Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [10440-10460]


  • βουβός , ή, ό βου-βός επίθ./ουσ. & (σπάν.-λόγ.) βωβός 1. (για πρόσ.) που δεν μιλά ή δεν μπορεί να μιλήσει: ~ εκ γενετής (= μουγγός). Κουφός και ~ (= κωφάλαλος).|| Έστεκε ~ (= αμίλητος, άφωνος) κι ακίνητος. Έμεινε ~ (= άλαλος) από την έκπληξη/τον πόνο/τον φόβο. 2. (μτφ.) που δεν ακούγεται, δεν εκδηλώνεται έντονα ή γίνεται σιωπηλά: ~ός: αναστεναγμός/θρήνος/πόνος/σπαραγμός. ~ή: αγανάκτηση/συγκατάθεση/χαρά. ~ό: κλάμα (= άηχο)/παράπονο.|| ~ό ποτάμι. Το ~ό δράμα των προσφύγων.|| ~ός: πόλεμος. ~ή: διαμαρτυρία/επανάσταση. Πβ. σιωπηρός. ΑΝΤ. ηχηρός. ● επίρρ.: βουβά ● ΣΥΜΠΛ.: βουβό πρόσωπο 1. ήρωας του οποίου ο ρόλος απαιτεί να μη μιλά σε θεατρικό, κινηματογραφικό ή λογοτεχνικό έργο. Βλ. κομπάρσος. 2. (μτφ.) που δεν εκφράζεται, δεν αντιδρά: Δεν μπορούμε να μένουμε ~ά ~α, όταν παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα. Πβ. αμέτοχος, απαθής. [< γαλλ. personnage muet] , βουβός/βωβός κινηματογράφος & βουβές ταινίες: ΚΙΝΗΜ. το σύνολο των φιλμ (ιδ. στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι.) στα οποία η εικόνα δεν συνοδεύεται από ήχο. Βλ. ομιλών κινηματογράφος. [< γαλλ. cinéma muet, αγγλ. silent cinema, 1914] [< μεσν. βουβός]
  • βουβώνας βου-βώ-νας ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. τμήμα του ανθρώπινου σώματος μεταξύ των έξω γεννητικών οργάνων και των μηρών. ΣΥΝ. βουβωνική χώρα [< αρχ. βουβών]
  • βουβωνικός , ή, ό βου-βω-νι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ. που σχετίζεται με τους βουβώνες ή βρίσκεται σε αυτούς: ~ή: κήλη (= βουβωνοκήλη). ● ΣΥΜΠΛ.: βουβωνική πανώλη & μαύρη πανώλη: ΙΑΤΡ. που προκαλεί διόγκωση των λεμφαδένων, κυρ. στην περιοχή των βουβώνων, της μασχάλης και του λαιμού. Πβ. μαύρος θάνατος. [< γαλλ. peste bubonique] , βουβωνική χώρα & (σπάν.) περιοχή: ΑΝΑΤ. βουβώνας. [< μτγν. βουβωνικός]
  • βουβωνοκήλη βου-βω-νο-κή-λη ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κήλη της βουβωνικής χώρας. Βλ. -κήλη. [< μτγν. βουβωνοκήλη, γαλλ. bubonocèle, αγγλ. bubonocele]
  • βούδας βού-δας ουσ. (αρσ.) 1. ΘΡΗΣΚ. (με κεφαλ. Β) ο ιδρυτής του βουδισμού. 2. (μτφ.) πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από απάθεια και στωικότητα: Καθόταν ακίνητος σαν ~. [< γαλλ. Bouddha]
