Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4120-4140]


  • αναλώσιμος , η, ο [ἀναλώσιμος] α-να-λώ-σι-μος επίθ. (λόγ.): που μπορεί να καταναλωθεί, να χρησιμοποιηθεί: ~α: αγαθά/προϊόντα/υλικά. Πβ. κατ~.|| (μτφ.-μειωτ.) ~ο: εργατικό δυναμικό (: που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και αντικαθίσταται εύκολα). ● Ουσ.: αναλώσιμα (τα): είδη για συγκεκριμένη χρήση που εξαντλούνται ή φθείρονται γρήγορα και αντικαθίστανται: ~ γραφείου (: μολύβια, χαρτί)/εκτυπωτή (: μελάνι). Μη ~ (: εργαλεία, μηχανήματα). ~-ανταλλακτικά. [< μεσν. αναλώσιμος, γαλλ. consommable]
  • ανάμα βλ. νάμα
  • αναμαλλιασμένος , η, ο [ἀναμαλλιασμένος] α-να-μαλ-λια-σμέ-νος επίθ.: που έχει μπερδεμένα, αχτένιστα μαλλιά: ~ από τον ύπνο. ΣΥΝ. αχτένιστος (1), ξεμαλλιασμένος, ξεχτένιστος
  • αναμαρτησία [ἀναμαρτησία] α-να-μαρ-τη-σί-α ουσ. (θηλ.): (κυρ. σε εκκλησιαστικά κείμενα) η ιδιότητα του αναμάρτητου: η ~ του Κυρίου. [< μτγν. ἀναμαρτησία]
  • αναμάρτητος , η, ο [ἀναμάρτητος] α-να-μάρ-τη-τος επίθ.: (κυρ. σε εκκλησιαστικά κείμενα) που δεν διαπράττει ή δεν έχει διαπράξει αμαρτήματα και γενικότ. σφάλματα. Πβ. ακριμάτιστος, αλάθητος. ΑΝΤ. αμαρτωλός ● επίρρ.: αναμάρτητα ● ΦΡ.: ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω (ΚΔ-λόγ.): ως προτροπή σε κάποιον, προτού κατηγορήσει ή κρίνει κάποιον άλλο, να αναλογιστεί τα δικά του λάθη., ουδείς αναμάρτητος: όλοι έχουν υποπέσει σε κάποιο σφάλμα: Και αν έκανες ένα λαθάκι, τι πειράζει; ~ ~! [< αρχ. ἀναμάρτητος]
  • αναμάσημα [ἀναμάσημα] α-να-μά-ση-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναμασώ: ~ απόψεων. Φλυαρίες και ~ήματα. Πβ. μηρυκασμός, πιπίλισμα.
  • αναμασώ [ἀναμασῶ] α-να-μα-σώ ρ. (μτβ.) {αναμασ-ά(ει) ... | αναμάσ-ησε, -άται κ. -ιέται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας} & αναμασάω: (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) επαναλαμβάνω κάτι ήδη γνωστό, κοινότοπο και άνευ ουσίας: ~ά(ει) συνέχεια στερεότυπα/τα ίδια και τα ίδια. ~ημένη τροφή. Πβ. αναμηρυκάζει, πιπιλίζω.αναμασά & αναμασάει: (για ζώο) μηρυκάζει. [< αρχ. ἀναμασάομαι]
  • αναμειγνύω & αναμιγνύω [ἀναμειγνύω] α-να-μει-γνύ-ω ρ. (μτβ.) {ανέμει-ξα (προφ.) ανάμει-ξα, αναμεί-χθηκε (προφ. -χτηκε), -χθεί (προφ. -χτεί), αναμειγνύ-οντας, αναμειγμένος (λόγ.) αναμεμειγμένος} (λόγ.) 1. ενώνω δύο ή περισσότερα υλικά μεταξύ τους· δημιουργώ μείγμα: ~ τα χρώματα. ~ νερό με αλεύρι, για να φτιάξω ζύμη. ~ καλά τα συστατικά σε ένα μπολ. ΣΥΝ. ανακατεύω (1) 2. (μτφ.) συνδυάζω, φέρνω σε επαφή ετερογενή στοιχεία: ~ει διαφορετικά είδη μουσικής. Μην ~εις (= συγχέεις) το συναίσθημα με τη λογική! ● Παθ.: αναμειγνύομαι {κυρ. στο γ' πρόσ.}: εμπλέκομαι, συμμετέχω: ~χθηκε σε σκάνδαλο. Έχουν επανειλημμένα ~χθεί σε υποθέσεις εξαπάτησης.|| Μην ~εσαι (: επεμβαίνεις, παρεμβαίνεις) στις δουλειές των άλλων! ΣΥΝ. ανακατεύομαι (1) ● βλ. αναμεμειγμένος [< 1: αρχ. ἀναμείγνυμι]
