Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2860-2880]


  • ακτινολογία [ἀκτινολογία] α-κτι-νο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τη χρήση και εφαρμογή ακτίνων X και άλλων ακτινοβολιών για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς σκοπούς: επεμβατική/κλασική/ψηφιακή ~. ~-ραδιολογία. Εργαστήριο/τεχνικές/τεχνολόγος ~ας. ~ και απεικονιστική ιατρική. Βλ. ακτινο-διαγνωστική, -θεραπευτική, νευρο~, τηλε~, -λογία. ΣΥΝ. ραδιολογία (1) [< γαλλ. radiologie, 1904, αγγλ. radiology, 1900]
  • ακτινολογικός , ή, ό [ἀκτινολογικός] α-κτι-νο-λο-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ακτινολογία ή/και τον ακτινολόγο: ~ός: έλεγχος/εξοπλισμός. ~ή: απεικόνιση/διάγνωση/εξέταση/τράπεζα. ~ό: εργαστήριο/ιατρείο. ~ές: εξετάσεις. ~ά: ευρήματα. ● Ουσ.: ακτινολογικό (το): το αντίστοιχο τμήμα νοσηλευτικού ιδρύματος. [< γαλλ. radiologique, 1904, αγγλ. radiological, 1909]
  • ακτινολόγος [ἀκτινολόγος] α-κτι-νο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΙΑΤΡ. γιατρός ή τεχνικός ειδικός στην ακτινολογία: τεχνολόγος ~. ~-ραδιολόγος. Πβ. ακτινο-διαγνώστης, -θεραπευτής. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. radiologue, 1932, αγγλ. radiologist, 1906]
  • ακτινομετρία [ἀκτινομετρία] α-κτι-νο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανίχνευση και ιδ. τη μέτρηση της ηλιακής και γήινης ακτινοβολίας. Βλ. ραδιομετρία, -μετρία. [< αγγλ. actinometry]
  • ακτινόμετρο [ἀκτινόμετρο] α-κτι-νό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. όργανο που χρησιμοποιείται στην ακτινομετρία. Βλ. πυρανό-, πυρηλιό-μετρο. [< αγγλ. actinometer, γαλλ. actinomètre]
  • ακτινοπροστασία [ἀκτινοπροστασία] α-κτι-νο-προ-στα-σί-α ουσ. (θηλ.): προστασία ανθρώπων και χώρων από τις βλαβερές συνέπειες της ιονίζουσας ακτινοβολίας: αρχές/κανονισμοί ~ας. Διεθνής Επιτροπή ~ας. [< αγγλ. radioprotection, 1957, γαλλ. ~, 1958]
  • ακτινοσκόπηση [ἀκτινοσκόπηση] α-κτι-νο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) 1. η παρατήρηση της εσωτερικής δομής του ανθρώπινου σώματος ή σπανιότ. αδιαφανούς αντικειμένου με τη βοήθεια ακτίνων Χ πάνω στη φωτεινή οθόνη ειδικού μηχανήματος: (ΙΑΤΡ.) διαγνωστική/εγκεφαλική/ψηφιακή ~. ~ θώρακος. Ακτινογράφηση και ~. Υπερηχογραφήματα και ~ήσεις. Πβ. ακτινογραφία.|| Έλεγχος ασφαλείας χειραποσκευών με ~ (= ραδιοσκόπηση). 2. (μτφ.) αντικειμενική παρατήρηση και εξέταση ή μελέτη: ~ του μεταμοντερνισμού/του προγράμματος. Βλ. -σκόπηση. ΣΥΝ. ακτινογραφία (2) [< 1: γαλλ. radioscopie, αγγλ. radioscopy]
  • ακτινοσκοπικός , ή, ό [ἀκτινοσκοπικός] α-κτι-νο-σκο-πι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ακτινοσκόπηση: ~ός: έλεγχος. ~ή: εικόνα/εξέταση. ~ές: οθόνες/τεχνικές. ● επίρρ.: ακτινοσκοπικά [< γαλλ. radioscopique, αγγλ. radioscopic]
  • ακτινοτεχνολογία [ἀκτινοτεχνολογία] α-κτι-νο-τε-χνο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ.-ΙΑΤΡ. τεχνική εφαρμογή των ιονιζουσών ακτινοβολιών στη διαγνωστική απεικόνιση ή στην εφαρμογή θεραπευτικού σχήματος: απεικονιστική ~. Βλ. ραδιοτεχνολογία. [< αγγλ. radiotechnology]
  • ακτινοφυσική [ἀκτινοφυσική] α-κτι-νο-φυ-σι-κή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ.-ΙΑΤΡ. διεπιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο μελέτης την ακτινοβολία και τις επιπτώσεις της: Θέματα ~ής και ακτινοπροστασίας. Πβ. ιατρική φυσική. [< γαλλ. radiophysique]
  • ακτινοφυσικός , ή, ό [ἀκτινοφυσικός] α-κτι-νο-φυ-σι-κός επίθ.: ΦΥΣ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην ακτινοφυσική: ~ό: εργαστήριο.
  • ακτινοφυσικός [ἀκτινοφυσικός] α-κτι-νο-φυ-σι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας που έχει ειδικευτεί στην ακτινοφυσική: ~οί ιατρικής/νοσοκομείων. Οι ~οί διενεργούν τον έλεγχο των ακτινολογικών εργαστηρίων. [< γαλλ. radiophysicien]
