Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4160-4180]


  • αναμοχλεύω [ἀναμοχλεύω] α-να-μο-χλεύ-ω ρ. (μτβ.) {αναμόχλευ-σα, -τηκε κ. -θηκε, -τεί κ. -θεί, -μένος, -οντας} (λόγ.) 1. (μτφ.) επαναφέρω στην επιφάνεια, στο προσκήνιο κάτι, συνήθ. δυσάρεστο, που είχε ατονήσει ή ξεχαστεί, ανακινώ: ~ονται γεγονότα του παρελθόντος/παλιές έριδες και μίση. Μην ~εις ζητήματα που έχουν κλείσει οριστικά. Πβ. αναζωπυρώνω, ανασκαλεύω, ξεσκαλίζω, υποδαυλίζω. 2. (σπάν. κυριολ.) ανακατεύω: ~εται το χώμα (: με αγροτικό μηχάνημα). [< αρχ. ἀναμοχλεύω]
  • αναμπέλωση [ἀναμπέλωση] α-να-μπέ-λω-ση ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. αναδιάρθρωση αμπελώνα που έχει καταστραφεί από πυρκαγιά ή έντονα καιρικά φαινόμενα ή έχει προσβληθεί από φυλλοξήρα, με κατάργηση μιας ποικιλίας σταφυλιού και αναδημιουργία της ίδιας ή άλλης: ~ κτήματος. Πβ. ανα-βλάστηση, -σύσταση, -φύτευση, εκρίζωση.
  • αναμπουμπούλα [ἀναμπουμπούλα] α-να-μπου-μπού-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): αναταραχή, φασαρία: Επικρατεί ~. Μέσα/πάνω στην ~, χάσαμε τα πράγματά μας. ΣΥΝ. ανακατωσούρα (1), πανικός (2), χαμός (1) ● ΦΡ.: ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται & στην αντάρα/ανεμοζάλη χαίρεται (παροιμ.): για κάποιον που προσπαθεί να επωφεληθεί, όταν επικρατεί γενική αναστάτωση και σύγχυση. [< βεν. ala babula]
  • αναμφίβολος , η, ο [ἀναμφίβολος] α-ναμ-φί-βο-λος επίθ.: που δεν υπάρχουν ενδοιασμοί γι' αυτόν· αναμφισβήτητος, βέβαιος: έργο ~ης καλλιτεχνικής αξίας/ποιότητας. Πβ. αδιαμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος, αναντίλεκτος, αναντίρρητος. ΑΝΤ. αμφίβολος ● επίρρ.: αναμφίβολα & (λόγ.) -όλως [< μτγν. ἀναμφίβολος]
  • αναμφίλεκτος , η, ο [ἀναμφίλεκτος] α-ναμ-φί-λε-κτος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): αναμφίβολος, αναμφισβήτητος. ● επίρρ.: αναμφίλεκτα [< μτγν. ἀναμφίλεκτος]
  • αναμφισβήτητος , η, ο [ἀναμφισβήτητος] α-ναμ-φι-σβή-τη-τος επίθ.: που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, βέβαιος, σίγουρος: ~η: αλήθεια/αξία/απόδειξη/επιτυχία/ικανότητα/υπεροχή. ~ο: κύρος/ταλέντο. ~α: στοιχεία. Είναι ~ο (γεγονός) ότι ... Πβ. πανθομολογούμενος.|| ~ος: κυρίαρχος (σε κάποιον τομέα). Πβ. αδιαφιλονίκητος, αναντίλεκτος, αναντίρρητος. ΣΥΝ. αδιαμφισβήτητος, αναμφίβολος ΑΝΤ. αμφισβητήσιμος, αμφισβητούμενος ● επίρρ.: αναμφισβήτητα & (λόγ.) -ήτως [< αρχ. ἀναμφισβήτητος]
