Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18380-18400]


  • επιβοηθητικός , ή, ό [ἐπιβοηθητικός] ε-πι-βο-η-θη-τι-κός επίθ.: που λειτουργεί συμπληρωματικά και βοηθητικά: ~ός: παράγοντας/ρόλος. ~ές: παρατηρήσεις/πληροφορίες. Πβ. υποβοηθητικός, επικουρικός. ● επίρρ.: επιβοηθητικά
  • επιβοηθώ [ἐπιβοηθῶ] ε-πι-βο-η-θώ ρ. (μτβ.) {επιβοηθείς ... | επιβοήθ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, συνήθ. στο γ' πρόσ., στην παθ. φωνή} (λόγ.): προσφέρω πρόσθετη, συμπληρωματική βοήθεια: Μάθηση που ~είται από υπολογιστές. Πβ. (υπο)βοηθώ, επικουρώ. [< αρχ. ἐπιβοηθῶ]
  • επιβολή [ἐπιβολή] ε-πι-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. εξαναγκασμός κάποιου να αποδεχτεί κάτι ανεπιθύμητο ή υποχρεωτικό: ~ της άποψης της πλειοψηφίας/θέλησης του δυνατού.|| ~ κυρώσεων/μέτρων/ποινών/προστίμων/φόρων. Πβ. κυριάρχηση, ορισμός. 2. εγκαθίδρυση καθεστώτος αυθαίρετα ή με τη βία· εδραίωση κατάστασης: ~ δικτατορίας.|| ~ της πειθαρχίας/τάξης. 3. επιρροή κάποιου λόγω αξιώματος ή κύρους. Πβ. επιβλητικότητα. [< πβ. αρχ. ἐπιβολή ‘ρίξιμο επάνω, πρόστιμο, φόρος’, γαλλ. imposition]
  • επιβουλεύομαι [ἐπιβουλεύομαι] ε-πι-βου-λεύ-ο-μαι ρ. (μτβ.) {επιβουλεύ-τηκε (λόγ.) -θηκε, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): κάνω ύπουλες σκέψεις για να βλάψω κάποιον ή να οικειοποιηθώ κάτι που του ανήκει: Κανείς δεν έχει δικαίωμα να ~εται τη ζωή των συνανθρώπων του. Χώρα που ~εται την ακεραιότητα/την ελευθερία άλλης. Συμφέροντα που ~ονται τις δασικές εκτάσεις/την περιουσία μας (πβ. σφετερίζομαι). Τον ~ονται οι συνεργάτες του (πβ. υπονομεύω, υποσκάπτω). Πβ. μηχανορραφώ. [< αρχ. ἐπιβουλεύω]
  • επιβουλή [ἐπιβουλή] ε-πι-βου-λή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβουλεύομαι: ξένη ~. ~ της ανεξαρτησίας του Τύπου/ζωής. Προάσπιση της δημοκρατίας/χώρας από κάθε ~. Πβ. μηχανορραφία, σφετερισμός, υπονόμευση. [< αρχ. ἐπιβουλή]
  • επίβουλος , η, ο [ἐπίβουλος] ε-πί-βου-λος επίθ. (λόγ.): που έχει πρόθεση επιβουλής, ύπουλος: ~ος: εχθρός. ~ο: σχέδιο. ~ες: σκέψεις. Πβ. δόλιος, πανούργος. ● επίρρ.: επίβουλα [< αρχ. ἐπίβουλος]
  • επιβράβευση [ἐπιβράβευση] ε-πι-βρά-βευ-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβραβεύω· συνεκδ. η ίδια η ανταμοιβή, υλική ή μη: ηθική (βλ. βραβείο, έπαινος, μετάλλιο)/οικονομική (βλ. αμοιβή, μπόνους, πριμ) ~. ~ της καλής δουλειάς/των κόπων του. ~ για τον αγώνα/τις προσπάθειές του. ~ των αριστούχων μαθητών/για τους κορυφαίους αθλητές. Δέχτηκε/έλαβε/του αξίζει ~ για τις επιδόσεις του. Πβ. αναγνώριση, δικαίωση.
  • επιβραβεύσιμος , η, ο [ἐπιβραβεύσιμος] ε-πι-βρα-βεύ-σι-μος επίθ. (λόγ.): που αξίζει να επιβραβευτεί: ~η: πράξη. Βλ. -ιμος.
  • επιβραβεύω [ἐπιβραβεύω] ε-πι-βρα-βεύ-ω ρ. (μτβ.) {επιβράβευ-σα, -τηκε (λόγ.) -θηκε, -οντας, (σπάν.) -όμενος, -μένος}: προσφέρω ηθική ή υλική ανταμοιβή σε κάποιον, ως αναγνώριση της αξίας ή της προσπάθειάς του: ~τηκε για τους βαθμούς του με έπαινο (: για μαθητή)/για τις επιδόσεις του με μετάλλιο (: για αθλητή)/για την αποδοτικότητά του με πριμ (: για εργαζόμενο). [< μεσν. επιβραβεύω]
  • επιβράδυνση [ἐπιβράδυνση] ε-πι-βρά-δυν-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. επιτάχυνση 1. ΦΥΣ. σταδιακή μείωση της ταχύτητας κινούμενου σώματος: ~ του αυτοκινήτου. Βλ. πέδηση, φρενάρισμα. 2. (μτφ.) ελάττωση του ρυθμού· ειδικότ. καθυστέρηση: οικονομική/σημαντική/σκόπιμη ~. ~ της ανάπτυξης/της διαδικασίας/της παραγωγής/των πωλήσεων. Πβ. τρενάρισμα. Βλ. ρελαντί. || (ΙΑΤΡ.) ~ των (νοητικών) λειτουργιών. Βλ. μαλάκυνση του εγκεφάλου, (νόσος του) Αλτσχάιμερ. [< γαλλ. ralentissement]
