Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1920-1940]


  • αέρινος , η, ο [ἀέρινος] α-έ-ρι-νος επίθ. (κυρ. λογοτ.): λεπτός, ανάλαφρος, διαφανής: ~η: μορφή/ομορφιά. ~ο: κορμί/πλάσμα. Οι ~ες κινήσεις των χορευτών. Πβ. αιθέριος. Βλ. αεράτος.|| ~η: εσάρπα. ~ο: πέπλο/φόρεμα. ~α: ρούχα. Πβ. αραχνοΰφαντος. [< αρχ. ἀέρινος]
  • αέριο [ἀέριο] α-έ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αερί-ου | -ων}: κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα άτομα συνδέονται ασθενώς· σώμα που διαχέεται ακαθόριστα, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο στον οποίο εισάγεται ή περιέχεται: άοσμο/αποπνικτικό/άχρωμο/δακρυγόνο/δηλητηριώδες/δύσοσμο/εκρηκτικό/εύφλεκτο/καύσιμο/καυστικό/προωθητικό/πτητικό (: που εξαερώνεται γρήγορα)/ραδιενεργό/τοξικό ~. Θειούχα/φθοριούχα/φυσικά/χημικά ~α. ~α καύσης (πβ. απ-, καπν-αέρια). Εκπομπή ~ων. Κινητική θεωρία/νόμοι των ~ων. Βλ. βιο~, υγρ~, υδρ~, φωτ~, στερεό, υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: αέρια του θερμοκηπίου & θερμοκηπιακά αέρια: τα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας (κυρ. το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και οι υδρατμοί) που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αύξηση/εκπομπές/μείωση των ~ων ~. [< αγγλ. greenhouse gases] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου): ΙΑΤΡ. αυτά που σχηματίζονται στο έντερο με τη ζύμωση των τροφών και μέρος τους αποβάλλεται από τον πρωκτό· (ευφημ.) πορδές: Τα περισσότερα ~ ~ παράγονται από την πέψη των υδατανθράκων.|| Έχει βαρυστομαχιά και ~., ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια: ΧΗΜ. στοιχεία που σχηματίζουν πολύ λίγες χημικές ενώσεις: Τα ~ ~ (: αργό, ήλιο, κρυπτό, νέον, ξένο, ραδόνιο) αποτελούν τη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. [< γαλλ. inerte, noble, rare gaz] , ιδανικό αέριο & (σπάν.) τέλειο αέριο: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. υποθετικό αέριο στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις έλξης μεταξύ των μορίων. [< αγγλ. ideal gas] , υγροποιημένο αέριο πετρελαίου: υγραέριο. [< αγγλ. Liquefied Petroleum Gas - LPG, 1943, γαλλ. gaz de pétrole liquéfié] , υγροποιημένο φυσικό αέριο (συντομ. ΥΦΑ): ΧΗΜ. που ψύχεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου να μετατραπεί σε υγρό, ώστε να διευκολύνεται η αποθήκευση και μεταφορά του. [< αγγλ. Liquefied Natural Gas - LNG, 1940, γαλλ. gaz naturel liquéfié] , φυσικό αέριο: ΧΗΜ. μείγμα αέριων κορεσμένων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως (οικολογικό) καύσιμο και ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας: αγωγός ~ού ~ου (πβ. αεριαγωγός). Βλ. μεθάνιο. [< γαλλ. gaz naturel, αγγλ. natural gas] , χημικά/πολεμικά αέρια: ΣΤΡΑΤ. αέριες ή υγρές χημικές ουσίες που βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό και χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πόλεμο: Μάσκες που προστατεύουν από ~ ~. [< αγγλ. war gas, 1934, γαλλ. gaz de combat] , αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, αέριο της μουστάρδας βλ. μουστάρδα, αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, ασφυξιογόνα (αέρια) βλ. ασφυξιογόνος, θάλαμος αερίων βλ. θάλαμος, κροτούν αέριο βλ. κροτεί [< γαλλ. gaz]
  • αεριο- & αερι- : α' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει ότι κάτι δημιουργείται από αέρια ή κινείται με εκτόξευσή τους: αεριο-στρόβιλος. Αερι-ωθούμενο.
  • αεριογεννήτρια [ἀεριογεννήτρια] α-ε-ρι-ο-γεν-νή-τρι-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή που παράγει καύσιμο αέριο: ~ες αερίου ή νερού/ακετυλενίου. ΣΥΝ. αεριογόνο [< γαλλ. gazogène]
  • αεριογόνος , α/ος, ο [ἀεριογόνος] α-ε-ρι-ο-γό-νος επίθ.: που σχηματίζει ή παράγει αέρια: (ΙΑΤΡ.) ~ος: γάγγραινα/ψευδομονάδα. ~οι: βάκιλοι. ~α: βακτηρίδια.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ος: συσκευή. Βλ. -γόνος. ● Ουσ.: αεριογόνο (το): ΤΕΧΝΟΛ. αεριογεννήτρια.
  • αεριοποίηση [ἀεριοποίηση] α-ε-ρι-ο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. μετατροπή στερεού ή υγρού στοιχείου, κυρ. άνθρακα, σε αέριο: ~ βιομάζας/υγροποιημένου φυσικού αερίου. Θερμική επεξεργασία απορριμμάτων (καύση, πυρόλυση, ~). Βλ. ατμο-, υγρο-ποίηση. ΣΥΝ. εξαερίωση [< γαλλ. gazéification]