  • αναμεικτήρας βλ. αναμικτήρας
  • ανάμεικτος & ανάμικτος , η, ο [ἀνάμεικτος] α-νά-μει-κτος επίθ.: που προκύπτει από ανάμειξη διαφόρων υλικών ή στοιχείων: ~ο: παγωτό (: με διάφορες γεύσεις). ~οι: ξηροί καρποί. ~α: λαχανικά/μπαχαρικά.|| (μτφ.) ~ες: αντιδράσεις/εντυπώσεις/σκέψεις. ~η εικόνα (: θετική και αρνητική) για την παγκόσμια οικονομία παρουσιάζουν τα τελευταία στοιχεία. ΣΥΝ. ανακατεμένος (1), ανάκατος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάμεικτα συναισθήματα & αισθήματα: αλληλοσυγκρουόμενα (συν)αισθήματα: ~ ~ χαράς και λύπης. Τον υποδέχτηκαν με ~ ~. [< αγγλ. mixed feelings] [< μτγν. ἀνάμικτος]
  • ανάμειξη & ανάμιξη [ἀνάμειξη] α-νά-μει-ξη ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) εμπλοκή, παρέμβαση: άμεση/έμμεση/προσωπική/στρατιωτική ~. ~ στα εσωτερικά της χώρας (= επέμβαση). Ενεργός ~ στα κοινά (= συμμετοχή). Αρνείται κάθε ~/δεν είχε καμία ~ στην υπόθεση. 2. μείξη, ανακάτεμα: ~ ποτών (: κοκτέιλ)/πρώτων υλών/χρωμάτων (βλ. ταίριασμα, δέσιμο). ~ του νερού με το χώμα (: πηλός). Προϊόν τυχαίας ~ης. Βλ. πρόσμειξη.|| ~ μοτίβων/πληθυσμών. Φυλετικές ~ίξεις. [< 1: γαλλ. interférence 2: μτγν. ἀνάμιξις]
  • αναμεμειγμένος , η, ο [ἀναμεμειγμένος] α-να-με-μειγ-μέ-νος επίθ. & αναμεμιγμένος (λόγ.) & (προφ.) αναμειγμένος & αναμιγμένος 1. (μτφ.) μπλεγμένος, εμπλεκόμενος: Βρέθηκε/φέρεται ~ σε απάτη/υπόθεση διαφθοράς. ΑΝΤ. αμέτοχος 2. ανακατεμένος: ~α: υλικά. Μπλε ~ο με κίτρινο δίνει πράσινο.|| (μτφ.) Αγάπη ~η με μίσος. Μουσικά είδη ~α μεταξύ τους. ΣΥΝ. ανάμεικτος & ανάμικτος ● βλ. αναμειγνύω [< αρχ. ἀναμεμειγμένος, ἀναμεμιγμένος]
  • αναμενόμενος , η, ο [ἀναμενόμενος] α-να-με-νό-με-νος επίθ.: (για κάτι) που αναμένει ή ανέμενε κάποιος να συμβεί, που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του: ~ος: αριθμός (επισκεπτών). ~η: αλλαγή/αντίδραση/απάντηση/αύξηση/επιτυχία/συμπεριφορά. ~α: έσοδα. Μη ~ες εξελίξεις (= αναπάντεχες, απρόσμενες). Προσπάθεια που δεν είχε τα ~α (= επιθυμητά) αποτελέσματα. Το θέμα στις εξετάσεις ήταν ~ο (πβ. ΣΟΣ).|| (απρόσ.) Όπως ήταν ~ο. Είναι ~ο να/ότι ... ● ΣΥΜΠΛ.: αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία βλ. τιμή ● ΦΡ.: δεν αποδίδει τα αναμενόμενα: δεν επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα· (για πρόσ., συνήθ. αθλητή) η επίδοσή του δεν είναι η αναμενόμενη: Τα μέτρα δεν απέδωσαν ~.|| Ο περσινός παγκόσμιος πρωταθλητής δεν απέδωσε ~ και περιορίστηκε στην τρίτη θέση. [< μτχ. εν. του ρ. ἀναμένω, αγγλ. expected]
  • αναμένω [ἀναμένω] α-να-μέ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρατ. ανέμ-ενα, σπάν. αόρ. -εινα, αναμέν-οντας, -όμενος} (λόγ.): περιμένω να συμβεί κάτι ή να έρθει κάποιος, συνήθ. στο άμεσο μέλλον: ~ μια απάντηση/απόφαση (με αγωνία/ανυπομονησία. Πβ. καρτερώ, προσμένω). ~ νέα σου! ~ενε βελτίωση των συνθηκών (= ήλπιζε, προσδοκούσε). Μάταια τον ~εναν, δεν ήρθε. ● Παθ.: αναμένεται: επίκειται, προβλέπεται: ~ άνοδος της θερμοκρασίας/μείωση των κερδών. Ο φετινός χειμώνας ~ βαρύς. ~ονται βροχοπτώσεις/μεγάλες εκπλήξεις.|| Το δέμα ~όταν/(αρχαιοπρ.) ανεμένετο να φτάσει σήμερα, αλλά... ● ΦΡ.: αναμείνατε/περιμένετε στο ακουστικό σας βλ. ακουστικό, αναμένω/περιμένω στο ακουστικό (μου) βλ. ακουστικό [< αρχ. ἀναμένω, γαλλ. (s') attendre]
