Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2460-2480]


  • αιτιολογία [αἰτιολογία] αι-τι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): εξήγηση των αιτίων, αιτιολόγηση ή η ίδια η αιτία: αντιφατική/ελλιπής/επαρκής/εσφαλμένη/πειστική ~. Η ~ (= το αιτιολογικό) μιας δικαστικής απόφασης/διοικητικής πράξης. Βλ. δικαιολογία.|| (ΙΑΤΡ., το σύνολο των αιτίων μιας ασθένειας) Γενετική/νευρολογική/ψυχολογική ~. ~ και πρόληψη. Νεανική οστεοπόρωση άγνωστης (ή αγνώστου) ~ας. Καρκίνος ιογενούς ~ας. Βλ. -λογία. ● ΦΡ.: με την αιτιολογία/με το αιτιολογικό (+ ότι/του): προβάλλοντας ως αιτία, λόγω: Η αίτησή του απορρίφθηκε ~ ~ ότι ... Κλήθηκε σε απολογία ~ ~ της απρεπούς συμπεριφοράς. Βλ. με το σκεπτικό. [< αρχ. αἰτιολογία, γαλλ. étiologie, αγγλ. (a)etiology]
  • αιτιολογικός , ή, ό [αἰτιολογικός] αι-τι-ο-λο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα αίτια κατάστασης, ενέργειας, φαινομένου: ~ός: μηχανισμός/παράγοντας. ~ή: ανάλυση/βάση/έκθεση/θεραπεία/κρίση/σύνδεση/σχέση. ~ό: έγγραφο/στοιχείο. Πβ. αιτιώδης.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ός: σύνδεσμος (: που εισάγει αιτιολογική πρόταση, π.χ. γιατί, επειδή). ● Ουσ.: αιτιολογικό (το): ΝΟΜ. σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται απόφαση δικαστηρίου και γενικότ. παρουσίαση των λόγων που οδήγησαν σε πράξη ή απόφαση, αιτιολογία: επίσημο ~. Το ~ της αγωγής/αίτησης. Καταγράφω/παραθέτω/υποβάλλω το ~. Απολύθηκε χωρίς ~. Βλ. διατακτικό. ● επίρρ.: αιτιολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιολογική μετοχή: ΓΡΑΜΜ. που δηλώνει αιτία: Θέλοντας (= επειδή ήθελε) να τον αποφύγει, άλλαξε δρόμο., αιτιολογική πρόταση: ΓΡΑΜΜ. δευτερεύουσα η οποία δηλώνει την αιτία της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα της κύριας πρότασης: λ.χ. πικράθηκε, επειδή τον εγκατέλειψε. ● ΦΡ.: με την αιτιολογία/με το αιτιολογικό βλ. αιτιολογία [< μτγν. αἰτιολογικός, αγγλ. (a)etiologic(al), γαλλ. étiologique]
  • αιτιολογώ [αἰτιολογῶ] αι-τι-ο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {αιτιολογ-είς ..., -ώντας | αιτιολόγ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, (σπάν.) -ούμενος, -ημένος}: εξηγώ τις αιτίες, τους λόγους, συχνά με στόχο την απόδειξη της ορθότητας, τεκμηριώνω: ~ ένα αίτημα/μια απόφαση/μια άποψη/έναν ισχυρισμό/μια πράξη/μια πρόταση/έναν χαρακτηρισμό. Ο εξεταζόμενος υποχρεούται να ~εί τις απαντήσεις του. ~ησε πλήρως τη στάση του. Η τυχόν αποδοχή ή απόρριψη της ένστασης ~είται σαφώς. Πβ. δικαιολογώ, επεξηγώ. Βλ. -λογώ. ● βλ. αιτιολογημένος [< μτγν. αἰτιολογῶ, γαλλ. motiver]
  • αιτιοπαθογένεια [αἰτιοπαθογένεια] αι-τι-ο-πα-θο-γέ-νει-α ουσ. (θηλ.) & αιτιοπαθογένεση: ΙΑΤΡ. το σύνολο των αιτίων που οδηγούν σε παθολογικές καταστάσεις: ~ των μαθησιακών διαταραχών/της παχυσαρκίας/ενός συνδρόμου. ~ και θεραπεία της νόσου.
