ακύρωση [ἀκύρωση] α-κύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων} 1. κατάργηση, άρση της ισχύος: άμεση/δικαστική/έγγραφη/έμμεση/μερική/ολική ~. ~ άδειας/ανάθεσης/απόφασης/γάμου (βλ. διαζύγιο)/γραπτού/δημοπράτησης/διαβατηρίου/διαγωνισμού/διαθήκης/δικαιοπραξίας/διορισμού/εγγραφής/εκλογής/εντολής/νόμου/ομολογιών/παραγγελίας/πιστωτικής κάρτας/πράξης/προστίμου/σύμβασης/συμβολαίου/συμφωνίας/τροπολογίας. Δικαίωμα/λόγος/όροι/τέλη ~ης. Πβ. αναίρεση, ανάκληση, κατάργηση, λύση. Βλ. αυτο~.|| ~ εισιτηρίου (= επικύρωση).|| ~ αθλητή/ομάδας (: άρση της δυνατότητας συμμετοχής ή πρόκρισης σε αγώνισμα ή αγώνα). 2. ματαίωση: (έγκαιρη) ~ επίσημης επίσκεψης/παραστάσεων/πτήσης/ταξιδιού. ~ώσεις (προγραμματισμένων) δρομολογίων. Μαζικές ~ώσεις (κρατήσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αίτηση ακύρωσης/ακυρώσεως: ΝΟΜ. ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και προσβάλλει διοικητικές πράξεις: ~ ~ άδειας/απόφασης/διορισμού/προκήρυξης. ~ ~ κατά της απόφασης των υπουργών .../του Προεδρικού Διατάγματος. Απορρίφθηκε η/εκδικάστηκε η/υποβλήθηκε ~ ~. Έγινε δεκτή η ~ ~. Παραιτήθηκε από την ~ ~. [< μτγν. ἀκύρωσις, γαλλ. annulation, invalidation 2: αγγλ. cancellation]
ακυρωσιμότητα [ἀκυρωσιμότητα] α-κυ-ρω-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & ακυρωσία: ΝΟΜ. δυνατότητα ακύρωσης δικαιοπραξίας νομικά έγκυρης, επειδή ενυπάρχει σε αυτή ελάττωμα: ~ γάμου/όρου/πράξεων/σύμβασης. ~ λόγω απειλής/πλάνης. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. annulabilité]
αλειφατικός, ή, ό [ἀλειφατικός] α-λει-φα-τι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που αναφέρεται σε οργανικές ενώσεις με δομή ανοιχτής αλυσίδας: ~ός: διαλύτης/υδρογονάνθρακας. ~ή: αλκοόλη/αλυσίδα. ~ό: οξύ. ● ΣΥΜΠΛ.: αλειφατική/άκυκλη ένωση: οργανική ένωση της οποίας η δομή περιέχει μια ευθεία αλυσίδα μορίων: κορεσμένη ~ ~. ΑΝΤ. κυκλική ένωση [< γαλλ. aliphatique, 1903, αγγλ. aliphatic]
αχτύπητος, η, ο [ἀχτύπητος] α-χτύ-πη-τος επίθ. & (σπάν.) ακτύπητος 1. (μτφ.-προφ.) ασυναγώνιστος, καταπληκτικός: ~ος: συνδυασμός. ~η: ομάδα/τιμή (: πολύ χαμηλή). ~ο: (κινηματογραφικό) δίδυμο. Είναι ~ στον τομέα του. ΣΥΝ. άπαιχτος (1), άπιαστος (3), φοβερός (2) 2. που δεν χτυπήθηκε, δεν ανακατεύτηκε: ~α: αβγά. ΑΝΤ. χτυπημένος. ● επίρρ.: αχτύπητα [< μεσν. ακτύπητος, αγγλ. unbeaten, γαλλ. imbattable]
λιμενικός, ή, ό λι-με-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το λιμάνι ή το Λιμενικό Σώμα: ~ή: Αστυνομία/ζώνη. ~οί: φόροι. ~ές: εγκαταστάσεις (παραλαβής αποβλήτων πλοίων)/υπηρεσίες (βλ. φορτοεκφόρτωση)/υποδομές. ~ά: τέλη. Εθνική Λ~ή Πολιτική. (Δημοτικό) Λ~ό Ταμείο (: φορέας διαχείρισης λιμένα). Λ~ά Τμήματα και Λ~οί Σταθμοί (: υπηρεσίες που υπάγονται στις ~ές Αρχές). Βλ. αερο~. ● Ουσ.: λιμενικός (ο/η) (κ. με κεφαλ. Λ): μέλος του Λιμενικού Σώματος. Βλ. αστυνομικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λιμενική Αρχή: διοικητική υπηρεσία λιμανιού: Άδεια ναυαγοσώστη που εκδίδεται από την οικεία ~ ~. ~ές Αρχές (: Κεντρικά Λιμεναρχεία, Λιμεναρχεία και Υπολιμεναρχεία)., Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή (ακρ. ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ.) & (προφ.) Λιμενικό: Σώμα Ασφαλείας υπεύθυνο για τη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων και λιμανιών της χώρας, την παροχή βοήθειας και διάσωσης, την πάταξη της παράνομης δράσης στη θάλασσα, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος: Αξιωματικός (βλ. ανθυπασπιστής, (ανθ)υπο-, αντι-, αρχι-πλοίαρχος, αντιναύαρχος, αρχι-, επι-κελευστής, λιμεν-, πλωτ-άρχης, λιμενοφύλακας, σημαιοφόρος)/Αρχηγός/ελικόπτερο/πλωτό περιπολικό του ~ού ~ατος. Βλ. αεροναυαγοσωστικό.
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
-τέος, α, ο (λόγ.): επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ενέργεια που πρέπει να γίνει: αμελη~/αποδοκιμασ~/απορριπ~/πληρω~/προστατευ~. Βλ. -τός.|| (ουσιαστικοπ.) Οι εισακ-τέοι/μετεξετασ~.|| (ΜΑΘ.) Αφαιρε~/διαιρε~/μειω~/προσθε~.
-φύλακας: το ουσιαστικό φύλακας ως β' συνθετικό: αρχαιο~/δεσμο~. Νυκτο~. Αγρο~/ακτο~/δασο~.|| (ΑΘΛ.) Τερματο~.|| (μτφ.) Νομο~.
-φυλακή (λόγ.) β' συνθετικό που αναφέρεται σε 1. ειδική υπηρεσία προστασίας: ακτο~/δασο~/συνοριο~.|| (παλαιότ.) Αγρο~/χωρο~. 2. ΣΤΡΑΤ. τμήμα δύναμης με συγκεκριμένη θέση σε πορεία: εμπροσθο~/οπισθο~/πλαγιο~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