Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2580-2600]


  • ακατοίκητος , η, ο [ἀκατοίκητος] α-κα-τοί-κη-τος επίθ. 1. (για περιοχή ή οίκημα) που δεν κατοικείται πια ή δεν κατοικήθηκε ποτέ: ~ο: νησί/σπίτι. ~α: χωριά. Πβ. έρημος. ΑΝΤ. κατοικημένος 2. (για χώρο ή κτίσμα) που είναι ακατάλληλος για εγκατάσταση, που δεν μπορεί να κατοικηθεί: Το διαμέρισμα είναι ~ο μετά τον σεισμό. ΑΝΤ. κατοικήσιμος ● ΦΡ.: το έχει ακατοίκητο/(το μυαλό του) είναι ακατοίκητο (προφ.-αργκό): είναι χαζός: Μη δίνεις σημασία σε όσα λέει· ~ ~! [< μεσν. ακατοίκητος]
  • ακατονόμαστος , η, ο [ἀκατονόμαστος] α-κα-το-νό-μα-στος επίθ. & (συχνότ.) ακατανόμαστος: που θεωρείται πολύ αισχρός ή απρεπής, για να τον αναφέρει κάποιος: ~η: λέξη/πράξη/συμπεριφορά. ~ο: έγκλημα. ~ες: ύβρεις/φρικαλεότητες. ~α: αίσχη/βασανιστήρια/έργα/λόγια/όργια. ΣΥΝ. αισχρός (1), αχαρακτήριστος, επαίσχυντος ● Ουσ.: ακατονόμαστος, ακατονόμαστη (ο/η): για πρόσωπο που δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του: Συνάντησα τυχαία τον ~ο και συγχύστηκα. [< μτγν. ἀκατονόμαστος ‘που δεν μπορεί να ονομαστεί, δεν έχει όνομα’, αγγλ. unmentionable]
  • ακατόρθωτος , η, ο [ἀκατόρθωτος] α-κα-τόρ-θω-τος επίθ.: που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί: ~ος: άθλος. ~ο: εγχείρημα/όνειρο. Η κατάκτηση της πρώτης θέσης είναι δύσκολη, αλλά όχι ~η.|| (ως ουσ.-λόγ.) Αναλώθηκε στο κυνήγι του ~ου. ΣΥΝ. αδύνατος (2), ανέφικτος, απραγματοποίητος ΑΝΤ. εφικτός, κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος ● ΦΡ.: καταφέρνω/πετυχαίνω/κατορθώνω το ακατόρθωτο & τα ακατόρθωτα: πραγματοποιώ κάτι που θεωρούνταν ή φαινόταν αδύνατο: Με ισχυρή θέληση και υπομονή κατόρθωσε ~. [< μτγν. ἀκατόρθωτος]
  • άκατος [ἄκατος] ά-κα-τος ουσ. (θηλ.) {ακάτ-ου | -ων, -ους} 1. ΝΑΥΤ. μικρό σκάφος και ειδικότ. η μεγαλύτερη λέμβος πολεμικού ιδ. πλοίου: αποβατική/(κυρ. στην Κύπρο) αστυνομική/καταδιωκτική/λιμενική ~. ~ περιπολίας. Βλ. αερ~, πυραυλ~. ΣΥΝ. πλοιάριο 2. όχημα για τη μεταφορά αστροναυτών ή υλικού: διαστημική/(μη) επανδρωμένη/εφεδρική ~. ~ προσεδάφισης. Διάδρομοι εκτόξευσης ~ων. [< 1: αρχ. ἄκατος 2: αγγλ. launch]
  • άκαυστος , η, ο [ἄκαυστος] ά-καυ-στος επίθ. (επιστ.): που δεν καίγεται ή δεν έχει καεί, είναι ανθεκτικός στη φωτιά ή στην πολύ υψηλή θερμοκρασία: ~ος: άνθρακας/λιγνίτης. ~α: αέρια. Βλ. καύση (ατελής).|| ~ο: βερνίκι (πβ. βραδύκαυστος)/υλικό/ύφασμα. ΣΥΝ. άκαυτος (2), άφλεκτος ΑΝΤ. εύφλεκτος (1) [< αρχ. ἄκαυστος, γαλλ.-αγγλ. incombustible, αγγλ. fireproof]
  • άκαυτος , η, ο [ἄκαυτος] ά-καυ-τος επίθ. 1. που δεν έχει καεί: ~ο: κερί. Από το δάσος δεν έμεινε τίποτα ~ο.|| (μτφ.-προφ., για κάποιον ή κάτι καινούργιο, που δεν έχει ακόμη κουράσει το κοινό:) Στις ταινίες του χρησιμοποιεί φρέσκα πρόσωπα, ~α. 2. άκαυστος. [< μτγν. ἄκαυτος]
  • ακένωτος , η, ο [ἀκένωτος] α-κέ-νω-τος επίθ. (λόγ.): ανεξάντλητος, αστείρευτος: ~ος: (πνευματικός) θησαυρός. ~η: δεξαμενή ιδεών/πηγή (βιωμάτων, σοφίας). Η ~η αγάπη του Θεού. Είχαν εξοπλιστεί με ~ες ηθικές δυνάμεις. ΑΝΤ. περιορισμένος (1) [< μτγν. ἀκένωτος]