  • αίτιος [αἴτιος] αί-τι-ος ουσ. (αρσ.) (+ γεν./για): πρόσωπο που φέρει την ευθύνη για κάτι συνήθ. αρνητικό, δυσάρεστο: ο ~ της καταστροφής/του πολέμου/της συμφοράς/της τραγωδίας. ~ για το λάθος/όλα (ΣΥΝ. υπεύθυνος, φταίχτης). Όποιος και αν ήταν ο κύριος ~, θα τιμωρηθεί παραδειγματικά. Πβ. υπ~. Βλ. αν~, πρωτ~, συν~. [< αρχ. αἴτιος]
  • αιτιότητα [αἰτιότητα] αι-τι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): σχέση αιτίου και αιτιατού: ιστορική/φυσική ~. Πβ. αιτιοκρατία. Βλ. νομοτέλεια, -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή/ο νόμος της αιτιότητας: ΦΙΛΟΣ. το αξίωμα ότι από μία καθορισμένη αιτία προκύπτει αναγκαστικά ένα αποτέλεσμα και αντιστρόφως, είναι αδύνατο να προκληθεί ένα αποτέλεσμα χωρίς καθορισμένη αιτία. [< μεσν. αιτιότης, γερμ. Kausalität]
  • αιτιώδης , ης, ες [αἰτιώδης] αι-τι-ώ-δης επίθ. {αιτιώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών} (λόγ.): που περιέχει την αιτία ενός πράγματος: ~ης: παράγοντας. ~ης: αρχή.|| (ΝΟΜ.) ~ης: δικαιοπραξία. Βλ. -ώδης. ΣΥΝ. αιτιακός ● επίρρ.: αιτιωδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιώδης συνάφεια: ΝΟΜ. η σχέση ανάμεσα στη ζημία και το γεγονός που την προκάλεσε: απόδειξη/εξακρίβωση της ~ους ~ας. [< γερμ. Kausalzusammenhang] , αιτιώδης σχέση: σχέση αιτίας και αποτελέσματος: ~ ~ γεγονότων/καταστάσεων/μεταβλητών/φαινομένων. Διερεύνηση/ερμηνεία της/ύπαρξη ~ους ~ης. Υφίσταται ~ ~ ανάμεσα σε ... [< αγγλ. causal relationship] [< μτγν. αἰτιώδης, γαλλ. causal]
  • αιτιώμαι [αἰτιῶμαι] αι-τι-ώ-μαι ρ. (μτβ.) {αιτι-άται, -ώμενος, μόνο στον ενεστ.} (επίσ.): θεωρώ, κατηγορώ κάποιον/κάτι ως υπεύθυνο για κάτι δυσάρεστο, μέμφομαι: Ο προσφεύγων ~άται ότι υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης. Τα πλημμελή μέτρα ασφαλείας ~ώνται οι εμπειρογνώμονες για το ατύχημα. [< αρχ. αἰτιῶμαι]
  • αϊτο- βλ. αετο-
  • αϊτός βλ. αετός
  • αιτούμαι βλ. αιτώ
  • αϊτοφωλιά βλ. αετοφωλιά
  • αιτώ [αἰτῶ] αι-τώ ρ. (μτβ.) {αιτ-είς ...| αιτ-ούμαι, αιτ-ήθηκε, αιτ-ών, -ούμενος, κυρ. μεσοπαθ.} (επίσ.): αξιώνω, ζητώ: ~ άδεια παραμονής/άσυλο/χάρη. (+αιτ.) ~ούμαι ακρόαση/αποζημίωση/σύνταξη/τριήμερη αναρρωτική άδεια. (σπάν.-λόγ.+γεν.) ~ούμαι επιδόματος/υποτροφίας/χρηματοδότησης. ~είται να του δοθεί επιχορήγηση. ~ήθηκε την παρουσία εισαγγελέων. Πβ. απ~. Βλ. παρ~. ● Μτχ.: αιτούμενος , η, ο 1. (για πρόσ.) που ζητά κάτι: ο ~ την έκδοση διαβατηρίου.|| (ως ουσ.) Ο ~ συμπληρώνει και υπογράφει την αίτηση. Φωτοτυπία ταυτότητας του ~ένου. 2. που ζητείται: ο ~ αριθμός (αντιτύπων). Η ~η επιχορήγηση. Το ~ο δάνειο/ποσό. Βλ. απ~.|| (ως ουσ.) Το ~ο δεν είναι να καταλογίσουμε ευθύνες. Η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών είναι ένα διαρκές ~ο. Πβ. ζητούμενο. [< αρχ. αἰτῶ]
