Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1960-1980]


  • αερογράφος [ἀερογράφος] α-ε-ρο-γρά-φος ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. ειδικό εργαλείο για ομοιόμορφο ψεκασμό επιφανειών με χρώμα ή μελάνι: ~ για ζωγραφική/μοντελισμό/υφάσματα. Βλ. -γράφος, πιστολέτο, σπρέι. [< αγγλ. aerograph, γαλλ. aérographe, 1923]
  • αεροδιάδρομος [ἀεροδιάδρομος] α-ε-ρο-δι-ά-δρο-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΑΕΡΟΝ. εναέριος διάδρομος καθορισμένος από διεθνείς συμβάσεις για την ελεγχόμενη και ασφαλή πτήση αεροσκαφών: διεθνείς/στρατιωτικοί ~οι. Βλ. FIR. 2. (καταχρ.) διάδρομος προσγείωσης, απογείωσης αεροπλάνων. [< αγγλ. air corridor, 1922]
  • αεροδιακομιδή [ἀεροδιακομιδή] α-ε-ρο-δι-α-κο-μι-δή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): μεταφορά ασθενούς ή τραυματία σε νοσοκομείο με εναέρια μέσα: Τμήμα ~ών του ΕΚΑΒ.
  • αεροδιαπερατός , ή, ό [ἀεροδιαπερατός] α-ε-ρο-δι-α-πε-ρα-τός επίθ. (επιστ.): (για αντικείμενο) που το διαπερνά ο αέρας: ~ός: επίδεσμος. ~ή: χειρουργική ταινία. ~οί: φακοί επαφής. ~ές: μάσκες προστασίας. [< αγγλ. air permeable]
  • αεροδιαπερατότητα [ἀεροδιαπερατότητα] α-ε-ρο-δι-α-πε-ρα-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & αεροπερατότητα (επιστ.): η ιδιότητα του αεροδιαπερατού: ~ του εδάφους/του επιθέματος/των κεραμικών. Βλ. αεροστεγανότητα. [< αγγλ. air permeability]
  • αεροδιάστημα [ἀεροδιάστημα] α-ε-ρο-δι-ά-στη-μα ουσ. (ουδ.): το Διάστημα, ιδ. αναφορικά με την αεροναυτική και την αστροναυτική. [< αγγλ. aerospace, 1958]
  • αεροδιαστημικός , ή, ό [ἀεροδιαστημικός] α-ε-ρο-δι-α-στη-μι-κός επίθ.: ΑΕΡΟΝ. -ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. που σχετίζεται με την αεροναυτική και αστροναυτική επιστήμη και τεχνολογία: ~ός: μηχανικός/όμιλος/σχεδιασμός. ~ή: βιομηχανία/έρευνα/μηχανική. ~ό: κέντρο (πβ. κοσμοδρόμιο)/σκάφος. ~ά: ταξίδια. ● Ουσ.: αεροδιαστημική (η): η επιστήμη που μελετά το αεροδιάστημα: αμυντική/πολιτική ~. Βλ. αεροναυτική. [< αγγλ. aerospace, 1961] ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική βλ. ιατρική [< αγγλ. aerospace, 1958, γαλλ. aérospatial, 1960]
  • αεροδιαφήμιση [ἀεροδιαφήμιση] α-ε-ρο-δι-α-φή-μι-ση ουσ. (θηλ.): διαφήμιση προϊόντος ή υπηρεσίας σε πανό που σύρεται από αεροπλάνο ή ελικόπτερο. Πβ. αεροπορική διαφήμιση.
  • αεροδικείο [ἀεροδικεῖο] α-ε-ρο-δι-κεί-ο ουσ. (ουδ.): ΝΟΜ. ποινικό δικαστήριο της Πολεμικής Αεροπορίας και συνεκδ. το κτίριο στέγασής του: διαρκές αναθεωρητικό/πενταμελές ~. Βλ. ναυτο-, στρατο-δικείο.Ο
  • αεροδίνη [ἀεροδίνη] α-ε-ρο-δί-νη ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. ανεμοστρόβιλος. Βλ. κυκλώνας. [< αγγλ. air vortex]
  • αεροδρομιακός , ή, ό [ἀεροδρομιακός] α-ε-ρο-δρο-μι-α-κός επίθ. & αεροδρομικός (λόγ.): που αναφέρεται ή ανήκει σε αεροδρόμιο: ~ές: δραστηριότητες.
