Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5520-5540]


  • αντικυβερνητικός , ή, ό [ἀντικυβερνητικός] α-ντι-κυ-βερ-νη-τι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στην κυβέρνηση: ~ή: διαδήλωση. ~ό: μέτωπο. ~ές: κινητοποιήσεις. Πβ. αντιπολιτευόμενος. ΑΝΤ. κυβερνητικός (2), φιλοκυβερνητικός [< γαλλ. antigouvernemental, αγγλ. antigovernmental]
  • αντικυκλώνας [ἀντικυκλώνας] α-ντι-κυ-κλώ-νας ουσ. (αρσ.): ΜΕΤΕΩΡ. σύστημα ανέμων με υψηλότερη ατμοσφαιρική πίεση σε σχέση με τη γύρω περιοχή, που κινούνται ελικοειδώς από το κέντρο προς τα έξω (με δεξιόστροφη κατεύθυνση στο Βόρειο Ημισφαίριο και αριστερόστροφη στο Νότιο): θερμός/σιβηρικός/υποτροπικός/ψυχρός ~. Ο ~ συνήθως σχετίζεται με καλοκαιρία. ΣΥΝ. υψηλό βαρομετρικό ΑΝΤ. κυκλώνας (1) [< γαλλ. anticyclone, αγγλ. anticyclon]
  • αντικυνηγός [ἀντικυνηγός] α-ντι-κυ-νη-γός ουσ. (αρσ.): αυτός που εναντιώνεται στο κυνήγι ως χόμπι.
  • αντικυτταριτιδικός , ή, ό [ἀντικυτταριτιδικός] α-ντι-κυτ-τα-ρι-τι-δι-κός επίθ.: (για κρέμα) που καταπολεμά την κυτταρίτιδα: ~ό: μασάζ. Αναπλαστική και ~ή δράση. ~ό και συσφιγκτικό γαλάκτωμα σώματος. Βλ. αδυνατιστ-, αντιρυτιδ-ικός. [< γαλλ. anticellulite, περ. 1950]
  • αντικωδικόνιο [ἀντικωδικόνιο] α-ντι-κω-δι-κό-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΛ. τριπλέτα νουκλεοτιδίων του μεταφορικού RNA, συμπληρωματική του αντίστοιχου κωδικονίου. Βλ. ριβόσωμα. [< γαλλ. anticodon, 1963, αγγλ. ~, 1965]
  • αντιλαϊκός , ή, ό [ἀντιλαϊκός] α-ντι-λα-ϊ-κός επίθ. 1. που αντιβαίνει στα συμφέροντα του λαού: ~ό: νομοσχέδιο/φορολογικό σύστημα. ~ά: μέτρα. ΑΝΤ. φιλολαϊκός 2. που δεν είναι ευχάριστος στο πλήθος: ~ή: εικόνα (της κυβερνητικής παράταξης). Πβ. αντι-δημοτικός, -δημοφιλής. ΑΝΤ. δημο-, λαο-φιλής. [< γαλλ. antipopulaire]
  • αντιλαλεί [ἀντιλαλεῖ] α-ντι-λα-λεί ρ. (αμτβ.) {αντιλάλ-ησε} 1. αντηχεί: ~ησε η βοή του πλήθους/η φωνή της. 2. αντανακλά τον ήχο: Το σπίτι ~ούσε από τα γέλια των παιδιών. Πβ. (αντι)βουίζει. [< μεσν. αντιλαλώ]
  • αντίλαλος [ἀντίλαλος] α-ντί-λα-λος ουσ. (αρσ.) 1. επαναφορά του ήχου ύστερα από ανάκλαση: μακρινός ~. Έφτασε στα αυτιά μου ο ~ από τις φωνές των παιδιών. Πβ. αντήχηση, ηχώ. 2. (σπάν.-μτφ.) απήχηση, αντίκτυπος: ο ~ της ιστορίας. Πβ. απόηχος. [< μεσν. αντίλαλος]
  • αντιλαμβάνομαι [ἀντιλαμβάνομαι] α-ντι-λαμ-βά-νο-μαι ρ. (μτβ.) {αντιλήφθηκε (λόγ. αντελήφθη, μτχ. αντιληφθ-είς, -είσα, -έν), αντιλαμβαν-όμενος} (λόγ.) 1. καταλαβαίνω, έχω συναίσθηση, συνειδητοποιώ: ~ ένα λάθος/πρόβλημα. ~ ότι βρίσκεσαι σε δύσκολη θέση. Πώς ~εσαι τη φράση ... (πβ. εννοώ); Δεν ξέρω αν με ~εσαι. Δεν σε ~. Είναι νέος ακόμη και δεν ~εται τον κίνδυνο (πβ. συναισθάνομαι, υπολογίζω). Οι άνθρωποι ~ονται τη ζωή με διαφορετικό τρόπο. Δεν μπόρεσα να ~ηφθώ τι εννοούσε. Πβ. κατανοώ, συλλαμβάνω. 2. κατανοώ με τις αισθήσεις: Ξεγλίστρησε χωρίς να τον ~ηφθούν. Πβ. ανακαλύπτω, παίρνω είδηση. [< αρχ. ἀντιλαμβάνομαι]
