Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18320-18340]


  • επέρχεται [ἐπέρχεται] ε-πέρ-χε-ται ρ. (αμτβ.) {επήλθε, επέλθει, επερχ-όμενος} (απαιτ. λεξιλόγ.): συμβαίνει, συνήθ. ως συνέπεια, αποτέλεσμα· πραγματοποιείται κάτι που επιδιώκεται: Επήλθε ηρεμία/το μοιραίο (= πέθανε)/ρήξη/το χάος. Επήλθε κρίση (= ενέσκηψε, ξέσπασε). Πβ. ακολουθώ, επακολουθεί, έπομαι.|| Επήλθαν βελτιώσεις στο νομοσχέδιο. Δεν έχει επέλθει μεταβολή/συμφωνία. [< αρχ. ἐπέρχομαι]
  • επερχόμενος , η, ο [ἐπερχόμενος] ε-περ-χό-με-νος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (με οριστικό άρθ.) που πρόκειται να συμβεί, να εμφανιστεί ή να έλθει, που ακολουθεί χρονικά: ο ~ κίνδυνος/χειμώνας. Οδηγίες για την αντιμετώπιση του ~ου καύσωνα. Οι ~ες γενιές (= οι ερχόμενες, μετέπειτα)/εκλογές/εξελίξεις. Τα ~α χρόνια. Πβ. επικείμενος, επόμενος, μελλοντικός. Βλ. απερχόμενος. || (ως ουσ.) κληρονομιά για τους/συμβουλές στους επερχομένους. 2. (για ποδοσφαιριστή) που έρχεται προς την αντίπαλη εστία, με σκοπό να ολοκληρώσει επιθετική ενέργεια της ομάδας του: Ο ... σέντραρε κι ο ~ (ενν. όνομα παίκτη) ισοφάρισε με κεφαλιά.
  • επερώτηση [ἐπερώτηση] ε-πε-ρώ-τη-ση ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο που κατατίθεται στη Βουλή από έναν ή περισσότερους βουλευτές, όταν κρίνουν ότι η απάντηση Υπουργού σε προηγούμενη ερώτησή τους, που αφορούσε πράξη ή παράλειψή του, δεν ήταν επαρκής: ~ (της αξιωματικής αντιπολίτευσης) για εκπαιδευτικά θέματα/την κοινωνική ασφάλιση. Κατάθεση ~ης. ~ (που απευθύνεται) προς τον/στον Υπουργό Εξωτερικών. Βλ. κοινοβουλευτικός έλεγχος.|| (κατ' επέκτ.) ~ δημοτικού συμβούλου. ● ΣΥΜΠΛ.: επίκαιρη επερώτηση: που αφορά θέματα της επικαιρότητας και συζητάται κάθε Δευτέρα στην Ολομέλεια της Βουλής. Βλ. επίκαιρη ερώτηση. [< γαλλ. interpellation d’actualité] [< πβ. μτγν. ἐπερώτησις ‘αναζήτηση συμβουλής, καθοδήγησης’, γαλλ. interpellation]
  • επερωτώ [ἐπερωτῶ] ε-πε-ρω-τώ ρ. (μτβ.) {επερωτ-ά ... | επερώτ-ησε, -άται, (λόγ. μτχ. -ών, -ώσα | -ώμενος)}: ΠΟΛΙΤ. (για βουλευτή) καταθέτω επερώτηση: ~άται η κυβέρνηση/ο Υπουργός Υγείας για ... Τον λόγο έχει ο ~ών/η ~ώσα συνάδελφος (: λέγεται από τον Πρόεδρο ή τον προεδρεύοντα της Βουλής). [< μτγν. ἐπερωτῶ ‘ρωτώ, ζητώ να μάθω’, γαλλ. interpeller]
  • έπεσα βλ. πέφτω
  • επέστη [ἐπέστη] ε-πέ-στη ρ. (τριτοπρόσ.) (αρχαιοπρ.): (με χρον. σημασία) έφτασε, ήλθε: ~ η ώρα της κρίσεως. ~ ο καιρός για την αντεπίθεση. ~ ο χρόνος να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις. [< αρχ. ἐπέστη, αόρ. β’, γ’ πρόσ. εν. του ρ. ἐφίσταμαι ‘επίκειμαι, πλησιάζω’]
  • επέστησα βλ. εφιστώ
  • έπεται [ἕπεται] έ-πε-ται ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) (σπάν. έπομαι) (επίσ.): ακολουθεί: Η περίοδος που ~εται των εκλογών. ~ονται (: επακολουθούν, επέρχονται) ανακατατάξεις. Η μέρα που ~εται (: η επόμενη). ΑΝΤ. προηγούμαι ● έπεται 1. συνεπάγεται: Αυτές είναι απόψεις μου· δεν ~ (= σημαίνει) ότι πρέπει να τις ασπάζονται όλοι. 2. (+ να) απομένει: Αυτό που ~ να εκτιμηθεί είναι ... Πβ. πρόκειται. ● ΦΡ.: ενός κακού μύρια έπονται (παροιμ.): ένα αρνητικό γεγονός ακολουθείται συνήθ. και από πολλά άλλα., έπεται/υπάρχει (και) συνέχεια: για κάτι, συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο, που πρόκειται να συνεχιστεί ή να εξελιχθεί: ~ ~ στις αποκαλύψεις/στις απολύσεις/στα μέτρα. Το ζήτημα δεν σταματά εδώ· ~ ~. Το υπό έκδοση βιβλίο έχει φτάσει στις ... σελίδες και ~ ~. [< 1: αρχ. ἕπομαι]
