) που προορίζονται για χρήση από την ίδια και όχι για μεταπώληση: ~ο: κεφάλαιο. Άυλα/ενσώματα/χρηματοοικονομικά ~α στοιχεία. ● βλ. ακινητοποιώ [< γαλλ. immobilisé]
  • ακινητοποίηση [ἀκινητοποίηση] α-κι-νη-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. το να καθίσταται κάποιος ή κάτι ακίνητο(ς), επιβολή ακινησίας: μόνιμη/προσωρινή ~. ~ του αντιπάλου/δράστη. ~ των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς (λόγω στάσης εργασίας ή απεργίας)/μηχανημάτων. Ηλεκτρονικό σύστημα ~ης αυτοκινήτου. Πβ. καθήλωση, μπλοκάρισμα, σταμάτημα.|| (ΙΑΤΡ.) Χειρουργική ~. ~ του αγκώνα/των καταγμάτων/της σπονδυλικής στήλης. ~ ασθενή/τραυματία (ΑΝΤ. κίνηση). ~ στο κρεβάτι/με νάρθηκα ή γύψο.|| (ΒΙΟΛ.) Αντανακλαστική ~ (: αμυντική αντίδραση ζώων σε περίπτωση κινδύνου). ~ ενζύμων (: περιορισμός τους σε τεχνητή στερεά φάση)/κυττάρων. ΑΝΤ. κινητοποίηση (1) 2. ΟΙΚΟΝ. {συνήθ. στον πληθ.} αξιοποίηση κεφαλαίου από μια επιχείρηση για την αγορά των πάγιων περιουσιακών της στοιχείων και (συνεκδ. στον πληθ.) τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού της: ~ήσεις πολυετούς απόσβεσης. Αποτίμηση/τίτλοι ~ήσεων. Ασώματες/άυλες/ενσώματες ~ήσεις. Βλ. ρευστοποίηση. [< γαλλ. immobilisation, αγγλ. immobilization]
  • ακινητοποιητής [ἀκινητοποιητής] α-κι-νη-το-ποι-η-τής ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ιμομπιλάιζερ: ηλεκτρονικός ~. 2. όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για να κρατά ακίνητο ένα μέρος του σώματος, κυρ. μετά από τραυματισμό: ~ δακτύλου (πβ. νάρθηκας). ~ές βραχίονα.|| (εξάρτημα σε φορείο:) ~ κεφαλής.
  • ακινητοποιώ [ἀκινητοποιῶ] α-κι-νη-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {ακινητοποι-είς ..., -ώντας | ακινητοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. εξαναγκάζω κάποιον ή κάτι σε ακινησία, αποτρέπω την κίνησή του: ~ τον δράστη/τον κακοποιό με αναισθητικό/χειροπέδες. ~ησε το θύμα του με την απειλή όπλου/φυσικής βίας. Ο οδηγός πατώντας το φρένο ~εί το όχημα. Η πορεία διαμαρτυρίας ~ησε την κυκλοφορία στο κέντρο (πβ. μπλοκάρω, σταματώ). Τα λεωφορεία θα ~ηθούν λόγω στάσης εργασίας.|| (ΙΑΤΡ.) ~ ένα σπασμένο πόδι. ~ τραυματία (ΑΝΤ. κινώ). Το ατύχημα τον ~ησε (πβ. παραλύω). Το τραυματισμένο μέλος ~είται με επίδεσμο/νάρθηκα (πβ. σταθεροποιώ). Βλ. -ποιώ. ΑΝΤ. κινητοποιώ (1) 2. (μτφ.) καθιστώ κάτι στάσιμο, εμποδίζω την πρόοδο: Η στάχτη του ηφαιστείου ~ησε τις αερομεταφορές. Πβ. αδρανοποιώ, καθηλώνω. 3. ΟΙΚΟΝ. (για επιχείρηση) αξιοποιώ κεφάλαια για απόκτηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Βλ. ρευστοποιώ. ● βλ. ακινητοποιημένος [< γαλλ. immobiliser]
  • ακίνητος , η, ο [ἀκίνητος] α-κί-νη-τος επίθ.: που δεν κινείται, δεν αλλάζει θέση: ~ος: στόχος. ~η: γέφυρα (ΑΝΤ. κινητή). ~ο: βλέμμα. ~α: νερά (ΣΥΝ. στάσιμος· ΑΝΤ. κινούμενος). Κάθομαι/κοιτάζω/παραμένω/στέκομαι ~. Έμεινε ~ σαν άγαλμα (= ασάλευτος)/στο κρεβάτι. Κάτσε/στάσου ~! ~, ψηλά τα χέρια (: διαταγή αστυνομικού σε ύποπτο, κακοποιό, πβ. αλτ1)! Παρακολουθούσαν ~οι και ανέκφραστοι τα διαδραματιζόμενα. Πβ. ακούνητος, αμετακίνητος.|| (μτφ.) ~ χρόνος. Βλ. -κίνητος. ΑΝΤ. αεικίνητος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ακίνητη περιουσία & ιδιοκτησία: γη και κτίσματα: μεταβίβαση/φορολογία ~ης ~ας. Έχω στην κυριότητά μου ~ ~. ~ ιδιοκτησία πλήρους κυριότητας. Απαλλοτρίωση/τέλος επί ~ης ιδιοκτησίας. Πβ. ακίνητο. ΑΝΤ. κινητή περιουσία, ακίνητη/σταθερή γιορτή & εορτή: ΕΚΚΛΗΣ. που γιορτάζεται πάντοτε σε σταθερή ημερομηνία. ΑΝΤ. κινητή εορτή [< μεσν. ακίνητος εορτή] [< αρχ. ἀκίνητος, γαλλ.- αγγλ. immobile]