  • αντιλέγω [ἀντιλέγω] α-ντι-λέ-γω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αντέλεγα, αντείπε, αντιλέγ-οντας, αντιλεγ-όμενος, συνήθ. στον ενεστ.}: εκφράζω διαφορετική άποψη, προβάλλω αντιρρήσεις: Δύσκολη δουλειά, δεν ~ καθόλου. Δεν ~ στα όσα γράφεις, αλλά ... Πβ. αντιτείνω, διαφωνώ.|| Σημείο ~όμενο (: αμφιλεγόμενο, αμφισβητούμενο). ● ΦΡ.: κανείς δεν αντιλέγει & (λόγ.) ουδείς αντιλέγει: δεν έχει αντίθετη άποψη, δεν αμφισβητεί κάτι: ~ ~ ότι/πως χρειάζεται κόπος για να πετύχεις, αλλά ... Η ποιότητα των υλικών είναι εξαιρετική, ~ ~ σε αυτό. [< αρχ. ἀντιλέγω]
  • αντιλεξικό [ἀντιλεξικό] α-ντι-λε-ξι-κό ουσ. (ουδ.): ΦΙΛΟΛ. λεξικό στο οποίο οι λέξεις και οι εκφράσεις καταγράφονται με βάση το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκουν, εννοιολογικό λεξικό. Βλ. θησαυρός.
  • αντιληπτικός , ή, ό [ἀντιληπτικός] α-ντι-λη-πτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αντίληψη: ~ή: διαδικασία. Μειωμένη ~ή ικανότητα. Διαταραχές ~ού τύπου. Πβ. αισθητηριακός, νοητικός. Βλ. συναισθηματικός. ● επίρρ.: αντιληπτικά [< μτγν. ἀντιληπτικός]
  • αντιληπτικότητα [ἀντιληπτικότητα] α-ντι-λη-πτι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (επιστ.): αντιληπτική ικανότητα, συνήθ. μέσω των αισθήσεων: ακουστική/αυξημένη/μειωμένη/οπτική ~. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. perceptibilité]
  • αντιλήπτορας [ἀντιλήπτορας] α-ντι-λή-πτο-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΝΟΜ. (κυρ. παλαιότ.) πρόσωπο που έχει οριστεί από δικαστήριο vα φροντίζει κάποιο άτομο με πνευματική ή σωματική αναπηρία, αλκοολικό ή τοξικομανή: δικαστικός ~. ~ για ανηλίκους. Βλ. δικαστική αντίληψη, επίτροπος, κηδεμόνας. 2. ΕΚΚΛΗΣ. & (κυρ. λόγ.) αντιλήπτωρ: προστάτης, συμπαραστάτης (συνήθ. για τον Θεό). Πβ. αρωγός, βοηθός. Βλ. -τορας. [< 1: γαλλ. percepteur 2: μτγν. ἀντιλήπτωρ]
  • αντιληπτός , ή, ό [ἀντιληπτός] α-ντι-λη-πτός επίθ.: που τον αντιλαμβάνεται κάποιος μέσω των αισθήσεων ή της νόησης: ~ός: κίνδυνος. ~ή: αξία/διαφορά. Ήχοι που δεν γίνονται ~οί από το ανθρώπινο αυτί (βλ. υπέρ-, υπό-ηχος). Πβ. αισθητός. Βλ. ανεπαίσθητος, καταληπτός. ● ΦΡ.: γίνομαι αντιληπτός 1. κινώ την προσοχή κάποιου, κάνω κάποιον να με παρατηρήσει: Έφυγε, χωρίς να γίνει ~. Η απουσία του έγινε ~ή. ΑΝΤ. περνά απαρατήρητος 2. είμαι κατανοητός: Έγινα ~ (= με κατάλαβες);|| (απρόσ.) Δεν έγινε ~ό ότι ... [< μτγν. ἀντιληπτός]
  • αντίληψη [ἀντίληψη] α-ντί-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. άποψη, ιδέα, γνώμη, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος κατανοεί κάτι: αισιόδοξη/αποδεκτή/επαναστατική/εσφαλμένη/ηθική/κυρίαρχη/λαϊκή/μοντέρνα/οικολογική/παιδαγωγική/προοδευτική/τεχνοκρατική/φιλελεύθερη ~. Αναχρονιστικές/θρησκευτικές/ξεπερασμένες/παραδοσιακές/προσωπικές ~ήψεις (= εκτιμήσεις, κρίσεις). Αναθεωρώ/διαμορφώνω/καλλιεργώ/ξεπερνώ μια ~. Έχω την ~ (= νομίζω)/υπάρχει η ~ ότι/πως ... Έχουν τις ίδιες/κοινές ~ήψεις για .../περί ... Σύμφωνα με την επικρατούσα/καθιερωμένη ~ ... Οι ~ήψεις της εποχής εκείνης διαφέρουν από τις σημερινές. Βλ. αυτο~, συν~. 