Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2840-2860]


  • ακτινο- & ακτιν-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρεται στην ακτινοβολία, κυρ. την ηλεκτρομαγνητική: ακτινο-γραφία/~διαγνωστική/~θεραπεία/~λογία/~σκόπηση/~φυσική. Ακτιν-ενέργεια.
  • ακτινοβιολογία [ἀκτινοβιολογία] α-κτι-νο-βι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΦΥΣ. ραδιοβιολογία.
  • ακτινοβόληση [ἀκτινοβόληση] α-κτι-νο-βό-λη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων}: ΦΥΣ.-ΙΑΤΡ. έκθεση σε ιονίζουσα συνήθ. ακτινοβολία για πειραματικούς, διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς: εξωτερική (= τηλεθεραπεία)/εσωτερική ~. Δόση/επιπτώσεις της ~ης. ~ με ακτίνες γ ή Χ/δέσμη ηλεκτρονίων/λέιζερ/νετρόνια/υπεριώδεις ακτίνες. ~ ιστού/καρκινικών κυττάρων. ~ από ραδόνιο/τεχνητές ή φυσικές πηγές. Σύστημα πολλαπλής ~ης.|| ~ τροφίμων (: για λόγους συντήρησης). [< μεσν. ακτινοβόλησις, αγγλ. irradiation, 1901, γαλλ. ~, 1926]
  • ακτινοβολητής [ἀκτινοβολητής] α-κτι-νο-βο-λη-τής ουσ. (αρσ.): ΦΥΣ.-ΙΑΤΡ. (φυσική ή τεχνητή) πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας ή ηχητικών σημάτων: ισοτροπικός ~. ~ ακτίνων Χ/υπερύθρων. [< γαλλ. radiateur]
  • ακτινοβολία [ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]
  • ακτινοβόλος , ος/α, ο [ἀκτινοβόλος] α-κτι-νο-βό-λος επίθ. (λόγ.) 1. που εκπέμπει φως ή ειδικότ. ακτινοβολία: ~ος: αστέρας (πβ. τηλαυγής)/ήλιος (= λαμπερός, λαμπρός). ~α: οπτασία. ~ο: φάσμα. Πβ. φεγγοβόλος.|| ~ος: ενέργεια/(ΦΥΣ.) θερμότητα (= θερμική ακτινοβολία). Βλ. -βόλος. 2. (μτφ.) που αναδίδει χαρά, ζωντάνια, γοητεία, που ασκεί θετική επιρροή: ~ος/α: μορφή/ομορφιά/προσωπικότητα (= λαμπερή). ~ο: έργο/μέλλον (= ελπιδοφόρο)/μυαλό/πνεύμα (πβ. σπινθηροβόλος)/χαμόγελο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβόλο σημείο: ΑΣΤΡΟΝ. το κέντρο μικρής επιφάνειας στην ουράνια σφαίρα, από όπου, λόγω προοπτικής, φαίνεται να ξεκινούν οι διάττοντες αστέρες. [< αρχ. ἀκτινοβόλος, γαλλ. radiant]
  • ακτινοβολώ [ἀκτινοβολῶ] α-κτι-νο-βο-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ακτινοβολ-είς ..., -ώντας | ακτινοβόλ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος} 1. (μτφ.) αναδίδω κάτι θετικό (συνήθ. για συναίσθημα) ή γοητεύω, εντυπωσιάζω, ασκώ θετική επίδραση: ~ αγάπη/αισιοδοξία/αυτοπεποίθηση/ζεστασιά/ηρεμία. ~ούσαν (= έλαμπαν, φεγγοβολούσαν) από δύναμη/ομορφιά/υγεία/χαρά. Το πρόσωπό της ~ούσε (= άστραφτε). Το έργο/η προσωπικότητά της ~εί στους αιώνες. 2. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε ακτινοβολία ή ακτινοβόληση: Ιστοί/όργανα/τρόφιμα που ~ήθηκαν. Άτομα του άνθρακα ~ήθηκαν με ακτίνες Χ. ~ημένη: περιοχή. ~ημένο: καύσιμο. ~ημένα: προϊόντα/υλικά. Βλ. -βολώ.ακτινοβολεί: εκπέμπει φως ή ακτινοβολία: Τα άστρα/τα κινητά ~ούν. Ηλιακή ενέργεια/θερμότητα ~είται προς τη Γη. Πβ. φωτοβολεί. [< μτγν. ἀκτινοβολῶ, γαλλ.  rayonner 2: αγγλ. irradiate, 1901]
  • ακτινογράφηση [ἀκτινογράφηση] α-κτι-νο-γρά-φη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. η διαδικασία της φωτογραφικής απεικόνισης οργάνων ή μελών σώματος (συνήθ. του ανθρώπινου) με ακτίνες Χ για διαγνωστικούς σκοπούς. Βλ. -γράφηση. 2. (μτφ.) ακτινογραφία. [< 1: γαλλ. radiographie, αγγλ. radiography]
  • ακτινογραφία [ἀκτινογραφία] α-κτι-νο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. το αποτέλεσμα της ακτινογράφησης: απλή/διαγνωστική/ιατρική/κεφαλομετρική/λοξή/πλάγια/ψηφιακή ~. ~ άκρων/της αυχενικής μοίρας/θώρακος και καρδιάς/οδόντων/ποδοκνημικής/στομάχου. Βγάζω/κάνω ~. Βλ. αξονική/μαγνητική τομογραφία, ραδιογραφία. 2. (μτφ.) αντικειμενική περιγραφή και σε βάθος ανάλυση, εξέταση: ~ της κοινωνίας/της παγκόσμιας οικονομίας/των ψηφοφόρων. ΣΥΝ. ακτινοσκόπηση (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πανοραμική ακτινογραφία βλ. πανοραμικός ● ΦΡ.: σαν ακτινογραφία (προφ.): για πρόσωπο πολύ αδύνατο: Πώς έγινες έτσι; Είσαι ~ ~! [< πβ. αρχ. ἀκτινογραφίη 'περιγραφή των ακτίνων του φωτός', γαλλ. radio(photo)graphie, αγγλ. radiography]
