Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2880-2900]


  • ακτοπλόος [ἀκτοπλόος] α-κτο-πλό-ος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λόγ.): πρόσωπο που έχει την εκμετάλλευση ενός ή περισσοτέρων πλοίων ακτοπλοΐας: ~ εφοπλιστής. [< γαλλ. caboteur]
  • ακτοφύλακας [ἀκτοφύλακας] α-κτο-φύ-λα-κας ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που υπηρετεί στην Ακτοφυλακή. Πβ. λιμενικός. Βλ. -φύλακας.
  • ακτοφυλακή [ἀκτοφυλακή] α-κτο-φυ-λα-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): υπηρεσία αρμόδια για την επίβλεψη και φύλαξη των ακτών μιας χώρας (υπεύθυνη για τη δίωξη του λαθρεμπορίου, των λαθρομεταναστών, την καταπολέμηση της ρύπανσης, τη διάσωση ναυαγών): ευρωπαϊκή ~. Βλ. -φυλακή. ● ΣΥΜΠΛ.: Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή βλ. λιμενικός [< γαλλ. garde-côtière/-côte, γερμ. Küstenwacht]
  • ακτοφυλακίδα [ἀκτοφυλακίδα] α-κτο-φυ-λα-κί-δα ουσ. (θηλ.): ΣΤΡΑΤ. σκάφος που χρησιμοποιείται από την Ακτοφυλακή. Πβ. ακταιωρός.
  • ακτύπητος , η, ο βλ. αχτύπητος
  • ακυβερνησία [ἀκυβερνησία] α-κυ-βερ-νη-σί-α ουσ. (θηλ.): απουσία διακυβέρνησης· κυβερνητική αστάθεια ή ανικανότητα: ~ του κράτους. Χάος και ~. Κατάσταση πλήρους ~ας (πβ. αναρχία). Παράταση της αβεβαιότητας και της ~ας (πβ. κακοδιοίκηση). Η χώρα διανύει περίοδο/έχει περιέλθει σε καθεστώς ~ας.|| ~ σκάφους (: χωρίς κυβερνήτη ή σύστημα πλοήγησης). [< μτγν. ἀκυβερνησία]
  • ακυβέρνητος , η, ο [ἀκυβέρνητος] α-κυ-βέρ-νη-τος επίθ. 1. (για σκάφος, όχημα) που δεν έχει κυβερνήτη ή δεν ελέγχεται από οδηγό ή σύστημα πλοήγησης: ~η: θαλαμηγός/νταλίκα. Το καράβι έμεινε/πλέει ~ο μεσοπέλαγα. (σπανιότ.) Είμαστε δύο ώρες ~οι (: σε ~ο πλοίο). 2. που δεν έχει κυβέρνηση ή διοίκηση· που κακοδιοικείται: ~ος: δήμος/τόπος. ~η: πόλη/πολιτεία (ΑΝΤ. ευνομούμενη)/χώρα (= άναρχη). ~ο: κράτος. Ο οργανισμός έχει μείνει ~ (= χωρίς διοίκηση, αδιοίκητος).|| Πνευματικά ~η (= ακαθοδήγητη) κοινωνία. 3. (μτφ.) που είναι αδύνατον ή δεν είναι εύκολο να κυβερνηθεί, να εξουσιαστεί ή να ελεγχθεί: ~ος: λαός. ~ο: πάθος (= ανεξέλεγκτο). ~α: συναισθήματα (ΑΝΤ. ελεγχόμενα). [< μτγν. ἀκυβέρνητος, γαλλ. ingouvernable]
  • άκυκλος , η, ο [ἂκυκλος] ά-κυ-κλος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αλειφατική/άκυκλη ένωση βλ. αλειφατικός [< αγγλ. acyclic, γαλλ. acyclique, περ. 1920]
  • ακυκλοφόρητος , η, ο [ἀκυκλοφόρητος] α-κυ-κλο-φό-ρη-τος επίθ.: για κάτι που δεν έχει διατεθεί στο εμπόριο, στην αγορά ή δεν έχει διαδοθεί: ~η: σειρά (προϊόντων)/συλλογή ποιημάτων (= ανέκδοτη)/ταινία. ~ο: άλμπουμ/βιβλίο (= αδημοσίευτο, ΑΝΤ. δημοσιευμένο)/έργο/υλικό. ~ες: ηχογραφήσεις. ~α: (χαρτο)νομίσματα/τραγούδια.|| ~η: είδηση.
