Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [10460-10480]


  • βουλγαρικός , ή, ό βουλ-γα-ρι-κός επίθ. & (προφ.) βουλγάρικος, η, ο: που σχετίζεται με τη Βουλγαρία ή/και τους Βουλγάρους. ● Ουσ.: Βουλγαρικά (τα) & (επίσ.) Βουλγαρική (η): η βουλγαρική γλώσσα και το αντίστοιχο μάθημα. [< μεσν. βουλγαρικός]
  • Βούλγαρος, Βουλγάρα Βούλ-γα-ρος επίθ./ουσ. {-ου (λόγ.) -άρου}: πρόσωπο που έχει γεννηθεί στη Βουλγαρία ή κατάγεται από αυτή ή έχει αποκτήσει τη βουλγαρική υπηκοότητα. [< μεσν. Βούλγαρος]
  • βουλεβάρτο βου-λε-βάρ-το ουσ. (ουδ.) 1. πλατιά λεωφόρος με δενδροστοιχίες και ευρύχωρα πεζοδρόμια σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού: τα ~α του Παρισιού. 2. ΘΕΑΤΡ. μπουλβάρ. [< γαλλ. boulevard]
  • βούλεται βού-λε-ται ρ. (αρχαιοπρ.): επιθυμεί, θέλει, κυρ. στις ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι βλ. μωραίνω, τις αγορεύειν βούλεται; βλ. αγορεύω [< αρχ. βούλομαι]Ι
  • βούλευμα βού-λευ-μα ουσ. (ουδ.) {βουλεύμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΝΟΜ. απόφαση Δικαστικού Συμβουλίου: έκδοση ~ατος. Ένδικα μέσα (: αναίρεση/έφεση) κατά ~άτων. Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε το ~ αποφυλάκισης του ... Παραπομπή για κακούργημα με αμετάκλητο (= τελεσίδικο) ~ ή απευθείας κλήση. (σε παραθετικά σύνθ.) ~-βόμβα/καταπέλτης/χαστούκι. Βλ. προ~. ● ΣΥΜΠΛ.: απαλλακτικό βούλευμα: με το οποίο αποφασίζεται η αθώωση του κατηγορουμένου ή σταματά η ποινική δίωξη., παραπεμπτικό βούλευμα: με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται σε δίκη λόγω επαρκών ενοχοποιητικών στοιχείων. Βλ. κλητήριο θέσπισμα. [< αρχ. βούλευμα ‘κρίση, απόφαση, συμβουλή’]
  • βουλευτής βου-λευ-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (λαϊκό) βουλευτίνα (η): ΠΟΛΙΤ. αιρετός αντιπρόσωπος του λαού στη Βουλή, μέλος του Κοινοβουλίου: τέως/υποψήφιος ~. Απερχόμενοι ~ές. Εκλέχτηκε ~. Κατεβαίνει για ~. Βλ. ευρω~. ● ΣΥΜΠΛ.: βουλευτής επικρατείας: που δεν θέτει υποψηφιότητα σε συγκεκριμένη περιφέρεια, αλλά εκλέγεται ανάλογα με το ποσοστό των ψήφων που θα συγκεντρώσει το κόμμα του/της στο σύνολο της χώρας και με βάση τη σειρά εμφάνισης του ονόματός του/της στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. [< αρχ. βουλευτής]
  • βουλευτικός , ή, ό βου-λευ-τι-κός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με τον βουλευτή: ~ή: έδρα/ιδιότητα. ~ό: αξίωμα. ~ές: εκλογές. Βλ. δια~, ευρω~, κοινο~. ● ΣΥΜΠΛ.: βουλευτική αποζημίωση βλ. αποζημίωση, βουλευτική/κοινοβουλευτική ασυλία βλ. ασυλία [< αρχ. βουλευτικός]
  • βουλευτιλίκι βου-λευ-τι-λί-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): το αξίωμα ή η θητεία του βουλευτή: Εγκατέλειψε τη δικηγορία για το ~. Βλ. -ιλίκι.
  • βουλή βου-λή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Β) 1. ΠΟΛΙΤ. (στο δημοκρατικό πολίτευμα) αντιπροσωπευτικό συλλογικό πολιτικό όργανο που ασκεί τη νομοθετική εξουσία και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο· κατ' επέκτ. οι βουλευτές: αποφάσεις/οι Επιτροπές/η ημερήσια διάταξη/το κανάλι/οι κανονισμοί/η ολομέλεια/τα όργανα/τα πρακτικά/το Προεδρείο/ο Πρόεδρος της ~ής (των Ελλήνων). Οι αρμοδιότητες της ~ής (: κυρ. ψήφιση Συντάγματος και προϋπολογισμού, εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας και αιρετών οργάνων, παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, άσκηση οιωνεί δικαστικών καθηκόντων, απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος). Διάλυση/σύγκληση/συνεδρίαση της ~ής. Διακοπή/έναρξη/λήξη των εργασιών της ~ής. Επερώτηση/ομιλία/παρέμβαση στη ~. Τροπολογία που συζητείται στη ~. (για υποψήφιο βουλευτή:) Έμεινε εκτός ~ής (ΑΝΤ. Μπήκε στη ~ = εκλέχθηκε). Το νομοσχέδιο ήρθε για/προς ψήφιση στη ~.|| Η ~ απέρριψε/ενέκρινε/ψήφισε την πρόταση νόμου. Βλ. ευρω~. ΣΥΝ. κοινοβούλιο 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο κτίριο: διαδήλωση/συγκέντρωση στη/έξω από τη ~. βουλές (οι) (λόγ.): επιθυμίες, σκέψεις: ανεξιχνίαστες οι ~ τους. ● ΣΥΜΠΛ.: Άνω Βουλή: ΠΟΛΙΤ. το ανώτερο από τα δύο νομοθετικά σώματα ξένων χωρών, τα μέλη του οποίου διορίζονται βάσει κληρονομικού δικαιώματος ή εκλέγονται με έμμεση ψηφοφορία (δηλ. η Γερουσία και η Βουλή των Λόρδων). [< αγγλ. Upper House] , Βουλή των Εφήβων: ετήσιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Βουλής των Ελλήνων, στο οποίο συμμετέχουν, ύστερα από επιλογή, μαθητές της Β' Λυκείου από την Ελλάδα, την Κύπρο και τα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού: σύνοδος της ~ής ~., Κάτω Βουλή: ΠΟΛΙΤ. το κατώτερο από τα δύο νομοθετικά σώματα ξένων χωρών, τα μέλη του οποίου εκλέγονται άμεσα από τον λαό (δηλ. η Βουλή των Αντιπροσώπων, η Βουλή των Κοινοτήτων και η Εθνοσυνέλευση). [< αγγλ. Lower House] , Αναθεωρητική Βουλή βλ. αναθεωρητικός, Βουλή των Κοινοτήτων βλ. κοινότητα, Βουλή των Λόρδων βλ. λόρδος, Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (της Βουλής) βλ. θεσμός, Συντακτική/Συνταγματική Βουλή βλ. συντακτικός, τμήμα (θερινών) διακοπών της Βουλής βλ. διακοπές ● ΦΡ.: άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει (γνωμ.-αρχαιοπρ.): οι ανθρώπινες επιθυμίες ή προσδοκίες ανατρέπονται από τη θεϊκή βούληση και γενικότ. από την πραγματικότητα., άγνωσται αι βουλαί/άγνωστες οι βουλές του Κυρίου/του Υψίστου βλ. άγνωστος [< αρχ. βουλή, γαλλ. Parlement, αγγλ. Parliament]
