ανήλικος, η, ο [ἀνήλικος] α-νή-λι-κος επίθ./ουσ. {-ου (λόγ.) -ίκου}: που δεν έχει ενηλικιωθεί, δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του: ~ος: κληρονόμος. ~ο: τέκνο. ~ες: μητέρες. ~α: μέλη της οικογένειας.|| (ως ουσ.) Ασυνόδευτοι ~οι. Παραβατικότητα/φυλακή ~ίκων. Ίδρυμα προστασίας ~ίκων. Κέντρα υποδοχής για ~ίκους. Βλ. μεσ-, υπερ-ήλικος. ΑΝΤ. ενήλικος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αποπλάνηση ανηλίκου: ΝΟΜ. ποινικό αδίκημα που αφορά ασέλγεια (συνήθ. από άνδρα) σε βάρος προσώπου ηλικίας κάτω των δεκαπέντε ετών: ~ ~ κατ' εξακολούθηση., Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων βλ. κατάστημα ● ΦΡ.: (αυστηρώς) ακατάλληλο για ανηλίκους & (σπάν.-λόγ.) δι' ανηλίκους (επίσ.): οτιδήποτε κρίνεται ή θεωρείται επιβλαβές ή δεν ενδείκνυται για παιδί ή έφηβο: ταινία ~η ~. Ειδικό πρόγραμμα προστατεύει από ιστοσελίδες με ~ ~ περιεχόμενο. [< μτγν. ἀνήλικος]
-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.
-ίαση: επίθημα ιατρικών όρων για δήλωση πάθησης ή νόσου: μολυβδ~/μυδρ~/μυκητ~/ψωρ~. Βλ. -ία, -ίτιδα, -πάθεια, -ωση2.
-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