  • ακύμαντος , η, ο [ἀκύμαντος] α-κύ-μα-ντος επίθ. (λόγ.) 1. που δεν έχει κυματισμούς, δεν αναταράσσεται από κύματα: ~ος: κόλπος/όρμος. ~η: επιφάνεια (του νερού)/θάλασσα (= γαλήνια, ήρεμη)/λίμνη. ~ο: πέλαγος. ~α: νερά. ΑΝΤ. κυματώδης (1), τρικυμισμένος (1) 2. (μτφ.-λογοτ.) που δεν έχει διακυμάνσεις ή περιπέτειες: ~ος: βίος (ΑΝΤ. πολυκύμαντος). ~η: ζωή (= ήσυχη, ΑΝΤ. ταραγμένη, ταραχώδης)/καθημερινότητα/πορεία (= σταθερή). [< 1: αρχ. ἀκύμαντος 2: μτγν. ~]
  • άκυρο [ἄκυρο] ά-κυ-ρο επιφών. 1. ΣΤΡΑΤ. στρατιωτικό παράγγελμα που ακυρώνει άλλο προηγούμενο: Λόχος! ~! 2. (κατ' επέκτ.) για υπόσχεση ή συμφωνία που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί: Άσε το ραντεβού, ~! [< αρχ. ἄκυρος]
  • ακυρολεξία [ἀκυρολεξία] α-κυ-ρο-λε-ξί-α ουσ. (θηλ.) & (καταχρ.) ακυριολεξία: σημασιολογικά λανθασμένη ή ανακριβής χρήση λέξεων ή φράσεων: μεταφραστικές ~ες. Ασυνταξίες/σολοικισμοί, ~ες και ασάφειες. Η ~ της φράσης "ενέκυψε θύελλα" (ορθό: ενέσκηψε). [< μεσν. ακυρολεξία]
  • άκυρος , η, ο [ἄκυρος] ά-κυ-ρος επίθ. 1. που δεν ισχύει, ειδικότ. που δεν έχει νομική ισχύ: ~ος: αγώνας/γάμος/διαγωνισμός/κωδικός/νόμος/πλειστηριασμός. ~η: απόλυση/απόφαση/διαθήκη/δικαιοπραξία/εκλογή/σύμβαση/συμφωνία. ~ο: έγγραφο/συμβόλαιο/ψηφοδέλτιο (: που δεν γίνεται αποδεκτό κατά την καταμέτρηση). Καταχρηστικός και ~ όρος.|| (ΑΘΛ.) ~η: βολή/εκκίνηση. ~ο: άλμα/αποτέλεσμα. ΑΝΤ. έγκυρος (1) 2. (αργκό-αρνητ. συνυποδ.) άσχετος, αταίριαστος: Τι λέει ο ~; Είσαι τελείως ~η. ~ο το ντύσιμό της.|| Τους πετύχαμε σε ~η φάση. ● Ουσ.: άκυρα (τα): το σύνολο των άκυρων ψηφοδελτίων σε εκλογές. ● ΦΡ.: θεωρώ/καθιστώ/κηρύσσω κάτι άκυρο: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ακυρώνω: Το δικαστήριο κηρύσσει ~η την πτώχευση της εταιρείας. Η αίτηση θεωρήθηκε αυτοδικαίως ~η. Η μη τήρηση της νομοθεσίας καθιστά ~α τα τιμολόγια. [< αρχ. ἄκυρος 1: αγγλ. invalid]
  • ακυρότητα [ἀκυρότητα] α-κυ-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. η ιδιότητα του άκυρου, έλλειψη νομικής ισχύος και κύρους: απόλυτη/δικονομική ~. ~ διαδικασίας/διαταγής πληρωμής/δικαιοπραξίας/εγγραφής/κατηγορητηρίου/πλειστηριασμού/πράξεων μεταβίβασης ακινήτων. Ένσταση/ποινή ~ας. Αίρεται η ~. Αυτοδίκαιη ~ των τίτλων. Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ~. ~ ενός όρου επιφέρει ~ στο σύνολο του συμβολαίου. Βλ. ακύρωση, -ότητα. ΑΝΤ. εγκυρότητα (1), ισχύς (2), κύρος (2) [< μτγν. ἀκυρότης, γαλλ. annulation]
  • ακυρώνω [ἀκυρώνω] α-κυ-ρώ-νω ρ. {ακύρω-σα, -σει, -θηκε, -θεί, ακυρών-οντας, ακυρω-μένος} 1. καθιστώ κάτι άκυρο, αίρω την ισχύ του, καταργώ: ~ κράτηση εισιτηρίου/συμφωνία. Το τιμολόγιο πρέπει να ~θεί. Η εταιρεία ~σε (= έλυσε) το συμβόλαιο. Το δικαστήριο ~σε τον διορισμό της/τις νέες προσλήψεις/την υπουργική απόφαση. Το Συμβούλιο της Επικρατείας θα ~σει τον διαγωνισμό. Ο διαιτητής ~σε το γκολ. Η επιτροπή ~σε την πρώτη ιστιοδρομία. Οι εκλογές/οι εξετάσεις ~θηκαν. ~μένο: διαβατήριο. Πβ. αναιρώ, ανακαλώ. ΑΝΤ. επικυρώνω.