  • ακέραιος , α/η, ο [ἀκέραιος] α-κέ-ραι-ος επίθ. {(λόγ.) θηλ. ακεραία} 1. που δεν έχει ελαττωθεί, ολόκληρος, πλήρης: ~η: έκπτωση/περιουσία/σύνταξη. ~ο: ποσό. Πβ. άρτιος, ατόφιος.|| (μτφ.) Αναλαμβάνω/φέρω ~η/(λόγ.) ακεραία (= εξ ολοκλήρου) την ευθύνη των πράξεών μου/για κάτι. ΣΥΝ. ακέριος, ολοκληρωμένος (1), όλος (1) ΑΝΤ. ελλιπής 2. που δεν έχει υποστεί μεταβολή ή φθορά, άθικτος: ~η: παράδοση. Ο ναός διατηρείται/σώζεται σχεδόν ~ (= ανέπαφος). Φυλάει ~η την πίστη/πολιτιστική κληρονομιά. Βγήκε ψυχολογικά ~ (= αλώβητος) από τη δοκιμασία αυτή. 3. (μτφ.) έντιμος, ευσυνείδητος: ~ος: δικαστής (ΣΥΝ. αδέκαστος, αδιάφθορος)/πολιτικός/χαρακτήρας. ~η: προσωπικότητα. ~ο: ήθος. Άμεμπτος/δίκαιος/ηθικός και ~. ~ και πιστός στο καθήκον. 4. ΜΑΘ. (για αριθμό) χωρίς κλάσματα ή δεκαδικά ψηφία: ~ος: εκθέτης/παρανομαστής. ~η: διαίρεση/μεταβλητή/τιμή/ώρα. ~ο: μέρος (πραγματικού αριθμού)/πολλαπλάσιο/υπόλοιπο. Αλφαριθμητικός/αρνητικός/άρτιος/θετικός/περιττός/πραγματικός ~ αριθμός.|| (ως ουσ.) Μετατροπή/στρογγυλοποίηση στον πλησιέστερο ~ο. ΑΝΤ. κλασματικός ● επίρρ.: ακέραια & (λόγ.) ακεραίως ● ΣΥΜΠΛ.: ακέραιη/ακεραία μονάδα: ΜΑΘ. καθεμία από τις μονάδες ενός ακέραιου αριθμού: στρογγυλοποίηση στην επόμενη ~ ~., ακέραιος προγραμματισμός: ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος προγραμματισμού κατά την οποία όλες οι μεταβλητές παίρνουν μόνο ακέραιες τιμές: γραμμικός και ~ ~. ● ΦΡ.: στο ακέραιο & (λόγ.) εις το ακέραιον: εξ ολοκλήρου, πλήρως: Εκτελώ/επιτελώ ~ ~ το έργο/το καθήκον μου. Εκπληρώνω ~ ~ τις υποχρεώσεις μου. Τηρώ ~ ~ τον λόγο μου/μια συμφωνία (= μέχρι κεραίας). Επέστρεψα τα χρήματα ~ ~. [< αρχ. ἀκέραιος, αγγλ. integral, integer, γαλλ. intègre]
  • ακεραιότητα [ἀκεραιότητα] α-κε-ραι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. διατήρηση της ολότητας, της πληρότητας: δομική ~ κατασκευής/κτιρίου. ~ λέξεων (ΑΝΤ. βραχυγραφία). ~ αρχειακού υλικού. Πβ. αρτιότητα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αναφοράς. Προστασία της ~ας δεδομένων (: από σβήσιμο ή αλλοίωση). Δεν διασφαλίζεται η ~ του μηνύματος. 2. (μτφ.) εντιμότητα, χρηστότητα: Διακρίνεται για την ~ά του. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. ηθικότητα, τιμιότητα ● ΣΥΜΠΛ.: εδαφική ακεραιότητα: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. το δικαίωμα κάθε κράτους να είναι ανεξάρτητο, ασκώντας κυριαρχικά δικαιώματα στα εδάφη του: διαφύλαξη/παραβίαση/υπεράσπιση της ~ής ~ας. Απειλώ/προασπίζομαι/σέβομαι την ~ ~ μιας χώρας. [< γαλλ. intégrité de territoire, γερμ. territoriale Integrität] , σωματική ακεραιότητα: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη να μη βλάπτεται σωματικά: απειλή/προσβολή/προστασία/σεβασμός της ~ής ~ας. Το έννομο αγαθό της ~ής ~ας. Έγκλημα κατά της ζωής ή της ~ής ~ας. Θέτω σε κίνδυνο τη ~ ~ κάποιου. Κινδυνεύει η ~ ~ά μου. Πβ. αρτιμέλεια. [< γαλλ. intégrité physique, αγγλ. physical integrity] ● ΦΡ.: ακεραιότητα (του) χαρακτήρα: για έντιμο, ενάρετο, συνήθ. δημόσιο πρόσωπο: Τον εκτιμούν για την ~ ~ του, την υπευθυνότητα και την ευθυκρισία του. [< μτγν. ἀκεραιότης, γαλλ. intégrité]