  • βούληση βού-λη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) επιθυμία για την πραγματοποίηση στόχου, τη λήψη απόφασης, την εκτέλεση πράξης, θέληση: ανθρώπινη/ατομική/ισχυρή/κοινή/λαϊκή ~. Η αυτονομία της ~ης. Επιβολή της ~ης της πλειοψηφίας. Έκφραση της ~ης του λαού. Καθεστώς ενάντια στη ~ των πολιτών (βλ. δικτατορία). Ανεξάρτητα από/παρά τη ~ή μου. Έρμαιο της ~ης των ισχυρών. Βλ. βολονταρισμός. 2. ΨΥΧΟΛ. ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται μέσω της ενσυνείδητης προσπάθειας του ανθρώπου να πετύχει τους στόχους που έχει επιλέξει. Βλ. νόηση, συναίσθημα. ΑΝΤ. αβουλία (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ελευθερία της βούλησης: το δικαίωμα του ανθρώπου να πράττει σύμφωνα με τις συνειδητές επιλογές του, χωρίς να επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες: ~ ~ και σκέψης., πολιτική βούληση & πολιτική θέληση: που εκπορεύεται από την εξουσία για την οργάνωση μιας κοινωνίας και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της: ~ ~ για πάταξη της φοροδιαφυγής. Θέμα ~ής ~ης. Ανυπαρξία/απουσία/έλλειψη ~ής ~ης. Δεν υπάρχει ~ ~. Η κυβέρνηση διαθέτει/έχει την ~ ~ να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές., δήλωση βουλήσεως/βούλησης βλ. δήλωση, διάταξη τελευταίας βούλησης βλ. διάταξη ● ΦΡ.: κατά βούληση & (λόγ.) κατά βούλησιν: σύμφωνα με τη θέληση κάποιου, όπως και όσο επιθυμεί: Είστε ελεύθεροι να πράξετε ~ ~. Πυρ ~ ~., οικεία/ιδία βουλήσει & εξ ιδίας βουλήσεως (λόγ.): θεληματικά, εκούσια: Αποφασίζω/δρω/ενεργώ ~ ~. ΣΥΝ. αυτόβουλα, ηθελημένα, οικειοθελώς ΑΝΤ. ακούσια [< αρχ. βούλησις, γαλλ. volonté]
  • βουλησιαρχία βου-λη-σι-αρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. βολονταρισμός. Βλ. -αρχία.
  • βουλησιαρχικός , ή, ό βου-λη-σι-αρ-χι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. που σχετίζεται με τη βουλησιαρχία. [< γαλλ. volontariste, 1902]
  • βουλητικός , ή, ό βου-λη-τι-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με τη βούληση: ~ός: έλεγχος (των κινήσεων). Νοητικές και ~ές ενέργειες.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ά: ρήματα (= επιθυμίας). ● Ουσ.: βουλητικό (το): ΨΥΧΟΛ. το τμήμα της ψυχής που αποτελεί το κέντρο της βούλησης: το γνωστικό, το συναισθηματικό και το ~. Βλ. επιθυμητικό, θυμικό. ● ΣΥΜΠΛ.: βουλητικές προτάσεις: ΓΡΑΜΜ. δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις, που εισάγονται με το μόριο "να" και συμπληρώνουν συνήθ. την έννοια του ρήματος ή σπανιότ. του ονόματος: π.χ. Θέλω να γυρίσω. [< μτγν. βουλητικός]
  • βούλιαγμα βού-λιαγ-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. βύθιση: ~ του πλοίου στη θάλασσα. Πβ. κατα-βύθιση, -ποντισμός.|| (μτφ.) ~ στη ρουτίνα. 2. (μτφ.) καταστροφή, κατάρρευση: ~ των ασφαλιστικών ταμείων/του χρηματιστηρίου. Πβ. ναυάγιο, φουντάρισμα.|| ~ των εσόδων/τιμών (: μεγάλη πτώση, καταβύθιση). 3. δημιουργία κοιλώματος, βαθουλώματος και το ίδιο το βαθούλωμα: ~ του εδάφους (βλ. καθίζηση).|| (σε αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα:) ~ στο φτερό. ~ατα και γρατζουνιές. Πβ. λακκούβα.
  • βουλιάζω βου-λιά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βούλια-ξε, βουλιά-ξει, -γμένος, βουλιάζ-οντας} (προφ.) 1. (συνήθ. για πλεούμενο) βυθίζω ή βυθίζομαι: Ένα τεράστιο κύμα ~ξε τη βάρκα. ~ξαν το πλοίο με τορπίλη (πβ. τορπιλίζω). Πβ. καταβυθίζω.|| Το καράβι ~ξε στα ανοιχτά (ΣΥΝ. καταποντίστηκε, ναυάγησε).|| (κατ' επέκτ.) Το αυτοκίνητο ~ξε στη λάσπη (= βουτήχτηκε). ~ξε αναπαυτικά στον καναπέ. 2. (μτφ.) περιέρχομαι σε μια αρνητική κατάσταση: ~ξε στην απόγνωση/στη θλίψη/στη ρουτίνα. Έχει ~ξει στον βούρκο (της αμαρτίας)/στο τέλμα (= έχει βουτηχτεί, βυθιστεί). Πβ. περιπίπτω. 3. (μτφ.) καταστρέφω ή καταστρέφομαι, συνήθ. οικονομικά: Ο πόλεμος ~ξε κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα.|| ~ξε η εταιρεία (= απέτυχε, χρεοκόπησε). Η αγορά έχει ~ξει εξαιτίας της έλλειψης ρευστού. Πβ. φουντάρω. Βλ. ξελασπώνω.βουλιάζει: υποχωρεί, καταρρέει: ~ξε το πάτωμα από τα νερά/η στέγη από το χιόνι. Ένιωσαν τη γη/το έδαφος να ~ κάτω από τα πόδια τους (= παθαίνει καθίζηση, χάνεται).|| Ο προφυλακτήρας του αυτοκινήτου ~ξε από τη σύγκρουση. ~γμένα μάγουλα/μάτια (= βαθουλωμένα).|| (μτφ.) Έχει ~ξει το νησί από τους τουρίστες (: έχει πάρα πολύ τουρισμό). ● ΦΡ.: βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) βλ. καράβι, πνίγεται/είναι βουτηγμένος/έχει βουλιάξει στα χρέη βλ. χρέος [< μεσν. βουλίζω]
  • βουλιμία βου-λι-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αίσθημα έντονης πείνας και υπερβολική κατανάλωση τροφής: ψυχογενής ~. ~ και παχυσαρκία. Πβ. πολυ-, υπερ-φαγία. 2. (γενικότ.) λαιμαργία: Έτρωγε/καταβρόχθιζε με ~ το φαγητό. Βλ. λιγούρα, χορτασμός. ΣΥΝ. αδηφαγία (2) 3. (μτφ.) έντονη επιθυμία για κάτι: επεκτατική/ερωτική/κερδοσκοπική ~. Ακόρεστη ~ για εξουσία. Πβ. απληστία, πλεονεξία. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική βουλιμία & νευρογενής βουλιμία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που εμφανίζεται σε νεαρές κυρ. γυναίκες, χαρακτηρίζεται από παρορμητική υπερφαγία και οφείλεται σε ψυχολογικά αίτια. Βλ. νευρική ανορεξία. [< αγγλ. bulimia nervosa, 1979] [< 2: αρχ. βουλιμία, γαλλ. boulimie, αγγλ. bulimy]
  • βουλιμικός , ή, ό βου-λι-μι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη βουλιμία ή πάσχει από αυτή: ~ές: κρίσεις.|| ~οί: έφηβοι. Βλ. ανορεξικός. || ~ή: διάθεση (για εξουσία). ● Ουσ.: βουλιμικός, βουλιμική (ο/η) [< γαλλ. boulimique, αγγλ. bulimic]
  • βουλκανιζατέρ βουλ-κα-νι-ζα-τέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: συνεργείο ή σπανιότ. συσκευή επιδιόρθωσης ή αντικατάστασης φθαρμένων ελαστικών σε οχήματα: βαφείο-φανοποιείο-~. Λάστιχα-~. [< γαλλ. vulcanisateur]
  • βουλκανισμένος , η, ο βουλ-κα-νι-σμέ-νος επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που έχει υποστεί βουλκανισμό: ~η: ίνα/κυτταρίνη. ~ο: ελαστικό/καουτσούκ. [< γαλλ. vulcanisé]
  • βουλκανισμός βουλ-κα-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. χημική κατεργασία του (φυσικού ή συνθετικού) καουτσούκ με σκοπό την ενίσχυση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του. Βλ. αναγόμωση, -ισμός. [< γαλλ. vulcanisation]