  • βουδισμός βου-δι-σμός ουσ. (αρσ.): ΘΡΗΣΚ. θρησκεία και φιλοσοφικό ρεύμα που ξεκίνησε από την Ινδία και βασίζεται στη διδασκαλία του Βούδα, η οποία κηρύσσει τη λύτρωση του ανθρώπου από τον πόνο μέσω του πνευματικού και ηθικού εξαγνισμού. Βλ. μαχα-, χινα-γιάνα, βραχμαν-, ινδου-, ταντρ-ισμός, ζεν, κάρμα, νιρβάνα, ντάρμα. [< γαλλ. bouddhisme]
  • βουδιστής, βουδίστρια βου-δι-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΘΡΗΣΚ. οπαδός του βουδισμού: (κ. ως επίθ.) ~ μοναχός. [< γαλλ. bouddhiste]
  • βουδιστικός , ή, ό βου-δι-στι-κός επίθ.: ΘΡΗΣΚ. που σχετίζεται με τον βουδισμό ή τον βουδιστή: ~ός: διαλογισμός/ναός (= παγόδα). Βλ. -ιστικός1. [< γαλλ. bouddhique]
  • βουερός , ή, ό βου-ε-ρός επίθ. & βοερός (κυρ. λογοτ.): που παράγει βοή: ~ό: πλήθος/ποτάμι. Πβ. θορυβώδης. Βλ. -ερός. ● επίρρ.: βουερά
  • βουή βλ. βοή
  • βουητό βου-η-τό ουσ. (ουδ.): υπόκωφος, διαρκής ήχος, βοή: το ~ των αεροπλάνων/αυτοκινήτων (= θόρυβος). ~ στα αυτιά (= εμβοές)/στο κεφάλι (βλ. ζάλη, πονοκέφαλος). Το ~ των μελισσών. Ακούγεται ένα ~ (από το ηχείο, πβ. μικροφωνισμός).|| (για φυσικά φαινόμενα) Το ~ του ανέμου/της θάλασσας. Πβ. αχός, βαβούρα. Βλ. -ητό. ΣΥΝ. βόμβος, βούισμα
  • βουίζει βου-ί-ζει ρ. (αμτβ.) {βούι-ζε, βούι-ξε} 1. (για κάτι που) προκαλεί βουητό: Οι μέλισσες ~ουν. 2. (μτφ.) προκαλούνται έντονες συζητήσεις γύρω από ένα θέμα: ~ξε η γειτονιά/ο κόσμος/ο τόπος. ~ξαν τα ΜΜΕ για το σκάνδαλο. Πβ. γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος, πάταγος. 3. αντηχεί: Η γειτονιά/πλατεία ~ζε από γλέντια/κόσμο. ΣΥΝ. αντιβουίζει, αντιλαλεί (2) ● ΦΡ.: βουίζουν τ' αυτιά μου (προφ.): έχω εμβοές., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, το τηλέφωνο μιλάει/βουίζει βλ. τηλέφωνο [< μεσν. βοΐζω]
  • βούισμα βού-ι-σμα ουσ. (ουδ.): βοή, βουητό: το ~ του ανέμου/των εντόμων/του κινητήρα. ΣΥΝ. βόμβος
  • βουκαμβίλια βου-καμ-βί-λια ουσ. (θηλ.) & μπουκαμβίλια & βοκαμβίλια: ΒΟΤ. αναρριχώμενο καλλωπιστικό φυτό (οικογ. Nyctaginaceae, γένος Bougainvillaea) με χαρακτηριστικά μοβ, κόκκινα ή λευκά πέταλα. [< γαλλ. bougainvillée, γαλλ. ανθρ. L.-A. de Bougainville]
