Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2540-2560]


  • ακαριαίος , α, ο [ἀκαριαῖος] α-κα-ρι-αί-ος επίθ. (λόγ.): που συντελείται ή γίνεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, άμεσος: ~ος: έρωτας (= κεραυνοβόλος)/θάνατος (πβ. αιφνίδιος, ξαφνικός)/πυροβολισμός. ~α: αλλαγή/δράση/έκρηξη/επέμβαση/κινητοποίηση/μεταβολή. ~ο: πλήγμα/φιτίλι (: που προκαλεί άμεση έκρηξη). Βλ. -ιαίος. ΣΥΝ. αστραπιαίος, στιγμιαίος (1) ● επίρρ.: ακαριαία & (σπάν.-λόγ.) ακαριαίως: Σκοτώθηκε ~. [< αρχ. ἀκαριαῖος]
  • ακαρίαση [ἀκαρίαση] α-κα-ρί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μολυσματική νόσος που προκαλείται από ακάρεα: τραχειακή ~. ~ αμπελιών/μελισσών. Πβ. ψώρα. Βλ. -ίαση. [< γαλλ. acariose, αγγλ. acariasis]
  • ακαρπία [ἀκαρπία] α-καρ-πί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. αδυναμία παραγωγής καρπών: ~ της γης (πβ. αφορία)/των οπωροφόρων. Ασφαλιστική κάλυψη ~ας. Αποζημιώσεις για την ~ και τον παγετό. ΑΝΤ. γονιμότητα, ευφορία (1) 2. (σπάν.) ατεκνία. [< αρχ. ἀκαρπία]
  • άκαρπος , η, ο [ἄκαρπος] ά-καρ-πος επίθ. ΑΝΤ. καρπερός 1. (μτφ.) που δεν έχει αποτέλεσμα, ανεπιτυχής: ~ος: διάλογος. ~η: αναζήτηση/συνάντηση. ~ο: εγχείρημα/ημίχρονο. ~ες: διαπραγματεύσεις/έρευνες/προσπάθειες/συνομιλίες. ~α: σχέδια. Πβ. ανώφελος. ΣΥΝ. άγονος (1), αναποτελεσματικός, ατελέσφορος, στείρος (2) ΑΝΤ. αποτελεσματικός (1) 2. που δεν παράγει καρπούς: ~η: γη. ~ο: αμπέλι/δέντρο.|| ~η: χρονιά. ΣΥΝ. άγονος (2) ΑΝΤ. γόνιμος (1), εύφορος, καρποφόρος (1) 3. (μτφ.) που δεν μπορεί να τεκνοποιήσει: ~ο: ζευγάρι. ΣΥΝ. άτεκνος, στείρος (1) [< αρχ. ἄκαρπος, γαλλ. infructueux]
  • ακατάβλητος , η, ο [ἀκατάβλητος] α-κα-τά-βλη-τος επίθ. (λόγ.) 1. που δεν μπορεί να νικηθεί, να καταπονηθεί σωματικά ή ψυχικά: ~ος: αγωνιστής/ερευνητής. ~η: ψυχή. ΣΥΝ. αδάμαστος (1), ακατανίκητος (2), ακαταπόνητος (1), ακούραστος, ανίκητος (1) ΑΝΤ. καταβεβλημένος (1) 2. (μτφ.) (για αφηρ. ουσ.) που δεν μπορεί να μειωθεί, να ανακοπεί: ~ος: δυναμισμός/ζήλος. ~η: δύναμη/ενεργητικότητα/επιμονή/θέληση/μαχητικότητα/ορμή/πίστη. ~ο: πάθος/πείσμα/φρόνημα. Τα κατάφεραν χάρη στη σκληρή και ~η προσπάθειά τους. 3. (για χρηματικό ποσό) που δεν έχει εξοφληθεί, δεν έχει πληρωθεί: ~ο: μεροκάματο/πρόστιμο. ~ες (ασφαλιστικές) εισφορές (= εισφοροδιαφυγή). ΣΥΝ. ανεξόφλητος (1), απλήρωτος (1) ● επίρρ.: ακατάβλητα [< 1,2: αρχ. ἀκατάβλητος]
  • ακατάδεκτος & ακατάδεχτος , η, ο [ἀκατάδεκτος] α-κα-τά-δε-κτος επίθ.: που δεν καταδέχεται τους άλλους, που φέρεται περιφρονητικά και απαξιωτικά: ~ο: ύφος. Αφιλόξενος και ~. Για να μη φανώ ~η, θα δεχτώ την πρόσκληση. Μην είσαι τόσο ~, βγες μια φορά μαζί μας! Πβ. αγέρωχος, υπεροπτικός, ψηλομύτης. ΑΝΤ. καταδεκτικός ● επίρρ.: ακατάδεκτα & ακατάδεχτα [< μεσν. ακατάδεκτος]
  • ακαταδεξιά [ἀκαταδεξιά] α-κα-τα-δε-ξιά ουσ. (θηλ.) (προφ.) & (λόγ.) ακαταδεξία: ακατάδεκτη, περιφρονητική στάση: Τέτοια ~ δεν την περίμενα! Αντιμετωπίζει τους άλλους με ~ (= αφ' υψηλού). Πβ. περηφάνια, υπεροψία. ΑΝΤ. καταδεκτικότητα
