Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [10480-10500]


  • βουλοκέρι βου-λο-κέ-ρι ουσ. (ουδ.): (κυρ. παλαιότ.) ειδικό κερί ή κολλώδης ουσία, που τη χρησιμοποιούσαν για το σφράγισμα επιστολών, δεμάτων: ~ ή ισπανικός κηρός. ~ σιλικόνης.
  • βούλωμα βού-λω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. φράξιμο, κλείσιμο: ~ των αρτηριών (πβ. στένωση)/των αυτιών/της μύτης (πβ. μπούκωμα). ~ τρύπας/φίλτρου. Πβ. πωματισμός, τάπωμα. ΑΝΤ. απόφραξη (2), ξεβούλωμα 2. καθετί που χρησιμοποιείται για το κλείσιμο ή το σφράγισμα οπής ή στομίου, καπάκι: ξύλινο/πλαστικό ~. ~ βαρελιού. Πβ. βύσμα, πώμα, σκέπασμα, τάπα. ● Υποκ.: βουλωματάκι (το) [< μεσν. βούλλωμα]
  • βουλώνω βου-λώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βούλω-σα, βουλώ-θηκε, -μένος, βουλών-οντας} (προφ.) ΑΝΤ. ξεβουλώνω: κλείνω τρύπα ή στόμιο, φράσσω: ~ την κανάτα/το μπουκάλι. Πβ. καπακώνω, ταπώνω.βουλώνει {συνήθ. στον αόρ. κ. τον παρακ.}: για κάτι που έχει φράξει: ~σε η αποχέτευση/ο νεροχύτης/το σιφόνι/η τουαλέτα. ~σαν τ' αυτιά μου από το νερό/το υψόμετρο. Αποσυμφορητικό για ~μένη μύτη (= μπουκωμένη, βλ. κρυολόγημα, συνάχι). Πβ. στουμπώνω. ● ΦΡ.: το βουλώνω {συνηθέστ. στην προστ.} (προφ.): παύω να μιλώ, σωπαίνω: (υβριστ.) Βούλωσ' το/βούλωστο (= σκάσε) λοιπόν! Βουλώστε το επιτέλους!, βουλωμένο γράμμα διαβάζεις βλ. γράμμα, βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα [< μεσν. βουλλώνω - παλαιότ. ορθογρ. βουλλώνω]
  • βουνίσιος , ια, ιο βου-νί-σιος επίθ.: που αναφέρεται στο βουνό ή προέρχεται από αυτό: ~ιος: αέρας. ~ια: βλάστηση/ζωή. ~ιο: τοπίο/χωριό. ~ια: μονοπάτια.|| ~ιο: μέλι. Πβ. ορεινός. Βλ. (παρα)θαλάσσιος, πεδινός, καμπίσιος, -ίσιος. ● Ουσ.: βουνίσιος, βουνίσια (ο/η): πρόσωπο που κατάγεται από ή μένει σε ορεινή περιοχή. Βλ. νησιώτης. ΣΥΝ. ορεσίβιος, ορεσίβια [< μεσν. βουνήσιος]
  • βουνό βου-νό ουσ. (ουδ.) 1. φυσικό ύψωμα γης που ξεπερνά τα τριακόσια μέτρα σε ύψος (είναι δηλ. μεγαλύτερο από τον λόφο): απόκρημνο/ιερό/κακοτράχαλο/καταπράσινο/χιονισμένο/ψηλό ~. Γυμνό/φαλακρό ~ (: χωρίς δέντρα). (ΜΥΘ.) Το ~ των θεών (: ο Όλυμπος). Κορυφή/μονοπάτια/πλαγιά/πρόποδες (παρυφές/ρίζες/υπώρειες) ~ού. Τσάι/χόρτα του ~ού. Απάτητα/δασωμένα/δύσβατα/πετρώδη ~ά. ~ά με απότομα φαράγγια/βαθιές χαράδρες/πλούσια βλάστηση. ~ά και πεδιάδες. ~ που υψώνεται στα βόρεια του νομού. Διασχίζω/κατεβαίνω το ~. Ανεβαίνω στο/το ~. Ο ήλιος έδυσε πίσω από τα ~ά. Περιοχή που περιβάλλεται από ~ά. Πβ. όρος. Βλ. παγόβουνο, πρόβουνο.|| (Αθλήματα/σπορ ~ού:) Ποδηλασία/σκι ~ού. Ανάβαση/αναρρίχηση/ορειβασία/πεζοπορία σε ~. 2. (κατ΄επέκτ.) ορεινή περιοχή: άνθρωπος του ~ού (= βουνίσιος). Διακοπές/ταξίδι στο ~ (βλ. στη θάλασσα). Ζει στα ~ά. 3. (μτφ.-εμφατ.) πληθώρα, σωρός· ειδικότ. για κάτι πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο ή μεγάλο, ογκώδες: ~ από άπλυτα (= ίσα με το ταβάνι)! ~ά σκουπιδιών/από σκουπίδια. Σκυμμένος πάνω από ένα ~ βιβλία. Πβ. πλήθος, στοίβα, σωρεία.|| ~ οι δυσκολίες/τα εμπόδια/τα προβλήματα/τα χρέη. Η υπόθεση μού φαίνεται/φαντάζει ~! Πβ. σκόπελος, τροχοπέδη, φραγμός.|| Κύματα ~ά (= τεράστια). ● Υποκ.: βουναλάκι & (λαϊκό-λογοτ.) βουνάκι & βουνί (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ποδήλατο βουνού βλ. ποδήλατο ● ΦΡ.: (να ζήσεις) σαν τα ψηλά βουνά!: ευχή για υγεία και μακροζωία: Να 'σαι γερός ~ ~!|| Έργο αθάνατο σαν ~ ~., από το βουνό κατέβηκε; (ειρων.-μειωτ.): για άνθρωπο ανίδεο ή αγροίκο, αγενή. ΣΥΝ. κατέβηκε/ήρθε/είναι από τα Γκράβαρα, βουνά και λαγκάδια: δύσβατες περιοχές, συνήθ. μακρινές: Περάσαμε μέσα από ~ ~., βουνό με βουνό δεν σμίγει: για να δηλωθεί ότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα να ξανασυναντηθούν δυο άνθρωποι. Βλ. καλώς τα μάτια μου τα δυο!, σαν τα χιόνια!, η τρέλα δεν πάει στα βουνά (πάει στους ανθρώπους) (παροιμ.): λέγεται για πράξεις παράλογες, απερίσκεπτες., μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια (παροιμ.): όποιος έχει συναντήσει μεγάλες δυσκολίες στο παρελθόν, αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα τις αντιξοότητες. ΣΥΝ. ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά (μτφ.): μπορεί να πετύχει ακόμα και κάτι θεωρητικά ανέφικτο., παίρνω τα (όρη και τα) βουνά (μτφ.) 1. φεύγω μακριά, συνήθ. επειδή βρίσκομαι σε κίνδυνο ή/και σε απόγνωση. 2. (σπάν.) τρελαίνομαι, παραφρονώ., στα όρη, στ' άγρια βουνά & στα όρη και στα βουνά (προφ.): πάρα πολύ μακριά (και απόκρημνα): Τι γύρευαν ~ ~ μες στα μεσάνυχτα; Ήταν ανάγκη να τρέχεις ~ ~;, τύχη βουνό (προφ.): (συνήθ. σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος) πολύ μεγάλη, εξαιρετική τύχη: ~ ~ είχε ο οδηγός του ΙΧ που έπεσε στον γκρεμό και σώθηκε., βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό βλ. βοηθώ, κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) βλ. κρατώ, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ βλ. Μωάμεθ [< μεσν. βουνό(ν)]