  • αεριοποιητής [ἀεριοποιητής] α-ε-ρι-ο-ποι-η-τής ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. αντιδραστήρας που μετατρέπει στερεά ή υγρά σε αέρια: ~ές θαλάσσιου νερού/καύσης. [< αγγλ. gasifier]
  • αεριοποιώ [ἀεριοποιῶ] α-ε-ρι-ο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αεριοποι-εί | αεριοποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, συνήθ. μεσοπαθ.}: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. προκαλώ αεριοποίηση: ~ημένα: καύσιμα. Βλ. εξαερώνω, ρευστο-, στερεο-, υγρο-ποιώ. [< γαλλ. gazéifier]
  • αεριοπροώθηση βλ. αεριώθηση
  • αεριοπροωθούμενος , η, ο βλ. αεριωθούμενος
  • αέριος , α, ο [ἀέριος] α-έ-ρι-ος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίου} 1. (επιστ.) που έχει τη μορφή αερίου: ~α: κατάσταση. ~ο: άζωτο. ~ες: ενώσεις. ~α: απόβλητα/καύσιμα. ~οι: υδρογονάνθρακες. Εκπομπή ~ων ρύπων.|| ~ος: χρωματογράφος (: ανιχνεύει ή αναλύει αέρια). Πβ. αερ(ι)ώδης. 2. που αποτελείται από αέρα: (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ες ψυχρές μάζες. ~α: ρεύματα/στρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας βλ. γίγαντας [< αρχ. ἀέριος, γαλλ. gazeux]
  • αεριοστροβιλικός , ή, ό [ἀεριοστροβιλικός] α-ε-ρι-ο-στρο-βι-λι-κός επίθ.: ΜΗΧΑΝΟΛ. που αναφέρεται ή ανήκει στον αεριοστρόβιλο: ~ός: αντιδραστήρας/σταθμός. ~ές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
  • αεριοστρόβιλος [ἀεριοστρόβιλος] α-ε-ρι-ο-στρό-βι-λος ουσ. (αρσ.) & αεροστρόβιλος: ΜΗΧΑΝΟΛ. θερμικός κινητήρας που μετατρέπει την ενέργεια συμπιεσμένου και θερμού καύσιμου αερίου σε μηχανική: αεροπορικός/βιομηχανικός/ναυτικός ~. ~ ανοικτού/κλειστού κυκλώµατος. Βλ. στροβιλοαντιδραστήρας, τουρμπίνα.|| (κ. ως επίθ.) ~οι κινητήρες. [< αγγλ. gas-turbine, 1904]
  • αεριούχος , α/ος, ο [ἀεριοῦχος] α-ε-ρι-ού-χος επίθ. (επίσ.): που περιέχει διαλυμένο αέριο, συνήθ. διοξείδιο του άνθρακα: ~ο: αναψυκτικό/(μεταλλικό) νερό. ~α: κρασιά/οξέα.|| (ως ουσ.) Αποφεύγει τα ~α (ενν. ποτά· βλ. γκαζόζα). Πβ. ανθρακούχος. Βλ. -ούχος2. [< γαλλ. gazeux]
  • αεριοφυλάκιο [ἀεριοφυλάκιο] α-ε-ρι-ο-φυ-λά-κι-ο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. δοχείο αποθήκευσης ή μεταφοράς καύσιμων αερίων σε συνθήκες σταθερής πίεσης: ~α πλοίων. Το βιοαέριο συλλέγεται σε ~. Βλ. αεροφυλάκιο, -φυλάκιο. [< αγγλ. gasholder]
  • αέρισμα [ἀέρισμα] α-έ-ρι-σμα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αερίζω: ~ παπλώματος/ρούχων. Το δωμάτιο χρειάζεται ~, άνοιξε τα παράθυρα. Βλ. (εξ)αερισμός.
  • αερισμός [ἀερισμός] α-ε-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. (για χώρο ή τον ανθρώπινο οργανισμό) διαδικασία παροχής ή/και αφαίρεσης αέρα: (αν)επαρκής/αυτόματος/(βιο)μηχανικός/τεχνητός/φυσικός ~. ~ εδάφους/θερμοκηπίων/σπιτιού/χώρων. Ανοίγματα/θυρίδες/μονάδες ~ού. Κτίρια με καλό ~ό. Πβ. εξ~.|| (ΙΑΤΡ.) Υποβοηθούμενος ~. ~ πνεύμονα. Βλ. υπερ~, υπο~.|| Παπούτσια/ρούχα που επιτρέπουν τον ~ό του ποδιού/σώματος. 2. (σπανιότ.) αέρισμα. Βλ. -ισμός. [< 1: γαλλ. aération]
  • αεριστήρας [ἀεριστήρας] α-ε-ρι-στή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή ανανέωσης ή παροχής αέρα: επιφανειακοί/µηχανικοί ~ες. ~ βιολογικού καθαρισμού/εδάφους/οροφής (πβ. ανεμιστήρας). Πβ. βεντιλατέρ, εξ~. Βλ. -τήρας. [< γαλλ. ventilateur]
  • αεριτζής [ἀεριτζής] α-ε-ρι-τζής επίθ./ουσ. {συνήθ. στον πληθ.} (λαϊκό) 1. πρόσωπο που κερδοσκοπεί, συχνά χωρίς δικά του κεφάλαια, απατεώνας: αδίστακτοι/επιτήδειοι ~ήδες. Καιροσκόποι/κομπιναδόροι και ~ήδες.|| ~ήδες επενδυτές. ΣΥΝ. απατεώνας 2. αυτός που πληρώνεται, για να συμμετέχει σε εικονικά χαρτοπαικτικά παιχνίδια και να προσελκύει πελάτες. ΣΥΝ. αβανταδόρος (2) [< αραϊτζής < τουρκ. arayici 'αυτός που ψάχνει' με παρετυμ. επίδραση της λ. αέρας]
  • αεριτζίδικος , η, ο [ἀεριτζίδικος] α-ε-ρι-τζί-δι-κος επίθ. & αεριτζήδικος (λαϊκό): που αναφέρεται ή ανήκει στον αεριτζή, τον απατεώνα: ~η: αγορά/προμήθεια. ~ο: κέρδος. ~ες: δουλειές. ~α: λεφτά. Βλ. -τζίδικος. ● επίρρ.: αεριτζίδικα & αεριτζήδικα