  • επιβραδυντής [ἐπιβραδυντής] ε-πι-βρα-δυ-ντής ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ουσία που χρησιμοποιείται για να μειώσει την ταχύτητα χημικής αντίδρασης. Βλ. καταλύτης.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ καύσης/φλόγας (ΣΥΝ. επιβραδυντικό). ~ πήξης σκυροδέματος. ΑΝΤ. επιταχυντής (2) 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. σώμα (νερό, βαρύ ύδωρ ή γραφίτης) που επιτρέπει τον έλεγχο των αλυσιδωτών αντιδράσεων μέσα σε πυρηνικό αντιδραστήρα, επιβραδύνοντας τα γρήγορα νετρόνια τα οποία παράγονται από αντίδραση σχάσης. [< γαλλ. retardateur]
  • επιβραδυντικός , ή, ό [ἐπιβραδυντικός] ε-πι-βρα-δυ-ντι-κός επίθ.: που προκαλεί επιβράδυνση, συνήθ. χημικής αντίδρασης: (για έλεγχο και περιορισμό της φωτιάς:) ~ός: αφρός. ~ό: υγρό/υλικό.|| (σπανιότ. μτφ.) ~ός: παράγοντας (στην/για την επίτευξη συµφωνίας). ΑΝΤ. επιταχυντικός ● Ουσ.: επιβραδυντικό (το): επιβραδυντής: ~ φλόγας. ● επίρρ.: επιβραδυντικά [< γαλλ. retardateur]
  • επιβραδύνω [ἐπιβραδύνω] ε-πι-βρα-δύ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {επιβράδυ-να, επιβραδύ-νθηκε, -νθεί, επιβραδύν-οντας, -όμενος, συνήθ. στο γ' πρόσ.} ΑΝΤ. επιταχύνω 1. ελαττώνω την ταχύτητα: ~ το βήμα μου. Η ακινησία ~ει την κυκλοφορία του αίματος.|| ~όμενη: κίνηση. Το προπορευόμενο όχημα ~ει ή φρενάρει (πβ. κόβω ταχύτητα). ~ετε σταδιακά. ΣΥΝ. βραδύνω (1) 2. (μτφ.) μειώνω τον ρυθμό: Η άσκηση ~ει τη γήρανση. Φάρμακο που ~ει την εξέλιξη της ασθένειας (πβ. τρενάρω). ~νθηκε η ανάπτυξη της αγοράς/η κάμψη των εξαγωγών/η οικονομική δραστηριότητα/η παραγωγή. ~νθηκαν οι διαδικασίες/οι συναλλαγές. Πβ. καθυστερώ. ΑΝΤ. επισπεύδω [< μτγν. ἐπιβραδύνω, γαλλ. ralentir, retarder]
  • επιγαμία [ἐπιγαμία] ε-πι-γα-μί-α ουσ. (θηλ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. γάμος ανάμεσα σε μέλη διαφορετικών ομάδων (φυλετικών, εθνικών, θρησκευτικών): απαγόρευση/σχέσεις ~ας. Πολιτισμικές μίξεις και ~ες. Βλ. ενδο-, εξω-γαμία, επιμιξία. [< αρχ. ἐπιγαμία]
  • επιγαστρικός , ή, ό [ἐπιγαστρικός] ε-πι-γα-στρι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το επιγάστριο: ~ός: πόνος. ~ή: δυσφορία/κήλη. ~ό: άλγος. Βλ. γαστρικός. ΣΥΝ. επιγάστριος [< γαλλ. épigastrique, αγγλ. epigastric]
  • επιγάστριο [ἐπιγάστριο] ε-πι-γά-στρι-ο ουσ. (ουδ.) {επιγαστρί-ου}: ΑΝΑΤ. το άνω κεντρικό μέρος της κοιλιάς, κάτω από το στέρνο: πόνος στο ~. Βλ. υπογάστριο. [< μτγν. ἐπιγάστριον]
  • επιγάστριος , α, ο [ἐπιγάστριος] ε-πι-γά-στρι-ος επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. επιγαστρικός. [< μτγν. ἐπιγάστριος]
  • επίγειος , α, ο [ἐπίγειος] ε-πί-γει-ος επίθ. 1. που βρίσκεται ή συμβαίνει στην επιφάνεια της Γης, του εδάφους: ~ος: δέκτης/σταθμός. ~α: γραμμή/εξυπηρέτηση/κεραία/(ψηφιακή) τηλεόραση. ~ο: σήμα/τηλεσκόπιο. ~α: συστήματα (επικοινωνίας). ~α μέσα μεταφοράς. Βλ. δορυφορικός.|| (ΒΟΤ.) Το ~ο τμήμα του αγωγού/του φυτού. Πβ. υπέργειος. Βλ. -γειος. ΑΝΤ. υπόγειος (1) 2. που αναφέρεται στον υλικό, αισθητό κόσμο, σε αντιδιαστολή με τον πνευματικό ή τον μεταθανάτιο: η ~α ζωή. Τα ~α αγαθά. Πβ. γήινος, εγκόσμιος.|| (μτφ.) ~ος: άγγελος/θεός/παράδεισος. ΑΝΤ. επουράνιος [< αρχ. ἐπίγειος, 1: γαλλ. épigé]
  • επιγενετική [ἐπιγενετική] ε-πι-γε-νε-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. μελέτη των μηχανισμών που εμπλέκονται στη δημιουργία της φαινοτυπικής πολυπλοκότητας κατά τη μορφογένεση: ~ καρκίνου/χρόνιων ασθενειών. [< αγγλ. epigenetics, 1942, γαλλ. épigénétique, γερμ. Epigenetik]
  • επιγενετικός , ή, ό [ἐπιγενετικός] ε-πι-γε-νε-τι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ. που προκαλεί γενετικές μεταλλάξεις: ~ός: μηχανισμός. ~οί: παράγοντες (= στοιχεία του περιβάλλοντος που επιδρούν στη λειτουργία των γονιδίων). ~ές: αλλαγές. [< γαλλ. épigénétique, αγγλ. epigenetic]

