ασώματος, η/ος, ο [ἀσώματος] α-σώ-μα-τος επίθ. ΑΝΤ. ενσώματος 1. ΘΕΟΛ. που δεν έχει σώμα, σωματική και γενικότ. υλική υπόσταση: ~ος: λόγος. Ο Θεός ως πνεύμα είναι ~. Η εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων (: των Αρχαγγέλων). Οι άγγελοι είναι όντα άυλα και ~α. Πβ. άσαρκος. 2. ΝΟΜ. για περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν υλική, φυσική υπόσταση, όπως είναι τα δικαιώματα ή τα προνόμια: ~ες: ακινητοποιήσεις (: μη χρηματικά στοιχεία ενεργητικού). ~α: πάγια. Πβ. άυλος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασώματος κεφαλή 1. (κυρ. παλαιότ., λαϊκό θέαμα σε πανηγύρια) κεφάλι χωρίς σώμα. 2. (μτφ.) για πρόσωπο και κυρ. για όργανο, θεσμό χωρίς λαϊκά ή άλλα ερείσματα: οι ~ες ~ές στην κορυφή της δημόσιας διοίκησης/στα παράθυρα της τηλεόρασης. Βλ. ακέφαλος. [< αρχ. ἀσώματος]
-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.
καύση καύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. αντίδραση καυσίμου με οξυγόνο, με αποτέλεσμα την παραγωγή θερμικής, ηλεκτρικής ή μηχανικής ενέργειας: ατελής/τέλεια ~. Βραδεία (βλ. βραδύκαυστος)/ταχεία ~. Βλ. καυστήρας, μετάκαυση. 2. (επίσ.) κάψιμο: ~ απορριμμάτων.|| ~ των νεκρών (= αποτέφρωση· βλ. ταφή). ● καύσεις (οι): ΒΙΟΧ. οξειδώσεις των θρεπτικών ουσιών των τροφών στα κύτταρα των ιστών: Ο οργανισμός κάνει ~. Με τη γυμναστική αυξάνονται οι ~ του λίπους. Βλ. θερμίδα, καταβολισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: μηχανή/κινητήρας εσωτερικής καύσης/καύσεως βλ. κινητήρας [< 1: γαλλ. combustion 2: αρχ. καῦσις] ΚΑΥΣΗ
κετόνη κε-τό-νη ουσ. (θηλ.) {συχνότ. στον πληθ.}: ΧΗΜ. καθεμία από τις οργανικές ενώσεις (με τύπο RC(=O)R'), που περιέχουν την καρβονυλική ομάδα C=Ο μέσα στην αλυσίδα του μορίου τους. Βλ. α~, αλδεΰδη, κετοναιμία, κετονουρία. [< γερμ. Keton, αγγλ. ketone, γαλλ. cétone]
-κέφαλος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~. 2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~. 3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες).
κολοβός, ή, ό κο-λο-βός επίθ. (λαϊκό) 1. που έχει κομμένη ουρά: ~ή: αλεπού/γάτα. Βλ. κόλουρος. 2. (μτφ.-προφ.) ελλιπής, ανολοκλήρωτος: ~ό: έργο/νομοσχέδιο. ~ές: αυξήσεις (σε μισθούς). Πβ. λειψός, μισερός, μισός. Βλ. ακέφαλος. ● ΦΡ.: φίδι κολοβό (μτφ.-μειωτ.): ύπουλος, καταχθόνιος άνθρωπος: Πού να ήξερε τι ~ ~ έκρυβε στο σπίτι του/έτρεφε στον κόρφο του! Πβ. νυφίτσα, οχιά. [< αρχ. κολοβός]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