  • επετέθη βλ. επιτίθεμαι
  • επετειακός , ή, ό [ἐπετειακός] ε-πε-τει-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με επέτειο: ~ός: εορτασμός. ~ή: εκδήλωση. ό: αφιέρωμα/έτος/λεύκωμα/μήνυμα/συνέδριο/τεύχος. ~ή έκδοση για τα/με αφορμή τα εκατό χρόνια από ... [< γαλλ. anniversaire]
  • επετειολόγιο [ἐπετειολόγιο] ε-πε-τει-ο-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): κατάλογος επετείων: ιστορικό ~. Βλ. -λόγιο.
  • επέτειος [ἐπέτειος] ε-πέ-τει-ος ουσ. (θηλ.) {επετεί-ου} : ημέρα κατά την οποία κλείνει ένας τουλάχιστον χρόνος από τότε που συνέβη ένα σπουδαίο γεγονός: γαμήλια/εθνική/θλιβερή/ιστορική/λαμπρή/μαύρη/τραγική ~. Η ~ του Πολυτεχνείου. Η εκατοστή ~ από τη γέννηση του συνθέτη. Εορτασμός ~ου. Τιμήθηκε η ~ της Εθνικής Αντίστασης/της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Δοξολογία/εκδήλωση για την ~ο του Όχι. ● ΣΥΜΠΛ.: αργυρή/ασημένια επέτειος: τα εικοσιπέντε χρόνια από ένα αξιοσημείωτο γεγονός: Γιορτάζουν την ~ ~ο του γάμου τους. Βλ. αδαμάντινος. [< αγγλ. silver anniversary] , χρυσή επέτειος: για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από κάποιο σημαντικό γεγονός. Πβ. ιωβηλαίο. [< αγγλ. golden jubilee] [< αρχ. ἐπέτειος ‘ετήσιος’, γαλλ. anniversaire]
  • επετηρίδα [ἐπετηρίδα] ε-πε-τη-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. επίσημος κατάλογος ονομάτων υπαλλήλων υπηρεσίας, αποφοίτων σχολής, τα οποία καταχωρίζονται σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια, όπως η αρχαιότητα: εγγραφή στην ~. Η ~ των αξιωματικών/των δικαστών. Κατάργηση της ~ας (: ως μέσου διορισμού εκπαιδευτικών, βλ. ΑΣΕΠ). Παραβίαση της ~ας. Τηρείται η ~.|| (ειρων.) Κομματική ~ (: ιεραρχία). 2. & (λόγ.) επετηρίς: βιβλίο που εκδίδεται ανά έτος από ίδρυμα ή σύλλογο και στο οποίο καταγράφονται οι δραστηριότητες του προηγούμενου χρόνου, τα δημοσιεύματά του, τα μέλη, το προσωπικό και οι υπηρεσίες του: επιστημονική/στατιστική ~. Επετηρίς της Ακαδημίας Αθηνών/της Εταιρείας (Βυζαντινών Σπουδών). Βλ. -ετηρίδα. [< γαλλ. annuaire]
  • επετράπη βλ. επιτρέπω
  • επέτυχα βλ. επιτυγχάνω
  • ΕΠΕΥ (η): Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών.
  • επευφημία [ἐπευφημία] ε-πευ-φη-μί-α ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ενθουσιώδης επιδοκιμασία που εκφράζεται μαζικά και δημόσια: Έγινε δεκτός/τον υποδέχθηκαν με ~ες. Οι θεατές ξέσπασαν σε ~ες και χειροκροτήματα. (λόγ.) Εν μέσω ~ών. Πβ. ζήτω, ζητωκραυγή. Βλ. πανηγυρισμός. ΑΝΤ. γιούχα, γιουχάισμα
  • επευφημώ [ἐπευφημῶ] ε-πευ-φη-μώ ρ. (μτβ.) {επευφημ-εί ... | επευφήμ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ώντας}: επιδοκιμάζω κάποιον ή κάτι δημόσια και με ενθουσιασμό: Η εξέδρα/το πλήθος τον ~ούσε. (ελλειπτ.) Οι θεατές χειροκροτούν και ~ούν. Η ομιλία του ~ήθηκε από τους συνέδρους. Πβ. αποθεώνω, ζητωκραυγάζω. Βλ. πανηγυρίζω. ΑΝΤ. γιουχάρω [< αρχ. ἐπευφημῶ]
  • επέχω [ἐπέχω] ε-πέ-χω ρ. (μτβ.) {επείχε}: μόνο στη ● ΦΡ.: επέχει θέση (+ γεν.) (επίσ.): ισοδυναμεί με, λειτουργεί ως: Έντυπο που ~ ~ υπεύθυνης δήλωσης. Διαβεβαίωση που ~ ~ όρκου. Δευτερεύουσα πρόταση που ~ ~ αντικειμένου. [< γαλλ. tenir lieu] [< αρχ. ἐπέχω ‘έχω, κρατώ’]
  • επήκοος , ος, ο [ἐπήκοος] ε-πή-κο-ος επίθ. (λόγ.): μόνο στη ● ΦΡ.: εις επήκοον όλων & πάντων: με τρόπο ώστε να ακούν όλοι· ανοιχτά, δημόσια: Επαναλαμβάνω μεγαλοφώνως και ~ ~ ότι ... Μου απάντησε ~ ~ των παρευρισκομένων. [< αρχ. εἰς ἐπήκοον ‘με τρόπο που μπορεί να ακουστεί’ < ἐπήκοος ‘αυτός που ακούει προσεκτικά’]