  • ακαταδίωκτος , η, ο [ἀκαταδίωκτος] α-κα-τα-δί-ω-κτος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν έχει καταδιωχθεί: ~η: φυγή (= για την οποία δεν ακολούθησε καταδίωξη). 2. ΝΟΜ. που δεν του έχει ασκηθεί ή δεν υπόκειται σε ποινική δίωξη: ~ος: εγκληματίας/συνεργός. ~η: πράξη. ~ο: αδίκημα. ~α: περιστατικά. Παραμένει ~ και ατιμώρητος. ● Ουσ.: ακαταδίωκτο (το): ΝΟΜ. η μη άσκηση ποινικής δίωξης σε περίπτωση αδικήματος: παράνομο/παράτυπο ~. Το ~ των βουλευτών (: βουλευτική ασυλία). Αρχή/εξασφάλιση/επίκληση του ~ου.
  • ακαταλαβίστικος , η, ο [ἀκαταλαβίστικος] α-κα-τα-λα-βί-στι-κος επίθ. (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): που δεν μπορεί να τον καταλάβει, να τον κατανοήσει κάποιος: ~ος: στίχος/τίτλος. ~η: ταινία. ~ο: βιβλίο/ιμέιλ (: που δεν διαβάζεται). ~οι: χαρακτήρες (: σε ηλεκτρονικό κείμενο). ~ες: κουβέντες/λέξεις. ~α: γράμματα/σύμβολα/συνθήματα. Αυτά που μου λέτε μου φαίνονται ~α.|| (ως ουσ.) Το ~ο της γλώσσας/του κειμένου. Πβ. ακατα-, δυσ-νόητος. Βλ. -ίστικος. ΣΥΝ. ακατάληπτος ΑΝΤ. κατανοητός (1) ● Ουσ.: ακαταλαβίστικα (τα): προφορικός ή γραπτός λόγος που δεν γίνεται κατανοητός, ασυνάρτητος: Ψέλλισε κάτι ~. Πβ. κινέζ-, κορακίστ-ικα. ● επίρρ.: ακαταλαβίστικα
  • ακατάληκτος , η, ο [ἀκατάληκτος] α-κα-τά-λη-κτος επίθ.: που δεν έχει κατάληξη, κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: ακατάληκτο όνομα/ουσιαστικό: ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) τριτόκλιτο όνομα που σχηματίζει την ονομαστική ενικού χωρίς κατάληξη, π.χ. γέρων, σώμα., ακατάληκτος στίχος: ΜΕΤΡ. που έχει πλήρη τον τελευταίο πόδα: ιαμβικός ~ ~. ΑΝΤ. καταληκτικός στίχος [< μτγν. ἀκατάληκτος]
  • ακατάληπτος , η, ο [ἀκατάληπτος] α-κα-τά-λη-πτος επίθ. (λόγ.): ακαταλαβίστικος: ~ος: λόγος. ~η: γλώσσα/εικόνα/ομιλία. ~ο: ερώτημα/κείμενο/(ΘΕΟΛ.) μυστήριο. Μουρμουρίζει κάτι ~ο. Μηνύματα με ~ους χαρακτήρες.|| (ως ουσ.-λογιότ.) Το ~ο του Θεού. ΣΥΝ. ακατανόητος (2) ΑΝΤ. καταληπτός, κατανοητός (1) ● επίρρ.: ακατάληπτα [< αρχ. ἀκατάληπτος]
  • ακαταληψία [ἀκαταληψία] α-κα-τα-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.) 1. αδυναμία κατανόησης, το ακατάληπτο: (ΘΕΟΛ.) Η ~ του Θεού. ~ εγγράφου (= ακατανοησία). 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία του σκεπτικισμού σύμφωνα με την οποία ούτε οι αισθήσεις ούτε ο λόγος επιτρέπουν στον άνθρωπο να συλλάβει την ουσία των όντων και να κατανοήσει την αλήθεια. [< μτγν. ἀκαταληψία, αγγλ. acatalepsy]
  • ακατάλληλος , η, ο [ἀκατάλληλος] α-κα-τάλ-λη-λος επίθ. 1. που δεν ενδείκνυται, δεν πληροί τους όρους, τις προϋποθέσεις για κάτι: ~ος: διευθυντής. Αποδείχθηκε/κρίθηκε ~ για (συν)εργασία/τη θέση/στράτευση (ΣΥΝ. ανεπαρκής, ανίκανος).|| ~ος: φωτισμός. ~η: αίθουσα (: δεν προσφέρεται για συγκεκριμένη χρήση)/διατροφή/έκφραση/ηλικία/στάση σώματος/συμπεριφορά (ΑΝΤ. ενδεδειγμένη). ~ο: κτίριο/ντύσιμο/περιβάλλον/προϊόν/υλικό/φάρμακο (= αναποτελεσματικό). ~ες: ενέργειες (= λανθασμένες)/συνθήκες (ΣΥΝ. απρόσφορος. ΑΝΤ. ευνοϊκός, πρόσφορος). Νερό ~ο για οικιακή χρήση/προς πόση. Παραλίες ~ες για κολύμπι. Με επισκέφθηκε την πιο ~η στιγμή (= άστοχη, ατυχή). Ήρθατε σε ~η ώρα. Μου τηλεφωνούν ~ες ώρες (: ώρες ανάπαυσης).|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο του εδάφους/της περιοχής. Συγγνώμη για το ~ο της ώρας, αλλά μήπως θα μπορούσατε να ...; ΑΝΤ. κατάλληλος 2. που το περιεχόμενό του δεν ενδείκνυται για μικρές συνήθ. ηλικίες: ~η: εκπομπή/ιστοσελίδα. ~ο: βιβλίο/θέαμα. ~ες: φωτογραφίες. Υλικό ~ο για δημοσίευση/για παιδιά. Έργο ~ο με σκηνές βίας. ● επίρρ.: ακατάλληλα ● ΦΡ.: (αυστηρώς) ακατάλληλο για ανηλίκους βλ. ανήλικος [< αρχ. ἀκατάλληλος ‘ασύμφωνος, που δεν έχει αντιστοιχία’]
