ανάδελφος , η, ο [ἀνάδελφος] α-νά-δελ-φος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) απομονωμένος, μοναχικός· ειδικότ. για λαούς που δεν είναι ή δεν νιώθουν ομοεθνείς με άλλους: ~ο: έθνος.2. (κυριολ.-παρωχ.) που δεν έχει αδέλφια. [< 2: αρχ. ἀνάδελφος]
ανάδευση [ἀνάδευση] α-νά-δευ-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδεύω: ~ διαλύματος/νερού. Πβ. ανακίνηση, ανάμειξη, χτύπημα. ΣΥΝ. ανακάτεμα (1)
αναδημιουργία [ἀναδημιουργία] α-να-δη-μι-ουρ-γί-α ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδημιουργώ: ~ του κειμένου/τουκόσμου. Πβ. αναδιοργάνωση, αναδόμηση, ανακατασκευή, ανάπλαση.|| (μτφ.) ~ του ανθρώπου. Πβ. αναγέννηση, αναζωογόνηση. ● αναδημιουργίες (οι) {σπανιότ.}: αναδημιουργημένα αντικείμενα: εικαστικές/λογοτεχνικές ~. ~ σε μινιατούρα από τα αρχέτυπα. [< γαλλ. recréation]
αναδημιουργώ [ἀναδημιουργῶ] α-να-δη-μι-ουρ-γώ ρ. (μτβ.) {αναδημιούργ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: δημιουργώ, κατασκευάζω εκ νέου: ~ ένα κείμενο στην αρχική του μορφή. ~ήθηκε το ιστορικό κέντρο της πόλης (πβ. αναπλάθω). ~ημένο: οικοσύστημα. Πβ. αναδομώ, ανακατασκευάζω, ξαναφτιάχνω.|| (μτφ.) ~ την πραγματικότητα (πβ. ανασυνθέτω). [< μτγν. ἀναδημιουργῶ, γαλλ. recréer]
αναδημοσίευση [ἀναδημοσίευση] α-να-δη-μο-σί-ευ-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου δημοσίευση κειμένου ή άλλου υλικού σε διαφορετικό έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο από το αρχικό: ~ άρθρου/φωτογραφιών. Επιλεκτικές ~εύσεις από τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Απαγορεύεται η ~ μέρους ή του συνόλου του περιεχομένου του βιβλίου. Πβ. επ~. Βλ. ανατύπωση, επανέκδοση.
αναδιαμορφώνω [ἀναδιαμορφώνω] α-να-δι-α-μορ-φώ-νω ρ. (μτβ.) {αναδιαμόρφω-σε, αναδιαμορφών-εται, αναδιαμορφώ-θηκε, -μένος}: διαμορφώνω εκ νέου: ~ τους κανόνες. Το πολιτικό σκηνικό/το τοπίο ~εται διαρκώς. ~ονται τα προγράμματα/οι συσχετισμοί. Πβ. ανα-νεώνω, -μορφώνω, -συγκροτώ, επαναπροσδιορίζω, μεταβάλλω. [< γαλλ. reformer]
αναδιαμόρφωση [ἀναδιαμόρφωση] α-να-δι-α-μόρ-φω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδιαμορφώνω: ριζική ~. ~ ιστοσελίδων/κτιρίου (πβ. ανα-διαρρύθμιση, -καίνιση, ανάπλαση)/συστημάτων και υπηρεσιών (πβ. ανα-μόρφωση, -νέωση). [< γαλλ. reformation]
αναδιανεμητικός , ή, ό [ἀναδιανεμητικός] α-να-δι-α-νε-μη-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αναδιανομή: ~ή: δικαιοσύνη/πολιτική. (ΟΙΚΟΝ.) ~ά συνταξιοδοτικά συστήματα. ● επίρρ.: αναδιανεμητικά [< αγγλ. redistributive]
αναδιανέμω [ἀναδιανέμω] α-να-δι-α-νέ-μω ρ. (μτβ.) {αναδιένειμ-ε, αναδιανέμ-εται, -ήθηκε} (επίσ.): διανέμω εκ νέου: Ό,τι μήνυμα σταλεί, ~εται αυτόματα σε όλα τα μέλη της ηλεκτρονικής λίστας. (ΦΥΣ.) Η ισχύς ~εται στους τροχούς. Κονδύλια/ποσά που ~ονται για κοινωφελείς σκοπούς/υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Πβ. ξαναμοιράζω. ΣΥΝ. ανακατανέμω [< γαλλ. redistribuer]
αναδιανομή [ἀναδιανομή] α-να-δι-α-νο-μή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδιανέμω: δίκαιη/ριζική ~. ~ της γης (= αναδασμός). Πληθυσμιακές ~ές και ανακατατάξεις. Πβ. ξαναμοίρασμα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ του πλούτου. ~ εισοδήματος/πόρων. ΣΥΝ. ανακατανομή [< γαλλ. redistribution]
αναδιαπραγμάτευση [ἀναδιαπραγμάτευση] α-να-δι-α-πραγ-μά-τευ-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου διαπραγμάτευση: ~ του χρέους (μιας χώρας).