άγνωστος

άγνωστος, η, ο [ἄγνωστος] ά-γνω-στος επίθ. {-ου (λόγ.) -ώστου}: που δεν είναι γνωστός, που δεν τον γνωρίζουν: ~ος: αποστολέας/δημιουργός/παραλήπτης/πλανήτης/ποιητής (= άσημος, αφανής. ΑΝΤ. διάσημος)/προορισμός. ~η: αιτία/ασθένεια. ~ο: είδος/έργο/μέλλον/όνομα/περιεχόμενο/πρόσωπο (ΑΝΤ. οικείο)/φαινόμενο. ~ες: λέξεις. ~α: στοιχεία. ~ης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα (Α.Τ.Ι.Α. = ούφο). (λόγ.) ~ώστου αιτιολογίας/ετύμου/πατρός/προελεύσεως/συγγραφέως. ~ώστων λοιπών στοιχείων (: κυρ. για πτώμα ανθρώπου). Παντελώς/σχεδόν ~ (σε ευρείς κύκλους/στο ελληνικό κοινό). Μου είναι τελείως ~. ~ παραμένει ο αριθμός των αγνοουμένων. Ένας ~ κόσμος ανοίγεται στα μάτια σας. Οι δράστες έφυγαν προς ~η κατεύθυνση. Ανακάλυψα την ~η πλευρά του. Ήμασταν ~οι μεταξύ μας. (προφ.) ~ο αν θα .../το γιατί/το πώς ... ΑΝΤ. γνωστός (1) ● Ουσ.: άγνωστο (το) {αγνώστου}: κατάσταση μη γνωστή, που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης γνώσης: το ~ και ανεξήγητο. Πορεία/ταξίδι στο ~. Φόβος μπροστά στο ~. Βαδίζουμε/οδεύουμε προς το ~., άγνωστος, άγνωστη (ο/η) 1. πρόσωπο που δεν είναι γνωστό, γνώριμο: μήνυση κατά ~ώστου. Επίσκεψη μιας ~ης. ~οι βεβήλωσαν το μνημείο. Επίθεση ~ώστων. ~ μεταξύ ~ώστων. 2. ΜΑΘ. {στο αρσ.} όρος που δηλώνει τη συμβολική παράσταση ενός ζητούμενου ποσού ή μεγέθους κάποιου μαθηματικού προβλήματος, που πρέπει να προσδιοριστεί: ο ~ χ, ψ. Εξίσωση με έναν ~ο/δύο ~ώστους. ● ΣΥΜΠΛ.: άγνωστα νερά (μτφ.): μη οικείο πεδίο δράσης: Βουτάμε/κολυμπάμε/οδηγούμαστε/πλέουμε σε ~ ~., Άγνωστος Θεός: ΑΡΧ. ονομασία που δόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες σε Θεούς που φαντάζονταν ότι μπορεί να υπήρχαν χωρίς να τους γνωρίζουν: Ο βωμός/ναός του ~ώστου ~ού., Άγνωστος Στρατιώτης: διεθνής όρος που αναφέρεται συμβολικά σε στρατιώτη που έπεσε στο πεδίο της μάχης, για να τιμηθούν όλοι όσοι πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα: Το μνημείο του ~ου/(λόγ.) ~ώστου ~η. Βλ. κενοτάφιο. [< γαλλ. Soldat inconnu, 1920] , ο άγνωστος Χ (μτφ.): παράμετρος που δεν είναι γνωστή, αστάθμητος παράγοντας:, αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο, γνωστοί-άγνωστοι βλ. γνωστός ● ΦΡ.: (εξηγώ) τα άγνωστα δι' αγνώστων: για ανεπιτυχή συνήθ. προσπάθεια ερμηνείας άγνωστου πεδίου με δεδομένα εξίσου άγνωστα., άγνωσται αι βουλαί/άγνωστες οι βουλές του Κυρίου/του Υψίστου: σε περιπτώσεις που θέλει να δηλώσει κάποιος εμφατ. ότι δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το μέλλον: Ποιος ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; ~ ~!, στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα βλ. βάρκα [< αρχ. ἄγνωστος, γαλλ. inconnu]