  • ανάμεσα [ἀνάμεσα] α-νά-με-σα επίρρ. & (λαϊκό) αναμεσής & ανάμεσο 1. (+ σε, μας/σας/τους) μεταξύ (για τοπικά, χρονικά, ποσοτικά όρια ή πρόσωπα, πράγματα, ιδέες, καταστάσεις): ~ σε Ανατολή και Δύση/στο πραγματικό και το φανταστικό/στο χτες και το σήμερα/στο 1930 και 1940. Ανταγωνισμός/κοινά στοιχεία ~ στις δύο χώρες. Είναι/συγκαταλέγεται ~ στους πρώτους. Θα τον αναγνώριζα ~ σε χιλιάδες (πβ. μέσα). Τι να προτιμήσω ~ στα δύο;|| Κινούνται/κυκλοφορούν ~ά μας. Δεν βρίσκεται πια ~ά μας (= πέθανε). Αγνοούνται τέσσερα άτομα, ~ά τους και ένα παιδί. Υπάρχει βαθιά φιλία ~ά τους.|| (προφ.) Έλα να καθίσεις ~ (= στη μέση)!|| (ως επίθ.) Οι ~ στα πετρώματα κισσοί. 2. (+ από) μέσα από, διά μέσου: διαδρομή ~ από βουνά και λαγκάδια. ● ΦΡ.: θα/να/ας μείνει ανάμεσά μας/μεταξύ μας: για κάτι που δεν πρέπει ή δεν επιθυμούμε να αποκαλυφθεί σε τρίτους: Ό,τι είπαμε θα σε παρακαλούσα να μείνει ~, εντάξει;, κάπου ανάμεσα: για δήλωση τοπικής, χρονικής, αξιολογικής αοριστίας: ~ ~ στο πάνω και το κάτω διάζωμα/στο 2012 και το 2013. Η ταινία κινείται ~ ~ στην κωμωδία και το δράμα. Η αλήθεια βρίσκεται ~ ~., μπαίνω ανάμεσα σε κάποιους: αναμειγνύομαι, επεμβαίνω αδιάκριτα σε προσωπική, συνήθ. ερωτική, σχέση άλλων και καταφέρνω να τους δημιουργήσω προβλήματα: Μπήκε ~ στο ζευγάρι και τους χώρισε. Τίποτα και κανένας δεν μπορεί να μπει ~ά μας! Πβ. ανακατεύομαι, χώνω τη μύτη μου., μεταξύ (των) άλλων βλ. άλλος [< μεσν. ανάμεσα]
  • αναμεταδίδω [ἀναμεταδίδω] α-να-με-τα-δί-δω ρ. (μτβ.) {αναμετέδω-σε, αναμεταδό-θηκε} 1. ΤΗΛΕΠ. κάνω αναμετάδοση: Ο αγώνας ~εται ζωντανά από την τηλεόραση. Βλ. μαγνητοσκοπώ. 2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ σε κάποιον κάτι που έμαθα ή άκουσα: ~ πληροφορίες. [< γαλλ. retransmettre, 1932]
  • αναμετάδοση [ἀναμετάδοση] α-να-με-τά-δο-ση ουσ. (θηλ.): ΤΗΛΕΠ. εκ νέου μετάδοση, επανεκπομπή: δορυφορική/επίγεια/καλωδιακή/τοπική ~. ~ εκπομπής λόγω μεγάλης τηλεθέασης. Ενσύρματη ~ εντολών τηλεχειριστηρίου. Δίκτυο/κέντρο/σταθμός ~ης. Απευθείας/ζωντανή ~ ενός αγώνα/μιας ομιλίας. Δοκιμαστικές ~όσεις. Βλ. μαγνητοσκόπηση.|| Απαγορεύεται αυστηρώς η ~ οποιασδήποτε πληροφορίας της παρούσας ιστοσελίδας. [< γαλλ. retransmission, 1933]
  • αναμεταδότης [ἀναμεταδότης] α-να-με-τα-δό-της ουσ. (αρσ.): ΤΗΛΕΠ. το μέρος του δορυφόρου που λαμβάνει το σήμα από τον επίγειο σταθμό και το αναμεταδίδει ενισχυμένο σε άλλους: δορυφορικός/τηλεοπτικός/ψηφιακός ~. ~ κινητής τηλεφωνίας/ραντάρ. Επαναλήπτες-~ες. [< γαλλ. retransmetteur, 1932]
  • αναμεταξύ βλ. μεταξύ
  • αναμετράω βλ. αναμετρώ

