ανάβω [ἀνάβω] α-νά-βω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνα-ψα, ανά-φτηκε, -μμένος, ανάβ-οντας} 1. βάζω, μεταδίδω φωτιά σε κάτι ή παίρνω φωτιά: (μτβ.) ~ το καντήλι/τα κάρβουνα/ένα κερί/ένα σπίρτο/την ψησταριά. ~ βεγγαλικά/καπνογόνα. ~ψε (ένα) τσιγάρο.|| (αμτβ.) Η σόμπα/το τζάκι ~ει (: είναι αναμμένη/ο). Τα κάρβουνα ~ουν εύκολα (= αναφλέγονται). ~ψε η φλόγα/η φωτιά (= κόρωσε).|| (μτφ.) Μια σπίθα ~ει μες στα μάτια του (: για δήλωση πάθους ή εξυπνάδας). Τα λόγια της μου ~ψαν το ενδιαφέρον (ΣΥΝ. εξάπτω, κεντρίζω, κινώ, ξυπνώ, προκαλώ). ΑΝΤ. σβήνω (1) 2. θέτω ή τίθεμαι σε λειτουργία (με παροχή ηλεκτρικού ρεύματος ή με μπαταρία): (μτβ.) ~ τη λάμπα/τη μηχανή/την τηλεόραση/τον φακό/το φλας/τα φώτα. Το φανάρι ~ψε κόκκινο/πράσινο.|| (αμτβ.) Το λαμπάκι/φωτάκι δεν ~ει (= κάηκε). Το σήμα/η φωτεινή ένδειξη δεν ~ει (= δεν λειτουργεί, δεν ενεργοποιείται ή δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί). Τι ώρα ~ει το καλοριφέρ; Ο φάρος ~ει αυτόματα.|| (μτφ.) ~ψαν οι μηχανές του πολέμου. ΑΝΤ. σβήνω (2) 3. (μτφ.-συνήθ. προφ.) ερεθίζω ή ερεθίζομαι: (μτβ.) Μην τον ~εις, άστον να ηρεμήσει (ΣΥΝ. εξάπτεις, εξοργίζεις, φουντώνεις)!|| (αμτβ.) ~ και μόνο που το ακούω (ΣΥΝ. βράζω, (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, κορώνω, φουντώνω)!|| Μ' ~εις (: με αναστατώνεις, με διεγείρεις ερωτικά). ~ει εύκολα. Πβ. ξανάβω. 4. (μτφ.-στο γ' πρόσ.) αποκτώ ένταση, φουντώνω: ~ψε ο καβγάς/η μάχη/η συζήτηση. ~ψε μέσα του ο έρωτας/η οργή/ο πόθος. Οι κόντρες/τα πολιτικά πάθη ~ψαν. ~ψε από θυμό (πβ. κορώνω). ΣΥΝ. ζωηρεύω (3) 5. (μτφ.) ζεσταίνομαι πολύ, υπερθερμαίνομαι: Ανοίξτε το παράθυρο, έχουμε ~ψει (= σκάσει, κορώσει, φουντώσει, ψηνόμαστε. ΑΝΤ. παγώσει, πουντιάσει)! ~ψε η μηχανή του αυτοκινήτου (ΑΝΤ. κρύωσε). Πβ. πυρώνω. ΣΥΝ. καψώνω (1) 6. {μόνο στο γ' πρόσ., συνήθ. στον αόρ.} (προφ.) αρχίζει κάτι να αλλοιώνεται, μουχλιάζει: ~ψε το τυρί/ψωμί (= χάλασε). ~ψαν τα κρεμμύδια/οι πατάτες. ● ΦΡ.: ανάβει το γλέντι/κέφι (προφ.): κορυφώνεται η διασκέδαση: Άναψε ~ για τα καλά.|| (ως παρότρυνση) Έλα, ν' ανάψει ~! Βλ. θα το κάψουμε/το κάψαμε., του την ανάβω (αργκό): τον πυροβολώ: Πήρε το περίστροφο και ~ ~ψε. (απειλητ.) Όποιος κουνηθεί, ~ ~ψα!, ανάβει και κορώνει βλ. κορώνω, ανάβουν τα αίματα βλ. αίμα, ανάβει φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, μου ανάβουν τα λαμπάκια βλ. λαμπάκι ● βλ. αναμμένος [< 1: μεσν. ανάβω, αγγλ. light, set fire to, γαλλ. allumer, enflammer 2: αγγλ. turn/switch on 3: αγγλ. take fire, get hot, turn on 4: αγγλ. get heated/lively, γαλλ. s' allumer 5: αγγλ. go red, flame]
