Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4100-4120]


  • αναλογικός , ή, ό [ἀναλογικός] α-να-λο-γι-κός επίθ. 1. ΤΕΧΝΟΛ. (συνήθ. παλαιότ.) στον οποίο τα δεδομένα αντιπροσωπεύονται από ηλεκτρικά σήματα ή φυσικά μεγέθη με συνεχώς μεταβαλλόμενες τιμές: ~ός: δέκτης. ~ή: γραμμή/εκπομπή/μετάδοση/τηλεόραση. ~ό: κανάλι/κύκλωμα/ρολόι/σήμα/σύστημα/τηλέφωνο. ~ές: επικοινωνίες/συσκευές. ΑΝΤ. ψηφιακός (3) 2. που το μέγεθός του διαμορφώνεται ανάλογα με ή αντίστοιχα προς το μέγεθος ενός άλλου ποσοτικού στοιχείου ή παραμένει σταθερό, αμετάβλητο: ~ός: επιμερισμός (κόστους)/(ΟΙΚΟΝ.) συντελεστής/φόρος (: με σταθερό ποσοστό). ~ή: αύξηση/εκπροσώπηση (των γυναικών στα κομματικά όργανα)/εφαρμογή/κλίμακα/μείωση (ποσού)/μεταβολή. ~ό: τέλος χαρτοσήμου. Σε ~ή και ορθολογική βάση. Πβ. ανάλογος.|| ~ή: κατανομή εδρών. ~ό: εκλογικό σύστημα (= αναλογική. ΑΝΤ. πλειοψηφικό). 3. που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη σημασία της αναλογίας σε διάφορους γνωστικούς τομείς: (ΓΛΩΣΣ.) ~ός: σχηματισμός (βλ. αναλογία, σημ. 8).|| (ΦΙΛΟΣ.) Επαγωγικός, απαγωγικός και ~ συλλογισμός (βλ. αναλογία, σημ. 7).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ά: αριθμητικά (: που φανερώνουν την αναλογία μεταξύ ποσών π.χ. διπλάσιος). 4. που αναλογεί ως χρηματικό ποσό σε κάποιον: ~ά: δικαιώματα (συμβολαιογράφου). (Βλ. αναλογία, σημ. 4). 5. που επεκτείνεται σε παρεμφερείς περιπτώσεις: (ΝΟΜ.) ~ή εφαρμογή διατάξεων (βλ. αναλογία, σημ. 6). ● Ουσ.: αναλογική (η): εκλογικό σύστημα στο οποίο ο αριθμός των εκλεγόμενων αντιπροσώπων κάθε κόμματος είναι ανάλογος του αριθμού ψήφων που έλαβε: εκλογές με απλή ~ (: απόλυτη αντιστοιχία αριθμού ψήφων και εκλεγόμενων αντιπροσώπων)/ενισχυμένη ~ (: σχετική αντιστοιχία· ενισχύεται το ποσοστό εκπροσώπησης του πρώτου σε ψήφους κόμματος). [< γαλλ. proportionnelle] ● επίρρ.: αναλογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. ἀναλογικός, γαλλ. analogique, proportionnel, αγγλ. analogic, proportional]
  • αναλογικότητα [ἀναλογικότητα] α-να-λο-γι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. ιδιότητα του αναλογικού: ~ της ψήφου (βλ. αναλογική). ~ στην εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων στη Βουλή. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της αναλογικότητας: ΝΟΜ. που ρυθμίζει την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε το περιεχόμενο και η μορφή των ενεργειών της να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών, παρέχοντας μεγαλύτερη ελευθερία στα κράτη-μέλη και τους ιδιώτες, όταν εξασφαλίζεται η ίδια αποτελεσματικότητα. Βλ. επικουρικότητα. [< γαλλ. proportionnalité]
  • αναλόγιο [ἀναλόγιο] α-να-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): στήριγμα με μακρόστενο πόδι και επικλινή ορθογώνια επιφάνεια, πάνω στην οποία τοποθετούνται ανοιχτά βιβλία ή παρτιτούρες για διευκόλυνση των αναγνωστών ή των ερμηνευτών: θεατρικό ~ (: για ανάγνωση κειμένων, ερμηνεία αποσπασμάτων λογοτεχνικών έργων). Το ~ της εκκλησίας (βλ. ψαλτήρι)/του μαέστρου. Βλ. -λόγιο. [< μεσν. αναλόγιον]
  • αναλογισμός [ἀναλογισμός] α-να-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΣΤΑΤΙΣΤ. εφαρμογή του Λογισμού των Πιθανοτήτων και της Στατιστικής σε ασφαλιστικά, δημογραφικά ή οικονομικά ζητήματα: ~ αποζημίωσης για τη διάνοιξη οδού. Πράξεις ~ού για απαλλοτριώσεις. Βλ. -ισμός. [< αρχ. ἀναλογισμός, γαλλ. actuariat , 1948]
  • αναλογιστής [ἀναλογιστής] α-να-λο-γι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αναλογίστρια}: επαγγελματίας, συνήθ. υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, με γνώσεις αναλογισμού, ώστε να μπορεί να τις εφαρμόσει σε θέματα χρηματοοικονομικού κινδύνου (κυρ. ασφαλιστικά και κοινωνικά δημογραφικά προβλήματα): έκθεση του ~ή. [< γαλλ. actuaire]
  • αναλογιστικός , ή, ό [ἀναλογιστικός] α-να-λο-γι-στι-κός επίθ.: ΣΤΑΤΙΣΤ. που σχετίζεται με τον αναλογισμό: ~ός: συντελεστής/υπολογισμός (μελλοντικών ζημιών). ~ή: ανασκόπηση/ζημιά/έκθεση/εκτίμηση/μελέτη. ~ό: έλλειμμα/κέρδος/κόστος/χρέος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασφαλιστικά/αναλογιστικά μαθηματικά βλ. μαθηματικά [< μτγν. ἀναλογιστικός, γαλλ. actuariel, 1908]
  • ανάλογος , η, ο [ἀνάλογος] α-νά-λο-γος επίθ.: που βρίσκεται σε σχέση αναλογίας, ισοδυναμίας με κάποιον/κάτι ή που διαμορφώνεται αντίστοιχα προς κάποιο άλλο ποσοτικό μέγεθος: ~η: ανταπόκριση/κατάσταση. ~α: προβλήματα. Με ~ο τρόπο. Αποδοχές ~ες με την εργασία. Για τη λέξη "φιλότιμο" δεν υπάρχει ~ αγγλικός όρος. Εσύ τι θα έκανες σε ~η περίπτωση (= παρόμοια); Κάτι ~ο συνέβη και σ' εμένα. Για το καλοκαίρι υιοθετήστε και το ~ο στιλ (= κατάλληλο)! Πβ. σύμφωνος.|| Πίεση ~η του βάθους/με το ύψος. Πβ. αναλογικός. Βλ. -λογος. ΑΝΤ. δυσανάλογος ● Ουσ.: ανάλογο (το) 1. οτιδήποτε παρουσιάζει αναλογία, αντιστοιχία με κάτι άλλο: Φαινόμενο που δεν έχει ~ό του σε όλον τον κόσμο (ΣΥΝ. όμοιο). 2. μερίδιο: Μην ανησυχείς, θα πάρεις το ~ό σου (από τα κέρδη). ● επίρρ.: ανάλογα & αναλόγως: Θα χρειαστώ δέκα με είκοσι λεπτά ~α με την κίνηση. Με έβρισε και του απάντησα ~ως.|| -Θα έρθεις το βράδυ; -~α με τη διάθεσή μου. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ένα, αυξάνεται ή μειώνεται και το άλλο, αντίστοιχα: Στα ~ ~ οι λόγοι των τιμών τους είναι ίσοι.|| (μτφ.) Ποιότητα και τιμή είναι ~ ~ (: όσο πιο καλό είναι κάτι, τόσο πιο πολύ στοιχίζει· όσο πιο φθηνό, τόσο κατώτερης συνήθ. ποιότητας)., ανάλογοι αριθμοί: ΜΑΘ. ακολουθίες αριθμών με την ιδιότητα σταθερού λόγου (αναλογίας) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αριθμών της ίδιας τάξης., αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται το ένα μειώνεται το άλλο και αντίστροφα., μέσος ανάλογος (δύο αριθμών): ΜΑΘ. ο β σε μία αναλογία της μορφής α/β = β/γ., σχήμα εξ αναλόγου: ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου που βασίζεται στην παράλειψη λέξης ή φράσης ως ευκόλως εννοούμενης: λ.χ. Δεν πήγα, αν και ήθελα (ενν. να πάω). Πβ. έλλειψη. [< αρχ. ἀνάλογος, γαλλ. proportionnel, analogue]
