Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1940-1960]


  • αεριώδης , ης, ες [ἀεριώδης] α-ε-ρι-ώ-δης επίθ. {αεριώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (επιστ.): που έχει τη σύσταση, τις ιδιότητες αερίου: ~ης: πλανήτης. ~ης: μάζα/μορφή/ουσία. ~ες: καύσιμο/σώμα. Σε ~η κατάσταση. Πβ. αέριος. Βλ. αερώδης, -ώδης. [< γαλλ. gazeux]
  • αεριώθηση [ἀεριώθηση] α-ε-ρι-ώ-θη-ση ουσ. (θηλ.) & αεριοπροώθηση: ΤΕΧΝΟΛ. προώθηση (συνήθ. αεροσκάφους) με εκτόξευση προς τα πίσω αερίων υψηλής πίεσης και ταχύτητας. [< αγγλ. jet propulsion, 1944]
  • αεριωθούμενος , η, ο [ἀεριωθούμενος] α-ε-ρι-ω-θού-με-νος επίθ. & αεριοπροωθούμενος: που προκαλεί ή κινείται με αεριώθηση: ~ος: κινητήρας/πύραυλος. ● Ουσ.: αεριωθούμενο (το) {-ου (λόγ.) -ένου}: ΤΕΧΝΟΛ. τύπος στρατιωτικού ή πολιτικού αεροπλάνου που η προώθησή του γίνεται με κινητήρα αεριώθησης: επιβατικό/μαχητικό ~. ΣΥΝ. τζετ (1) [< αγγλ. jet (propelled)]
  • αερο- & αερό- & αερ- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρονται 1. στον αέρα ή την κίνησή του: αερο-δυναμική/~θεραπεία. Αερό-βιος. Πβ. ανεμο-. Bλ. αεριο-. 2. στην αεροπορία: αερο-γραμμές/~δρόμιο/~συνοδός. Αερ-απόβαση. 3. σε κάτι ανούσιο: αερο-λογίες (= κενολογίες).
  • αεροβάπτισμα [ἀεροβάπτισμα] α-ε-ρο-βά-πτι-σμα ουσ. (ουδ.) & αεροβάφτισμα & αεροβάπτιση (η): βάφτιση ετοιμοθάνατου βρέφους, σηκώνοντάς το τρεις φορές στον αέρα.
  • αεροβασία [ἀεροβασία] α-ε-ρο-βα-σί-α ουσ. (θηλ.) (σπάν.): βίωση ή κατασκευή μιας φανταστικής πραγματικότητας· (συνεκδ. στον πληθ.) σκέψεις ή λόγια που είναι εκτός τόπου και χρόνου: ποιητική ~.|| Θεωρητικές/φιλοσοφικές ~ες. Ευσεβείς πόθοι και ~ες. Βλ. -βασία, φαντασιο-κοπία, -πληξία.
  • αεροβάτης [ἀεροβάτης] α-ε-ρο-βά-της ουσ. (αρσ.) (σπάν.-λογοτ.): αιθεροβάμων. [< μτγν. ἀεροβάτης]
  • αεροβατώ [ἀεροβατῶ] α-ε-ρο-βα-τώ ρ. (αμτβ.) {αεροβατ-είς ... | μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} 1. (μτφ.) ζω στον κόσμο μου, είμαι εκτός πραγματικότητας: Μην ~είς, δεν θ' αλλάξουν όλα από αύριο το πρωί! Πβ. αιθερο-, ονειρο-βατώ. 2. (σπάν.-κυριολ.) περπατώ στον αέρα: Σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας οι αστροναύτες ~ούν. [< 2: αρχ. ἀεροβατῶ]
  • αεροβικός , ή, ό [ἀεροβικός] α-ε-ρο-βι-κός επίθ. & αεροβιακός: ΓΥΜΝ. που επιτυγχάνει την οξυγόνωση του οργανισμού και κατ' επέκτ. τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης: ~ή: προπόνηση. ~ές: ασκήσεις. ~ά: αθλήματα. ● Ουσ.: αεροβική (η): γυμναστική που γίνεται με γρήγορες, έντονες, συνήθ. χορευτικές κινήσεις, συνοδεία μουσικής: πρόγραμμα ~ής. Βλ. σουηδική γυμναστική, στεπ, στρέτσινγκ. ΣΥΝ. αεροβίωση (1), αερόμπικ [< αμερικ. aerobics, 1967, γαλλ. aérobic, 1981] [< αγγλ. aerobic]
  • αεροβιολογία [ἀεροβιολογία] α-ε-ρο-βι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. κλάδος που ερευνά τους αιωρούμενους μικροοργανισμούς και τη διάδοσή τους στην ατμόσφαιρα, ιδ. όταν πρόκειται για μολυσματικούς φορείς. [< αγγλ. aerobiology, 1937, γαλλ. aérobiologie]