αδαμάντινος

αδαμάντινος, η, ο [ἀδαμάντινος] α-δα-μά-ντι-νος επίθ. (λόγ.) 1. διαμαντένιος: ~ος: διάκοσμος. ~ο: περιδέραιο/στέμμα. 2. (μτφ.) καθαρός, ακέραιος: ~ος: δικαστής (ΣΥΝ. αδέκαστος)/πολιτικός. ~η: πίστη/φωνή (για τραγουδιστή). ~ο: ήθος. ● ΣΥΜΠΛ.: αδαμάντινος χαρακτήρας: για ακέραιο και άψογο άνθρωπο. [< αγγλ. sterling character] , αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι βλ. γάμος [< 1: αρχ. ἀδαμάντινος 2: αγγλ. adamantine, γαλλ. adamantin]

επιτίθεμαι

επιτίθεμαι [ἐπιτίθεμαι] ε-πι-τί-θε-μαι ρ. (αμτβ.) {επιτίθε-σαι, -ται, -μεθα, -σθε, -νται | επετίθ-ετο, -εντο | επιτέ-θηκα (λόγ. επετέ-θη, σπάν. μτχ. επιτεθείς, -θείσα, -θέν), επιτε-θεί, επιτιθέ-μενος} (+ γεν./+ σε + αιτ.) 1. κατευθύνομαι με ορμή, εχθρική διάθεση προς κάποιον/κάτι, κάνω επίθεση: ~ αιφνιδιαστικά/βάναυσα εναντίον του ... ~ενται με δακρυγόνα/μαχαίρια/μολότοφ/όπλα/χημικά. Άγνωστοι της ~θηκαν πισώπλατα και την τραυμάτισαν/χτύπησαν. Παραμόνευε για να ~θεί. Του ~θη το εξαγριωμένο πλήθος. Αδέσποτα σκυλιά ~θηκαν σε περαστικό.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ στον εχθρό/σε οχυρό/σε στόχους. Ο στρατός ~θηκε διά ξηράς και διά θαλάσσης/κατά μέτωπο (πβ. εισβάλλω, κάνω έφοδο). ~μενοι: στρατιώτες. ~μενες: δυνάμεις. ~μενα: αεροσκάφη/στρατεύματα.|| (ΑΘΛ.) Η ~μενη ομάδα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ιός που ~εται και προσβάλλει τα αρχεία του υπολογιστή. Βλ. αντ~. ΣΥΝ. επελαύνω, εφορμώ ΑΝΤ. αμύνομαι, υπερασπίζομαι (1) 2. (μτφ.) απευθύνομαι επικριτικά, αποδοκιμαστικά σε κάποιον: ~ λεκτικά/φραστικά στην αντίπαλη παράταξη. ~θηκε δημόσια/ονομαστικά κατά της ... Του ~θη με δριμύτητα/σφοδρότητα/υβριστικούς χαρακτηρισμούς. Μην το παίρνεις προσωπικά, δεν σου ~, κουβέντα κάνουμε. Βλ. θίγω, προσβάλλω. [< 1: αρχ. ἐπιτίθεμαι, γαλλ. attaquer, αγγλ. attack]