αεράτος

αεράτος, η, ο [ἀερᾶτος] α-ε-ρά-τος επίθ.: που έχει άνεση, στιλ: ~ος: τύπος/χώρος. ~η: εμφάνιση/σκηνική παρουσία. ~ο: αυτοκίνητο/περπάτημα/ύφος/φόρεμα/χτένισμα. ~α: ρούχα. Μπήκε/περπατούσε ~. Πβ. άνετος, στιλάτος, φινετσάτος, χαριτωμένος. Βλ. -άτος.

αεριώθηση

αεριώθηση [ἀεριώθηση] α-ε-ρι-ώ-θη-ση ουσ. (θηλ.) & αεριοπροώθηση: ΤΕΧΝΟΛ. προώθηση (συνήθ. αεροσκάφους) με εκτόξευση προς τα πίσω αερίων υψηλής πίεσης και ταχύτητας. [< αγγλ. jet propulsion, 1944]

αεριωθούμενος

αεριωθούμενος, η, ο [ἀεριωθούμενος] α-ε-ρι-ω-θού-με-νος επίθ. & αεριοπροωθούμενος: που προκαλεί ή κινείται με αεριώθηση: ~ος: κινητήρας/πύραυλος. ● Ουσ.: αεριωθούμενο (το) {-ου (λόγ.) -ένου}: ΤΕΧΝΟΛ. τύπος στρατιωτικού ή πολιτικού αεροπλάνου που η προώθησή του γίνεται με κινητήρα αεριώθησης: επιβατικό/μαχητικό ~. ΣΥΝ. τζετ (1) [< αγγλ. jet (propelled)]