  • αεροβιολογικός , ή, ό [ἀεροβιολογικός] α-ε-ρο-βι-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ. που αναφέρεται στην αεροβιολογία: ~ή: καταγραφή γυρεοκόκκων/μελέτη μυκήτων. [< αγγλ. aerobiological, 1942, γαλλ. aérobiologique]
  • αεροβιομηχανία [ἀεροβιομηχανία] α-ε-ρο-βι-ο-μη-χα-νί-α ουσ. (θηλ.): αεροπορική βιομηχανία, βιομηχανική παραγωγή αεροσκαφών και συνεκδ. η αντίστοιχη εταιρεία. Βλ. -βιομηχανία.
  • αερόβιος , α, ο [ἀερόβιος] α-ε-ρό-βι-ος επίθ.: ΒΙΟΛ. που χρειάζεται οξυγόνο, για να επιβιώσει, να λειτουργήσει ή να συντελεστεί: ~ος: μεταβολισμός/οργανισμός. ~α: αναπνοή/ζύµωση. ~ο: ένζυμο. ~οι: μικροοργανισμοί. ~α: φυτά.|| (ΑΘΛ.) ~α: προπόνηση (= αεροβική). Βλ. -βιος. ΑΝΤ. αναερόβιος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αερόβια ικανότητα βλ. ικανότητα [< μτγν. ἀερόβιος 'που ζει στον αέρα', γαλλ. aérobie, αγγλ. aerobe]
  • αεροβίωση [ἀεροβίωση] α-ε-ρο-βί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΥΜΝ. (επίσ.) αεροβική, αερόμπικ. 2. ΒΙΟΛ. διαβίωση σε οξυγονούχο περιβάλλον. 3. ΒΙΟΛ. εργαστηριακή μετάλλαξη αναερόβιων οργανισμών σε αερόβιους. [< 2,3: αγγλ. aerobiosis, γαλλ. aérobiose, 1920]
  • αεροβόλος , ο [ἀεροβόλος] α-ε-ρο-βό-λος επίθ.: που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα: ~ο: πιστόλι/τουφέκι. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αεροβόλο όπλο & αεροβόλο (το): που εκτοξεύει βλήματα με προωστικό μέσο τον πεπιεσμένο αέρα: ημιαυτόματο ~. Αθλητικά ~α. Αγωνιστικά ~α για σκοποβολή. Βέργες ~ων. Βλ. πυροβόλο όπλο. [< αγγλ. airgun]
  • αερογέλη [ἀερογέλη] α-ε-ρο-γέ-λη ουσ. (θηλ.) & αεροτζέλ: ΧΗΜ. εξαιρετικά ελαφρύ και πορώδες στερεό υλικό, το οποίο αποτελείται κατά 99% από αέριο: πυριτική ~. [< αγγλ. aerogel, 1931]
  • αερογενής , ής, ές [ἀερογενής] α-ε-ρο-γε-νής επίθ.: ΙΑΤΡ. που προκαλείται μέσω του αέρα: ~ής: μόλυνση. ~ής μετάδοση ιού/λοιμογόνου παράγοντα. Βλ. -γενής. ● επίρρ.: αερογενώς [-ῶς] (λόγ.): ~ μεταδιδόμενα νοσήματα.
  • αερογέφυρα [ἀερογέφυρα] α-ε-ρο-γέ-φυ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. παροχή βοήθειας με ιπτάμενα μέσα σε περιοχές που έχουν πληγεί και δεν μπορεί να τις προσεγγίσει κανείς με άλλο τρόπο: ανθρωπιστική ~ μετά τις πλημμύρες/στους σεισμοπαθείς.|| ~ ζωής για τη μεταφορά ζωτικών οργάνων. 2. (καταχρ.) γέφυρα σύνδεσης δύο σημείων του οδικού ή σιδηροδρομικού δικτύου. Πβ. ανισόπεδος κόμβος. [< 1: γαλλ. pont aérien, αγγλ. airlift, 1945]
  • αερογραμμή [ἀερογραμμή] α-ε-ρο-γραμ-μή ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} (επίσ.): εταιρεία ή σύνολο εταιρειών που διαχειρίζονται αεροπορικές μεταφορές: ~ές εξωτερικού/εσωτερικού. Διεθνείς/τοπικές ~ές. ΣΥΝ. αεροπορική γραμμή [< αγγλ. airline, 1910, γαλλ. ligne aérienne]
  • αερογραφία [ἀερογραφία] α-ε-ρο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος ζωγραφικής με αερογράφο και συνεκδ. το αντίστοιχο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. aérographie]

