αετο- & αετό- & (σπάν.) αϊτο-: α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει ότι κάτι ανήκει στον αετό ή έχει τα χαρακτηριστικά του: αετο-φωλιά.|| Αετο-μάτης.
αετός [ἀετός] α-ε-τός ουσ. (αρσ.) {θηλ. (προφ.) αετίνα} & (λαϊκό-λογοτ.) αϊτός, αητός 1. ΟΡΝΙΘ. ημερόβιο αρπακτικό πουλί (οικογ. Accipitridae) με μεγάλο σώμα, γαμψά νύχια, κυρτό ράμφος και οξύτατη όραση: άγριος/περήφανος ~. (Σπάνιο/υπό εξαφάνιση) είδος ~ού. Τα φτερά/η φωλιά (= αετοφωλιά) του ~ού. Ο ~ πέταξε πάνω από τη λεία του. Βλ. βασιλ~, γυπ~, θαλασσ~, σπιζ~, σταυρ~, φιδ~, χρυσ~, ψαρ~, φαλακρός. 2. (μτφ.) ιδιαίτερα έξυπνο ή ικανό πρόσωπο: Είναι ~ στη δουλειά του. Έχει (το) βλέμμα/μάτι (του) ~ού (= αετίσιο βλέμμα). Πβ. ατσίδα, ξεφτέρι, ξυράφι, σαΐνι, σπίρτο. Βλ. εύστροφος, οξυδερκής. 3. χαρταετός. 4. ΙΧΘΥΟΛ. μεγαλόσωμο πελαγίσιο σελάχι (επιστ. ονομασ. Myliobatis aquila) με θωρακικά πτερύγια και μακριά ουρά σαν μαστίγιο. 5. ΑΘΛ. (προφ.) αιωρόπτερο: μηχανοκίνητος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δικέφαλος αετός: αναπαράσταση αετού με δύο κεφάλια, σύμβολο αυτοκρατοριών (κατεξοχήν της βυζαντινής), έμβλημα των ορθόδοξων Εκκλησιών, του Γενικού Επιτελείου Στρατού, εθνικό σύμβολο της Αλβανίας, έμβλημα αθλητικών ομάδων, σωματείων: μαρμάρινος/ξυλόγλυπτος/πατριαρχικός ~ ~. [< 1,4,5: αρχ. ἀετός 2: ιταλ. aquilone - παλαιότ. ορθογρ. αητός]
αετοφωλιά [ἀετοφωλιά] α-ε-το-φω-λιά ουσ. (θηλ.) 1. (συνήθ. μτφ.) μέρος απόκρημνο ή κατάλυμα (καταφύγιο, κρησφύγετο) σε βουνό ή σε τόπο ψηλό και δυσπρόσιτο: δύσβατες ~ιές. Πώς ανέβηκες/έφτασες σ' αυτή την ~; Βλ. λημέρι. 2. φωλιά αετού.
αιτιολογημένος, η, ο [αἰτιολογημένος] αι-τι-ο-λο-γη-μέ-νος επίθ. (επίσ.): που έχει αιτιολογηθεί: ~η: απόφαση/γνώμη/έκθεση/κρίση/πρόταση (πβ. τεκμηριωμένη). ~ο: βούλευμα/πόρισμα. ~ες: αναφορές/αντιρρήσεις. ~α: επιχειρήματα. Παράταση προθεσμίας σε (δεόντως/επαρκώς) ~ες περιπτώσεις. ΑΝΤ. αναιτιολόγητος ● επίρρ.: αιτιολογημένα ● βλ. αιτιολογώ
αιτιολογία [αἰτιολογία] αι-τι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): εξήγηση των αιτίων, αιτιολόγηση ή η ίδια η αιτία: αντιφατική/ελλιπής/επαρκής/εσφαλμένη/πειστική ~. Η ~ (= το αιτιολογικό) μιας δικαστικής απόφασης/διοικητικής πράξης. Βλ. δικαιολογία.|| (ΙΑΤΡ., το σύνολο των αιτίων μιας ασθένειας) Γενετική/νευρολογική/ψυχολογική ~. ~ και πρόληψη. Νεανική οστεοπόρωση άγνωστης (ή αγνώστου) ~ας. Καρκίνος ιογενούς ~ας. Βλ. -λογία. ● ΦΡ.: με την αιτιολογία/με το αιτιολογικό (+ ότι/του): προβάλλοντας ως αιτία, λόγω: Η αίτησή του απορρίφθηκε ~ ~ ότι ... Κλήθηκε σε απολογία ~ ~ της απρεπούς συμπεριφοράς. Βλ. με το σκεπτικό. [< αρχ. αἰτιολογία, γαλλ. étiologie, αγγλ. (a)etiology]