  • αεροδρόμιο [ἀεροδρόμιο] α-ε-ρο-δρό-μι-ο ουσ. (ουδ.) {αεροδρομ-ίου}: επίπεδη έκταση, με τις σχετικές εγκαταστάσεις, κατάλληλη για την απογείωση, προσγείωση, στάθμευση και συντήρηση αεροσκαφών: διεθνές/εμπορικό/πλωτό/πολεμικό/πολιτικό/στρατιωτικό ~. Πύργος ελέγχου/ραντάρ/τερματικός σταθμός/υπηρεσίες ~ίου. Φόροι ~ίων. Αφίξεις και αναχωρήσεις από το ~. Με πήγε στο/με πήρε από το ~. Βλ. -δρόμιο, εναέρια κυκλοφορία. ΣΥΝ. αερολιμένας || Μεταγραφές ~ίου. Βλ. μεταγραφή. [< γαλλ. aérodrome, 1903]
  • αεροδυναμική [ἀεροδυναμική] α-ε-ρο-δυ-να-μι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) κλάδος της αερομηχανικής, που εξετάζει τα φαινόμενα σχετικά με τη ροή του ατμοσφαιρικού αέρα ή αέριων μαζών και τις δυνάμεις που ασκούνται κατά την κίνηση των σωμάτων μέσα σε αυτά: πειραματική ~. ~ αεροσκαφών. Βλ. αεροστατική, υδροδυναμική. 2. η ιδιότητα ενός σώματος να προβάλλει ελάχιστη αντίσταση στον αέρα, εξαιτίας του σχήματός του: η ~ των αγωνιστικών αυτοκινήτων. [< γαλλ. aérodynamique, αγγλ. aerodynamics]
  • αεροδυναμικός , ή, ό [ἀεροδυναμικός] α-ε-ρο-δυ-να-μι-κός επίθ. 1. που είναι σχεδιασμένος, κατασκευασμένος σύμφωνα με τους νόμους της αεροδυναμικής: ~ός: πύραυλος. ~ό: όχημα/φρένο (πβ. αερόφρενο).|| ~ό αυτοκίνητο (: πολύ γρήγορο). 2. ΦΥΣ. που είναι σχετικός με την αεροδυναμική: ~ός: συντελεστής. ~ή: αντίσταση/ισορροπία. ~ές: δυνάμεις. ~ά: συστήματα ελέγχου. 3. (προφ.-μτφ. με θετ. ή αρνητ. συνυποδ.) που εντυπωσιάζει (συνήθ. λόγω σχήματος ή μορφής): ~ό: κοστούμι/κούρεμα/κράνος/στιλ. ~ά: γυαλιά. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροδυναμική σήραγγα βλ. σήραγγα [< γαλλ. aérodynamique, αγγλ. aerodynamical]
  • αεροδυναμικότητα [ἀεροδυναμικότητα] α-ε-ρο-δυ-να-μι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. η ιδιότητα του αεροδυναμικού: ~ αεροπλάνου. Συντελεστής ~ας. [< γαλλ. aérodynamisme, 1942]
  • αεροελαστικός , ή, ό [ἀεροελαστικός] α-ε-ρο-ε-λα-στι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που αναφέρεται στην αεροελαστικότητα: ~ή: ανάλυση/αστάθεια/ευστάθεια. [< αγγλ. aeroelastic, 1936]
  • αεροελαστικότητα [ἀεροελαστικότητα] α-ε-ρο-ε-λα-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. κλάδος της μηχανικής που μελετά τα αποτελέσματα της άσκησης αεροδυναμικών δυνάμεων σε ελαστικά σώματα και η ιδιότητα των τελευταίων να αλλάζουν σχήμα: ~ αεροσκάφους/ατράκτου/πτερυγίων. [< αγγλ. aeroelasticity, 1935]
  • αεροελεγκτής [ἀεροελεγκτής] α-ε-ρο-ε-λε-γκτής ουσ. (αρσ.) (επίσ.): ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας.
  • αεροζόλ [ἀεροζόλ] α-ε-ρο-ζόλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΧΗΜ. αιώρημα, συνήθ. υγρών ή στερεών σωματιδίων, μέσα σε αέριο και η σχετική συσκευή: ~ χωρίς προωθητικό αέριο. Εισπνεόμενα αντιβιοτικά υπό μορφή ~. Βλ. εκνέφωση, νεφελοποιητής.|| Περιέκτες ~. ~ για τα κουνούπια (: εντομοκτόνο). ΣΥΝ. αερόλυμα [< αγγλ. aerosol, 1923, γαλλ. aérosol, 1928]
  • αεροθάλαμος [ἀεροθάλαμος] α-ε-ρο-θά-λα-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. χώρος αποθήκευσης αέρα: ~ τροχού/φουσκωτού σκάφους. Ελαστικό με/χωρίς ~ο. Πβ. αεροφυλάκιο, σαμπρέλα.|| Ο ~ της περιχειρίδας (βλ. πιεσόμετρο). 2. ο γεμάτος αέρα χώρος στο ένα άκρο του αβγού ανάμεσα στη μεμβράνη που περιβάλλει το λεύκωμα και το κέλυφός του. [< γαλλ. chambre à air]

