Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4140-4160]


  • αναμέτρηση [ἀναμέτρηση] α-να-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.): ανταγωνισμός ή σύγκρουση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων πλευρών για ανάδειξη νικητή: αμφίρροπη/άνιση/ανοικτή/εκλογική/κρίσιμη/πολεμική/πολιτική/σκληρή/τελική/τηλεοπτική (= τηλεμαχία) ~. Προετοιμάζονται για τη μεγάλη ~. Τον προκάλεσε σε ~. Πβ. κόντρα, μονομαχία, πάλη.|| (ΑΘΛ.) Έκβαση/έναρξη/λήξη της ~ης. Πβ. αγώνας, ματς, παιχνίδι. [< μτγν. ἀναμέτρησις, γαλλ. confrontation]
  • αναμετρώ [ἀναμετρῶ] α-να-με-τρώ ρ. (μτβ.) {αναμετρ-άς ..., -ώντας | αναμέτρ-ησε, -ήσει, -ιέμαι (λόγ.) -ώμαι/-ούμαι, -ήθηκα, -ηθεί, συνήθ. μεσοπαθ.} & αναμετράω: υπολογίζω, λογαριάζω: ~ τις αντοχές μου/τις δυνάμεις μου/τα εμπόδια/τους κινδύνους/το κόστος των επιλογών μου. ΣΥΝ. αναλογίζομαι (1), εκτιμώ (1), σταθμίζω (1) ● Παθ.: αναμετριέμαι: συναγωνίζομαι ή παλεύω με κάποιον, έρχομαι αντιμέτωπος: ~ήθηκαν στο τρέξιμο. Οι δύο ομάδες θα ~ηθούν στον τελικό (πβ. συγκρούομαι). Έλα να ~ηθούμε! Πβ. παραβγαίνω. Βλ. ανταγωνίζομαι.|| (μτφ.) ~ιέται με τα προβλήματα και δίνει λύσεις. [< γαλλ. se mesurer] [< αρχ. ἀναμετρῶ]
  • αναμηρυκάζει [ἀναμηρυκάζει] α-να-μη-ρυ-κά-ζει ρ. μτβ. {σπάν. στο α’ πρόσ.} 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) επαναλαμβάνει κάτι ήδη γνωστό, αναμασά και ειδικότ. ξανασκέφτεται για να βγάλει συμπέρασμα: ~ει τα ίδια και τα ίδια. Ας μην ~ει τις γνωστές αερολογίες. 2. (για θηλαστικά χορτοφάγα ζώα) ξαναμασά την τροφή, επαναφέροντάς την στο στόμα από το στομάχι. [< μτγν. ἀναμηρυκῶμαι]
  • αναμιγνύω βλ. αναμειγνύω
  • αναμικτήρας & αναμίκτης [ἀναμικτήρας] α-να-μι-κτή-ρας ουσ. (αρσ.) & αναμεικτήρας & αναμείκτης ΤΕΧΝΟΛ. 1. μηχανή ανάμειξης υλικών: ~ σκυροδέματος (= μπετονιέρα). 2. (λόγ.) μίξερ. Πβ. αναδευτήρας. [< αγγλ. mixer]
  • ανάμικτος , η, ο βλ. ανάμεικτος
  • ανάμιξη βλ. ανάμειξη
  • αναμίσθωση [ἀναμίσθωση] α-να-μί-σθω-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. παράταση μίσθωσης: σιωπηρή ~. [< μτγν. ἀναμίσθωσις ‘εκ νέου μίσθωση’]
  • άναμμα [ἄναμμα] ά-ναμ-μα ουσ. (ουδ.) 1. μετάδοση φωτιάς: ~ του κεριού/της σόμπας/της Ολυμπιακής Φλόγας (= αφή). Βλ. προσ~. ΑΝΤ. σβήσιμο 2. ενεργοποίηση συσκευής ή μηχανισμού: αυτόματο ~. ~ του καλοριφέρ/της τηλεόρασης/του φούρνου. ΑΝΤ. σβήσιμο 3. (μτφ.) υπερθέρμανση: ~ της μηχανής του αυτοκινήτου. 4. (μτφ.) φούντωμα, ξάναμμα: ~ του καβγά. ~ του προσώπου της (= αναψοκοκκίνισμα· πβ. ερεθισμός, έξαψη). [< μτγν. ἄναμμα]