επιτρέπω

επιτρέπω [ἐπιτρέπω] ε-πι-τρέ-πω ρ. (μτβ.) {επέτρεψα, επιτρέψει, επιτράπηκε (λόγ. επετράπη, -ησαν) επιτραπεί, μτχ. ενεστ. -όμενος, -οντας}: δίνω το δικαίωμα, την άδεια ή τη δυνατότητα να γίνει κάτι, παρέχω ελευθερία: ~ την είσοδο/την κυκλοφορία/τη λειτουργία/την πρόσβαση (= καθιστώ δυνατή). Δεν ~ στον εαυτό μου/σε κανέναν/στο παιδί μου να ... Δεν μου ~ει η ανατροφή μου/δεν μου ~εται να ... Πώς ~εις τέτοια συμπεριφορά; ~εται η παραμονή/η πώληση/η στάθμευση/η στάση. Δεν ~εται το κάπνισμα. Επετράπη ο απόπλους. Η κατάσταση δεν ~ει (= δεν επιδέχεται, δεν αφήνει περιθώρια για) λάθη. ~όμενος: αριθμός(ατόμων/επιβατών)/συντελεστής (δόμησης)/χρόνος (πβ. επιτρεπτός). ~όμενη: δοσολογία/θερμοκρασία/μάζα/ταχύτητα. (Μέγιστο) ~όμενο: βάρος/όριο/ύψος/φορτίο. Πβ. εγκρίνω.|| (σε εκφρ. ευγενείας) Μου ~ετε (ενν. να μιλήσω); Ας μου επιτραπεί ο χαρακτηρισμός. Αν (μου) ~ετε (= με όλο το θάρρος, χωρίς να φανώ αδιάκριτος), πόσο χρονών είστε; Γιώργο, αν μου ~εις τον ενικό/την οικειότητα, θέλω να σου μιλήσω. Επίτρεψέ (καταχρ. επέτρεψέ)/επιτρέψτε μου (= λαμβάνω/παίρνω το θάρρος) να αμφιβάλλω/να διαφωνήσω.|| (σε διένεξη) Δεν σου/σας ~! ΑΝΤ. απαγορεύω, εμποδίζω ● ΦΡ.: Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω [< αρχ. ἐπιτρέπω, γαλλ. permettre]

επιτυγχάνω

επιτυγχάνω [ἐπιτυγχάνω] ε-πι-τυγ-χά-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {επέτυ-χα, επιτύ-χει, επιτεύ-χθηκε, -χθεί (λόγ. επετεύ-χθη, -χθησαν, μτχ. επιτευ-χθείς, -χθείσα, -χθέν), επιτυχημένος, επιτυγχάν-οντας} (λόγ.): πετυχαίνω: ~ (= πραγματοποιώ) το(ν) στόχο μου. ~χε να ολοκληρώσει το έργο του. ~χθηκε πρόοδος/συμβιβασμός/συμφωνία. Αν δεν ~χθεί απόλυτη πλειοψηφία, η ψηφοφορία θα επαναληφθεί. Με καλή θέληση, μπορεί να ~χθεί λύση στο θέμα. ~θείσα: απόδοση. Πβ. καταφέρνω, κατορθώνω. ΑΝΤ. αστοχώ (1) ● βλ. επιτυχημένος [< αρχ. ἐπιτυγχάνω]

-ετηρίδα

-ετηρίδα {-ετηρίδας (λόγ.) -ετηρίδος}: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού ετών ή της επετείου για τη συμπλήρωσή τους: δεκα~/εκατοντα~/πεντηκοντα~/χιλι~. Πβ. -ετία.