αεροναυτική

αεροναυτική [ἀεροναυτική] α-ε-ρο-ναυ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΕΡΟΝ. επιστήμη που ασχολείται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή και λειτουργία πτητικών μέσων που κινούνται μέσα ή/και έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα: βιομηχανία/μηχανικός ~ής. Βλ. αερο-διαστημική, -ναυτιλία, -πλοΐα, αστροναυτική. ΣΥΝ. αεροναυπηγική [< γαλλ. aéronautique, αγγλ. aeronautics]

αεροστατική

αεροστατική [ἀεροστατική] α-ε-ρο-στα-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΦΥΣ. κλάδος της αερομηχανικής που μελετά τις ιδιότητες των αερίων (και των σωμάτων που περιέχονται σε αυτά) σε κατάσταση ηρεμίας. Βλ. αεροδυναμ-, υδροστατ-ική. [< γαλλ. aérostatique, αγγλ. aerostatics]

αεροστεγανότητα

αεροστεγανότητα [ἀεροστεγανότητα] α-ε-ρο-στε-γα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. η ιδιότητα σώματος ή υλικού να εμποδίζει την είσοδο ή διαφυγή του αέρα: Τα κουφώματα αλουμινίου παρέχουν καλή ~. Βλ. αεροδιαπερατότητα. [< αγγλ. airtightness]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

-δρόμιο

-δρόμιο {-δρόμιου (λόγ.) -δρομίου | -δρομίων} λεξικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. περιοχή προσγείωσης και απογείωσης αεροσκαφών: αερο~/ελικο~/υδατο~.|| (αεροδιαστημικό κέντρο:) Kοσμο~. 2. εγκαταστάσεις για τη διεξαγωγή συγκεκριμένου αγωνίσματος: ιππο~/παγο~/ποδηλατο~/χιονο~. 3. χώρο κίνησης των πεζών: πεζο~. 4. συγκεκριμένο εκκλησιαστικό βιβλίο: κυριακο~.

εκνέφωση

εκνέφωση [ἐκνέφωση] ε-κνέ-φω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ψεκασμός: ~ απολυμαντικού. Συστήματα πυρόσβεσης με ~ νερού (= καταιονισμό). Βαφή/ξήρανση µε ~. Πβ. νεφελοποίηση, υδρονέφωση. [< γαλλ. nébulisation, 1965]