|| ~ εισιτήριο (= επικυρώνω· σφραγίζω εισιτήριο των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς σε ακυρωτικό μηχάνημα).|| (μτφ.) Με τις πράξεις του ~ει τους ισχυρισμούς του (= αυτοαναιρείται). ΑΝΤ. κυρώνω 2. ματαιώνω κάτι που είχε προσχεδιαστεί: ~ το ραντεβού/τη συνάντησή μας. ~εται η εκδήλωση/παράσταση/συνέντευξη. Η παραγγελία/η περιοδεία/η συναυλία/το ταξίδι ~θηκε. Τα σχέδιά μας ~θηκαν. ~θηκαν όλες οι πτήσεις για ... [< μτγν. ἀκυρῶ, γαλλ. annuler, invalider]
  • ακύρωση [ἀκύρωση] α-κύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων} 1. κατάργηση, άρση της ισχύος: άμεση/δικαστική/έγγραφη/έμμεση/μερική/ολική ~. ~ άδειας/ανάθεσης/απόφασης/γάμου (βλ. διαζύγιο)/γραπτού/δημοπράτησης/διαβατηρίου/διαγωνισμού/διαθήκης/δικαιοπραξίας/διορισμού/εγγραφής/εκλογής/εντολής/νόμου/ομολογιών/παραγγελίας/πιστωτικής κάρτας/πράξης/προστίμου/σύμβασης/συμβολαίου/συμφωνίας/τροπολογίας. Δικαίωμα/λόγος/όροι/τέλη ~ης. Πβ. αναίρεση, ανάκληση, κατάργηση, λύση. Βλ. αυτο~.|| ~ εισιτηρίου (= επικύρωση).|| ~ αθλητή/ομάδας (: άρση της δυνατότητας συμμετοχής ή πρόκρισης σε αγώνισμα ή αγώνα). 2. ματαίωση: (έγκαιρη) ~ επίσημης επίσκεψης/παραστάσεων/πτήσης/ταξιδιού. ~ώσεις (προγραμματισμένων) δρομολογίων. Μαζικές ~ώσεις (κρατήσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αίτηση ακύρωσης/ακυρώσεως: ΝΟΜ. ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και προσβάλλει διοικητικές πράξεις: ~ ~ άδειας/απόφασης/διορισμού/προκήρυξης. ~ ~ κατά της απόφασης των υπουργών .../του Προεδρικού Διατάγματος. Απορρίφθηκε η/εκδικάστηκε η/υποβλήθηκε ~ ~. Έγινε δεκτή η ~ ~. Παραιτήθηκε από την ~ ~. [< μτγν. ἀκύρωσις, γαλλ. annulation, invalidation 2: αγγλ. cancellation]
  • ακυρωσία βλ. ακυρωσιμότητα
  • ακυρώσιμος , η, ο [ἀκυρώσιμος] α-κυ-ρώ-σι-μος επίθ.: ΝΟΜ. που μπορεί να ακυρωθεί, να ανακληθεί, γιατί δεν έχει νομική ισχύ ή κύρος: ~ος: γάμος/νόμος. ~η: ανάθεση/απόφαση (= αναιρέσιμη· ΑΝΤ. αμετά-, ανέκ-κλητη, τελεσίδικη)/διαθήκη/διάταξη/δικαιοπραξία/μίσθωση/παραγγελία/ρήτρα/σύμβαση/συμμετοχή. ~ο: συμβόλαιο.|| (ως ουσ., λόγ.) Το ~ο της πράξης. [< μτγν. ἀκυρώσιμος, γαλλ. annulable]
  • ακυρωσιμότητα [ἀκυρωσιμότητα] α-κυ-ρω-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & ακυρωσία: ΝΟΜ. δυνατότητα ακύρωσης δικαιοπραξίας νομικά έγκυρης, επειδή ενυπάρχει σε αυτή ελάττωμα: ~ γάμου/όρου/πράξεων/σύμβασης. ~ λόγω απειλής/πλάνης. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. annulabilité]
  • ακυρωτέος , α, ο [ἀκυρωτέος] α-κυ-ρω-τέ-ος επίθ.: ΝΟΜ. που επιβάλλεται να ακυρωθεί, να ανακληθεί: ~ος: διαγωνισμός. ~α: απόφαση/σύμβαση. ~ο: διάταγμα/συμβόλαιο/φύλλο αγώνα. Βλ. -τέος. [< μτγν. ἀκυρωτέος]