ακουστικό

ακουστικό [ἀκουστικό] α-κου-στι-κό ουσ. (ουδ.): συσκευή που εφάπτεται ή προσαρμόζεται στο αυτί ή στα αυτιά, ώστε να ληφθεί και να μεταδοθεί ο ήχος και να περιοριστεί ο εξωγενής θόρυβος: (ως εξάρτημα σταθερού τηλεφώνου:) Κατεβάζω/κλείνω/σηκώνω το ~.|| Μεγάλα/μεσαία/μίνι/στερεοφωνικά ~ά. ~ά ακρόασης/ενδοεπικοινωνίας/κεφαλής/τηλεόρασης/υψηλής πιστότητας. Ασύρματο/φορητό ~ για κινητά τηλέφωνα/με τεχνολογία μπλουτούθ (βλ. μικρο~). ~ για δηµοσιογραφικά κασετόφωνα/ηλεκτρονικό υπολογιστή/φορητά ραδιόφωνα τσέπης. Μικρόφωνο και ~ για συνομιλία στο διαδίκτυο.|| Τα ~ά του γιατρού (= το στηθοσκόπιο). ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικά (βαρηκοΐας): μικροσκοπική συσκευή που ενισχύει τους ήχους και προσαρμόζεται στο αυτί ατόμων με προβλήματα ακοής: ενδοκαναλικά ~. Φοράει ψηφιακά ~ ~., ακουστικά ψείρες: που είναι μικροσκοπικά και τοποθετούνται μέσα στο αυτί. [< αγγλ. earbuds, 1983] ● ΦΡ.: αναμείνατε/περιμένετε στο ακουστικό σας 1. τυπική έκφραση αυτόματου τηλεφωνητή σε περίπτωση που είναι κατειλημμένη η τηλεφωνική γραμμή: Παρακαλώ περιμένετε ~. 2. (μτφ.-συνήθ. ειρων.) για προοπτική μακρόχρονης αναμονής, κωλυσιεργίας: ~ ~ για το επίδομα ... ~ ~ και θα υπάρξει ανακοίνωση., αναμένω/περιμένω στο ακουστικό (μου) (μτφ.): περιμένω (αγωνιωδώς) ειδοποίηση, οριστική απάντηση: Αναμένουν ~ τους, ώστε να υπογράψουν συμβόλαιο συνεργασίας., αφήνω κάποιον στο ακουστικό του: τον αφήνω να περιμένει. [< γαλλ. écouteur, 1922, αγγλ. earphone, 1924]

άλλος

άλλος, η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]

αναμειγνύω & αναμιγνύω

αναμειγνύω & αναμιγνύω [ἀναμειγνύω] α-να-μει-γνύ-ω ρ. (μτβ.) {ανέμει-ξα (προφ.) ανάμει-ξα, αναμεί-χθηκε (προφ. -χτηκε), -χθεί (προφ. -χτεί), αναμειγνύ-οντας, αναμειγμένος (λόγ.) αναμεμειγμένος} (λόγ.) 1. ενώνω δύο ή περισσότερα υλικά μεταξύ τους· δημιουργώ μείγμα: ~ τα χρώματα. ~ νερό με αλεύρι, για να φτιάξω ζύμη. ~ καλά τα συστατικά σε ένα μπολ. ΣΥΝ. ανακατεύω (1) 2. (μτφ.) συνδυάζω, φέρνω σε επαφή ετερογενή στοιχεία: ~ει διαφορετικά είδη μουσικής. Μην ~εις (= συγχέεις) το συναίσθημα με τη λογική! ● Παθ.: αναμειγνύομαι {κυρ. στο γ' πρόσ.}: εμπλέκομαι, συμμετέχω: ~χθηκε σε σκάνδαλο. Έχουν επανειλημμένα ~χθεί σε υποθέσεις εξαπάτησης.|| Μην ~εσαι (: επεμβαίνεις, παρεμβαίνεις) στις δουλειές των άλλων! ΣΥΝ. ανακατεύομαι (1) ● βλ. αναμεμειγμένος [< 1: αρχ. ἀναμείγνυμι]

αναμεμειγμένος

αναμεμειγμένος, η, ο [ἀναμεμειγμένος] α-να-με-μειγ-μέ-νος επίθ. & αναμεμιγμένος (λόγ.) & (προφ.) αναμειγμένος & αναμιγμένος 1. (μτφ.) μπλεγμένος, εμπλεκόμενος: Βρέθηκε/φέρεται ~ σε απάτη/υπόθεση διαφθοράς. ΑΝΤ. αμέτοχος 2. ανακατεμένος: ~α: υλικά. Μπλε ~ο με κίτρινο δίνει πράσινο.|| (μτφ.) Αγάπη ~η με μίσος. Μουσικά είδη ~α μεταξύ τους. ΣΥΝ. ανάμεικτος & ανάμικτος ● βλ. αναμειγνύω [< αρχ. ἀναμεμειγμένος, ἀναμεμιγμένος]