ιατρική

ιατρική [ἰατρική] ι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι): ΙΑΤΡ. επιστήμη που μελετά τη δομή και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και τις διάφορες νόσους, με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι ιατρικές σπουδές: γενική/διαγνωστική/εξατομικευμένη/εργαστηριακή/του κοινωνικού φύλου/ορθομοριακή/πειραματική/τροπική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις τροπικές περιοχές του πλανήτη)/ψυχοσωματική (: μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις ψυχικές και σωματικές διαδικασίες) ~. ~ ακριβείας. Ασκεί την ~ (= το ιατρικό επάγγελμα).|| Τελείωσε την ~. Σπουδάζει ~. Βλ. βαρ~, γηρ~, οδοντ~, φων~, ψυχ~, βιο-, τηλε-ϊατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική: κλάδος που μελετά τις σωματικές και ψυχολογικές επιδράσεις των διαστημικών πτήσεων στον ανθρώπινο οργανισμό. [< αγγλ. aviation/space medicine, 1949] , επείγουσα ιατρική: κλάδος που ασχολείται με επείγοντα περιστατικά τα οποία απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση. [< αγγλ. emergency medicine, 1966] , ιατρική της εργασίας: κλάδος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών και τραυματισμών που προκύπτουν στο περιβάλλον εργασίας: Κέντρο Διάγνωσης ~ής ~ (ΚΔΙΕ) του ΙΚΑ. Βλ. επαγγελματική ασθένεια., κλινική ιατρική: που σχετίζεται με την άμεση εξέταση του ασθενή για τη διάγνωση της νόσου· συνεκδ. οι σπουδές των δύο τελευταίων χρόνων στην ιατρική σχολή. {< αρχ. κλινική (τέχνη), αγγλ. clinical medicine], μεταφραστική ιατρική:  διεπιστημονικός κλάδος του βιοϊατρικού τομέα που συνδέει τη βασική έρευνα με την κλινική πράξη με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τρόπων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ασθενειών. [< αγγλ. translational medicine/research, 1986] , παρηγορητική ιατρική: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανακούφιση του σωματικού πόνου, καθώς και την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη ασθενών, των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Βλ. ιατρείο πόνου. , φυσική ιατρική (και αποκατάσταση): κλάδος που ασχολείται με την αποκατάσταση μιας σειράς παθήσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως φυσικά μέσα, τεχνικά βοηθήματα και συμπληρωματικές θεραπείες. ΣΥΝ. φυσιατρική [< αγγλ. Physical medicine and rehabilitation, 1939], αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός, αναγεννητική ιατρική βλ. αναγεννητικός, εναλλακτική ιατρική βλ. εναλλακτικός, λαϊκή ιατρική βλ. λαϊκός, ολιστική ιατρική βλ. ολιστικός, περιβαλλοντική ιατρική βλ. περιβαλλοντικός, περιγεννητική ιατρική βλ. περιγεννητικός, προληπτική ιατρική βλ. προληπτικός, πυρηνική ιατρική βλ. πυρηνικός, συμπληρωματική ιατρική βλ. συμπληρωματικός, φυλοειδική ιατρική βλ. φυλοειδικός [< αρχ. ἰατρική, γαλλ. médecine, αγγλ. medicine]

κυκλώνας

κυκλώνας κυ-κλώ-νας ουσ. (αρσ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. σφοδρή ανεμοθύελλα και ειδικότ. σύστημα ανέμων με ατμοσφαιρική πίεση χαμηλότερη σε σχέση με τη γύρω περιοχή, οι οποίοι κινούνται ελικοειδώς (με δεξιόστροφη φορά στο Νότιο ημισφαίριο και αριστερόστροφη στο Βόρειο): μεσογειακός/τροπικός ~ (= τυφώνας).|| Ο καταστροφικός/φονικός ~. Βλ. ανεμοστρόβιλος, μετεωρολογική βόμβα. ΣΥΝ. χαμηλό βαρομετρικό (1) ΑΝΤ. αντικυκλώνας 2. (μτφ.) αναστάτωση, αναταραχή: πολιτικός ~. Πβ. λαίλαπα. ΣΥΝ. τυφώνας (2) 3. ΤΕΧΝΟΛ. περιστρεφόμενο σύστημα καθαρισμού, το οποίο χρησιμοποιεί τη φυγόκεντρο δύναμη, προκειμένου να επιτευχθεί ο διαχωρισμός συνήθ. σωματιδίων από αέριο. Βλ. πλυντρίδα, τουρμπίνα. ● ΣΥΜΠΛ.: μάτι του κυκλώνα: ΜΕΤΕΩΡ. περιοχή απόλυτης νηνεμίας στο κέντρο τροπικού κυκλώνα. [< γαλλ. l'oeil du cyclone] ● ΦΡ.: στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα (μτφ.): στο επίκεντρο δυσμενούς, κρίσιμης ή δύσκολης κατάστασης. [< γαλλ. dans l'oeil du cyclone] [< γαλλ.-αγγλ. cyclone < αρχ. κύκλωμα ‘τροχός’]