  • ανανάς [ἀνανάς] α-να-νάς ουσ. (αρσ.) {ανανάδες}: ΒΟΤ. ποώδες τροπικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ananassa sativa) με μεγάλα ξιφοειδή φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα και ιδ. ο εδώδιμος καρπός του με χυμώδη, αρωματική, κίτρινη σάρκα, σκληρή αγκαθωτή κίτρινη-καφέ φλούδα και θύσανο από ακανθώδη φύλλα στην κορυφή του: ~ κονσέρβα. Τούρτα/χυμός ~ά. Βλ. τροπικά φρούτα. [< γαλλ. ananas]
  • ανανδρία [ἀνανδρία] α-ναν-δρί-α ουσ. (θηλ.): δειλία, λιποψυχία. ΑΝΤ. ανδρεία, αντρειοσύνη, γενναιότητα [< αρχ. ἀνανδρία – παλαιότ. ορθογρ. ανανδρεία]
  • άνανδρος , η, ο [ἄνανδρος] ά-ναν-δρος επίθ. & (σπάν.) άναντρος: που χαρακτηρίζεται από ανανδρία. ΣΥΝ. δειλός, λιπόψυχος ΑΝΤ. ανδρείος, γενναίος (1) ● επίρρ.: άνανδρα [< αρχ. ἄνανδρος]
  • ανανεωμένος , η, ο [ἀνανεωμένος] α-να-νε-ω-μέ-νος επίθ. 1. που έχει ανανεωθεί, βελτιωθεί ή αντικατασταθεί με κάτι καινούργιο: ~ος: κατάλογος. ~η: εμφάνιση. ~ο: μοντέλο/περιοδικό. Νέα, ~η και βελτιωμένη έκδοση. 2. που έχει παραταθεί η ισχύς του: ~η: άδεια παραμονής/σύμβαση. ~ο: διαβατήριο. 3. (μτφ., για πρόσ.) αναζωογονημένος, αναγεννημένος: Εμφανίστηκε/επέστρεψε (φρέσκος και) ~. [< μτχ. παθ. παρακ. του ανανεώνω]
  • ανανεώνω [ἀνανεώνω] α-να-νε-ώ-νω ρ. (μτβ.) {ανανέω-σα, ανανεώ-θηκα, ανανε-ούμενος, ανανεω-μένος, ανανεών-οντας} 1. αντικαθιστώ κάτι παλιό με κάτι νέο: ~ την γκαρνταρόμπα μου/τα έπιπλα. Σύστημα που ~ει τον αέρα του δωματίου/το νερό της πισίνας (πβ. ανακυκλώνω, φρεσκάρω). Η επιχείρηση ~σε τον μηχανολογικό της εξοπλισμό (πβ. εκσυγχρονίζω)/το προσωπικό της (με νέες προσλήψεις). 2. προσαρμόζω κάτι σε καινούργια, βελτιωμένα και εξελιγμένα πρότυπα, ώστε να γίνει νέο και σύγχρονο: ~ τις μεθόδους (παραγωγής)/ένα μοντέλο/την πολιτική ζωή/το πρόγραμμα σπουδών/ένα προϊόν. Δικτυακός τόπος που ~θηκε σχεδιαστικά και λειτουργικά. Διαρκώς ~ούμενη τεχνολογία. Πβ. ανακαινίζω, αναμορφώνω.|| (για καλλιτέχνη:) ~ το ρεπερτόριό μου. Βλ. εμπλουτίζω. 3. δίνω νέα δύναμη, ζωντάνια· αναζωογονώ: Κρέμα που ~ει την επιδερμίδα. Πβ. βετιώνω, ξανανιώνω. Βλ. αποκαθιστώ.|| ~σαμε τη σχέση/τη φιλία μας (= αναθερμάναμε). Ο καθαρός αέρας τούς ~σε. Πήγαμε ένα ταξίδι για να ~θούμε λιγάκι (σωματικά)/να ~σουμε τις δυνάμεις μας. Πβ. τονώνω. 4. επιβεβαιώνω ξανά, παρατείνω την ισχύ: ~ την υπόσχεσή μου. ~σε την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του ... Το ραντεβού ~θηκε για την επόμενη εβδομάδα.|| ~ την εγγραφή/τη συνδρομή μου. Η μίσθωση δεν θα ~θεί. Η σύμβαση/το συμβόλαιο ~θηκε για ένα ακόμα εξάμηνο.|| (για κινητά) ~ τον χρόνο ομιλίας. [< μτγν. ἀνανεῶ, γαλλ. renouveler, αγγλ. renew, γερμ. erneuern]