  • βουνοκορφή βου-νο-κορ-φή ουσ. (θηλ.): κορυφή βουνού: απάτητη ~. Απόκρημνες/χιονισμένες ~ές. Σκαρφάλωσε στη ~. Βλ. αντέρεισμα, κορυφογραμμή, πρόποδες. ΣΥΝ. ακρώρεια (1), κορφοβούνι
  • βουνοπλαγιά βου-νο-πλα-γιά ουσ. (θηλ.): πλαγιά βουνού: απότομη/κατάφυτη ~. Δασώδεις ~ιές. Πβ. κλιτύς, ράχη.
  • βουνοσειρά βου-νο-σει-ρά ουσ. (θηλ.) (προφ.): οροσειρά.
  • βουντού βου-ντού ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΘΡΗΣΚ. θρησκευτική παράδοση διαδεδομένη ιδ. στην Αϊτή, η οποία περιλαμβάνει πνευματιστικές και εκστατικές τελετές. ● ΦΡ.: κάνω βουντού (μτφ.): κάνω μάγια. [< αγγλ. voodoo, γαλλ. vaudou]
  • βουπρενορφίνη βου-πρε-νορ-φί-νη ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. -ΦΑΡΜΑΚ. ημισυνθετικό οπιοειδές φάρμακο (σύμβ. C29H41NO4·HCl) που χρησιμοποιείται στην αναισθησιολογία σε μικρές δόσεις ως αναλγητικό και σε μεγάλες δόσεις ως υποκατάστατο της ηρωίνης σε προγράμματα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά. Βλ. -ίνη, μεθαδόνη. [< αγγλ. buprenorphine, 1974]
  • βουρ επιφών.: (προτρεπτικά για γρήγορη δράση) εμπρός!: ~ στο ψαχνό/ψητό (= όρμα). Κλείσαμε το μαγαζί και ~ (= φύγαμε) για το σπίτι! ● ΦΡ.: βουρ στον πατσά! (αργκό): ως προτροπή σε κάποιον να εκμεταλλευτεί μια κατάσταση χωρίς χρονοτριβή. [< τουρκ. vur (ηχομιμητ.)]
  • βούρδουλας βούρ-δου-λας ουσ. (αρσ.) (προφ.) 1. μαστίγιο. Πβ. καμουτσίκι. 2. (μτφ.) κάθε μορφή άσκησης πίεσης, καταναγκασμού: Δεν μπορεί να δουλέψει με τον ~α.|| (απειλητ.) Θα πέσει ~ (= ξύλο). [< μεσν. βούρδουλας]
  • βουρδουλιά βουρ-δου-λιά ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (προφ.): χτύπημα με βούρδουλα. Πβ. καμτσικιά, μαστίγωμα. [< μεσν. βουρδουλιά]
  • βούρκος [βοῦρκος] βούρ-κος ουσ. (αρσ.) 1. μέρος με λασπώδη ή λιμνάζοντα νερά. Πβ. βάλτος, λασπουριά. 2. (μτφ.) (για ανήθικες πράξεις ή καταστάσεις) σήψη, βόρβορος: Βούλιαξε/βυθίστηκε/κυλιέται στον ~ο της αμαρτίας/διαφθοράς. Βουτηγμένοι στον ~ο των σκανδάλων. Πβ. οχετός, σαπίλα. [< μεσν. το βούρκος]
  • βούρκωμα βούρ-κω-μα ουσ. (ουδ.): το αποτέλεσμα του βουρκώνω. Πβ. δάκρυσμα.
  • βουρκώνω βουρ-κώ-νω ρ. (αμτβ.) {βούρκω-σα, -μένος, βουρκών-οντας} 1. (για μάτια γεμάτα δάκρυα) είμαι έτοιμος να κλάψω: ~σε από συγκίνηση. Με αγκάλιασε ~μένος. Πβ. δακρύζω.|| (μτφ.-λογοτ.) Ο ουρανός ~ει (: είναι συννεφιασμένος και προμηνύεται βροχή). 2. (σπάν.) βαλτώνω: Το μέρος ~σε από τα στάσιμα νερά της βροχής. [< μεσν. βουρκώνω]
  • βουρλίζω βουρ-λί-ζω ρ. (μτβ.) {βούρλι-σα, βουρλί-στηκα, -σμένος} (λαϊκό): αναστατώνω, ταράζω κάποιον: Με ~σε (= ζάλισε, τρέλανε) με την πολυλογία του. ~εται από τις τύψεις (πβ. κατατρύχω). Θύμωσα, εκνευρίστηκα, ~στηκα (= τσαντίστηκα). Πβ. ζουρλαίνω, παλαβώνω, πονοκεφαλιάζω. [< μεσν. βουρλίζω]
  • βούρλο [βοῦρλο] βούρ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΟΤ. ποώδες υδρόφιλο φυτό (επιστ. ονομασ. Juncus) με κυλινδρικούς, κοίλους βλαστούς και λεία, στενόμακρα και αιχμηρά φύλλα: καλάθι/ψάθες από ~α. Καλαμιές και ~α. Πβ. σχοίνος. Βλ. σπαθόχορτο. 2. (μτφ.-προφ.) πρόσωπο ανόητο, ηλίθιο: Δεν πήρε είδηση απ' όσα είπα, το ~! Πβ. βλάκας, βλίτο, ζωντόβολο. [< μεσν. βούρλον]
  • βούρτσα βούρ-τσα ουσ. (θηλ.): αντικείμενο που αποτελείται από τρίχες (φυσικές ή συνθετικές) ή από κομμάτια σύρματος σαν βελόνες, προσαρμοσμένα σε βάση, και χρησιμοποιείται για χτένισμα ή καθάρισμα, βάψιμο, γυάλισμα επιφάνειας: αντιστατική/ηλεκτρική/κυλινδρική/μαλακή/μεταλλική/περιστρεφόμενη/σκληρή/στρογγυλή ~. ~ μαλλιών (πβ. χτένα).|| Πλαστική ~. ~ δοντιών (= οδοντόβουρτσα)/παπουτσιών/χαλιών/χειρός. ~ καθαρισμού ρούχων. Τρίψτε (τα πλακάκια) με τη ~.|| ~ες βιομηχανικής/επαγγελματικής χρήσης. Βλ. πινέλο, ρολό, ταβανό-, συρματό-βουρτσα. ● Υποκ.: βουρτσάκι (το) [< μεσν. βούρτσα]
  • βουρτσίζω βουρ-τσί-ζω ρ. (μτβ.) {βούρτσι-σα, -στηκε, -σμένος, βουρτσίζ-οντας}: χρησιμοποιώ βούρτσα, για να χτενίσω, καθαρίσω, γυαλίσω ή βάψω κάτι: ~σε τα μαλλιά της. ~ τα δόντια/τα παπούτσια/τη στολή.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~σμένο: αλουμίνιο/νικέλιο. [< μεσν. βουρτσίζω]