  • αναμμένος , η, ο [ἀναμμένος] α-ναμ-μέ-νος επίθ. 1. που του έχουν βάλει ή μεταδώσει φωτιά, τον έχουν πυρακτώσει: ~ο: καντήλι/τζάκι. ~α: ξύλα.|| (μτφ.) Κρατούν ~η (= ζωντανή) τη σπίθα της ελπίδας. ΑΝΤ. σβησμένος, σβηστός (1) 2. που βρίσκεται σε λειτουργία: ~ος: κινητήρας. ~η: οθόνη/συσκευή. ~ο: κομπιούτερ/φλας. ~α: αλάρμ. Άφησε/ξέχασε τον θερμοσίφωνα/το μάτι (της κουζίνας)/τον φούρνο/το φως ~ο. Πβ. ενεργοποιημένος. ΑΝΤ. κλειστός (3) 3. (μτφ.) φουντωμένος, ξαναμμένος: Γύρισε ~ (= εκνευρισμένος, εξοργισμένος, εξαγριωμένος). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο βλ. σπίρτο ● ΦΡ.: κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο ● βλ. ανάβω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ανάβω]
  • ανάμνηση [ἀνάμνηση] α-νά-μνη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} 1. επαναφορά στη μνήμη γεγονότος, εμπειρίας του παρελθόντος ή της εικόνας ενός έμψυχου ή άψυχου και κατ' επέκτ. το αντίστοιχο βίωμα, η αντίστοιχη εικόνα που επανέρχεται στον νου: στιγμιαία/φευγαλέα ~. Η ~ ενός αγαπημένου προσώπου/ενός όμορφου απογεύματος/ενός τραγικού συμβάντος/μιας φιλίας. Διεθνής ημέρα ~ης των θυμάτων (του Β' Παγκοσμίου Πολέμου). Πβ. ανάκληση, αναπόληση.|| Κάτι αποτελεί/αφήνει/είναι μια αμυδρή/ανεξίτηλη/αξέχαστη/γλυκόπικρη/δυσάρεστη/ευχάριστη/ζωντανή/θολή/θλιβερή/μακρινή/οδυνηρή/τρυφερή ~. Καλοκαιρινές/μουσικές/παιδικές/προσωπικές ~ήσεις. Ανάκληση/απώθηση/επαναφορά ~ήσεων. Διατηρώ/έχω/κουβαλάω όμορφες/καλές (και άσχημες/κακές) ~ήσεις από τα σχολικά χρόνια. Ζει με τις ~ήσεις. Πβ. (εν)θύμηση, μνήμη. 2. ενθύμιο: Κρατώ/φυλάω κάτι σαν/ως ~ της βραδιάς. Πβ. σουβενίρ. ΣΥΝ. αναμνηστικό (1) ● αναμνήσεις (οι): γραπτή αφήγηση προσωπικών βιωμάτων: ~ από την παλιά Aθήνα. Πβ. απομνημονεύματα. [< γαλλ. mémoires] ● ΦΡ.: σε/εις ανάμνηση: με σκοπό τη διατήρηση στη μνήμη: Μνημείο που χτίστηκε ~ ~ της μεγάλης μάχης/νίκης. [< αρχ. ἀνάμνησις, γαλλ. mémoire, commémoration, réminiscence, πβ. anamnèse , αγγλ. anamnesis]
  • αναμνηστικός , ή, ό [ἀναμνηστικός] α-να-μνη-στι-κός επίθ.: που διατηρεί ή συμβάλλει να διατηρηθεί στη μνήμη ένα γεγονός, μια εμπειρία, μια εικόνα: ~ός: τόμος. ~ή: έκδοση/πλακέτα/φωτογραφία. ~ό: βραβείο/γραμματόσημο (: που εκδίδεται σε ανάμνηση γεγονότος ή προσώπου)/δώρο/έπαθλο/λεύκωμα/μετάλλιο/μνημείο. ~ά: κέρματα/νομίσματα (: ονομαστικής αξίας που φέρουν σχετικές παραστάσεις και συνήθ. δεν προορίζονται για κυκλοφορία).|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: δόση εμβολίου (: επαναληπτική). ● Ουσ.: αναμνηστικό (το) 1. αντικείμενο που διατηρεί στη μνήμη μια ευχάριστη συνήθ. εμπειρία ή γεγονός: ~ συμμετοχής. Αντάλλαξαν ~ά (ενν. δώρα). ΣΥΝ. ανάμνηση (2), ενθύμημα (1), ενθύμιο, σουβενίρ 2. ΙΑΤΡ. ιστορικό. [< 1: γαλλ. souvenir 2: γαλλ. anamnèse , 1908] [< αρχ. ἀναμνηστικός, γαλλ. commémoratif, remémoratif, πβ. anamnestique]