ακινητοποιημένος

ακινητοποιημένος, η, ο [ἀκινητοποιημένος] α-κι-νη-το-ποι-η-μέ-νος επίθ. 1. που ακινητοποιείται, μένει αναγκαστικά ακίνητος: ~η: εικόνα. ~ από ατύχημα/από τον πόνο. ~ στο έδαφος/στο κρεβάτι. Όχημα ~ο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Προσωρινά ~α τρένα λόγω απεργίας/βλάβης. Ουρά ~ων αυτοκινήτων στην εθνική οδό λόγω καραμπόλας. Έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό του και τον κράτησε ~ο. 2. (μτφ.) στάσιμος: ~η: οικονομία. Η κρατική μηχανή παραμένει ~η από την υπέρμετρη γραφειοκρατία. 3. ΟΙΚΟΝ. (για πάγια περιουσιακά στοιχεία, κυρ. επιχείρησης) που προορίζονται για χρήση από την ίδια και όχι για μεταπώληση: ~ο: κεφάλαιο. Άυλα/ενσώματα/χρηματοοικονομικά ~α στοιχεία. ● βλ. ακινητοποιώ [< γαλλ. immobilisé]

ακινητοποιώ

ακινητοποιώ [ἀκινητοποιῶ] α-κι-νη-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {ακινητοποι-είς ..., -ώντας | ακινητοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. εξαναγκάζω κάποιον ή κάτι σε ακινησία, αποτρέπω την κίνησή του: ~ τον δράστη/τον κακοποιό με αναισθητικό/χειροπέδες. ~ησε το θύμα του με την απειλή όπλου/φυσικής βίας. Ο οδηγός πατώντας το φρένο ~εί το όχημα. Η πορεία διαμαρτυρίας ~ησε την κυκλοφορία στο κέντρο (πβ. μπλοκάρω, σταματώ). Τα λεωφορεία θα ~ηθούν λόγω στάσης εργασίας.|| (ΙΑΤΡ.) ~ ένα σπασμένο πόδι. ~ τραυματία (ΑΝΤ. κινώ). Το ατύχημα τον ~ησε (πβ. παραλύω). Το τραυματισμένο μέλος ~είται με επίδεσμο/νάρθηκα (πβ. σταθεροποιώ). Βλ. -ποιώ. ΑΝΤ. κινητοποιώ (1) 2. (μτφ.) καθιστώ κάτι στάσιμο, εμποδίζω την πρόοδο: Η στάχτη του ηφαιστείου ~ησε τις αερομεταφορές. Πβ. αδρανοποιώ, καθηλώνω. 3. ΟΙΚΟΝ. (για επιχείρηση) αξιοποιώ κεφάλαια για απόκτηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Βλ. ρευστοποιώ. ● βλ. ακινητοποιημένος [< γαλλ. immobiliser]

-γράφημα

-γράφημα β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κείμενο συγκεκριμένου είδους ή ύφους: ευθυμο~/ηθο~/πεζο~/χρονο~.|| Λιβελο~/πλαστο~/ρυπαρο~. 2. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~/καρδιο~/σπινθηρο~. Βλ. -γράφηση. 3. εικόνα, σχέδιο ορισμένης τεχνικής: σκια~/υδατο~. Βλ. -γραφία. 4. γραφική παράσταση, διάγραμμα: σεισμο~.