αναμειγνύω & αναμιγνύω [ἀναμειγνύω] α-να-μει-γνύ-ω ρ. (μτβ.) {ανέμει-ξα (προφ.) ανάμει-ξα, αναμεί-χθηκε (προφ. -χτηκε), -χθεί (προφ. -χτεί), αναμειγνύ-οντας, αναμειγμένος (λόγ.) αναμεμειγμένος} (λόγ.) 1. ενώνω δύο ή περισσότερα υλικά μεταξύ τους· δημιουργώ μείγμα: ~ τα χρώματα. ~ νερό με αλεύρι, για να φτιάξω ζύμη. ~ καλά τα συστατικά σε ένα μπολ. ΣΥΝ. ανακατεύω (1) 2. (μτφ.) συνδυάζω, φέρνω σε επαφή ετερογενή στοιχεία: ~ει διαφορετικά είδη μουσικής. Μην ~εις (= συγχέεις) το συναίσθημα με τη λογική! ● Παθ.: αναμειγνύομαι {κυρ. στο γ' πρόσ.}: εμπλέκομαι, συμμετέχω: ~χθηκε σε σκάνδαλο. Έχουν επανειλημμένα ~χθεί σε υποθέσεις εξαπάτησης.|| Μην ~εσαι (: επεμβαίνεις, παρεμβαίνεις) στις δουλειές των άλλων! ΣΥΝ. ανακατεύομαι (1) ● βλ. αναμεμειγμένος [< 1: αρχ. ἀναμείγνυμι]
ανάμεικτος & ανάμικτος, η, ο [ἀνάμεικτος] α-νά-μει-κτος επίθ.: που προκύπτει από ανάμειξη διαφόρων υλικών ή στοιχείων: ~ο: παγωτό (: με διάφορες γεύσεις). ~οι: ξηροί καρποί. ~α: λαχανικά/μπαχαρικά.|| (μτφ.) ~ες: αντιδράσεις/εντυπώσεις/σκέψεις. ~η εικόνα (: θετική και αρνητική) για την παγκόσμια οικονομία παρουσιάζουν τα τελευταία στοιχεία. ΣΥΝ. ανακατεμένος (1), ανάκατος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάμεικτα συναισθήματα & αισθήματα: αλληλοσυγκρουόμενα (συν)αισθήματα: ~ ~ χαράς και λύπης. Τον υποδέχτηκαν με ~ ~. [< αγγλ. mixed feelings] [< μτγν. ἀνάμικτος]
ανάμειξη & ανάμιξη [ἀνάμειξη] α-νά-μει-ξη ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) εμπλοκή, παρέμβαση: άμεση/έμμεση/προσωπική/στρατιωτική ~. ~ στα εσωτερικά της χώρας (= επέμβαση). Ενεργός ~ στα κοινά (= συμμετοχή). Αρνείται κάθε ~/δεν είχε καμία ~ στην υπόθεση. 2. μείξη, ανακάτεμα: ~ ποτών (: κοκτέιλ)/πρώτων υλών/χρωμάτων (βλ. ταίριασμα, δέσιμο). ~ του νερού με το χώμα (: πηλός). Προϊόν τυχαίας ~ης. Βλ. πρόσμειξη.|| ~ μοτίβων/πληθυσμών. Φυλετικές ~ίξεις. [< 1: γαλλ. interférence 2: μτγν. ἀνάμιξις]