αναμετρώ

αναμετρώ [ἀναμετρῶ] α-να-με-τρώ ρ. (μτβ.) {αναμετρ-άς ..., -ώντας | αναμέτρ-ησε, -ήσει, -ιέμαι (λόγ.) -ώμαι/-ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, συνήθ. μεσοπαθ.} & αναμετράω: υπολογίζω, λογαριάζω: ~ τις αντοχές μου/τις δυνάμεις μου/τα εμπόδια/τους κινδύνους/το κόστος των επιλογών μου. ΣΥΝ. αναλογίζομαι (1), εκτιμώ (1), σταθμίζω (1) ● Παθ.: αναμετριέμαι: συναγωνίζομαι ή παλεύω με κάποιον, έρχομαι αντιμέτωπος: ~ήθηκαν στο τρέξιμο. Οι δύο ομάδες θα ~ηθούν στον τελικό (πβ. συγκρούομαι). Έλα να ~ηθούμε! Πβ. παραβγαίνω. Βλ. ανταγωνίζομαι.|| (μτφ.) ~ιέται με τα προβλήματα και δίνει λύσεις. [< γαλλ. se mesurer] [< αρχ. ἀναμετρῶ]

αναμικτήρας & αναμίκτης

αναμικτήρας & αναμίκτης [ἀναμικτήρας] α-να-μι-κτή-ρας ουσ. (αρσ.) & αναμεικτήρας & αναμείκτης ΤΕΧΝΟΛ. 1. μηχανή ανάμειξης υλικών: ~ σκυροδέματος (= μπετονιέρα). 2. (λόγ.) μίξερ. Πβ. αναδευτήρας. [< αγγλ. mixer]

μαγνητοσκόπηση

μαγνητοσκόπηση μα-γνη-το-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.): εγγραφή εικόνας και ήχου σε μαγνητοταινία και συνεκδ. το εγγεγραμμένο υλικό: Κάνω ~ (= μαγνητοσκοπώ). Απαγορεύεται η ~ της δίκης/της παράστασης.|| Η εκδήλωση/η τελετή θα μεταδοθεί από το κανάλι σε ~ (ΣΥΝ. μαγνητοσκοπημένη. ΑΝΤ. απευθείας/ζωντανά). Βλ. βιντεοσκόπηση, μαγνητοφώνηση, -σκόπηση.

μαγνητοσκοπώ

μαγνητοσκοπώ [μαγνητοσκοπῶ] μα-γνη-το-σκο-πώ ρ. (μτβ.) {μαγνητοσκοπ-είς ... | μαγνητοσκόπ-ησα, -ήσω | -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: κάνω μαγνητοσκόπηση: Ο εικονολήπτης ~ησε τη σκηνή της έκρηξης. Η συναυλία ~ήθηκε και προβλήθηκε στην τηλεόραση. Ο αγώνας μεταδόθηκε ~ημένος (= σε μαγνητοσκόπηση). Βλ. βιντεοσκοπώ, μαγνητοφωνώ, -σκοπώ. [< γαλλ. magnétoscoper, 1969]

μεταξύ

μεταξύ με-τα-ξύ πρόθ. & (οικ.) αναμεταξύ 1. (+ γεν.) δηλώνει θέση ή διάστημα που βρίσκεται εντός δύο τοπικών, χρονικών ή ποσοτικών ορίων: ~ ουρανού και θάλασσας.|| ~ δύο αιώνων. Οι αγώνες θα διεξαχθούν ~ της 15ης Σεπτεμβρίου και 1ης Οκτωβρίου.|| Η θερμοκρασία θα κυμανθεί μεταξύ 20 και 25 βαθμών Κελσίου. Το παιχνίδι αυτό προορίζεται για παιδιά ~ πέντε και έντεκα χρόνων (= από ... έως ...). 2. (+ γεν., συχνά + αδύνατοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας) για να γίνει αναφορά σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, μέρη, πράγματα: ισότητα ~ ανδρών και γυναικών. Υπογράφτηκε συμφωνία ~ των δύο χωρών. Τα βρήκαν/τσακώθηκαν ~ τους. (για δήλωση αλληλοπάθειας) Αγαπιούνται πολύ ~ τους (= αλληλοαγαπιούνται). ~ αγνώστων αισθάνομαι άβολα. Δεν έχουν τίποτα κοινό ~ τους.|| Δεν μπορώ να επιλέξω ~ των δύο. Είναι ~ των πρώτων χωρών που ... (: συγκαταλέγεται στις πρώτες χώρες που ...)|| Το έργο είναι κάτι ~ τραγωδίας και κωμωδίας (: έχει στοιχεία και από τα δύο είδη).|| (ως επίθ.) Ο ~ μας αγώνας/ανταγωνισμός/διάλογος. Η ~ τους επικοινωνία/σχέση. Το ~ τους παιχνίδι. Οι ~ τους διαφορές. Πβ. ανάμεσα, συνα~. ● ΦΡ.: εντωμεταξύ/στο μεταξύ 1. όσο γίνεται, εκτελείται κάτι, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα: Θα φύγουμε σε δυο ώρες. ~ μπορείς να κάνεις ένα μπάνιο. 2. ωστόσο, όμως: Μας κατηγορούσε, εμείς ~ δεν ξέραμε τίποτα για το θέμα., μεταξύ μας: όταν λέμε κάτι εμπιστευτικά σε κάποιον ή για να δηλωθεί οικειότητα: ~ ~, του είπα ψέματα ότι ...|| Έλα, πες μου, ~ ~ είμαστε. [< γαλλ. entre nous] , μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας: στο μεταίχμιο, σε οριακό σημείο: Ακροβατεί/βρίσκεται/παραπαίει ~ ~. ΣΥΝ. στην κόψη του ξυραφιού, εκ/μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον βλ. βέλτιστος, εν μέσω (δύο) πυρών βλ. πυρ, θα/να/ας μείνει ανάμεσά μας/μεταξύ μας βλ. ανάμεσα, μεταξύ (των) άλλων βλ. άλλος, μεταξύ ζωής και θανάτου βλ. ζωή, μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια βλ. κατεργάρης, κατεργάρα, μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης/ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη βλ. Σκύλλα, μεταξύ σοβαρού και αστείου βλ. σοβαρός, μεταξύ σφύρας και άκμονος/άκμονα βλ. άκμονας, μεταξύ τυρού και αχλαδιού βλ. τυρός [< αρχ. μεταξύ]

