Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2560-2580]


  • ακατανόητος , η, ο [ἀκατανόητος] α-κα-τα-νό-η-τος επίθ. 1. που δεν ερμηνεύεται εύκολα· παράδοξος: ~ος: χαρακτήρας. ~η: αντίδραση/εμμονή/στάση/συμπεριφορά. ~ο: γεγονός/θαύμα. Η πράξη του ήταν αδικαιολόγητη και ~η.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο του Σύμπαντος. ΣΥΝ. ανεξήγητος ΑΝΤ. ευεξήγητος 2. που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, αντιληπτός, σαφής: ~ο: σχέδιο. ~α: λόγια/μηνύματα. Τα ~α σημεία του κειμένου. Πβ. ακαταλαβίστικος, ασαφής. ΣΥΝ. ακατάληπτος ΑΝΤ. καταληπτός ● επίρρ.: ακατανόητα [< 1: γαλλ. incompréhensible 2: μτγν. ἀκατανόητος]
  • ακατανόμαστος , η, ο βλ. ακατονόμαστος
  • ακατάπαυστος , η, ο [ἀκατάπαυστος] α-κα-τά-παυ-στος επίθ. & (σπάν.-λόγ.) ακατάπαυτος: που δεν έχει παύση, δεν σταματά: ~ος: αγώνας/εκνευρισμός/πόνος. ~η: αιμορραγία/βροχή/γκρίνια/κίνηση/πάλη/ροή/φλυαρία. ~ο: κυνηγητό/πηγαινέλα/τρέξιμο. ~ο πάθος για ... ΣΥΝ. αδιάκοπος, ασταμάτητος (1), διαρκής (1), συνεχής (1) ● επίρρ.: ακατάπαυστα & (λόγ.) ακαταπαύστως [< μτγν. ἀκατάπαυστος]
  • ακαταπόνητος , η, ο [ἀκαταπόνητος] α-κα-τα-πό-νη-τος επίθ. (λόγ.) 1. (για πρόσ.) που δεν καταβάλλεται: ~ος: ερευνητής (πβ. χαλκέντερος)/μαχητής. ~η: ομάδα. ~ο: μυαλό. ΣΥΝ. ακάματος (1), ακατάβλητος (1), ακούραστος ΑΝΤ. κατάκοπος 2. (για δραστηριότητα) που γίνεται ή εκδηλώνεται με επιμονή και συνεχή προσπάθεια: ~ος: αγώνας. ~η: εργατικότητα/προθυμία/προσφορά. ~ο: ενδιαφέρον. Κατέβαλε ~ες προσπάθειες. ΣΥΝ. άοκνος, συνεχής (1) ● επίρρ.: ακαταπόνητα [< αρχ. ἀκαταπόνητος, γαλλ. infatigable]
  • ακατάρριπτος , η, ο [ἀκατάρριπτος] α-κα-τάρ-ρι-πτος επίθ. (επίσ.) 1. (μτφ.) που δεν έχει ή δεν μπορεί να ανατραπεί ή να ξεπεραστεί: ~η: επίδοση/επιχειρηματολογία/θεωρία. ~ο: επίτευγμα/πλεονέκτημα. Το ιστορικό του ρεκόρ παραμένει ~ο μέχρι σήμερα. 2. που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταρριφθεί: ~ο: (πολεμικό) αεροσκάφος/ελικόπτερο.