ίνκτζετ

ίνκτζετ [ἴνκτζετ] ίνκ-τζετ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. εκτυπωτής που λειτουργεί με ψεκασμό μελάνης. [< αγγλ. ink-jet, 1976]

-κίνητος

-κίνητος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.

ορφανός

ορφανός, ή, ό [ὀρφανός] ορ-φα-νός επίθ. 1. που έχει πεθάνει ο ένας ή και οι δύο γονείς του: ~ό: παιδί. ~ά: αδέρφια. Έμεινε ~ σε πολύ μικρή ηλικία. ~ από μητέρα/πατέρα/(λόγ.) μητρός/πατρός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε ~ή. (ως ουσ.) Ανήλικοι ~οί. Σύνταξη σε χήρες και ~ά. Βλ. πεντάρφανος.|| (κατ' επέκτ.) ~ά: ζώα. 2. (μτφ.) που στερείται κάποιον ή κάτι πολύ σημαντικό: ~ές: θέσεις (εργασίας). ~ά: έργα (: αγνώστου δημιουργού). Η εταιρεία έμεινε ~ή εξαιτίας του θανάτου του || (για φαγητά χωρίς κρέας ή κιμά) ~ά: γεμιστά. Βλ. γιαλαντζί. ● ΣΥΜΠΛ.: ορφανά ακίνητα (μτφ.): αζήτητα από τον ιδιοκτήτη τους για πολλά χρόνια., ορφανό κρούσμα: ΙΑΤΡ. ασθενής για τον οποίο δεν υπάρχει δυνατότητα συσχετισμού με επιβεβαιωμένο κρούσμα, λ.χ. κορονοϊού, ή με πηγή μετάδοσης. [< αγγλ. orphan case], ορφανό φάρμακο (μτφ.): μη ευρείας κυκλοφορίας, καθώς προορίζεται για τη διάγνωση, πρόληψη ή θεραπεία σπάνιων παθήσεων. [< αγγλ. orphan drug, 1981] [< 1: αρχ. ὀρφανός, αγγλ. orphan, γαλλ. orphelin]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ρευστοποίηση

ρευστοποίηση ρευ-στο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. πώληση περιουσιακών στοιχείων, ώστε να μετατραπούν σε μετρητά: ~ ακίνητης περιουσίας/αξιογράφου/επένδυσης/κεφαλαίων/μετοχών/οµολόγων/τίτλων/χαρτοφυλακίου. Οι επενδυτές προχώρησαν σε ~ κερδών. Πβ. εξαργύρωση. Βλ. ακινητοποίηση, εκκαθάριση. 2. ΦΥΣ. μετατροπή σώματος σε ρευστό ή αύξηση της ρευστότητάς του: ~ των αερίων/του εδάφους (λόγω σεισμού)/μετάλλου.|| Τα υγρά βοηθούν στη ~ των εκκρίσεων της μύτης και του λαιμού. Πβ. υγροποίηση. Βλ. -ποίηση. ΑΝΤ. στερεοποίηση [< 1: γαλλ. liquidation 2: γαλλ. fluidification]

ρευστοποιώ

ρευστοποιώ [ρευστοποιῶ] ρευ-στο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {ρευστοποί-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας} 1. ΟΙΚΟΝ. ανταλλάσσω περιουσιακά στοιχεία με ρευστό χρήμα: ~ημένα: κεφάλαια. Πβ. εξαργυρώνω. Βλ. ακινητοποιώ. 2. ΦΥΣ. κάνω κάτι ρευστό: Δυνατό καθαριστικό που ~εί το γράσο. ~ημένη: άμμος/άσφαλτος. ~ημένο: υλικό. Πβ. τήκω. Βλ. -ποιώ. ΣΥΝ. υγροποιώ ΑΝΤ. στερεοποιώ [< 1: γαλλ. liquider 2: γαλλ. fluidifier]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.