  • αναμόλυνση [ἀναμόλυνση] α-να-μό-λυν-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. νέα μόλυνση από τον ίδιο ή διαφορετικό παθογόνο παράγοντα. Πβ. επιμόλυνση. [< γαλλ. réinfection]
  • αναμονή [ἀναμονή] α-να-μο-νή ουσ. (θηλ.) 1. χρονικό διάστημα που περνά κάποιος περιμένοντας κάτι: ατελείωτη/εκνευριστική/μακρά/μάταιη/πολύωρη ~. ~ μέχρι το μεσημέρι. Ουρά/χρόνος ~ής. Μας κούρασε η ~. Μεγάλες ~ές για την έναρξη της ιατρικής ειδικότητας. 2. τηλεφωνική υπηρεσία κατά την οποία γίνεται κράτηση κλήσης, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη: Η κλήση σας είναι σε ~.|| (μτφ.) Με έχει στην ~ (= στο περίμενε)! 3. προσδοκία: ~ές και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Πβ. προσμονή. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (επιστ.) υποδομή για επικείμενη εγκατάσταση: (ΑΡΧΙΤ.) ~ές θεμελίων/οπλισμών/υποστυλωμάτων (= μεταλλικές ράβδοι).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ές για ηλεκτρικές συσκευές. Τοποθέτηση ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: αίθουσα αναμονής & χώρος αναμονής: δωμάτιο, χώρος με καθίσματα όπου περιμένει κάποιος συνήθ. τη σειρά του μέχρι να εξυπηρετηθεί: ~ ~ αεροδρομίου/σιδηροδρομικού σταθμού. ~ ~ επιβατών. Πβ. αναχωρήσεις.|| ~ ~ ιατρείου/νοσοκομείου. Βλ. λόμπι, ρεσεψιόν. [< αγγλ. waiting room] , λίστα αναμονής: κατάλογος προσώπων που περιμένουν με σειρά προτεραιότητας να εξασφαλίσουν θέση, συνήθ. σε αεροπορικές πτήσεις, πλοία και νοσοκομεία: Βρίσκομαι/γράφομαι/μπαίνω σε ~ ~. Σε ~ ~ για τη λήψη μοσχεύματος. [< αγγλ. waiting list] , αναμονή κλήσης βλ. κλήση ● ΦΡ.: εν/σε αναμονή (συνήθ. + γεν.): περιμένοντας να συμβεί κάτι: ~ ~ των εξελίξεων! Βρισκόμαστε/είμαστε ~ ~ των αποτελεσμάτων/για τα αποτελέσματα.|| Κρατώ κάποιον σε ~., τηρώ/κρατώ στάση αναμονής: περιμένω να δω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, προκειμένου να δράσω αναλόγως: Τηρεί ~ ~ μέχρι να βγει η δικαστική απόφαση. Κρατά ~ ~ όσον αφορά τα νέα μέτρα. [< μτγν. ἀναμονή, γαλλ. attente]