αερώδης

αερώδης, ης, ες [ἀερώδης] α-ε-ρώ-δης επίθ. {αερώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών} (επιστ.) 1. που περιέχει αέρα: ~ης: κύστη.|| (ΙΑΤΡ.) ~ης: εμβολή (: που προκαλείται από φυσαλίδα αέρος). 2. που έχει τις ιδιότητες του αέρα: ~ης: μορφή. ~ες: διάλυμα/μείγμα. Πβ. αέριος. Βλ. αεριώδης, -ώδης. [< μτγν. ἀερώδης]

-βασία

-βασία λεξικό επίθημα με τη σημασία 1. της βάδισης: ορει~/πυρο~/σχοινο~.|| Υπνο~. 2. (σπάν.) της σεξουαλικής πράξης: κτηνο~.

-βιομηχανία

-βιομηχανία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε βιομηχανία παραγωγής ορισμένου προϊόντος: αερο~/αλευρο~/αρτο~/αυτοκινητο~/γαλακτο~/καπνο~/μεταλλο~/σοκολατο~/τσιμεντο~/φαρμακο~/χαρτο~.|| Μεγαλο~/μικρο~.

-βιος

-βιος, α, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει το χρονικό διάστημα ή τη διάρκεια ζωής του προσδιοριζόμενου, το περιβάλλον ή τον τρόπο διαβίωσής του: ημερό~/νυκτό~.|| Αιωνό~/βραχύ~/ισό~/μακρό~.|| Αμφί~/λαθρό~/ορεσί~/υδρό~. Βλ. -φιλος, -χαρής.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αλητό~/μπαρό~/φυλακό~.