ανταγωνίζομαι [ἀνταγωνίζομαι] α-ντα-γω-νί-ζο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανταγωνί-στηκα (σπάν.-λόγ. -σθηκα), μτχ. ανταγωνιζ-όμενος} 1. αναμετριέμαι με κάποιον ή κάτι, με σκοπό την τελική επικράτησή μου: ~ονται αθέμιτα/επί ίσοις όροις/μεταξύ τους. ~ονται (με πάθος/σκληρά) για το .../να κυριαρχήσουν στο παγκόσμιο εμπόριο. ~όμενες: επιχειρήσεις. Πβ. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι.|| (ΙΑΤΡ.) Φάρμακο που ~εται τη δράση άλλης ουσίας. 2. {στο γ' πρόσ.} τα καταφέρνω το ίδιο καλά με κάποιον ή κάτι, είμαι ισάξιος: Προϊόν που ~εται (: είναι εφάμιλλο) αποτελεσματικά/επάξια/με επιτυχία τα καλύτερα του είδους του. [< 1: αρχ. ἀνταγωνίζομαι 2: αγγλ. compete]
κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]
κλήση κλή-ση ουσ. (θηλ.) 1. ακουστικό, φωτεινό ή άλλου είδους σήμα, με το οποίο καλείται κάποιος να εισέλθει σε τηλεπικοινωνιακό δίκτυο· κυρ. το τηλεφώνημα: αναπάντητη/(υπερ)αστική/αυτόματη/διεθνής/εισερχόμενη/εξερχόμενη/εσωτερική/ταχεία/τηλεφωνική/τοπική ~. ~ χωρίς χρέωση/δωρεάν ~. ~ από/σε κινητό/σταθερό τηλέφωνο. Γενική ~ προς όλα τα οχήματα/όλους τους σταθμούς. Απόρριψη/αριθμός/διάρκεια/ειδοποίηση/επανάληψη/ηχογράφηση/ήχοι ~ης. Μείωση του κόστους ~ης. Πλήκτρο αποδοχής/τερματισμού ~ης. ~εις προς την Αστυνομία/το ΕΚΑΒ/την Πυροσβεστική. ~εις μέσω διαδικτύου (πβ. βιντεο~). Η ~ σας προωθείται. Απαντώ σε/δέχομαι μια ~. Έκανε ~ με απόκρυψη. Πραγματοποιεί ~ εκτάκτου ανάγκης. 2. (επίσ.) έγγραφη ειδοποίηση να παρουσιαστεί υποχρεωτικά κάποιος σε υπηρεσία ή δικαστήριο: ~ για κατάταξη (π.χ. στην Πολεμική Αεροπορία). ~ από την Εφορία.|| (ΝΟΜ.) Δικαστική ~. ~ μάρτυρα. Έκδοση/κοινοποίηση ~ης. Παραπομπή σε δίκη με απευθείας ~. Ο ανακριτής απέστειλε ~ σε απολογία στον ... Έλαβε ~ για να καταθέσει. Του επιδόθηκε ~. Πβ. κλήτευση.|| (ειδικότ., έγγραφο με το οποίο καλείται από την Τροχαία ο παραβάτης να πληρώσει πρόστιμο:) Πήρε ~ για παράνομη στάθμευση/υπερβολική ταχύτητα. 3. (λόγ.) κάλεσμα, πρόσκληση, έκκληση: προσωπική/τιμητική ~. Άμεση ~ ασθενοφόρου/ταξί. (ΘΕΟΛ.) Η ~ του Θεού (προς τον άνθρωπο).|| ~ για βοήθεια. Βλ. παράκληση. 4. ΠΛΗΡΟΦ. μεταφορά του ελέγχου προγράμματος σε υπορουτίνα μέσω εντολής: ~ διαδικασίας/συνάρτησης. Βλ. ανάκληση. ● ΣΥΜΠΛ.: αναμονή κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας ειδοποιείται ο συνδρομητής, συνήθ. με συγκεκριμένο ήχο, ότι κάποιος άλλος του τηλεφωνεί, ενώ εκείνος χρησιμοποιεί το τηλέφωνο. [< αγγλ. call waiting, 1971] , εκτροπή/προώθηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. τηλεφωνική υπηρεσία που επιτρέπει σε συνδρομητή να προωθεί τις εισερχόμενες κλήσεις του σε άλλον αριθμό κινητού