αγορεύω

αγορεύω [ἀγορεύω] α-γο-ρεύ-ω ρ. (αμτβ.) {αγόρευ-σα} (λόγ.) ΣΥΝ. ρητορεύω 1. εκφωνώ λόγο ενώπιον ακροατηρίου (στη Βουλή, στο δικαστήριο): ~ από το βήμα της Βουλής/ενώπιον του δικαστηρίου/επικριτικά. ~σε για τον μετριασμό της ποινής. Ο συνήγορος/η υπεράσπιση ~ει. Βλ. αν~, προσ~. 2. (ειρων.) μιλώ με προσποιητό, πομπώδες ύφος: ~ει με στόμφο. ● ΦΡ.: τις αγορεύειν βούλεται; (αρχαιοπρ.): (ερώτηση του κήρυκα στην Εκκλησία του Δήμου της αρχαίας Αθήνας) ποιος θέλει να μιλήσει, να εκφωνήσει λόγο, το βήμα είναι ελεύθερο γι' αυτόν που θέλει να πάρει τον λόγο. [< 1: αρχ. ἀγορεύω]

αναγόμωση

αναγόμωση [ἀναγόμωση] α-να-γό-μω-ση ουσ. (θηλ.) ΤΕΧΝΟΛ. 1. ξαναγέμισμα μηχανισμού, εξαρτήματος ή συσκευής με το απαραίτητο για τη λειτουργία του/της υλικό ή ειδικότ. όπλου με εκρηκτική ύλη: ~ μελανιών/πυροσβεστήρα.|| ~ πυρομαχικών. 2. επάλειψη του ελαστικού της ρόδας τροχοφόρου οχήματος με ειδική ουσία, για να αποκατασταθεί η φθορά του. Βλ. βουλκανισμός, επιμετάλλωση. [< 1: γαλλ. rechargement 2: γαλλ. rechapage, 1928]

αναθεωρητικός

αναθεωρητικός, ή, ό [ἀναθεωρητικός] α-να-θε-ω-ρη-τι-κός επίθ. 1. που προβαίνει σε αναθεώρηση: ~ή: απόφαση/επιτροπή. ~ό: δικαστήριο (: αναθεωρεί αποφάσεις στρατιωτικών δικαστηρίων)/έργο/σώμα. 2. ΠΟΛΙΤ. ρεβιζιονιστικός: ~ή: ιδεολογία. ~ές: αντιλήψεις/απόψεις/θέσεις. Πβ. ρεφορμιστικός.|| (ως ουσ.) Οι ~οί (= αναθεωρητές, ρεβιζιονιστές). ● ΣΥΜΠΛ.: Αναθεωρητική Βουλή: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που έχει εξουσιοδοτηθεί από την αμέσως προηγούμενη να προχωρήσει σε αναθεώρηση συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος. Βλ. Συνταγματική/Συντακτική Βουλή.

ανορεξικός

ανορεξικός, ή, ό [ἀνορεξικός] α-νο-ρε-ξι-κός επίθ./ουσ. & ανορεκτικός: ΨΥΧΙΑΤΡ. που πάσχει από νευρική ανορεξία ή σχετίζεται με αυτή. ~ό: μοντέλο. Βλ. βουλιμικός. ● Ουσ.: ανορεξικός, ανορεξική & (προφ.) ανορεξικιά (ο/η) [< γαλλ. anorexique, 1903, αγγλ. anorectic, anorexic (ως ουσ.) 1907]

αποζημίωση

αποζημίωση [ἀποζημίωση] α-πο-ζη-μί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. χρηματική αποκατάσταση ζημίας: άμεση/αντισταθμιστική/γενική/ελάχιστη/εξισωτική/μερική/νόμιμη/οικονομική/πάγια/πλήρης/προσωρινή ~. ~ εργάτη για ατύχημα. ~ για ψυχική οδύνη. ~ λόγω απαλλοτρίωσης/απόλυσης. ~ από ασφαλιστική εταιρεία/το Δημόσιο. ~ στο ακέραιο. Παροχή/χορήγηση ~ης. ~ώσεις παραγωγών για τις καταστροφές των καλλιεργειών. Απαιτώ/διεκδικώ/δικαιούμαι/δίνω/ζητώ/καταβάλλω/λαμβάνω/παίρνω/πληρώνω ~. Το δικαστήριο όρισε ~ ύψους ... ευρώ.|| (για κάλυψη εξόδων παράστασης) Χιλιομετρική ~ υπαλλήλων μετακινούμενων εκτός έδρας. 2. (μτφ.) ανταμοιβή, συνήθ. ηθική, ως αντιστάθμισμα για δοκιμασία: Η αναγνώριση του έργου μας ήταν η καλύτερη ~ για τις θυσίες/τους κόπους μας. Πβ. αμοιβή, δικαίωση, επιβράβευση, ικανοποίηση. ● ΣΥΜΠΛ.: βουλευτική αποζημίωση: ποσό που καταβάλλεται μηνιαίως στους βουλευτές έναντι μισθού., ηθική αποζημίωση: ΝΟΜ. που δίνεται για ηθική βλάβη: ~ ~ για δυσφήμιση/προσβολή της προσωπικότητας/συκοφαντία. Βλ. υλική αποζημίωση., πολεμικές αποζημιώσεις & πολεμικές επανορθώσεις: ποσό που καταβάλλεται μετά το τέλος του πολέμου από την πλευρά του ηττημένου στον νικητή για τις προκληθείσες ζημίες, υλικές και ηθικές: δυσβάσταχτες/τεράστιες/υπέρογκες ~ ~. [< γαλλ. réparations de guerre] ● ΦΡ.: αποζημίωση εκτός έδρας: χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον, όταν για υπηρεσιακούς ή επαγγελματικούς λόγους αναγκάζεται να βρεθεί εκτός της περιοχής όπου μένει και εργάζεται: (ημερήσια) ~ ~ στρατιωτικού προσωπικού/υπαλλήλων του Δημοσίου. Βλ. οδοιπορικά. [< γαλλ. dédommagement]

-αρχία

-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.