μεταγραφή

μεταγραφή με-τα-γρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. ένταξη επαγγελματία αθλητή σε άλλο σωματείο ή κατ' επέκτ. μετακίνηση εργαζομένου σε διαφορετική εταιρεία ή σε άλλο χώρο από αυτόν στον οποίο ανήκε· συνεκδ. το ίδιο το πρόσωπο: διπλή/ηχηρή/νέα ~. ~-βόμβα. Οι ακριβότερες ~ές του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. ~ αεροδρομίου (: εντυπωσιακή, ξαφνική, σούπερ). Πρόσφατα πήρε ~ για ... Η ομάδα είναι πιθανόν να κάνει και άλλη ~/ολοκλήρωσε τις καλοκαιρινές της ~ές.|| ~ές παρουσιαστών.|| Μεγάλη/σπουδαία ~ (αποτελεί) ο Βραζιλιάνος άσος ... ΣΥΝ. μετεγγραφή (2) 2. ΓΛΩΣΣ. γραπτή απόδοση κειμένων, λέξεων σε διαφορετικό σύστημα γραφής ή αλφάβητο από αυτό στο οποίο είχαν γραφεί αρχικά: ~ ξένων κύριων ονομάτων με ελληνικούς χαρακτήρες. Λατινική ~ των Ελληνικών (= γκρίκλις). Συστήματα ~ής. Βλ. διεθνές φωνητικό αλφάβητο, πινγίν, μετάφραση, μεταχαρακτηρισμός. ΣΥΝ. μεταγραμματισμός 3. (εσφαλμ.) μετεγγραφή: ~ές φοιτητών. Πήρε ~ για άλλο πανεπιστήμιο. 4. ΝΟΜ. καταχώρηση σε ειδικό βιβλίο υποθηκοφυλακείου συμβολαιογραφικής πράξης, συμβολαίου ή τίτλου που αφορά μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας της περιφέρειάς του: ~ ιδιοκτησιών. Πιστοποιητικό ~ής. Βλ. κτηματολόγιο. 5. ΒΙΟΛ. μεταβίβαση της γενετικής πληροφορίας από το DNA του πυρήνα στο αγγελιοφόρο RNA (mRNA): ~ γονιδίων. Βλ. μετάφραση, προαγωγέας. 6. ΜΟΥΣ. διασκευή. 7. ΤΕΧΝΟΛ. μεταφορά, αντιγραφή δεδομένων από ένα μέσο ή σύστημα αναπαραγωγής σε κάποιο άλλο. ● ΣΥΜΠΛ.: φωνητική μεταγραφή: ΓΛΩΣΣ. απόδοση γλωσσικού στοιχείου, λέξης με τα σύμβολα του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου. [< γαλλ. transcription phonétique] , αντίστροφη μεταγραφή βλ. αντίστροφος [< μτγν. μεταγραφή ‘αλλαγή γραφής, αντιγραφή, μετάφραση’, γαλλ. transcription]

ναυτο- & ναυτό- & ναυτ-

ναυτο- & ναυτό- & ναυτ- α' συνθετικό που αναφέρεται 1. στο ναυτικό: ναυτ-εργάτης. 2. ΝΑΥΤ. σε ναύτη ή στέλεχος του Πολεμικού Ναυτικού: ναυτο-δικείο/~λόγηση. 3. στη ναυτιλία: ναυτο-λόγιο. Ναυτ-ασφάλιση.

σήραγγα

σήραγγα σή-ραγ-γα ουσ. (θηλ.) {σηράγγων}: υπόγεια ή υποθαλάσσια, συνήθ. τεχνητή, οριζόντια δίοδος, που εξυπηρετεί κυρ. τη διέλευση μέσων μεταφοράς ή τη διοχέτευση μεγάλης ποσότητας υδάτων: δίδυμη/ορεινή/υποβρύχια ~. ~ του μετρό. Διάνοιξη ~ας (βλ. μετροπόντικας). Αστικές/οδικές/σιδηροδρομικές ~ες. ~ες αυτοκινητοδρόμων. Κυκλοφοριακές ρυθμίσεις σε ~. Πβ. στοά.|| Υδραυλικές ~ες. ~ εκτροπής (π.χ. ποταμού/φράγματος).|| Bοηθητικές ~ες εξαερισμού και διαφυγής. || (σπάν.) ~ ορυχείου. ΣΥΝ. γαλαρία. Πβ. λαγούμι, μπούκα. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροδυναμική σήραγγα: ΤΕΧΝΟΛ. τούνελ μέσα στο οποίο διοχετεύεται ρεύμα αέρα με δεδομένη ταχύτητα, προκειμένου να μελετηθούν οι δυνάμεις που ασκούνται από αυτό πάνω σε διάφορα σώματα: έλεγχος/μελέτες/πειράματα σε ~ ~. [< αγγλ. wind tunnel, 1911] , φαινόμενο (της) σήραγγας: ΦΥΣ. (στην κβαντομηχανική) διέλευση σωματιδίων μέσω φραγμάτων δυναμικού. [< αγγλ. tunnel effect, 1932] [< αρχ. σῆραγξ 'κοιλότητα σε βράχο', αγγλ. tunnel]

FIR

FIR & ΦΙΡ (το): Τομέας Πληροφοριών Πτήσεων: όρια/παραβιάσεις του ~ Αθηνών. Το ~ Αθηνών καλύπτει τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και τμήματα του διεθνούς εναερίου χώρου. [< αγγλ. Flight Information Region]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.