Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2900-2920]


  • ακυρωτικός , ή, ό [ἀκυρωτικός] α-κυ-ρω-τι-κός επίθ. 1. που ακυρώνει, που μπορεί να κρίνει ή να καταστήσει κάτι άκυρο: ~ός: δικαστής/νόμος/όρος. ~ή: αίτηση/απόφαση/αρμοδιότητα/δίκη/πράξη/συμφωνία. ~ό: αίτημα/δεδικασμένο/στοιχείο/τιμολόγιο. ΣΥΝ. αναιρετικός ΑΝΤ. επικυρωτικός, κυρωτικός (1) 2. που οφείλεται σε ακύρωση: ~ά: τέλη (κράτησης).|| (ως ουσ.) Τα εισιτήρια ακυρώνονται χωρίς ~ά (ενν. τέλη). ● επίρρ.: ακυρωτικά & (σπάν.-λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: Ακυρωτικό Δικαστήριο: ΝΟΜ. ανώτατο δικαστήριο που ακυρώνει δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες προσβάλλονται με ένδικα μέσα· ο Άρειος Πάγος δικάζει τις αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων και ορισμένων βουλευμάτων και το Συμβούλιο Επικρατείας κατά των αποφάσεων των Διοικητικών Εφετείων: Προσέφυγαν σε ~ ~. [< γαλλ. Cour de cassation] , ακυρωτικό μηχάνημα: ειδικό μηχάνημα στα ΜΜΜ που σφραγίζει το εισιτήριο και καταργεί τη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησής του: Επικυρώστε το εισιτήριο στο ~ ~. [< γαλλ. abrogatif]
  • ακυτταρικός , ή, ό [ἀκυτταρικός] α-κυτ-τα-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ. που δεν δομείται από κύτταρα ή που περιέχει μέρος μόνο του κυττάρου: ~ός: μικροοργανισμός. ~ή: δομή/κυψελίδα. ~ό: αντιγόνο/εμβόλιο (κοκίτη)/υλικό. Οι ιοί θεωρούνται ~ές μορφές ζωής. [< γαλλ. acellulaire, 1910]
  • ακώλυτος , η, ο [ἀκώλυτος] α-κώ-λυ-τος επίθ. (λόγ.): (για κάτι) που δεν κωλύεται, δεν παρεμποδίζεται ή δεν απαγορεύεται: ~ος: διάλογος. ~η: διέλευση/κυκλοφορία/λειτουργία/πορεία/πρόσβαση/συνέχιση του αγώνα (= απρόσκοπτη)/χρήση. ~ο: αγαθό/(ΝΟΜ.) δικαίωμα/όφελος. ~η (= ελεύθερη) διεξαγωγή των αγώνων.|| (ως ουσ.) Διασφαλίστηκε το ~ο και το ασφαλές του (αν)εφοδιασμού. Πβ. αδιακώλυτος, ανεμπόδιστος. ● επίρρ.: ακώλυτα & (λόγ.) ακωλύτως [< μτγν. ἀκώλυτος]
  • άκων , ουσα, ον [ἄκων] ά-κων επίθ. {εύχρ. το αρσ.} (αρχαιοπρ., με επιρρ. χρ.): που κάνει ή παθαίνει κάτι αθέλητα, αναγκαστικά: Προσήλθε ~ στις διαπραγματεύσεις. Κάνω κάτι ~. Πβ. ακούσιος. ΑΝΤ. εκών ● ΦΡ.: εκών άκων: που συμβαίνει παρά τη θέληση κάποιου, με το ζόρι: Εκόντες άκοντες (= θέλοντας και μη) αναγκάστηκαν να ενδώσουν. [< αρχ. ἄκων]
  • αλ ντέντε βλ. αλ
  • αλ ντέντε [ἀλ ντέντε] αλ ντέ-ντε επίθ. {άκλ.} & αλντέντε: ΜΑΓΕΙΡ. (κυρ. για ζυμαρικά) που δεν είναι πολύ βρασμένα και παραμένουν σκληρά: πάστα/ριζότο ~. Βράζετε πένες/ταλιατέλες, μέχρι να γίνουν ~ (: να μη λασπώσουν).|| (ως επίρρ.) Βράζουμε τα μακαρόνια ~. [< ιταλ. al dente, γαλλ. ~, 1952]
  • αλά βλ. α λα
  • αλά γαλλικά βλ. α λα
  • αλά γκρέκα βλ. α λα
  • αλά καρτ βλ. α λα
  • αλά μπρατσέτα βλ. α λα
  • αλά πολίτα βλ. α λα
  • αλά τούρκα βλ. α λα
  • άλα! [ἄλα] ά-λα επιφών. (οικ.-λαϊκό) 1. (+ προσ. αντων., συνήθ. της) για δήλωση ενθουσιασμού, επιδοκιμασίας ή ειρωνείας: ~ της γλέντια! ~ της κουράγιο! ~ της χορό ο παππούς! Πβ. άτσα. 2. για ενθάρρυνση, παρότρυνση: ~ πασά μου! [< βεν. ala]
  • αλαβάστρινος , η, ο [ἀλαβάστρινος] α-λα-βά-στρι-νος επίθ. 1. που είναι κατασκευασμένος από αλάβαστρο: ~ο: άγαλμα/αγγείο. 2. (μτφ.-λογοτ.) που είναι λείος και λαμπερός ή λευκός: ~η: επιδερμίδα/ομορφιά. ~ο: πρόσωπο. ~οι: σταλαγμίτες. [< 1: μτγν. ἀλαβάστρινος]
  • αλάβαστρο [ἀλάβαστρο] α-λά-βα-στρο ουσ. (ουδ.) {αλαβάστρ-ου} & αλάβαστρος (ο) 1. ΟΡΥΚΤ. ορυκτός λίθος, ποικιλία του γύψου ή του ασβεστίτη, ημιδιαφανής, λευκός ή με μεγάλη ποικιλία χρωματισμών· συνεκδ. αντικείμενο από αλάβαστρο: είδη/τασάκι από ~.|| ~α και χρυσαφικά. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο χωρίς λαβές και βάση, μακρόστενου, κυλινδρικού σχήματος, με στενό λαιμό και πλατύ χείλος, για αρώματα και αρωματικά έλαια: γυάλινο/πήλινο ~. [< μτγν. ἀλάβαστρον, γαλλ. albâtre, αγγλ. alabaster]
  • αλάβωτος , η, ο [ἀλάβωτος] α-λά-βω-τος επίθ. (συνήθ. λογοτ.) 1. που δεν τραυματίστηκε: Από την επίθεση δεν έμεινε ούτε ένας ~. Πβ. άτρωτος. ΑΝΤ. πληγωμένος 2. (μτφ.) που δεν δέχθηκε πλήγμα: ~η: περηφάνια/ψυχή. Το νησί βγήκε ~ο από τον σεισμό, με ελάχιστες υλικές ζημιές. Πβ. αλώβητος.
  • αλάδωτος , η, ο [ἀλάδωτος] α-λά-δω-τος επίθ. 1. (για φαγητό) που δεν περιέχει λάδι: ~η: σαλάτα. ~α: όσπρια/χόρτα.|| (κατ' επέκτ.) ~η: μέρα/νηστεία (: κατά τη διάρκεια της οποίας δεν τρώνε λάδι). ΑΝΤ. λαδερός 2. που δεν αλείφτηκε, δεν λιπάνθηκε, δεν λερώθηκε με λάδι: ~η: αλυσίδα/κλειδαριά/μηχανή/πόρτα.|| ~η: πίτα. ~ο: ταψί. Πιάστο εσύ που τα χέρια σου είναι ~α. ΑΝΤ. λαδωμένος. 3. (λαϊκό-συνήθ. μειωτ. για αλλόθρησκους) αβάφτιστος. 4. (μτφ.-προφ.) που δεν έχει δωροδοκηθεί. Πβ. αδιάφθορος.
  • αλαζόνας [ἀλαζόνας] α-λα-ζό-νας επίθ./ουσ.: αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, υποτιμώντας τους άλλους: (εμφατ.) ~ και υπερόπτης. Κυνικοί και ~ες. Πβ. επηρ-, καβαλη-, ξιπασ-, φαντασ-μένος, σνομπ, υψηλόφρων, ψηλομύτης. ΑΝΤ. μετριόφρων, ταπεινός (1), ταπεινόφρων [< αρχ. ἀλαζών, μεσν. αλαζόνας]
  • αλαζονεία [ἀλαζονεία] α-λα-ζο-νεί-α ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αλαζόνα, υπεροψία: απίστευτη/εθνική/καθεστωτική ~. Η ~ της γνώσης/της εξουσίας/των ισχυρών/του νικητή/των πολιτικών. Βλέμμα γεμάτο ~. Χωρίς εγωισμούς κι ~ες. Η επιτυχία τρέφει την ~ του. Πβ. έπαρση, μεγαλαυχία, ξιπασιά, οίηση, (ψωρο)περηφάνια. ΑΝΤ. μετριοφροσύνη, σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη [< αρχ. ἀλαζονεία]