  • αναλογών , ούσα, ούν [ἀναλογῶν] α-να-λο-γών επίθ. {αναλογ-ούντος (θηλ. -ούσης), -ούντα | -ούντες (ουδ. -ούντα), -ούντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που αναλογεί σε κάποιον ή κάτι: ~ών: φόρος. ~ούσα: αμοιβή/αποζημίωση. ~ούν: μερίδιο (ευθύνης)/ποσό. ~ούντα: έξοδα/κέρδη/τέλη. [< μτχ. εν. του ρ. ἀναλογῶ]
  • άναλος , ος/η, ο [ἄναλος] ά-να-λος επίθ.: ανάλατος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: άναλος/η δίαιτα (επίσ.): που δεν περιέχει αλάτι: Ασθενείς που ακολουθούν/βρίσκονται σε (αυστηρή) ~η ~. [< αρχ. ἄναλος]
  • ανάλυση [ἀνάλυση] α-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. λεπτομερής εξέταση ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή μιας έννοιας με εντοπισμό και μελέτη των επιμέρους στοιχείων· κατ' επέκτ. προφορική ή γραπτή ανάπτυξη-παρουσίαση της αντίστοιχης έρευνας: αντικειμενική/βαθιά/εμπεριστατωμένη/ενδελεχής/εξαντλητική/επιφανειακή/κριτική/λεπτομερής/λογική/μουσική/προσεκτική/συστηματική ~. Κοινων(ιολογ)ική/οικονομική/πολιτική ~. ~ των (εκλογικών) αποτελεσμάτων/των δεδομένων/της επικαιρότητας/της κατάστασης/της πορείας (του Χρηματιστηρίου)/των πτυχών ενός ζητήματος/των στοιχείων. ~ έργου (: συστηματική καταγραφή των διακριτών σταδίων-βημάτων μιας εργασίας). ~ μιας θεωρίας/ενός όρου. ~ στα οικονομικά (της εταιρείας). Άρθρα/σχόλια και ~ύσεις. Επιχειρώ/κάνω μια ~ (σε βάθος). (ειρων.) ~ύσεις επί ~ύσεων! Βλ. αυτο~, μετα~, μικρο~, σύνθεση, υπερ~, ψυχ~. 2. διαχωρισμός, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, ενός δείγματος στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται, με σκοπό τον προσδιορισμό τους και τη μελέτη των ιδίων ξεχωριστά καθώς και του συνόλου: (ΦΥΣ.-ΧΗΜ.) δυναμική/εργαστηριακή/μηχανική/μικροσκοπική/φασματοσκοπική/χημική ~. Εργαστήριο/μέθοδοι/συσκευές/τεχνικές ~ης. Ποιοτική και ποσοτική ~ ενός μείγματος. ~ύσεις αερίων/γάλακτος/εδαφών/τροφίμων/υδάτων.|| (ΟΠΤ.) Φωτογραφική ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ιατρικές ~ύσεις. Κάνω ~ αίματος (πβ. εξέταση, τεστ)/ούρων (= καλλιέργεια)/DNA.|| Στατιστική ~.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΓΛΩΣΣ.) Γλωσσολογική/γραμματική/ετυμολογική/σημειωτική/συντακτική ~ (κειμένου). Λογοτεχνική ~ διηγήματος. Βλ. επαν~, ψυχ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. το πλήθος των πίξελ που εμφανίζονται σε μια οθόνη: ψηφιακή ~. ~ γραφικών/εικόνας. Κάμερα/τηλεόραση/φωτογραφίες υψηλής ~ης. Πβ. ευκρίνεια. 4. ΜΑΘ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον λογισμό και τη θεωρία των ορίων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος με την οποία εξετάζεται η επίδραση μίας ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών στη διακύμανση μίας εξαρτημένης μεταβλητής: ~ ~ κατά έναν παράγοντα. [< αγγλ. variance analysis, analysis of variance (ANOVA), 1967] , ανάλυση αγοράς: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία εξέτασης των παραγόντων, των συνθηκών και των χαρακτηριστικών μιας αγοράς: ~ ~ καυσίμων. [< αγγλ. market analysis] , ανάλυση κινδύνου/κινδύνων: ΟΙΚΟΝ. υπολογισμός και εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με χρηματοοικονομικές ή επενδυτικές αποφάσεις: έρευνα/κριτήρια/μελέτη ~ης ~ου. [< αγγλ. risk analysis, 1964] , ανάλυση λαθών/σφαλμάτων: επιστημονική μελέτη της ποιότητας και της ποσότητας των λαθών στο πλαίσιο των μαθηματικών, της γλωσσολογίας και της στατιστικής. [< αγγλ. error analysis, 1963] , ανάλυση (του) λόγου βλ. λόγος, ανάλυση περιεχομένου βλ. περιεχόμενο, ανάλυση συνομιλίας βλ. συνομιλία, ανάλυση συστημάτων βλ. σύστημα, αριθμητική ανάλυση βλ. αριθμητικός, διακριτική ανάλυση βλ. διακριτικός, ενόργανη ανάλυση βλ. ενόργανος, θεμελιώδης ανάλυση βλ. θεμελιώδης, παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων βλ. παραγοντικός, συνδυαστική ανάλυση βλ. συνδυαστικός ● ΦΡ.: σε τελική/σε τελευταία ανάλυση (προφ.-εμφατ.): προκειμένου να αναφερθεί στο τέλος η πιο σημαντική πτυχή ενός θέματος: Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και, ~ ~, αφορά όλους μας. Πβ. άλλωστε, εκτός αυτού/τούτου, εντέλει, εξάλλου, επιπλέον, τελικά. [< γαλλ. en dernière analyse ] [< αρχ. ἀνάλυσις ‘απαλλαγή, αποσύνθεση, επίλυση’, γαλλ. analyse, αγγλ. analysis, γερμ. Analyse, γαλλ.-αγγλ. resolution]
  • αναλύσιμος , η, ο [ἀναλύσιμος] α-να-λύ-σι-μος επίθ. (επιστ.): που επιδέχεται ανάλυση: ~α: στοιχεία. [< μεσν. αναλύσιμος, αγγλ.-γαλλ. analysable]
  • αναλυτής [ἀναλυτής] α-να-λυ-τής ουσ. (αρσ.) , αναλύτρια (η) 1. επιστήμονας που διεξάγει αναλύσεις στον τομέα του: ειδικός/οικονομικός/πολιτικός/στατιστικός/στρατηγικός/τεχνικός/τραπεζικός/χρηματιστηριακός ~. Εκθέσεις/σχόλια ~ών. Οι ~ές εκτιμούν/επισημαίνουν/υποστηρίζουν ότι ... Βλ. ψυχ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ή λογισμικό που κάνει αναλύσεις: αιματολογικός/βιοχημικός ~. ~ καυσαερίων/φάσματος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Λεκτικός/μορφολογικός/συντακτικός ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτής-προγραμματιστής βλ. προγραμματιστής [< 1: γαλλ. analyste, αγγλ. analyst 2: γαλλ. analyseur, αγγλ. analyser]
  • αναλυτικός , ή, ό [ἀναλυτικός] α-να-λυ-τι-κός επίθ. 1. λεπτομερής, διεξοδικός: ~ός: απολογισμός/λογαριασμός/ορισμός/πίνακας (κόστους). ~ή: (ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση (ΑΝΤ. γρήγορη)/βαθμολογία/έκθεση/εξέταση (πβ. ενδελεχής, εξονυχιστική, σχολαστική)/κατάσταση/παρουσίαση/περιγραφή. ~ό: κείμενο/προφίλ (εταιρείας)/υπόμνημα. ~οί: όροι συμμετοχής. ~ές: οδηγίες/πληροφορίες. ~ά: αποτελέσματα/στοιχεία.|| (για πρόσ.) Μπορείς να γίνεις λίγο πιο ~; ΑΝΤ. αδρομερής, συνοπτικός, σύντομος (1) 2. που σχετίζεται με την ανάλυση (σε διάφορους γνωστικούς τομείς): (ως τρόπο συλλογισμού:) ~ός: νους. ~ή: ικανότητα/σκέψη. Βλ. αφαιρετικός, κριτικός, συνθετικός.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ή Ψυχολογία (: σε αντίθεση προς τη Φροϋδική).|| (ΛΟΓΙΣΤ.) ~ή Λογιστική. Βλ. ψυχ~.|| (ΜΑΘ.) ~ή: συνάρτηση.