  • αναμορφώνω [ἀναμορφώνω] α-να-μορ-φώ-νω ρ. (μτβ.) {αναμόρφω-σε, -θηκε, -μένος, αναμορφών-οντας} 1. δίνω σε κάτι καινούργια μορφή μέσα από αλλαγές και βελτιώσεις: Νεοκλασικά/πλατείες που ~θηκαν. Πβ. ανα-καινίζω, -πλάθω.|| (μτφ.) ~εται η νομοθεσία/το πρόγραμμα σπουδών. ~μένη: έκδοση (= αναθεωρημένη). Πβ. αναδιαρθρώνω, αναδιοργανώνω, ανασχηματίζω, μεταρρυθμίζω. 2. διορθώνω παραβατική συμπεριφορά, σωφρονίζω: Νόμοι που στοχεύουν να ~σουν και όχι να τιμωρήσουν. ΣΥΝ. συμμορφώνω (2) [< μτγν. ἀναμορφῶ, γαλλ. réformer]
  • αναμόρφωση [ἀναμόρφωση] α-να-μόρ-φω-ση ουσ. (θηλ.) 1. δημιουργία νέας μορφής, με αλλαγή και βελτίωση της παλιάς: ~ του πάρκου/χώρου. Πβ. ανακαίνιση, ανάπλαση.|| (μτφ.) Κοινωνική/πολιτική/ριζική ~. ~ του θεσμικού πλαισίου/προγράμματος σπουδών. Πβ. ανα-διαμόρφωση, -διάρθρωση, -διοργάνωση, -σχηματισμός, μεταρρύθμιση. 2. σωφρονισμός. Πβ. συμμόρφωση. 3. ΟΠΤ. παραμορφωμένη εικόνα που φαίνεται κανονική όταν εξεταστεί υπό ειδική οπτική γωνία, συνήθ. υπερβολικά πλάγια, ή με κατάλληλο οπτικό σύστημα, κυρ. κυρτό κάτοπτρο. [< 1,2: μτγν. ἀναμόρφωσις, γαλλ. réforme, réformation 3: γαλλ. anamorphose, αγγλ. anamorphosis]
  • αναμορφωτήριο [ἀναμορφωτήριο] α-να-μορ-φω-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): σωφρονιστικό ίδρυμα για ανηλίκους που έχουν διαπράξει αξιόποινη πράξη: τρόφιμος ~ίου. Τον έκλεισαν/έστειλαν στο ~. Πβ. σωφρονιστήριο. Βλ. φυλακή, -τήριο. ΣΥΝ. Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων, Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων [< γαλλ. maison de redressement]
  • αναμορφωτής [ἀναμορφωτής] α-να-μορ-φω-τής ουσ. (αρσ.) (λόγ.): πρόσωπο που με το έργο του αναμορφώνει θεσμούς, συστήματα και γενικότ. κοινωνικές δομές: θρησκευτικός/πολιτικός ~. ~ της εκπαίδευσης. Πβ. μεταρρυθμιστής. [< μτγν. ἀναμορφωτής, γαλλ. réformateur]
  • αναμορφωτικός , ή, ό [ἀναμορφωτικός] α-να-μορ-φω-τι-κός επίθ. (λόγ.): που συντελεί στην αναμόρφωση: ~ή: δύναμη. ~ό: έργο (ΣΥΝ. μεταρρυθμιστικό).|| ~ό: κατάστημα (= αναμορφωτήριο). ● ΣΥΜΠΛ.: αναμορφωτικός φακός: ΟΠΤ. που συμπιέζει ή αναπτύσσει την εικόνα στην κινηματογραφική κάμερα κατά την οριζόντια διεύθυνση, ώστε να χωράει στο πλάτος του φιλμ. [< αγγλ. anamorphic lens, 1954] [< γαλλ. réformateur , (établissement ) pénitentiaire /(maison) de correction]
  • αναμόχλευση [ἀναμόχλευση] α-να-μό-χλευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναμοχλεύω: (μτφ.) ~ των παθών και των προκαταλήψεων/των προβλημάτων/της υπόθεσης. Πβ. ανα-ζωπύρωση, -θέρμανση, -κίνηση, υποδαύλιση.|| (σπάν. κυριολ.) ~ του εδάφους (π.χ. με γεωργικό μηχάνημα, τσουγκράνα, φρέζα). [< μτγν. ἀναμόχλευσις]