  • ακτινογραφικός , ή, ό [ἀκτινογραφικός] α-κτι-νο-γρα-φι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ακτινογραφία: ~ός: έλεγχος. ~ή: διάγνωση/εξέταση/πλάκα. ~ό: εργαστήριο/μηχάνημα/φιλμ. ~ά: ευρήματα. Πβ. απεικονιστικός ΣΥΝ. ραδιογραφικός ● επίρρ.: ακτινογραφικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. radiographique, αγγλ. radiographic]
  • ακτινογραφώ [ἀκτινογραφῶ] α-κτι-νο-γρα-φώ ρ. (μτβ.) {ακτινογραφ-είς ... | ακτινογράφ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος} 1. ΙΑΤΡ. βγάζω ακτινογραφία: Ο ασθενής ~ήθηκε. Βλ. -γραφώ. 2. (μτφ.) περιγράφω αντικειμενικά, αναλύω, εξετάζω σε βάθος: ~ τις ανάγκες/την οικονομία/τα προβλήματα/τις προοπτικές. ~είται η αγορά/η πραγματικότητα. [< γαλλ. radiographier]
  • ακτινοδιάγνωση [ἀκτινοδιάγνωση] α-κτι-νο-δι-ά-γνω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διάγνωση που γίνεται με χρήση ακτινογραφίας ή ακτινοσκόπησης: Τμήμα ~ης με αξονικό τομογράφο. Βλ. ακτινο-θεραπεία, -προστασία. [< αγγλ. radiodiagnosis, 1904]
  • ακτινοδιαγνώστης, ακτινοδιαγνώστρια [ἀκτινοδιαγνώστης] α-κτι-νο-δι-α-γνώ-στης ουσ. (αρσ. + θηλ.) & ακτινοδιαγνωστής: ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικευμένος στην ακτινοδιαγνωστική: ειδικός ~ μαστού. Πβ. ακτινολόγος.
  • ακτινοδιαγνωστική [ἀκτινοδιαγνωστική] α-κτι-νο-δι-α-γνω-στι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κλάδος της ακτινολογίας με αντικείμενο τη διάγνωση μέσω ακτινογραφίας ή/και ακτινοσκόπησης: Σκιαγραφικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην ~. Βλ. ακτινοθεραπευτική. [< γαλλ. radiodiagnostic, 1907]
  • ακτινοδιαγνωστικός , ή, ό [ἀκτινοδιαγνωστικός] α-κτι-νο-δι-α-γνω-στι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην ακτινοδιαγνωστική: ~ός: εξοπλισμός. ~ή: εικόνα/εξέταση. ~ό: κέντρο/τμήμα. ~ές: απεικονίσεις. [< αγγλ. radiodiagnostic, 1907]
  • ακτινοειδής , ής, ές [ἀκτινοειδής] α-κτι-νο-ει-δής επίθ. (επιστ.): ακτινωτός: ~ές: σχήμα. ~ή: ελάσματα. Βλ. -ειδής. ● επίρρ.: ακτινοειδώς [-ῶς] [< μτγν. ἀκτινοειδής]
  • ακτινοθεραπεία [ἀκτινοθεραπεία] α-κτι-νο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. χρήση ιονίζουσας ακτινοβολίας, ακτίνων Χ ή ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς: εξωτερική/εσωτερική (βλ. βραχυθεραπεία) ~. ~ με ηλεκτρόνια/πρωτόνια. Απόκριση όγκου στην ~. Βλ. -θεραπεία. ΣΥΝ. ραδιοθεραπεία [< γαλλ. radiothérapie, 1901, αγγλ. radiotherapy, 1903]
  • ακτινοθεραπευτής, ακτινοθεραπεύτρια [ἀκτινοθεραπευτής] α-κτι-νο-θε-ρα-πευ-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικός στην ακτινοθεραπεία: ογκολόγος ~. ~ές έμπειροι στη βραχυθεραπεία. [< γαλλ. radiothérapeute, 1905, αγγλ. radiotherapist, 1918]
  • ακτινοθεραπευτική [ἀκτινοθεραπευτική] α-κτι-νο-θε-ρα-πευ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κλάδος της ακτινολογίας με αντικείμενο την ακτινοθεραπεία: ρομποτική ~. Ειδικότητα ~ής-ογκολογίας. Βλ. ακτινοδιαγνωστική. ΣΥΝ. ραδιοθεραπευτική [< γαλλ. radiothérapie, 1901, αγγλ. radiotherapeutics]
  • ακτινοθεραπευτικός , ή, ό [ἀκτινοθεραπευτικός] α-κτι-νο-θε-ρα-πευ-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ακτινοθεραπεία ή την ακτινοθεραπευτική: ~ή: αγωγή/κλινική/ογκολογία. ~ό: κέντρο.|| (ως ουσ.) Το ~ό (: το σχετικό τμήμα νοσηλευτικού ιδρύματος). [< γαλλ. radiothérapique, αγγλ. radiotherapeutic, 1906]