α

α {ά κλ.} 1. (πρόφ. άλφα) το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει το φωνήεν [a]: ~ κεφαλαίο (Α). ~ μικρό (α). 2. (σε αρίθμηση, πρόφ. άλφα) πρώτος σε μια σειρά (χρονική, ιεραρχική, αξιολογική): (για αυτοκράτορα ή βασιλιά) Αλέξανδρος/Φίλιππος (ο) Α΄. Βιβλίο/εδάφιο/ενότητα/κεφάλαιο/παράγραφος α΄ (ή Α΄). Συγγενής ~ βαθμού. Ξενοδοχείο ~ κατηγορίας. Λάδι ~ ποιότητας. Μάρμαρα ~ διαλογής. Βιταμίνη ~. Καροτίνη ~/~-καροτίνη. Η ραψωδία Α (κεφαλαίο Α) της Ιλιάδας και α (μικρό α) της Οδύσσειας. 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Α ή ,α) χίλιοι, χίλια. 4. ΦΥΣ. Α: το σύμβολο του αμπέρ. 5. (Α΄, πρόφ. άλφα) ο βαθμός "Άριστα" στη Γ' και Δ' τάξη του Δημοτικού Σχολείου: ~ με τόνο. ● ΦΡ.: Α3: ΤΥΠΟΓΡ. μέγεθος φύλλου χαρτιού με διαστάσεις 29,7 × 42 εκατοστά: Φωτοτυπίες σε μέγεθος ~., Α4: ΤΥΠΟΓΡ. χαρτί διαστάσεων 21 × 29,7 εκατοστών:, α-α (άλφα-άλφα) (προφ.) 1. άριστης ποιότητας, ανώτατης αξίας, πρώτης τάξεως ή κλάσεως: Πεπόνια ~ ~ (= εκλεκτά). 2. (στη στρατιωτική αργκό) αδικαιολόγητα απών: Βγήκα ~ ~. [< αρχ. ἄλφα, εβραϊκό aleph]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.