ασυλία

ασυλία [ἀσυλία] α-συ-λί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. προνόμιο που ισχύει για συγκεκριμένα αξιώματα ή περιστάσεις, κατά τις οποίες τα εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν υφίστανται διώξεις: άτυπη/γενική/δικαστική/νομική/ποινική/πολιτική ~. Καθεστώς ~ας. Απολαμβάνει/εξασφάλισε ~. Καλύπτεται από ~.|| (κατ' επέκτ.) Έχει ~ από τα ΜΜΕ (: είναι στο απυρόβλητο). ● ΣΥΜΠΛ.: βουλευτική/κοινοβουλευτική ασυλία: (για βουλευτή, με εξαίρεση το αυτόφωρο κακούργημα) που δεν διώκεται ποινικά, δεν συλλαμβάνεται, δεν φυλακίζεται ούτε περιορίζεται με άλλο τρόπο, χωρίς τη συγκατάθεση της ολομέλειας της Βουλής, όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος: άρση της ~ής ~ας. Πβ. ακαταδίωκτο., διπλωματική ασυλία: προνομιακό καθεστώς για τους διπλωμάτες (τις οικογένειές τους και το προσωπικό της πρεσβείας), σύμφωνα με το οποίο δεν υπάγονται στην έννομη τάξη του κράτους, όπου είναι διαπιστευμένοι. [< αρχ. ἀσυλία, γαλλ. immunité]

βολονταρισμός

βολονταρισμός βο-λο-ντα-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. θέση η οποία υποστηρίζει τη δράση που βασίζεται στη βούληση, αποκλείοντας κάθε εξαναγκασμό: επαναστατικός/πολιτικός ~. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία κατά την οποία θεμελιώδης οργανωτική δύναμη του κόσμου και του ατόμου είναι η βούληση. Βλ. λογοκρατία, νοησιαρχία. ΣΥΝ. βουλησιαρχία 3. (αρνητ. συνυποδ.) στάση, συμπεριφορά προσώπου ή ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν ότι μπορούν να επιβάλουν δογματικά ή/και αυταρχικά τις επιθυμίες τους. Πβ. ετσιθελισμός. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. volontarisme, 1909]

δήλωση

δήλωση δή-λω-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική ή γραπτή ανακοίνωση: αινιγματική/αόριστη/αυστηρή/βαρυσήμαντη/διφορούμενη/κατηγορηματική/ξεκάθαρη/πολιτική/προκλητική/ρητή/σαφής/σιβυλλική/σκληρή ~. Ανακαλώ/αναιρώ/διαψεύδω/επιβεβαιώνω τη ~. Ο πρωθυπουργός έκανε/προέβη/προχώρησε σε ~ώσεις. Βλ. αντι~, δια~, εκ~. 2. γνωστοποίηση σε Αρχή ή υπηρεσία, συνήθ. γραπτή, και το σχετικό έγγραφο: δημόσια/επίσημη ~. Υποβάλλω ~. Έντυπα/επιστροφή/παραλαβή/συμπλήρωση ~ώσεων. Ένορκη ~ ενώπιον δικαστικής Αρχής. ~ ενδιαφέροντος. Ηλεκτρονική ~ (μαθημάτων/συμμετοχής). Ατομική/ετήσια/οικογενειακή/τελωνειακή ~. ~ βάφτισης/γάμου/διαζυγίου/εξαφάνισης/θανάτου. ~ απώλειας/κλοπής. ~ αποποίησης ευθύνης. ~ ακινήτου/εισοδήματος. ~ έναρξης επιτηδεύματος/φόρου εισοδήματος (= φορολογική ~). ~ απορρήτου/εχεμύθειας/μυστικότητας/(προσωπικών) δεδομένων.|| (παλαιότ.) ~ μετανοίας (βλ. δηλωσίας). 3. ΓΛΩΣΣ. (στη σημασιολογία) η σχέση που συνδέει τις λέξεις με τα αντικείμενα της εξωτερικής πραγματικότητας, σε αντιδιαστολή με τη σημασία. Βλ. αναφορά, συμπαρα~, συν~, συνυπο~. ● ΣΥΜΠΛ.: δήλωση βουλήσεως/βούλησης: ΝΟΜ. εξωτερίκευση ορισμένης βούλησης με σκοπό τη σύσταση, μεταβίβαση, αλλοίωση ή κατάργηση έννομης σχέσης ή δικαιώματος. Βλ. δικαιοπραξία., υπεύθυνη δήλωση: (ακρ. ΥΔ) ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. έγγραφη δήλωση (άρθρο 8, παράγραφος 4 του Ν. 1599/1986) προς δημόσια Αρχή που πιστοποιεί γεγονός ή στοιχείο και συνεκδ. το ίδιο το έντυπο., προγραμματικές δηλώσεις βλ. προγραμματικός, φιλικός διακανονισμός/φιλική δήλωση (τροχαίου ατυχήματος) βλ. διακανονισμός, φορολογική δήλωση βλ. φορολογικός [< 1: μτγν. δήλωσις 2: γαλλ. déclaration 3: αγγλ. denotation]

διακοπές

διακοπές δι-α-κο-πές ουσ. (θηλ.) (οι) 1. χρονική περίοδος κατά την οποία ένα άτομο διακόπτει την εργασία του, παίρνει την άδειά του και συνήθ. μετακινείται από τον τόπο μόνιμης κατοικίας του για να ξεκουραστεί, να διασκεδάσει· συνεκδ. ταξίδι αναψυχής: Οργανώνω/προγραμματίζω τις ~ μου. Κάνω ~ (= διακοπάρω, διακοπεύω, παραθερίζω).|| Εναλλακτικές/θεματικές/καλοκαιρινές/οικογενειακές/οικονομικές/σπαστές ~. ~ στο βουνό/στη θάλασσα. Κόστος/οδηγός/προσφορές/προτάσεις ~ών.|| (ως ευχή) Καλές ~! Βλ. βραχιολάκι, διακοποδάνειο, (κοινωνικός) τουρισμός. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, εκπαιδευτικά ιδρύματα παραμένουν κλειστά: σχολικές ~. Οι ~ του Πάσχα/των Χριστουγέννων. Το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό λόγω ~ών. Αύγουστος, ο μήνας των ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: τμήμα (θερινών) διακοπών της Βουλής: κοινοβουλευτικό σώμα, με περιορισμένο αριθμό βουλευτών, που συνεδριάζει τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο: Α'/Β'/Γ' ~ ~. [< γαλλ. vacances]