εφιστώ

εφιστώ [ἐφιστῶ] ε-φι-στώ ρ. (μτβ.) {εφιστ-ά ... | επέστ-ησα, επιστ-ήσει, εφιστ-ώντας}: στη ● ΦΡ.: εφιστώ την προσοχή (απαιτ. λεξιλόγ.): κάνω κάποιον να προσέξει κάτι· προειδοποιώ: Θα ήθελα να επιστήσω (εσφαλμ. εφιστήσω) ~ σας/εφιστάται η ~ σας σε ένα σοβαρό θέμα. Πβ. επισύρω. [< μτγν. ἐφιστῶ ‘βάζω από πάνω’]

κοινοβουλευτικός

κοινοβουλευτικός, ή, ό κοι-νο-βου-λευ-τι-κός επίθ. (κ. με κεφαλ. Κ): ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με το Κοινοβούλιο: ~ός: συντάκτης (εφημερίδας)/υπουργός. ~ή: δραστηριότητα/περίοδος. (Μικτή) ~ή αντιπροσωπεία. ~ό: Δίκαιο/έργο/Συμβούλιο/σύστημα. ~οί: θεσμοί. ~ές: εκλογές. ~ά: έδρανα/μέλη/όργανα (της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Δηλώσεις του ~ού Εκπροσώπου (του κόμματος). Συνεδρίαση της ~ής Ομάδας του κόμματος. Βλ. αντι~, δια~, εξω~. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινοβουλευτικός έλεγχος: ΠΟΛΙΤ. που ασκείται κυρ. από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση για να ελεγχθεί η πολιτική της σε ορισμένο τομέα: μέσα ~ού ~ου (: πρόταση μομφής/δυσπιστίας, αναφορές, επερωτήσεις, επίκαιρες ερωτήσεις, αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων, συζητήσεις με πρωτοβουλία βουλευτών, σύσταση εξεταστικών επιτροπών, έλεγχος της Βουλής επί των ανεξαρτήτων Αρχών)., κοινοβουλευτική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, κοινοβουλευτική επιτροπή βλ. επιτροπή [< μτγν. κοινοβουλευτικός, γαλλ. parlementaire]

-λόγιο

-λόγιο {-λογίου (σπανιότ.) -λόγιου | -λογίων} (περιληπτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε σύνολο στοιχείων ή συστηματική καταγραφή, κατάλογο: λεξι~/υβρεο~.|| Ανεμο~/απουσιο~/βαθμο~/δειγματο~/εορτο~/ερωτηματο~/ημερο~/κτηματο~/μαθητο~/μισθο~/πελατο~/τιμο~/φοιτητο~.

πανηγυρίζω

πανηγυρίζω πα-νη-γυ-ρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πανηγύρι-σα, πανηγυρί-στηκε, πανηγυρίζ-οντας}: εκδηλώνω έντονα τη μεγάλη μου χαρά, την ευτυχία που νιώθω για κάτι: Οι φίλαθλοι πανηγύριζαν στους δρόμους.|| ~σαν (για) τη νίκη του κόμματός τους στις εκλογές.πανηγυρίζει: (για σύνολο ανθρώπων) γιορτάζει τη μνήμη Αγίου ή άλλη θρησκευτική επέτειο με διάφορες εκδηλώσεις (Θεία Λειτουργία, λιτανεία, πανηγύρι): Ο ναός ~ δύο φορές τον χρόνο. Το χωριό ~ την ημέρα της Αναλήψεως. [< μτγν. πανηγυρίζω]

πανηγυρισμός

πανηγυρισμός πα-νη-γυ-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ομαδική συνήθ. εκδήλωση έντονου ενθουσιασμού, πολύ μεγάλης χαράς, ικανοποίησης για μια επιτυχία: έξαλλοι/ξέφρενοι ~οί των φιλάθλων για την κατάκτηση του κυπέλλου. Βλ. -ισμός. [< μτγν. πανηγυρισμός]