  • ανανέωση [ἀνανέωση] α-να-νέ-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. αντικατάσταση του παλαιού με νέο: ~ της γκαρνταρόμπας/του εξοπλισμού (ενός εργοστασίου)/των επίπλων. Έχει ανάγκη μια ~ στην εμφάνισή του (= μια αλλαγή).|| ~ του αέρα/του νερού Πβ. ανακύκλωση, φρεσκάρισμα.|| Ηλικιακή ~. Επιχειρείται/πραγματοποιείται (σταδιακή) ~ προσώπων στο κόμμα/του δυναμικού της εταιρείας. 2. προσαρμογή ενός στοιχείου σε καινούργια, βελτιωμένα και εξελιγμένα πρότυπα, ώστε να φαίνεται νέο και σύγχρονο: αισθητική/γενική/δυναμική/µερική/ριζική/συνεχής ~. ~ των γνώσεων/της δημόσιας ζωής/των θεσμών/των μεθόδων/του περιοδικού. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας θέλει ~. Πβ. ανα-καίνιση, -μόρφωση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) (Τελευταία) ~ ιστοσελίδας. Αυτόματη ~ του λογισμικού κατά των ιών. 3. απόκτηση νέων σωματικών ή ψυχικών δυνάμεων και ζωντάνιας· αναζωογόνηση: ~ (σε βάθος) του δέρματος/του προσώπου. Κρέμα που υπόσχεται ~ της ταλαιπωρημένης επιδερμίδας. Πβ. ξανάνιωμα. Βλ. αποκατάσταση.|| ~ της σχέσης τους (= αναθέρμανση). ~ της διάθεσης (μετά από ένα ταξίδι) (= τόνωση). ~ στην εμφάνιση. 4. επιβεβαίωση, διαβεβαίωση εκ νέου· παράταση της ισχύος: ~ της εμπιστοσύνης του λαού στο πρόσωπο της κυβέρνησης/της λαϊκής εντολής (: κυβερνητική νίκη στις τελευταίες εκλογές). ~ των όρκων αγάπης. ~ του ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα. ~ θητείας (μέλους ΔΣ). Επίσκεψη που συνέβαλε στην ~ των δεσμών/των σχέσεων/της φιλίας των δύο χωρών.|| Ετήσια/μονομερής ~ συμβολαίου. ~ βιβλιαρίου υγείας/διαβατηρίου/σύνδεσης (κινητού)/συνδρομής. ~ συμφωνίας (μεταξύ κρατών). Άρνηση/έγκριση ~ης (άδειας παραμονής). Αίτηση ~ης (εγγραφής). ~ώσεις αποσπάσεων. Προχώρησαν σε ~ της συνεργασίας τους.|| (για κινητό:) Κάρτα ~ης χρόνου ομιλίας. [< αρχ.-μτγν. ἀνανέωσις, γαλλ. renouvellement, αγγλ. renewal, γερμ. Erneuerung]