  • ακαταλληλότητα [ἀκαταλληλότητα] α-κα-ταλ-λη-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ακατάλληλου: ~ του κτιρίου/των μεθόδων/του νερού/του προϊόντος/των συνθηκών εργασίας/των υλικών/του χώρου. Η ~ (= αδυναμία, ανικανότητα) των παικτών. Η ~ (= ανεπάρκεια) του εκπαιδευτικού συστήματος. Αναβλήθηκε ο αγώνας λόγω ~ας του γηπέδου. ΑΝΤ. καταλληλότητα [< μτγν. ἀκαταλληλότης ‘αναντιστοιχία’]
  • ακαταλόγιστος , η, ο [ἀκαταλόγιστος] α-κα-τα-λό-γι-στος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από ή αποδίδεται σε απερισκεψία, παραλογισμό: ~η: επιθυμία/επιπολαιότητα/συμπεριφορά. ~ες: πράξεις/συνέπειες. 2. ΝΟΜ. που δεν μπορούν να του αποδοθούν ευθύνες για αξιόποινη πράξη: Είναι νομικά/ποινικά ~ο πρόσωπο. ~ για τις αδικοπραξίες του. Ο δράστης αθωώνεται, αν είναι πλήρως ~. ΣΥΝ. ανεύθυνος (2) ● Ουσ.: ακαταλόγιστο (το): ΝΟΜ. η μη απόδοση ευθύνης για αξιόποινη πράξη: το ~ των λόγων/πράξεων. Aθώος λόγω ~ου. Έχει το ~ λόγω ηλικίας/της κατάστασης της υγείας του/μειωμένης αντίληψης/ψυχοπάθειας.|| (προφ.-ειρων.) Είναι ερωτευμένος κι έχει το ~ (: δικαιολογείται η συμπεριφορά του)! ΑΝΤ. καταλογιστό(ν) [< γαλλ. irresponsabilité] ● επίρρ.: ακαταλόγιστα [< γαλλ. irresponsable]
  • ακατάλυτος , η, ο [ἀκατάλυτος] α-κα-τά-λυ-τος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταλυθεί, να καταργηθεί: ~ος: γάμος/δεσμός αγάπης (= αιώνιος, άρρηκτος, άφθαρτος)/έρωτας/νόμος/όρκος. ~η: δύναμη/ενότητα/ιδέα/πίστη/φιλία. ~ο: πνεύμα/σύμβολο. ~ες: αξίες (= διαχρονικές). ~α: ιδανικά. Πβ. ακατάργητος. ● επίρρ.: ακατάλυτα [< μτγν. ἀκατάλυτος]
  • ακαταμάχητος , η, ο [ἀκαταμάχητος] α-κα-τα-μά-χη-τος επίθ. 1. (μτφ.) που δεν μπορεί κανείς να του αντισταθεί, να τον αντικρούσει: ~ος: πειρασμός. ~η: γοητεία/γυναίκα/δύναμη/έλξη/θέληση. ~ο: άρωμα/βλέμμα/πάθος/χιούμορ. ~α: θέλγητρα. ~ και ασυναγώνιστος. ~ με τις γυναίκες.|| ~α: επιχειρήματα (= αφοπλιστικά)/τεκμήρια (= αμάχητα. ΑΝΤ. μαχητά). ΣΥΝ. ακατανίκητος (1) 2. (σπάν.) που δεν μπορεί να νικηθεί: ~ος: αντίπαλος. ΣΥΝ. αήττητος, ακατανίκητος (2), ανίκητος (1) ● επίρρ.: ακαταμάχητα [< 2:  μτγν. ἀκαταμάχητος]
  • ακαταμέτρητος , η, ο [ἀκαταμέτρητος] α-κα-τα-μέ-τρη-τος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί, να υπολογιστεί, μεγάλος, πολύς: ~ο: πλήθος.|| (μτφ.) ~ος: πόνος. ~η: δύναμη/περιουσία. Πβ. ανυπολόγιστος, απροσμέτρητος. [< μτγν. ἀκαταμέτρητος]
  • ακατανίκητος , η, ο [ἀκατανίκητος] α-κα-τα-νί-κη-τος επίθ. 1. που δεν μπορεί κανείς να του αντισταθεί, ακαταμάχητος: ~ος: έρωτας/πειρασμός/φόβος. ~η: ανάγκη (= αδήριτη)/γοητεία/δίψα/δύναμη/έλξη/επιθυμία/όρεξη/ορμή/τάση. ~ο: ένστικτο/πάθος (= αδάμαστο)/συναίσθημα. 2. που δεν μπορεί να νικηθεί: ~ος: ηγέτης/πρωταθλητής. ΣΥΝ. αήττητος, ακατάβλητος (1), ανίκητος (1) ● επίρρ.: ακατανίκητα [< μτγν. ἀκατανίκητος]
  • ακατανοησία [ἀκατανοησία] α-κα-τα-νο-η-σί-α ουσ. (θηλ.): έλλειψη ή αδυναμία κατανόησης: αμοιβαία/πλήρης ~ (πβ. ασυνεννοησία). ~ του κειμένου/της ουσίας του προβλήματος. Ασάφεια και ~. ΣΥΝ. ακαταληψία (1) ΑΝΤ. κατανόηση (1) [< μεσν. ακατανοησία]