ή σταθερού τηλεφώνου. [< αγγλ. call diversion, 1976, call forwarding, 1963] , κακόβουλη κλήση: που περιέχει απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, όπως εξύβριση, εκβιασμό, απάτη ή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. [< αγγλ. malicious call] , κράτηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας μια τηλεφωνική κλήση τίθεται σε αναμονή, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη. [< αγγλ. call hold] , ονομαστική κλήση: εκφώνηση ονομάτων από λίστα: ψηφοφορία με ~ ~., φραγή κλήσεων & κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που απαγορεύει ορισμένες ή όλες τις εισερχόμενες ή εξερχόμενες κλήσεις προς ή από το τηλέφωνο ενός συνδρομητή: επιλεκτική ~ ~. ~ ~ εξωτερικού. ~ ~ λόγω απώλειας κινητού. [< αγγλ. call barring, 1982] , φωνητική κλήση: ΤΗΛΕΠ. λειτουργία, κυρ. κινητών τηλεφώνων, με την οποία οι συνδρομητές μπορούν να τηλεφωνήσουν σε κάποιον, χωρίς τη χρήση του πληκτρολογίου μόνο με την εκφώνηση του ονόματός του. [< αγγλ. voice call/dial(ing)] , αναγνώριση κλήσεων βλ. αναγνώριση, διακριτικό κλήσης βλ. διακριτικός, κλήση σύσκεψης βλ. σύσκεψη, παλμική κλήση βλ. παλμικός ● ΦΡ.: σβήνω την κλήση/το πρόστιμο βλ. σβήνω [< 1,4: αγγλ. call 2: αρχ. κλῆσις, γαλλ. appel 3: αρχ. ~ ]
λόμπι λό-μπι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. μειωτ.) ομάδα ατόμων που υποστηρίζουν και εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα, βάσει των οποίων προσπαθούν να επηρεάσουν, συνήθ. παρασκηνιακά, τα κέντρα λήψης αποφάσεων: εθνικιστικό/επιχειρηματικό/εφοπλιστικό/οργανωμένο/πολιτικό ~. Το εβραϊκό/ελληνικό ~ (της Αμερικής). Τα ~ της αυτοκινητοβιομηχανίας/του πετρελαίου. Πβ. οργανωμένα συμφέροντα. Βλ. κάστα, κατεστημένο, κλίκα, κορπορατισμός, λέσχη, συντεχνία. 2. προθάλαμος: στο ~ του θεάτρου (πβ. φουαγιέ)/ξενοδοχείου (πβ. ρεσεψιόν). Πβ. χολ. [< 1: αμερικ. lobby, γαλλ. ~. 1952 2: αγγλ. lobby < μεσν. λατ. lobium ‘στοά’]
σπίρτο σπίρ-το ουσ. (ουδ.) 1. μικρό λεπτό κομμάτι ξύλου (ή χαρτονιού), επικαλυμμένο με εύφλεκτη χημική ουσία στην κεφαλή, το οποίο αναφλέγεται με τριβή σε σκληρή ή χημικά επεξεργασμένη επιφάνεια: αναμμένο/καμένο/σβηστό ~. Η φλόγα του ~ου. Διαφημιστικά ~α. Ένα κουτί ~α (= σπιρτόκουτο). Πβ. πυρείο. Βλ. αναπτήρας. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ έξυπνος άνθρωπος: Είναι ~ στη Φυσική. (ειρων.) Μπράβο, σκέτο ~ είσαι. Πβ. ξεφτέρι, σαΐνι, σπίθα, τσακάλι, τσακμάκι. ΑΝΤ. στουρνάρι (1) 3. (αργκό) οινόπνευμα και κυρ. κάθε δυνατό αλκοολούχο ποτό. || (ΧΗΜ.) ~ του άλατος (= το υδροχλωρικό οξύ). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο (μτφ.-προφ.): πανέξυπνος άνθρωπος. [< ιταλ. spirito ‘οινόπνευμα’]
