Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1980-2000]


  • αεροθεραπεία [ἀεροθεραπεία] α-ε-ρο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. θεραπευτική αγωγή που αξιοποιεί την ευεργετική επίδραση του καθαρού αέρα στην αντιμετώπιση παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος: ~ καρκινοπαθών/φυματικών. Επίδομα ~ας. Βλ. -θεραπεία. [< γαλλ. aérothérapie, αγγλ. aerotherapy]
  • αεροθεραπευτικός , ή, ό [ἀεροθεραπευτικός] α-ε-ρο-θε-ρα-πευ-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αεροθεραπεία: ~ή: νοσηλεία.
  • αεροθερμικός , ή, ό βλ. αερόθερμος
  • αερόθερμο [ἀερόθερμο] α-ε-ρό-θερ-μο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή θέρμανσης που μετατρέπει τον απορροφώμενο ψυχρό αέρα σε θερμό: ηλεκτρικό/οικιακό/περιστρεφόμενο/φορητό ~. ~ δαπέδου/τοίχου. ~α βιομηχανικών εφαρμογών. Βλ. καλοριφέρ, σόμπα. [< γαλλ. aérotherme]
  • αερόθερμος , η, ο [ἀερόθερμος] α-ε-ρό-θερ-μος επίθ.: που θερμαίνεται με αέρα: ~ος: φούρνος. ~η: σόμπα. ΑΝΤ. αερόψυκτος [< γαλλ. aérotherme]
  • αεροκινητήρας [ἀεροκινητήρας] α-ε-ρο-κι-νη-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας που λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα: ~ες αεροσκαφών. [< αγγλ. air motor]
  • αεροκίνητος , η, ο [ἀεροκίνητος] α-ε-ρο-κί-νη-τος επίθ. (επίσ.) 1. ΣΤΡΑΤ. που γίνεται ή μεταφέρεται με εναέρια μέσα: ~η: επιχείρηση. Βλ. αεραποβατικός.|| ~η: μονάδα. Εκπαίδευση ~ης δύναμης (: αεράγημα). Βλ. μηχανοκίνητος. 2. που κινείται με αέρα: ~η: αντλία/μηχανή. ~α: εργαλεία. Υδραυλικά και ~α συστήματα φρένων.|| ~ο: αυτοκίνητο (: που καταναλώνει π.χ. βιοντίζελ, υδρογόνο). Βλ. -κίνητος. [< αγγλ. airmobile, 1965]
  • αερόκλειδο [ἀερόκλειδο] α-ε-ρό-κλει-δο ουσ. (ουδ.): ΜΗΧΑΝ. εργαλείο σύσφιξης που χρησιμοποιεί αέρα υπό πίεση για ταχύ και ισχυρό σφίξιμο ή λύσιμο (βιδών, παξιμαδιών): αναστρεφόμενο/κρουστικό ~.
  • αεροκουρτίνα [ἀεροκουρτίνα] α-ε-ρο-κουρ-τί-να ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. είδος κλιματιστικού που τοποθετείται κυρ. σε επαγγελματικούς χώρους και καταστήματα με μεγάλες ανοιχτές εισόδους για τη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας: τηλεχειριζόμενη ~. Απλές και θερμαινόμενες ~ες. [< αγγλ. air curtain]
  • αερολέσχη [ἀερολέσχη] α-ε-ρο-λέ-σχη ουσ. (θηλ.): μη κερδοσκοπικό σωματείο, τα μέλη του οποίου ασχολούνται ερασιτεχνικά με αεραθλητικές δραστηριότητες. [< γαλλ. aéro-club, 1898]
  • αερόλιθος [ἀερόλιθος] α-ε-ρό-λι-θος ουσ. (αρσ.): πετρώδες συνήθ. σώμα που πέφτει από το Διάστημα στη Γη: Οι ~οι περιέχουν κυρ. πυριτικά άλατα.|| (μτφ.) Πολιτικοί ~οι (: που εμφανίζονται ξαφνικά ως ευνοούμενοι ισχυρών κομματικών παραγόντων, βλ. αλεξιπτωτιστής). ΣΥΝ. μετεωρίτης, μετεωρόλιθος [< γαλλ. aérolithe, αγγλ. aerolite]
  • αερολιμενάρχης [ἀερολιμενάρχης] α-ε-ρο-λι-με-νάρ-χης ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που προΐσταται των υπηρεσιών αερολιμένα.
  • αερολιμένας [ἀερολιμένας] α-ε-ρο-λι-μέ-νας ουσ. (αρσ.) (επίσ.): αεροδρόμιο: διεθνής/κρατικός ~. Βλ. ΔΑΑ. [< αγγλ. airport, 1919, γαλλ. aéroport, 1922]
  • αερολιμενικός , ή, ό [ἀερολιμενικός] α-ε-ρο-λι-με-νι-κός επίθ.: που αναφέρεται στον αερολιμένα: ~ές: Αρχές/εγκαταστάσεις. ~ά: τέλη. ● Ουσ.: αερολιμενικός (ο/η): πρόσωπο που εργάζεται σε αερολιμένα: ~ Υπηρεσίας. [< γαλλ. aéroportuaire, περ. 1970]
  • αερόλογα [ἀερόλογα] α-ε-ρό-λο-γα ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.): αερολογίες. ΣΥΝ. λόγια του αέρα
  • αερολογία [ἀερολογία] α-ε-ρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΜΕΤΕΩΡ. κλάδος που μελετά τη σύσταση και τις ιδιότητες των κατώτερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας. Βλ. αερονομία, -λογία. [< γαλλ. aérologie, αγγλ. aerology]
  • αερολογίες [ἀερολογίες] α-ε-ρο-λο-γί-ες ουσ. (θηλ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. αερολογία} & αερολογήματα (τα): λόγια του αέρα, κενά περιεχομένου, ανούσια και συνεκδ. ανοησίες, μπούρδες: βαρύγδουπες/δημαγωγικές/τηλεοπτικές ~.|| Εντυπωσιακή ~α. Πβ. κενο-, μπουρδο-, περιττο-λογία, φληναφήματα, φλυαρία.
  • αερολογικός , ή, ό [ἀερολογικός] α-ε-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΜΕΤΕΩΡ. που σχετίζεται με την αερολογία: ~οί: σταθμοί. [< γαλλ. aérologique]
  • αερολόγος [ἀερολόγος] α-ε-ρο-λό-γος επίθ./ουσ.: πρόσωπο που μιλάει ανούσια: Στα τηλεοπτικά "παράθυρα" παρελαύνουν πάσης φύσεως ~οι. Πβ. κενολόγος, φλύαρος. Βλ. -λόγος.
  • αερολογώ [ἀερολογῶ] α-ε-ρο-λο-γώ ρ. {αερολογ-είς ..., -ώντας}: λέω λόγια του αέρα, μιλώ ανούσια: Δεν απαντούσε συγκεκριμένα, ~ούσε. Πβ. αοριστο-, περιττο-λογώ, φλυαρώ.