2. σύνθετη νοητική λειτουργία με την οποία ο άνθρωπος αποκτά γνώση, συνείδηση της πραγματικότητας είτε με τις αισθήσεις (ερεθίσματα) είτε με τη λογική· το αποτέλεσμά της: αισθησιακή/αισθητήρια/αισθητική/απτική/μουσική/οξεία/οπτική/ταχεία ~. ~ του κόσμου (= κοσμο~)/του πόνου (= αίσθημα, αίσθηση)/του χρόνου/των χρωμάτων (βλ. δαλτονισμός)/του χώρου. ~ και φαντασία. Η ικανότητα/τα όρια/το πεδίο/η ψυχολογία (βλ. γνωστική ψυχολογία) της ~ης. Άτομα μειωμένης ~ης (πβ. ευφυΐα, νοημοσύνη). Έχω καθαρή/ξεκάθαρη/σαφή ~ (= γνώση, επίγνωση) της κατάστασης/του προβλήματος/του τι μου συμβαίνει. Δεν έχει απόλυτη ~ του περιβάλλοντός της. Βλ. νοημοσύνη. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστική αντίληψη: ΝΟΜ. ειδικό νομικό καθεστώς που αφορά ορισμένες κατηγορίες προσώπων (σωματικά ή πνευματικά ανάπηρους, με συνήθεια μέθης, τοξικομανία), βάσει του οποίου ορίζεται από το δικαστήριο δικαστικός αντιλήπτορας για τις πράξεις τους. Βλ. επιμέλεια, επιτροπεία, κηδεμονία., κοινωνική αντίληψη & δημόσια αντίληψη: βοήθεια που παρέχεται από το κράτος, φιλανθρωπικά ιδρύματα ή άλλους οργανισμούς και υπηρεσίες σε άτομα με βιοτικές ή άλλες ανάγκες: πρόνοια και ~ ~., ακουστική αντίληψη βλ. ακουστικός, οπτική αντίληψη βλ. οπτικός, υπεραισθητική αντίληψη βλ. υπεραισθητικός ● ΦΡ.: εξ ιδίας αντιλήψεως & έχω ιδίαν αντίληψη (λόγ.): από προσωπική γνώμη, άποψη ή εμπειρία: Γνωρίζει την κατάσταση εξ ιδίας ~.|| Έχει ιδίαν ~ για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν., πέφτει στην αντίληψή μου & (λόγ.) υποπίπτει στην αντίληψή μου: γίνεται αντιληπτό από μένα: Δεν (υπ)έπεσε κάτι ύποπτο ~ ~. [< γαλλ. tomber sous mon sens] [< μτγν. ἀντίληψις, γαλλ. perception, conception]
  • αντιλογία [ἀντιλογία] α-ντι-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αντίθετη άποψη ή επιχειρηματολογία, διαφωνία, αντίρρηση: Εκτελεί χωρίς ~ τις διαταγές του. Δεν έφερε καμία ~.|| (ΡΗΤΟΡ.) Αγώνες ~ας. Βλ. αντιπαράθεση, -λογία, ντιμπέιτ. ΣΥΝ. αντίλογος ● ΣΥΜΠΛ.: πνεύμα αντιλογίας (μειωτ.): για πρόσωπο που εκφράζει συχνά αντιρρήσεις, χωρίς ουσιαστικό λόγο. Πβ. αντι-δραστικός, -ρρησίας. [< γαλλ. esprit de contradiction] [< αρχ. ἀντιλογία]
  • αντιλογίζω [ἀντιλογίζω] α-ντι-λο-γί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {συνήθ. αντιλογίζ-εται, σπάν. αντιλόγι-σε, αντιλογί-στηκε}: ΛΟΓΙΣΤ. κάνω αντιλογισμό: Ζημία/ποσό που ~εται.
  • αντιλογισμός [ἀντιλογισμός] α-ντι-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΛΟΓΙΣΤ. διόρθωση ή ενημέρωση εγγραφής σε λογιστικό βιβλίο ή υπολογιστικό πρόγραμμα: αυτόματος/μερικός ~. ~ ζημίας/πρόβλεψης (αποζημίωσης). [< μτγν. ἀντιλογισμός 'αντίθετος λογαριασμός']
  • αντίλογος [ἀντίλογος] α-ντί-λο-γος ουσ. (αρσ.): άποψη που αντικρούει, συνήθ. με συγκεκριμένα επιχειρήματα, κάποια άλλη: δημόσιος/πειστικός/τεκμηριωμένος ~. Έλλειψη ~ου. Υπάρχει (σοβαρός) ~ για τις απόψεις του/στις προτάσεις τους. Πβ. αντίρρηση, διαφωνία. Βλ. ομοφωνία, συμφωνία, -λογος. ΣΥΝ. αντιλογία ● ΦΡ.: λόγος (και) αντίλογος βλ. λόγος [< ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἀντίλογος]