  • Αιτωλοακαρνάνας [Αἰτωλοακαρνάνας] Αι-τω-λο-α-καρ-νά-νας επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής την Αιτωλοακαρνανία.
  • αιτών , ούσα, ούν [αἰτῶν] αι-τών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που ζητά κάτι, συνήθ. με αίτησή του: ~ών: οργανισμός. ~ούσα: Αρχή/εταιρεία/υπηρεσία/χώρα. ~ούν: δικαστήριο/κράτος. ● Ουσ.: αιτών, αιτούσα (ο/η): πρόσωπο ή φορέας που αιτείται κάτι: ο ~ απασχόληση/άσυλο (πβ. αιτούμενος). Στοιχεία/υπεύθυνη δήλωση ~ούντος. Οι ~ούντες θα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια ... Ο Αιτών/Η Αιτούσα (: σε έντυπο αίτησης πριν από την υπογραφή εκείνου που αιτεί). Βλ. βεβαιών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. αἰτῶν, γαλλ. réquerant]
  • αίφνης [αἴφνης] αίφ-νης επίρρ. (λόγ.) 1. ξαφνικά: ~ όλα άλλαξαν. Εκεί που πήγαιναν όλα καλά, ~ προέκυψε κι άλλο πρόβλημα. Πβ. εξ~, ξάφνου. 2. (σπάν. για τυχαία επιλογή) ας πούμε, για παράδειγμα. [< αρχ. αἴφνης]
  • αιφνιδιάζω [αἰφνιδιάζω] αιφ-νι-δι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {αιφνιδία-σα, -σει, -στηκα, -στεί, -σμένος, αιφνιδιάζ-οντας}: ξαφνιάζω, εκπλήσσω, αφαιρώ από κάποιον τη δυνατότητα να αντιδράσει, ενεργώντας αναπάντεχα: ~ τον αντίπαλο. ~ κάποιον ευχάριστα/δυσάρεστα. Το τέλος του βιβλίου ~ει τον αναγνώστη. Η παραίτησή του ~σε τους πάντες. Αναρχικοί επιτέθηκαν ~οντας (= καταλαμβάνοντας εξαπίνης) τους αστυνομικούς. ~στηκε από την απόφαση του δικαστηρίου. ~σμένος από την ερώτηση του δημοσιογράφου. [< μτγν. αἰφνιδιάζω]
  • αιφνιδιασμός [αἰφνιδιασμός] αιφ-νι-δι-α-σμός ουσ. (αρσ.): απροσδόκητη ενέργεια που ξαφνιάζει και προκαλεί αδυναμία αποτελεσματικής αντίδρασης· ειδικότ. επιθετική ενέργεια που εκδηλώνεται ξαφνικά: εκλογικός/κυβερνητικός/πολιτικός ~. Απόπειρα/τακτική ~ού. ~ της τελευταίας στιγμής. (Α)πέτυχε ο ~. Επιχειρώ/σχεδιάζω ~ό. Έχασε το πλεονέκτημα του ~ού. Χωρίς ~ούς. Πβ. κατάπληξη, ξάφνιασμα.|| (ΣΤΡΑΤ.) Στρατηγικός/τακτικός ~. ~ εχθρού/στρατού. Τροπή σε φυγή μετά τον ~ό.|| (σε ομαδικά αθλήματα, κυρ. ποδόσφαιρο, μπάσκετ) ~ της αντίπαλης άμυνας. Γκολ/καλάθι/κάρφωμα στον ~ό. Η ομάδα/ο παίκτης έφυγε στον ~ό. [< μεσν. αιφνιδιασμός]
  • αιφνιδιαστικός , ή, ό [αἰφνιδιαστικός] αιφ-νι-δι-α-στι-κός επίθ.: που αιφνιδιάζει: ~ός: έλεγχος (της εφορίας). ~ή: απομάκρυνση (του διοικητή)/απόφαση/εμφάνιση/επίθεση/επίσκεψη/έρευνα/κίνηση/πρόταση. ~ό: ταξίδι/χτύπημα. Με ~ό τρόπο. ΣΥΝ. αιφνίδιος, ξαφνικός ● επίρρ.: αιφνιδιαστικά & (λόγ.) -ώς [ῶς]
  • αιφνίδιος , α, ο [αἰφνίδιος] αιφ-νί-δι-ος επίθ. (επίσ.): αναπάντεχος, απροσδόκητος: ~ος: θάνατος. ~α: αλλαγή (του καιρού)/αποχώρηση/επιδείνωση (της υγείας)/παραίτηση. ΣΥΝ. αιφνιδιαστικός, ξαφνικός ● επίρρ.: αιφνίδια & (λόγ.) αιφνιδίως [< αρχ. αἰφνίδιος]

