αμοιβή [ἀμοιβή] α-μοι-βή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κάθε αγαθό, υλικό ή μη, που προσφέρει ή λαμβάνει κάποιος για παροχή υπηρεσιών: μεγάλη/μικρή/οικονομική/υψηλή/χαμηλή/χρηματική ~. Μηνιαίες/πρόσθετες ~ές. ~ές ερευνητών/μηχανικών (βλ. αποδοχές, απολαβές, μισθός, πληρωμή). ~ με την ώρα (= ωριαία)/με το κομμάτι. Εισπράττω/ζητώ/λαμβάνω/παίρνω ~. ~ για τη σύλληψη των δραστών. Ασκούν χωρίς ~ (= αμισθί) τα καθήκοντά τους. Εργασία με ~ (βλ. αντιμισθία). Η ηθική ~ του επαίνου (= ανταμοιβή, επιβράβευση). Βλ. αποζημίωση. ● ΦΡ.: έναντι αμοιβής & (λόγ.) επ' αμοιβή [ἐπ' ἀμοιβῇ]: με υλικά ανταλλάγματα: Δέχτηκε να συμμετάσχει στην επιτροπή έναντι αδράς ~ής. ~ χρηματικής ~ (= έναντι χρηματικού ποσού). Πβ. επί πληρωμή, με το αζημίωτο. [< αρχ. ἀμοιβή]
βραβείο [βραβεῖο] βρα-βεί-ο ουσ. (ουδ.): καθετί που απονέμεται σε κάποιον, κυρ. από φορέα, ως αναγνώριση της αξίας, της προσφοράς ή των επιδόσεών του σε ορισμένο τομέα: κινηματογραφικό/κρατικό/λογοτεχνικό/σχολικό ~. ~ καινοτομίας/Νόμπελ/Όσκαρ (πβ. αγαλματίδιο)/Πούλιτζερ. Χορηγός (του) ~ου. Τηλεοπτικά/χρηματικά ~α. ~α ανδρείας/προόδου. Παίρνω το πρώτο/δεύτερο ~. Τιμήθηκε με το ~ ... Τα ~α της Ακαδημίας Αθηνών. Πβ. αριστείο, έπαθλο. Βλ. αντι~, δίπλωμα, έπαινος, μετάλλιο, τιμητική διάκριση. ● ΣΥΜΠΛ.: βραβείο ήθους βλ. ήθος ● ΦΡ.: το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. βραβεῖον ‘έπαθλο του αγώνα, ανταμοιβή’, γαλλ. prix, αγγλ. prize]
γαστρικός, ή, ό γα-στρι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην κοιλιά ή το στομάχι: ~ός: βλεννογόνος/δακτύλιος. ~ή: αρτηρία/δυσφορία/ζώνη/κένωση/παλινδρόμηση/πάρεση/πτύχωση (: επέμβαση για τον περιορισμό της χωρητικότητας του στομάχου στα παχύσαρκα άτομα). ~ό: μανίκι/μπαλόνι (= ενδογαστρικό)/οξύ. ~οί: πολύποδες.|| ~ή πλύση/~ό έλκος (ενν. στομάχου). Βλ. ρινο~. ● ΣΥΜΠΛ.: γαστρική παράκαμψη βλ. παράκαμψη, γαστρικό υγρό βλ. υγρό [< γαλλ. gastrique, αγγλ. gastric banding, 1983]
-γειος, α, ο: λεξικό επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών που αναφέρονται στη γη: επί~/ισό~/υπέρ~/υπό~.|| Ανώ-/από-γειο. Η Μεσό~/υδρό~.
δορυφορικός, ή, ό δο-ρυ-φο-ρι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τους δορυφόρους ή γίνεται μέσω αυτών: ~ός: αναμεταδότης/δέκτης/εξοπλισμός/πομπός/σταθμός/χάρτης. ~ή: εικόνα/εκπομπή/επικοινωνία/ζεύξη/κάλυψη/κεραία/λήψη/μετάδοση/σύνδεση/τηλεόραση/φωτογραφία. ~ό: ίντερνετ/(τηλεοπτικό) πρόγραμμα/ραδιόφωνο/ραντάρ/σήμα/τηλέφωνο. ~ά: κανάλια. 2. βοηθητικός, συμπληρωματικός: ~ός: αεροσταθμός. ● επίρρ.: δορυφορικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: μέσω δορυφόρου. ● ΣΥΜΠΛ.: δορυφορικές τηλεπικοινωνίες βλ. τηλεπικοινωνία, δορυφορική πλοήγηση βλ. πλοήγηση, δορυφορικό πιάτο βλ. πιάτο [< αρχ. δορυφορικός 'που σχετίζεται με αυτόν που φέρει δόρυ', αγγλ. satellite, γαλλ. satellitaire, 1975, αγγλ. satellite television, 1961]
ενδο- & ενδ-: λεξικό πρόθημα επιθέτων και ουσιαστικών με τη σημασία του εντός, στο εσωτερικό: ενδο-δαπέδιος/~επικοινωνία/~κειμενικός/~κοινοτικός/~κομματικός/~κυβερνητικός/~οικογενειακός. Βλ. δια-.|| (ΙΑΤΡ.) Ενδο-κάρδιο/~κρινολογία/~μήτριο/~σκόπηση. ΣΥΝ. εσω- ΑΝΤ. εξω-
-ιμος, η, ο: επίθημα επιθέτων για τη δήλωση δυνατότητας ή καταλληλότητας: αναστρέψ~/διδάξ~/ελέγξ~/εφαρμόσ~/ρευστοποιήσ~/ωφέλ~.|| Νόμ~/συντάξ~.