  • βουκέντρα βου-κέ-ντρα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) βούκεντρο (το) 1. (μτφ.) κάθε μέσο κινητοποίησης ή εξαναγκασμού: η ~ της εξουσίας/του λόγου. 2. (παλαιότ.) αιχμηρό ραβδί για το κέντρισμα των βοδιών, ιδ. κατά το όργωμα. [< 2: μτγν. βούκεντρον]
  • βούκινο βού-κι-νο ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): μεγάλο κοχύλι ή κέρατο βοδιού που το χρησιμοποιούσαν ως σάλπιγγα. Πβ. μπουρού. Κυρ. στις ● ΦΡ.: έγινε βούκινο (μτφ.-προφ.): (για προσωπική υπόθεση) διαδόθηκε ευρέως: Το μυστικό του έγινε ~. Όσα είπα, να μείνουν μεταξύ μας, μη γίνουμε (και) ~., κάνω βούκινο (μτφ.-προφ.): διαδίδω, κοινοποιώ κάτι κρυφό, εμπιστευτικό: Κάποιος τους είδε μαζί και το έκανε ~ (= τούμπανο). Πβ. δια-λαλώ, -τυμπανίζω., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι βλ. κόσμος [< μεσν. βούκινον]
  • βουκολικός , ή, ό βου-κο-λι-κός επίθ. (λόγ.): σχετικός με τον βουκόλο: ~ή: ζωή. (ΦΙΛΟΛ.) ~ή: ποίηση (: που περιγράφει και εξυμνεί την ποιμενική ζωή). ~ό: ειδύλλιο/μυθιστόρημα.|| (συνήθ. ειδικότ.) ~ό: τοπίο (= ειδυλλιακό, ρομαντικό). [< μτγν. βουκολικός]
  • βουκόλος βου-κό-λος ουσ. (αρσ.) (σπάν.-λόγ.): βοσκός κυρ. βοδιών, αγελάδων. [< αρχ. βουκόλος]
  • βουκράνιο βου-κρά-νι-ο ουσ. (ουδ.) & βούκρανο: ΑΡΧΑΙΟΛ. κεφαλή ταύρου ως γλυπτό ή ζωγραφικό μοτίβο. Βλ. προτομή. [< μτγν. βουκράνιον, γαλλ.-αγγλ. bucrane]
  • βούλα [βοῦλα] βού-λα ουσ. (θηλ.) 1. στρογγυλή κηλίδα: τρίχωμα με ~ες. Άσπρο φουστάνι με κόκκινες ~ες (: πουά). Πβ. κουκκίδα. Βλ. στίγμα. 2. (παρωχ.) σφραγίδα γνησιότητας, πιστοποίησης και κατ΄επέκτ. το επίσημο έγγραφο (διάταγμα, εξουσιοδότηση, άδεια) που σφραγίζεται με αυτή: αυτοκρατορική/βασιλική/παπική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη βούλα: ΑΘΛ. λευκό σημάδι σε ποδοσφαιρικό γήπεδο για την τοποθέτηση της μπάλας, όταν εκτελείται πέναλτι: Σκόραρε από την ~ ~. ● ΦΡ.: με τη βούλα: (μτφ.) για καθετί εγγυημένο ή επίσημα αναγνωρισμένο: ~ ~ του Νόμου. Είναι πλέον και ~ ~ πρωταθλητής (: πήρε το πρωτάθλημα).|| (ειδικότ.) Καρπούζι ~ ~ (: από το οποίο κόβεται ένα κομμάτι, για να ελέγξει ο αγοραστής την ποιότητά του). Βλ. με το μαχαίρι. [< μτγν. βούλλα ‘χρυσή πόρπη’, μεσν. ~ ‘σημάδι κυκλικού σχήματος, σφραγίδα’ < νεολατ. bulla - παλαιότ. ορθογρ. βούλλα]

