Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3860-3880]


  • αναδείχνω βλ. αναδεικνύω
  • ανάδελφος , η, ο [ἀνάδελφος] α-νά-δελ-φος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) απομονωμένος, μοναχικός· ειδικότ. για λαούς που δεν είναι ή δεν νιώθουν ομοεθνείς με άλλους: ~ο: έθνος. 2. (κυριολ.-παρωχ.) που δεν έχει αδέλφια. [< 2: αρχ. ἀνάδελφος]
  • αναδεξιμιός, αναδεξιμιά [ἀναδεξιμιός] α-να-δε-ξι-μιός ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λαϊκό): βαφτιστήρι. ΣΥΝ. βαφτισιμιός, βαφτισιμιά [< μεσν. αναδεξιμαίος]
  • ανάδευση [ἀνάδευση] α-νά-δευ-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδεύω: ~ διαλύματος/νερού. Πβ. ανακίνηση, ανάμειξη, χτύπημα. ΣΥΝ. ανακάτεμα (1)
  • αναδευτήρας [ἀναδευτήρας] α-να-δευ-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. εργαλείο ή μηχάνημα ανάδευσης. Πβ. αναμικτήρας, μίξερ, χαρμανιέρα, χτυπητήρι. Βλ. -τήρας, σέικερ. [< αγγλ. shaker]
  • αναδεύω [ἀναδεύω] α-να-δεύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανάδ-εψα (λόγ.) -ευσα, αναδεύ-τηκε (λόγ.) -θηκε, -οντας} (λόγ.): ανακινώ: Θερμαίνουμε το μείγμα, ~οντας συνεχώς. Πβ. ανακατεύω, αναταράζω.|| (μτφ.) ~ουν συναισθήματα. ● Παθ.: αναδεύομαι {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λογοτ.): κινούμαι ελαφρά, απαλά: ~τηκε αμήχανα. Πβ. ανασαλεύει, κουνιέμαι. [< μτγν. ἀναδεύω]
  • αναδημιουργία [ἀναδημιουργία] α-να-δη-μι-ουρ-γί-α ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδημιουργώ: ~ του κειμένου/τουκόσμου. Πβ. αναδιοργάνωση, αναδόμηση, ανακατασκευή, ανάπλαση.|| (μτφ.) ~ του ανθρώπου. Πβ. αναγέννηση, αναζωογόνηση.αναδημιουργίες (οι) {σπανιότ.}: αναδημιουργημένα αντικείμενα: εικαστικές/λογοτεχνικές ~. ~ σε μινιατούρα από τα αρχέτυπα. [< γαλλ. recréation]
  • αναδημιουργώ [ἀναδημιουργῶ] α-να-δη-μι-ουρ-γώ ρ. (μτβ.) {αναδημιούργ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: δημιουργώ, κατασκευάζω εκ νέου: ~ ένα κείμενο στην αρχική του μορφή. ~ήθηκε το ιστορικό κέντρο της πόλης (πβ. αναπλάθω). ~ημένο: οικοσύστημα. Πβ. αναδομώ, ανακατασκευάζω, ξαναφτιάχνω.|| (μτφ.) ~ την πραγματικότητα (πβ. ανασυνθέτω). [< μτγν. ἀναδημιουργῶ, γαλλ. recréer]
  • αναδημοσίευση [ἀναδημοσίευση] α-να-δη-μο-σί-ευ-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου δημοσίευση κειμένου ή άλλου υλικού σε διαφορετικό έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο από το αρχικό: ~ άρθρου/φωτογραφιών. Επιλεκτικές ~εύσεις από τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Απαγορεύεται η ~ μέρους ή του συνόλου του περιεχομένου του βιβλίου. Πβ. επ~. Βλ. ανατύπωση, επανέκδοση.
  • αναδημοσιεύω [ἀναδημοσιεύω] α-να-δη-μο-σι-εύ-ω ρ. (μτβ.) {αναδημοσίευ-σε, -σει, -τηκε κ. -θηκε, -τεί κ. -θεί, -οντας, -όμενος, -μένος}: κάνω αναδημοσίευση: Συνέντευξη που ~τηκε σε εφημερίδα/περιοδικό/μπλογκ/σάιτ. Πβ. επ~. Βλ. ανατυπώνω, επανεκδίδω. [< γαλλ. republier]
  • αναδιαμορφώνω [ἀναδιαμορφώνω] α-να-δι-α-μορ-φώ-νω ρ. (μτβ.) {αναδιαμόρφω-σε, αναδιαμορφών-εται, αναδιαμορφώ-θηκε, -μένος}: διαμορφώνω εκ νέου: ~ τους κανόνες. Το πολιτικό σκηνικό/το τοπίο ~εται διαρκώς. ~ονται τα προγράμματα/οι συσχετισμοί. Πβ. ανα-νεώνω, -μορφώνω, -συγκροτώ, επαναπροσδιορίζω, μεταβάλλω. [< γαλλ. reformer]
  • αναδιαμόρφωση [ἀναδιαμόρφωση] α-να-δι-α-μόρ-φω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδιαμορφώνω: ριζική ~. ~ ιστοσελίδων/κτιρίου (πβ. ανα-διαρρύθμιση, -καίνιση, ανάπλαση)/συστημάτων και υπηρεσιών (πβ. ανα-μόρφωση, -νέωση). [< γαλλ. reformation]
  • αναδιανεμητικός , ή, ό [ἀναδιανεμητικός] α-να-δι-α-νε-μη-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αναδιανομή: ~ή: δικαιοσύνη/πολιτική. (ΟΙΚΟΝ.) ~ά συνταξιοδοτικά συστήματα. ● επίρρ.: αναδιανεμητικά [< αγγλ. redistributive]
  • αναδιανέμω [ἀναδιανέμω] α-να-δι-α-νέ-μω ρ. (μτβ.) {αναδιένειμ-ε, αναδιανέμ-εται, -ήθηκε} (επίσ.): διανέμω εκ νέου: Ό,τι μήνυμα σταλεί, ~εται αυτόματα σε όλα τα μέλη της ηλεκτρονικής λίστας. (ΦΥΣ.) Η ισχύς ~εται στους τροχούς. Κονδύλια/ποσά που ~ονται για κοινωφελείς σκοπούς/υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Πβ. ξαναμοιράζω. ΣΥΝ. ανακατανέμω [< γαλλ. redistribuer]
  • αναδιανομή [ἀναδιανομή] α-να-δι-α-νο-μή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδιανέμω: δίκαιη/ριζική ~. ~ της γης (= αναδασμός). Πληθυσμιακές ~ές και ανακατατάξεις. Πβ. ξαναμοίρασμα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ του πλούτου. ~ εισοδήματος/πόρων. ΣΥΝ. ανακατανομή [< γαλλ. redistribution]
  • αναδιαπραγμάτευση [ἀναδιαπραγμάτευση] α-να-δι-α-πραγ-μά-τευ-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου διαπραγμάτευση: ~ του χρέους (μιας χώρας).
  • αναδιαρθρώνω [ἀναδιαρθρώνω] α-να-δι-αρ-θρώ-νω ρ. (μτβ.) {αναδιάρθρω-σε | αναδιαρθρών-εται, αναδιαρθρώ-θηκε, -μένος} (επίσ.): διαρθρώνω κάτι εκ νέου, με στόχο να το κάνω πιο λειτουργικό: ~θηκαν οι δημόσιες υπηρεσίες. Το δίκτυο ~εται και εκσυγχρονίζεται. ~μένη: οικονομία. ~μένο: πρόγραμμα σπουδών. Πβ. αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ. [< αγγλ. restructure, 1951]
  • αναδιάρθρωση [ἀναδιάρθρωση] α-να-δι-άρ-θρω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδιαρθρώνω: γενική/εκπαιδευτική/εταιρική/οικονομική/ριζική ~. ~ της δημόσιας διοίκησης/των λεωφορειακών γραμμών/του μετοχικού κεφαλαίου/του χρέους (πβ. αναδιάταξη, επαναδιαπραγμάτευση). ~ του στρατεύματος. Η εταιρεία εξήγγειλε ~ώσεις. Πβ. ανα-διοργάνωση, -συγκρότηση. [< αγγλ. restructuring, 1962]
  • αναδιαρθρωτικός , ή, ό [ἀναδιαρθρωτικός] α-να-δι-αρ-θρω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αναδιάρθωση: ~ή: κίνηση/πολιτική. ~ό: πρόγραμμα. ● επίρρ.: αναδιαρθρωτικά
  • αναδιαρρύθμιση [ἀναδιαρρύθμιση] α-να-δι-αρ-ρύθ-μι-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου διαρρύθμιση: ~ των γραφείων/του χώρου. ~ και ανακαίνιση. Πβ. αναδιαμόρφωση. [< γαλλ. ré arrangement]