  • ακατάρτιστος , η, ο [ἀκατάρτιστος] α-κα-τάρ-τι-στος επίθ. 1. (για πρόσ.) που δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις, κυρ. για το επάγγελμα που ασκεί, ή την κατάλληλη ενημέρωση σε κάποιο θέμα: ~ος: αναγνώστης/μαθητής/τεχνίτης. ~η: υπάλληλος. ~ο: προσωπικό. Είναι ~ στα μαθηματικά/στη φυσική. Είναι δημοσιογραφικά/επιστημονικά ~. ΣΥΝ. ανεκπαίδευτος ΑΝΤ. εκπαιδευμένος, καταρτισμένος (1) 2. που δεν έχει ετοιμαστεί ή συγκροτηθεί: ~ο: νομοσχέδιο/πρόγραμμα. Πβ. ανέτοιμος, ατελής. ΑΝΤ. ολοκληρωμένος (1) [< μτγν. ἀκατάρτιστος ‘ατελής’]
  • ακατάσβεστος , η, ο [ἀκατάσβεστος] α-κα-τά-σβε-στος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) που δεν μπορεί να ηρεμήσει, να καταλαγιάσει: ~ος: έρωτας. ~η: δίψα/οργή/πείνα. ~ο: μίσος/πάθος. ΣΥΝ. ακατασίγαστος 2. (σπάν.) που δεν έχει σβηστεί ή δεν μπορεί να σβήσει (εύκολα): ~η: πυρκαγιά/φωτιά.|| Η ~η (= άσβηστη) φλόγα της λευτεριάς. ΣΥΝ. άσβεστος (2) ΑΝΤ. σβησμένος [< 1: γαλλ. inextinguible 2: μτγν. ἀκατάσβεστος]
  • ακατασίγαστος , η, ο [ἀκατασίγαστος] α-κα-τα-σί-γα-στος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί: ~ος: εκνευρισμός/έρωτας/θυμός/πόθος (= διακαής). ~η: αγάπη/επιθυμία. ~ο: άγχος/(συν)αίσθημα. Φλέγονται από ~α πάθη. ΣΥΝ. ακατανίκητος (1), ακατάσβεστος (1) ● επίρρ.: ακατασίγαστα
  • ακαταστάλακτος & ακαταστάλαχτος , η, ο [ἀκαταστάλακτος] α-κα-τα-στά-λα-κτος επίθ. 1. (μτφ.) (για πρόσωπο) που δεν έχει πάρει ακόμη οριστικές αποφάσεις ή (για κάτι) που δεν έχει διαμορφωθεί οριστικά: ~ος: νέος.|| ~ος: χαρακτήρας (πβ. αναποφάσιστος). ~ο: σχέδιο. 2. (σπάν.) (για υγρό) που δεν έχει κατασταλάξει, δεν είναι διαυγές. Πβ. θολός. [< 1: αγγλ. unsettled]
  • ακαταστασία [ἀκαταστασία] α-κα-τα-στα-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. έλλειψη τάξης: Στο δωμάτιο επικρατεί/υπάρχει γενική/πλήρης ~. Τι ~ (= ανακατωσούρα) είν' αυτή! Συγγνώμη για την ~! Πβ. αταξία, τσαπατσουλιά.|| (συνεκδ. στον πληθ., για αντικείμενα πεταμένα εδώ κι εκεί:) Συμμαζεύω τις ~ες τους! ΑΝΤ. νοικοκυροσύνη (1) 2. απουσία κανονικότητας, μεθοδικότητας, οργάνωσης, σταθερότητας ή προγράμματος: δημοσιονομική/οικονομική/πολεοδομική ~. Ψυχική ~. ~ του καιρού (ΣΥΝ. αστάθεια, μεταβλητότητα)/της σκέψης. ~ στον ύπνο. ΑΝΤ. συστηματικότητα [< 1: μτγν. ἀκαταστασία 2: γαλλ. désordre, γερμ. Unordnung]