ανάβω

ανάβω [ἀνάβω] α-νά-βω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνα-ψα, ανά-φτηκε, -μμένος, ανάβ-οντας} 1. βάζω, μεταδίδω φωτιά σε κάτι ή παίρνω φωτιά: (μτβ.) ~ το καντήλι/τα κάρβουνα/ένα κερί/ένα σπίρτο/την ψησταριά. ~ βεγγαλικά/καπνογόνα. ~ψε (ένα) τσιγάρο.|| (αμτβ.) Η σόμπα/το τζάκι ~ει (: είναι αναμμένη/ο). Τα κάρβουνα ~ουν εύκολα (= αναφλέγονται). ~ψε η φλόγα/η φωτιά (= κόρωσε).|| (μτφ.) Μια σπίθα ~ει μες στα μάτια του (: για δήλωση πάθους ή εξυπνάδας). Τα λόγια της μου ~ψαν το ενδιαφέρον (ΣΥΝ. εξάπτω, κεντρίζω, κινώ, ξυπνώ, προκαλώ). ΑΝΤ. σβήνω (1) 2. θέτω ή τίθεμαι σε λειτουργία (με παροχή ηλεκτρικού ρεύματος ή με μπαταρία): (μτβ.) ~ τη λάμπα/τη μηχανή/την τηλεόραση/τον φακό/το φλας/τα φώτα. Το φανάρι ~ψε κόκκινο/πράσινο.|| (αμτβ.) Το λαμπάκι/φωτάκι δεν ~ει (= κάηκε). Το σήμα/η φωτεινή ένδειξη δεν ~ει (= δεν λειτουργεί, δεν ενεργοποιείται ή δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί). Τι ώρα ~ει το καλοριφέρ; Ο φάρος ~ει αυτόματα.|| (μτφ.) ~ψαν οι μηχανές του πολέμου. ΑΝΤ. σβήνω (2) 3. (μτφ.-συνήθ. προφ.) ερεθίζω ή ερεθίζομαι: (μτβ.) Μην τον ~εις, άστον να ηρεμήσει (ΣΥΝ. εξάπτεις, εξοργίζεις, φουντώνεις)!|| (αμτβ.) ~ και μόνο που το ακούω (ΣΥΝ. βράζω, (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, κορώνω, φουντώνω)!|| Μ' ~εις (: με αναστατώνεις, με διεγείρεις ερωτικά). ~ει εύκολα. Πβ. ξανάβω. 4. (μτφ.-στο γ' πρόσ.) αποκτώ ένταση, φουντώνω: ~ψε ο καβγάς/η μάχη/η συζήτηση. ~ψε μέσα του ο έρωτας/η οργή/ο πόθος. Οι κόντρες/τα πολιτικά πάθη ~ψαν. ~ψε από θυμό (πβ. κορώνω). ΣΥΝ. ζωηρεύω (3) 5. (μτφ.) ζεσταίνομαι πολύ, υπερθερμαίνομαι: Ανοίξτε το παράθυρο, έχουμε ~ψει (= σκάσει, κορώσει, φουντώσει, ψηνόμαστε. ΑΝΤ. παγώσει, πουντιάσει)! ~ψε η μηχανή του αυτοκινήτου (ΑΝΤ. κρύωσε). Πβ. πυρώνω. ΣΥΝ. καψώνω (1) 6. {μόνο στο γ' πρόσ., συνήθ. στον αόρ.} (προφ.) αρχίζει κάτι να αλλοιώνεται, μουχλιάζει: ~ψε το τυρί/ψωμί (= χάλασε). ~ψαν τα κρεμμύδια/οι πατάτες. ● ΦΡ.: ανάβει το γλέντι/κέφι (προφ.): κορυφώνεται η διασκέδαση: Άναψε ~ για τα καλά.|| (ως παρότρυνση) Έλα, ν' ανάψει ~! Βλ. θα το κάψουμε/το κάψαμε., του την ανάβω (αργκό): τον πυροβολώ: Πήρε το περίστροφο και ~ ~ψε. (απειλητ.) Όποιος κουνηθεί, ~ ~ψα!, ανάβει και κορώνει βλ. κορώνω, ανάβουν τα αίματα βλ. αίμα, ανάβει φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, μου ανάβουν τα λαμπάκια βλ. λαμπάκι ● βλ. αναμμένος [< 1: μεσν. ανάβω, αγγλ. light, set fire to, γαλλ. allumer, enflammer 2: αγγλ. turn/switch on 3: αγγλ. take fire, get hot, turn on 4: αγγλ. get heated/lively, γαλλ. s' allumer 5: αγγλ. go red, flame]

αναμειγνύω & αναμιγνύω

αναμειγνύω & αναμιγνύω [ἀναμειγνύω] α-να-μει-γνύ-ω ρ. (μτβ.) {ανέμει-ξα (προφ.) ανάμει-ξα, αναμεί-χθηκε (προφ. -χτηκε), -χθεί (προφ. -χτεί), αναμειγνύ-οντας, αναμειγμένος (λόγ.) αναμεμειγμένος} (λόγ.) 1. ενώνω δύο ή περισσότερα υλικά μεταξύ τους· δημιουργώ μείγμα: ~ τα χρώματα. ~ νερό με αλεύρι, για να φτιάξω ζύμη. ~ καλά τα συστατικά σε ένα μπολ. ΣΥΝ. ανακατεύω (1) 2. (μτφ.) συνδυάζω, φέρνω σε επαφή ετερογενή στοιχεία: ~ει διαφορετικά είδη μουσικής. Μην ~εις (= συγχέεις) το συναίσθημα με τη λογική! ● Παθ.: αναμειγνύομαι {κυρ. στο γ' πρόσ.}: εμπλέκομαι, συμμετέχω: ~χθηκε σε σκάνδαλο. Έχουν επανειλημμένα ~χθεί σε υποθέσεις εξαπάτησης.|| Μην ~εσαι (: επεμβαίνεις, παρεμβαίνεις) στις δουλειές των άλλων! ΣΥΝ. ανακατεύομαι (1) ● βλ. αναμεμειγμένος [< 1: αρχ. ἀναμείγνυμι]

