αποκαθιστώ [ἀποκαθιστῶ] α-πο-κα-θι-στώ ρ. (μτβ.) {αποκαθιστ-άς ... | αποκατέστη-σε κ. αποκατάστη-σε, αποκαταστή-σει, αποκαθίστ-αται, αποκαταστά-θηκα (λόγ.) απεκαταστάθη, αποκαταστα-θεί, μτχ. αποκατεστη-μένος κ. αποκαταστημένος, αποκαθιστ-ώντας} 1. επαναφέρω σε λειτουργία· επισκευάζω, επιδιορθώνω: Η βλάβη/η επικοινωνία/η ζημιά/η κυκλοφορία/η συγκοινωνία (: επανήλθε στην κανονική ροή)/η σύνδεση/το πρόβλημα ~ηκε άμεσα/μερικώς/σταδιακά.|| (για κτίσμα ή μνημείο) ~ την πρόσοψη κτιρίου (πβ. ανακαινίζω). ~ηκε η μονή (= αναστηλώθηκε)/ο πίνακας (= αναπαλαιώθηκε). 2. φέρνω στην αρχική ομαλή ή συνήθη κατάσταση: (μτφ.) ~θηκε η αλήθεια/η δημοκρατία (ΑΝΤ. βλάπτω)/η ειρήνη/το κύρος της εταιρείας (ΑΝΤ. πλήττω, τραυματίζω)/η τάξη (ΑΝΤ. διασαλεύω). ~θηκαν οι σχέσεις των δύο χωρών (ΑΝΤ. διαταράσσω). ~ώντας τη νομιμότητα. Κοιτάζει να ~ήσει την τιμή και την υπόληψή του (βλ. περισώσει).|| Δεν ~θηκε ακόμα η ακοή/η υγεία του (= δεν ανάρρωσε, δεν θεραπεύτηκε).|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ ένα κείμενο/χειρόγραφο (: στην πρώτη του μορφή, προτού υποστεί φθορές, αλλοιώσεις). 3. (μτφ.) παρέχω υλική ή κοινωνική εξασφάλιση: Ζήτησαν από την κυβέρνηση να ~σει τα θύματα της καταστροφής (: να τα αποζημιώσει).|| Τελειώνουν τη σχολή και προσπαθούν να ~θούν επαγγελματικά (: να βρουν δουλειά).|| Δεν έχει ακόμα ~σει τα παιδιά/τις κόρες του (: τακτοποιήσει επαγγελματικά ή παντρέψει).|| (παρωχ. για άνδρα που διατηρεί σχέση με γυναίκα:) Πρέπει να την ~σεις/να ~σεις την τιμή της (: να την παντρευτείς)! ● βλ. αποκατεστημένος [< μτγν. ἀποκαθιστῶ, γαλλ. restaurer, rétablir]
αποκατάσταση [ἀποκατάσταση] α-πο-κα-τά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. επαναφορά σε λειτουργία· επισκευή, επιδιόρθωση: άμεση/επείγουσα/σταδιακή/ταχεία ~. ~ της βλάβης/της επικοινωνίας/της κυκλοφορίας/του προβλήματος (πβ. αντιμετώπιση, επίλυση)/της σύνδεσης. Δαπάνες/έργα/κόστος ~ης των ζημιών.|| (συνήθ. για χώρο, κτίσμα, έργο τέχνης) Αρχιτεκτονική/περιβαλλοντική/τεχνική ~ (πβ. ανακατασκευή, αναμόρφωση, ανάπλαση). ~ δρόμου/υγρότοπου/χωματερών. ~ εικόνας (πβ. συντήρηση)/μνημείου/Μονής (πβ. αναπαλαίωση, αναστήλωση). Βλ. βιο~. 2. επαναφορά στην αρχική ομαλή ή συνήθη κατάσταση: (ΙΑΤΡ.) καρδιο-αναπνευστική/κινητική/μυϊκή/μυοσκελετική/νευρολογική/ουρολογική/φυσική/ψυχιατρική/ψυχική ~. ~ κακώσεων/παθήσεων. Φυσική ιατρική και ~. Πλήρης ~ της υγείας. ~ μαθησιακών δυσκολιών. ~ αναπήρων. Χειρουργική ~ μαστού (με ενθέματα σιλικόνης). Πβ. θεραπεία.|| (συνεκδ.) Αισθητικές/οδοντικές (π.χ. γέφυρες, στεφάνες)/πλαστικές ~άσεις.|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ του κειμένου/χειρογράφου (ενν. στην πιθανολογούμενη πρώτη μορφή).|| (μτφ.) ~ της αλήθειας/της δημοκρατίας/της ειρήνης/του κύρους/της μνήμης (των αγωνιστών)/της τάξης/της φήμης (κάποιου). ~ στην εξουσία (= επάνοδος). Ζητά την ~ του ονόματός/της τιμής του. 3. (μτφ.) υλική ή κοινωνική εξασφάλιση: ηθική/στεγαστική ~. ~ των περιουσιών. ~ των θυμάτων της καταστροφής (πβ. αποζημίωση). ~ των ακτημόνων/σεισμόπληκτων.|| Εργασιακή ~ συμβασιούχων. Δυνατότητες/προοπτικές επαγγελματικής ~ης. Πβ. τακτοποίηση.|| ~ της κόρης του (= γάμος, παντρειά). [< 1, 2: αρχ. ἀποκατάστασις, γαλλ. restauration, rétablissement, rehabilitation 2: αγγλ. rehabilitation]