ακύρωση

ακύρωση [ἀκύρωση] α-κύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων} 1. κατάργηση, άρση της ισχύος: άμεση/δικαστική/έγγραφη/έμμεση/μερική/ολική ~. ~ άδειας/ανάθεσης/απόφασης/γάμου (βλ. διαζύγιο)/γραπτού/δημοπράτησης/διαβατηρίου/διαγωνισμού/διαθήκης/δικαιοπραξίας/διορισμού/εγγραφής/εκλογής/εντολής/νόμου/ομολογιών/παραγγελίας/πιστωτικής κάρτας/πράξης/προστίμου/σύμβασης/συμβολαίου/συμφωνίας/τροπολογίας. Δικαίωμα/λόγος/όροι/τέλη ~ης. Πβ. αναίρεση, ανάκληση, κατάργηση, λύση. Βλ. αυτο~.|| ~ εισιτηρίου (= επικύρωση).|| ~ αθλητή/ομάδας (: άρση της δυνατότητας συμμετοχής ή πρόκρισης σε αγώνισμα ή αγώνα). 2. ματαίωση: (έγκαιρη) ~ επίσημης επίσκεψης/παραστάσεων/πτήσης/ταξιδιού. ~ώσεις (προγραμματισμένων) δρομολογίων. Μαζικές ~ώσεις (κρατήσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αίτηση ακύρωσης/ακυρώσεως: ΝΟΜ. ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και προσβάλλει διοικητικές πράξεις: ~ ~ άδειας/απόφασης/διορισμού/προκήρυξης. ~ ~ κατά της απόφασης των υπουργών .../του Προεδρικού Διατάγματος. Απορρίφθηκε η/εκδικάστηκε η/υποβλήθηκε ~ ~. Έγινε δεκτή η ~ ~. Παραιτήθηκε από την ~ ~. [< μτγν. ἀκύρωσις, γαλλ. annulation, invalidation 2: αγγλ. cancellation]

ακυρωσιμότητα

ακυρωσιμότητα [ἀκυρωσιμότητα] α-κυ-ρω-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & ακυρωσία: ΝΟΜ. δυνατότητα ακύρωσης δικαιοπραξίας νομικά έγκυρης, επειδή ενυπάρχει σε αυτή ελάττωμα: ~ γάμου/όρου/πράξεων/σύμβασης. ~ λόγω απειλής/πλάνης. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. annulabilité]

