αεραποβατικός, ή, ό [ἀεραποβατικός] α-ε-ρα-πο-βα-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αεροαποβατικός: ΣΤΡΑΤ. που σχετίζεται με την αεραπόβαση: ~ός: λόχος. ~ή: επιχείρηση (βλ. αεροκίνητη)/μονάδα. ~ές: δυνάμεις. ~ά: γυμνάσια.
αερόθερμος, η, ο [ἀερόθερμος] α-ε-ρό-θερ-μος επίθ.: που θερμαίνεται με αέρα: ~ος: φούρνος. ~η: σόμπα. ΑΝΤ. αερόψυκτος [< γαλλ. aérotherme]
αερονομία [ἀερονομία] α-ε-ρο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΣΤΡΑΤ. αστυνομική υπηρεσία της Πολεμικής Αεροπορίας. Βλ. ναυτο-, στρατο-νομία. 2. ΜΕΤΕΩΡ. κλάδος που μελετά τις ιδιότητες των ανώτερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας. Βλ. αερολογία. [< 1: αγγλ. air (force) police, 1944, 2: γαλλ. aéronomie, 1954, αγγλ. aeronomy, 1957]
ΔΑΑ (ο): Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος».
-θεραπεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.
καλοριφέρ κα-λο-ρι-φέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. σύστημα κεντρικής θέρμανσης· συνεκδ. κάθε θερμαντικό σώμα που αποτελεί μέρος του ή είναι αυτόνομο και φορητό: ~ (φυσικού) αερίου/πετρελαίου. Η απόδοση/ο καυστήρας του ~. Το ~ δουλεύει απ' το πρωί/καίει στο φουλ.|| ~ με εννέα φέτες (: κάθετα μέρη). Το ~ θέλει/χρειάζεται εξαέρωση. Ανάβω/κλείνω το ~.|| ~ λαδιού. Βλ. αερόθερμο, θερμο-πομπός, -συσσωρευτής, κλιματιστικό, κονβέκτορας, σόμπα. 2. (σε όχημα) σύστημα θέρμανσης: Άνοιξε το ~, έχουν θαμπώσει τα τζάμια! Βλ. εξαερισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ατομικό καλοριφέρ: αυτόνομη θέρμανση: οροφοδιαμέρισμα με ~ ~. [< γαλλ. calorifère]
-κίνητος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
μηχανοκίνητος, η, ο μη-χα-νο-κί-νη-τος επίθ. 1. ΤΕΧΝΟΛ. που λειτουργεί με μηχανή: ~ος: εξοπλισμός. ~η: αντλία/βάρκα/λέμβος. ~ο: δίκυκλο/εργαλείο/μέσο/όχημα/σκάφος. ~α: πλοία. ΑΝΤ. χειροκίνητος 2. ΣΤΡΑΤ. που μεταφέρεται με οχήματα: ~ος: λόχος. ~η: δύναμη/μεραρχία/μονάδα/ταξιαρχία. ~ο: τάγμα πεζικού. ~α: τμήματα της Αστυνομίας. 3. που γίνεται με μηχανικά μέσα: ~η: κυκλοφορία/μεταφορά/πορεία (αλληλεγγύης)/πτήση. Βλ. -κίνητος. ● ΣΥΜΠΛ.: μηχανοκίνητος αθλητισμός βλ. αθλητισμός
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