εμπλουτίζω [ἐμπλουτίζω] ε-μπλου-τί-ζω ρ. (μτβ.) {εμπλούτι-σα, -σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, εμπλουτίζ-οντας, -όμενος, εμπλουτι-σμένος}: κάνω κάτι πληρέστερο, περιεκτικότερο, προσθέτοντάς του καινούργια (και πιο βελτιωμένα) στοιχεία, συστατικά: ~ει συνεχώς τη βιβλιοθήκη του με νέα βιβλία. ~στηκε το αρχείο. Ο κατάλογος έχει ~στεί με νέα προϊόντα. Συνεχώς ~όμενη βάση δεδομένων/συλλογή. ~σμένη: έκδοση. || ~ τις γνώσεις/τις εμπειρίες/το λεξιλόγιό μου (πβ. αυξάνω, διευρύνω, επεκτείνω, πλουτίζω).|| Το έδαφος ~εται με λίπασμα. [< γαλλ. enrichir]
καρδιοπνευμονικός, ή, ό καρ-δι-ο-πνευ-μο-νι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων: ~ές: παθήσεις (σε καπνιστές). Πβ. καρδιοαναπνευστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη & καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση/ανάνηψη (ακρ. ΚΑΡΠΑ): πρώτες βοήθειες, κυρ. τεχνητή αναπνοή και καρδιακές μαλάξεις, σε άτομο που έχει σταματήσει να αναπνέει: βασική/εξειδικευμένη ~ ~. ~ ~ σε ενήλικες και παιδιά. Βλ. φιλί (της) ζωής. [< αγγλ. cardiopulmonary resuscitation (CPR), 1958] [< γαλλ. cardiopulmonaire]
συμβατικός, ή, ό συμ-βα-τι-κός επίθ. 1. που είναι αποτέλεσμα επίσημης σύμβασης ή κοινής συμφωνίας ή συμφωνεί με τις κοινωνικές συμβάσεις· κατ' επέκτ. (συχνά μειωτ.) τυπικός, χωρίς ουσία: (ΝΟΜ.) ~ός: διακανονισμός (: κοινοπραξία)/μισθός/χρόνος παράδοσης (ενός έργου). ~ή: αξία (ενός αυθαιρέτου)/ελευθερία. ~ό: δίκαιο/ωράριο εργασίας. ~οί: όροι. ~ές: υποχρεώσεις. ~ά: δικαιώματα. Διεθνές ~ό πλαίσιο (για τις κλιματικές αλλαγές). Βλ. προ~.|| ~ή: ονομασία/χρήση (ενός όρου). Η διόρθωση γίνεται με ~ά σύμβολα. Πβ. αυθαίρετος, τεχνητός. Βλ. φυσικός.|| ~ός: άνθρωπος (πβ. κομφορμιστής)/γάμος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά/σχέση. Πβ. κομφορμιστικός. ΑΝΤ. αντικομφορμιστικός, αντι~. 2. του οποίου η κατασκευή ή η χρήση είναι παραδοσιακή, συνηθισμένη, γενικευμένη: ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας/πόλεμος (: με ~ά όπλα). ~ή: εικόνα/εκπαίδευση (βλ. εξ αποστάσεως)/ιατρική (ΑΝΤ. εναλλακτική, ομοιοπαθητική)/μέθοδος (= καθιερωμένη, κλασική, ορθόδοξη. ΑΝΤ. ανορθόδοξη)/τεχνολογία/φωτογραφία (ΑΝΤ. ψηφιακή). ~ό: αυτοκίνητο (βλ. υβριδικός)/πλοίο (βλ. καταμαράν)/ταχυδρομείο (βλ. ιμέιλ)/υλικό για διδασκαλία (βλ. πολυμεσικός). ~ές: πινακίδες. ~ά: καύσιμα/μέσα/προϊόντα (βλ. βιολογικός). ● επίρρ.: συμβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμβατικά όπλα: ΣΤΡΑΤ. όπλα που συνήθ. χρησιμοποιούνται στους πολέμους, κατ' αντιδιαστολή προς τα πυρηνικά, τα βιολογικά ή τα χημικά. [< αγγλ. conventional weapons, 1952] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας: που εξαντλούνται σταδιακά και επιβαρύνουν το περιβάλλον (άνθρακας, βενζίνη, λιγνίτης, πετρέλαιο, πυρηνική ενέργεια, φυσικό αέριο). Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. [< αγγλ. conventional energy sources] [< αρχ. συμβατικός, γαλλ. conventionnel, αγγλ. conventional]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