πέφτω

πέφτω πέ-φτω ρ. (αμτβ.) {έπε-σα, πέ-σει, προστ. πέσε, πέστε, μτχ. πε-σμένος, πέφτ-οντας} 1. κινούμαι καθοδικά, από ένα ανώτερο σε ένα κατώτερο σημείο, λόγω της βαρύτητας: ~σα (από τη σκάλα) και χτύπησα. ~σε στο πάτωμα.|| Το βάζο ~σε και έσπασε. Το κινητό τού ~σε από τα χέρια. Αεροπλάνο που ~σε λόγω βλάβης.|| (για άψυχο που αποσπάται ή αποκολλάται από κάπου) ~ουν τα φύλλα. ~σαν βράχοι στο οδόστρωμα.|| (για καιρικά φαινόμενα) ~ει (= ρίχνει) βροχή/χαλάζι/χιόνι. ~ουν αστραπές και κεραυνοί/ψιχάλες. Βλ. προσ~. ΣΥΝ. πίπτω 2. (+ σε) προσκρούω, χτυπώ πάνω σε κάτι: Πρόσεχε μην ~σεις σε καμιά λακκούβα! Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ~σε με δύναμη/ταχύτητα (πάνω) σε μια κολόνα (= τράκαρε). 3. βουτώ, πηδώ: ~σε με τα ρούχα στη θάλασσα. 4. (προφ.) ξαπλώνω, πλαγιάζω: ~σε για ύπνο/να κοιμηθεί.|| ~σε βαριά άρρωστος. 5. (για πρόσ.) σωριάζομαι στο έδαφος: ~σε κάτω ανάσκελα/μπρούμυτα (πβ. οριζοντιώνομαι). ~σε λιπόθυμος. ~σε ηρωικά στο πεδίο της μάχης (= σκοτώθηκε)/νεκρός/τραυματισμένος. Βλ. πεσών. 6. (προφ.) ορμώ, ρίχνομαι: ~σαν πάνω τους και άρχισαν να τους χτυπούν. 7. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) περιέρχομαι σε μια κατάσταση, συνήθ. αρνητική: ~σε σε αντιφάσεις (= περιέπεσε)/κατάθλιψη/μελαγχολία/στα ναρκωτικά. ~σαν θύματα κακομεταχείρισης/ρατσισμού. Βλ. κατα~, κακο~, ξε~.|| Ζώα που ~ουν σε χειμερία νάρκη. 8. (συνήθ. + σε, μτφ.-προφ.) υποβαθμίζομαι, υποβιβάζομαι: ~σε στη δεύτερη θέση. Η ομάδα ~σε κατηγορία. 9. (+ σε, μτφ.-προφ.) μου τυχαίνει: Έχεις ~σει σε κακή περίοδο/στιγμή/συγκυρία.|| ~σα σε προβληματική συσκευή. 10. (μτφ.-προφ.) ενδίδω, υποχωρώ, υποκύπτω: Δεν ~ (= δεν με ρίχνεις) με κάτι τέτοια! 11. (μτφ.-προφ.) χάνω την καλή μου διάθεση, μελαγχολώ: Έχω ~σει τον τελευταίο καιρό (πβ. νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως, είμαι στα ντάουν μου). ~σμένος ψυχολογικά. ~σμένο: ηθικό (= κλονισμένο). Βλ. καταπίπτω. ΑΝΤ. ανεβαίνω (5), είμαι στα πάνω μου 12. (μτφ.-προφ.) αδυνατίζω: Θέλει να ~σει από τα ... στα ... κιλά.|| Έχει ~σει η κοιλιά του (: έχασε το λίπος).πέφτει (προφ.) 1. γκρεμίζεται, καταρρέει: Το κτίριο ~σε (από τον σεισμό).|| (μτφ.) ~σαν τα τείχη που υψώνονταν ανάμεσά τους. 2. (μτφ.) παύει να αντιστέκεται (σε εξωτερικές δυνάμεις), κυριεύεται· καταργείται: ~σε το κάστρο/οχυρό/φρούριο.|| ~σαν τα εμπόδια/σύνορα. 3. κρέμεται: Πουκάμισο που ~ (= εφαρμόζει, στέκεται, στρώνει) τέλεια στο σώμα.|| Τα μαλλιά έπεφταν στο πρόσωπό/στους ώμους της (= χύνονταν). 4. (μτφ.) μειώνεται, ελαττώνεται: ~ουν οι αποδοχές (= λιγοστεύουν, μετριάζονται)/(σχολικές) βάσεις/πωλήσεις/στροφές του κινητήρα/τιμές (πβ. κατρακυλώ). ~σε (= κατέβηκε) ο γενικός δείκτης ανάπτυξης. ~σμένος ο τζίρος/τουρισμός (= μειωμένος) φέτος.|| ~σε ο αέρας (= καταλάγιασε, κόπασε)/η θερμοκρασία/στάθμη του νερού (= υποχώρησε).|| Προσπαθεί να ρίξει τη χοληστερίνη, αλλά δεν (του) ~. Του ~σε η πίεση και λιποθύμησε.|| ~ η μπαταρία/ο φακός (= αποφορτίζεται).|| ~ σιγά-σιγά το φως (= βραδιάζει). 