αντέρεισμα

αντέρεισμα [ἀντέρεισμα] α-ντέ-ρει-σμα ουσ. (ουδ.) {αντερείσμ-ατα} 1. ΑΡΧΙΤ. κατασκευή που χρησιμοποιείται ως μέσο στήριξης: πέτρινο ~. ~ θόλου. Εγκάρσια ~ατα για την ενδυνάμωση της κατασκευής. Πβ. ανάλημμα, αντηρίδα, αντιστήριγμα, υποστύλωμα. 2. ΓΕΩΓΡ. τμήμα του βουνού που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές χαράδρες: ~ της κορυφής. Βραχώδη ~ατα. Τα ~ατα της οροσειράς ... 3. (απαιτ.-λεξιλόγ.-μτφ.) στήριγμα, έρεισμα: πνευματικά ~ατα. [< μτγν. ἀντέρεισμα]

βοηθώ

βοηθώ [βοηθῶ] βο-η-θώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βοηθ-άς (σπανιότ.) -είς ... | βοήθ-ησα, -ήσω, -ιέμαι (λόγ.) -ούμαι, -ήθηκα, -ηθώ, (λόγ.) -ούμενος, -ημένος, -ώντας} & βοηθάω 1. δίνω, παρέχω βοήθεια σε κάποιον: ~ τη μητέρα μου στα ψώνια/τα παιδιά μου στο διάβασμα. Ευχαριστώ για την πληροφορία, με ~άς πολύ. Μπορώ να ~ήσω σε κάτι (= να εξυπηρετήσω, να φανώ χρήσιμος); Τον ~ησε να βγει από το αυτοκίνητο/τη δύσκολη θέση. Ο γιατρός/η γυμναστική με ~ησε να χάσω βάρος. ~ήθηκε από το περιβάλλον της (πβ. στηρίζω, συμπαραστέκομαι, συντρέχω). Τις εργασίες διευθύνει ο Πρόεδρος, ~ούμενος από τον Γραμματέα. ~ώντας ο ένας τον άλλο (= αλληλοβοηθούμενοι).|| (ευχετ.) Ο Θεός να σε ~ήσει! (λαϊκό-προστ.) Παναγία βόηθα!|| (κατ' επέκτ.) Προσπαθώ να θυμηθώ, αλλά δεν με ~άει η μνήμη μου. Δεν ~ησε ο καιρός να βγούμε έξω (: είχε κακοκαιρία). Βλ. επι~. 2. ενισχύω, υποστηρίζω με οικονομικά ή γενικότ. υλικά μέσα: Εργάζεται από μικρός, για να ~άει τους γονείς του. Βοηθήστε μας! Αναξιοπαθούντες που ~ιούνται με τρόφιμα και ρούχα.|| (ειδικότ.) ~ήστε τον συνάνθρωπό σας (βλ. ελεήστε)! 3. συμβάλλω σε κάτι, το κάνω ευκολότερο: Η σόδα ~ά στην πέψη. ~άμε/~ούμε στη λύση των προβλημάτων. Βόηθα λίγο την κατάσταση. Πβ. συν-τείνω, -τελώ.βοηθά & βοηθάει (συνήθ. με άρνηση): ωφελεί: Δεν ~ να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ο φανατισμός δεν ~ σε τίποτα. Πβ. εξυπηρετεί, συμφέρει, χρησιμεύει. ● ΦΡ.: βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό (παροιμ.): για να δηλωθεί η αξία της αλληλοβοήθειας. Πβ. κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό). [< αρχ. βοηθῶ, γαλλ. aider]