αμοιβή

αμοιβή [ἀμοιβή] α-μοι-βή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κάθε αγαθό, υλικό ή μη, που προσφέρει ή λαμβάνει κάποιος για παροχή υπηρεσιών: μεγάλη/μικρή/οικονομική/υψηλή/χαμηλή/χρηματική ~. Μηνιαίες/πρόσθετες ~ές. ~ές ερευνητών/μηχανικών (βλ. αποδοχές, απολαβές, μισθός, πληρωμή). ~ με την ώρα (= ωριαία)/με το κομμάτι. Εισπράττω/ζητώ/λαμβάνω/παίρνω ~. ~ για τη σύλληψη των δραστών. Ασκούν χωρίς ~ (= αμισθί) τα καθήκοντά τους. Εργασία με ~ (βλ. αντιμισθία). Η ηθική ~ του επαίνου (= ανταμοιβή, επιβράβευση). Βλ. αποζημίωση. ● ΦΡ.: έναντι αμοιβής & (λόγ.) επ' αμοιβή [ἐπ' ἀμοιβῇ]: με υλικά ανταλλάγματα: Δέχτηκε να συμμετάσχει στην επιτροπή έναντι αδράς ~ής. ~ χρηματικής ~ (= έναντι χρηματικού ποσού). Πβ. επί πληρωμή, με το αζημίωτο. [< αρχ. ἀμοιβή]