βοή

βοή βο-ή ουσ. (θηλ.) & βουή: συνεχής, δυνατός ή υπόκωφος ήχος: η ~ (= βαβούρα, θόρυβος, φασαρία) των αυτοκινήτων/του δρόμου/της πόλης. Πβ. βόμβος.|| (για φυσικά φαινόμενα) Η ~ του ανέμου/των κυμάτων/του σεισμού. Πβ. αχός.|| (λογοτ.) Οι ~ές (: ιαχές) του πολέμου. ΣΥΝ. βουητό, βούισμα ● ΦΡ.: διά βοής (λόγ.): με φωνές επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας, χωρίς ψηφοφορία: Εξελέγη/η απόφαση ελήφθη ~ ~. [< αρχ. βοή]

-ερός

-ερός, ή, ό: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή σύσταση: βλαβ~/βροχ~/γυαλιστ~/ζοφ~/θλιβ~/λυπητ~/τρομ~/τρυφ~/τυχ~/φθον~/φοβ~.|| Bαμβακ~.

ζάλη

ζάλη ζά-λη ουσ. (θηλ.) 1. δυσάρεστο αίσθημα το οποίο χαρακτηρίζεται από την υποκειμενική εντύπωση ότι ο γύρω χώρος περιστρέφεται ή μετατοπίζεται, με αποτέλεσμα να προκαλείται προσωρινή αστάθεια, πονοκέφαλος και γενικότ. δυσφορία: ελαφρά ~. Αίσθημα ~ης. ~ και λιποθυμικές τάσεις. Η ~ της μέθης/του ποτού. Την έπιασε/της ήρθε ~ (= ζαλίστηκε). Πβ. ίλιγγος, ναυτία, σκοτοδίνη. Βλ. καρηβαρία. ΣΥΝ. ζαλάδα 2. (κατ' επέκτ.) ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση: Από τη ~ του ξέχασε να κλειδώσει την πόρτα. Μέσα στη ~ του έρωτα/της καθημερινότητας. Βλ. ανεμο~. ΣΥΝ. παραζάλη, σαστιμάρα [< μεσν. ζάλη]

-ητό

-ητό: κατάληξη ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα σε -ώ ή -ίζω: βογγ~/κυνηγ~/μουρμουρ~/μπουμπουν~/παραμιλ~/ροχαλ~.|| (σπανιότ. από ουσ.) Βου~ (βουή).

-ιστικός1

-ιστικός1, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ακτιβ~/αλτρου~/ανθρωπ~/βουδ~/υπαρξ~.|| (μειωτ.) Αμοραλ~/αριβ~/ατομ~. Βλ. -ικός.

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

-κήλη

-κήλη: ΙΑΤΡ. το ουσιαστικό κήλη ως β' συνθετικό: βουβωνο~/βρογχο~/μηρο~/ομφαλο~/υδρο~.

κομπάρσος

κομπάρσος κο-μπάρ-σος ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. κομπάρσα}: (σε τηλεοπτικό, κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο) βουβό συνήθ. πρόσωπο, το οποίο πλαισιώνει τους ηθοποιούς: πρωταγωνιστές και ~οι. Εμφανίζομαι/συμμετέχω σε ταινία ως ~. Κάνω τον ~ο. Βλ. γλάστρα, δευτεραγωνιστής, ήρωας, κασκαντέρ.|| (μτφ.) Ρόλος ~ου (: ασήμαντος, διακοσμητικός). Χώρα που έχει γίνει/καταντήσει ~ (πβ. ουραγός). [< ιταλ. comparsa, γαλλ. comparse]

κόσμος

κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]

ΜΕ

ΜΕ (η) 1. Μέση Εκπαίδευση. 2. Μονάδα Επιστρατεύσεως.

ομιλών

ομιλών, ούσα, ούν [ὁμιλῶν] ο-μι-λών επίθ. {ομιλ-ούντος | -ούντες (ουδ. -ούντα)} (λόγ.): που μιλά: ~ούσα: κούκλα.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ών: υπολογιστής. ~ούσες: κάμερες. ~ούντα: βιβλία (= ηχογραφημένα). ● Ουσ.: ομιλών (ο): ομιλητής: Ο ~ (= αυτός που σας μιλά) χαίρεται που βρίσκεται στην πόλη σας. Οι ~ούντες Γαλλικά. ● ΣΥΜΠΛ.: ομιλών κινηματογράφος & ομιλούσες ταινίες: ΚΙΝΗΜ. το σύνολο των φιλμ (ιδ. μετά το 1930) στα οποία η εικόνα συνοδεύεται από ήχο και ομιλία. Βλ. βουβός/βωβός κινηματογράφος. [< γαλλ. cinéma parlant, 1931] , ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο βλ. βιβλίο ● ΦΡ.: γενικώς ομιλούντες: για να μιλήσουμε γενικά: ~ ~, κάθε φορά που ... [< αρχ. ὁμιλῶν]

προτομή

προτομή προ-το-μή ουσ. (θηλ.): γλυπτή ή ανάγλυφη αναπαράσταση του κεφαλιού ή του πάνω μέρους του σώματος εξέχοντος συνήθ. προσώπου: μαρμάρινη/μπρούντζινη ~. Αποκαλυπτήρια ~ής. Στήθηκε η ~ του αγωνιστή ... σε δημόσιο χώρο. Πβ. μπούστο. Βλ. ανδριάντας. [< μτγν. προτομή]