καταλύτης κα-τα-λύ-της ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή στο σύστημα εξαγωγής καυσαερίων του οχήματος, η οποία μειώνει την εκπομπή ρυπογόνων αερίων: μεταλλικός ~. ΣΥΝ. καταλυτικός μετατροπέας 2. (μτφ.) παράγοντας που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη μιας κατάστασης, συνήθ. επιταχύνοντάς την: (Ισχυρός/κρίσιμος) ~ για την ανάπτυξη της οικονομίας οι επενδύσεις. Στοιχείο που δρα/λειτουργεί ως ~ αλλαγής/εξελίξεων. Η προσπάθεια αποτελεί/συνιστά ~η επιτυχίας.|| (ως επίθ.) Ο ~ χρόνος. 3. ΧΗΜ. ουσία που επιταχύνει μια χημική αντίδραση, παραμένοντας αμετάβλητη μετά το τέλος της: ενεργός ~. ~ες καύσης/οξείδωσης. Ένζυμο που δρα ως ~ (βλ. βιοκαταλύτες).|| Αρνητικός ~ (: που λειτουργεί επιβραδυντικά). Βλ. προωθητής. [< 1: αγγλ. catalytic converter, 1955, 2: γαλλ. catalyseur 3: αγγλ. catalyst, 1902]
μαλάκυνση μα-λά-κυν-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) αποχαύνωση, αποβλάκωση: Έχει πάθει ~ (= έχει χαζέψει) από την πολλή τηλεόραση. 2. ΙΑΤΡ. παθολογική αλλοίωση οργάνου ή ιστού: ~ χόνδρου (= χονδρο~). Βλ. οστεομαλακία. ● ΣΥΜΠΛ.: μαλάκυνση (του) εγκεφάλου/εγκεφαλική μαλάκυνση: ΙΑΤΡ. εκφυλισμός συγκεκριμένης περιοχής του εγκεφάλου ύστερα από θρόμβωση ή εμβολή της αρτηρίας που την αιματώνει, με δυσμενείς επιδράσεις στις νοητικές λειτουργίες. Πβ. Αλτσχάιμερ, γεροντική άνοια. [< μτγν. μαλάκυνσις, γαλλ. ramollissement]
πέδηση πέ-δη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): φρενάρισμα: αυτόματη ~. Ηλεκτρονικός κατανεμητής/ποδόπληκτρο/σύστημα ~ης. ΣΥΝ. τροχοπέδηση ● ΣΥΜΠΛ.: σύστημα αντιεμπλοκής (κατά την πέδηση) βλ. αντιεμπλοκή [< μεσν. πέδησις]
ρελαντί ρε-λα-ντί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. αργός ρυθμός περιστροφής κινητήρα εσωτερικής καύσης: υψηλό/χαμηλό ~. Στροφές του ~. 2. ΚΙΝΗΜ. η αργή λήψη κινηματογραφικών σκηνών. ● ΦΡ.: στο ρελαντί (μτφ.-προφ.): με αργούς, χαλαρούς ρυθμούς: Δουλεύει ~ ~. Νίκη ~ ~ για την ομάδα. [< γαλλ. ralenti, 1917]
υπογάστριο [ὑπογάστριο] υ-πο-γά-στρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ. η κοιλιακή περιοχή κάτω από τον ομφαλό: άλγος ~ίου. Επιθέματα στο ~. Βλ. επιγάστριο. ● ΣΥΜΠΛ.: το (μαλακό) υπογάστριο (μτφ.): ευάλωτο τμήμα, ευαίσθητο σημείο: γροθιά στο ~ ~ της κοινωνίας. [< αρχ. ὑπογάστριον, αγγλ. hypogastrium, γαλλ. hypogastre]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