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

ικανότητα

ικανότητα [ἱκανότητα] ι-κα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {ικανοτήτ-ων} 1. (για πρόσ.) η δυνατότητα κάποιου να πραγματοποιεί ή να εκτελεί κάτι: έμφυτη/επίκτητη/συνθετική ~. ~ ανάγνωσης και γραφής/ανάλυσης και σύνθεσης/άσκησης/κατανόησης/κρίσης/μάθησης/προσανατολισμού. ~ για εργασία. Μειωμένη ~ όσφρησης. Καλλιεργώ μια ~. Έχει ανεπτυγμένη την ~ του λόγου/της ομιλίας. ~ διαχείρισης αλλαγών/κρίσεων. Εξαιρετική ~ στη χρήση ηλεκτρονικών µέσων. Αξιολογείται η τεχνική ~ του υποψηφίου. Αμφιβάλλω για/αμφισβητώ την ~ά του να ... (πβ. αξιοσύνη). Με ιδιαίτερη ~ (= επιδεξιότητα). Επιβεβαιώνει/μαρτυρεί την ~ά του να … Έχει τη μοναδική ~ να φτιάχνει ... (πβ. δεξιοτεχνία, μαεστρία, μαστοριά, τέχνη). Πιστοποιητικό επαγγελματικής ~ας. Άδεια ~ας οδηγού. Διανοητικές/πνευματικές ~ες (πβ. εξυπνάδα). Καλλιτεχνικές ~ες (πβ. ταλέντο). Διακρίνομαι για τις ~ές μου. Διαθέτει διαπραγματευτική ~/~ες επικοινωνίας. Είναι προικισμένη με ηγετικές/οργανωτικές/υποκριτικές ~ες (= προσόντα). Έχει πολλές ~ες, αλλά δεν τις αξιοποιεί. Ανάπτυξη/τεστ ~ων. Στερούμαι ~ων. Κάνει επίδειξη των ~ων της.|| Σεξουαλική ~.|| Σκύλος με κυνηγετικές ~ες. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ανικανότητα (1) 2. (επιστ.) ο βαθμός στον οποίο είναι δυνατόν να επιτευχθεί κάτι: αγοραστική/ασφαλιστική/εκτελεστική/επενδυτική/παραγωγική ~. ~ και ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών. ~ ανύψωσης φορτίου έως και ... τόνους. Οικονομική και χρηματοπιστωτική ~. Η εθνική άμυνα και η αποτρεπτική ~ μιας χώρας. Αυξημένη ~ µεταφοράς φορτίων. Αποτίμηση σεισμικής ~ας κτιρίων. Πβ. δύναμη, δυναμικότητα, ισχύς. ΑΝΤ. αδυναμία (1) 3. ΦΥΣ. ιδιότητα σώματος να προκαλεί συγκεκριμένο φαινόμενο: θερμική/πτητική/στροφική ~. ~ απορρόφησης ενέργειας. ● ΣΥΜΠΛ.: αερόβια ικανότητα: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που έχει ο οργανισμός, για να καταναλώνει τον ανώτατο δυνατό όγκο οξυγόνου στη μονάδα του χρόνου. Πβ. καρδιοαναπνευστική αντοχή., ικανότητα δικαίου: ΝΟΜ. δυνατότητα κάθε προσώπου να είναι φορέας δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και καταστάσεων., σωματική ικανότητα (συντομ. Ι): ΣΤΡΑΤ. η κατάσταση της σωματικής και πνευματικής υγείας στρατεύσιμου, ανάλογα με την οποία κατατάσσεται σε ορισμένη κατηγορία, ώστε να του ανατεθούν τα αντίστοιχα καθήκοντα: Η ~ ~ μπορεί να είναι Ι/1 (απόλυτα υγιής), Ι/2, Ι/3 (ένοπλος ή άοπλος), Ι/4 (πάντοτε άοπλος) και Ι/5 (εξαίρεση από τη στράτευση)., γλωσσική ικανότητα βλ. γλωσσικός, διακριτική ικανότητα βλ. διακριτικός, δικαιοπρακτική ικανότητα βλ. δικαιοπρακτικός, θερμαντική ικανότητα βλ. θερμαντικός1, πιστοληπτική ικανότητα βλ. πιστοληπτικός, φέρουσα ικανότητα βλ. φέρων ● ΦΡ.: άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες βλ. ειδικός [< αρχ. ἱκανότης, γαλλ. capacité]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.