ακτινοδιαγνωστική

ακτινοδιαγνωστική [ἀκτινοδιαγνωστική] α-κτι-νο-δι-α-γνω-στι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κλάδος της ακτινολογίας με αντικείμενο τη διάγνωση μέσω ακτινογραφίας ή/και ακτινοσκόπησης: Σκιαγραφικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην ~. Βλ. ακτινοθεραπευτική. [< γαλλ. radiodiagnostic, 1907]

ακτινοθεραπευτική

ακτινοθεραπευτική [ἀκτινοθεραπευτική] α-κτι-νο-θε-ρα-πευ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κλάδος της ακτινολογίας με αντικείμενο την ακτινοθεραπεία: ρομποτική ~. Ειδικότητα ~ής-ογκολογίας. Βλ. ακτινοδιαγνωστική. ΣΥΝ. ραδιοθεραπευτική [< γαλλ. radiothérapie, 1901, αγγλ. radiotherapeutics]

-βόλος

-βόλος επίθημα λέξεων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. {-ος/α, -ο} εκπέμπει κάτι: κεραυνο~/σπινθηρο~/φωτο~. 2. {-ος, -ο} ρίχνει, πετά κάτι: (ουσιαστικοπ.) δισκο~/σφαιρο~/σφυρο~.|| Πολυ-/φλογο-βόλο. Βλ. -βολία, -βολώ.

-βολώ

-βολώ & -βολάω: επίθημα ρημάτων που δηλώνει 1. (επιτατ.) σταθερό χαρακτηριστικό ή επαναλαμβανόμενη ενέργεια: μοσχο~/σπινθηρο~/φεγγο~/φωτο~.|| Γεννο~. 2. ρίψη, πέταγμα: αγκυρο~/πετρο~/πυρο~. Βλ. -βολία, -βόλος.

-γράφηση

-γράφηση {-γράφησης (λόγ.) -γραφήσεως | -γραφήσεις, -γραφήσεων}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών με αναφορά στη γραφή, τη σχεδίαση, την απεικόνιση ή την καταγραφή: αγιο~/δακτυλο~/ηχο~/κινηματο~/(απο)κρυπτο~/λημματο~/μηχανο~/οπισθο~/πλαστο~/πολυ~/στενο~/συνταγο~/φωνο~/φωτο~/χαρτο~.|| (ΙΑΤΡ.) Ακτινο~/ραδιο~/σπινθηρο~. Πβ. -γραφία.|| Καταλογο~/κτηματο~/πολιτο~.

-γραφώ

-γραφώ επίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~. 3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~. 4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

-θεραπεία

-θεραπεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.

