Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [10420-10440]


  • βοτάνισμα βο-τά-νι-σμα ουσ. (ουδ.) (επίσ.): ξερίζωμα βλαβερών φυτών και άγριων χόρτων από κήπους και καλλιεργημένα χωράφια: μηχανικό ~ (ΑΝΤ. ~ με το χέρι). Σκάλισμα, ~, άρδευση και λίπανση καλλιεργειών. ΣΥΝ. ξεβοτάνισμα, ξεχορτάριασμα
  • βοτανοθεραπεία βο-τα-νο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.) & βοτανοθεραπευτική: θεραπευτική μέθοδος που βασίζεται στη χρήση βοτάνων. Βλ. -θεραπεία, εναλλακτική ιατρική. [< αγγλ. herbal medicine]
  • βοτανολογία βο-τα-νο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): βοτανική. Βλ. -λογία. ΣΥΝ. φυτολογία [< μτγν. βοτανολογία 'ξεχορτάριασμα', γαλλ. botanologie, αγγλ. botanology]
  • βοτανολογικός , ή, ό βο-τα-νο-λο-γι-κός επίθ.: ΒΟΤ. που σχετίζεται με τη βοτανολογία ή τον βοτανολόγο. ΣΥΝ. βοτανικός [< γαλλ. botanologique, αγγλ. botanological]
  • βοτανολόγιο βο-τα-νο-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.) 1. εικονογραφημένο συνήθ. βιβλίο στο οποίο αναγράφονται τα βασικά χαρακτηριστικά και οι θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων. 2. (παλαιότ.) ειδικό τετράδιο ή άλμπουμ που περιείχε συλλογή αποξηραμένων φυτών για μελέτες. Πβ. φυτολόγιο. Βλ. -λόγιο. [< γαλλ. herbier]
  • βοτανολόγος βο-τα-νο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας που ασχολείται με τη συλλογή και ιδ. τη μελέτη βοτάνων ή γενικότ. τη βοτανική: βιολόγος/φυσιοδίφης-~. Βλ. -λόγος. ΣΥΝ. φυτολόγος [< μεσν. βοτανολόγος 'αυτός που μαζεύει βότανα', γαλλ. botaniste, αγγλ. botanist]
  • βότκα βότ-κα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. οινοπνευματώδες ποτό, συνήθ. άχρωμο, απόσταγμα δημητριακών ή πατάτας: κόκκινη ~. ~ λεμόνι/πορτοκάλι. || Κοκτέιλ ~ μαρτίνι. [< ρωσ. υποκ. vódka ‘νεράκι’, αγγλ.-γαλλ. vodka - αγγλ.vodka martini, 1948]
  • βοτουλισμός βο-του-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. αλλαντίαση. Βλ. -ισμός. [< γερμ. Botulismus]
  • βότρυς βό-τρυς ουσ. (αρσ.) {βότρυος} (αρχαιοπρ.): τσαμπί σταφυλιού. [< αρχ. βότρυς]
  • βότσαλο βό-τσα-λο ουσ. (ουδ.): μικρή, συνήθ. στρογγυλεμένη πέτρα, με λεία επιφάνεια, που βρίσκεται στις παραλίες ή στις όχθες ποταμών ή λιμνών: χοντρό/ψιλό ~. Άσπρα ~α. Ψηφιδωτά με ~α (= βοτσαλωτά). Πβ. κροκάλα. Βλ. χαλίκι. ● Υποκ.: βοτσαλάκι (το) [< ιταλ. bozzolo]
  • βοτσαλωτός , ή, ό βο-τσα-λω-τός επίθ.: που έχει βότσαλα ή αποτελείται από αυτά: ~ός: βυθός. ~ή: ακρογιαλιά/παραλία.|| ~ή: αυλή. ~ό: δάπεδο. (ως ουσ.) Η τέχνη του ~ού.
  • βου1 ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): το γράμμα βήτα.
  • βου2 ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. ο δεύτερος φθόγγος της βυζαντινής μουσικής κλίμακας, αντίστοιχος προς τη νότα μι της ευρωπαϊκής. Βλ. πα2.
  • βουάλ βου-άλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ψιλό, ημιδιαφανές ύφασμα: βαμβακερό/μεταξωτό/πολυεστερικό ~.|| (ως επίθ.) ~ κουρτίνα. Πβ. πέπλο, τούλι. Βλ. γάζα, τουλπάνι. [< γαλλ. voile]
  • βούβα βού-βα ουσ. (θηλ.) (αργκό): σιωπή, βουβαμάρα: Έμεινε άφωνος, ~.|| ~ (= σκασμός, τσιμουδιά)! Πβ. μούγγα.
  • βουβαίνω βου-βαί-νω ρ. (μτβ.) {βούβα-νε, βουβά-θηκε, -θεί, συνήθ. μεσοπαθ.} (προφ.): κάνω κάποιον να σωπάσει ή να μείνει άναυδος: Η απάντησή της μας ~νε (= άφησε άφωνους). Είχαν όλοι ~θεί από τη συγκίνηση. Πβ. αποστομώνω, μουγγαίνω.|| (μτφ.) Το τηλέφωνο σήμερα ~θηκε (: δεν χτύπησε καθόλου). [< μεσν. βουβαίνω]
  • βουβάλι βου-βά-λι ουσ. (ουδ.) {βουβαλ-ιού} & βούβαλος (ο) 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο βοοειδές (επιστ. ονομασ. Bubalus) με κέρατα και κοντό τρίχωμα, που ζει στα θερμά κλίματα και στα υγρά, ελώδη εδάφη: ασιατικό/αφρικανικό ~. Δέρμα ~ιού. Βλ. αγριοβούβαλο, βίσονας. 2. {θηλ. βουβάλα} (μτφ.-προφ.-μειωτ.) πρόσωπο παχύσαρκο, δυσκίνητο ή χωρίς ευστροφία και ευαισθησία: Έχει γίνει ~ (= βόδι) από το πάχος. Πβ. χοντρομπαλάς.|| Άσ' τον, είναι ~, δεν καταλαβαίνει (= παχύδερμο, χοντρόπετσος). ● Υποκ.: βουβαλάκι (το) [< μεσν. βουβάλι(ον)]
  • βουβαλίσιος , ια, ιο βου-βα-λί-σιος επίθ.: που προέρχεται ή παράγεται από το βουβάλι: ~ια: μοτσαρέλα. ~ιο: γάλα/κρέας. Βλ. αγελαδινός, κατσικίσιος, -ίσιος.
  • βουβαμάρα βου-βα-μά-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.): κατάσταση κατά την οποία κάποιος μένει σιωπηλός ή άφωνος: απόλυτη ~. Στην αίθουσα έπεσε/επικράτησε ~ μετά την ανακοίνωση της παραίτησης. Πβ. μουγγαμάρα, σιγή, σιωπή.
  • βουβόκυκνος βου-βό-κυ-κνος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. λευκός κύκνος (επιστ. ονομασ. Cygnus olor) που διακρίνεται για το μαύρο εξόγκωμα στη βάση του ράμφους του.