|| ~ό: εργαλείο/όργανο (= αναλυτής). Βλ. βιο~. ● επίρρ.: αναλυτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Αναφέρθηκε ~ (= λεπτομερώς, διεξοδικά) στο θέμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτικές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. στις οποίες όλες οι λέξεις είναι άκλιτες και οι γραμματικές και συντακτικές σχέσεις αναδεικνύονται κυρ. με τη χρήση λειτουργικών λέξεων και τη σειρά των όρων στην πρόταση. Πβ. απομονωτικές γλώσσες. Βλ. συνθετικές γλώσσες. [< γαλλ. langues analytiques] , αναλυτική μέθοδος: μέθοδος συλλογισμού η οποία ξεκινά από το ζητούμενο και αναζητά τη σχέση ανάμεσα σε αυτό και τα ήδη γνωστά. Βλ. απαγωγή, επαγωγή, συνθετική μέθοδος., αναλυτική πρόταση/κρίση: ΦΙΛΟΣ. της οποίας η αλήθεια μπορεί να διαπιστωθεί από την ανάλυση του νοήματος του υποκειμένου της· στην οποία το κατηγόρημα περιέχεται στο υποκείμενο: Η πρόταση "ένα τετράγωνο έχει τέσσερις γωνίες" είναι ~ ~. Βλ. εμπειρική/συνθετική πρόταση/κρίση. [< γαλλ. énoncé analytique] , αναλυτική φιλοσοφία/φιλοσοφία της γλώσσας (συχνά με κεφαλ. Α): ΦΙΛΟΣ. ρεύμα του 20ού αιώνα το οποίο υποστήριζε ότι οι φιλοσοφικές απόψεις πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, πράγμα που επιτυγχάνεται μέσω της ανάλυσης των εννοιών και των κρίσεων ή προτάσεων. [< αγγλ. analytic philosophy, 1936] , Αναλυτική Χημεία: ΧΗΜ. που έχει ως αντικείμενό της την εφαρμογή μεθόδων ανάλυσης για τον καθορισμό της σύστασης μιας ουσίας ή ενός μείγματος: περιβαλλοντική/ποιοτική/ποσοτική ~ ~. ~ ~ διαλυμάτων/ελαιολάδου. [< αγγλ. analytical chemistry] , αναλυτική γεωμετρία βλ. γεωμετρία, αναλυτικό πρόγραμμα βλ. πρόγραμμα [< αρχ. ἀναλυτικός, γαλλ. analytique, αγγλ. analytic(al), γερμ. analytische]
  • αναλυτικότητα [ἀναλυτικότητα] α-να-λυ-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. δυνατότητα ανάλυσης: η ~ της γλώσσας/σκέψης. Παρουσίασε τις απόψεις του με ~ (= αναλυτικά). Βλ. διεξοδικότητα.|| (ΟΠΤ.) ~ του φακού (πβ. ευκρίνεια).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Εικόνες με εξαιρετική ~ γραφικών. Βλ. -ότητα. 2. ΦΙΛΟΣ. η ιδιότητα κυρ. προτάσεων, δηλώσεων να είναι αναλυτικές. [< 2: αγγλ. analyticity, 1939, γαλλ. analycité, περ. 1965]
  • αναλύω [ἀναλύω] α-να-λύ-ω ρ. (μτβ.) {ανέλυ-σα, αναλύ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, -οντας} 1. μελετώ, εξετάζω κάτι λεπτομερώς με σκοπό την κατανόηση του ιδίου και των στοιχείων που το συνθέτουν: ~ τα αίτια (του προβλήματος)/τα γεγονότα/τα δεδομένα/την έννοια της .../την κατάσταση. Το φαινόμενο ~εται στις εξής παραμέτρους ... Το θέμα έχει ~θεί διεξοδικά/πλήρως/σε βάθος. ~μένα κείμενα. Βλ. συνθέτω, υπερ~, ψυχ~.|| ~σε (= ανέπτυξε, παρουσίασε) τις απόψεις/το σκεπτικό/τους στόχους του. 2. εφαρμόζω συγκεκριμένες επιστημονικές μεθόδους (π.χ. χημικές, μαθηματικές) σε κάτι, με σκοπό τον διαχωρισμό του στα στοιχεία που το αποτελούν και τον αντίστοιχο προσδιορισμό τους: Οι επιστήμονες ~σαν την ουσία (στα συστατικά της). Το λευκό φως ~εται (με πρίσμα) σε επτά χρώματα. ~θηκαν γονίδια/δείγματα αίματος/ιοί. Πβ. δια-, ξε-χωρίζω. ● Παθ.: αναλύομαι (λόγ.): ξεσπώ: ~θηκε σε αναφιλητά/γέλια/δάκρυα/κλάματα/λυγμούς. [< αρχ. ἀναλύω ‘λύνω, επιλύω, καταργώ’, γαλλ. analyser, αγγλ. analyse]
  • αναλφαβητισμός [ἀναλφαβητισμός] α-ναλ-φα-βη-τι-σμός ουσ. (αρσ.) ΑΝΤ. αλφαβητισμός 1. αδυναμία ανάγνωσης-γραφής (ενός απλού κειμένου) και αρίθμησης σε μία έστω γλώσσα· (ειδικότ., για τα ελληνικά δεδομένα) μη ολοκλήρωση της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης: ~ ενηλίκων. Εξάλειψη/καταπολέμηση/μείωση του ~ού. Πβ. αγραμματοσύνη. Βλ. γραμματισμός, εγγραμματοσύνη. 2. (μτφ.) έλλειψη βασικών, στοιχειωδών γνώσεων σε ένα αντικείμενο: ηλεκτρονικός/πολιτικός/τεχνολογικός/ψηφιακός ~. Βλ. -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: λειτουργικός αναλφαβητισμός: έλλειψη βασικών δεξιοτήτων που σχετίζονται με το διάβασμα, το γράψιμο και την αρίθμηση, προκειμένου να αντιμετωπίσει κάποιος τα προβλήματα της καθημερινής ζωής. [< αγγλ. functional illiteracy] , οργανικός αναλφαβητισμός: παντελής άγνοια, αδυναμία γραφής και ανάγνωσης λόγω μη συστηματικής διδασκαλίας της. [< γερμ. Analphabetismus, γαλλ. analphabétisme, 1907, αγγλ. analphabetism]
  • αναλφάβητος , η, ο [ἀναλφάβητος] α-ναλ-φά-βη-τος επίθ. 1. που δεν γνωρίζει ανάγνωση-γραφή (ενός απλού κειμένου) και αρίθμηση σε μία έστω γλώσσα· (ειδικότ., για τα ελληνικά δεδομένα) που δεν έχει ολοκληρώσει την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: ~α: παιδιά.|| (προφ.) Είσαι ~ (= άσχετος)!|| (ως ουσ.) Διδασκαλία σε ~ους. ΣΥΝ. αγράμματος (1) ΑΝΤ. εγγράμματος 2. (μτφ.) που δεν κατέχει τις βασικές, στοιχειώδεις γνώσεις σε ένα αντικείμενο: ~οι: πολίτες. Ηλεκτρονικά/πολιτικά/τεχνολογικά/ψηφιακά ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λειτουργικά αναλφάβητος: που χαρακτηρίζεται από λειτουργικό αναλφαβητισμό. [< αγγλ. functional illiterate, 1946] , οργανικά αναλφάβητος: που δεν έχει διδαχτεί γραφή και ανάγνωση, που αδυνατεί να διαβάσει και να γράψει ένα κείμενο. [< 1: μτγν. ἀναλφάβητος, γερμ. Analphabet, γαλλ. analphabète, αγγλ. analphabet]
  • αναλώμασι [ἀναλώμασι] α-να-λώ-μα-σι {με επιρρ. χρ.} (+ γεν.) (αρχαιοπρ.): με έξοδα: Σπουδές ~ των γονέων. ● ΦΡ.: ιδίαις δαπάναις βλ. ίδιος1 [< δοτ. πληθ. του αρχ. ουσ. ἀνάλωμα]
  • αναλώνω [ἀναλώνω] α-να-λώ-νω ρ. (μτβ.) {ανάλω-σε, -θηκε, -μένος, αναλών-οντας} & αναλίσκω (λόγ.): δαπανώ, ξοδεύω υλικά ή ψυχικά αποθέματα, για να πετύχω κάτι: ~ει τον εαυτό του/τον χρόνο του σε ... ~σε τη ζωή του στην έρευνα/για τη σωτηρία των δασών/γράφοντας. Πβ. κατ~. ● Παθ.: αναλώνομαι {συνήθ. στο γ' πρόσ.} & αναλίσκομαι (+ σε): σπαταλώ, συνήθ. άσκοπα, τις πνευματικές ή/και ψυχικές μου δυνάμεις: ~ σε ανούσιες συζητήσεις/λεπτομέρειες. ~ονται σε προσωπικές επιθέσεις και κατηγορίες. Πβ. κατατρίβ-, ξοδεύ-, φθείρ-ομαι. Βλ. επιδίδ-, καταγίν-ομαι. [< μεσν. αναλώνω]
  • ανάλωση [ἀνάλωση] α-νά-λω-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κατανάλωση, χρήση: ~ ενέργειας/κεφαλαίου/πόρων. ~ κατά προτίμηση πριν από ... Ημερομηνία ~ης. Υλικά άμεσης ~ης.|| (μτφ.) ~ δυνάμεων/χρόνου. Πβ. δαπάνη, εξάντληση, ξόδεμα, σπατάλη. [< αρχ. ἀνάλωσις, γαλλ. consommation, αγγλ. consumption]