  • ακατάστατος , η, ο [ἀκατάστατος] α-κα-τά-στα-τος επίθ.: (για κάτι ή κάποιον) που χαρακτηρίζεται από ακαταστασία: ~ο: γραπτό/γραφείο/δωμάτιο/σπίτι (= αμάζευτο, ανοικοκύρευτο). ~α: μαλλιά/συρτάρια (ΣΥΝ. ανάστατος, ατακτοποίητος. ΑΝΤ. τακτοποιημένος).|| Είναι φοβερά ~ (ΣΥΝ. ανοργάνωτος, άτσαλος, τσαπατσούλης, ΑΝΤ. τακτικός)!|| ~ο: ωράριο (= άστατο). ~ες: καιρικές συνθήκες (= ευμετάβλητες). ~α: γεύματα. Τρώει σε ~ες ώρες. ● επίρρ.: ακατάστατα [< αρχ. ἀκατάστατος, γαλλ. désordonné, en désordre, γερμ. unordentlich]
  • ακατάσχετος , η, ο [ἀκατάσχετος] α-κα-τά-σχε-τος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν μπορεί να σταματήσει ή να ελεγχθεί, να συγκρατηθεί, κυρ. για κάτι αρνητικό: ~ος: βήχας/εμετός. ~η: αιμορραγία. ~ο: γέλιο.|| ~η: κινδυνολογία/λογοδιάρροια/πολυλογία/φλυαρία (= ασταμάτητη, συνεχής). ~ο: παραλήρημα. Πβ. ακατάπαυστος, ασυγκράτητος. 2. ΝΟΜ. (για περιουσιακό στοιχείο) που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατασχεθεί: ~ος: λογαριασμός/μισθός. ~ο: ακίνητο/δικαίωμα (ανάληψης/οίκησης)/ποσοστό μετοχών. ~α: προσωπικά είδη. ● Ουσ.: ακατάσχετο (το): ΝΟΜ. η ιδιότητα περιουσιακού στοιχείου ή χρηματικού ποσού που δεν υπόκειται σε κατάσχεση: το ~ των αρχαιολογικών ή ιστορικών κειμηλίων/του μισθού/των οικογενειακών εγγράφων/της πρώτης κατοικίας. Αίρεται/διαφυλάσσεται το ~. ● επίρρ.: ακατάσχετα & (λόγ.) ακατασχέτως [< 1: μτγν. ἀκατάσχετος 2: γαλλ. insaisissable]
  • ακατάτακτος , η, ο [ἀκατάτακτος] α-κα-τά-τα-κτος επίθ. 1. (για κάτι) που δεν έχει ή δεν μπορεί να ταξινομηθεί ή δεν ανήκει σε κάποια κατηγορία: ~ο: αρχείο/υλικό. ~α: δελτία/έγγραφα.|| (σπάν.) Έργο ειδολογικά ~ο. ΣΥΝ. αταξινόμητος (1) ΑΝΤ. ταξινομημένος 2. (για στρατεύσιμο) που δεν έχει ακόμα καταταγεί στον στρατό. ● επίρρ.: ακατάτακτα [< 1: μτγν. ἀκατάτακτος]
  • ακατατόπιστος , η, ο [ἀκατατόπιστος] α-κα-τα-τό-πι-στος επίθ.: που δεν έχει επαρκή γνώση, ενημέρωση ή πληροφόρηση για κάτι, που δεν έχει λάβει τις κατάλληλες οδηγίες: ~η: κοινή γνώμη. ~οι: πολίτες. ~ για την υπόθεση. Η νέα διευθύντρια είναι ακόμη ~η σε πολλούς τομείς. ΣΥΝ. ανενημέρωτος (1), απληροφόρητος ΑΝΤ. ενήμερος (1), ενημερωμένος (1), κατατοπισμένος, πληροφορημένος
  • ακαταφρόνητος , η, ο [ἀκαταφρόνητος] α-κα-τα-φρό-νη-τος επίθ. (λόγ.): που δεν τον έχουν περιφρονήσει, που αξίζει της προσοχής ή της εκτίμησης των άλλων: ~ες: απαιτήσεις. ΣΥΝ. αξιοπρόσεκτος ΑΝΤ. αξιοκαταφρόνητος, ευκαταφρόνητος [< αρχ. ἀκαταφρόνητος]