αγελαδινός

αγελαδινός, ή, ό [ἀγελαδινός] α-γε-λα-δι-νός επίθ. & (προφ.) αγελαδίσιος & (λαϊκό) γελαδινός & γελαδίσιος 1. που προέρχεται ή παράγεται από την αγελάδα: ~ό: βούτυρο/γάλα (βλ. κατσικίσιο, πρόβειο)/γιαούρτι/κρέας/τυρί. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από απραξία, νωθρότητα: ~ό: βλέμμα/ύφος.

αγριοβούβαλο

αγριοβούβαλο [ἀγριοβούβαλο] α-γρι-ο-βού-βα-λο ουσ. (ουδ.) & αγριοβούβαλος (ο): ΖΩΟΛ. άγριο βουβάλι. Πβ. βίσονας.

γάζα

γάζα γά-ζα ουσ. (θηλ.) 1. απορροφητικό, λευκό, συνήθ. βαμβακερό επίθεμα με αραιή πλέξη, που χρησιμοποιείται για την κάλυψη ή περιποίηση τραυμάτων ή ως σπόγγος σε μικρές εγχειρήσεις: αντιβιοτικές/αποστειρωμένες/αυτοκόλλητες/χειρουργικές ~ες. ~ες γύψου (βλ. νάρθηκας). Βλ. επίδεσμος, κομπρέσα, ταμπόν, χανζαπλάστ. 2. {χωρ. πληθ.} λεπτό, διάφανο συνήθ. βαμβακερό, λινό ή μεταξωτό ύφασμα: κουρτίνες από ~. Πβ. βουάλ, τούλι, τουλπάνι. [< γαλλ. gaze]

-θεραπεία

-θεραπεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγιο

-λόγιο {-λογίου (σπανιότ.) -λόγιου | -λογίων} (περιληπτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε σύνολο στοιχείων ή συστηματική καταγραφή, κατάλογο: λεξι~/υβρεο~.|| Ανεμο~/απουσιο~/βαθμο~/δειγματο~/εορτο~/ερωτηματο~/ημερο~/κτηματο~/μαθητο~/μισθο~/πελατο~/τιμο~/φοιτητο~.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

πα2

πα2 ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΟΥΣ. ο πρώτος φθόγγος της βυζαντινής μουσικής κλίμακας που αντιστοιχεί στη νότα ρε της ευρωπαϊκής. Βλ. βου2, γα, δι, κε, ζω2, νη.

χαλίκι

χαλίκι χα-λί-κι ουσ. (ουδ.): ΟΡΥΚΤ. μικρό θραύσμα σκληρού πετρώματος, το οποίο ανήκει στα αδρανή υλικά· (συνήθ. περιληπτ.) σύνολο τέτοιων θραυσμάτων: λεπτό(κοκκο) (βλ. γαρμπίλι)/χοντρό/ψιλό (βλ. σύντριμμα) ~. Λευκά ~ια. Δρόμος στρωμένος με ~ (= χαλικόστρωτος). Πβ. σκύρο, τρόχαλο. Βλ. λατύπη, μπετόν.|| Θαλασσινό/ποταμίσιο ~. Πολύχρωμα ~ια. Παραλία με ~. Βλ. βότσαλο.|| Χαλαζιακό ~ (για ενυδρείο). ● Υποκ.: χαλικάκι (το) [< μεσν. χαλίκι(ν) < αρχ. χάλιξ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.