φυλακή φυ-λα-κή ουσ. (θηλ.) 1. σωφρονιστικό ίδρυμα όπου εγκλείονται οι κατάδικοι ή κρατούνται οι υπόδικοι· συνεκδ. φυλάκιση: ανδρικές/γυναικείες/δικαστικές/κεντρικές/στρατιωτικές ~ές. Η απομόνωση/τα δεσμά/τα κάγκελα/τα κελιά/οι πτέρυγες της ~ής. ~ές ανηλίκων (πβ. αναμορφωτήριο)/υψίστης ασφαλείας. Ο γιατρός/ο εισαγγελέας/ο επόπτης/οι κρατούμενοι/οι τρόφιμοι/οι φρουροί των ~ών. Μπήκε/πήγε (στη) ~ (= φυλακίστηκε). Τον έβαλαν/έκλεισαν/έριξαν/έστειλαν/έχωσαν/οδήγησαν στη ~ (= τον φυλάκισαν). Απολύθηκε/βγήκε από τη ~ (= αποφυλακίστηκε). Παρέμεινε/τον κράτησαν στη ~ για ... μέρες. Δραπέτευσε από τη ~. Κατέληξε στη ~. Είναι ~ (= φυλακισμένος)/εκτός ~ής με αναστολή. Πβ. δεσμω-, κρατη-τήριο, ειρκτή, μπαλαούρο, μπουζού, μπουντρούμι, στενή, σωφρονιστικό κατάστημα, τούφα, φρέσκο2, φυλάκα, ψειρού.|| Καταδικάστηκε σε ... μήνες ~. Έφαγε ... χρόνια ~. Βλ. κάθειρξη. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δρα περιοριστικά για την ελευθερία κάποιου: Ο γάμος/η δουλειά/το σχολείο είναι γι' αυτόν ένα είδος ~ής. 3. ΣΤΡΑΤ. ποινή που επιβάλλεται για σοβαρό συνήθ. παράπτωμα, συνεπάγεται παραμονή του τιμωρημένου μέσα στο στρατόπεδο για όλη τη χρονική της διάρκεια και επιμήκυνση της θητείας του, εφόσον αυτός έχει συμπληρώσει καθορισμένο αριθμό ημερών φυλάκισης: Τιμωρήθηκε με δέκα μέρες ~. 4. ΣΤΡΑΤ. βάρδια: αξιωματικός ~ής (μηχανοστασίου/πλοίου). Βλ. εθνο~, χωρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστή φυλακή: όπου οι κρατούμενοι εκτίουν την ποινή τους χωρίς να έχουν δικαίωμα προαυλισμού., αγροτικές φυλακές βλ. αγροτικός ● ΦΡ.: Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! (ΠΔ): καλύτερα ας μη μιλήσω, ας μην πω τι σκέφτομαι: Αυτός τίμιος; ~ ~!, κάνω φυλακή (προφ.): εκτίω ποινή φυλάκισης: Έκανε ~ ... χρόνια., της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες (συχνά ειρων.): οι θαρραλέοι, τολμηροί άνθρωποι είναι πάντα έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους., σαπίζει στη φυλακή βλ. σαπίζει [< μτγν. φυλακή ‘φρουρά, σκοπιά, δεσμωτήριο’]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