στίγμα

στίγμα στίγ-μα ουσ. (ουδ.) {στίγμ-ατος | -ατα} 1. μικρό, συνήθ. στρογγυλό σημάδι, που μπορεί να είναι φυσικό χαρακτηριστικό ή αποτέλεσμα πάθησης, αλλοίωσης, εξωτερικής επέμβασης: δερματικά/μελανά/μόνιμα/χειρουργικά ~ατα. Μαύρα ~ατα στο πρόσωπο (= φαγέσωρες). Λευκά ~ατα στα νύχια. Πτηνό με καφέ ~ατα. Τυριά με πράσινα ~ατα. Ταμπλέτα/φύλλα με (κίτρινα/μπλε) ~ατα. Η εικόνα καθαρίστηκε από τα ~ατα. ~ατα από μελάνι (= λεκέδες). Βλέπει μαύρα ~ατα (πβ. μυγάκια). Αστέρια που φαίνονται σαν ~ατα (= κουκκίδες). Βλ. βούλα. ΣΥΝ. κηλίδα (1) 2. (μτφ.-μειωτ.) οτιδήποτε επιφέρει σε κάποιον ανυποληψία, ντροπή: ανεξίτηλο/ηθικό/κοινωνικό ~. Το ~ της προδοσίας/του φονιά. Προσπαθεί να αποβάλει (/να απαλλαγεί από)/του χρέωσαν το ~ του ρατσιστή. Η παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ~ για τη Δημοκρατία. ΣΥΝ. κηλίδα (2), όνειδος, ρετσινιά 3. ΝΑΥΤ. γεωγραφική θέση πλοίου, αεροσκάφους, οχήματος σε δεδομένη στιγμή της πορείας του: ~ δύο/τριών διαστάσεων. Εντοπισμός/προβολή/προσδιορισμός ~ατος στον χάρτη. Αναμεταδίδω/εντοπίζω/εξακριβώνω/λαμβάνω/υπολογίζω το ακριβές ~ του σκάφους. Χάθηκε το ~ του αεροπλάνου από τα ραντάρ. 4. (μτφ.) η στάση που έχει κάποιος σε ορισμένο θέμα: ασαφές/εθνικό/ιδεολογικό/μουσικό/ξεκάθαρο/προσωπικό ~. Το ~ της εποχής. Διαμορφώνω/προσδιορίζω το ~ μου. 5. ΙΑΤΡ. μόνιμο κλινικό ή βιολογικό χαρακτηριστικό που υποδεικνύει την ύπαρξη παθολογικής κατάστασης ή κληρονομικής ανωμαλίας: Έχει/φέρει το ~ της μεσογειακής αναιμίας (: χωρίς να εκδηλώνεται η νόσος). 6. ΑΡΧ. το σύμβολο ς ως έκτο γράμμα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου (με αντίστοιχο το στ για την αρίθμηση). Βλ. δίγαμμα, κόππα, σαμπί. 7. ΒΟΤ. το ψηλότερο τμήμα του ύπερου των φυτών που δέχεται τη γύρη: αποξηραμένα ~ατα κρόκου. Βλ. επικονίαση. 8. ΖΩΟΛ. (σπάν.) (στα έντομα) αναπνευστικό άνοιγμα. ● ΦΡ.: δίνω το στίγμα μου (μτφ.): προσδιορίζω τη θέση που έχω σε κάποιο θέμα: Ο νέος υπουργός έδωσε το ~ της πολιτικής/των προθέσεών του., αφήνω το στίγμα/τη σφραγίδα μου (κάπου) βλ. αφήνω [< 1: αρχ. στίγμα, 6: μεσν. ~, αγγλ. stigma, γαλλ. stigmate]