ανήλικος

ανήλικος, η, ο [ἀνήλικος] α-νή-λι-κος επίθ./ουσ. {-ου (λόγ.) -ίκου}: που δεν έχει ενηλικιωθεί, δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του: ~ος: κληρονόμος. ~ο: τέκνο. ~ες: μητέρες. ~α: μέλη της οικογένειας.|| (ως ουσ.) Ασυνόδευτοι ~οι. Παραβατικότητα/φυλακή ~ίκων. Ίδρυμα προστασίας ~ίκων. Κέντρα υποδοχής για ~ίκους. Βλ. μεσ-, υπερ-ήλικος. ΑΝΤ. ενήλικος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αποπλάνηση ανηλίκου: ΝΟΜ. ποινικό αδίκημα που αφορά ασέλγεια (συνήθ. από άνδρα) σε βάρος προσώπου ηλικίας κάτω των δεκαπέντε ετών: ~ ~ κατ' εξακολούθηση., Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων βλ. κατάστημα ● ΦΡ.: (αυστηρώς) ακατάλληλο για ανηλίκους & (σπάν.-λόγ.) δι' ανηλίκους (επίσ.): οτιδήποτε κρίνεται ή θεωρείται επιβλαβές ή δεν ενδείκνυται για παιδί ή έφηβο: ταινία ~η ~. Ειδικό πρόγραμμα προστατεύει από ιστοσελίδες με ~ ~ περιεχόμενο. [< μτγν. ἀνήλικος]

-ιαίος

-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.

-ίαση

-ίαση: επίθημα ιατρικών όρων για δήλωση πάθησης ή νόσου: μολυβδ~/μυδρ~/μυκητ~/ψωρ~. Βλ. -ία, -ίτιδα, -πάθεια, -ωση2.

-ίστικος

-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.