  • ανανεώσιμος , η, ο [ἀνανεώσιμος] α-να-νε-ώ-σι-μος επίθ.: που μπορεί να ανανεωθεί: ~η: άδεια/θητεία (των μελών του ΔΣ)/σύμβαση. ~ο: δυναμικό.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~οι: ενεργειακοί/φυσικοί πόροι (ΑΝΤ. εξαντλήσιμοι, π.χ. πετρέλαιο). ~ες: πρώτες ύλες. ~α: αποθέματα/καύσιμα (βλ. βιοκαύσιμα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας: ΟΙΚΟΛ. που είναι πρακτικά ανεξάντλητες, ικανές να υποκαταστήσουν πολλές από τις συμβατικές πηγές ενέργειας και δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον (δηλ. η ηλιακή, η αιολική, η γεωθερμική, η υδραυλική, η θαλάσσια ενέργεια και η ενέργεια από βιομάζα): Παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ~ ~. ΣΥΝ. ήπιες μορφές/πηγές ενέργειας [< αγγλ. renewable sources of energy, 1974] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας βλ. συμβατικός [< αγγλ. renewable, 1971]
  • ανανεωτής [ἀνανεωτής] α-να-νε-ω-τής ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που επιφέρει ανανέωση, εκσυγχρονισμό σε κάποιον χώρο, θεσμό, τομέα: ~ καλλιτεχνικού ρεύματος/της μουσικής σκηνής/πολιτικού συστήματος. Πβ. ανακαινιστής, αναμορφωτής, εκσυγχρον-, μεταρρυθμ-ιστής. [< μτγν. ἀνανεωτής, γαλλ. rénovateur]
  • ανανεωτικός , ή, ό [ἀνανεωτικός] α-να-νε-ω-τι-κός επίθ.: που συντελεί στην ανανέωση: ~ός: άνεμος (αισιοδοξίας). ~ή: διάθεση/δράση/κίνηση/προσπάθεια. ~ό: πνεύμα/ρεύμα. ~ές: δυνάμεις/ιδέες/τάσεις. Πβ. ανακαινιστικός.|| ~ή: δύναμη/ιατρική (: που επιβραδύνει ή εμποδίζει πολλές από τις χρόνιες ασθένειες του γήρατος, προωθώντας την υγιή γήρανση. Πβ. αναγεννητική ιατρική). ● επίρρ.: ανανεωτικά [< μτγν. ἀνανεωτικός, γαλλ. rénovateur]
  • ανανήφω [ἀνανήφω] α-να-νή-φω ρ. (αμτβ.) {συνήθ. στο θ. του αορ. ανένη-ψε} (λόγ.) 1. ΙΑΤΡ. συνέρχομαι από βαριά βιολογική δυσλειτουργία (κώμα, καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια): Ο ασθενής ~ψε μετά από την αναισθησία/το εγκεφαλικό επεισόδιο/τη χειρουργική επέμβαση (: ανέκτησε τις αισθήσεις του). ΣΥΝ. αναλαμβάνω (2) 2. (μτφ.) ανακάμπτω: Η εταιρεία ~ψε (: ορθοπόδησε) ύστερα από χρεοκοπία. [< αρχ. ἀνανήφω, αγγλ. recover]
  • ανάνηψη [ἀνάνηψη] α-νά-νη-ψη ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανανήφω: (ΙΑΤΡ.) βασική/μετεγχειρητική (βλ. τεχνητή αναπνοή) ~. ~ μετά από γενική αναισθησία. Αίθουσα/συσκευές ~ης.|| (μτφ.) Οικονομική/πνευματική ~. ~ (μετά) από κρίση. Πβ. (επ)ανάκαμψη. ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη βλ. καρδιοπνευμονικός ● ΦΡ.: ανάνηψη από σφάλμα/λάθος: ΠΛΗΡΟΦ. ελαχιστοποίηση των συνθηκών που μπορούν να εκτρέψουν ένα κύριο πρόγραμμα από την κανονική του ροή σε περίπτωση σφάλματος. [< αγγλ. error recovery] [< μτγν. ἀνάνηψις, αγγλ. recovery]