γράμμα

γράμμα γράμ-μα ουσ. (ουδ.) {γράμμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κάθε σύμβολο του συστήματος γραφής μιας γλώσσας που παριστάνει έναν ή περισσότερους φθόγγους: άτονο/τονισμένο ~. Κεφαλαία (= μεγάλα)/πεζά (= μικρά, βλ. μικρογράμματος) ~ατα. Τα ~ατα του αλφάβητου (βλ. σύμφωνο, φωνήεν). Αντιστοίχιση/σειρά/σύμπλεγμα (πβ. δίψηφο)/συνδυασμός ~άτων. Το αρχικό ~ ονόματος (πβ. μονόγραμμα). Κωδικός που αποτελείται από ~ατα και αριθμούς (πβ. αλφαριθμητικός). Πβ. γράφημα. Βλ. σημαίνον.|| (συνήθ. στην ΤΥΠΟΓΡ.) Πρώτο ~ (= αρχίγραμμα). Έντονα/μαύρα/όρθια/πλάγια/υπογραμμισμένα ~ατα (= στοιχεία, χαρακτήρες). Αυτοκόλλητα ~ατα (βλ. λετρασέτ). Μέγεθος/μορφοποίηση/τύπος ~άτων (βλ. γραμματοσειρά). Διάστημα μεταξύ των ~άτων.|| (γραφικός χαρακτήρας:) ~ατα με ουρές (= καλλιγραφικά). Δεν βγάζω/δεν καταλαβαίνω τα ~ατά σου (βλ. κολλυβογράμματα). Κάνει ωραία/στρογγυλά ~ατα.|| Τα ~ατα μιας ταινίας/μιας τηλεοπτικής εκπομπής (: τίτλοι ή υπότιτλοι· βλ. ζενερίκ). Βλ. εικονό-, ιδεό-, ολό-γραμμα. 2. επιστολή: ανώνυμο/απειλητικό/αποχαιρετιστήριο/ενημερωτικό/ερωτικό/ευχαριστήριο/προσωπικό/συγκινητικό/συγχαρητήριο/συλλυπητήριο/χειρόγραφο ~. Aπλό/επείγον/συστημένο ~. ~ από/για/προς/σε κάποιον. Aποστολέας/παραλήπτης του ~ατος. Γράφω/διαβάζω/δίνω/έχω/παίρνω/στέλνω/ταχυδρομώ (ένα) ~. Απαντώ σε ένα ~. Ρίχνω το ~ στο γραμματοκιβώτιο.γράμματα (τα) 1. η λογοτεχνία και κατ' επέκτ. οι ανθρωπιστικές κυρ. επιστήμες: κλασικά (: αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, γραμματολογία)/νεοελληνικά ~. Άνθιση/πόλη των ~άτων. Η γιορτή των ~άτων (: των τριών Ιεραρχών). Η εμφάνιση/προσφορά ενός συγγραφέα στα ~. Διακρίθηκε στον χώρο των ~άτων. 2. γραφή και ανάγνωση και κατ' επέκτ. γνώσεις, σπουδές: Δεν ξέρει (πολλά) ~ (= είναι αγράμματος, αναλφάβητος).|| Τα πρώτα ~ (: στοιχειώδης εκπαίδευση). Έχει έφεση/κλίση στα ~. ● Υποκ.: γραμματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: Γράμματα και Τέχνες: πνευματικός πολιτισμός: βραβείο/κέντρο/λέσχη/σύνδεσμος/σχολή ~άτων και ~ών. Εθνικό αριστείο/Τάξη ~άτων και ~ών της Ακαδημίας Αθηνών. Προσωπικότητα των ~άτων και των ~ών., κενό/νεκρό γράμμα (μτφ.): (συνήθ. για αρχή, θεσμό, νόμο) που δεν εφαρμόζεται στην πράξη: Αρκετές από τις διακηρύξεις για τα δικαιώματα του παιδιού παραμένουν ~ ~. Βλ. ανενεργός. [< γαλλ. lettre morte] , το γράμμα/ (και) το πνεύμα του νόμου (μτφ.): η διατύπωση και όχι η ουσία του: Απόφαση σύμφωνη με ~ ~. Είναι προσκολλημένος στο ~ ~. Ακολουθώ/επιβάλλω/παρακάμπτω/τηρώ ~ ~., άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι βλ. άνθρωπος, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, εγκύκλιος παιδεία/εγκύκλιες σπουδές/εγκύκλια γράμματα βλ. εγκύκλιος, Ιερά Γράμματα βλ. ιερός, ψιλά γράμματα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) & με ολόχρυσα γράμματα: για πρόσωπο ή γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό που αξίζει να μείνει στη μνήμη: Το όνομά του γράφτηκε με ~ ~ στις δέλτους/σελίδες της ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Πβ. χρυσές σελίδες., βουλωμένο γράμμα διαβάζεις (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος έχει διαίσθηση, αντιλαμβάνεται κάτι, χωρίς να έχει τα απαραίτητα στοιχεία: Καλά πώς το κατάλαβες; ~ ~! Βλ. ψυχανεμίζομαι., δεν (τα) παίρνει τα γράμματα & τα παίρνει τα γράμματα (προφ.): είναι κακός/καλός μαθητής στο σχολείο., κατά γράμμα: πιστά, με συνέπεια και ακρίβεια: Ακολούθησε ~ ~ τις οδηγίες/τις συμβουλές/τις υποδείξεις μου. Εκτελώ ~ ~ μια διαταγή/μια εντολή. Ερμηνεύω/εφαρμόζω ~ ~ τον νόμο/μια συμφωνία. Το πρόγραμμα της προπόνησης πρέπει να τηρείται ~ ~ (= σχολαστικά). Η λέξη ... σημαίνει ~ ~ ... Πβ. επακριβώς.|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά λέξη, ακριβής. Πβ. αυτολεξεί)., κορόνα (ή) γράμματα: διαδικασία κατά την οποία κάποιος ρίχνει ψηλά ένα κέρμα, για να αποφασίσει τυχαία ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές δυνατότητες· το αντίστοιχο τυχερό παιχνίδι: Να το παίξουμε/να ρίξουμε ~ ~, για να αποφασίσουμε ποια ταινία θα δούμε., παίζω κάτι κορόνα (ή) γράμματα: αφήνω ή επιλέγω κάτι στην τύχη, ρισκάρω: ~ ~ τη ζωή μου/την καριέρα μου/το κεφάλι μου/το μέλλον μου. Πβ. ριψοκινδυνεύω., (τώρα στα γεράματα), μάθε γέρο γράμματα βλ. γεράματα, μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις βλ. δάσκαλος, δασκάλα [< αρχ. γράμμα]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

καλώς

καλώς [καλῶς] κα-λώς επίρρ. {καλύτερα, άριστα (λογιότ.) κάλλιστα} (λόγ.) 1. σωστά, ικανοποιητικά: Αν ενθυμούμαι ~, ...|| ~ έπραξες! Έτσι αποφάσισαν και ~ (έκαναν). Πβ. ορθώς.|| Βαθμός πτυχίου "~".|| Αν είναι έτσι, ~ (= σύμφωνοι). ΑΝΤ. κακώς 2. για την εισαγωγή ευχετ. φράσεων: ~ να γυρίσεις/να πας!|| (σε εκφρ. υποδοχής:) ~ τον/τους! ~ τα παιδιά! (συχνά ειρων.) ~ τα μάτια μου/μας τα δυο! (ως απάντηση:) ~ σε/σας βρήκα!|| ~ τα/τους δέχτηκες/να τους δεχτείς (= να τους υποδεχτείς)! ● ΦΡ.: έχει καλώς: για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· καλά, εντάξει: ~ ~, θα το φροντίσω. Αν τα καταφέρω, ~ ~· αλλιώς, θα ξαναπροσπαθήσω. Πβ. πάει καλά., καλώς εχόντων των πραγμάτων: αν εξελιχθούν όλα ομαλά: ~ ~, θα έχω τελειώσει μέχρι αύριο. Πβ. εκτός απροόπτου., καλώς ή κακώς: ανεξαρτήτως του αν κάτι είναι θετικό ή αρνητικό, αν συμφωνούμε ή όχι: ~ ~, αύριο θα έχει λήξει το θέμα., βαίνει καλώς βλ. βαίνω, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, καλώς ήρθες/ήρθατε βλ. έρχομαι, καλώς όρισες/ορίσατε βλ. ορίζω, καλώς τον(α) κι ας άργησε! βλ. αργώ, λίαν καλώς βλ. λίαν, ο καλώς/κακώς εννοούμενος βλ. εννοούμενος ● βλ. καλά, καλός [< αρχ. καλῶς]