ακουστικός

ακουστικός, ή, ό [ἀκουστικός] α-κου-στι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην ακοή ή την ακουστική, που γίνεται μέσω της ακοής: ~ός: ενισχυτής/εξοπλισμός/συναγερμός. ~ή: αίσθηση/αναπηρία/διάδοση/εμπέδηση/ένταση/ευαισθησία/ικανότητα/ισχύς/μόνωση/ποιότητα/ωκεανογραφία. ~ό: βοήθημα (βαρηκοΐας)/λάθος/σύστημα στάθμευσης. ~οί: αισθητήρες. ~ές: αναμνήσεις/διαταραχές/εντυπώσεις/ιδιότητες (: θεάτρου, ναού, βλ. ακουστική)/μετρήσεις/παραισθήσεις/παραστάσεις. ~ά: ερεθίσματα/κύματα (βλ. ηχητικά ~)/όργανα/σήματα/φαινόμενα. Αντιθορυβική ~ή τεχνολογία. Οπτική και ~ή επαφή. Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: πόρος (: μεταφέρει τα ηχητικά κύματα στο τύμπανο και μαζί με το πτερύγιο αποτελεί το εξωτερικό αυτί). ~ό: κέντρο/νεύρο (: μεταδίδει τους ηλεκτρικούς παλμούς στον εγκέφαλο, για να αποκωδικοποιηθούν ως ήχοι)/οστάριο/πτερύγιο. (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: φωνητική. 2. ΜΟΥΣ. (για μουσικό όργανο) που δεν είναι ηλεκτρικό ή (για μουσική) που προορίζεται να ακουστεί (και όχι να τραγουδηθεί): ~ό: μπάσο. ~οί: αυτοσχεδιασμοί. ~ές: εκτελέσεις/ενορχηστρώσεις. ● επίρρ.: ακουστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων ήχου: Λύσεις ακουστικής απορρόφησης που προσφέρουν τη μέγιστη ~ ~. [< αγγλ. acoustic comfort] , ακουστική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της ακοής: επαρκής/μειωμένη ~ ~. Βλ. οπτική αντίληψη. [< αγγλ. acoustic perception] , ακουστική συχνότητα: ΦΥΣ. η συχνότητα των ηχητικών κυμάτων που μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον άνθρωπο: εύρος/πλάτος ~ής ~ας. [< αγγλ. audio frequency, 1913] , ακουστική τεχνολογία & ακουστική: ΤΕΧΝΟΛ. ο τομέας που ασχολείται με τις τεχνικές που εξασφαλίζουν την καλή διάδοση του ήχου και τον έλεγχο θορύβων και αντηχήσεων: ~ ~ χώρων. Αρχιτεκτονική ακουστική. Περιβαλλοντική ~ και ηχορύπανση., ακουστικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το ακούει: Βλ. οπτικός τύπος. [< γερμ. akustischer Typ] , ακουστική εικόνα βλ. εικόνα, ακουστική κιθάρα βλ. κιθάρα, ακουστική οικολογία βλ. οικολογία, ακουστική περιγραφή βλ. περιγραφή, ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο βλ. βιβλίο [< αρχ. ἀκουστικός ‘που αφορά την ακρόαση ή είναι διτεθειμένος να ακούσει’, γαλλ. acoustique, αγγλ. acoustic]