αεροφυλάκιο

αεροφυλάκιο [ἀεροφυλάκιο} α-ε-ρο-φυ-λά-κι-ο ουσ. (ουδ.): δοχείο ή άλλο μέσο συγκέντρωσης ή αποθήκευσης αέρα: αεροσυμπιεστής με ~. Πβ. αεροθάλαμος. Βλ. αεριοφυλάκιο, δεξαμενή, -φυλάκιο. [< αγγλ. air chamber]

αντιασφυξιογόνος

αντιασφυξιογόνος, ος/α, ο [ἀντιασφυξιογόνος] α-ντι-α-σφυ-ξι-ο-γό-νος επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων & προσωπίδα αερίων: ΤΕΧΝΟΛ. που προστατεύει κυρ. από τα ασφυξιογόνα αέρια. [< αγγλ. gas mask, 1915]

ασφυξιογόνος

ασφυξιογόνος, ος, ο [ἀσφυξιογόνος] α-σφυ-ξι-ο-γό-νος επίθ.: που προκαλεί ασφυξία: ~ος: ουσία. Βλ. αντι~, -γόνος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασφυξιογόνα (αέρια): που προξενούν ερεθισμό και αναπνευστικά προβλήματα: έκθεση σε ~ ~. Βλ. δακρυγόνο, μονοξείδιο του αζώτου, φωσγένιο, χημικό, χλώριο. [< γαλλ. asphyxiant, αγγλ. asphyxiating]

ατμο- & ατμό-

ατμο- & ατμό- & ατμ-: α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων με αναφορά στον ατμό: ατμο-ηλεκτρικός. Ατμό-πλοιο. Ατμ-άμαξα.

γίγαντας

γίγαντας γί-γα-ντας ουσ. (αρσ.) {γιγάντ-ων} ΑΝΤ. νάνος 1. άνθρωπος με σωματική διάπλαση και δύναμη που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο και γενικότ. οτιδήποτε έχει ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος: μωρό-~. Οι ~ες της άρσης βαρών. Πβ. θηρίο, τιτάνας.|| Καλαμάρι/σκορπιός/χελώνα ~. ΣΥΝ. γίγας (1) 2. (μτφ., για πρόσ., εταιρεία, οργανισμό) που διακρίνεται για τη δυναμική του παρουσία σε έναν χώρο: βιομηχανικός/ενεργειακός/οικονομικός/πετρελαϊκός/πνευματικός/πολιτικός/πολυεθνικός/τραπεζικός ~ (πβ. κολοσσός). (Οι) ~ες της διανόησης/της επιστήμης/της λογοτεχνίας/των ΜΜΕ (= μεγιστάνες)/της μουσικής/της πληροφορικής/του πνεύματος/της τέχνης (βλ. μύθος). Μάχη/σύγκρουση/συγχώνευση/συμμαχία/συμφωνία/συνεργασία ~ων. Φονέας ~ων (: που καταφέρνει να υπερισχύσει ενός πολύ ισχυρού αντιπάλου). Πβ. ιερά τέρατα.|| (νεαν. αργκό, ως προσφών. μεταξύ ανδρών:) Πού είσαι ρε ~α; ΣΥΝ. τιτάνας 3. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) ανθρωπόμορφο ή τερατόμορφο ον με υπερφυσικό μέγεθος και δύναμη: η μάχη των Ολυμπίων με τους ~ες (: γιγαντομαχία).|| (σε παραμύθια κ. μύθους) Νάνοι, ~ες και ξωτικά.γίγαντες (οι): ΒΟΤ. μεγάλα άσπρα φασόλια (σπόροι) και κατ’ επέκτ. το σχετικό λαδερό φαγητό: ~ και άλλα όσπρια.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες γιαχνί/πλακί/στον φούρνο. Πβ. ελέφαντες. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλος πλανήτης από αέριο κυρ. υλικό, που θεωρείται ότι περιβάλλει έναν στερεό πυρήνα· ειδικότ. καθένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος (Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). [< αγγλ. gas giant, 1952] , κοιμισμένος/κοιμώμενος γίγαντας (μτφ.): (για κράτος, εταιρεία) που αποτελεί μεγάλη δύναμη, η οποία, όμως, μένει αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα: το ξύπνημα του ~ου ~α (της οικονομίας)., κόκκινος/ερυθρός γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. αστέρας μεγάλων διαστάσεων με επιφανειακή θερμοκρασία χαμηλότερη από αστέρες ανάλογου μεγέθους και ερυθρά απόχρωση. [< αγγλ. red giant, 1929] , αγαθός γίγαντας βλ. αγαθός [< 1: μεσν. γίγαντας, αγγλ. giant, γαλλ. géant]

-γονος

-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.