ιονίζω

ιονίζω [ἰονίζω] ι-ο-νί-ζω ρ. (αμτβ.) {ιονί-σει, -στηκε, -στεί, ιονίζ-οντας, (λόγ.) μτχ. ενεστ. -ων, -ουσα, -ον, ιονι-σμένος} & (σπανιότ.-ορθότ.) ιοντίζω: ΧΗΜ.-ΦΥΣ. προκαλώ ιονισμό: Ειδική συσκευή που καθαρίζει και ~ει τον αέρα (πβ. ιονιστής). Οι κεραυνοί ~ουν την ατμόσφαιρα. Τα οξέα είναι μοριακές ενώσεις που μπορούν να ~στούν. ~σμένο: αέριο/νερό. ~σμένα: σωματίδια. ● ΣΥΜΠΛ.: ιονίζουσα ακτινοβολία & ιοντίζουσα ακτινοβολία: που παράγει ιονισμό, καθώς απορροφάται από την ύλη. Πβ. ραδιενεργός ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. ioniser, αγγλ. ionize]

κοσμικός

κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]

πανοραμικός

πανοραμικός, ή, ό πα-νο-ρα-μι-κός επίθ. & (σπάν.) πανοραματικός: που παρέχει ευρύ οπτικό πεδίο, συνήθ. από ψηλά: ~ή: ξενάγηση/οροφή (αυτοκινήτου)/περιήγηση. ~ό: οικόπεδο/τοπίο. Βίλα με ~ή θέα στη θάλασσα. Ξενοδοχείο κτισμένο σε ~ό σημείο. Πβ. αμφιθεατρικός.|| ~ό: παρμπρίζ (: που καλύπτει και μέρος της οροφής του αυτοκινήτου).|| (για απεικόνιση με κάμερα:) ~ή: εικόνα/φωτογραφία. ~ό: βίντεο. ~ή άποψη της πόλης. ● επίρρ.: πανοραμικά ● ΣΥΜΠΛ.: πανοραμική ακτινογραφία & (προφ.) πανοραμική (η): ΙΑΤΡ. ακτινογραφική απεικόνιση ολόκληρης της στοματογναθοπροσωπικής περιοχής: ψηφιακή ~ ~., πανοραμική κάμερα 1. ΤΕΧΝΟΛ. που περιστρέφεται αυτόματα, ώστε να παρέχει πλήρη κάλυψη ενός χώρου: ~ ~ ασφαλείας. 2. ΦΩΤΟΓΡ. μηχανή για πανοραμικές λήψεις, σταθερή (με ευρυγώνιους φακούς) ή περιστροφική., πανοραμική λήψη 1. ΦΩΤΟΓΡ. που δημιουργείται από τη συρραφή διαδοχικών καρέ, ώστε η φωτογραφία που θα προκύψει, να αποτελεί ολοκληρωμένη άποψη (έως 360°) του φωτογραφιζόμενου χώρου. 2. ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. που πραγματοποιείται με αργή περιστροφή της κάμερας γύρω από τον άξονά της., πανοραμική οθόνη: οθόνη κινηματογράφου ή τηλεόρασης με διαστάσεις μεγαλύτερες από τις συνηθισμένες: ~ ~ αφής. [< γαλλ. panoramique, αγγλ. panoramic]

υπεριώδης

υπεριώδης, ης, ες [ὑπεριώδης] υ-πε-ρι-ώ-δης επίθ. {υπεριώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών}: ΦΥΣ. που σχετίζεται με την υπεριώδη ακτινοβολία: ~ες: μέρος του φάσματος/φως (του ήλιου). ~εις: ακτίνες.|| (ως ουσ.) Η περιοχή του ~ους. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: υπεριώδης ακτινοβολία: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται σε μήκος κύματος μικρότερο από το ιώδες του ορατού φάσματος, αλλά μεγαλύτερο από αυτό των ακτίνων Χ. Βλ. υπέρυθρη ακτινοβολία. [< γαλλ.-αγγλ. ultraviolet]

υπέρυθρος

υπέρυθρος, η, ο [ὑπέρυθρος] υ-πέ-ρυ-θρος επίθ.: ΦΥΣ. που παράγει ή χρησιμοποιεί υπέρυθρη ακτινοβολία, σχετίζεται με αυτή ή παρουσιάζει ευαισθησία σε αυτή: ~ος: αισθητήρας/ανιχνευτής/προβολέας/φωτισμός. ~η: κάμερα/τεχνολογία/φασματοσκοπία/φωτογραφία. ~ο: θερμόμετρο/τηλεσκόπιο/τηλεχειριστήριο/φιλμ/φως.|| (ως ουσ.) Η περιοχή του ~ου. Θύρα ~ύθρων (ενν. ακτίνων). ● ΣΥΜΠΛ.: υπέρυθρη ακτινοβολία: ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται σε μήκος κύματος μεγαλύτερο από το ερυθρό του ορατού φάσματος, αλλά μικρότερο από αυτό των μικροκυμάτων. Βλ. υπεριώδης ακτινοβολία. [< αρχ. ὑπέρυθρος ΄κοκκινωπός΄, αγγλ. infrared, γαλλ. infrarouge]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.