ανεπαίσθητος

ανεπαίσθητος, η, ο [ἀνεπαίσθητος] α-νε-παί-σθη-τος επίθ. (λόγ.): που με δυσκολία γίνεται αισθητός και κατ' επέκτ. ασήμαντος, ελάχιστος, μηδαμινός: ~ος: ήχος (πβ. αμυδρός, ΑΝΤ. δυνατός). ~η: κίνηση. ~ο: άγγιγμα/άρωμα (= ελαφρύ). ~α: βήματα/ίχνη/σημάδια. Πβ. αδιόρατος, αχνός, δυσδιάκριτος. ΑΝΤ. αντιληπτός.|| (μτφ.) ~ες: διαφορές/μεταβολές (π.χ. κόστους). ● επίρρ.: ανεπαίσθητα & (λόγ.) -ήτως [< μτγν. ἀνεπαίσθητος]

αντιπαράθεση

αντιπαράθεση [ἀντιπαράθεση] α-ντι-πα-ρά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφωνία, σύγκρουση: άγονη/γόνιμη/δημόσια/έντονη/οξεία/πολιτική/προεκλογική/σκληρή/τηλεοπτική ~. Εστία ~ης. Έχει έρθει σε ανοιχτή/ευθεία/πλήρη ~ με ... Κλιμακώνεται/οξύνεται η ~ μεταξύ κυβέρνησης και (αξιωματικής) αντιπολίτευσης. Πβ. αντίθεση, εναντιότητα. 2. σύγκριση: ~ ιδεών/προτάσεων. Πβ. αντι-διαστολή, -παραβολή, παραλληλισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: στρατιωτική αντιπαράθεση: σύγκρουση στρατιωτικών δυνάμεων. [< γαλλ. affrontement militaire] ● ΦΡ.: κατ' αντιπαράθεση (λόγ.): σε αντίθεση, αντιπαραβολή: ~ ~ συζήτηση.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξέταση μαρτύρων. [< 1: γαλλ. confrontation 2: μτγν. ἀντιπαράθεσις]

επιμέλεια

επιμέλεια [ἐπιμέλεια] ε-πι-μέ-λει-α ουσ. (θηλ.) 1. εργατικότητα, φιλοπονία: Εργάζεται/κρατά σημειώσεις με ~. Δείχνει ~ στα μαθήματα (= είναι επιμελής). Πβ. ζήλος, προσοχή, σπουδή. ΑΝΤ. αμέλεια (1) 2. ΝΟΜ. επιβεβλημένη από τον νόμο φροντίδα προσώπου ανίκανου ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία· ειδικότ. το αντίστοιχο δικαίωμα και υποχρέωση που αναγνωρίζει το δικαστήριο σε έναν από τους δύο γονείς, σε περίπτωση διαζυγίου: κοινή/προσωρινή ~. Ανάθεση/άρση/στέρηση της ~ας. Της αφαιρέθηκε/δόθηκε η ~ (των παιδιών). Ασκεί/διεκδικεί/έχασε/έχει/κέρδισε/πήρε την ~. Πβ. γονική μέριμνα, επιτροπεία, κηδεμονία. Βλ. συν~. 3. ευθύνη για την υλοποίηση συνήθ. καλλιτεχνικού έργου, προγράμματος ή εκδήλωσης: (εικαστική) ~ έκθεσης. ~ (και παρουσίαση) εκπομπής/ήχου (βλ. ηχολήπτης)/παραγωγής (σιντί)/φωτισμού (βλ. φωτιστής). Είχε τη(ν) δραματουργική/ενδυματολογική (βλ. ενδυματολόγος)/καλλιτεχνική/μουσική/σκηνική (βλ. σκηνογράφος)/σκηνοθετική (βλ. σκηνοθέτης) ~ της παράστασης.|| Γραφιστική ~ (εξωφύλλου). ~ ιστοσελίδας. Σχεδιασμός και ~. Πβ. επίβλεψη, επιστασία, εποπτεία. 4. τυπογραφικός, γλωσσικός και επιστημονικός έλεγχος κειμένου, ο οποίος προηγείται της δημοσίευσης ή της έκδοσής του: γενική/εκδοτική/φιλολογική ~. ~ άρθρου/εντύπων/μετάφρασης/περιοδικού. Διόρθωση-~. Ασχολείται με/κάνει ~ κειμένων. ● ΣΥΜΠΛ.: ψηφιακή επιμέλεια: ΠΛΗΡΟΦ. ψηφιοποίηση, ψηφιακή διατήρηση, κοινοποίηση, καθώς και γνωστική και οικονομική αξιοποίηση των πολιτιστικών δεδομένων. [< αγγλ. digital curation] [< αρχ. ἐπιμέλεια ‘φροντίδα, καθήκον, ενασχόληση’]