αναδιαρθρώνω [ἀναδιαρθρώνω] α-να-δι-αρ-θρώ-νω ρ. (μτβ.) {αναδιάρθρω-σε | αναδιαρθρών-εται, αναδιαρθρώ-θηκε, -μένος} (επίσ.): διαρθρώνω κάτι εκ νέου, με στόχο να το κάνω πιο λειτουργικό: ~θηκαν οι δημόσιες υπηρεσίες. Το δίκτυο ~εται και εκσυγχρονίζεται. ~μένη: οικονομία. ~μένο: πρόγραμμα σπουδών. Πβ. αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ. [< αγγλ. restructure, 1951]
αναδιάρθρωση [ἀναδιάρθρωση] α-να-δι-άρ-θρω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδιαρθρώνω: γενική/εκπαιδευτική/εταιρική/οικονομική/ριζική ~. ~ της δημόσιας διοίκησης/των λεωφορειακών γραμμών/του μετοχικού κεφαλαίου/του χρέους (πβ. αναδιάταξη, επαναδιαπραγμάτευση). ~ του στρατεύματος. Η εταιρεία εξήγγειλε ~ώσεις. Πβ. ανα-διοργάνωση, -συγκρότηση. [< αγγλ. restructuring, 1962]
αναδιαρθρωτικός , ή, ό [ἀναδιαρθρωτικός] α-να-δι-αρ-θρω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αναδιάρθωση: ~ή: κίνηση/πολιτική. ~ό: πρόγραμμα. ● επίρρ.: αναδιαρθρωτικά
αναδιαρρύθμιση [ἀναδιαρρύθμιση] α-να-δι-αρ-ρύθ-μι-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου διαρρύθμιση: ~ των γραφείων/του χώρου. ~ και ανακαίνιση. Πβ. αναδιαμόρφωση. [< γαλλ. ré arrangement]
αναδεικνύω
αναδεικνύω [ἀναδεικνύω] α-να-δει-κνύ-ω ρ. (μτβ.) {ανέδει-ξε, αναδεί-ξει, αναδεικνύ-εται, αναδεί-χθηκε (προφ.) -χτηκε, -χθεί (προφ.) -χτεί, αναδεικνύ-οντας, -όμενος} (λόγ.) & (προφ.) αναδείχνω 1. προβάλλω, τονίζω, φέρνω στην επιφάνεια: Προσπάθεια να ~χθεί η πολιτιστική κληρονομιά. ~εται μέσα από … Πβ. εξυψώνω, προάγω, προωθώ.|| Ντύσιμο που ~ει την κομψότητά της/το προσωπικό του στιλ.2. καταξιώνω, ανυψώνω, κάνω κάποιον να διακριθεί σε κάποιον τομέα: Η γεωγραφική της θέση ~ει την πόλη σε σπουδαίο οικονομικό κέντρο. Tον ~ξαν οι περιστάσεις. ~χθηκε (ως) ο καλύτερος παίκτης του αγώνα/της διοργάνωσης (πβ. MVP).3. εκλέγω, ανακηρύσσω: Τον ~ξαν δήμαρχο. ~χθηκε (= βγήκε) βουλευτής. [< αρχ. ἀναδεικνύω]
ανατυπώνω
ανατυπώνω [ἀνατυπώνω] α-να-τυ-πώ-νω ρ. (μτβ.) {ανατύπω-σε | ανατυπώ-θηκε, -μένος}: κάνω ανατύπωση: Το μυθιστόρημα εξαντλήθηκε και πρόκειται να ~θεί. ~μένη: έκδοση. Έργο ~μένο σε πολυτελές χαρτί. Βλ. αναδημοσιεύω, επανεκδίδω. [< μτγν. ἀνατυπῶ, γαλλ. réimprimer]
ανατύπωση
ανατύπωση [ἀνατύπωση] α-να-τύ-πω-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου εκτύπωση εντύπου, εικόνας, φωτογραφίας, χωρίς ή με ελάχιστες αλλαγές· κατ' επέκτ. το ανατυπωμένο έργο: ακριβής/φωτογραφική/ψηφιακή ~ βιβλίου. Βλ. αναδημοσίευση, επανέκδοση.|| Σπάνιες ~ώσεις (πβ. ανάτυπο). [< μτγν. ἀνατύπωσις, γαλλ. réimpression]
-τήρας
-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~.2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.