  • αναντάμ παπαντάμ [ἀναντάμ παπαντάμ] α-να-ντάμ πα-πα-ντάμ επίρρ. & αναντάμ μπαμπαντάμ (προφ.-λογοτ.): από παλιά, ανέκαθεν: Το σπίτι είναι δικό μας ~ ~ (πβ. πατρο-, προ-γονικός). ΣΥΝ. (από) πάππου προς πάππου [< τουρκ. anadan babadan]
  • ανανταπόδοτος , η, ο [ἀνανταπόδοτος] α-να-ντα-πό-δο-τος επίθ. (λόγ.): που δεν ανταποδίδεται, δεν βρίσκει ανταπόκριση: ~η: αγάπη (ΑΝΤ. αμοιβαία). [< μτγν. ἀνανταπόδοτος, αγγλ. unrequited]
  • ανάντη [ἀνάντη] α-νά-ντη επίρρ. 1. αντίθετα από τη φορά του ρου, ανηφορικά: Κατασκευή τεχνητών έργων ~ των ποταμών. ΑΝΤ. κατάντη 2. απέναντι: Το φράγμα θα κατασκευαστεί ~ της πόλης. ● Ουσ.: ανάντη (τα): τμήμα ποταμού, ρεύματος, απ' όπου κατέρχονται τα νερά από τις πηγές και γενικότ. τα άνω άκρα, τα υψηλότερα σημεία, στην αντίθετη προς τη ροή κατεύθυνση: τα ~ του φράγματος. ΑΝΤ. κατάντη [< αρχ. επίθ. ἀνάντης]

αποκαθιστώ

αποκαθιστώ [ἀποκαθιστῶ] α-πο-κα-θι-στώ ρ. (μτβ.) {αποκαθιστ-άς ... | αποκατέστη-σε κ. αποκατάστη-σε, αποκαταστή-σει, αποκαθίστ-αται, αποκαταστά-θηκα (λόγ.) απεκαταστάθη, αποκαταστα-θεί, μτχ. αποκατεστη-μένος κ. αποκαταστημένος, αποκαθιστ-ώντας} 1. επαναφέρω σε λειτουργία· επισκευάζω, επιδιορθώνω: Η βλάβη/η επικοινωνία/η ζημιά/η κυκλοφορία/η συγκοινωνία (: επανήλθε στην κανονική ροή)/η σύνδεση/το πρόβλημα ~ηκε άμεσα/μερικώς/σταδιακά.|| (για κτίσμα ή μνημείο) ~ την πρόσοψη κτιρίου (πβ. ανακαινίζω). ~ηκε η μονή (= αναστηλώθηκε)/ο πίνακας (= αναπαλαιώθηκε). 2. φέρνω στην αρχική ομαλή ή συνήθη κατάσταση: (μτφ.) ~θηκε η αλήθεια/η δημοκρατία (ΑΝΤ. βλάπτω)/η ειρήνη/το κύρος της εταιρείας (ΑΝΤ. πλήττω, τραυματίζω)/η τάξη (ΑΝΤ. διασαλεύω). ~θηκαν οι σχέσεις των δύο χωρών (ΑΝΤ. διαταράσσω). ~ώντας τη νομιμότητα. Κοιτάζει να ~ήσει την τιμή και την υπόληψή του (βλ. περισώσει).|| Δεν ~θηκε ακόμα η ακοή/η υγεία του (= δεν ανάρρωσε, δεν θεραπεύτηκε).|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ ένα κείμενο/χειρόγραφο (: στην πρώτη του μορφή, προτού υποστεί φθορές, αλλοιώσεις). 3. (μτφ.) παρέχω υλική ή κοινωνική εξασφάλιση: Ζήτησαν από την κυβέρνηση να ~σει τα θύματα της καταστροφής (: να τα αποζημιώσει).|| Τελειώνουν τη σχολή και προσπαθούν να ~θούν επαγγελματικά (: να βρουν δουλειά).|| Δεν έχει ακόμα ~σει τα παιδιά/τις κόρες του (: τακτοποιήσει επαγγελματικά ή παντρέψει).|| (παρωχ. για άνδρα που διατηρεί σχέση με γυναίκα:) Πρέπει να την ~σεις/να ~σεις την τιμή της (: να την παντρευτείς)! ● βλ. αποκατεστημένος [< μτγν. ἀποκαθιστῶ, γαλλ. restaurer, rétablir]