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

νοημοσύνη

νοημοσύνη νο-η-μο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. -ΠΑΙΔΑΓ. ικανότητα του ατόμου να καταλαβαίνει και να διαχειρίζεται αφηρημένες έννοιες, να μαθαίνει, να αντιμετωπίζει νέες ή δύσκολες και πολύπλοκες καταστάσεις και να επιλύει προβλήματα, αξιοποιώντας προηγούμενες εμπειρίες: ανάπτυξη της ~ης. Αξιολόγηση/μέτρηση της ~ης (παιδιών και εφήβων) (βλ. τεστ ~ης). Άτομο με μειωμένη/μέση/φυσιολογική/χαμηλή/υψηλή ~. Πβ. ευφυΐα.|| (είδη ~ης:) Γλωσσική ή λεκτική/διαπροσωπική/ενδοπροσωπική/λογική-μαθηματική/μουσική/σωματική-κιναισθητική/χωρική ~ (: θεωρία της πολλαπλής ~ης). 2. (προφ.) εξυπνάδα: Δηλώσεις/εκπομπές/ενέργειες που προσβάλλουν/υποτιμούν τη ~ μας/των θεατών/των πολιτών. Αμφιβάλλω για τη ~ του. 3. ΠΛΗΡΟΦ. η ικανότητα μιας μηχανής να επιλύει προβλήματα και να εκτελεί γνωστικές λειτουργίες, αναπαράγοντας ανθρώπινες νοητικές δραστηριότητες (σκεπτόμενες μηχανές): υπολογιστική ~. Βλ. -οσύνη. ● ΣΥΜΠΛ.: δείκτης νοημοσύνης & δείκτης ευφυΐας: ΨΥΧΟΛ. ο οποίος δηλώνει τη νοητική ικανότητα ενός ατόμου σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό και προκύπτει από συγκεκριμένο τεστ ευφυΐας. ΣΥΝ. άι-κιου [< αγγλ. intelligence quotient, 1913, (IQ), 1920] , συναισθηματική νοημοσύνη & συναισθηματική ευφυΐα: ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα κάποιου να αναγνωρίζει, να κατανοεί και να χειρίζεται αποτελεσματικά τα συναισθήματα τόσο τα δικά του όσο και των άλλων. [< αγγλ. emotional intelligence, 1938] , τεστ νοημοσύνης & τεστ ευφυΐας: ΨΥΧΟΛ. που γίνεται για τον προσδιορισμό του βαθμού νοητικής ανάπτυξης ενός ατόμου: βαθμολογία/επιδόσεις σε ~ ~. Υποβλήθηκε σε ~ ~. [< αγγλ. intelligence/ΙQ test, 1913] , τεχνητή νοημοσύνη/(σπάν.) ευφυΐα: ΠΛΗΡΟΦ. η ικανότητα μηχανήματος να μιμείται τον άνθρωπο ως προς την ευφυΐα· κλάδος της Πληροφορικής ο οποίος έχει ως αντικείμενο την ενεργοποίηση τέτοιας συμπεριφοράς σε υπολογιστές: προηγμένη ~ ~. Εφαρμογές ~ής ~ης. ~ ~ και έμπειρα/ευφυή συστήματα. [< αγγλ. artificial intelligence, 1955] [< γαλλ.-αγγλ. intelligence]

ομοφωνία

ομοφωνία [ὁμοφωνία] ο-μο-φω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) απόλυτη συμφωνία, ταύτιση απόψεων: διεθνής/εθνική/επιστημονική/ευρεία/κοινωνική/πολιτική ~. Οι αποφάσεις του Οργανισμού λαμβάνονται με ~. Υπάρχει ~ μεταξύ των ειδικών. Με πλήρη ~ ψηφίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο ... Για την υιοθέτηση του κειμένου απαιτείται ~. Κατέληξαν σε ~ μέσα από τον διάλογο. Επίτευξη ~ας και συναίνεσης. Πβ. ομο-γνωμία, -θυμία. Βλ. ομοψυχία. ΣΥΝ. ομοφροσύνη, σύμπνοια ΑΝΤ. αντιγνωμία, διάσταση (4), διαφωνία (1), διχογνωμία 2. ΜΟΥΣ. σύνθεση που έχει μία μόνο μελωδική γραμμή και ακομπανιαμέντο. Πβ. μονοφωνία. Βλ. αντι-, δι-, πολυ-, ταυτο-φωνία. 3. ΓΛΩΣΣ. η σχέση μεταξύ δύο λέξεων με την ίδια προφορά και διαφορετική σημασία. Πβ. ομωνυμία. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της ομοφωνίας: σύμφωνα με την οποία λαμβάνεται μία απόφαση από όλα ανεξαιρέτως τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου και όχι σύμφωνα με την πλειοψηφία: η ~ ~ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. [< αρχ. ὁμοφωνία, γαλλ. homophonie, αγγλ. homophony]