αναλογία

αναλογία [ἀναλογία] α-να-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) {αναλογιών} 1. συγκριτική σχέση μεταξύ δύο (αντιθετικών) ποσοτικών μεγεθών: εκατοστιαία/μέση/ποσοστιαία ~. ~ εσόδων-εξόδων/ύψους-πλάτους. Υψηλή/χαμηλή ~ ανδρών-γυναικών. Σχέση ~ας. ~ δύο προς ένα/επί τοις εκατό. ~ μαθητών ανά αίθουσα. Πληθυσμιακές ~ες. Η ~ ανέργων-εργαζομένων είναι ...%. Πβ. ποσοστό.|| (για σύνθεση μείγματος:) ~ες συστατικών: 2/3 σοκολάτα, 1/3 γάλα. Ουσία που περιέχεται σε μεγάλη/μικρή/σημαντική ~ στο διάλυμα. Πβ. δόση. Βλ. -λογία. ΑΝΤ. δυσαναλογία 2. σχέση μερικής ομοιότητας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων οντοτήτων: ~ες στη δομή/στην εμφάνιση/στη λειτουργία/στη μορφή (μεταξύ των δύο αντικειμένων). Παρατηρούνται/υπάρχουν ~ες (μεταξύ των δύο περιστατικών). Βρίσκω/εντοπίζω ~ες.|| (ΒΙΟΛ.) Είδη που εμφανίζουν/παρουσιάζουν ~ες (πβ. ομολογία). ΣΥΝ. αντιστοιχία 3. {συνήθ. στον πληθ.} διαστάσεις: καλές/κατάλληλες ~ες. Άγαλμα/αυτοκίνητο/κτίριο με αρμονικές/κομψές/συμμετρικές ~ες. (συνήθ. για γυναίκα) Έχει τέλειες (σωματικές) ~ες/~ες μοντέλου. Πβ. αρμονία, ισορροπία, συμμετρία. 4. μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάποιον: η ~ κάποιου στα κέρδη (= το ποσοστό). 5. ΜΑΘ. ισότητα μεταξύ δύο ή περισσοτέρων λόγων της μορφής α:β = γ:δ ή α/β = γ/δ: η χρυσή ~ (: που δίνει αποτέλεσμα 1,618, βλ. χρυσός αριθμός). ΣΥΝ. λόγος (10) 6. ΝΟΜ. επέκταση της εφαρμογής ενός νόμου σε παρεμφερή περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση: η αρχή της ~ας. 7. ΦΙΛΟΣ. είδος συλλογισμού ο οποίος ξεκινά από επιμέρους κρίσεις και καταλήγει σε επίσης επιμέρους κρίση. ΣΥΝ. αναλογικός συλλογισμός. Βλ. απ-, επ-αγωγή. 8. ΓΛΩΣΣ. απώλεια της διαφοροποίησης ενός τύπου και σχηματισμός του κατά το ομαλό, σύνηθες γλωσσικό σχήμα (βοηθείς > βοηθάς κατά το αγαπάς). ΣΥΝ. αναλογικός σχηματισμός. Πβ. απλοποίηση. ● ΦΡ.: κατ' αναλογία & (λόγ.) κατ' αναλογίαν & σε αναλογία: (+ γεν. ή με/προς) σε σχέση με, κατ' αντιστοιχία με, ανάλογα με: Άδεια ~ ~ του χρόνου απασχόλησης (ΣΥΝ. αναλόγως). Οι δαπάνες υπολογίζονται ~ ~ με/προς τα αναμενόμενα οφέλη (ΣΥΝ. αναλογικά). [< γαλλ. en proportion de] , τηρουμένων των αναλογιών (λόγ.): λαμβάνοντας υπόψη τις αντιστοιχίες που παρουσιάζουν δύο ή περισσότερα συγκρινόμενα στοιχεία, αλλά και το γεγονός ότι δεν είναι απολύτως όμοια: ~ ~, η ίδια κατάσταση επικρατεί και στις μέρες μας. ΣΥΝ. mutatis mutandis [< γαλλ. toutes proportions gardées] [< 1,3,4,5: αρχ. ἀναλογία, γαλλ. proportion, 2,6,7,8: αρχ. ~, γαλλ. analogie, αγγλ. analogy, γερμ. Analogie]

απαγωγή

απαγωγή [ἀπαγωγή] α-πα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. παράνομη αρπαγή και κράτηση ενός προσώπου, συνήθ. με σκοπό να ζητηθούν ανταλλάγματα για την απελευθέρωσή του: ~ ανηλίκων/επιχειρηματία για λύτρα. ~ με τη βία. Έπεσε θύμα ~ής. 2. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) συλλογιστική πορεία η οποία, με βάση μια γενική αρχή, οδηγείται στην εξαγωγή ειδικότερων συμπερασμάτων. Πβ. παραγωγή. ΑΝΤ. επαγωγή (1) 3. ΤΕΧΝΟΛ. μεταφορά περιττών, επιβλαβών ή άχρηστων στοιχείων, συνήθ. αερίων παραγόμενων από χημική αντίδραση, μακριά από το χώρο συγκέντρωσής τους: ~ ακάθαρτων υδάτων και λυμάτων/θερμότητας/καυσαερίων. Αγωγός/στόμιο ~ής. Πβ. παροχέτευση. 4. κίνηση απομάκρυνσης άκρου από τον κορμό: (ΦΥΣΙΟΛ.) ~ του βραχίονα/ποδιού.|| (ΓΥΜΝ.) Tα χέρια σε ~ (: ορθή γωνία με το σώμα). Πβ. έκταση. ΑΝΤ. προσαγωγή (2) 5. ΙΑΤΡ. μέθοδος καταγραφής του ηλεκτρικού δυναμικού του καρδιακού μυός: διπολική/μονοπολική/θωρακική ή προκάρδιος ~. Βλ. ηλεκτροκαρδιογράφημα. ● ΦΡ.: εις άτοπο(ν) απαγωγή βλ. άτοπο [< 1: μτγν. ἀπαγωγή 2: αρχ. ~, αγγλ. apagoge 4: αρχ. ~, γαλλ. abduction]

αριθμητικός

αριθμητικός, ή, ό [ἀριθμητικός] α-ριθ-μη-τι-κός επίθ. 1. ΜΑΘ. που αναφέρεται στους αριθμούς, την αρίθμηση ή την αριθμητική: ~ός: μέσος όρος/τύπος/υπολογισμός. ~ή: λύση/μεταβλητή/τιμή. ~ό: λάθος/παράδειγμα/πρόβλημα/σύνολο/σύστημα. ~ά: δεδομένα. 2. που αξιολογείται με αριθμούς: ~ός: στόχος. ~ή: υπεροχή. ~ό: μειονέκτημα/πλεονέκτημα. ~ά: κριτήρια. ● επίρρ.: αριθμητικά & (λογ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αριθμητική ανάλυση (και με κεφαλ. το αρχικό Α): ΜΑΘ. κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τον σχεδιασμό μεθόδων για την επίλυση διαφόρων μαθηματικών προβλημάτων: εφαρμοσμένη ~ ~. [< αγγλ. numerical analysis, 1946] , (μαθηματική/αριθμητική) πράξη βλ. πράξη, απόλυτο αριθμητικό βλ. απόλυτος, αριθμητική πρόοδος βλ. πρόοδος, αριθμητικό μέγεθος βλ. μέγεθος [< αρχ. ἀριθμητικός, γαλλ. numérique, αγγλ. arithmetic(al)]

αφαιρετικός

αφαιρετικός, ή, ό [ἀφαιρετικός] α-φαι-ρε-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αφαίρεση, με την έννοια της σχηματοποίησης ή της γενίκευσης: ~ός: λόγος. ~ή: διαδικασία/ικανότητα/σκέψη/τέχνη. ● Ουσ.: αφαιρετικό (το): ουσία που αφαιρεί κάποιο υλικό: ~ αλάτων/βερνικιού/κόλλας. ● επίρρ.: αφαιρετικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αφαιρετικά χρώματα βλ. χρώμα [< μτγν. ἀφαιρετικός ‘κατάλληλος να αφαιρεί, να εξαλείφει’, γαλλ. soustractif]

γεωμετρία

γεωμετρία γε-ω-με-τρί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΓΕΩΜ. επιστήμη η οποία ερευνά τις ιδιότητες και τις σχέσεις που έχουν τα σημεία, οι γραμμές, τα σχήματα ή τα στερεά στον χώρο· συνεκδ. το αντίστοιχο σχολικό ή πανεπιστημιακό μάθημα και το σχετικό βιβλίο: αλγεβρική/διαφορική/ελλειπτική/επίπεδη/ευκλείδεια/μετρική/προβολική ~. Βλ. επιπεδο-, στερεο-μετρία. ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτική γεωμετρία: που μελετά τα γεωμετρικά σχήματα με τη βοήθεια της άλγεβρας., παραστατική γεωμετρία: που εξετάζει τις ιδιότητες ενός στερεού σώματος βάσει της απεικόνισής του σε ένα ή περισσότερα επίπεδα. [< αρχ. γεωμετρία, γαλλ. géométrie, αγγλ. geometry]

γραμματισμός

γραμματισμός γραμ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) & εγγραμματισμός. ΣΥΝ. αλφαβητισμός, εγγραμματοσύνη 1. η ικανότητα του ατόμου να λειτουργεί σε διάφορες συνθήκες επικοινωνίας, χρησιμοποιώντας τον προφορικό και γραπτό λόγο, καθώς και μη γλωσσικά κείμενα: γλωσσικός/ηλεκτρονικός/κοινωνικός/κριτικός/μαθηματικός/περιβαλλοντικός/πληροφορικός/σχολικός/τεχνολογικός/ψηφιακός ~. Πβ. πολυ~. 2. ικανότητα γραφής και ανάγνωσης. Βλ. ανα~, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενος γραμματισμός: ΠΑΙΔΑΓ. γνώση ανάγνωσης και γραφής που αποκτάται κατά την προσχολική ηλικία. Βλ. αναδυόμενη γραφή. [< αγγλ. emergent literacy] , οπτικός γραμματισμός & οπτικός αλφαβητισμός: ΠΑΙΔΑΓ. ικανότητα κατανόησης της εικόνας, των οπτικών μέσων και του τρόπου λειτουργίας τους. Βλ. πολυτροπικότητα. [< αγγλ. visual literacy, 1971] [< αγγλ. literacy]