  • ακαταχώριστος & ακαταχώρητος , η, ο [ἀκαταχώριστος] α-κα-τα-χώ-ρι-στος επίθ. 1. που δεν τον έχουν καταχωρίσει, δεν έχει καταγραφεί σε ειδικό βιβλίο, έντυπο, κατάλογο, έγγραφο, λογιστικό πίνακα: ~ος: εργαζόμενος/λογαριασμός. ~η: επιχείρηση/λέξη (βλ. αθησαύριστη). ~ο: όνομα/ποσό. ~ες: απουσίες/πινακίδες (αυτοκινήτου). ~α: κέρδη/πρακτικά συνεδρίασης/στοιχεία/τιμολόγια. Κάποιες αιτήσεις έχουν μείνει ~ες. ΑΝΤ. καταγεγραμμένος 2. που δεν δημοσιεύτηκε στον Τύπο: ~η: αγγελία/επιστολή. ~ο: άρθρο. [< μτγν. ἀκαταχώριστος]
  • ακατέβατος , η, ο [ἀκατέβατος] α-κα-τέ-βα-τος επίθ. (οικ.): που δεν μειώνεται ή δεν υποχωρεί: ~ο: ποσό. Η τιμή του διαμερίσματος είναι ~η (πβ. αδιαπραγμάτευτος). ΣΥΝ. αμείωτος.|| ~ος: πυρετός. ~η: πίεση. ~α τα ποσοστά της ανεργίας. ● επίρρ.: ακατέβατα: Τελευταία προσφορά, χίλια ευρώ ~ (: χωρίς άλλη έκπτωση).
  • ακατέργαστος , η, ο [ἀκατέργαστος] α-κα-τέρ-γα-στος επίθ. ΣΥΝ. αδούλευτος, ανεπεξέργαστος. ΑΝΤ. επεξεργασμένος 1. (για ύλη ή τροφή) που δεν έχει υποστεί κατεργασία: ~η: ζάχαρη/ξυλεία. ~ο: αλάτι/δέρμα/διαμάντι. ~ες: ίνες. ~α: μέταλλα/προϊόντα/υλικά. ΑΝΤ. κατεργασμένος 2. (μτφ.) που δεν έχει καλλιεργηθεί, ώστε να φτάσει στην εκλέπτυνση: ~ος: στίχος. ~η: γλώσσα. ~ο: μυαλό/ταλέντο. ~α: δεδομένα. ΣΥΝ. ακαλλιέργητος (3) ● επίρρ.: ακατέργαστα ● ΣΥΜΠΛ.: αργό πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο [< 1: μτγν. ἀκατέργαστος, αγγλ. unprocessed]
  • ακατήχητος , η, ο [ἀκατήχητος] α-κα-τή-χη-τος επίθ. 1. ΕΚΚΛΗΣ. που δεν έχει μυηθεί σε κάποια θρησκεία (κυρ. στη χριστιανική). 2. (σπάν.-μτφ.) που δεν γνωρίζει τα μυστικά μιας οργάνωσης, ιδεολογίας ή τέχνης. ΣΥΝ. αμύητος (2) [< 1: μτγν. ἀκατήχητος]
  • ακάτιος , ο [ἀκάτιος] α-κά-τι-ος επίθ. {χωρ. θηλ.}: ΝΑΥΤ. που ανήκει ή προσαρμόζεται στην άκατο, κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ακάτιος ιστός (επίσ.): το κατάρτι της πλώρης. Βλ. πρωραίος. ΣΥΝ. τουρκέτο [< αρχ. ἀκάτιος]

ακατονόμαστος

ακατονόμαστος, η, ο [ἀκατονόμαστος] α-κα-το-νό-μα-στος επίθ. & (συχνότ.) ακατανόμαστος: που θεωρείται πολύ αισχρός ή απρεπής, για να τον αναφέρει κάποιος: ~η: λέξη/πράξη/συμπεριφορά. ~ο: έγκλημα. ~ες: ύβρεις/φρικαλεότητες. ~α: αίσχη/βασανιστήρια/έργα/λόγια/όργια. ΣΥΝ. αισχρός (1), αχαρακτήριστος, επαίσχυντος ● Ουσ.: ακατονόμαστος, ακατονόμαστη (ο/η): για πρόσωπο που δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του: Συνάντησα τυχαία τον ~ο και συγχύστηκα. [< μτγν. ἀκατονόμαστος ‘που δεν μπορεί να ονομαστεί, δεν έχει όνομα’, αγγλ. unmentionable]

πετρέλαιο