οπτικός

οπτικός, ή, ό [ὀπτικός] ο-πτι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την όραση ή την οπτική: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναπηρία/απόδοση/απόλαυση/εμπειρία/εμφάνιση/παρατήρηση/πρόσβαση/σήμανση/ταυτότητα (π.χ. προϊόντων, βλ. λογότυπο). ~ό: κείμενο (= εικόνα)/υλικό/φαινόμενο (π.χ. ουράνιο τόξο). ~ές: ιδιότητες/πληροφορίες. ~ά: βοηθήματα/ερεθίσματα/χαρακτηριστικά.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο (οφθαλμού). Βλ. οφθαλμικός.|| (ΟΠΤ.) ~ή: οξύτητα. ~ά: είδη (π.χ. γυαλιά, φακοί επαφής).|| (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ό: καλώδιο/πρίσμα/φάσμα. ~ές: διατάξεις/μετρήσεις/συσκευές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ός: προγραμματισμός. ~ό: δίκτυο/ποντίκι. ~ή ανάλυση σάρωσης.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: αισθητήρας/σωλήνας. ~ό: μικροσκόπιο/τηλεσκόπιο. ~οί: ανιχνευτές. ~ά: εφέ/όργανα (π.χ. διόπτρα). ~ό και ακουστικό σήμα (: οπτικοακουστικό). Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) ~ός: σταθεροποιητής (εικόνας)/φακός. ● Ουσ.: οπτικά (τα): οπτικά είδη: εμπόριο/κατάστημα/συλλογή ~ών. ● επίρρ.: οπτικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων φωτισμού: ~ ~ στο εσωτερικό κτιρίων. Λαμπτήρας που εγγυάται υψηλή ~ ~. Βλ. ακουστική, θερμική άνεση., οπτική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της όρασης. Βλ. ακουστική αντίληψη. [< αγγλ. visual perception] , οπτική επαφή 1. το να είναι κάτι ή κάποιος εντός του οπτικού πεδίου προσώπου: απρόσκοπτη/καθαρή/παρατεταμένη/πρώτη/συνεχής ~ ~. Δατηρώ/έχω άμεση ~ ~ με τον χώρο. 2. ΤΗΛΕΠ. επικοινωνία μέσω οπτικών ινών: απευθείας ~ ~ μεταξύ συσκευών. Απόσταση/γραμμή/διάδοση/συνθήκες ~ής ~ής. Τα ασύρματα δίκτυα απαιτούν ~ ~ ανάμεσα σε πομπό και δέκτη., οπτική όχληση (επίσ.): που προκαλείται από θέαμα το οποίο προσβάλλει την αισθητική κάποιου: ~ ~ από τις οικοδομικές εργασίες., οπτικό ποίημα: ΛΟΓΟΤ. που συνδυάζει τον γραπτό λόγο με την εικόνα ή μεταδίδει οπτικά το νόημα με τον τρόπο διάταξής του., οπτικός θόρυβος: ΦΩΤΟΓΡ. διακυμάνσεις φωτεινότητας ή χρώματος σε εικόνες από σκάνερ ή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Βλ. κόκκος. [< αγγλ. image noise] , οπτικός πολιτισμός: διεπιστημονικός κλάδος ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εικόνων, ιδ. όπως αυτές προβάλλονται από τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο, καθώς και των μεθοδολογικών-φιλοσοφικών εργαλείων ανάλυσής τους: ~ ~ και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. [< αγγλ. visual culture] , οπτικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το βλέπει. Βλ. ακουστικός τύπος. [< γερμ. optischer Typ] , οπτική απάτη βλ. απάτη, οπτική γωνία βλ. γωνία, οπτική εικόνα βλ. εικόνα, οπτική επικοινωνία βλ. επικοινωνία, οπτική ίνα βλ. ίνα, οπτική ποίηση βλ. ποίηση, οπτική πυκνότητα βλ. πυκνότητα, οπτικό ζουμ βλ. ζουμ, οπτικό πεδίο βλ. πεδίο, οπτικός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, οπτικός γραμματισμός βλ. γραμματισμός, οπτικός δίσκος βλ. δίσκος, οπτικός θάλαμος βλ. θάλαμος [< αρχ. ὀπτικός, γαλλ. optique, αγγλ. optical, visual]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ριβόσωμα