εξαερώνω

εξαερώνω [ἐξαερώνω] ε-ξα-ε-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {εξαέρω-σα, -θηκε, -θεί, -μένος} 1. ΦΥΣ. μετατρέπω κάτι σε αέρα ή αέριο: Η θερμότητα ~ει τα υγρά. Καθαριστικό που ~εται γρήγορα (πβ. ξεθυμαίνω). ~μένο: νερό. Πβ. ατμοποιώ, εξατμίζω, εξαχνώνω. Βλ. αεριοποιώ. 2. ΤΕΧΝΟΛ. αφαιρώ αέρα από το εσωτερικό μηχανής ή εγκατάστασης για τη διευκόλυνση της λειτουργίας της: ~ τα καλοριφέρ. 3. {κυρ. μεσοπαθ.} (μτφ.) εξαφανίζω: Δισεκατομμύρια ευρώ ~θηκαν από τα ταμεία. Πβ. εξανεμίζω. [< 1: αρχ. ἐξαερῶ]

θάλαμος

θάλαμος θά-λα-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άμου} 1. κλειστή κατασκευή ή χώρος μικρών σχετικά διαστάσεων με συγκεκριμένη χρήση: ~ καύσης απορριμμάτων (πβ. κλίβανος). ~ δοκιμών. Ψυκτικός ~ συντήρησης. Στεγανός ~ με ρυθμιζόμενη πίεση αέρα. Αεροστεγής ~ μέτρησης. ~οι ψυγείων. (ΦΥΣ. ΠΥΡ.) ~ ασφαλείας χημικών αντιδραστηρίων/φυσαλίδων υδρογόνου. ~ (ΒΟΤ.) επώασης σπόρων/(ΦΥΣ.) κενού. Θερμοκρασία ~άμου. Βλ. θερμο~.|| Τηλεφωνικός ~ (παλαιότ.). ~ επιβατών/πληρώματος. ~ ανελκυστήρα (= καμπίνα)/αυτοκινήτου (πβ. κλωβός)/διακυβέρνησης (= πιλοτήριο, κόκπιτ)/οδήγησης/πλοήγησης/της σάουνας (πβ. κουβούκλιο). ~ ελέγχου αεροσκάφους. ~ αποσυμπίεσης (π.χ. για δύτες, πιλότους, αστροναύτες). Βλ. αερο~, ραδιο~. 2. μεγάλη αίθουσα νοσοκομείου, στρατώνα ή φυλακής, συνήθ. κοιτώνας: (ΙΑΤΡ.) ~ αρνητικής πίεσης (: για αρρώστους με μολυσματικές ασθένειες όπου ο κυκλοφορούμενος αέρας δεν απελευθερώνεται σε άλλους χώρους)/ασθενών/επειγόντων περιστατικών/νεογνών/τοκετού. ~ βραχείας νοσηλείας έξι κλινών. ~ απομόνωσης (στη ΜΕΘ). Βλ. προ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ οπλιτών. ~ με πενήντα κρεβάτια. (συνεκδ.) Όλος ο ~ μιλούσε για ...|| Ο ~ Επιχειρήσεων του Λιμενικού. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. κτιστός υπόγειος τάφος: νεκρικός/ταφικός ~. Βλ. θησαυρός1, νεκρο~. 4. ΑΝΑΤ. κοιλότητα: ο οπίσθιος/πρόσθιος ~ του οφθαλμικού βολβού. Πβ. θαλάμη. ● ΣΥΜΠΛ.: θάλαμος αερίων 1. ΙΣΤ. ειδικός χώρος σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα στον οποίο γίνονταν μαζικές θανατώσεις κρατουμένων με χρήση δηλητηριωδών αερίων: ~οι ~ και κρεματόρια/φούρνοι. Βλ. ολοκαύτωμα. 2. (μτφ.) περιοχή με μολυσμένη και αποπνικτική ατμόσφαιρα εξαιτίας της αυξημένης συγκέντρωσης αέριων ρύπων. [< αγγλ. gas chamber, 1945] , οπτικός θάλαμος & θάλαμος: ΑΝΑΤ. καθένας από τους δύο σχηματισμούς από φαιά ουσία που αναμεταδίδουν αισθητικά ερεθίσματα προς τον εγκεφαλικό φλοιό. [< γαλλ.-αγγλ. thalamus] , σκοτεινός θάλαμος ΦΩΤΟΓΡ. 1. σκοτεινό δωμάτιο με ειδικά εξαρτήματα, λεκάνες με χημικά εμφάνισης, εκτυπωτική μηχανή, και εξαερισμό μέσα στο οποίο γίνεται εμφάνιση και εκτύπωση φιλμ. Πβ. εμφανιστήριο.|| ψηφιακός ~ ~. 2. βασικό τμήμα της παραδοσιακής φωτογραφικής μηχανής με τη μορφή μικρού κουτιού με μαύρα εσωτερικά τοιχώματα, στη μια πλευρά του οποίου υπάρχει άνοιγμα, όπου εφαρμόζεται ο συγκεντρωτικός φακός. Βλ. διάφραγμα, φωτοφράκτης. [< γαλλ. chambre noire] , θάλαμος ιονισμού βλ. ιονισμός [< 1,2,3: αρχ. θάλαμος 1,2,4: γαλλ. chambre, αγγλ. chamber]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κροτεί