ανάμεικτος & ανάμικτος

ανάμεικτος & ανάμικτος, η, ο [ἀνάμεικτος] α-νά-μει-κτος επίθ.: που προκύπτει από ανάμειξη διαφόρων υλικών ή στοιχείων: ~ο: παγωτό (: με διάφορες γεύσεις). ~οι: ξηροί καρποί. ~α: λαχανικά/μπαχαρικά.|| (μτφ.) ~ες: αντιδράσεις/εντυπώσεις/σκέψεις. ~η εικόνα (: θετική και αρνητική) για την παγκόσμια οικονομία παρουσιάζουν τα τελευταία στοιχεία. ΣΥΝ. ανακατεμένος (1), ανάκατος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάμεικτα συναισθήματα & αισθήματα: αλληλοσυγκρουόμενα (συν)αισθήματα: ~ ~ χαράς και λύπης. Τον υποδέχτηκαν με ~ ~. [< αγγλ. mixed feelings] [< μτγν. ἀνάμικτος]

ανάμειξη & ανάμιξη

ανάμειξη & ανάμιξη [ἀνάμειξη] α-νά-μει-ξη ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) εμπλοκή, παρέμβαση: άμεση/έμμεση/προσωπική/στρατιωτική ~. ~ στα εσωτερικά της χώρας (= επέμβαση). Ενεργός ~ στα κοινά (= συμμετοχή). Αρνείται κάθε ~/δεν είχε καμία ~ στην υπόθεση. 2. μείξη, ανακάτεμα: ~ ποτών (: κοκτέιλ)/πρώτων υλών/χρωμάτων (βλ. ταίριασμα, δέσιμο). ~ του νερού με το χώμα (: πηλός). Προϊόν τυχαίας ~ης. Βλ. πρόσμειξη.|| ~ μοτίβων/πληθυσμών. Φυλετικές ~ίξεις. [< 1: γαλλ. interférence 2: μτγν. ἀνάμιξις]

ανταγωνίζομαι

ανταγωνίζομαι [ἀνταγωνίζομαι] α-ντα-γω-νί-ζο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανταγωνί-στηκα (σπάν.-λόγ. -σθηκα), μτχ. ανταγωνιζ-όμενος} 1. αναμετριέμαι με κάποιον ή κάτι, με σκοπό την τελική επικράτησή μου: ~ονται αθέμιτα/επί ίσοις όροις/μεταξύ τους. ~ονται (με πάθος/σκληρά) για το .../να κυριαρχήσουν στο παγκόσμιο εμπόριο. ~όμενες: επιχειρήσεις. Πβ. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι.|| (ΙΑΤΡ.) Φάρμακο που ~εται τη δράση άλλης ουσίας. 2. {στο γ' πρόσ.} τα καταφέρνω το ίδιο καλά με κάποιον ή κάτι, είμαι ισάξιος: Προϊόν που ~εται (: είναι εφάμιλλο) αποτελεσματικά/επάξια/με επιτυχία τα καλύτερα του είδους του. [< 1: αρχ. ἀνταγωνίζομαι 2: αγγλ. compete]

κάρβουνο

κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]