πετρέλαιο πε-τρέ-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {πετρελαί-ου}: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. υγρό ορυκτό εύφλεκτο καύσιμο, μείγμα υδρογονανθράκων και άλλων οργανικών ενώσεων φυσικής προέλευσης, ελαιώδες ή παχύρρευστο, με καστανό-μαύρο ή καστανό-κίτρινο χρώμα και χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή, αδιάλυτο στο νερό και ελαφρύτερο από αυτό, το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή ενέργειας, αλλά και πρώτη ύλη για την παραγωγή πολλών προϊόντων: ~ εσωτερικής καύσης/θέρμανσης/κίνησης (: που χρησιμοποιείται σε κινητήρες οχημάτων). ~ ντίζελ. Αγωγός/άντληση/αποθέματα/γεώτρηση/δεξαμενή/διανομή/εξόρυξη/κατανάλωση ~ου. Παράγωγα ~ου (= πετρελαιοειδή). Δημιουργία του ~ου (: από την αποσύνθεση κυρ. θαλάσσιων φυτικών και ζωικών οργανισμών που εγκλείστηκαν σε πετρώματα σε μεγάλο βάθος στη Γη). Καυστήρας/λάμπα/σόμπα ~ου. Βιομηχανίες/εταιρείες ~ου (= πετρελαιοβιομηχανίες). Λάδια από ~. Ρύπανση από το ~. Βρέθηκε ~ (= κοιτάσματα ~ου). Το ~ ανήκει στις εξαντλήσιμες/μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εργοστάσια/µηχανές/οχήματα που καίνε ~.|| Γεωλογία/Τεχνολογία ~ου. Μηχανική ~ων. Βλ. πετροχημικά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Στα ... δολάρια το βαρέλι διαμορφώθηκε η τιμή του ~ου. ΣΥΝ. μαύρος χρυσός ● ΣΥΜΠΛ.: (κλασματική) απόσταξη πετρελαίου: η σημαντικότερη διαδικασία της διύλισης η οποία πραγματοποιείται σε υψικάμινους, όπου με θέρμανση οι βαρύτεροι υδρογονάνθρακες υγροποιούνται, ενώ οι ελαφρύτεροι παραμένουν σε αέρια κατάσταση και λαμβάνονται από ειδικές εξόδους: προϊόντα της ~ης ~ (= κλάσματα ~ου) (: αιθ-, βουτ-, μεθ-, προπ-άνιο, κηροζίνη, ορυκτέλαια)., αργό πετρέλαιο & ακάθαρτο/ακατέργαστο/ορυκτό/μπρεντ πετρέλαιο: πετρέλαιο στη φυσική του μορφή, όπως εξάγεται από τις πετρελαιοπηγές. [< αγγλ. crude oil] , βαρύ πετρέλαιο: μαζούτ., διύλιση πετρελαίου: ειδική κατεργασία διαχωρισμού του αργού πετρελαίου στα προϊόντα του, μέσω της συνεχούς κλασματικής απόσταξης. Βλ. αποθείωση., φωτιστικό πετρέλαιο: κηροζίνη. [< γαλλ. pétrole lampant] , κηλίδα πετρελαίου βλ. κηλίδα, τόνος ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ) βλ. τόνος2, υγροποιημένο αέριο πετρελαίου βλ. αέριο ● ΦΡ.: μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως [< μεσν. πετρέλαιον, γαλλ. pétrole, αγγλ. petroleum, γερμ. Petroleum]

πρωραίος

πρωραίος, α, ο [πρωραῖος] πρω-ραί-ος επίθ. (λόγ.) & (λαϊκό) πλωριός, ιά, ιό: που βρίσκεται, ανήκει στην πλώρη: ~ος: ιστός (πβ. ακάτιος, τουρκέτο). ΑΝΤ. πρυμναίος

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.