κρατώ

κρατώ [κρατῶ] κρα-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κρατ-άς (σπάν.) -είς, κρατ-ά κ. -άει (σπανιότ.) -εί ... | κράτ-ησα, -ιέται κ. -είται, -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & κρατάω 1. έχω κάτι ή κάποιον στα χέρια μου, πιάνοντάς το(ν) ώστε να μην πέσει, να μην κινείται: ~ τη βαλίτσα/λουλούδια/το μωρό (αγκαλιά)/πανό/τη ρακέτα/τη σημαία (πβ. βαστώ). Μου ~άει την πόρτα, για να περάσω. Τον ~ούσε σφιχτά από το μανίκι/τη μέση/το χέρι. ~ σταθερά το τιμόνι. ~ τον σκύλο από το λουρί. ~ά στα χέρια της ένα βιβλίο/το τρόπαιο. Κράτα το όρθιο/χαμηλά/ψηλά. Κράτα μου λίγο την τσάντα. ~ιέμαι από τα κάγκελα/την κουπαστή (πβ. πιάνομαι). ~ήσου καλά. ~ηθείτε χέρι-χέρι. ΑΝΤ. αφήνω.|| (κατ' επέκτ.) Δεν με ~άει το σκοινί. Πώς θα ~ήσει τόσο βάρος το τραπέζι; Πβ. αντέχω, σηκώνω. 2. (γενικότ.) έχω στην κατοχή μου κάτι: Θα ~ήσει το διαμέρισμα για δική του χρήση. ~ησε το μερίδιό του.|| ~άει όπλο. Δεν ~ χρήματα/ψιλά (: δεν έχω πάνω μου, δεν μου βρίσκονται). 3. διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ησε την ανωνυμία του/την αξιοπρέπειά του/το δικαίωμα να .../μια σχέση (μυστική)/την ψυχραιμία του (ΑΝΤ. έχασε). ~ ουδετερότητα. Μας ~άει σε αγωνία/αναμονή/εγρήγορση/υπερένταση/φόρμα. ~ούν το κοινό καθηλωμένο. ~ τα βλέφαρα/μάτια ανοιχτά. ~ αποθηκευμένο το μήνυμα/απόρρητη την έκθεση/(καλά) κρυμμένο το γράμμα. ~ το παράθυρο κλειστό/πατημένο το πλήκτρο/το περιβάλλον καθαρό/τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Οι παίκτες ~ησαν τη διαφορά σταθερά πάνω από τους δέκα πόντους. ~ήστε το δέρμα σας ενυδατωμένο/ίσια την πλάτη/το κεφάλι ψηλά/τον οργανισμό σας υγιή. ~άει τον ρυθμό με το ντέφι. Με το ζόρι ~ιέμαι ξύπνιος/όρθιος. Κατάφερε να ~ηθεί στην εξουσία/στην επιφάνεια/στην κορυφή/στην πρώτη θέση (πβ. παραμένω). 4. φυλάω ή συγκρατώ κάτι, ώστε να μη χαθεί, καταστραφεί ή ξεχαστεί: ~ αντίγραφο/αποδείξεις/αρχεία/ντοκουμέντα/τα πρωτότυπα/φωτογραφίες. ~ (κάτι) ως εγγύηση/για ενθύμιο/ως φυλαχτό. ~ αποθέματα/δυνάμεις για ... ~ τα γραπτά μου σε συρτάρι. Μην ~άτε προσωπικά δεδομένα στον υπολογιστή σας. Τα στοιχεία ~ούνται εμπιστευτικά. ~ήστε τα εισιτήρια μέχρι την έξοδό σας από τον σταθμό.|| ~ αυτά που είπες/τα βασικά/τα θετικά/την ουσία/μια φράση από ... ~ στη μνήμη/στο μυαλό/στο νου μου τις αναμνήσεις από .../(ζωντανά) τα λόγια/τη μορφή σου (πβ. θυμάμαι). Αυτό που ~ από τις δηλώσεις/από τη φετινή χρονιά είναι ... Θα ~ήσω μόνο τα καλά. 5. φυλακίζω προσωρινά κάποιον χωρίς δικαστική απόφαση ή ένταλμα σύλληψης, του στερώ την ελευθερία του: Τον ~ησαν για ανάκριση/στην Aσφάλεια/στο αυτόφωρο/στο (αστυνομικό) τμήμα. Τους ~ούσε αιχμαλώτους/δεμένους/δέσμιους/έγκλειστους/ομήρους/φυλακισμένους. ~ούνται αδίκως/παράνομα/για τα πολιτικά τους φρονήματα/υπό περιορισμό. ~είται σε απομόνωση/σε κελί/σε στρατόπεδο/στη φυλακή. Συνελήφθη και ~είται για εμπλοκή στη ληστεία/στην υπόθεση. Εξακολουθούν να ~ούνται από τις Αρχές οι ... (: τελούν υπό κράτηση). 6. έχω κάτι υπό τον έλεγχο, τη φροντίδα, την ευθύνη, την επίβλεψή μου: ~ το μαγαζί (πβ. διευθύνω)/το νοικοκυριό/το ξενοδοχείο/το σπίτι (πβ. καθαρίζω, συντηρώ)/το ταμείο. ~ τα λογιστικά βιβλία (πβ. ενημερώνω, τηρώ). Από τότε που αρρώστησε, τα παιδιά του ~άνε τη δουλειά/το μαγαζί.|| (μτφ.) ~άμε την τύχη στα χέρια μας. Η ομάδα ~ά το εισιτήριο για τον τελικό. ~ούν τα κλειδιά της επιτυχίας. Ένας παίκτης ~ησε μόνος του όλη την ομάδα (πβ. στηρίζω). Βλ. ανδρο-, γυναικο-κρατείται. 7. δεν αφήνω κάτι να εκτεθεί, να φανερωθεί, να εκδηλωθεί: ~ησε τα δάκρυα/τον θυμό/τα νεύρα του (πβ. συγκρατώ). Έχω διαμορφώσει άποψη, αλλά την ~ για τον εαυτό μου/για μένα. Δεν μπορεί να ~ήσει τα συναισθήματά της. Το καλύτερο σας το ~ για το τέλος/έκπληξη. Μού 'ρχεται να κλάψω μα ~ιέμαι. Πώς ~ήθηκα και δεν είπα τίποτα! Δεν μπόρεσα να ~ηθώ από τα γέλια.|| Δεν μπορώ να ~ηθώ, πρέπει να πάω στην τουαλέτα. 8. τηρώ: ~ούν τις αξίες/τις αρχές/τα έθιμα/τις παραδόσεις. ~ησε την αξιοπρέπειά/το λόγο (της τιμής)/τον όρκο/την υπόσχεσή του (ΑΝΤ. αθετώ). ~ (αρνητική/θετική) στάση απέναντι σε ... Θα ~ηθεί σειρά προτεραιότητας. 9. (γενικότ.) για να δηλωθεί ενέργεια: ~ παρέα/συντροφιά σε κάποιον (πβ. κάνω). ~ τις επιφυλάξεις μου (= επιφυλάσσομαι).|| ~ ημερολόγιο (πβ. γράφω)/λογαριασμό/παρουσίες (πβ. παίρνω)/πρακτικά/σημειώσεις. ~ τα στοιχεία κάποιου (πβ. καταχωρώ, σημειώνω). Δεν ~ησα το νούμερο του αυτοκινήτου/το τηλέφωνό του. Εφαρμογή/συσκευή που ~άει τον χρόνο/την ώρα (πβ. καταγράφω). 10. κάνω κράτηση, εξασφαλίζω εκ των προτέρων θέση, εισιτήριο: ~ δωμάτιο/τραπέζι (στο όνομά μου). Πβ. αγκαζάρω, κλείνω. 