κλήση

κλήση κλή-ση ουσ. (θηλ.) 1. ακουστικό, φωτεινό ή άλλου είδους σήμα, με το οποίο καλείται κάποιος να εισέλθει σε τηλεπικοινωνιακό δίκτυο· κυρ. το τηλεφώνημα: αναπάντητη/(υπερ)αστική/αυτόματη/διεθνής/εισερχόμενη/εξερχόμενη/εσωτερική/ταχεία/τηλεφωνική/τοπική ~. ~ χωρίς χρέωση/δωρεάν ~. ~ από/σε κινητό/σταθερό τηλέφωνο. Γενική ~ προς όλα τα οχήματα/όλους τους σταθμούς. Απόρριψη/αριθμός/διάρκεια/ειδοποίηση/επανάληψη/ηχογράφηση/ήχοι ~ης. Μείωση του κόστους ~ης. Πλήκτρο αποδοχής/τερματισμού ~ης. ~εις προς την Αστυνομία/το ΕΚΑΒ/την Πυροσβεστική. ~εις μέσω διαδικτύου (πβ. βιντεο~). Η ~ σας προωθείται. Απαντώ σε/δέχομαι μια ~. Έκανε ~ με απόκρυψη. Πραγματοποιεί ~ εκτάκτου ανάγκης. 2. (επίσ.) έγγραφη ειδοποίηση να παρουσιαστεί υποχρεωτικά κάποιος σε υπηρεσία ή δικαστήριο: ~ για κατάταξη (π.χ. στην Πολεμική Αεροπορία). ~ από την Εφορία.|| (ΝΟΜ.) Δικαστική ~. ~ μάρτυρα. Έκδοση/κοινοποίηση ~ης. Παραπομπή σε δίκη με απευθείας ~. Ο ανακριτής απέστειλε ~ σε απολογία στον ... Έλαβε ~ για να καταθέσει. Του επιδόθηκε ~. Πβ. κλήτευση.|| (ειδικότ., έγγραφο με το οποίο καλείται από την Τροχαία ο παραβάτης να πληρώσει πρόστιμο:) Πήρε ~ για παράνομη στάθμευση/υπερβολική ταχύτητα. 3. (λόγ.) κάλεσμα, πρόσκληση, έκκληση: προσωπική/τιμητική ~. Άμεση ~ ασθενοφόρου/ταξί. (ΘΕΟΛ.) Η ~ του Θεού (προς τον άνθρωπο).|| ~ για βοήθεια. Βλ. παράκληση. 4. ΠΛΗΡΟΦ. μεταφορά του ελέγχου προγράμματος σε υπορουτίνα μέσω εντολής: ~ διαδικασίας/συνάρτησης. Βλ. ανάκληση. ● ΣΥΜΠΛ.: αναμονή κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας ειδοποιείται ο συνδρομητής, συνήθ. με συγκεκριμένο ήχο, ότι κάποιος άλλος του τηλεφωνεί, ενώ εκείνος χρησιμοποιεί το τηλέφωνο. [< αγγλ. call waiting, 1971] , εκτροπή/προώθηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. τηλεφωνική υπηρεσία που επιτρέπει σε συνδρομητή να προωθεί τις εισερχόμενες κλήσεις του σε άλλον αριθμό κινητού ή σταθερού τηλεφώνου. [< αγγλ. call diversion, 1976, call forwarding, 1963] , κακόβουλη κλήση: που περιέχει απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, όπως εξύβριση, εκβιασμό, απάτη ή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. [< αγγλ. malicious call] , κράτηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας μια τηλεφωνική κλήση τίθεται σε αναμονή, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη. [< αγγλ. call hold] , ονομαστική κλήση: εκφώνηση ονομάτων από λίστα: ψηφοφορία με ~ ~., φραγή κλήσεων & κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που απαγορεύει ορισμένες ή όλες τις εισερχόμενες ή εξερχόμενες κλήσεις προς ή από το τηλέφωνο ενός συνδρομητή: επιλεκτική ~ ~. ~ ~ εξωτερικού. ~ ~ λόγω απώλειας κινητού. [< αγγλ. call barring, 1982] , φωνητική κλήση: ΤΗΛΕΠ. λειτουργία, κυρ. κινητών τηλεφώνων, με την οποία οι συνδρομητές μπορούν να τηλεφωνήσουν σε κάποιον, χωρίς τη χρήση του πληκτρολογίου μόνο με την εκφώνηση του ονόματός του. [< αγγλ. voice call/dial(ing)] , αναγνώριση κλήσεων βλ. αναγνώριση, διακριτικό κλήσης βλ. διακριτικός, κλήση σύσκεψης βλ. σύσκεψη, παλμική κλήση βλ. παλμικός ● ΦΡ.: σβήνω την κλήση/το πρόστιμο βλ. σβήνω [< 1,4: αγγλ. call 2: αρχ. κλῆσις, γαλλ. appel 3: αρχ. ~ ]

λόμπι

λόμπι λό-μπι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. μειωτ.) ομάδα ατόμων που υποστηρίζουν και εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα, βάσει των οποίων προσπαθούν να επηρεάσουν, συνήθ. παρασκηνιακά, τα κέντρα λήψης αποφάσεων: εθνικιστικό/επιχειρηματικό/εφοπλιστικό/οργανωμένο/πολιτικό ~. Το εβραϊκό/ελληνικό ~ (της Αμερικής). Τα ~ της αυτοκινητοβιομηχανίας/του πετρελαίου. Πβ. οργανωμένα συμφέροντα. Βλ. κάστα, κατεστημένο, κλίκα, κορπορατισμός, λέσχη, συντεχνία. 2. προθάλαμος: στο ~ του θεάτρου (πβ. φουαγιέ)/ξενοδοχείου (πβ. ρεσεψιόν). Πβ. χολ. [< 1: αμερικ. lobby, γαλλ. ~. 1952 2: αγγλ. lobby < μεσν. λατ. lobium ‘στοά’]