βραβείο

βραβείο [βραβεῖο] βρα-βεί-ο ουσ. (ουδ.): καθετί που απονέμεται σε κάποιον, κυρ. από φορέα, ως αναγνώριση της αξίας, της προσφοράς ή των επιδόσεών του σε ορισμένο τομέα: κινηματογραφικό/κρατικό/λογοτεχνικό/σχολικό ~. ~ καινοτομίας/Νόμπελ/Όσκαρ (πβ. αγαλματίδιο)/Πούλιτζερ. Χορηγός (του) ~ου. Τηλεοπτικά/χρηματικά ~α. ~α ανδρείας/προόδου. Παίρνω το πρώτο/δεύτερο ~. Τιμήθηκε με το ~ ... Τα ~α της Ακαδημίας Αθηνών. Πβ. αριστείο, έπαθλο. Βλ. αντι~, δίπλωμα, έπαινος, μετάλλιο, τιμητική διάκριση. ● ΣΥΜΠΛ.: βραβείο ήθους βλ. ήθος ● ΦΡ.: το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. βραβεῖον ‘έπαθλο του αγώνα, ανταμοιβή’, γαλλ. prix, αγγλ. prize]

γαστρικός

γαστρικός, ή, ό γα-στρι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην κοιλιά ή το στομάχι: ~ός: βλεννογόνος/δακτύλιος. ~ή: αρτηρία/δυσφορία/ζώνη/κένωση/παλινδρόμηση/πάρεση/πτύχωση (: επέμβαση για τον περιορισμό της χωρητικότητας του στομάχου στα παχύσαρκα άτομα). ~ό: μανίκι/μπαλόνι (= ενδογαστρικό)/οξύ. ~οί: πολύποδες.|| ~ή πλύση/~ό έλκος (ενν. στομάχου). Βλ. ρινο~. ● ΣΥΜΠΛ.: γαστρική παράκαμψη βλ. παράκαμψη, γαστρικό υγρό βλ. υγρό [< γαλλ. gastrique, αγγλ. gastric banding, 1983]

-γειος

-γειος, α, ο: λεξικό επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών που αναφέρονται στη γη: επί~/ισό~/υπέρ~/υπό~.|| Ανώ-/από-γειο. Η Μεσό~/υδρό~.

δορυφορικός

δορυφορικός, ή, ό δο-ρυ-φο-ρι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τους δορυφόρους ή γίνεται μέσω αυτών: ~ός: αναμεταδότης/δέκτης/εξοπλισμός/πομπός/σταθμός/χάρτης. ~ή: εικόνα/εκπομπή/επικοινωνία/ζεύξη/κάλυψη/κεραία/λήψη/μετάδοση/σύνδεση/τηλεόραση/φωτογραφία. ~ό: ίντερνετ/(τηλεοπτικό) πρόγραμμα/ραδιόφωνο/ραντάρ/σήμα/τηλέφωνο. ~ά: κανάλια. 2. βοηθητικός, συμπληρωματικός: ~ός: αεροσταθμός. ● επίρρ.: δορυφορικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: μέσω δορυφόρου. ● ΣΥΜΠΛ.: δορυφορικές τηλεπικοινωνίες βλ. τηλεπικοινωνία, δορυφορική πλοήγηση βλ. πλοήγηση, δορυφορικό πιάτο βλ. πιάτο [< αρχ. δορυφορικός 'που σχετίζεται με αυτόν που φέρει δόρυ', αγγλ. satellite, γαλλ. satellitaire, 1975, αγγλ. satellite television, 1961]

ενδο- & ενδ-

ενδο- & ενδ-: λεξικό πρόθημα επιθέτων και ουσιαστικών με τη σημασία του εντός, στο εσωτερικό: ενδο-δαπέδιος/~επικοινωνία/~κειμενικός/~κοινοτικός/~κομματικός/~κυβερνητικός/~οικογενειακός. Βλ. δια-.|| (ΙΑΤΡ.) Ενδο-κάρδιο/~κρινολογία/~μήτριο/~σκόπηση. ΣΥΝ. εσω- ΑΝΤ. εξω-

-ιμος

-ιμος, η, ο: επίθημα επιθέτων για τη δήλωση δυνατότητας ή καταλληλότητας: αναστρέψ~/διδάξ~/ελέγξ~/εφαρμόσ~/ρευστοποιήσ~/ωφέλ~.|| Νόμ~/συντάξ~.