διάταξη

διάταξη δι-ά-τα-ξη ουσ. (θηλ.) 1. τοποθέτηση, διευθέτηση· συνεκδ. στοιχεία σε σειρά, σχηματισμός: ακτινωτή/αλφαβητική/(αμφι)θεατρική/ασύμμετρη/γεωμετρική/γραμμική/κάθετη/κατακόρυφη/κυκλική/σχηματική ~. ~ αντικειμένων/των δρόμων/επίπλων/της ύλης ενός βιβλίου. Βλ. ανα~, χωρο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων/δικτύου/πληκτρολογίου.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Πειραματική ~. Βλ. μικροδιατάξεις.|| (ΣΤΡΑΤ.) Επιθετική ~. ~ δυνάμεων/μάχης.|| (μτφ.) Λογική ~ των ιδεών. Αμυντική ~ της ομάδας/των παικτών. Σε ~ μάχης τα κόμματα ενόψει εκλογών (πβ. θέση). 2. ΝΟΜ. τμήμα κυρ. νομικού κειμένου ή διοικητικής πράξης: αγορανομική/αστυνομική/ειδική/εισαγγελική/νομοθετική/συνταγματική ~. Θεσμικές/ισχύουσες/περιβαλλοντικές ~άξεις. Οι ~άξεις της διαθήκης (πβ. όρος, ρήτρα). Οι ~άξεις ενός κανονισμού/νόμου. Θεμελιώδεις ~άξεις του Συντάγματος (: που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση). Η ~ αποσύρεται/καταργείται/κατατίθεται στη Βουλή/τροποποιείται/ψηφίζεται. ● ΣΥΜΠΛ.: διάταξη τελευταίας βούλησης: ΝΟΜ. διαθήκη., ημερήσια διάταξη (επίσ.) 1. κατάλογος θεμάτων προς συζήτηση από συλλογικό όργανο: η ~ ~ της γενικής συνέλευσης/της ολομέλειας. Το θέμα αναγράφεται/περιλαμβάνεται/προστέθηκε στην ~ ~. Συζήτηση (στη Βουλή) εκτός/προ ~ίας ~άξεως. Πβ. ατζέντα. Βλ. ημερήσια διαταγή. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για κάτι που συμβαίνει συχνά, που είναι συνηθισμένο φαινόμενο: Οι μικροκλοπές είναι/βρίσκονται στην ~ ~. [< γαλλ. ordre du jour] , ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, παράλληλη σύνδεση/διάταξη βλ. παράλληλος [< 1: αρχ. διάταξις 2: μτγν. ~]

θεσμός

θεσμός θε-σμός ουσ. (αρσ.) 1. κάθε θεμελιώδες πολιτειακό στοιχείο, κοινωνική σχέση ή συλλογική δραστηριότητα που, μέσω της επανάληψης, αποκτά τυπικά χαρακτηριστικά και γίνεται νόμος ή εθιμικός κανόνας: δημοκρατικοί/διεθνείς/ευρωπαϊκοί/θρησκευτικοί/οικονομικοί/πολιτικοί/συνταγματικοί/υποστηρικτικοί ~οί. Οι ~οί της Πολιτείας. Οι κοινωνικοί/κρατικοί ~οί. Διασφάλιση/επέκταση/καθιέρωση/κατάλυση/κατάργηση/καταστρατήγηση/κατοχύρωση/(ομαλή) λειτουργία/κλονισμός/προστασία/σύσταση/υπεράσπιση/υπονόμευση ενός ~ού. Αναμόρφωση/απαξίωση/διαφύλαξη/ενδυνάμωση/ευτελισμός/κρίση/περιφρόνηση/περιφρούρηση/προάσπιση/προσβολή/σταθερότητα των ~ών. Απειλή/επίθεση/πλήγμα κατά των ~ών. Εμπιστοσύνη/πίστη στους ~ούς. Ο ~ του γάμου/της Δικαιοσύνης/της εκπαίδευσης/του κοινοβουλίου/της οικογένειας/της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η αξιοπιστία/η ιστορία/το κύρος/ο ρόλος/η σημασία ενός ~ού. ~ που έχει ατονήσει. Υποστηρίζω έναν ~ό. Σέβομαι τους ~ούς. Εφαρμόζεται/θεσπίζεται ένας ~.|| Πολιτιστικοί ~οί. Δημιουργία ~ού βραβείων. Αναβίωση του ~ού της ολυμπιακής εκεχειρίας. Διάδοση του ~ού της εθελοντικής αιμοδοσίας. Βλ. αξίες, έθιμο, ήθη. 2. (κατ' επέκτ.) σταθερά επαναλαμβανόμενη και καθιερωμένη συνήθεια: Η συγκέντρωσή μας κάθε χρόνο τέτοια μέρα είναι/έχει γίνει πια ~. Πβ. παράδοση. ● ΣΥΜΠΛ.: Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (της Βουλής) : ΠΟΛΙΤ. μόνιμη ειδική επιτροπή της Βουλής, η οποία έχει ως αντικείμενό της τον κοινοβουλευτικό έλεγχο των ανεξάρτητων διοικητικών Αρχών, καθώς και την έρευνα και αξιολόγηση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη μελέτη και επεξεργασία προτάσεων, που συμβάλλουν στη διαφάνεια της πολιτικής και γενικότ. της δημόσιας ζωής της χώρας, και την παρακολούθηση της εφαρμογής τους. [< αρχ. θεσμός ‘νόμος, κανόνας, έθιμο’, γαλλ.-αγγλ. institution]

-ιλίκι

-ιλίκι (λαϊκό-προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών συνήθ. με αρνητική αναφορά σε κατάσταση ή ιδιότητα: (ειρων.-μειωτ.) καθηγητ~/προεδρ~/υπουργ~.|| Καραγκιοζ~/καφρ~/παπατζ~. Πβ. -ίκι, -λίκι.|| (σπανιότ. με ουδέτερη ή θετική σημ., κυρ. λαϊκό) Κιμπαρ~/μαστορ~.

καράβι

καράβι κα-ρά-βι ουσ. (ουδ.) {καραβ-ιού | -ιών} (προφ.): ΝΑΥΤ. πλοίο: εμπορικό/ιστιοφόρο/πειρατικό/πολεμικό ~. Το ~ της γραμμής. Το αμπάρι/το κατάρτι/το κατάστρωμα/η κουπαστή/ο κυβερνήτης (= καπετάνιος)/τα πανιά/το πλήρωμα/η πλώρη/η πρύμνη του ~ιού. Αράζει/βούλιαξε/έρχεται/ναυάγησε/ρίχνει άγκυρα/σαλπάρει/φεύγει το ~. Ταξιδεύω με ~. Έχει ~ια (= είναι εφοπλιστής). Δουλεύει/εργάζεται στα ~ια (= είναι ναυτικός). Έφυγε/πήγε στα ~ια (= μπάρκαρε). (προφ.) Τι ώρα έχει ~ για ...; Πβ. βαπόρι, ναυς. Βλ. βάρκα, σαπιοκάραβο.|| (μτφ., για χώρα:) Ακυβέρνητο ~.|| (ομοίωμα ~ιού:) Ξύλινο/χάρτινο ~. (ΛΑΟΓΡ.) Στολισμός ~ιού (: τα Χριστούγεννα). ● Υποκ.: καραβάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αργοκίνητο καράβι (προφ.-ειρων.): (για πρόσ.) αργόστροφος, νωθρός· (για μηχάνημα ή σύστημα) αργός. Πβ. τα ζώα μου αργά. ● ΦΡ.: βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) (προφ.-ειρων.): για πρόσωπο κακόκεφο και σκυθρωπό, χωρίς προφανή αιτία: Τι έπαθες και δεν μιλάς; Σου ~ ~;, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν (παροιμ.): στην περίπτωση που κάποιος ασχολείται με ασήμαντες υποθέσεις, ενώ εκκρεμούν άλλες πολύ πιο σοβαρές. ΣΥΝ. εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται, μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες (παροιμ.): όσο πιο σημαντικές υποθέσεις αναλαμβάνει κάποιος, τόσο μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες του., οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι (παροιμ.): όταν ανακατεύονται πολλά άτομα σε μια υπόθεση, συνήθ. δεν επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, πολλές μαμές, στραβό το παιδί, το νινί/το μουνί σέρνει καράβι: για τη δύναμη της γυναίκας να ασκεί επίδραση στον άνδρα. [< μτγν. καράβιον ‘πλοίο’, μεσν. καράβι < αρχ. κάραβος ‘αστακός ή καραβίδα’ και μεσν. ‘φελούκα’]