διακριτικός

διακριτικός, ή, ό δι-α-κρι-τι-κός επίθ. 1. που δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει ή δεν προκαλεί: (για πρόσ.) Είναι άνθρωπος ~ και χαμηλών τόνων.|| (κατ' επέκτ.) ~ός: έλεγχος (: που δεν υποπίπτει στην αντίληψη κάποιου)/χειρισμός. ~ή: παρακολούθηση (π.χ. ενός προσώπου)/παρέμβαση/συμπεριφορά. ~ό: χιούμορ (βλ. ειρωνικός). ~οί: τρόποι. ~ές: κινήσεις. Η παρουσία της Αστυνομίας ήταν ~ή. ΑΝΤ. αδιάκριτος (1) 2. που διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του ή χρησιμεύει για αυτό το σκοπό: ~ός: ρόλος/τίτλος (μιας εταιρείας)/χαρακτήρας. ~ή: θέση/(ΓΛΩΣΣ.) λειτουργία (π.χ. του δυναμικού τόνου της νέας Ελληνικής/των φωνημάτων). ~ό: γνώρισμα/λογότυπο/σημάδι/στοιχείο/χαρακτηριστικό. Ο ~ αριθμός ενός προϊόντος (βλ. ραβδοκώδικας). Πβ. διακριτός, διαφοροποιητικός. 3. (μτφ.) που δεν είναι πολύ έντονος, δεν ελκύει την προσοχή: ~ός: ήχος/φωτισμός/χρωματισμός (βλ. απαλός). ~ή: μυρωδιά. ~ό: άρωμα/βάψιμο/μακιγιάζ (= ανεπαίσθητο). Η ~ή πολυτέλεια (ενός ξενοδοχείου). 4. μεροληπτικός: ~ά: μέτρα (π.χ. σε βάρος κάποιου). Η αρχή της μη ~ής μεταχείρισης. ● Ουσ.: διακριτικό (το): καθετί (συνήθ. αριθμός, γράμμα ή σύμβολο) που χρησιμεύει για να διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του, χαρακτηριστικό γνώρισμα: το ~ μιας αθλητικής ομάδας/ενός διαγωνιζόμενου/ενός συλλόγου.|| {συνήθ. στον πληθ.} ~ά βαθμού/των βαθμίδων (: τα σύμβολα διάκρισης των βαθμών στρατιωτικής ή άλλης ιεραρχίας. Πβ. γαλόνια, διάσημα). ~ά αξιωματικών/αστυνομικών/εκκλησιαστικών λειτουργών. ● επίρρ.: διακριτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: με διακριτικότητα, τακτ. ΑΝΤ. αδιάκριτα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: διακριτική ανάλυση: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος ανάλυσης δεδομένων που στοχεύει στην εύρεση των πιθανοτήτων αποτυχίας εξόφλησης ενός δανείου., διακριτική ικανότητα: ΟΠΤ. η ικανότητα οπτικού ή φωτογραφικού οργάνου να παρουσιάζει διακριτές εικόνες αντικειμένων που έχουν μεταξύ τους μικρή γωνιακή απόσταση: ενεργειακή/φασματική/χρονική/χωρική ~ ~. ~ ~ μικροσκοπίου/τηλεσκοπίου. Πβ. ανάλυση. ΣΥΝ. διακριτικότητα (2) [< αγγλ. resolving power] , διακριτικό κλήσης: συμβατική ονομασία που σχηματίζεται από γράμματα και αριθμούς και είναι συγκεκριμένη για κάθε τηλεγραφικό ή ραδιοφωνικό πομπό-δέκτη: διεθνές ~ ~. Βλ. κωδικός. [< αγγλ. call sign, 1919] , διακριτική ευχέρεια βλ. ευχέρεια [< 1: αρχ. διακριτικός, γαλλ. discret 2: γαλλ. distinctif 3: γαλλ. discret 4: γαλλ. discriminatoire]

διεξοδικότητα

διεξοδικότητα δι-ε-ξο-δι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον διεξοδικό: Ο συγγραφέας πραγματεύεται το θέμα με ~. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αναλυτικότητα (2) ΑΝΤ. συνοπτικότητα

ενόργανος

ενόργανος, η, ο [ἐνόργανος] ε-νόρ-γα-νος επίθ. 1. που γίνεται με ειδικά όργανα. 2. ΒΙΟΛ.-ΧΗΜ. οργανικός: ~ή: ύλη (ΑΝΤ. ανόργανη). ● ΣΥΜΠΛ.: ενόργανη (γυμναστική): ΑΘΛ. άθλημα που εκτελείται με όργανα γυμναστικής: ~ ~ ανδρών (βλ. ασκήσεις εδάφους, πλάγιος ίππος, κρίκοι, άλμα ίππου, μονόζυγο, δίζυγο)/γυναικών (βλ. ασύμμετροι ζυγοί, δοκός). Χρυσός Ολυμπιονίκης στην ~ ~. Βλ. ρυθμική γυμναστική. ΑΝΤ. ανόργανος (5), ενόργανη ανάλυση: ΧΗΜ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο την ποσοτική και ποιοτική ανάλυση δειγμάτων με χρήση χημικών οργάνων., ενόργανη μουσική: ΜΟΥΣ. που συντίθεται μόνο για μουσικά όργανα και όχι για φωνές. ΣΥΝ. οργανική/ορχηστρική μουσική. ΑΝΤ. φωνητική μουσική. [< γαλλ. instrumental]

επικουρικότητα

επικουρικότητα [ἐπικουρικότητα] ε-πι-κου-ρι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της επικουρικότητας: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που ορίζει ότι η κεντρική εξουσία (π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τα κράτη-μέλη) επεμβαίνει μόνο όταν ένας σκοπός δεν μπορεί να εκπληρωθεί σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. [< αγγλ. principle of subsidiarity] [< γαλλ. subsidiarité, 1964]

θεμελιώδης

θεμελιώδης, ης, ες θε-με-λι-ώ-δης επίθ. {θεμελιώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών}: πρωταρχικής σημασίας, βασικός: ~ης: παράγοντας/ρόλος (πβ. νευραλγικός)/στόχος. ~ης: αρχή/διαφορά/έννοια. ~ες: αξίωμα/έργο/ερώτημα/θεώρημα/στοιχείο. ~εις: αξίες/διατάξεις/ελευθερίες. ~η: δικαιώματα. Πβ. ζωτικός, θεμελιακός, κεφαλαιώδης, ουσιώδης, πρωταρχικός, πρωτεύων.|| (ΦΥΣ.) ~η: σωματίδια. ~η και συμπληρωματικά μεγέθη. Βλ. -ώδης. ● επίρρ.: θεμελιωδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: θεμελιώδης ανάλυση: ΟΙΚΟΝ. μέθοδος πρόβλεψης των μετοχικών τιμών και της μελλοντικής απόδοσης εταιρείας μέσω της ανάλυσης της οικονομικής της κατάστασης. [< αγγλ. fundamental analysis] , θεμελιώδης νόμος/θεμελιώδεις νόμοι βλ. νόμος [< γαλλ. fondamental]

ίδιος1

ίδιος1 [ἴδιος] ί-δι-ος επίθ. , -ία, -ιο(ν) {ιδί-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. που ανήκει στο πρόσωπο ή στον φορέα για τον οποίο γίνεται λόγος: παραγωγή λαχανικών για ιδία χρήση. Δεν έχω ιδία άποψη για το θέμα. Αγορά ιδίων μετοχών. Ίδιες ζημίες (βλ. μικτή ασφάλεια). Πβ. ατομ-, προσωπ-ικός. ΑΝΤ. ξένος (1) 2. ιδιαίτερος, ξεχωριστός: ~ος: τρόπος έκφρασης. ● ΦΡ.: ιδίαις δαπάναις & ιδία δαπάνη [ἰδίᾳ δαπάνῃ] & ιδίοις αναλώμασι(ν) (αρχαιοπρ.): με έξοδα του ίδιου: Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή ~ ~., ίδιον όφελος/συμφέρον (συχνά αρνητ. συνυποδ.): κέρδος που αποκομίζει κάποιος για τον εαυτό του: Προσφέρει χωρίς ~ ~ (= ανιδιοτελώς).|| Κλοπή δημοσίου χρήματος για/προς ~ ~., ιδίω δικαιώματι: ΝΟΜ. με εξουσία που λαμβάνει κανείς από τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς άδεια: Ενεργεί είτε ~ ~ είτε κατ' εξουσιοδότηση., ιδίω ονόματι: ΝΟΜ. με το δικό του όνομα, χωρίς να εκπροσωπεί κάποιον άλλο: Ενεργεί ~ ~. Προέβη ~ ~ σε υποβολή πρότασης προς ..., κατ' ιδίαν (& σπάν. κατιδίαν): μόνος με κάποιον, σε προσωπικό επίπεδο και χωρίς την παρουσία τρίτων: ~ ~ συνάντηση/συνομιλίες. Με πήρε παράμερα, για να μου μιλήσει ~ ~. ΣΥΝ. ιδιαιτέρως (1), κατά μόνας, προσωπικά, τετ α τετ, κρίνω εξ ιδίων (τα αλλότρια) (αρνητ. συνυποδ.): οδηγούμαι σε συμπεράσματα για κάποιον άλλο με κριτήριο τον εαυτό μου: Κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, θεωρεί ότι οι συνειδήσεις εξαγοράζονται. ΣΥΝ. κρίνω από τον εαυτό μου, του ιδίου φυράματος (μειωτ. για πρόσ.): έχει τον ίδιο κακό χαρακτήρα με κάποιον άλλο: Ταιριάζουν γιατί είναι ~ ~., (με) ιδία ευθύνη βλ. ευθύνη, από ιδίους πόρους βλ. πόρος, εκ πείρας βλ. πείρα, εξ ιδίας αντιλήψεως βλ. αντίληψη, εξ ιδίας πρωτοβουλίας βλ. πρωτοβουλία, εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη βλ. βέλος, ιδίαις χερσί(ν) βλ. χειρ, ιδίοις όμμασι(ν) βλ. όμμα, οικεία/ιδία βουλήσει βλ. βούληση ● βλ. ίδιο(ν), ιδίως [< αρχ. ἴδιος]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-λόγιο