νάμα

νάμα [νᾶμα] νά-μα ουσ. (ουδ.) {νάμ-ατος | -ατα} 1. ΕΚΚΛΗΣ. & (σπάν.) ανάμα: γλυκό κόκκινο κρασί που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία. 2. (σπάν.-λόγ.) τρεχούμενο νερό πηγής· συνεκδ. πηγή. ● νάματα (τα) (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.): αξίες, ιδανικά, ιδεώδη: Αναβαπτίσθηκε στα/γαλουχήθηκε με τα ~ της ελευθερίας/παιδείας/παράδοσης/ποίησης/σοφίας. [< 1: μεσν. νάμα 2: αρχ. νᾶμα]

πρόσμειξη & πρόσμιξη

πρόσμειξη & πρόσμιξη πρό-σμει-ξη ουσ. (θηλ.): ανάμειξη, συνδυασμός επιμέρους στοιχείων· συνεκδ. κάθε ουσία που προστίθεται σε κάποιο αντικείμενο, σώμα ή προϊόν, αλλοιώνοντας τη σύστασή του: χάλυβες με ~ χρωμίου.|| Τοξικές ~ίξεις. Καθαρό ασήμι χωρίς ~είξεις νικελίου. Μέγιστες τιμές ανοχής για τις ~είξεις στο κρασί/στο νερό/σε τρόφιμα (πβ. πρόσθετα (τροφίμων)).|| (κατ' επέκτ.) Μουσικές ~ίξεις. [< μτγν. πρόσμ(ε)ιξις 'επίθεση', αγγλ. admixture]

ταίριασμα

ταίριασμα ταί-ρια-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. αρμονικός, αποδεκτός συνδυασμός: ~ γεύσεων/υλικών/χρωμάτων. Σωστό ~ των ρούχων. Ιδανικό ~ στίχου και μουσικής/φωνών. Το ~ των λέξεων. ~ του λόγου με την εικόνα (= αντιστοιχία). ~ των στοιχείων (= συσχέτιση). ~ των κομματιών παζλ (βλ. συναρμολόγηση). Πβ. δέσιμο, συν~. Βλ. ζευγάρωμα. 2. συμφωνία, σύμπτωση: το ~ δύο ανθρώπων (βλ. συνύπαρξη)/του ζευγαριού.|| ~ των απόψεων/των ενδιαφερόντων/των προτιμήσεων (πβ. σύγκλιση, ταύτιση).|| ~ των αντιθέσεων (πβ. συμβιβασμός).

