αερώδης, ης, ες [ἀερώδης] α-ε-ρώ-δης επίθ. {αερώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών} (επιστ.) 1. που περιέχει αέρα: ~ης: κύστη.|| (ΙΑΤΡ.) ~ης: εμβολή (: που προκαλείται από φυσαλίδα αέρος). 2. που έχει τις ιδιότητες του αέρα: ~ης: μορφή. ~ες: διάλυμα/μείγμα. Πβ. αέριος. Βλ. αεριώδης, -ώδης. [< μτγν. ἀερώδης]
-βασία λεξικό επίθημα με τη σημασία 1. της βάδισης: ορει~/πυρο~/σχοινο~.|| Υπνο~. 2. (σπάν.) της σεξουαλικής πράξης: κτηνο~.
-βιομηχανία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε βιομηχανία παραγωγής ορισμένου προϊόντος: αερο~/αλευρο~/αρτο~/αυτοκινητο~/γαλακτο~/καπνο~/μεταλλο~/σοκολατο~/τσιμεντο~/φαρμακο~/χαρτο~.|| Μεγαλο~/μικρο~.
-βιος, α, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει το χρονικό διάστημα ή τη διάρκεια ζωής του προσδιοριζόμενου, το περιβάλλον ή τον τρόπο διαβίωσής του: ημερό~/νυκτό~.|| Αιωνό~/βραχύ~/ισό~/μακρό~.|| Αμφί~/λαθρό~/ορεσί~/υδρό~. Βλ. -φιλος, -χαρής.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αλητό~/μπαρό~/φυλακό~.
-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.
-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
ικανότητα [ἱκανότητα] ι-κα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {ικανοτήτ-ων} 1. (για πρόσ.) η δυνατότητα κάποιου να πραγματοποιεί ή να εκτελεί κάτι: έμφυτη/επίκτητη/συνθετική ~. ~ ανάγνωσης και γραφής/ανάλυσης και σύνθεσης/άσκησης/κατανόησης/κρίσης/μάθησης/προσανατολισμού. ~ για εργασία. Μειωμένη ~ όσφρησης. Καλλιεργώ μια ~. Έχει ανεπτυγμένη την ~ του λόγου/της ομιλίας. ~ διαχείρισης αλλαγών/κρίσεων. Εξαιρετική ~ στη χρήση ηλεκτρονικών µέσων. Αξιολογείται η τεχνική ~ του υποψηφίου. Αμφιβάλλω για/αμφισβητώ την ~ά του να ... (πβ. αξιοσύνη). Με ιδιαίτερη ~ (= επιδεξιότητα). Επιβεβαιώνει/μαρτυρεί την ~ά του να … Έχει τη μοναδική ~ να φτιάχνει ... (πβ. δεξιοτεχνία, μαεστρία, μαστοριά, τέχνη). Πιστοποιητικό επαγγελματικής ~ας. Άδεια ~ας οδηγού. Διανοητικές/πνευματικές ~ες (πβ. εξυπνάδα). Καλλιτεχνικές ~ες (πβ. ταλέντο). Διακρίνομαι για τις ~ές μου. Διαθέτει διαπραγματευτική ~/~ες επικοινωνίας. Είναι προικισμένη με ηγετικές/οργανωτικές/υποκριτικές ~ες (= προσόντα). Έχει πολλές ~ες, αλλά δεν τις αξιοποιεί. Ανάπτυξη/τεστ ~ων. Στερούμαι ~ων. Κάνει επίδειξη των ~ων της.|| Σεξουαλική ~.|| Σκύλος με κυνηγετικές ~ες. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ανικανότητα (1) 2. (επιστ.) ο βαθμός στον οποίο είναι δυνατόν να επιτευχθεί κάτι: αγοραστική/ασφαλιστική/εκτελεστική/επενδυτική/παραγωγική ~. ~ και ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών. ~ ανύψωσης φορτίου έως και ... τόνους. Οικονομική και χρηματοπιστωτική ~. Η εθνική άμυνα και η αποτρεπτική ~ μιας χώρας. Αυξημένη ~ µεταφοράς φορτίων. Αποτίμηση σεισμικής ~ας κτιρίων. Πβ. δύναμη, δυναμικότητα, ισχύς. ΑΝΤ. αδυναμία (1) 3. ΦΥΣ. ιδιότητα σώματος να προκαλεί συγκεκριμένο φαινόμενο: θερμική/πτητική/στροφική ~. ~ απορρόφησης ενέργειας. ● ΣΥΜΠΛ.: αερόβια ικανότητα: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που έχει ο οργανισμός, για να καταναλώνει τον ανώτατο δυνατό όγκο οξυγόνου στη μονάδα του χρόνου. Πβ. καρδιοαναπνευστική αντοχή., ικανότητα δικαίου: ΝΟΜ. δυνατότητα κάθε προσώπου να είναι φορέας δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και καταστάσεων., σωματική ικανότητα (συντομ. Ι): ΣΤΡΑΤ. η κατάσταση της σωματικής και πνευματικής υγείας στρατεύσιμου, ανάλογα με την οποία κατατάσσεται σε ορισμένη κατηγορία, ώστε να του ανατεθούν τα αντίστοιχα καθήκοντα: Η ~ ~ μπορεί να είναι Ι/1 (απόλυτα υγιής), Ι/2, Ι/3 (ένοπλος ή άοπλος), Ι/4 (πάντοτε άοπλος) και Ι/5 (εξαίρεση από τη στράτευση)., γλωσσική ικανότητα βλ. γλωσσικός, διακριτική ικανότητα βλ. διακριτικός, δικαιοπρακτική ικανότητα βλ. δικαιοπρακτικός, θερμαντική ικανότητα βλ. θερμαντικός1, πιστοληπτική ικανότητα βλ. πιστοληπτικός, φέρουσα ικανότητα βλ. φέρων ● ΦΡ.: άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες βλ. ειδικός [< αρχ. ἱκανότης, γαλλ. capacité]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