αναδεικνύω

αναδεικνύω [ἀναδεικνύω] α-να-δει-κνύ-ω ρ. (μτβ.) {ανέδει-ξε, αναδεί-ξει, αναδεικνύ-εται, αναδεί-χθηκε (προφ.) -χτηκε, -χθεί (προφ.) -χτεί, αναδεικνύ-οντας, -όμενος} (λόγ.) & (προφ.) αναδείχνω 1. προβάλλω, τονίζω, φέρνω στην επιφάνεια: Προσπάθεια να ~χθεί η πολιτιστική κληρονομιά. ~εται μέσα από … Πβ. εξυψώνω, προάγω, προωθώ.|| Ντύσιμο που ~ει την κομψότητά της/το προσωπικό του στιλ. 2. καταξιώνω, ανυψώνω, κάνω κάποιον να διακριθεί σε κάποιον τομέα: Η γεωγραφική της θέση ~ει την πόλη σε σπουδαίο οικονομικό κέντρο. Tον ~ξαν οι περιστάσεις. ~χθηκε (ως) ο καλύτερος παίκτης του αγώνα/της διοργάνωσης (πβ. MVP). 3. εκλέγω, ανακηρύσσω: Τον ~ξαν δήμαρχο. ~χθηκε (= βγήκε) βουλευτής. [< αρχ. ἀναδεικνύω]

ανατυπώνω

ανατυπώνω [ἀνατυπώνω] α-να-τυ-πώ-νω ρ. (μτβ.) {ανατύπω-σε | ανατυπώ-θηκε, -μένος}: κάνω ανατύπωση: Το μυθιστόρημα εξαντλήθηκε και πρόκειται να ~θεί. ~μένη: έκδοση. Έργο ~μένο σε πολυτελές χαρτί. Βλ. αναδημοσιεύω, επανεκδίδω. [< μτγν. ἀνατυπῶ, γαλλ. réimprimer]

ανατύπωση

ανατύπωση [ἀνατύπωση] α-να-τύ-πω-ση ουσ. (θηλ.): εκ νέου εκτύπωση εντύπου, εικόνας, φωτογραφίας, χωρίς ή με ελάχιστες αλλαγές· κατ' επέκτ. το ανατυπωμένο έργο: ακριβής/φωτογραφική/ψηφιακή ~ βιβλίου. Βλ. αναδημοσίευση, επανέκδοση.|| Σπάνιες ~ώσεις (πβ. ανάτυπο). [< μτγν. ἀνατύπωσις, γαλλ. réimpression]

-τήρας

-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~. 2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.