αιτώ [αἰτῶ] αι-τώ ρ. (μτβ.) {αιτ-είς ...| αιτ-ούμαι, αιτ-ήθηκε, αιτ-ών, -ούμενος, κυρ. μεσοπαθ.} (επίσ.): αξιώνω, ζητώ: ~ άδεια παραμονής/άσυλο/χάρη. (+αιτ.) ~ούμαι ακρόαση/αποζημίωση/σύνταξη/τριήμερη αναρρωτική άδεια. (σπάν.-λόγ.+γεν.) ~ούμαι επιδόματος/υποτροφίας/χρηματοδότησης. ~είται να του δοθεί επιχορήγηση. ~ήθηκε την παρουσία εισαγγελέων. Πβ. απ~. Βλ. παρ~. ● Μτχ.: αιτούμενος , η, ο 1. (για πρόσ.) που ζητά κάτι: ο ~ την έκδοση διαβατηρίου.|| (ως ουσ.) Ο ~ συμπληρώνει και υπογράφει την αίτηση. Φωτοτυπία ταυτότητας του ~ένου. 2. που ζητείται: ο ~ αριθμός (αντιτύπων). Η ~η επιχορήγηση. Το ~ο δάνειο/ποσό. Βλ. απ~.|| (ως ουσ.) Το ~ο δεν είναι να καταλογίσουμε ευθύνες. Η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών είναι ένα διαρκές ~ο. Πβ. ζητούμενο. [< αρχ. αἰτῶ]
βεβαιών, ούσα, ούν [βεβαιῶν] βε-βαι-ών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για πρόσωπο, φορέα ή επίσημο έγγραφο) που βεβαιώνει κάτι: Ο ~ών Ιατρός. Η ~ούσα Αρχή/Τράπεζα. Πιστοποιητικό ~ούν ότι ... ● Ουσ.: βεβαιών, βεβαιούσα (ο/η): σε έντυπο πριν από την υπογραφή. Βλ. αιτών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. βεβαιῶν]
δικαιολογία δι-και-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. (αρνητ. συνυποδ.) δευτερεύων ή επινοημένος λόγος που παρουσιάζεται ως αιτία ορισμένης πράξης ή συμπεριφοράς, πρόσχημα: αόριστη/απαράδεκτη/απίστευτη/αστεία/εύκολη/καλή/πρόχειρη/πρωτότυπη/φτηνή/χαζή/ψεύτικη ~. Τα παράτησε με τη ~ ότι βαρέθηκε. (ειρων.) Ωραία ~! Βρίσκει συνεχώς ~ες. Ψάχνεις για ~ες; Άσε τις ~ες! Μην ακούς τι λέει! ~ες! Πβ. πάτημα, πρόφαση. Βλ. -λογία. 2. εξήγηση που προβάλλεται, προκειμένου να δικαιολογηθεί κάτι: (α)βάσιμη/αστήρικτη/επαρκής/νόμιμη/πειστική/πραγματική/σοβαρή ~. Δεν έχεις/δεν υπάρχει καμία ~ για αυτό που έκανες (: ελαφρυντικό). Βλ. αιτιολογία. [< αρχ. δικαιολογία ‘υπεράσπιση του δικαίου’, γαλλ. justification]
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.
ΜΕ (η) 1. Μέση Εκπαίδευση. 2. Μονάδα Επιστρατεύσεως.
νομοτέλεια νο-μο-τέ-λει-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. σύνδεση και εξάρτηση ενός φαινομένου, μιας κατάστασης από σταθερούς και απαράβατους κανόνες: αναπόφευκτη/αυστηρή/εσωτερική/ιστορική/κοινωνική/φυσική ~. Η ~ της φθοράς/φύσης. Το πρόβλημα οδηγεί κατά αναπόδραστη ~ σε ... Πβ. αιτιοκρατία. Βλ. σύμπτωση, τελεολογία, τυχαιότητα.
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