11. δεσμεύω κάποιον, δεν τον αφήνω να φύγει: Την ~ησα για φαγητό. Πουλάει φτηνά, για να ~ήσει τους πελάτες. Τίποτα δεν με ~άει πια εδώ. Πώς θα τον ~ήσω κοντά μου; Η αγάπη τούς ~ησε μαζί. Μη σας ~ άλλο (πβ. καθυστερώ). Μας ~ησε μέχρι αργά. Θα τον ~ήσουν (: δεν θα τον απολύσουν) στη δουλειά. 12. παρακρατώ: ~ μέρος των χρημάτων/τους τόκους. Τι σου ~άνε από τον μισθό; ~είται προμήθεια 0,30 ευρώ ανά συναλλαγή.|| (ειδικότ.) Κράτα τα ρέστα (: μη μου τα δίνεις). 13. (για πρόσ., πράγμα ή ουσία) συγκρατώ: Κράτα με, γιατί θα του ορμήξω. Τα δέντρα ~ούν το χώμα. Ο οργανισμός του ~ά (= κατακρατεί) περισσότερα υγρά από όσα χρειάζεται (πβ. απορροφώ). 14. αντέχω: Λάστιχα που ~άνε στον δρόμο (: είναι ανθεκτικά).|| (μτφ.) ~ησε στην πολιορκία (πβ. αντιστέκομαι). Πώς ~ησε και δεν τα παράτησε! (ως προτροπή) Κράτα γερά! Παρά τις δοκιμασίες ~ήθηκε στο ύψος του. Πβ. βαστώ. 15. (προφ.) κατάγομαι: ~άει από καλή οικογένεια/σόι. ~ από τη Μάνη.|| (παλαιότ.) ~άει από αρχοντική γενιά.κρατά & κρατάει 1. διαρκεί, αντέχει στον χρόνο: Μπαταρία που δεν ~ πολύ. Όλα τα ωραία ~άνε λίγο. Η εξορία/ο πόλεμος/η σχέση ~ησε δέκα χρόνια. Καλό ήταν όσο ~ησε. Πόσο ~ησαν οι διαπραγματεύσεις; 2. διατηρείται: Το μακιγιάζ/το χτένισμα ~ (: δεν χαλάει). Δεν ~άνε τα τυριά εκτός ψυγείου (: αλλοιώνονται). ● ΦΡ.: (ο χορός) καλά κρατεί (συχνά αρνητ. συνυποδ.): για κατάσταση που έχει διάρκεια, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση: Η βεντέτα/η κρίση/o πόλεμος ~ ~. ~ ~ η προεκλογική αντιπαράθεση. (Και) τα πανηγύρια/σκάνδαλα ~ ~ούν., δεν κρατιέμαι (προφ.): για να δηλωθεί έντονη ανυπομονησία, επιθυμία, ανάγκη για κάτι: ~ ~ιόταν από τη χαρά της., κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι με τη συνεργασία επιτυγχάνεται καλύτερα ο στόχος. Πβ. το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο., κρατά(ει) τη θέση του (μτφ.) 1. ενεργεί κατά τρόπο που να μη θίγεται η αξιοπρέπειά του ή να μην εκτίθεται: Ξέρει να ~ ~. 2. επιμένει στις απόψεις του., κρατάει χαρακτήρα (μτφ.-προφ.): παραμένει σταθερός στις απόψεις του, δεν αλλάζει στάση, συμπεριφορά., κρατάω το παιδί 1. (για έγκυο) αποφασίζω να μη διακόψω την κύηση. 2. το φυλάω, προσέχω (όταν λείπουν οι γονείς του από το σπίτι): Ποιος σου ~άει ~; Βλ. μπέιμπι σίτερ., κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή: τον βοηθώ να ζήσει ή να επιβιώσει παρά τις αντιξοότητες: Την ~ούν στη ζωή με μηχανική υποστήριξη.|| (μτφ.) Η ελπίδα/το πείσμα τον ~ησε ζωντανό. (κατ' επέκτ.) ~ησε ζωντανό το όνειρο., κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό: δεν το φανερώνω: ~ά(ει) (επτασφράγιστο) μυστικό το παρελθόν του. ~ησε κρυφό το γεγονός από τους φίλους του. ΑΝΤ. αποκαλύπτω (1), το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο) (προφ.): θυμάμαι το κακό που μου έκαναν και επιδιώκω εκδίκηση: Μια φορά του είπα ψέματα και ακόμη μου το ~ει. Πβ. μνησικακώ. ΣΥΝ. το βαστάω (σε κάποιον), (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου βλ. πόδι, (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, κάνω/κρατάω σεκόντο (σε κάποιον) βλ. σεκόντο, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατά/κατέχει τα σκήπτρα/τα ηνία βλ. σκήπτρο, κρατάω (κάτι) γινάτι βλ. γινάτι, κρατάω (κάτι) μέσα μου βλ. μέσα, κρατάω κόντρα βλ. κόντρα, κρατάω πισινή βλ. πισινός, κρατάω τα μπόσικα βλ. μπόσικος, κρατάω το ίσο βλ. ίσο, κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον βλ. μούτρο, κρατάω/φυλάω τσίλιες βλ. τσίλια, κρατώ (κάποιον) ενήμερο βλ. ενήμερος, κρατώ (το) φανάρι βλ. φανάρι, κρατώ αντίσταση βλ. αντίσταση, κρατώ επαφή (με κάποιον) βλ. επαφή, κρατώ κακία σε κάποιον βλ. κακία, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κρατώ μακριά βλ. μακριά, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, κρατώ την αναπνοή μου βλ. αναπνοή, κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, κρατώ ψηλά τη σημαία βλ. σημαία, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση βλ. απόσταση, κρατώ/παίρνω τα γκέμια βλ. γκέμια, κρατώ/τηρώ τις ισορροπίες βλ. ισορροπία, κρατώ/τηρώ/σώζω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, κρύβε λόγια βλ. λόγια, λαμβάνω/κρατώ υπό σημείωση βλ. σημείωση, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις βλ. απόσταση, πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, πιάνω/κρατώ τη μύτη μου βλ. μύτη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί, τηρεί σιγή(ν) ιχθύος βλ. ιχθύς, τηρώ/κρατώ στάση αναμονής βλ. αναμονή ● βλ. κράτει, κρατημένος, κρατούμενος, κρατών [< αρχ. κρατῶ ‘είμαι ισχυρός, επικρατώ, κρατώ σταθερά’]