-λόγιο {-λογίου (σπανιότ.) -λόγιου | -λογίων} (περιληπτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε σύνολο στοιχείων ή συστηματική καταγραφή, κατάλογο: λεξι~/υβρεο~.|| Ανεμο~/απουσιο~/βαθμο~/δειγματο~/εορτο~/ερωτηματο~/ημερο~/κτηματο~/μαθητο~/μισθο~/πελατο~/τιμο~/φοιτητο~.

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

μαθηματικά

μαθηματικά μα-θη-μα-τι-κά ουσ. (ουδ.) (τα): ΜΑΘ. επιστήμη που μελετά, με τη χρήση αφηρημένων εννοιών και συμβόλων, τις ιδιότητες των αριθμών, των δομών, των μεταβολών και του χώρου, με αντίστοιχους γενικούς κλάδους την αριθμητική, την άλγεβρα, την ανάλυση και τη γεωμετρία· συνεκδ. το διδασκόμενο μάθημα και το αντίστοιχο βιβλίο: ανώτερα/γενικά/διακριτά/εφαρμοσμένα/θεωρητικά/καθαρά (= αφηρημένα)/(χρηματο)οικονομικά ~. Αξιώματα/θεωρήματα των ~ών. Βλ. βιο~, γεω~, θεωρία πιθανοτήτων, στατιστική, τοπολογία, τριγωνομετρία.|| (προφ.) Αυτά είναι απλά ~ (: για τα ευκόλως εννοούμενα). ● ΣΥΜΠΛ.: ασφαλιστικά/αναλογιστικά μαθηματικά: ΜΑΘ. εφαρμογή της θεωρίας πιθανοτήτων και της στατιστικής σε θέματα χρηματοοικονομικού κινδύνου (κυρ. στις ασφάλειες ζωής). [< αγγλ. insurance/actuarial mathematics] [< αρχ. μαθηματικά, γαλλ. mathématiques, αγγλ. mathematics, γερμ. Mathematik]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παραγοντικός

παραγοντικός, ή, ό πα-ρα-γο-ντι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που σχετίζεται με τον παράγοντα· Βλ. πολυ~. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος που συνίσταται στον προσδιορισμό του πλήθους των παραγόντων που είναι απαραίτητοι για τη μελέτη ενός προβλήματος καθώς και στον συσχετισμό των παραγόντων μεταξύ τους: διερευνητική/επιβεβαιωτική ~ ~. [< αγγλ. factor analysis, 1928] [< αγγλ. factorial]

περιεχόμενο

περιεχόμενο πε-ρι-ε-χό-με-νο ουσ. (ουδ.) {περιεχομέν-ου | -ων} 1. ό,τι περιέχεται σε κάτι: το ~ των αποσκευών (π.χ. ρούχα)/συσκευασίας. Άδειασε το ~ του δοχείου (π.χ. νερό). 2. το θέμα, οι ιδέες γραπτού ή προφορικού κειμένου και γενικότ. πνευματικού έργου: το (βασικό) ~ ανακοίνωσης/των συνομιλιών. Από άποψη ~ου. Συζητήσεις γενικού/ειδικού ~ου. Εκπομπή με διδακτικό/εκπαιδευτικό/κοινωνικό/πολιτικό ~. Σχόλια με απειλητικό/ρατσιστικό/υβριστικό ~. Βιβλία πλούσια/φτωχά σε ~ (πβ. υπόθεση). Διέψευσε (κατηγορηματικά) το ~ της δήλωσης/επιστολής.|| Αναλυτικό/συνοπτικό ~ μαθήματος (πβ. ύλη). Το ~ της διδασκαλίας/του Προγράμματος/των Σπουδών. ΣΥΝ. αντικείμενο, σκοπός.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Δημιουργία ηλεκτρονικού/οπτικοακουστικού/ψηφιακού ~ου. Σελίδες με ακατάλληλο/άσεμνο ~. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αναπαραγωγή και διάθεση του ~ου (του λογισμικού). 3. σημασία: νοηματικό/σημασιολογικό ~. Ποιο είναι το (ακριβές) ~ της λέξης/του όρου/της φράσης; Πβ. έννοια. 4. (μτφ.) νόημα, ουσία: κουβέντες χωρίς (ουσιαστικό) ~/(λόγ.) άνευ ~ου (= ανούσιες). Ταινία με ~ (πβ. βάθος)/υψηλού ~ου. Δώσε ~ στη ζωή σου. Πβ. ποιότητα.|| Άνθρωπος με/χωρίς ~ (πβ. καλλιέργεια, παιδεία).περιεχόμενα (τα) & πίνακας περιεχομένων: κατάλογος με τα μέρη ενός βιβλίου ή μιας εργασίας, ο οποίος τίθεται συνήθ. στην αρχή και παραθέτει κατά σειρά τους τίτλους κάθε μέρους, συνήθ. με τον αριθμό της σελίδας που ξεκινά το καθένα. Βλ. ίντεξ. [< αγγλ. (table of) contents] ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση περιεχομένου: ΓΛΩΣΣ. μέθοδος η οποία αποσκοπεί στην αποκωδικοποίηση του νοήματος ενός επικοινωνιακού υλικού (π.χ. βιβλίου, διαφήμισης, κινηματογραφικής ταινίας, συνέντευξης) μέσω της κατηγοριοποίησης, καταγραφής (σε πίνακα) και αξιολόγησης των γλωσσικών του σημείων-κλειδιών (π.χ. λέξεων, προτάσεων) και των θεματικών του ενοτήτων. Βλ. σημειολογία. [< αγγλ. content analysis, 1940] ● ΦΡ.: κενός περιεχομένου βλ. κενός [< αρχ. μτχ. περιεχόμενον, γαλλ. contenu]