τιμή

τιμή τι-μή ουσ. (θηλ.) 1. αγοραστική αξία αγαθού, χρηματικό αντίτιμο, κόστος: ανώτατη/ απίστευτη/αρχική/ειδική/εκπτωτική/ενιαία/προνομιακή/σταθερή/συμβολική ~. Ακριβές/αλμυρές/ανταγωνιστικές/ασυναγώνιστες/δίκαιες/ελεύθερες/εξευτελιστικές/εξωπραγματικές/λογικές/μοναδικές/προσιτές/τσιμπημένες/τσουχτερές ~ές. ~ ασφαλείας/διάθεσης/(εξ)αγοράς/ζήτησης/παρέμβασης (στα σιτηρά)/προσφοράς/πώλησης/χρέωσης. ~ μονάδας. Σχέση ~ής και ποιότητας. Διεθνής ~ πετρελαίου. Άνοδος στην ~ του χρυσού. ~ές εργοστασίου (: χωρίς το κέρδος του παραγωγού)/καταλόγου/λιανικής/χονδρικής. Αύξηση στις ~ές των διοδίων/τροφίμων. Αναγραφή/ανάλυση/διακύμανση/διαμόρφωση/έλεγχος/εναρμονισμός/εξομάλυνση/καθορισμός/μείωση/μεταβολή/προσαρμογή/πτώση/ρύθμιση/σύγκριση των ~ών. Βουτιά/έκρηξη/κατάρρευση/πάγωμα/ράλι των ~ών. Πολιτική ~ών. Άλμα/φρένο/φωτιά στις ~ές προϊόντων και υπηρεσιών. ~ές-σοκ. Στην ~ δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Το πήρα σε ~ προσφοράς/στη μισή ~. Κερδίστε δύο εισιτήρια στην ~ του ενός. Μου έκανε καλή ~. Οι ~ές ανεβαίνουν/εκτινάσσονται στα ύψη/κυμαίνονται από ... έως ... ευρώ/σταθεροποιούνται/υποχωρούν. Ημερήσιο Δελτίο ~ών. Βλ. ανατίμηση. 2. καλή φήμη, υπόληψη: διαφύλαξη/προάσπιση της ~ής της πατρίδας. Έγκλημα/ζήτημα/θέμα ~ής. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί/αποκατασταθεί η χαμένη ~ του (πβ. κύρος). Του έθιξε το αίσθημα της ~ής (πβ. αξιοπρέπεια, περηφάνια). Λόγοι ~ής με αναγκάζουν να παραιτηθώ. Προστατεύω/υπερασπίζω την ~ του ονόματός μου/την προσωπική μου ~. Σέβομαι/προσβάλλω/σπιλώνω την ~ κάποιου.|| Έπεσε στο πεδίο της ~ής (= στη μάχη).|| (παρωχ.) Παρθενία· συζυγική πίστη. 3. έκφραση εκτίμησης, σεβασμού, αναγνώρισης: εξαιρετική/ιδιαίτερη/ύψιστη ~. Εκδήλωση/μνημόσυνο ~ής. Μέρα μνήμης και ~ής. Τάγμα ~ής (: παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρέσβης/πρόεδρος επί ~ (= επίτιμος). ~ και δόξα στους ήρωες! (Αποδίδουμε) ~ στους ευεργέτες/πεσόντες. Αισθάνομαι ιδιαίτερη /μεγάλη ~ και χαρά. Είναι ~ για μένα να ... Θα είναι μεγάλη μας ~ αν/να μας επισκεφθείτε. Μας έκανε/μου επιφύλαξε την ~ να ... ΑΝΤ. ατίμωση, προσβολή.|| -Θα με συνοδέψετε; -~ (: ευχαρίστησή) μου! Με ποιον έχω την ~ να ομιλώ; (ειρων.) Σε τι οφείλω την ~ της επίσκεψής σου; 4. (μτφ.) καμάρι, καύχημα: (για πρόσ.) Είναι η ~ της οικογένειας/ομάδας. Πβ. περηφάνια, στολίδι. ΑΝΤ. μαύρο πρόβατο 5. ΜΑΘ. κάθε δυνατός προσδιορισμός ενός μεταβλητού μεγέθους: αλγεβρική ~ (: με πρόσημο + ή -). ~ μεταβλητής/συνάρτησης. Η ~ του χ/ψ. Απόδειξη θεωρήματος για όλες τις ~ές του ν.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένες/φυσιολογικές/χαμηλές ~ές βιοχημικών εξετάσεων. ~ές γλυκόζης.τιμές (οι): τιμητικές διακρίσεις ή εκδηλώσεις: αγήματα απόδοσης ~ών. Του έκαναν/πρόσφεραν ~. ~ και διακρίσεις. Τον υποδέχτηκαν με όλες τις δέουσες ~. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές ~. [< γαλλ. honneurs ] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων ή των πρώτων υλών δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη οικονομική ύφεση ή την αύξηση του πληθωρισμού. [< αγγλ. price rigidity] , αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία: ΟΙΚΟΝ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. ο μέσος όρος των υποθετικών αξιών μιας τυχαίας μεταβλητής: αρνητική/θετική ~ ~. ~ ~ επένδυσης/μετοχής/προσφοράς. Αποτίμηση σε ~ ~. ΣΥΝ. μαθηματική ελπίδα (2) [< αγγλ. expected value, 1915] , ενεργός τιµή (συντομ. rms): ΗΛΕΚΤΡ. η σταθερή τιμή του ρεύματος που προκαλεί την ίδια κατανάλωση ισχύος σε μια αντίσταση (R) με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα που έχει την ίδια τιμή: ~ ~ της τάσης του ηλεκτρικού πεδίου. [< αγγλ. effective value, root mean square (value)] , επίπεδο τιμών: ΟΙΚΟΝ. κόστος ζωής: γενικό/μεταβλητό/σταθερό/σχετικό/υψηλό ~ ~. Βλ. πληθωρισμός., εύρος τιμής: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής της αξίας σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου: δεσμευτικό/οριστικό ~ ~. ~ ~ διάθεσης