κρυολόγημα

κρυολόγημα κρυ-ο-λό-γη-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. ιογενής λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού που χαρακτηρίζεται κυρ. από καταρροή, ρινική συμφόρηση, πόνο στον φάρυγγα και βήχα: δυνατό/ενοχλητικό/επίμονο ~. Κοινό ~. Ο ιός του ~ατος. Άρπαξε ένα βαρύ/γερό ~ (πβ. πούντα). Βλ. γρίπη, ίωση, συνάχι. ΣΥΝ. κρύωμα (1)

Μωάμεθ

Μωάμεθ Μω-ά-μεθ κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: μόνο στη ● ΦΡ.: όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αναλαμβάνει πρωτοβουλία για μια ενέργεια ή συνάντηση, την οποία κανονικά θα έπρεπε να πραγματοποιήσει κάποιος άλλος. [< μεσν. Μωάμεθ]

νύχτα

νύχτα νύ-χτα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) νύκτα & (λαϊκό-λογοτ.) νυχτιά & (αρχαιοπρ.) νυξ {νυκτός, νυκτί} 1. η χρονική διάρκεια ανάμεσα στη δύση και την ανατολή του ήλιου, κατά την οποία επικρατεί σκοτάδι, επειδή στον συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο δεν φτάνουν οι ηλιακές ακτίνες: βαθιά/έναστρη/ζεστή/κρύα/μαύρη ~. ~ με πανσέληνο/χωρίς φεγγάρι. Έχει παγωνιά τη ~. Η ~ της Πρωτοχρονιάς. Κρέμα ~ας/νυκτός. Πουλί της ~ας (= νυχτοπούλι). Μετά/πριν τις έντεκα τη ~. Η ~ (= το σκοτάδι) έπεσε/σκέπασε την πόλη. Ήρθε (αργά) τη ~. Ξύπνησε μες στην (άγρια) ~ (= τα μεσάνυχτα). Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη (τη) ~. (ως επίρρ.) Σηκώνεται ~ (= ξημερώματα), για να πάει στη δουλειά. Μην οδηγήσεις ~! Το νομοσχέδιο πέρασε ~ (: γρήγορα και ξαφνικά, για να αποφευχθούν αντιδράσεις). Πβ. βράδυ. ΑΝΤ. ημέρα (1) 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, οι ώρες του βραδινού ύπνου ή ό,τι γίνεται κατά τη διάρκειά του: μοιραία ~. ~ αγωνίας/βομβαρδισμών/τρόμου. Μια ~ στην εξοχή/του χειμώνα. ~ες κεφιού/μοναξιάς (πβ. βραδιά). Είχα ανήσυχη/άσχημη ~ χθες. Η πρώτη ~ του γάμου ~. Καλή σου ~ (= καληνύχτα)! Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~, έχω αϋπνίες. Πέρασε μια/τη ~ άγρυπνος/στο κρατητήριο. Μεγάλη ~ η χθεσινή (: συνέβησαν κρίσιμα, σημαντικά γεγονότα)! Άνθρωπος της ~ας. Οι νονοί της ~ας. Δουλεύει στη ~. 3. (μτφ.) περίοδος οπισθοδρόμησης, απαισιοδοξίας, θλίψης: η ~ της Κατοχής/του Μεσαίωνα. Πβ. ζοφερότητα, σκοτάδι. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγια Νύχτα: η νύχτα των Χριστουγέννων· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο χριστουγεννιάτικο τραγούδι., η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου: για περιπτώσεις που έλαβε ή πρόκειται να λάβει χώρα ένα αποτρόπαιο, φρικαλέο ή συνταρακτικό συμβάν: Θα γίνει ~ ~! [< γαλλ. la nuit de la Saint Barthélémy] , λευκές νύχτες: που οφείλονται στο φαινόμενο του ήλιου του μεσονυχτίου, είναι ορατές στις περιοχές που βρίσκονται ελάχιστα εκτός των ορίων των αρκτικών κύκλων και χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη φωτός στον ουρανό, ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου: οι ~ ~ της Αγίας Πετρούπολης., λευκή νύχτα 1. βράδυ αϋπνίας: ~ ~ σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (: όταν τα μπαρ, τα μουσεία, τα εστιατόρια, τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες). 2. (κυρ. για συζύγους) χωρίς σεξουαλική επαφή. [< γαλλ. nuit blanche] , δοχείο νυκτός βλ. δοχείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: (μέσα) σε μια νύχτα: μέσα σε ένα βράδυ, δηλ. πολύ γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες: Έγινε πλούσιος ~ ~. Πβ. μέσα σε μια στιγμή, στο άψε σβήσε. ΣΥΝ. εν μία νυκτί, διά νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας: φυγή ~ ~., έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα: φωτίστηκε/φώτισαν πολύ το μέρος (σαν να ήταν μέρα): Έγινε ~ με τα πυροτεχνήματα. Οι φωτοβολίδες έκαναν ~., έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα (προφ.) 1. κοιμάται τη μέρα και εργάζεται ή διασκεδάζει τη νύχτα. 2. εργάζεται ακατάπαυστα πρωί βράδυ. , εν μία νυκτί (λόγ.): μέσα σε μια νύχτα, ξαφνικά., εν τω μέσω της νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα: ληστεία ~ ~., η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη (παροιμ.): για μη αναμενόμενη εξέλιξη σε χρονοβόρες παρασκηνιακές ενέργειες ανάδειξης προσώπων σε αξιώματα., θα φύγει/έφυγε νύχτα (αργκό): θα αποχωρήσει κακήν κακώς. Πβ. σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης., μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ & το πρωί/το ξημέρωμα: νύχτωσε, βράδιασε· για δήλωση πολύωρης διάρκειας ή καθυστέρησης: Θα μας βρει/πάρει ~ μέχρι να φτάσουμε (: θα πέσει το σκοτάδι). Με πήρε ~ διαβάζοντας.|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Μας πήρε ~ μέχρι να ετοιμαστεί (= βραδιάσαμε, νυχτώσαμε)!, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) (προφ.) 1. για να δηλωθεί η πλήρης άγνοια κάποιου σε έναν τομέα: Του ζήτησα βοήθεια, αλλά ~ ~! 2. για δήλωση απαισιοδοξίας: -Πώς πάνε τα πράγματα; -~ ~! 3. σε περιπτώσεις που επικρατεί το μαύρο χρώμα ή σκοτάδι. Πβ. μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα., νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; (ειρων.): προς κάποιον που αποδεικνύεται ανάξιος κάτοχος ενός διπλώματος, συνήθ. οδήγησης., ο κόσμος της νύχτας: άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης (π.χ. τραγουδιστές, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων και οι εργαζόμενοι σε αυτά) ή/και ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες (π.χ. προστασία, εμπόριο ναρκωτικών): ο επικίνδυνος/σκληρός ~ ~. Κυκλώματα που σχετίζονται με τον ~ο ~., όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί (παροιμ.): όποιος κινείται σε ύποπτους χώρους ή εμπλέκεται σε επικίνδυνες υποθέσεις, υφίσταται τις συνέπειες., από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ, η μέρα με τη νύχτα βλ. μέρα, η νύχτα των κρυστάλλων βλ. κρύσταλλο, μέρα-νύχτα βλ. μέρα, όνειρο θερινής νυκτός βλ. όνειρο, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, χίλιες και μια νύχτες βλ. χίλιοι [< μεσν. νύχτα < αρχ. νύξ, γαλλ. nuit, αγγλ. night, γερμ. Nacht]

παγόβουνο

παγόβουνο πα-γό-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. τεράστιος συνήθ. όγκος πάγου που έχει αποκοπεί από κάποιον πολικό παγετώνα και επιπλέει στις ανοιχτές θάλασσες. Βλ. παγονησίδα. 2. (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο ψυχρό, συνήθ. ερωτικά. Πβ. παγοκολόνα. ● ΣΥΜΠΛ.: η κορυφή του παγόβουνου 1. (μτφ.) το ορατό σημείο αρνητικής συνήθ. κατάστασης που δεν είναι γνωστή σε όλο το εύρος της: Το σκάνδαλο δεν είναι παρά ~ ~ σε μια σειρά παράνομων υποθέσεων. 2. το τμήμα του παγόβουνου που είναι πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. [< αγγλ. the tip of the iceberg] [< γαλλ.-αγγλ. iceberg]