κροτεί [κροτεῖ] κρο-τεί ρ. (αμτβ.) {μτχ. ουδ. κροτ-ούν} (αρχαιοπρ.): παράγει κρότο: ~ούν τα βεγγαλικά και τα βαρελότα. ● ΣΥΜΠΛ.: κροτούν αέριο: ΧΗΜ. εκρηκτικό μείγμα υδρογόνου και οξυγόνου. [< αρχ. κροτῶ]

μεθάνιο

μεθάνιο με-θά-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. άχρωμο, άοσμο και εύφλεκτο αέριο (CH4), κορεσμένος υδρογονάνθρακας, που απαντά στα ανθρακωρυχεία ως συστατικό του φυσικού αερίου, αλλά και ως προϊόν αποσύνθεσης οργανικής ύλης ή βιομηχανικής παραγωγής και χρησιμοποιείται ως καύσιμο. Βλ. αλκάνια, -άνιο, (τρι)χλωρο~. [< γαλλ. méthane < méth(ylène) + -ane, αγγλ. methane]

μουστάρδα

μουστάρδα μου-στάρ-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αρτυματική ύλη με πικάντικη γεύση που παρασκευάζεται από σπόρους λευκού σιναπιού: δυνατή ~. Κρέμα/σάλτσα/σκόνη/σος ~ας. Βλ. κέτσαπ, μαγιονέζα. 2. σκόνη από σπόρους μαύρου σιναπιού με τονωτικές, θεραπευτικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την ιατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο της μουστάρδας: ΧΗΜ. υπερίτης. [< αγγλ. mustard gas, 1917] [< ιταλ. mostarda]

-ούχος2

-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.

στροβιλοαντιδραστήρας

στροβιλοαντιδραστήρας στρο-βι-λο-α-ντι-δρα-στή-ρας ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. κινητήρας στον οποίο η ωστική δύναμη προκύπτει ως αντίδραση από την εκτόξευση θερμής μάζας αερίων προς την αντίθετη κατεύθυνση με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Βλ. αεριοστρόβιλος, τουρμπίνα. [< αγγλ. turbojet (engine), 1944]

-τζίδικος

-τζίδικος, η, ο & (σπάν.) -τζήδικος: επίθημα επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: αερι~/ετοιμα~/εφε~/πεθαμενα~/πλακα~/σαματα~/σκι~/τζαμπα~/φιγουρα~/χαβαλε~.

-τήρας

-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~. 2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.

υποξείδιο

υποξείδιο [ὑποξείδιο] υ-πο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο με χαμηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα σε οξυγόνο: ~ του αζώτου (= νιτρώδες οξείδιο, αέριο του γέλιου, σύμβ. σύμβ. Ν2Ο)/άνθρακα (σύμβ. C3O2)/του χαλκού. Πβ. πρωτοξείδιο [< αγγλ. suboxide, αγγλ. nitrous oxide = laughing gas]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.