αποκατάσταση

αποκατάσταση [ἀποκατάσταση] α-πο-κα-τά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. επαναφορά σε λειτουργία· επισκευή, επιδιόρθωση: άμεση/επείγουσα/σταδιακή/ταχεία ~. ~ της βλάβης/της επικοινωνίας/της κυκλοφορίας/του προβλήματος (πβ. αντιμετώπιση, επίλυση)/της σύνδεσης. Δαπάνες/έργα/κόστος ~ης των ζημιών.|| (συνήθ. για χώρο, κτίσμα, έργο τέχνης) Αρχιτεκτονική/περιβαλλοντική/τεχνική ~ (πβ. ανακατασκευή, αναμόρφωση, ανάπλαση). ~ δρόμου/υγρότοπου/χωματερών. ~ εικόνας (πβ. συντήρηση)/μνημείου/Μονής (πβ. αναπαλαίωση, αναστήλωση). Βλ. βιο~. 2. επαναφορά στην αρχική ομαλή ή συνήθη κατάσταση: (ΙΑΤΡ.) καρδιο-αναπνευστική/κινητική/μυϊκή/μυοσκελετική/νευρολογική/ουρολογική/φυσική/ψυχιατρική/ψυχική ~. ~ κακώσεων/παθήσεων. Φυσική ιατρική και ~. Πλήρης ~ της υγείας. ~ μαθησιακών δυσκολιών. ~ αναπήρων. Χειρουργική ~ μαστού (με ενθέματα σιλικόνης). Πβ. θεραπεία.|| (συνεκδ.) Αισθητικές/οδοντικές (π.χ. γέφυρες, στεφάνες)/πλαστικές ~άσεις.|| (ΦΙΛΟΛ.) ~ του κειμένου/χειρογράφου (ενν. στην πιθανολογούμενη πρώτη μορφή).|| (μτφ.) ~ της αλήθειας/της δημοκρατίας/της ειρήνης/του κύρους/της μνήμης (των αγωνιστών)/της τάξης/της φήμης (κάποιου). ~ στην εξουσία (= επάνοδος). Ζητά την ~ του ονόματός/της τιμής του. 3. (μτφ.) υλική ή κοινωνική εξασφάλιση: ηθική/στεγαστική ~. ~ των περιουσιών. ~ των θυμάτων της καταστροφής (πβ. αποζημίωση). ~ των ακτημόνων/σεισμόπληκτων.|| Εργασιακή ~ συμβασιούχων. Δυνατότητες/προοπτικές επαγγελματικής ~ης. Πβ. τακτοποίηση.|| ~ της κόρης του (= γάμος, παντρειά). [< 1, 2: αρχ. ἀποκατάστασις, γαλλ. restauration, rétablissement, rehabilitation 2: αγγλ. rehabilitation]

εμπλουτίζω

εμπλουτίζω [ἐμπλουτίζω] ε-μπλου-τί-ζω ρ. (μτβ.) {εμπλούτι-σα, -σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, εμπλουτίζ-οντας, -όμενος, εμπλουτι-σμένος}: κάνω κάτι πληρέστερο, περιεκτικότερο, προσθέτοντάς του καινούργια (και πιο βελτιωμένα) στοιχεία, συστατικά: ~ει συνεχώς τη βιβλιοθήκη του με νέα βιβλία. ~στηκε το αρχείο. Ο κατάλογος έχει ~στεί με νέα προϊόντα. Συνεχώς ~όμενη βάση δεδομένων/συλλογή. ~σμένη: έκδοση. || ~ τις γνώσεις/τις εμπειρίες/το λεξιλόγιό μου (πβ. αυξάνω, διευρύνω, επεκτείνω, πλουτίζω).|| Το έδαφος ~εται με λίπασμα. [< γαλλ. enrichir]

καρδιοπνευμονικός