σπίρτο

σπίρτο σπίρ-το ουσ. (ουδ.) 1. μικρό λεπτό κομμάτι ξύλου (ή χαρτονιού), επικαλυμμένο με εύφλεκτη χημική ουσία στην κεφαλή, το οποίο αναφλέγεται με τριβή σε σκληρή ή χημικά επεξεργασμένη επιφάνεια: αναμμένο/καμένο/σβηστό ~. Η φλόγα του ~ου. Διαφημιστικά ~α. Ένα κουτί ~α (= σπιρτόκουτο). Πβ. πυρείο. Βλ. αναπτήρας. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ έξυπνος άνθρωπος: Είναι ~ στη Φυσική. (ειρων.) Μπράβο, σκέτο ~ είσαι. Πβ. ξεφτέρι, σαΐνι, σπίθα, τσακάλι, τσακμάκι. ΑΝΤ. στουρνάρι (1) 3. (αργκό) οινόπνευμα και κυρ. κάθε δυνατό αλκοολούχο ποτό. || (ΧΗΜ.) ~ του άλατος (= το υδροχλωρικό οξύ). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο (μτφ.-προφ.): πανέξυπνος άνθρωπος. [< ιταλ. spirito ‘οινόπνευμα’]

φυλακή

φυλακή φυ-λα-κή ουσ. (θηλ.) 1. σωφρονιστικό ίδρυμα όπου εγκλείονται οι κατάδικοι ή κρατούνται οι υπόδικοι· συνεκδ. φυλάκιση: ανδρικές/γυναικείες/δικαστικές/κεντρικές/στρατιωτικές ~ές. Η απομόνωση/τα δεσμά/τα κάγκελα/τα κελιά/οι πτέρυγες της ~ής. ~ές ανηλίκων (πβ. αναμορφωτήριο)/υψίστης ασφαλείας. Ο γιατρός/ο εισαγγελέας/ο επόπτης/οι κρατούμενοι/οι τρόφιμοι/οι φρουροί των ~ών. Μπήκε/πήγε (στη) ~ (= φυλακίστηκε). Τον έβαλαν/έκλεισαν/έριξαν/έστειλαν/έχωσαν/οδήγησαν στη ~ (= τον φυλάκισαν). Απολύθηκε/βγήκε από τη ~ (= αποφυλακίστηκε). Παρέμεινε/τον κράτησαν στη ~ για ... μέρες. Δραπέτευσε από τη ~. Κατέληξε στη ~. Είναι ~ (= φυλακισμένος)/εκτός ~ής με αναστολή. Πβ. δεσμω-, κρατη-τήριο, ειρκτή, μπαλαούρο, μπουζού, μπουντρούμι, στενή, σωφρονιστικό κατάστημα, τούφα, φρέσκο2, φυλάκα, ψειρού.|| Καταδικάστηκε σε ... μήνες ~. Έφαγε ... χρόνια ~. Βλ. κάθειρξη. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δρα περιοριστικά για την ελευθερία κάποιου: Ο γάμος/η δουλειά/το σχολείο είναι γι' αυτόν ένα είδος ~ής. 3. ΣΤΡΑΤ. ποινή που επιβάλλεται για σοβαρό συνήθ. παράπτωμα, συνεπάγεται παραμονή του τιμωρημένου μέσα στο στρατόπεδο για όλη τη χρονική της διάρκεια και επιμήκυνση της θητείας του, εφόσον αυτός έχει συμπληρώσει καθορισμένο αριθμό ημερών φυλάκισης: Τιμωρήθηκε με δέκα μέρες ~. 4. ΣΤΡΑΤ. βάρδια: αξιωματικός ~ής (μηχανοστασίου/πλοίου). Βλ. εθνο~, χωρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστή φυλακή: όπου οι κρατούμενοι εκτίουν την ποινή τους χωρίς να έχουν δικαίωμα προαυλισμού., αγροτικές φυλακές βλ. αγροτικός ● ΦΡ.: Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! (ΠΔ): καλύτερα ας μη μιλήσω, ας μην πω τι σκέφτομαι: Αυτός τίμιος; ~ ~!, κάνω φυλακή (προφ.): εκτίω ποινή φυλάκισης: Έκανε ~ ... χρόνια., της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες (συχνά ειρων.): οι θαρραλέοι, τολμηροί άνθρωποι είναι πάντα έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους., σαπίζει στη φυλακή βλ. σαπίζει [< μτγν. φυλακή ‘φρουρά, σκοπιά, δεσμωτήριο’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.