πρόγραμμα

πρόγραμμα πρό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.) {προγράμμ-ατος | -ατα} 1. σύνολο οργανωμένων ενεργειών των οποίων ο χρόνος και συχνά ο τρόπος και οι συνθήκες εκτέλεσης έχουν καθοριστεί από πριν: αναπτυξιακό/εκπαιδευτικό/εκσυγχρονιστικό/ερευνητικό/κοινοτικό/κυβερνητικό/προεκλογικό/στεγαστικό ~. ~ αδυνατίσματος/απεξάρτησης (από τα ναρκωτικά)/αποκατάστασης/ασφάλισης/διαβάσματος/διαχείρισης (χρημάτων)/εθελοντικής δράσης/ελέγχου/εργασίας/κατάρτισης ανέργων/λιτότητας/παραγωγής/παροχών/υγείας/υποτροφιών/χορηγιών. (ΟΙΚΟΝ.) ~ ενίσχυσης επενδύσεων/επιχορήγησης επιχειρήσεων. Αποτελέσματα/εκπόνηση/επεξεργασία/προϋπολογισμός ~ατος. Διεθνή/ευρωπαϊκά/κοινωνικά ~ατα. Συμμετέχω σε/υλοποιώ/υποστηρίζω/χρηματοδοτώ ένα ~. Εφαρμόζεται ~ εξυγίανσης και ανάπτυξης. Ανακοινώθηκε ~ ιδιωτικοποιήσεων. Εντάχθηκε σε ~ (εξ)ειδίκευσης. Το έκτακτο συνέδριο ενέκρινε το νέο ~ του κόμματος.|| Ατομικό/εβδομαδιαίο/καθημερινό ~. Το ~ά του είναι πιεστικό/φορτωμένο. Βάζω/έχω ~ να ... (πβ. σχεδιάζω). Οι εξετάσεις θα διεξαχθούν σύμφωνα με το ~. 2. καταγραφή με συγκεκριμένη σειρά των διαφόρων μερών εκδήλωσης, θεάματος, εκπομπής, μαθήματος, κύκλου σπουδών, αυτό που περιγράφεται και συνεκδ. το έντυπο που τα γνωστοποιεί: αθλητικό/ενημερωτικό/καλλιτεχνικό/ραδιοφωνικό/σχολικό/ψυχαγωγικό ~. ~ αγώνων/εκδρομής/εξεταστικής/επισκέψεων/εργασιών σεμιναρίου/θεάτρου/καναλιών/πρωταθλήματος/συναντήσεων/συναυλιών/συνεδρίου/τηλεόρασης/φεστιβάλ. Ανακοινώθηκε το ~ του διαγωνισμού. Αλλαγή στο ~ των πτήσεων λόγω απεργίας. Ταβέρνες με ελαφρύ/εορταστικό/πλούσιο/ποικίλο (μουσικό) ~. Κάνει ~ σε κλαμπ (: δουλεύει ως ντιτζέι). Το ~ περιλαμβάνει και ... Υπεύθυνος του ~ος. Ο σταθμός εκπέμπει δορυφορικά εικοσιτετράωρο ζωντανό ~.|| Το ~ της έκθεσης/παράστασης διατίθεται δωρεάν. 3. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο εντολών που εκτελούνται από αυτόματο σύστημα, μηχάνημα ή ηλεκτρονικό υπολογιστή: ~ πλυντηρίου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Εύχρηστο και λειτουργικό ~. Αποθηκεύω/τρέχω ένα ~. (Απ)εγκατάσταση/διαγραφή/εικονίδιο ~ατος. ~ατα κατασκευής ιστοσελίδων/πλοήγησης. Βλ. κώδικας, μικρο~. ● Υποκ.: προγραμματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτικό πρόγραμμα: ΠΑΙΔΑΓ. ο σχεδιασμός και η σύνταξη ενός γενικού πλαισίου μακροπρόθεσμης οργάνωσης της διδασκαλίας: ανοιχτό/διαθεματικό/εθνικό/επίσημο/κλειστό ~ ~. ~ά ~ατα μαθημάτων γυμνασίου/ειδικής αγωγής/λυκείου/πανεπιστημίου/υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Αναμόρφωση/ανάπτυξη ~ών ~άτων. Βλ. κουρίκουλουμ., πιλοτικό πρόγραμμα: σύνολο δράσεων που εφαρμόζονται πειραματικά: ~ά ~ατα ανακύκλωσης. [< αγγλ. pilot project, 1975] , πρόγραμμα Comenius: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για γενικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες που αφορούν τα σχολεία έως και τον δεύτερο κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης., πρόγραμμα Grundtvig: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της εκπαίδευσης ενηλίκων., πρόγραμμα Leonardo da Vinci: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για όλες τις πτυχές της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (εκτός του τριτοβάθμιου επιπέδου)., πρόγραμμα Εράσμους & Εράσμους: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του οποίου γίνεται ανταλλαγή σπουδαστών και διδακτικού προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με σκοπό την προώθηση της εκπαιδευτικής και ακαδημαϊκής κινητικότητας. Βλ. διά βίου μάθηση, ECTS., Πρόγραμμα Πλαίσιο (συντομ. ΠΠ): χρηματοδοτικό μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη της έρευνας σε επιλεγμένους τομείς προτεραιότητας: 7ο ~ ~ (: από το 2007-13). [< αγγλ. Framework Programme, γαλλ. Programme-Cadre] , πρόγραμμα Σωκράτης: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Eπιτροπής για συνεργασία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης για παιδιά, νέους και ενηλίκους., εικονογραφικό πρόγραμμα βλ. εικονογραφικός, πρόγραμμα Καλλικράτης βλ. Καλλικράτης, πρόγραμμα Κλεισθένης βλ. Κλεισθένης, πρόγραμμα σπουδών βλ. σπουδή, πρόγραμμα/σχέδιο δράσης βλ. δράση, στεγνά (θεραπευτικά) προγράμματα βλ. στεγνός, ωρολόγιο πρόγραμμα βλ. ωρολόγιος ● ΦΡ.: κάτι είναι (μέσα) στο πρόγραμμα: έχει προγραμματιστεί, σχεδιαστεί ή είναι αναμενόμενο να γίνει: Οι αναποδιές/τα λάθη είναι ~., με/χωρίς πρόγραμμα: με/χωρίς μέθοδο, σύστημα: Γυμνάζεστε/τρώτε με ~. Καλοκαιρινές διακοπές χωρίς ~., πρόγραμμα stage & πρόγραμμα στέιτζ: κρατικό πρόγραμμα για ανέργους, με κύριο στόχο την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. ΣΥΝ. σταζ [< αγγλ. stage programme] , τι λέει το πρόγραμμα; (προφ.): τι θα κάνεις/κάνουμε;: Λοιπόν, ~ ~ για διακοπές/σήμερα;, εκτός προγράμματος βλ. εκτός [< αρχ. πρόγραμμα ‘ημερήσια διάταξη, διάγγελμα’, γαλλ. programme, αγγλ. program(me), γερμ. Programm]

προγραμματιστής

προγραμματιστής προ-γραμ-μα-τι-στής ουσ. (αρσ.) , προγραμματίστρια (η): πληροφορικός που ειδικεύεται στον σχεδιασμό προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές: ~ γραφικών/διαδικτυακών εφαρμογών/ιστοσελίδων/συστημάτων.|| (κατ' επέκτ., για συσκευή) ~ ποτίσματος. ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτής-προγραμματιστής: αυτός που ασχολείται με την ανάλυση και τον σχεδιασμό λογισμικών και τη δημιουργία του προγράμματός τους. [< αγγλ. programmer, 1948, γαλλ. programmeur, περ. 1960]

συνδυαστικός

συνδυαστικός, ή, ό συν-δυ-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον συνδυασμό ή παρέχει τη δυνατότητα για τη δημιουργία συνδυασμών: ~ή: θεραπεία/θεωρία/ικανότητα/μεθοδολογία/φαντασία (βλ. δημιουργικός). ~ό: διάβασμα/εισιτήριο. ~ή προσέγγιση των αντικειμένων διδασκαλίας (πβ. διαθεματικός· βλ. διεπιστημονικός). Οι ~ές ερωτήσεις (: που απαιτούν συνδυασμό διαφόρων σημείων της εξεταζόμενης ύλης) προϋποθέτουν κριτική σκέψη. Οι ~ές δυνατότητες των λέξεων (βλ. σύμπλοκο). ● επίρρ.: συνδυαστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συνδυαστική ανάλυση & συνδυαστική (η): ΜΑΘ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του αριθμού των δυνατών συνδυασμών τους οποίους μπορεί να σχηματίσει ένα δεδομένο σύνολο αντικειμένων ή συμβόλων. [< αρχ. συνδυαστικός, γαλλ. combinatoire]

συνθέτω

συνθέτω συν-θέ-τω ρ. (μτβ.) {συνέθε-σα (προφ.) σύνθε-σα, συνθέ-σει, συντίθ-εται, -ενται (προφ. συνθέτ-εται, -ονται), συντέ-θηκε (λόγ. συνετέ-θη, -θησαν, μτχ. συντε-θείς, -θείσα, -θέν), -θεί, συνθέτ-οντας, (λόγ.) συντεθειμένος} 1. (μτφ.) σχηματίζω, συγκροτώ σε ενιαίο σύνολο: Στοιχεία που ~ουν το παζλ της καθημερινότητας. Χαμηλές θερμοκρασίες και χιόνια ~ουν το σκηνικό του καιρού. Τα δέντρα και η λίμνη ~ουν μια μαγευτική εικόνα. Πβ. απαρτίζω. Βλ. αναλύω. ΑΝΤ. αποσυνθέτω (3) 2. ΜΟΥΣ. γράφω μουσικό ή λογοτεχνικό, συνήθ. ποιητικό, έργο: ~ει λαϊκά τραγούδια/μουσική για ταινίες.|| ~ει ποιήματα/στίχους/ωδές. Πβ. δημιουργώ. ● Παθ.: συντίθεται (λόγ.): αποτελείται: Η επιτροπή ~ από πέντε μέλη. ● ΦΡ.: εις τα εξ ων συνετέθη (αρχαιοπρ.): στα στοιχεία από τα οποία σχηματίστηκε ή προήλθε: Μηχάνημα που διαλύεται ~ ~.|| Το νεότευκτο κόμμα κινδυνεύει να διαλυθεί ~ ~. [< αρχ. συντίθημι, πβ. μεσν. συνθέτω, 2: γαλλ. composer]

