ακυρωτικός , ή, ό [ἀκυρωτικός] α-κυ-ρω-τι-κός επίθ. 1. που ακυρώνει, που μπορεί να κρίνει ή να καταστήσει κάτι άκυρο: ~ός: δικαστής/νόμος/όρος. ~ή: αίτηση/απόφαση/αρμοδιότητα/δίκη/πράξη/συμφωνία. ~ό: αίτημα/δεδικασμένο/στοιχείο/τιμολόγιο. ΣΥΝ. αναιρετικός ΑΝΤ. επικυρωτικός, κυρωτικός (1) 2. που οφείλεται σε ακύρωση: ~ά: τέλη (κράτησης).|| (ως ουσ.) Τα εισιτήρια ακυρώνονται χωρίς ~ά (ενν. τέλη). ● επίρρ.: ακυρωτικά & (σπάν.-λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: Ακυρωτικό Δικαστήριο: ΝΟΜ. ανώτατο δικαστήριο που ακυρώνει δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες προσβάλλονται με ένδικα μέσα· ο Άρειος Πάγος δικάζει τις αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων και ορισμένων βουλευμάτων και το Συμβούλιο Επικρατείας κατά των αποφάσεων των Διοικητικών Εφετείων: Προσέφυγαν σε ~ ~. [< γαλλ. Cour de cassation] , ακυρωτικό μηχάνημα: ειδικό μηχάνημα στα ΜΜΜ που σφραγίζει το εισιτήριο και καταργεί τη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησής του: Επικυρώστε το εισιτήριο στο ~ ~. [< γαλλ. abrogatif]
ακυτταρικός , ή, ό [ἀκυτταρικός] α-κυτ-τα-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ. που δεν δομείται από κύτταρα ή που περιέχει μέρος μόνο του κυττάρου: ~ός: μικροοργανισμός. ~ή: δομή/κυψελίδα. ~ό: αντιγόνο/εμβόλιο (κοκίτη)/υλικό. Οι ιοί θεωρούνται ~ές μορφές ζωής. [< γαλλ. acellulaire, 1910]
ακώλυτος , η, ο [ἀκώλυτος] α-κώ-λυ-τος επίθ. (λόγ.): (για κάτι) που δεν κωλύεται, δεν παρεμποδίζεται ή δεν απαγορεύεται: ~ος: διάλογος. ~η: διέλευση/κυκλοφορία/λειτουργία/πορεία/πρόσβαση/συνέχιση του αγώνα (= απρόσκοπτη)/χρήση. ~ο: αγαθό/(ΝΟΜ.) δικαίωμα/όφελος. ~η (= ελεύθερη) διεξαγωγή των αγώνων.|| (ως ουσ.) Διασφαλίστηκε το ~ο και το ασφαλές του (αν)εφοδιασμού. Πβ. αδιακώλυτος, ανεμπόδιστος. ● επίρρ.: ακώλυτα & (λόγ.) ακωλύτως [< μτγν. ἀκώλυτος]
άκων , ουσα, ον [ἄκων] ά-κων επίθ. {εύχρ. το αρσ.} (αρχαιοπρ., με επιρρ. χρ.): που κάνει ή παθαίνει κάτι αθέλητα, αναγκαστικά: Προσήλθε ~ στις διαπραγματεύσεις. Κάνω κάτι ~. Πβ. ακούσιος. ΑΝΤ. εκών ● ΦΡ.: εκών άκων: που συμβαίνει παρά τη θέληση κάποιου, με το ζόρι: Εκόντες άκοντες (= θέλοντας και μη) αναγκάστηκαν να ενδώσουν. [< αρχ. ἄκων]
αλ ντέντε βλ. αλ
αλ ντέντε [ἀλ ντέντε] αλ ντέ-ντε επίθ. {άκλ.} & αλντέντε: ΜΑΓΕΙΡ. (κυρ. για ζυμαρικά) που δεν είναι πολύ βρασμένα και παραμένουν σκληρά: πάστα/ριζότο ~. Βράζετε πένες/ταλιατέλες, μέχρι να γίνουν ~ (: να μη λασπώσουν).|| (ως επίρρ.) Βράζουμε τα μακαρόνια ~. [< ιταλ. al dente, γαλλ. ~, 1952]
άλα! [ἄλα] ά-λα επιφών. (οικ.-λαϊκό) 1. (+ προσ. αντων., συνήθ. της) για δήλωση ενθουσιασμού, επιδοκιμασίας ή ειρωνείας: ~ της γλέντια! ~ της κουράγιο! ~ της χορό ο παππούς! Πβ. άτσα.2. για ενθάρρυνση, παρότρυνση: ~ πασά μου! [< βεν. ala]
αλαβάστρινος , η, ο [ἀλαβάστρινος] α-λα-βά-στρι-νος επίθ. 1. που είναι κατασκευασμένος από αλάβαστρο: ~ο: άγαλμα/αγγείο.2. (μτφ.-λογοτ.) που είναι λείος και λαμπερός ή λευκός: ~η: επιδερμίδα/ομορφιά. ~ο: πρόσωπο. ~οι: σταλαγμίτες. [< 1: μτγν. ἀλαβάστρινος]
αλάβαστρο [ἀλάβαστρο] α-λά-βα-στρο ουσ. (ουδ.) {αλαβάστρ-ου} & αλάβαστρος (ο) 1. ΟΡΥΚΤ. ορυκτός λίθος, ποικιλία του γύψου ή του ασβεστίτη, ημιδιαφανής, λευκός ή με μεγάλη ποικιλία χρωματισμών· συνεκδ. αντικείμενο από αλάβαστρο: είδη/τασάκι από ~.|| ~α και χρυσαφικά.2. ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο χωρίς λαβές και βάση, μακρόστενου, κυλινδρικού σχήματος, με στενό λαιμό και πλατύ χείλος, για αρώματα και αρωματικά έλαια: γυάλινο/πήλινο ~. [< μτγν. ἀλάβαστρον, γαλλ. albâtre, αγγλ. alabaster]
αλάβωτος , η, ο [ἀλάβωτος] α-λά-βω-τος επίθ. (συνήθ. λογοτ.) 1. που δεν τραυματίστηκε: Από την επίθεση δεν έμεινε ούτε ένας ~. Πβ. άτρωτος. ΑΝΤ. πληγωμένος 2. (μτφ.) που δεν δέχθηκε πλήγμα: ~η: περηφάνια/ψυχή. Το νησί βγήκε ~ο από τον σεισμό, με ελάχιστες υλικές ζημιές. Πβ. αλώβητος.