5. (μτφ.) εκδηλώνεται έντονα ή/και αλλεπάλληλα: ~ άφθονο γέλιο. ~ουν πρόστιμα (σωρηδόν). ~σε μεγάλη εκμετάλλευση/πολλή δουλειά/πολύ ξύλο. Βλ. παρα~.|| Άρχισαν να ~ουν πιστολιές/πυροβολισμοί.|| ~σαν (= δόθηκαν) πολλά χρήματα. Να δω να ~ το παραδάκι! 6. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) απλώνεται, επικρατεί: ~σε βουβαμάρα/θλίψη/σιωπή/το σκοτάδι (= νύχτωσε). 7. (μτφ.) ανατρέπεται, εκπίπτει: ~σε το καθεστώς/η κυβέρνηση. 8. (μτφ.) ξεσπά: ~σε (= πλάκωσε) αρρώστια/πείνα/(μεγάλη) φτώχεια. Πβ. ενσκήπτει. 9. (μτφ.) διακόπτεται (απότομα) η λειτουργία του: ~σε η ασφάλεια/ο διακόπτης/το ρεύμα/το σήμα (του σταθμού)/το φως. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~σε το διαδίκτυο (: δεν έχω πρόσβαση). Ο σέρβερ είναι ~σμένος (= δεν λειτουργεί). 10. (μτφ.) εστιάζεται, κατευθύνεται, στρέφεται: Όλη της η προσοχή/φροντίδα ~ (πάνω) στα παιδιά της. Οι προβολείς (= η δημοσιότητα)/υποψίες ~ουν πάνω του. ΣΥΝ. επικεντρώνεται. 11. (μτφ.) βαρύνει: Οι ευθύνες ~ουν (= αναλογούν) στους αρμόδιους. Έχουν ~σει στους ώμους του τα οικογενειακά βάρη. 12. (μτφ.) προβάλλεται: ~ουν διαφημίσεις. 13. (μτφ.) τοποθετείται χρονικά ή στον χώρο: Ποια μέρα ~ η γιορτή; Το σπίτι ~ (= βρίσκεται) κοντά στη θάλασσα. (Προς τα) πού ~ το ...; ● ΦΡ.: δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω (προφ.): δίνει υπερβολική σημασία σε καθετί που λέγεται ή γίνεται: Θέλει να έχει τον τελευταίο λόγο, ~ ~. Ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, ~ ~., μου πέφτει (προφ.): παύω να έχω στύση. ΑΝΤ. μου σηκώνεται, μου πέφτει ... (προφ.): είναι πάνω μου: Το παντελόνι ~ ~ (κάπως/λίγο) μεγάλο/φαρδύ (= μου είναι, μου έρχεται). Τα παπούτσια ~ ~ουν στενά., μου πέφτει λίγος/πολύς (προφ.): θεωρώ ότι κάποιος/κάτι δεν μου αξίζει (συνήθ. ως σύντροφος), είναι κατώτερός μου ή το αντίθετο: Τόσο ωραία γυναίκα και σου ~ λίγη; (ειρων.) Και πάρα πολύ της ~ (= της είναι υπεραρκετό)., πέφτει/πέφτουν βροχή (μτφ.): για κάτι που γίνεται με αδιάκοπη διαδοχή: ~αν ~ οι καταγγελίες/πέτρες (: η μία μετά την άλλη). Πβ. κατά ριπάς. ΣΥΝ. πάει καπνός, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο, πέφτουν οι τίτλοι: (στο τέλος ή σπανιότ. στην αρχή ταινίας ή εκπομπής) εμφανίζονται στην οθόνη ο τίτλος και τα ονόματα των συντελεστών· κατ' επέκτ. τελειώνει κάτι: Το έργο αρχίζει απότομα, πριν καν πέσουν ~. Έφυγα πριν πέσουν ~ (του) τέλους.|| (μτφ.) ~ ~ τέλους για τον ... (: τελειώνει η καριέρα του)., πέφτω (και) στη φωτιά & (σπάν.) ρίχνομαι στη φωτιά (για κάποιον) (μτφ.): θυσιάζομαι: Για την οικογένειά μου είμαι έτοιμος να πέσω ~., την πέφτω (αργκό) 1. ξαπλώνω, πλαγιάζω: Πάω να την πέσω (λιγάκι) (= να κοιμηθώ). 2. προσεγγίζω ερωτικά: Της την έπεσε. ΣΥΝ. καμακώνω (1), τα ρίχνω, φλερτάρω (1) 3. επιτίθεμαι: Της την πέσανε τρεις τύποι, για να της πάρουν την τσάντα.