καρδιοπνευμονικός, ή, ό καρ-δι-ο-πνευ-μο-νι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων: ~ές: παθήσεις (σε καπνιστές). Πβ. καρδιοαναπνευστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη & καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση/ανάνηψη (ακρ. ΚΑΡΠΑ): πρώτες βοήθειες, κυρ. τεχνητή αναπνοή και καρδιακές μαλάξεις, σε άτομο που έχει σταματήσει να αναπνέει: βασική/εξειδικευμένη ~ ~. ~ ~ σε ενήλικες και παιδιά. Βλ. φιλί (της) ζωής. [< αγγλ. cardiopulmonary resuscitation (CPR), 1958] [< γαλλ. cardiopulmonaire]

συμβατικός

συμβατικός, ή, ό συμ-βα-τι-κός επίθ. 1. που είναι αποτέλεσμα επίσημης σύμβασης ή κοινής συμφωνίας ή συμφωνεί με τις κοινωνικές συμβάσεις· κατ' επέκτ. (συχνά μειωτ.) τυπικός, χωρίς ουσία: (ΝΟΜ.) ~ός: διακανονισμός (: κοινοπραξία)/μισθός/χρόνος παράδοσης (ενός έργου). ~ή: αξία (ενός αυθαιρέτου)/ελευθερία. ~ό: δίκαιο/ωράριο εργασίας. ~οί: όροι. ~ές: υποχρεώσεις. ~ά: δικαιώματα. Διεθνές ~ό πλαίσιο (για τις κλιματικές αλλαγές). Βλ. προ~.|| ~ή: ονομασία/χρήση (ενός όρου). Η διόρθωση γίνεται με ~ά σύμβολα. Πβ. αυθαίρετος, τεχνητός. Βλ. φυσικός.|| ~ός: άνθρωπος (πβ. κομφορμιστής)/γάμος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά/σχέση. Πβ. κομφορμιστικός. ΑΝΤ. αντικομφορμιστικός, αντι~. 2. του οποίου η κατασκευή ή η χρήση είναι παραδοσιακή, συνηθισμένη, γενικευμένη: ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας/πόλεμος (: με ~ά όπλα). ~ή: εικόνα/εκπαίδευση (βλ. εξ αποστάσεως)/ιατρική (ΑΝΤ. εναλλακτική, ομοιοπαθητική)/μέθοδος (= καθιερωμένη, κλασική, ορθόδοξη. ΑΝΤ. ανορθόδοξη)/τεχνολογία/φωτογραφία (ΑΝΤ. ψηφιακή). ~ό: αυτοκίνητο (βλ. υβριδικός)/πλοίο (βλ. καταμαράν)/ταχυδρομείο (βλ. ιμέιλ)/υλικό για διδασκαλία (βλ. πολυμεσικός). ~ές: πινακίδες. ~ά: καύσιμα/μέσα/προϊόντα (βλ. βιολογικός). ● επίρρ.: συμβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμβατικά όπλα: ΣΤΡΑΤ. όπλα που συνήθ. χρησιμοποιούνται στους πολέμους, κατ' αντιδιαστολή προς τα πυρηνικά, τα βιολογικά ή τα χημικά. [< αγγλ. conventional weapons, 1952] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας: που εξαντλούνται σταδιακά και επιβαρύνουν το περιβάλλον (άνθρακας, βενζίνη, λιγνίτης, πετρέλαιο, πυρηνική ενέργεια, φυσικό αέριο). Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. [< αγγλ. conventional energy sources] [< αρχ. συμβατικός, γαλλ. conventionnel, αγγλ. conventional]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.