  • ακτινοχειρουργική [ἀκτινοχειρουργική] α-κτι-νο-χει-ρουρ-γι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αναίμακτη χειρουργική μέθοδος κατά την οποία η καταστροφή ιστών επιτυγχάνεται μέσω ιονίζουσας ακτινοβολίας (προερχόμενης από εξωτερική ή εμφυτευμένη πηγή), αντί χρήσης νυστεριού: στερεοτακτική ~. Μονάδα ρομποτικής ~ής. ~ για αφαίρεση νευρινώματος. H ~ αντικαθιστά την ανοιχτή νευροχειρουργική. [< αγγλ. radiosurgery, 1933, γαλλ. radiochirurgie]
  • ακτινωτός , ή, ό [ἀκτινωτός] α-κτι-νω-τός επίθ.: που έχει ακτίνες ή διάταξη σε σχήμα ακτίνων: ~ός: ανεμιστήρας/ρόδακας/τροχός. ~ή: ζάντα/ρόδα (ποδηλάτου). ~ά: ελαστικά.|| ~ός: δακτύλιος/μυς/(ΙΑΤΡ.) στέφανος. ~ή: (ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση/τομή. ~ό: δίκτυο/σχήμα/(ΑΝΑΤ.) σώμα του ματιού. ~ές: πτυχές/σκάλες. ΣΥΝ. ακτινοειδής ● επίρρ.: ακτινωτά [< μτγν. ἀκτινωτός, γαλλ. radial, radié]
  • άκτιστος , η/ος, ο [ἄκτιστος] ά-κτι-στος επίθ. 1. & άχτιστος: που δεν έχει ή δεν μπορεί να κτιστεί: ~η: περιοχή. ~ο: οικόπεδο/σπίτι. ΑΝΤ. κτιστός (1), οικοδομημένος (1) 2. ΘΕΟΛ. (για την Αγία Τριάδα) που δεν έχει δημιουργηθεί, αλλά υπάρχει προαιώνια: Ο ~ (θείος) Λόγος. Πβ. άυλος.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το κτιστό και το ~ο. ● ΣΥΜΠΛ.: άκτιστο(ν) φως: ΘΕΟΛ. το υπέρλαμπρο θείο φως που περιέβαλε τους Ησυχαστές στην προσευχή τους ως μέθεξη του Θεού και των ενεργειών του· το φως που περιέβαλε τον Χριστό στο όρος Θαβώρ· η ίδια η ενέργεια του Θεού: Τον πλημμύρισε το ~ ~. [< 2: μτγν. ἄκτιστος]
  • ακτογραμμή [ἀκτογραμμή] α-κτο-γραμ-μή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): γραμμή, κατά μήκος των ακτών, που καθορίζει τα όρια μεταξύ στεριάς και θάλασσας και συνεκδ. το μήκος της έκτασής της: φυσική ~. Αεροφωτογραφίες/μετατοπίσεις ~ών. Παράκτια ζώνη και ~.|| Η μόλυνση εκτείνεται σε ~ ... χιλιομέτρων. [< αγγλ. coastline]
  • ακτογραφία [ἀκτογραφία] α-κτο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΓΡ. επιστημονικός κλάδος της γεωγραφίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της γεωφυσικής διαμόρφωσης των ακτών και την περιγραφή τους. Βλ. -γραφία.
  • ακτογραφικός , ή, ό [ἀκτογραφικός] α-κτο-γρα-φι-κός επίθ.: ΓΕΩΓΡ. που έχει σχέση με την ακτογραφία: ~ός: όρος. ~ά: στοιχεία (π.χ. χερσόνησοι, κόλποι, ακρωτήρια).
  • ακτοπλοΐα [ἀκτοπλοΐα] α-κτο-πλο-ΐ-α ουσ. (θηλ.) 1. μεταφορά με πλοία επιβατών και εμπορευμάτων στα λιμάνια ενός κράτους: ελληνική ~. Φουντώνει ο ανταγωνισμός στην ~. Βλ. -πλοΐα. 2. ναυσιπλοΐα κοντά στις ακτές. [< γερμ. Küstenfahrt]
  • ακτοπλοϊκός , ή, ό [ἀκτοπλοϊκός] α-κτο-πλο-ϊ-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ακτοπλοΐα ή/και τον ακτοπλόο: ~ός: κόμβος/πράκτορας/στόλος/χάρτης. ~ή: οδηγία/συγκοινωνία/σύνδεση. ~ό: δίκτυο/δρομολόγιο. ~ές: γραμμές/εταιρείες. ~ά: εισιτήρια. ● επίρρ.: ακτοπλοϊκώς [-ῶς] [< γαλλ. côtier]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-πλοΐα

-πλοΐα: επίθημα με αναφορά σε θαλάσσιες κυρ. μεταφορές ή άλλες συγκοινωνίες: ακτο~/ατμο~/ναυσι~.|| Aερο~ (βλ. -πορία). ΠΛΟΪΑ

ραδιομετρία

ραδιομετρία ρα-δι-ο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανίχνευση και ιδ. τη μέτρηση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Βλ. ακτινομετρία, -μετρία. [< αγγλ. radiometry, γαλλ. radiométrie]

ραδιοτεχνολογία

ραδιοτεχνολογία ρα-δι-ο-τε-χνο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. κλάδος που ασχολείται με τις τεχνικές εφαρμογές κάθε μορφής ακτινοβολίας και ειδικότ. των ακτίνων Χ. Βλ. ακτινοτεχνολογία. [< αγγλ. radiotechnology]

-σκόπηση

-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.