κοινότητα

κοινότητα κοι-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {κοινοτήτ-ων} 1. οργανωμένο σύνολο ομοεθνών, ομοφύλων ή και ομοθρήσκων που ζουν σε ξένη χώρα· γενικότ. ομάδα ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα, χαρακτηριστικά: ανθρώπινη/γλωσσική/εθνική (πβ. έθνος)/θρησκευτική/μειονοτική/χριστιανική ~. ~ες ιθαγενών/μεταναστών.|| Ακαδημαϊκή/δικτυακή/εκπαιδευτική/επιστημονική/ηλεκτρονική/μοναστική (πβ. μοναστήρι)/μουσική/πανεπιστημιακή/πολιτιστική/σχολική/ψηφιακή ~. ~ χωρών (πβ. ένωση). Βλ. κοινωνία.|| (κατ' επέκτ.) ~ ζώων/φυτών. Βλ. -ότητα, βιο~, οικο~. 2. (λόγ.) η ιδιότητα του κοινού, η ύπαρξη όμοιων στοιχείων, συμφωνία: ~ αντιλήψεων/απόψεων/ενδιαφερόντων/ιδεών/συμφερόντων. Πβ. ενότητα, σύμπτωση. 3. (παλαιότ.) η κατώτερη διοικητική υποδιαίρεση στην τοπική αυτοδιοίκηση του ελληνικού κράτους: τοπική ένωση δήμων και ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: Βουλή των Κοινοτήτων: το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα του αγγλικού κοινοβουλίου, τα μέλη του οποίου εκλέγονται για πέντε χρόνια με άμεση λαϊκή ψήφο και εκπροσωπούν τον λαό: Βουλή των Λόρδων και ~ ~. [< αγγλ. House of Commons] , δημοτική κοινότητα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. κοινότητα που θεσπίστηκε με το σχέδιο "Καλλικράτης", η οποία έχει περισσότερους από 2.000 κατοίκους και εκλέγει συμβούλιο., διεθνής κοινότητα: το σύνολο των κρατών., θεραπευτική κοινότητα: κάθε ομάδα ατόμων που συγκροτείται για θεραπευτικούς σκοπούς, κυρ. για απεξάρτηση τοξικομανών: ένταξη σε ~ ~., μαθητική κοινότητα: το σύνολο των μαθητών μιας τάξης ή ενός τμήματος, σχολείου· κατ' επέκτ. όλοι οι μαθητές: Το πενταμελές συμβούλιο αποτελεί όργανο της ~ής ~ας., τοπική κοινότητα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αυτή που θεσπίστηκε με το σχέδιο "Καλλικράτης", η οποία έχει 300 έως 2.000 κατοίκους και εκπροσωπείται από έναν σύμβουλο: πρόεδρος ~ής ~ας., Ευρωπαϊκή Κοινότητα βλ. ευρωπαϊκός, Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα βλ. ευρωπαϊκός [< 2: αρχ. κοινότης ‘το να είναι κάτι κοινό ή σε γενική χρήση’ 1: γαλλ. communauté 3: γαλλ. commune]

λιγούρα

λιγούρα λι-γού-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. έντονο αίσθημα πείνας που μπορεί να συνοδεύεται από ενόχληση στο στομάχι ή ζαλάδα: νυχτερινές ~ες. ~ες της εγκυμοσύνης. Ένιωσα/έχω/μ' έπιασε/μου 'ρθε μια ~. Έφαγα μια φρυγανιά, για να κοπεί η ~. Οι μυρωδιές μου 'φεραν ~. Τσίμπησα κάτι ελαφρύ, έτσι για τη ~. Πβ. λίγωμα. Βλ. βουλιμία. ΣΥΝ. λιγωμάρα 2. (μτφ.) έντονη επιθυμία, πόθος: ~ για γλυκό/σοκολάτα.|| ~ για εξουσία/χρήματα. Πβ. λαχτάρα. Βλ. -ούρα1.

λόρδος

λόρδος λόρ-δος ουσ. (αρσ.): (στη Μεγάλη Βρετανία) τιμητικός τίτλος που απονέμεται στους ευγενείς και τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Βλ. λαίδη, μι~.|| ~ δήμαρχος/καγκελάριος (: πρόεδρος της Βουλής των ~ων και του Ανώτατου Δικαστηρίου). ● ΣΥΜΠΛ.: Βουλή των Λόρδων: ΠΟΛΙΤ. το ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα του βρετανικού κοινοβουλίου, με μη αιρετά μέλη. Πβ. Άνω Βουλή. Βλ. Βουλή των Κοινοτήτων. [< αγγλ. House of Lords] [< αγγλ. lord]

μωραίνω

μωραίνω μω-ραί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) (λόγ.): αποβλακώνω ή φέρομαι ως ανόητος: ~ει ο έρωτας (= τυφλώνει).|| Άρχισε να γερνά και να ~εται. Πβ. ξεκουτιαίνω, ξεμωραίνομαι. ΑΝΤ. βάζω μυαλό/νιονιό (1) ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι (λόγ.): σε περιπτώσεις που κάποιος κάνει εντελώς παράλογες ή ανόητες πράξεις. [< αρχ. μωραίνω ‘είμαι ανόητος ή τρελός’]

νόηση

νόηση νό-η-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): το σύνολο των γνωστικών λειτουργιών του εγκεφάλου: ανθρώπινη/κοινωνική ~. Ανάπτυξη της ~ης. ~ και Τεχνητή Νοημοσύνη. Πβ. δια~, σκέψη. Βλ. βούληση, κατα~, παρα~, συναίσθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλίνουσα σκέψη/νόηση βλ. αποκλίνων, συγκλίνουσα σκέψη/νόηση βλ. συγκλίνων [< αρχ. νόησις]