αετο- & αετό-

αετο- & αετό- & (σπάν.) αϊτο-: α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει ότι κάτι ανήκει στον αετό ή έχει τα χαρακτηριστικά του: αετο-φωλιά.|| Αετο-μάτης.

αετός

αετός [ἀετός] α-ε-τός ουσ. (αρσ.) {θηλ. (προφ.) αετίνα} & (λαϊκό-λογοτ.) αϊτός, αητός 1. ΟΡΝΙΘ. ημερόβιο αρπακτικό πουλί (οικογ. Accipitridae) με μεγάλο σώμα, γαμψά νύχια, κυρτό ράμφος και οξύτατη όραση: άγριος/περήφανος ~. (Σπάνιο/υπό εξαφάνιση) είδος ~ού. Τα φτερά/η φωλιά (= αετοφωλιά) του ~ού. Ο ~ πέταξε πάνω από τη λεία του. Βλ. βασιλ~, γυπ~, θαλασσ~, σπιζ~, σταυρ~, φιδ~, χρυσ~, ψαρ~, φαλακρός. 2. (μτφ.) ιδιαίτερα έξυπνο ή ικανό πρόσωπο: Είναι ~ στη δουλειά του. Έχει (το) βλέμμα/μάτι (του) ~ού (= αετίσιο βλέμμα). Πβ. ατσίδα, ξεφτέρι, ξυράφι, σαΐνι, σπίρτο. Βλ. εύστροφος, οξυδερκής. 3. χαρταετός. 4. ΙΧΘΥΟΛ. μεγαλόσωμο πελαγίσιο σελάχι (επιστ. ονομασ. Myliobatis aquila) με θωρακικά πτερύγια και μακριά ουρά σαν μαστίγιο. 5. ΑΘΛ. (προφ.) αιωρόπτερο: μηχανοκίνητος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δικέφαλος αετός: αναπαράσταση αετού με δύο κεφάλια, σύμβολο αυτοκρατοριών (κατεξοχήν της βυζαντινής), έμβλημα των ορθόδοξων Εκκλησιών, του Γενικού Επιτελείου Στρατού, εθνικό σύμβολο της Αλβανίας, έμβλημα αθλητικών ομάδων, σωματείων: μαρμάρινος/ξυλόγλυπτος/πατριαρχικός ~ ~. [< 1,4,5: αρχ. ἀετός 2: ιταλ. aquilone - παλαιότ. ορθογρ. αητός]

αετοφωλιά

αετοφωλιά [ἀετοφωλιά] α-ε-το-φω-λιά ουσ. (θηλ.) 1. (συνήθ. μτφ.) μέρος απόκρημνο ή κατάλυμα (καταφύγιο, κρησφύγετο) σε βουνό ή σε τόπο ψηλό και δυσπρόσιτο: δύσβατες ~ιές. Πώς ανέβηκες/έφτασες σ' αυτή την ~; Βλ. λημέρι. 2. φωλιά αετού.

αιτιολογημένος

αιτιολογημένος, η, ο [αἰτιολογημένος] αι-τι-ο-λο-γη-μέ-νος επίθ. (επίσ.): που έχει αιτιολογηθεί: ~η: απόφαση/γνώμη/έκθεση/κρίση/πρόταση (πβ. τεκμηριωμένη). ~ο: βούλευμα/πόρισμα. ~ες: αναφορές/αντιρρήσεις. ~α: επιχειρήματα. Παράταση προθεσμίας σε (δεόντως/επαρκώς) ~ες περιπτώσεις. ΑΝΤ. αναιτιολόγητος ● επίρρ.: αιτιολογημένα ● βλ. αιτιολογώ

αιτιολογία

αιτιολογία [αἰτιολογία] αι-τι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): εξήγηση των αιτίων, αιτιολόγηση ή η ίδια η αιτία: αντιφατική/ελλιπής/επαρκής/εσφαλμένη/πειστική ~. Η ~ (= το αιτιολογικό) μιας δικαστικής απόφασης/διοικητικής πράξης. Βλ. δικαιολογία.|| (ΙΑΤΡ., το σύνολο των αιτίων μιας ασθένειας) Γενετική/νευρολογική/ψυχολογική ~. ~ και πρόληψη. Νεανική οστεοπόρωση άγνωστης (ή αγνώστου) ~ας. Καρκίνος ιογενούς ~ας. Βλ. -λογία. ● ΦΡ.: με την αιτιολογία/με το αιτιολογικό (+ ότι/του): προβάλλοντας ως αιτία, λόγω: Η αίτησή του απορρίφθηκε ~ ~ ότι ... Κλήθηκε σε απολογία ~ ~ της απρεπούς συμπεριφοράς. Βλ. με το σκεπτικό. [< αρχ. αἰτιολογία, γαλλ. étiologie, αγγλ. (a)etiology]