|| (μτφ.) Μου την έπεσε άγρια (= μου επιτέθηκε λεκτικά, μου την είπε)., ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου βλ. μετοχή, βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) βλ. καράβι, δεν θα (πέσω να) πεθάνω (κιόλας) βλ. πεθαίνω, δεν μου πέφτει λόγος βλ. λόγος, δεν πέφτει καρφίτσα βλ. καρφίτσα, έπεσαν σαν (τις) ακρίδες βλ. ακρίδα, έπεσε από την Ακρόπολη και στάθηκε όρθιος βλ. ακρόπολη, έπεσε από το βάθρο του βλ. βάθρο, έπεσε από τον θρόνο βλ. θρόνος, έπεσε περονόσπορος βλ. περονόσπορος, έπεσε στα μάτια (κάποιου) βλ. μάτι, έπεσε στη μαρμίτα βλ. μαρμίτα, έπεσε/έλαχε ο κλήρος (σε κάποιον) βλ. κλήρος, έπεσε/έχει πέσει να πεθάνει βλ. πεθαίνω, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έχει πέσει στα πατώματα βλ. πάτωμα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, θα πέσουν κορμιά βλ. κορμί, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κόπηκε/έπεσε η γραμμή βλ. γραμμή, με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά βλ. φτερό, μου έπεσαν τα νεφρά βλ. νεφρά, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου πέφτει το λαχείο βλ. λαχείο, μου πέφτουν τα μούτρα βλ. μούτρο, μου τρέχουν τα σάλια/τρέχουν τα σάλια μου βλ. σάλιο, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει βλ. ταβάνι, όποιος σκάβει το(ν) λάκκο του άλλου/αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα βλ. λάκκος, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, περνώ κάποιον από λεπίδι/πέφτει λεπίδι βλ. λεπίδι, πέσαμε στην περίπτωση βλ. περίπτωση, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πέφτει η μύτη/η μούρη μου βλ. μύτη, πέφτει μούγκα/μουγκαμάρα βλ. μούγγα, πέφτει στα χέρια κάποιου βλ. χέρι, πέφτει στην αντίληψή μου βλ. αντίληψη, πέφτει στο κενό βλ. κενό, πέφτει σύρμα βλ. σύρμα, πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) βλ. μάτι, πέφτει τσεκούρι βλ. τσεκούρι, πέφτει/θα πέσει παντόφλα βλ. παντόφλα, πέφτουν (οι) υπογραφές βλ. υπογραφή, πέφτουν (πολλά) κεφάλια βλ. κεφάλι, πέφτουν μύτες βλ. μύτη, πέφτουν οι μάσκες βλ. μάσκα, πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους βλ. τόνος1, πέφτω από τα σύννεφα βλ. σύννεφο, πέφτω έξω βλ. έξω, πέφτω κάτω βλ. κάτω, πέφτω μέσα βλ. μέσα, πέφτω πάνω σε κάποιον/κάτι βλ. πάνω & επάνω, πέφτω στα γόνατα βλ. γόνατο, πέφτω στα μαλακά βλ. μαλακός, πέφτω στα τέσσερα βλ. τέσσερις, πέφτω στη λούμπα βλ. λούμπα, πέφτω στο κρεβάτι βλ. κρεβάτι, πέφτω στο στόμα κάποιου βλ. στόμα, πέφτω στον πειρασμό βλ. πειρασμός, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πέφτω/πιάνομαι/μπλέκω/μπερδεύομαι στα δίχτυα/στα πλοκάμια κάποιου βλ. δίχτυ, πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι βλ. μούτρο, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, πιάστηκε (σαν τον ποντικό)/έπεσε στη φάκα βλ. φάκα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) βλ. πόδι, ρίχνω/κατεβάζω/πέφτουν τ' αυτιά μου βλ. αυτί, στα/από τα νύχια κάποιου βλ. νύχι, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα, την έπεσε/την έχει πέσει από δίπλα/από κοντά (σε κάποιον) βλ. δίπλα, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά (θα πέσει) βλ. μήλο, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω [< μεσν. πέφτω < αρχ. πίπτω, γαλλ. tomber]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.