τηλέφωνο

τηλέφωνο τη-λέ-φω-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ώνου} 1. ΤΗΛΕΠ. -ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή, συνήθ. με πίνακα πλήκτρων από το μηδέν έως το εννέα, που μετατρέπει τα ηχητικά σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και αντίστροφα, επιτρέποντας την τηλεπικοινωνία· συνεκδ. τηλεφώνημα: αναλογικό ή ψηφιακό/ασύρματο ή ενσύρματο/έξυπνο (= σμάρτφον) κινητό/ντούμπλεξ/φορητό ~. ~ τοίχου. ~ με μετρητή ή τηλεκάρτα/με φωτιζόμενη οθόνη/(παλαιότ.) με καντράν. ~ για το κοινό (= δημόσιο/κοινόχρηστο ~). Πενταψήφιο ~. Βάση/καλώδιο/μνήμη/ρυθμίσεις/φις ~ώνου. Συναλλαγές/σύνδεση (στο ίντερνετ) μέσω ~ώνου. Τον καλώ στο ~, αλλά δεν απαντά. Χτυπάει το ~. Το ~ είναι νεκρό (= δεν δίνει σήμα, δεν λειτουργεί). Σήκωσε το ~ (ενν. το ακουστικό). Μου έκλεισε το ~. Ποιος είναι στο ~; Σε ζητούν στο ~. Μιλώ στο ~. Πληροφορίες από το ~/(λόγ.) από (/διά) ~ώνου. Βλ. βιντεο~, εικονο~, θυρο~, καρτο~, κερματο~, μικρο~, πολυ~, ραδιο~.|| (Υπερ)αστικό ~. Κάνε μου/πάρε με ένα ~ (= τηλεφώνησέ μου).|| (ως παιχνίδι:) Μουσικό ~. 2. ΤΗΛΕΠ. (συνεκδ.) τηλεφωνική σύνδεση ή τηλεφωνικό δίκτυο· ειδικότ. τηλεφωνικός αριθμός: ~ ενδοεπικοινωνίας. Μεταφορά/νούμερο/φραγή ~ώνου. Είμαστε χωρίς ~. Οικόπεδο με φως και ~. Δεν έχει/δεν της έχουν βάλει ακόμα ~. Ήρθε το ~ (= ο λογαριασμός). Η νέα γραμμή ~ώνου δεν έχει ενεργοποιηθεί. Δεν πλήρωσαν το ~ και τους το έκοψαν.|| Εσωτερικό (π.χ. γραφείου)/προσωπικό ~. Χρήσιμα ~α. ~ (έκτακτης) ανάγκης/δρομολογίων/εξυπηρέτησης κοινού/επικοινωνίας/καταγγελιών/παραπόνων/προσωπικού/τεχνικής υποστήριξης/υπηρεσιών. Ατζέντα/ευρετήριο/κατάλογος ~ώνων. Δώσε μου το ~ό σου. Να ανταλλάξουμε ~α. 3. (κατ' επέκτ.) απόληξη της μπαταρίας του λουτρού: σπιράλ και στήριγμα ~ώνου. ● Υποκ.: τηλεφωνάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο: απόρρητη τηλεφωνική γραμμή, συνήθ. για άμεση επικοινωνία ή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (για στρατιωτικούς ή πολιτικούς σκοπούς): ~ ~ μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών. Πβ. κόκκινη γραμμή. [< γαλλ. téléphone rouge] , πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, σταθερό τηλέφωνο βλ. σταθερός ● ΦΡ.: δίνω (κάποιον) στο τηλέφωνο (προφ.): δίνω σε κάποιον το τηλέφωνο να μιλήσει ή τον συνδέω με τηλεφωνική γραμμή: Μου ~ετε στο τηλέφωνο, παρακαλώ, τον ...;, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές (μτφ.-προφ.): για αλλεπάλληλες τηλεφωνικές κλήσεις: ~ ~ του σταθμού από πολίτες που ζητούσαν πληροφορίες. Αναγνώστες έσπασαν τα τηλέφωνα της εφημερίδας., κατεβάζω το ακουστικό/το τηλέφωνο: μετακινώ το ακουστικό από την κανονική του θέση και το τοποθετώ σε τέτοια, ώστε να μη λειτουργεί η τηλεφωνική γραμμή και να μην μπορώ να δεχτώ κλήση· κλείνω το τηλέφωνο., σπασμένο/χαλασμένο τηλέφωνο 1. ομαδικό παιχνίδι, κατά το οποίο μια λέξη ή φράση μεταφέρεται από παίκτη σε παίκτη ψιθυριστά και γρήγορα, ώστε συχνά να ανακοινώνεται από τον τελευταίο παραποιημένη. 2. (μτφ.) για πληροφορία που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα διαστρεβλωμένη., το τηλέφωνο μιλάει/βουίζει (προφ.): όταν ακούγεται παρατεταμένος ήχος στο ακουστικό, ενδεικτικό ότι η γραμμή είναι κατειλημμένη., κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο [< γαλλ. téléphone, αγγλ. telephone]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.