ξελασπώνω

ξελασπώνω ξε-λα-σπώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ξελάσπω-σα, ξελασπώ-σω, ξελασπών-οντας} 1. (μτφ.-προφ.) βοηθώ κάποιον να βγει από αδιέξοδο ή δύσκολη, συνήθ. οικονομική, κατάσταση: Με ~σε μια φορά, όταν είχα ξεμείνει από λεφτά.|| Δεν μπορεί να ~σει από τα χρέη του. 2. καθαρίζω από τις λάσπες: ~σε τα παπούτσια σου, πριν μπεις στο σπίτι. ΑΝΤ. λασπώνω (1)

συντακτικός

συντακτικός, ή, ό συ-ντα-κτι-κός επίθ. 1. ΓΛΩΣΣ. που αναφέρεται στη σύνταξη: ~ός: έλεγχος/κανόνας/ρόλος (μιας λέξης). ~ή: ανάλυση/δομή/θεωρία. ~ό: φαινόμενο. ~οί: όροι. ~ές: ασκήσεις/σχέσεις. ~ά: λάθη.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: αναλυτής/διορθωτής. 2. που σχετίζεται με τη σύνταξη ή με τους συντάκτες ενός εντύπου: ~ή: επιτροπή/ομάδα (εφημερίδας, λεξικού, περιοδικού). ~ό: προσωπικό. 3. ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. συνταγματικός: ~ή: αναθεώρηση/πράξη. ● Ουσ.: Συντακτικό (το): ΓΛΩΣΣ. το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με τη σύνταξη του λόγου και συνεκδ. το αντίστοιχο σχολικό εγχειρίδιο και μάθημα: ~ της αρχαίας Ελληνικής/της Λατινικής.|| Αύριο θα κάνουμε ~. ● επίρρ.: συντακτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: συνταγματική/συντακτική συνέλευση: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. συνέλευση που ψηφίζει νέο Σύνταγμα. Βλ. εθνοσυνέλευση., συντακτική πράξη: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που ρυθμίζει θέματα συνταγματικού περιεχομένου και συνήθ. εκδίδεται από την κυβέρνηση σε μεταβατικές πολιτικές περιόδους., Συντακτική/Συνταγματική Βουλή: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. Βουλή που ψηφίζει νέο Σύνταγμα. Βλ. αναθεωρητική βουλή., συντακτικός τύπος: ΧΗΜ. παράσταση που απεικονίζει τη σύνδεση των χημικών δεσμών των ατόμων ενός μορίου., συντακτική εξουσία βλ. εξουσία [< μτγν. συντακτικός 1: γαλλ. syntaxique, αγγλ. syntactic(al)]

χρέος

χρέος χρέ-ος ουσ. (ουδ.) {χρέ-ους | -η, -ών} 1. ΟΙΚΟΝ. υποχρέωση καταβολής ή επιστροφής χρηματικού ποσού που έχει δοθεί συνήθ. ως πίστωση· οφειλή: δυσβάσταχτο/υπέρογκο/υψηλό ~. Ασφαλιστικό/δημοσιονομικό/ενυπόθηκο/ιδιωτικό/καθαρό ~. Αστικά/εμπορικά/εταιρικά/συσσωρευμένα/φορολογικά ~η. ~ της τάξης των/ύψους ... ευρώ. Αναδοχή/απαλοιφή/(άμεση) απόδοση/απομείωση/απόσβεση/διαγραφή/μηδενισμός/παραγραφή/σβήσιμο/τακτοποίηση του ~ους. Τα ~η της επιχείρησης (βλ. παθητικό). ~η από τζόγο. Είσπραξη/κεφαλαιοποίηση/τόκοι ~ών. Έχει ~η (= είναι χρεωμένος). Άφησε ~η (πβ. φέσι). Δεν μπορεί να (απο)πληρώσει/εξοφλήσει τα ~η του (βλ. αναξιόχρεος, φερέγγυος). Διώκεται για ~η προς το Δημόσιο. (μτφ.) Έχει γονατίσει απ' τα ~η. Βλ. πιστοληπτική ικανότητα, υποθήκη. 2. (μτφ.) ευθύνη, ηθική υποχρέωση, καθήκον: ιερό/ιστορικό/κοινωνικό/πολιτικό ~. Συναίσθηση του ~ους. Είναι ~ όλων μας να ... Έχω ~ να ... Θεωρώ ~ μου να ... Επιτελεί το ~ του. Έκανε το ~ του προς την πατρίδα (: υπηρέτησε στον στρατό). Εκπλήρωσε το ~ του απέναντι ... Πβ. αποστολή. ● ΣΥΜΠΛ.: απεχθές χρέος & επαχθές χρέος: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. μη νομιμοποιημένη οφειλή, σε περιπτώσεις όπου η δανειακή σύμβαση έχει συναφθεί με τη σύμφωνη γνώμη του πιστωτή, χωρίς τη συγκατάθεση του έθνους και το χρηματικό ποσό του δανείου έχει σπαταληθεί με τρόπο που αντιβαίνει στα λαϊκά συμφέροντα. [< αγγλ. odious debt, 1927] , δημόσιο/εθνικό χρέος & (σπάν.) κυβερνητικό χρέος & (προφ.) χρέος: ΟΙΚΟΝ. οφειλές του Δημοσίου που προέρχονται από τη σύναψη δανείων με φυσικά ή νομικά πρόσωπα του εσωτερικού ή του εξωτερικού για την κάλυψη κρατικών αναγκών: ακαθάριστο/συνολικό ~ ~. Αύξηση/διόγκωση του δημόσιου ~ους. Αναδιαπραγμάτευση/αναδιάρθρωση/αναδιάταξη/διακανονισμός/διαχείριση/διευθέτηση του εθνικού ~ους. Το χρέος της χώρας έφτασε/υπερβαίνει τα ... ευρώ. Το ~ ~ ανέρχεται/εκτινάχθηκε στο ... % του ΑΕΠ. Βλ. δημοσιονομικό έλλειμμα, πληθωρισμός. , άφεση χρέους βλ. άφεση, κούρεμα (χρέους) βλ. κούρεμα, χρέος τιμής βλ. τιμή ● ΦΡ.: αναλαμβάνω/ασκώ/(εκ)τελώ χρέη/καθήκοντα (λόγ.): έχω αναλάβει συγκεκριμένη αρμοδιότητα: ~ει/~εί ~ γραμματέα/διερμηνέα. Ο ασκών/εκτελών ~ Προέδρου. Πβ. χρηματίζω., βάζω χρέος (προφ.): χρεώνομαι. Έβαλε ~ ... ευρώ, για ν' αγοράσει ..., πνίγεται/είναι βουτηγμένος/έχει βουλιάξει στα χρέη & τον πνίγουν τα χρέη (μτφ.-προφ.): χρωστά πολλά λεφτά, είναι καταχρεωμένος. [< αρχ. χρέος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.