αεραποβατικός

αεραποβατικός, ή, ό [ἀεραποβατικός] α-ε-ρα-πο-βα-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αεροαποβατικός: ΣΤΡΑΤ. που σχετίζεται με την αεραπόβαση: ~ός: λόχος. ~ή: επιχείρηση (βλ. αεροκίνητη)/μονάδα. ~ές: δυνάμεις. ~ά: γυμνάσια.

αερόθερμος

αερόθερμος, η, ο [ἀερόθερμος] α-ε-ρό-θερ-μος επίθ.: που θερμαίνεται με αέρα: ~ος: φούρνος. ~η: σόμπα. ΑΝΤ. αερόψυκτος [< γαλλ. aérotherme]

αερονομία

αερονομία [ἀερονομία] α-ε-ρο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΣΤΡΑΤ. αστυνομική υπηρεσία της Πολεμικής Αεροπορίας. Βλ. ναυτο-, στρατο-νομία. 2. ΜΕΤΕΩΡ. κλάδος που μελετά τις ιδιότητες των ανώτερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας. Βλ. αερολογία. [< 1: αγγλ. air (force) police, 1944, 2: γαλλ. aéronomie, 1954, αγγλ. aeronomy, 1957]

ΔΑΑ

ΔΑΑ (ο): Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος».

-θεραπεία

-θεραπεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.

καλοριφέρ

καλοριφέρ κα-λο-ρι-φέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. σύστημα κεντρικής θέρμανσης· συνεκδ. κάθε θερμαντικό σώμα που αποτελεί μέρος του ή είναι αυτόνομο και φορητό: ~ (φυσικού) αερίου/πετρελαίου. Η απόδοση/ο καυστήρας του ~. Το ~ δουλεύει απ' το πρωί/καίει στο φουλ.|| ~ με εννέα φέτες (: κάθετα μέρη). Το ~ θέλει/χρειάζεται εξαέρωση. Ανάβω/κλείνω το ~.|| ~ λαδιού. Βλ. αερόθερμο, θερμο-πομπός, -συσσωρευτής, κλιματιστικό, κονβέκτορας, σόμπα. 2. (σε όχημα) σύστημα θέρμανσης: Άνοιξε το ~, έχουν θαμπώσει τα τζάμια! Βλ. εξαερισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ατομικό καλοριφέρ: αυτόνομη θέρμανση: οροφοδιαμέρισμα με ~ ~. [< γαλλ. calorifère]

-κίνητος

-κίνητος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

μηχανοκίνητος

μηχανοκίνητος, η, ο μη-χα-νο-κί-νη-τος επίθ. 1. ΤΕΧΝΟΛ. που λειτουργεί με μηχανή: ~ος: εξοπλισμός. ~η: αντλία/βάρκα/λέμβος. ~ο: δίκυκλο/εργαλείο/μέσο/όχημα/σκάφος. ~α: πλοία. ΑΝΤ. χειροκίνητος 2. ΣΤΡΑΤ. που μεταφέρεται με οχήματα: ~ος: λόχος. ~η: δύναμη/μεραρχία/μονάδα/ταξιαρχία. ~ο: τάγμα πεζικού. ~α: τμήματα της Αστυνομίας. 3. που γίνεται με μηχανικά μέσα: ~η: κυκλοφορία/μεταφορά/πορεία (αλληλεγγύης)/πτήση. Βλ. -κίνητος. ● ΣΥΜΠΛ.: μηχανοκίνητος αθλητισμός βλ. αθλητισμός

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.