καταλύτης

καταλύτης κα-τα-λύ-της ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή στο σύστημα εξαγωγής καυσαερίων του οχήματος, η οποία μειώνει την εκπομπή ρυπογόνων αερίων: μεταλλικός ~. ΣΥΝ. καταλυτικός μετατροπέας 2. (μτφ.) παράγοντας που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη μιας κατάστασης, συνήθ. επιταχύνοντάς την: (Ισχυρός/κρίσιμος) ~ για την ανάπτυξη της οικονομίας οι επενδύσεις. Στοιχείο που δρα/λειτουργεί ως ~ αλλαγής/εξελίξεων. Η προσπάθεια αποτελεί/συνιστά ~η επιτυχίας.|| (ως επίθ.) Ο ~ χρόνος. 3. ΧΗΜ. ουσία που επιταχύνει μια χημική αντίδραση, παραμένοντας αμετάβλητη μετά το τέλος της: ενεργός ~. ~ες καύσης/οξείδωσης. Ένζυμο που δρα ως ~ (βλ. βιοκαταλύτες).|| Αρνητικός ~ (: που λειτουργεί επιβραδυντικά). Βλ. προωθητής. [< 1: αγγλ. catalytic converter, 1955, 2: γαλλ. catalyseur 3: αγγλ. catalyst, 1902]

μαλάκυνση

μαλάκυνση μα-λά-κυν-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) αποχαύνωση, αποβλάκωση: Έχει πάθει ~ (= έχει χαζέψει) από την πολλή τηλεόραση. 2. ΙΑΤΡ. παθολογική αλλοίωση οργάνου ή ιστού: ~ χόνδρου (= χονδρο~). Βλ. οστεομαλακία. ● ΣΥΜΠΛ.: μαλάκυνση (του) εγκεφάλου/εγκεφαλική μαλάκυνση: ΙΑΤΡ. εκφυλισμός συγκεκριμένης περιοχής του εγκεφάλου ύστερα από θρόμβωση ή εμβολή της αρτηρίας που την αιματώνει, με δυσμενείς επιδράσεις στις νοητικές λειτουργίες. Πβ. Αλτσχάιμερ, γεροντική άνοια. [< μτγν. μαλάκυνσις, γαλλ. ramollissement]

πέδηση

πέδηση πέ-δη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): φρενάρισμα: αυτόματη ~. Ηλεκτρονικός κατανεμητής/ποδόπληκτρο/σύστημα ~ης. ΣΥΝ. τροχοπέδηση ● ΣΥΜΠΛ.: σύστημα αντιεμπλοκής (κατά την πέδηση) βλ. αντιεμπλοκή [< μεσν. πέδησις]

ρελαντί

ρελαντί ρε-λα-ντί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. αργός ρυθμός περιστροφής κινητήρα εσωτερικής καύσης: υψηλό/χαμηλό ~. Στροφές του ~. 2. ΚΙΝΗΜ. η αργή λήψη κινηματογραφικών σκηνών. ● ΦΡ.: στο ρελαντί (μτφ.-προφ.): με αργούς, χαλαρούς ρυθμούς: Δουλεύει ~ ~. Νίκη ~ ~ για την ομάδα. [< γαλλ. ralenti, 1917]

υπογάστριο

υπογάστριο [ὑπογάστριο] υ-πο-γά-στρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ. η κοιλιακή περιοχή κάτω από τον ομφαλό: άλγος ~ίου. Επιθέματα στο ~. Βλ. επιγάστριο. ● ΣΥΜΠΛ.: το (μαλακό) υπογάστριο (μτφ.): ευάλωτο τμήμα, ευαίσθητο σημείο: γροθιά στο ~ ~ της κοινωνίας. [< αρχ. ὑπογάστριον, αγγλ. hypogastrium, γαλλ. hypogastre]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.