πινέλο

πινέλο πι-νέ-λο ουσ. (ουδ.): εργαλείο που αποτελείται από μία λαβή, στην άκρη της οποίας προσαρμόζεται θύσανος από τρίχες, και χρησιμοποιείται για το άπλωμα συνήθ. μπογιάς σε μια επιφάνεια: λεπτό/μαλακό ~. ~ με συνθετική τρίχα. ~ ζωγραφικής (= χρωστήρας). Βλ. στραβοπίνελο. || (για άλλες χρήσεις) ~ σιλικόνης. ~ ζαχαροπλαστικής/κουζίνας/ξυρίσματος/χειλιών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ μορφοποίησης. [< ιταλ. pennello]

ποδήλατο

ποδήλατο πο-δή-λα-το ουσ. (ουδ.) {ποδηλάτ-ου}: ΤΕΧΝΟΛ. όχημα με δύο συνήθ. τροχούς, τον έναν πίσω από τον άλλο, συνδεδεμένους με μεταλλικό σκελετό, το οποίο κινείται με την περιστροφική κίνηση που ασκούν τα πόδια του αναβάτη στα πετάλια και χρησιμοποιείται για μετακίνηση, άθληση ή ψυχαγωγία: ανδρικό/γυναικείο/διθέσιο/ενεργειακό/ηλεκτροκίνητο/μηχανοκίνητο (= μοτο~)/τρίκυκλο ~. ~ με βοηθητικές ρόδες/ταχύτητες. Το ~ ως εναλλακτικό μέσο φιλικό προς το περιβάλλον. Αλυσίδα (βλ. ντεραγιέρ)/καλάθι/κράνος/ρόδες/σέλα/σχάρα/τιμόνι/φρένα ~ου. Κάνω/μαθαίνω/ξέρω/οδηγώ ~. Πηγαίνει στη δουλειά με (το) ~. Βλ. υδρο~. ● Υποκ.: ποδηλατάκι (το): μικρό ποδήλατο, κυρ. παιδικό. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσιο ποδήλατο & ποδήλατο θαλάσσης: μικρό πλωτό όχημα που κινείται με πετάλια. [< αγγλ. aqua/sea bike] , ποδήλατο βουνού & ορειβατικό ποδήλατο: μάουντεν μπάικ., ποδήλατο γυμναστικής & στατικό/(σπάν.) σταθερό ποδήλατο: το αντίστοιχο όργανο γυμναστικής: καθιστά/μαγνητικά/στατικά ~ατα ~. [< αγγλ. stationary bicycle, 1962] ● ΦΡ.: ποδήλατο δρόμου & αγωνιστικό ποδήλατο: που διαθέτει ελαφρύ σκελετό και λεπτά λάστιχα, για μεγαλύτερη ταχύτητα. [< αγγλ. road bike] , ποδήλατο πόλης: κατάλληλο για μετακίνηση σε αστικούς δρόμους: σπαστό ~ ~., του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< γαλλ. vélocipède, 1818]

σπαθόχορτο

σπαθόχορτο σπα-θό-χορ-το ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): ΒΟΤ. βάλσαμο. Βλ. βούρλο, γλαδιόλα.

στόμα

στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]

τρύπα

τρύπα [τρῦπα] τρύ-πα ουσ. (θηλ.) 1. άνοιγμα κυκλικού σχήματος σε επιφάνεια: διαμπερής/τυφλή ~. ~ στην εξάτμιση/στο οδόστρωμα/στη σκεπή/στον τοίχο. Δημιουργία/διάνοιξη ~ας. Βουλώνω/κλείνω/μπαλώνω/φράζω μια ~. Τα παπούτσια του είχαν ~ες. Πέρασαν μέσα από την ~ του φράχτη.|| H ~ της κλειδαριάς (= κλειδαρότρυπα). Κόσκινο με μεγάλες ~ες. Τυρί με ~ες.|| Έκανε ~ στο αυτί/στον αφαλό/στη μύτη/στο φρύδι (: έβαλε σκουλαρίκι). ΣΥΝ. οπή (1) 2. κοιλότητα: υπόγεια ~. ~ του βράχου. Άνοιξαν μια ~ στο έδαφος.|| Ο λαγός/το ποντίκι βγήκε από την ~ του (: φωλιά).|| (μτφ.-προφ.) Μετά από τέτοιο διασυρμό έψαχνε ~, για να κρυφτεί. Βρήκε ~ (πβ. ευκαιρία) και μπήκε στην εταιρεία (: τον προσέλαβαν). || (λ. ταμπού): γυναικείο αιδοίο ή πρωκτός. 3. (μτφ.) κενό, έλλειψη: ~ στον νόμο. Η άμυνα της ομάδας είχε ~ες (πβ. αδυναμίες).|| Προσπαθούν να κλείσουν την ~ του ελλείμματος.|| Το λειτουργικό σύστημα είναι γεμάτο ~ες (= διάτρητο). Μια νέα ~ ασφαλείας εντοπίστηκε στην εφαρμογή. 4. (μτφ.-μειωτ.) πολύ στενός, περιορισμένος χώρος: Δουλεύει/μένει σε μια ~. ● Υποκ.: τρυπίτσα, τρυπούλα (η) ● Μεγεθ.: τρυπάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & λευκή οπή: υποθετική περιοχή στο Διάστημα από την οποία μπορεί να διαφύγει ύλη και φως. 2. (μτφ.) πλεόνασμα δημοσίων οργανισμών και ταμείων κοινωνικής ασφάλισης. [< 1: αγγλ. white hole, 1971] , μαύρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & μελανή οπή: συγκέντρωση σημαντικά μεγάλης μάζας στο Διάστημα με ισχυρή βαρυτική έλξη, ώστε να μην επιτρέπει ούτε στο φως να ξεφεύγει από αυτή: ~ ~ στο κέντρο του γαλαξία. Βλ. σκουληκότρυπα. 2. (μτφ.) έλλειμμα: ~ ~ στα έσοδα/στον προϋπολογισμό. 3. αδιέξοδη κατάσταση: η ~ ~ της κατάθλιψης/της κρίσης/της πανδημίας. [< 1: αγγλ. black hole, 1964] , τρύπα του όζοντος βλ. όζον ● ΦΡ.: κάνω μια τρύπα στο νερό (προφ.): προσπαθώ μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Παρά την επιμονή του, έκανε μια ~ ~. Και τελικά τι κατάφερες; Μια ~ ~., κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες (μτφ.): καλύπτω ποικίλα κενά, συνήθ. με πρόχειρο τρόπο: Τρέχω να ~σω τις ~ που άνοιξαν με τα χρέη., περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας (μτφ.-εμφατ.): περνώ από πολύ στενή δίοδο και κατ' επέκτ. επιτυγχάνω κάτι πολύ δύσκολο: Ο διεθνής άσος πέρασε την μπάλα ~ ~ και έβαλε γκολ., βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1 [< 1,2: μτγν. τρῦπα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.