αιτώ

αιτώ [αἰτῶ] αι-τώ ρ. (μτβ.) {αιτ-είς ...| αιτ-ούμαι, αιτ-ήθηκε, αιτ-ών, -ούμενος, κυρ. μεσοπαθ.} (επίσ.): αξιώνω, ζητώ: ~ άδεια παραμονής/άσυλο/χάρη. (+αιτ.) ~ούμαι ακρόαση/αποζημίωση/σύνταξη/τριήμερη αναρρωτική άδεια. (σπάν.-λόγ.+γεν.) ~ούμαι επιδόματος/υποτροφίας/χρηματοδότησης. ~είται να του δοθεί επιχορήγηση. ~ήθηκε την παρουσία εισαγγελέων. Πβ. απ~. Βλ. παρ~. ● Μτχ.: αιτούμενος , η, ο 1. (για πρόσ.) που ζητά κάτι: ο ~ την έκδοση διαβατηρίου.|| (ως ουσ.) Ο ~ συμπληρώνει και υπογράφει την αίτηση. Φωτοτυπία ταυτότητας του ~ένου. 2. που ζητείται: ο ~ αριθμός (αντιτύπων). Η ~η επιχορήγηση. Το ~ο δάνειο/ποσό. Βλ. απ~.|| (ως ουσ.) Το ~ο δεν είναι να καταλογίσουμε ευθύνες. Η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών είναι ένα διαρκές ~ο. Πβ. ζητούμενο. [< αρχ. αἰτῶ]

βεβαιών

βεβαιών, ούσα, ούν [βεβαιῶν] βε-βαι-ών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για πρόσωπο, φορέα ή επίσημο έγγραφο) που βεβαιώνει κάτι: Ο ~ών Ιατρός. Η ~ούσα Αρχή/Τράπεζα. Πιστοποιητικό ~ούν ότι ... ● Ουσ.: βεβαιών, βεβαιούσα (ο/η): σε έντυπο πριν από την υπογραφή. Βλ. αιτών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. βεβαιῶν]

δικαιολογία

δικαιολογία δι-και-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. (αρνητ. συνυποδ.) δευτερεύων ή επινοημένος λόγος που παρουσιάζεται ως αιτία ορισμένης πράξης ή συμπεριφοράς, πρόσχημα: αόριστη/απαράδεκτη/απίστευτη/αστεία/εύκολη/καλή/πρόχειρη/πρωτότυπη/φτηνή/χαζή/ψεύτικη ~. Τα παράτησε με τη ~ ότι βαρέθηκε. (ειρων.) Ωραία ~! Βρίσκει συνεχώς ~ες. Ψάχνεις για ~ες; Άσε τις ~ες! Μην ακούς τι λέει! ~ες! Πβ. πάτημα, πρόφαση. Βλ. -λογία. 2. εξήγηση που προβάλλεται, προκειμένου να δικαιολογηθεί κάτι: (α)βάσιμη/αστήρικτη/επαρκής/νόμιμη/πειστική/πραγματική/σοβαρή ~. Δεν έχεις/δεν υπάρχει καμία ~ για αυτό που έκανες (: ελαφρυντικό). Βλ. αιτιολογία. [< αρχ. δικαιολογία ‘υπεράσπιση του δικαίου’, γαλλ. justification]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λογώ

-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

ΜΕ

ΜΕ (η) 1. Μέση Εκπαίδευση. 2. Μονάδα Επιστρατεύσεως.

νομοτέλεια

νομοτέλεια νο-μο-τέ-λει-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. σύνδεση και εξάρτηση ενός φαινομένου, μιας κατάστασης από σταθερούς και απαράβατους κανόνες: αναπόφευκτη/αυστηρή/εσωτερική/ιστορική/κοινωνική/φυσική ~. Η ~ της φθοράς/φύσης. Το πρόβλημα οδηγεί κατά αναπόδραστη ~ σε ... Πβ. αιτιοκρατία. Βλ. σύμπτωση, τελεολογία, τυχαιότητα.

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.