αλειφατικός

αλειφατικός, ή, ό [ἀλειφατικός] α-λει-φα-τι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που αναφέρεται σε οργανικές ενώσεις με δομή ανοιχτής αλυσίδας: ~ός: διαλύτης/υδρογονάνθρακας. ~ή: αλκοόλη/αλυσίδα. ~ό: οξύ. ● ΣΥΜΠΛ.: αλειφατική/άκυκλη ένωση: οργανική ένωση της οποίας η δομή περιέχει μια ευθεία αλυσίδα μορίων: κορεσμένη ~ ~. ΑΝΤ. κυκλική ένωση [< γαλλ. aliphatique, 1903, αγγλ. aliphatic]

αχτύπητος

αχτύπητος, η, ο [ἀχτύπητος] α-χτύ-πη-τος επίθ. & (σπάν.) ακτύπητος 1. (μτφ.-προφ.) ασυναγώνιστος, καταπληκτικός: ~ος: συνδυασμός. ~η: ομάδα/τιμή (: πολύ χαμηλή). ~ο: (κινηματογραφικό) δίδυμο. Είναι ~ στον τομέα του. ΣΥΝ. άπαιχτος (1), άπιαστος (3), φοβερός (2) 2. που δεν χτυπήθηκε, δεν ανακατεύτηκε: ~α: αβγά. ΑΝΤ. χτυπημένος. ● επίρρ.: αχτύπητα [< μεσν. ακτύπητος, αγγλ. unbeaten, γαλλ. imbattable]

λιμενικός

λιμενικός, ή, ό λι-με-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το λιμάνι ή το Λιμενικό Σώμα: ~ή: Αστυνομία/ζώνη. ~οί: φόροι. ~ές: εγκαταστάσεις (παραλαβής αποβλήτων πλοίων)/υπηρεσίες (βλ. φορτοεκφόρτωση)/υποδομές. ~ά: τέλη. Εθνική Λ~ή Πολιτική. (Δημοτικό) Λ~ό Ταμείο (: φορέας διαχείρισης λιμένα). Λ~ά Τμήματα και Λ~οί Σταθμοί (: υπηρεσίες που υπάγονται στις ~ές Αρχές). Βλ. αερο~. ● Ουσ.: λιμενικός (ο/η) (κ. με κεφαλ. Λ): μέλος του Λιμενικού Σώματος. Βλ. αστυνομικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λιμενική Αρχή: διοικητική υπηρεσία λιμανιού: Άδεια ναυαγοσώστη που εκδίδεται από την οικεία ~ ~. ~ές Αρχές (: Κεντρικά Λιμεναρχεία, Λιμεναρχεία και Υπολιμεναρχεία)., Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή (ακρ. ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ.) & (προφ.) Λιμενικό: Σώμα Ασφαλείας υπεύθυνο για τη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων και λιμανιών της χώρας, την παροχή βοήθειας και διάσωσης, την πάταξη της παράνομης δράσης στη θάλασσα, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος: Αξιωματικός (βλ. ανθυπασπιστής, (ανθ)υπο-, αντι-, αρχι-πλοίαρχος, αντιναύαρχος, αρχι-, επι-κελευστής, λιμεν-, πλωτ-άρχης, λιμενοφύλακας, σημαιοφόρος)/Αρχηγός/ελικόπτερο/πλωτό περιπολικό του ~ού ~ατος. Βλ. αεροναυαγοσωστικό.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-τέος

-τέος, α, ο (λόγ.): επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ενέργεια που πρέπει να γίνει: αμελη~/αποδοκιμασ~/απορριπ~/πληρω~/προστατευ~. Βλ. -τός.|| (ουσιαστικοπ.) Οι εισακ-τέοι/μετεξετασ~.|| (ΜΑΘ.) Αφαιρε~/διαιρε~/μειω~/προσθε~.

-φύλακας

-φύλακας: το ουσιαστικό φύλακας ως β' συνθετικό: αρχαιο~/δεσμο~. Νυκτο~. Αγρο~/ακτο~/δασο~.|| (ΑΘΛ.) Τερματο~.|| (μτφ.) Νομο~.

-φυλακή

-φυλακή (λόγ.) β' συνθετικό που αναφέρεται σε 1. ειδική υπηρεσία προστασίας: ακτο~/δασο~/συνοριο~.|| (παλαιότ.) Αγρο~/χωρο~. 2. ΣΤΡΑΤ. τμήμα δύναμης με συγκεκριμένη θέση σε πορεία: εμπροσθο~/οπισθο~/πλαγιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.