δέκα έως δώδεκα ευρώ ανά μετοχή. Μείωση του ~ους ~. Το ~ ~ ορίστηκε μεταξύ τεσσάρων και πέντε ευρώ., κυρία (επί) των τιμών: γυναίκα στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας: (συνήθ. ειρων.) Συμπεριφέρεται σαν ~ ~. [< αγγλ. lady of honour] , κώδικας τιμής: σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που προσδιορίζουν την ευυπόληπτη συμπεριφορά των μελών μιας κοινότητας: άγραφος ~ ~. [< γαλλ. code de l' honneur] , μέση τιμή (ν αριθμών): ΣΤΑΤΙΣΤ. το πηλίκο του αθροίσματος ν αριθμών με το πλήθος ν., ο λόγος της τιμής: προφορική διαβεβαίωση, υπόσχεση που βασίζεται στην αξιοπιστία κάποιου: Έχεις/σου δίνω το(ν) λόγο ~ μου. [< γαλλ. la parole d'honneur] , σταθερότητα των τιμών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα: νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη ~ ~. ΑΝΤ. διακύμανση τιμών. [< αγγλ. price stability] , συγκράτηση τιμών: ΟΙΚΟΝ. η διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα: μέτρα για πάταξη νοθείας και ~ ~ στα καύσιμα., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτική τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών, η οποία υπολογίζεται βάσει μεθόδου μετά το τέλος της συνεδρίασης: ημερήσια ~ ~. [< αγγλ. closing price/settlement price, 1928] , τρέχουσα τιμή: ΟΙΚΟΝ. η τιμή του υποκείμενου προϊόντος στην αγορά, η οποία ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή., φιλική τιμή: συμφέρουσα τιμή: Το πουλάω στη ~ ~ των ... ευρώ. Θα σου κάνω ~ ~., χρέος τιμής: ηθική δέσμευση, υποχρέωση: ελάχιστο/υπέρτατο ~ ~ απέναντι σε κάποιον. Για μένα είναι ~ ~ και ιερό καθήκον να ... Θεωρώ ~ ~ να μιλήσω για ... [< αγγλ. debt of honour] , (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, άκρες τιμές βλ. άκρος, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, απόλυτη τιμή βλ. απόλυτος, δελτίο τιμών βλ. δελτίο, εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή/πληθωρισμός βλ. εναρμονισμένος, ενδεικτική τιμή βλ. ενδεικτικός, η Λεγεώνα της Τιμής βλ. λεγεώνα, πράσινη τιμή βλ. πράσινος, συμβόλαιο τιμής βλ. συμβόλαιο, τιμή αληθείας βλ. αλήθεια, τιμή αναφοράς βλ. αναφορά, τιμή ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τιμή γνωριμίας βλ. γνωριμία, τιμή εκκίνησης βλ. εκκίνηση, τιμή κόστους βλ. κόστος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος, φόρος τιμής βλ. φόρος ● ΦΡ.: για την τιμή των όπλων: για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια, για την υπεράσπιση της υπόληψης: αγώνας/απεργία/συμβολική ενέργεια/συνάντηση (που γίνεται) ~ ~ (και μόνο). Βλ. για τα μάτια του κόσμου., η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται. [< γαλλ. l' honneur n' a pas de prix] , λαμβάνω/έχω την τιμή να ...: τυπική έκφραση ευγενείας του γραπτού και προφορικού λόγου: ~ ~ σας ανακοινώσω ότι .../σας παρουσιάσω τον ... Με την παρούσα επιστολή, ~ ~ απευθυνθώ σε εσάς για ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. [< γαλλ. avoir l' honneur de ...] , με τιμή/μετά τιμής (επίσ.): στερεότυπη αποφώνηση επιστολής ή εγγράφου, που προηγείται της υπογραφής: Διατελώ ~ ~., προς τιμή(ν) κάποιου 1. με σκοπό να τιμηθεί κάποιος: ανέγερση μνημείου/γιορτή/δεξίωση/ημέρα/τελετή ~ ~ του ... Παρατέθηκε δείπνο ~ ~ των συνέδρων. 2. για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος τιμής, επιβράβευσης: Είναι ~ ~ τους ότι παραδέχτηκαν το σφάλμα τους/σήκωσαν το βάρος της απόφασης. [< 1: γαλλ. en l'honneur de] , σε συμφέρουσα τιμή: σε τιμή που συμφέρει τον αγοραστή, συνήθ. χαμηλή: αυτοκίνητο ~ ~., σε τιμή λιώμα (αργκό): σε πολύ καλή τιμή, πολύ φτηνά: ~ ~ το νέο μοντέλο., (μέσα) στην τιμή βλ. μέσα, γκολ της τιμής βλ. γκολ, λόγω τιμής βλ. λόγος, περιποιεί/περιποιούν τιμή βλ. περιποιώ, σε τιμή ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, τιμή μου και καμάρι μου βλ. καμάρι, τιμής ένεκεν βλ. ένεκεν, τσίμπησαν οι τιμές βλ. τσιμπώ, χτυπάει τις τιμές βλ. χτυπώ [< αρχ. τιμή, γαλλ. honneur 5: γαλλ. valeur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.