  • ακερδής , ής, ές [ἀκερδής] α-κερ-δής επίθ. {ακερδ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (σπάν.-επίσ.): που δεν παρέχει υλικά οφέλη, δεν επιφέρει κέρδη: ~ής: ασχολία/δραστηριότητα. ~ές: επάγγελμα. ΑΝΤ. επικερδής, κερδοφόρος ● επίρρ.: ακερδώς [-ῶς] [< αρχ. ἀκερδής]
  • ακέριος , ια, ιο [ἀκέριος] α-κέ-ριος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): ολόκληρος, ακέραιος: ~ια: αλήθεια. ~ιο: φεγγάρι. Πέρασε ένας χρόνος ~. [< μεσν. ακέριος]
  • ακεταλδεΰδη [ἀκεταλδεΰδη] α-κε-ταλ-δε-ΰ-δη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. υγρή χημική ένωση (αλδεΰδη) που προέρχεται από την αιθυλική αλκοόλη. [< αγγλ. acetaldehyde]
  • ακετάλη [ἀκετάλη] α-κε-τά-λη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. οργανική ένωση από συνδυασμό αλδεΰδης με αλκοόλη. [< αγγλ. acetal]
  • ακετόνη [ἀκετόνη] α-κε-τό-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. άχρωμο, πτητικό και εύφλεκτο υγρό, με έντονη οσμή, που χρησιμοποιείται ως διαλύτης: ~ για την αφαίρεση του βερνικιού των νυχιών. Η ασετυλίνη διαλύεται µέσα σε υγρή ~. Βλ. κετόνη, -όνη. ΣΥΝ. ασετόν [< γαλλ. acétone]
  • ακετυλενικός , ή, ό [ἀκετυλενικός] α-κε-τυ-λε-νι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που χαρακτηρίζει παράγωγα του ακετυλένιου: ~ή: αλκοόλη/ένωση. ~ό: υδρογόνο. [< γαλλ. acétylénique]
  • ακετυλένιο [ἀκετυλένιο] α-κε-τυ-λέ-νι-ο ουσ. (ουδ.) {ακετυλενί-ου}: ΧΗΜ. ασετυλίνη. [< γαλλ. acétylène]
  • ακετύλιο [ἀκετύλιο] α-κε-τύ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {ακετυλί-ου}: ΧΗΜ. μονοσθενής οργανική ρίζα, παράγωγο του οξικού οξέος. [< γαλλ. acétyle]
  • ακετυλοσαλικυλικός , ή, ό [ἀκετυλοσαλικυλικός] α-κε-τυ-λο-σα-λι-κυ-λι-κός επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: ακετυλοσαλικυλικό οξύ: ΦΑΡΜΑΚ. ασπιρίνη. [< γαλλ. acétylsalicylique]
  • ακετυλοχολίνη [ἀκετυλοχολίνη] α-κε-τυ-λο-χο-λί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ένωση χολίνης με οξικό οξύ που λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής του κεντρικού, συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος. Βλ. -ίνη. [< γαλλ. acétylcholine, 1914, αγγλ. acetylcholine, 1906]
  • ακέφαλος , η, ο [ἀκέφαλος] α-κέ-φα-λος επίθ. 1. χωρίς κεφάλι: ~ο: άγαλμα/πτώμα. Παραγωγή ~ων κλώνων.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~η: βίδα. Βλ. -κέφαλος. 2. (μτφ.) που δεν έχει ηγεσία: ~η: Αρχή/Εκκλησία. ~ο: ίδρυμα/κόμμα (: που δεν έχει προεδρία)/υπουργείο. Πβ. αδιοίκητος, ακυβέρνητος.|| (ΑΘΛ.) ~η: ομάδα (: χωρίς διοίκηση ή προπονητή). Βλ. ασώματος. 3. ΦΙΛΟΛ. που δεν έχει αρχή και ειδικότ. που του λείπει το πρώτο ή τα πρώτα φύλλα: ~ος: κώδικας. ~ο: χειρόγραφο. Βλ. κολοβός. ● ΣΥΜΠΛ.: ακέφαλος στίχος: ΜΕΤΡ. που η πρώτη συλλαβή απουσιάζει ή είναι βραχεία αντί για μακρά. [< 1,3: αρχ. ἀκέφαλος 2: αγγλ. acephalous, γαλλ. acéphale]