αλάδωτος , η, ο [ἀλάδωτος] α-λά-δω-τος επίθ. 1. (για φαγητό) που δεν περιέχει λάδι: ~η: σαλάτα. ~α: όσπρια/χόρτα.|| (κατ' επέκτ.) ~η: μέρα/νηστεία (: κατά τη διάρκεια της οποίας δεν τρώνε λάδι). ΑΝΤ. λαδερός 2. που δεν αλείφτηκε, δεν λιπάνθηκε, δεν λερώθηκε με λάδι: ~η: αλυσίδα/κλειδαριά/μηχανή/πόρτα.|| ~η: πίτα. ~ο: ταψί. Πιάστο εσύ που τα χέρια σου είναι ~α. ΑΝΤ. λαδωμένος.3. (λαϊκό-συνήθ. μειωτ. για αλλόθρησκους) αβάφτιστος. 4. (μτφ.-προφ.) που δεν έχει δωροδοκηθεί. Πβ. αδιάφθορος.
αλαζόνας [ἀλαζόνας] α-λα-ζό-νας επίθ./ουσ.: αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, υποτιμώντας τους άλλους: (εμφατ.) ~ και υπερόπτης. Κυνικοί και ~ες. Πβ. επηρ-, καβαλη-, ξιπασ-, φαντασ-μένος, σνομπ, υψηλόφρων, ψηλομύτης. ΑΝΤ. μετριόφρων, ταπεινός (1), ταπεινόφρων [< αρχ. ἀλαζών, μεσν. αλαζόνας]
αλαζονεία [ἀλαζονεία] α-λα-ζο-νεί-α ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αλαζόνα, υπεροψία: απίστευτη/εθνική/καθεστωτική ~. Η ~ της γνώσης/της εξουσίας/των ισχυρών/του νικητή/των πολιτικών. Βλέμμα γεμάτο ~. Χωρίς εγωισμούς κι ~ες. Η επιτυχία τρέφει την ~ του. Πβ. έπαρση, μεγαλαυχία, ξιπασιά, οίηση, (ψωρο)περηφάνια. ΑΝΤ. μετριοφροσύνη, σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη [< αρχ. ἀλαζονεία]
α
α {ά κλ.} 1. (πρόφ. άλφα) το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει το φωνήεν [a]: ~ κεφαλαίο (Α). ~ μικρό (α).2. (σε αρίθμηση, πρόφ. άλφα) πρώτος σε μια σειρά (χρονική, ιεραρχική, αξιολογική): (για αυτοκράτορα ή βασιλιά) Αλέξανδρος/Φίλιππος (ο) Α΄. Βιβλίο/εδάφιο/ενότητα/κεφάλαιο/παράγραφος α΄ (ή Α΄). Συγγενής ~ βαθμού. Ξενοδοχείο ~ κατηγορίας. Λάδι ~ ποιότητας. Μάρμαρα ~ διαλογής. Βιταμίνη ~. Καροτίνη ~/~-καροτίνη. Η ραψωδία Α (κεφαλαίο Α) της Ιλιάδας και α (μικρό α) της Οδύσσειας.3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Α ή ,α) χίλιοι, χίλια. 4. ΦΥΣ. Α: το σύμβολο του αμπέρ. 5. (Α΄, πρόφ. άλφα) ο βαθμός "Άριστα" στη Γ' και Δ' τάξη του Δημοτικού Σχολείου: ~ με τόνο. ● ΦΡ.: Α3: ΤΥΠΟΓΡ. μέγεθος φύλλου χαρτιού με διαστάσεις 29,7 × 42 εκατοστά: Φωτοτυπίες σε μέγεθος ~., Α4: ΤΥΠΟΓΡ. χαρτί διαστάσεων 21 × 29,7 εκατοστών:, α-α (άλφα-άλφα) (προφ.) 1. άριστης ποιότητας, ανώτατης αξίας, πρώτης τάξεως ή κλάσεως: Πεπόνια ~ ~ (= εκλεκτά).2. (στη στρατιωτική αργκό) αδικαιολόγητα απών: Βγήκα ~ ~. [< αρχ. ἄλφα, εβραϊκό aleph]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.