συνομιλία

συνομιλία συ-νο-μι-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. συζήτηση: γόνιμη/εμπιστευτική/ενδιαφέρουσα/ζωντανή/καθημερινή/μακρά/προσωπική/σύντομη/τηλεοπτική/τηλεφωνική/φιλική ~. Αντικείμενο/ηχογράφηση/καταγραφή/μαγνητοφώνηση/υποκλοπή ~ας. ~ σε πραγματικό χρόνο. Ο βουλευτής είχε ~ με τους κατοίκους της περιοχής. Ένα τμήμα της ~ας δημοσιεύθηκε στον Τύπο.|| Καυτή/ροζ ~.|| (μτφ.) ~ ενός κειμένου με άλλα κείμενα. Πβ. διάλογος. ΣΥΝ. κουβέντα (1) 2. ΠΟΛΙΤ. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} επίσημη επαφή ή διαπραγμάτευση μεταξύ κρατών, οργανισμών, επίσημων φορέων, υπηρεσιών με συγκεκριμένο αντικείμενο και η σχετική διαδικασία: απευθείας/διακοινοτικές/διεθνείς/διμερείς/εγκάρδιες/ειρηνευτικές/εκ του σύνεγγυς/κρίσιμες/μυστικές ~ες. Αρχίζουν/βρίσκονται σε τελική ευθεία/διακόπτονται/συνεχίζονται/τερματίζονται οι ~ες για το ... (Πρώτος, δεύτερος) γύρος/(επαν)έναρξη/επιτυχία/(θερμό, ψυχρό) κλίμα/ολοκλήρωση (των) ~ών. ~ες για την επίλυση της κρίσης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. (ειδικότ.) ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω διαδικτύου: ηχητική/φωνητική ~. Αίθουσα/δωμάτιο ~ας (= τσατ ρουμ). Αποθήκευση/παράθυρο ~ας. ~ με χρήστες. Πρόσκληση σε ~. ~ με βίντεο/εικόνα/χρήση κάμερας. Γρήγορο και εύκολο πρόγραμμα ~ας. ΣΥΝ. τσατ (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση συνομιλίας: ΓΛΩΣΣ. μελέτη ηχογραφημένων συζητήσεων με σκοπό τον καθορισμό των γλωσσικών κανονικοτήτων, δηλ. της δομής και των κανόνων, της προφορικής επικοινωνίας. Βλ. ανάλυση (του) λόγου. [< αγγλ. conversation analysis, περ. 1960] , ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση ● ΦΡ.: κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών βλ. συζήτηση, τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών βλ. συζήτηση [< μτγν. συνομιλία 'συντροφιά, συναναστροφή', γαλλ. conversation 3: αγγλ. chat, 1985]

σύστημα

σύστημα σύ-στη-μα ουσ. (ουδ.) {συστήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. σύνολο οργάνων, μηχανισμών ή μεθόδων, τεχνικών για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού, λειτουργίας: ~ ανακύκλωσης/αξιολόγησης/ασφάλισης/αυτοκινήτου/αυτοματισμού/δασοπυρόσβεσης/διδασκαλίας/έκδοσης (εισιτηρίων)/εκμάθησης (ξένων γλωσσών)/ελέγχου/εξαερισμού/εξετάσεων/επικοινωνίας/έρευνας/ηχείων/ήχου (= ηχητικό ~, ηχο~)/(κεντρικής) θέρμανσης/κρατήσεων/μετάδοσης/μέτρησης/οργάνωσης/παρακολούθησης/πέδησης/πληροφόρησης/πληρωμής/πλοήγησης/ποτίσματος/πρόγνωσης/πρόνοιας/προσγείωσης (αεροπλάνου)/πυρανίχνευσης/πυρόσβεσης/συναγερμού/φωτισμού. ~ εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. ~ (έγκαιρης) προειδοποίησης (για φυσικές καταστροφές). Εθνικό ~ Υγείας (ΕΣΥ). Αμυντικό/αποχετευτικό/δικαστικό/δορυφορικό/εμπορικό/επαναστατικό/ηλεκτρονικό/ιατρικό/οικιακό/οπλικό/σωφρονιστικό/υδραυλικό/ψηφιακό ~. Βλ. ευρω~, πολυ~. 2. ΠΟΛΙΤ. (ειδικότ.) η μορφή οργάνωσης και διακυβέρνησης ενός κράτους, μιας κοινωνίας: δημοκρατικό/δικαιικό/καπιταλιστικό/κοινοβουλευτικό/κομμουνιστικό/οικονομικό/παγκόσμιο/ποινικό/πολιτειακό/πολιτικό/σοσιαλιστικό/συγκεντρωτικό/φασιστικό ~. 3. μεθοδικότητα: Δουλεύει με ~. Έχει ~ στον τρόπο με τον οποίο κάνει την έρευνα. 4. ΙΑΤΡ. σύνολο οργάνων ή ιστών με λειτουργική ή/και ανατομική σύνδεση μεταξύ τους, που εκτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες στους ζωντανούς οργανισμούς: αγγειακό/ενδοκρινικό/ερειστικό/κινητήριο/μυϊκό/ουρογεννητικό ~. Βλ. φωτο~. 5. ΑΘΛ. ο τρόπος με τον οποίο παρατάσσεται και αγωνίζεται μια ομάδα: αμυντικό/επιθετικό ~. (στο μπάσκετ) ~ ζώνης/μαν του μαν. ~ 4-4-2/4-3-3/5-3-2 (: στο ποδόσφαιρο, με βάση τον αριθμό των παικτών στην αμυντική, μεσαία και επιθετική γραμμή). 6. τρόπος συμπεριφοράς που επαναλαμβάνεται, συνήθεια: Το έχει ~ να λέει ψέματα. 7. σύνολο στοιχείων και εννοιών που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση: ~ γραφής. Κλιτικό/μορφολογικό/(πολυ)τονικό/φωνολογικό ~ (μιας γλώσσας). Η γλώσσα αποτελεί ένα ~ σημείων (πβ. κώδικας).|| (για κατηγοριοποίηση μεγεθών:) Κρυσταλλικό/μετρικό/ταξινομικό ~.|| (ΜΑΘ.) ~ εξισώσεων. 8. (σε τυχερά παιχνίδια) τυποποιημένη μέθοδος που βασίζεται σε συνδυασμούς αριθμών: μεταβλητό ~. ~ προπό/λόττο. 9. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το κατεστημένο: Αντιμάχεται/υπηρετεί το ~. Έχει ενταχθεί στο ~. Είναι άνθρωπος/παιδί του ~ατος. 10. ΦΙΛΟΣ. ενιαίο, οργανωμένο και ολοκληρωμένο σύνολο γνώσεων, ιδεών και αρχών: εγελιανό ~. ~ αξιών. ● Υποκ.: συστηματάκι (το): κυρ. στις σημ. 5,8. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση συστημάτων (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Σ): ΠΛΗΡΟΦ. μελέτη και προσδιορισμός των συστατικών μερών μιας δραστηριότητας, διαδικασίας, μεθόδου ή τεχνικής, που αποσκοπεί στον καθορισμό του ρόλου και των βασικών της στόχων, καθώς και στην ανάπτυξη υπολογιστικών εφαρμογών για την επίτευξή τους: ~ ~ τεχνολογίας. Σχεδιασμός και ~ ~. Βλ. μοντελοποίηση. [< αγγλ. systems analysis, 1950] , δυναμικά συστήματα: ΜΑΘ. φυσικά φαινόμενα και διεργασίες που περιγράφονται από συστήματα διαφορικών εξισώσεων των οποίων η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι ο χρόνος: χαοτικά ~ ~ (βλ. φαινόμενο της πεταλούδας). [< αγγλ. dynamic(al) systems] , ακροφωνικό σύστημα βλ. ακροφωνικός, αναπνευστικό σύστημα βλ. αναπνευστικός, ανοσοποιητικό (σύστημα) βλ. ανοσοποιητικός, αρχείο συστήματος βλ. αρχείο, αστρικό σύστημα βλ. αστρικός, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών βλ. γεωγραφικός, δεκαδικό σύστημα βλ. δεκαδικός, Διεθνές Σύστημα Μονάδων βλ. διεθνής, δυαδικό σύστημα (αρίθμησης) βλ. δυαδικός, εκλογικό σύστημα βλ. εκλογικός, εκπαιδευτικό σύστημα βλ. εκπαιδευτικός, έμπειρα συστήματα βλ. έμπειρος, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακό σύστημα βλ. ηλιακός, θερμοδυναμικό σύστημα βλ. θερμοδυναμικός, κυκλοφορικό σύστημα βλ. κυκλοφορικός, λειτουργικό (σύστημα) βλ. λειτουργικός, μεταιχμιακό σύστημα (του εγκεφάλου) βλ. μεταιχμιακός, νευρικό σύστημα βλ. νευρικός, νομισματικό σύστημα βλ. νομισματικός, οικοδομικό σύστημα βλ. οικοδομικός, οικονομικό σύστημα βλ. οικονομικός, ουροποιητικό σύστημα βλ. ουροποιητικός, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός, παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. παρασυμπαθητικός, πεπτικό σύστημα βλ. πεπτικός, Περιοδικός Πίνακας (των Στοιχείων) βλ. περιοδικός, πλανητικό σύστημα βλ. πλανητικός, πληροφοριακό σύστημα βλ. πληροφοριακός, συμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. συμπαθητικός, σύστημα αναφοράς βλ. αναφορά, σύστημα αντιεμπλοκής (κατά την πέδηση) βλ. αντιεμπλοκή, σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων βλ. διαχείριση, σύστημα διεύθυνσης βλ. διεύθυνση, σύστημα προστασίας βλ. προστασία, συστήματα ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τραπεζικό σύστημα βλ. τραπεζικός, τυφλό σύστημα βλ. τυφλός, ψυχογενετικό σύστημα βλ. ψυχογενετικός ● ΦΡ.: εκ συστήματος/κατά σύστημα (λόγ.): συστηματικά: Εκμεταλλεύεται ~ ~ τους πελάτες του., σύστημα/γραφή Μπράιγ: (για τυφλούς) που χρησιμοποιεί ανάγλυφα τυπογραφικά στοιχεία, ώστε να επιτρέπει την ανάγνωση με την αφή· ανάγλυφη γραφή. [< αρχ. σύστημα, γερμ. System, γαλλ. système, αγγλ. system]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.