ασώματος

ασώματος, η/ος, ο [ἀσώματος] α-σώ-μα-τος επίθ. ΑΝΤ. ενσώματος 1. ΘΕΟΛ. που δεν έχει σώμα, σωματική και γενικότ. υλική υπόσταση: ~ος: λόγος. Ο Θεός ως πνεύμα είναι ~. Η εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων (: των Αρχαγγέλων). Οι άγγελοι είναι όντα άυλα και ~α. Πβ. άσαρκος. 2. ΝΟΜ. για περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν υλική, φυσική υπόσταση, όπως είναι τα δικαιώματα ή τα προνόμια: ~ες: ακινητοποιήσεις (: μη χρηματικά στοιχεία ενεργητικού). ~α: πάγια. Πβ. άυλος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασώματος κεφαλή 1. (κυρ. παλαιότ., λαϊκό θέαμα σε πανηγύρια) κεφάλι χωρίς σώμα. 2. (μτφ.) για πρόσωπο και κυρ. για όργανο, θεσμό χωρίς λαϊκά ή άλλα ερείσματα: οι ~ες ~ές στην κορυφή της δημόσιας διοίκησης/στα παράθυρα της τηλεόρασης. Βλ. ακέφαλος. [< αρχ. ἀσώματος]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

καύση

καύση καύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. αντίδραση καυσίμου με οξυγόνο, με αποτέλεσμα την παραγωγή θερμικής, ηλεκτρικής ή μηχανικής ενέργειας: ατελής/τέλεια ~. Βραδεία (βλ. βραδύκαυστος)/ταχεία ~. Βλ. καυστήρας, μετάκαυση. 2. (επίσ.) κάψιμο: ~ απορριμμάτων.|| ~ των νεκρών (= αποτέφρωση· βλ. ταφή).καύσεις (οι): ΒΙΟΧ. οξειδώσεις των θρεπτικών ουσιών των τροφών στα κύτταρα των ιστών: Ο οργανισμός κάνει ~. Με τη γυμναστική αυξάνονται οι ~ του λίπους. Βλ. θερμίδα, καταβολισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: μηχανή/κινητήρας εσωτερικής καύσης/καύσεως βλ. κινητήρας [< 1: γαλλ. combustion 2: αρχ. καῦσις] ΚΑΥΣΗ

κετόνη

κετόνη κε-τό-νη ουσ. (θηλ.) {συχνότ. στον πληθ.}: ΧΗΜ. καθεμία από τις οργανικές ενώσεις (με τύπο RC(=O)R'), που περιέχουν την καρβονυλική ομάδα C=Ο μέσα στην αλυσίδα του μορίου τους. Βλ. α~, αλδεΰδη, κετοναιμία, κετονουρία. [< γερμ. Keton, αγγλ. ketone, γαλλ. cétone]

-κέφαλος

-κέφαλος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~. 2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~. 3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες).

κολοβός

κολοβός, ή, ό κο-λο-βός επίθ. (λαϊκό) 1. που έχει κομμένη ουρά: ~ή: αλεπού/γάτα. Βλ. κόλουρος. 2. (μτφ.-προφ.) ελλιπής, ανολοκλήρωτος: ~ό: έργο/νομοσχέδιο. ~ές: αυξήσεις (σε μισθούς). Πβ. λειψός, μισερός, μισός. Βλ. ακέφαλος. ● ΦΡ.: φίδι κολοβό (μτφ.-μειωτ.): ύπουλος, καταχθόνιος άνθρωπος: Πού να ήξερε τι ~ ~ έκρυβε στο σπίτι του/έτρεφε στον κόρφο του! Πβ. νυφίτσα, οχιά. [< αρχ. κολοβός]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.