ριβόσωμα ρι-βό-σω-μα ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΛ. κυτταρικό οργανίδιο που διαβάζει τον γενετικό κώδικα και τον μεταφράζει, συνθέτοντας πρωτεϊνικές αλυσίδες. Βλ. αγγελιοφόρο Αρ-Εν-Έι (RNA), πολύσωμα. [< γαλλ. ribosome, 1947, αγγλ. 1958]

συναισθηματικός

συναισθηματικός, ή, ό συ-ναι-σθη-μα-τι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στο συναίσθημα ή προκαλείται από αυτό: ~ός: εκβιασμός/κόσμος/τομέας. ~ή: αγωγή/ανάπτυξη/αξία/απάθεια/αστάθεια/εικόνα/έκφραση/εμπλοκή/ένταση/επάρκεια/ζωή/ισορροπία (= ψυχική)/κατανόηση/κατάσταση/συμμετοχή/ταύτιση (= ενσυναίσθηση)/φόρτιση. ~ό: βάρος (= ψυχολογικό)/επίπεδο/κενό/στρες/φορτίο. ~ές: ανάγκες/εξάρσεις. Ανάμεσά τους υπάρχει έντονο ~ό δέσιμο.|| (ΨΥΧΙΑΤΡ.) ~ή υπερφαγία. 2. ευαίσθητος: ~ός: άνθρωπος/τύπος/χαρακτήρας (βλ. αισθηματίας).|| ~ή: αντίδραση/ψυχή. ● Ουσ.: συναισθηματικά (τα): οι ερωτικές σχέσεις και γενικότ. οι ερωτικές υποθέσεις: αλλαγές/ένταση/εξελίξεις/προβλήματα στα ~ της. ΣΥΝ. αισθηματικά (τα) ● επίρρ.: συναισθηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εποχική συναισθηματική διαταραχή βλ. διαταραχή, συναισθηματική νοημοσύνη βλ. νοημοσύνη, συναισθηματική στέρηση βλ. στέρηση [< γαλλ. sentimental]

-τορας

-τορας {-τόρων} & -τωρ {-τορος} : επίθημα ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει συγκεκριμένη ιδιότητα ή επαγγελματική δραστηριότητα: γεννή~. (Ο/η) διδάκ~.|| Εισπράκ~.

υπερ- & υπέρ-

υπερ- & υπέρ- η λόγια πρόθεση υπέρ ως πρόθημα∙ δηλώνει 1. πολύ μεγάλο βαθμό: (επιτατ.) υπερ-αγαπώ (βλ. πολυ-).|| Yπερ-ειδίκευση (βλ. εξ-).|| (κατάχρηση, έλλειψη μέτρου) Υπερ-αρμοδιότητες/~δανεισμός/~κατανάλωση/~τιμολόγηση.|| (παθολογική αύξηση ουσίας) Υπερ-λιπιδαιμία.|| (αυξημένη, μη φυσιολογική λειτουργία) Υπερ-θυρεοειδισμός. Υπερ-αισθησία/~κινησία.|| (διόγκωση) Υπερ-πλασία (ΑΝΤ. υπο-). 2. μέγεθος που ξεπερνά το κανονικό ή το σύνηθες: υπερ-ωκεάνιο. Υπερ-αγορά/~απόσταση (πβ. υπερμαραθώνιος)/~μάρκετ (βλ. μίνι).|| (επιτατ.) Yπερ-θέαμα/~παραγωγή. 3. θέση ή (μετα)κίνηση πάνω, έξω, πέρα (από): υπέρ-γειος (βλ. επί-).|| Yπερ-αστικός (βλ. περι-).|| Υπερ-άκτιος (βλ. παρ-)/~ατλαντικός.|| (μτφ.) Υπερ-κόσμιος (ΑΝΤ. εγ-). 4. ανωτερότητα, κυριαρχία: υπερ-έχω/~ισχύω/~νικώ (πβ. κατα-). 5. (μτφ.) στήριξη, προστασία: υπέρ-μαχος.

υπεραισθητικός

υπεραισθητικός, ή, ό [ὑπεραισθητικός] υ-πε-ραι-σθη-τι-κός επίθ. (σπάν.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: υπεραισθητική αντίληψη & υπεραισθητήρια αντίληψη: (στην παραψυχολογία) ικανότητα αντίληψης εξωτερικών ερεθισμάτων χωρίς τη χρήση των αισθήσεων· έκτη αίσθηση. Πβ. ενόραση. Βλ. τηλεπάθεια. [< αγγλ. Extra Sensory Perception (ESP), 1934]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.