Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5560-5580]


  • αντιμιλάω βλ. αντιμιλώ
  • αντιμιλιταρισμός [ἀντιμιλιταρισμός] α-ντι-μι-λι-τα-ρι-σμός ουσ. (αρσ.): αντίδραση, εναντίωση στον μιλιταρισμό. [< γαλλ. antimilitarisme, 1898]
  • αντιμιλιταριστής [ἀντιμιλιταριστής] α-ντι-μι-λι-τα-ρι-στής ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που αντιτίθεται στον μιλιταρισμό. ΑΝΤ. μιλιταριστής, στρατοκράτης [< γαλλ. antimilitariste, περ. 1900, αγγλ. antimilitarist, 1905]
  • αντιμιλιταριστικός , ή, ό [ἀντιμιλιταριστικός] α-ντι-μι-λι-τα-ρι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον αντιμιλιταρισμό ή τον αντιμιλιταριστή: ~ές: διαδηλώσεις. ΣΥΝ. αντιστρατιωτικός ΑΝΤ. μιλιταριστικός, στρατοκρατικός [< γαλλ. antimilitariste, περ. 1900, αγγλ. antimilitarist, 1905]
  • αντιμιλώ [ἀντιμιλῶ] α-ντι-μι-λώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αντιμιλ-άς ... | αντιμίλ-ησα} & αντιμιλάω: φέρνω αντίρρηση σε κάποιον, μιλώ με απρέπεια ή αυθάδεια: ~ησε στο αφεντικό/στον καθηγητή του. Σου απαγορεύω να μου ~άς! Τόλμησες να ~ήσεις; Πβ. αντιλέγω, αυθαδιάζω, βγάζω γλώσσα. [< μεσν. αντιμιλώ]
  • αντιμισθία [ἀντιμισθία] α-ντι-μι-σθί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): αμοιβή, κυρ. χρηματικό ποσό, που καταβάλλεται για συγκεκριμένη εργασία ή υπηρεσία: μηνιαία ~. ~ προέδρου και μελών συμβουλίου. Δικηγόρος με πάγια ~ (= έμμισθος). Βλ. ανταμοιβή, απο-δοχές, -ζημίωση, μισθός. [< μτγν. ἀντιμισθία ‘ανταμοιβή, τιμωρία’]
  • αντιμνημονιακός , ή, ό [ἀντιμνημονιακός] α-ντι-μνη-μο-νι-α-κός επίθ./ουσ.: που αναφέρεται στο Αντιμνημόνιο ή κυρ. αυτός που αντιτίθεται στο Μνημόνιο: ~ός: αγώνας. ~ή: πολιτική/ψήφος. ~ό: μέτωπο.|| (ουσ.) Συγκροτούνται οι ~οί στο κόμμα.
  • αντιμνημόνιο [ἀντιμνημόνιο] α-ντι-μνη-μό-νι-ο ουσ. (ουδ.) (κ. με κεφαλ. Α): ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. κριτική στάση απέναντι στους όρους ή και άρνηση της εφαρμογής του Μνημονίου.
  • αντιμοναρχικός , ή, ό [ἀντιμοναρχικός] α-ντι-μο-ναρ-χι-κός επίθ.: που στρέφεται εναντίον του θεσμού της μοναρχίας και του μονάρχη. Πβ. αντιβασιλικός. ΑΝΤ. φιλο-βασιλικός, -μοναρχικός. [< γαλλ. antimonarchique]
  • αντιμονή [ἀντιμονή] α-ντι-μο-νή ουσ. (θηλ.): ΝΑΥΤ. τραβέρσο.
  • αντιμόνιο [ἀντιμόνιο] α-ντι-μό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΧΗΜ. εύθραυστο, μεταλλοειδές χημικό στοιχείο (σύμβ. Sb), που εμφανίζεται με πολλές αλλοτροπικές μορφές. Βλ. αρσενικό, βισμούθιο. [< ιταλ. antimonio, γερμ. Antimon˙ πβ. μεσν. αντιμόνιον]
  • αντιμονοπωλιακός , ή, ό [ἀντιμονοπωλιακός] α-ντι-μο-νο-πω-λι-α-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που αντιτίθεται στη δημιουργία και τη διεύρυνση των μονοπωλίων: ~ή: νομοθεσία. Αντιιμπεριαλιστικές-~ές δυνάμεις. Πβ. αντιτράστ. [< αγγλ. antitrust, γαλλ. ~, περ. 1950]
  • αντιμυθιστόρημα [ἀντιμυθιστόρημα] α-ντι-μυ-θι-στό-ρη-μα ουσ. (ουδ.): ΛΟΓΟΤ. μυθιστόρημα που ακυρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού. Πβ. νέο μυθιστόρημα. [< γαλλ. antiroman]
  • αντιμυκητιασικός , ή, ό [ἀντιμυκητιασικός] α-ντι-μυ-κη-τι-α-σι-κός επίθ. & αντιμυκητικός: ΙΑΤΡ. που καταστέλλει τη μυκητίαση ή και την αναπαραγωγή μυκήτων: ~ή: αγωγή/δράση.|| (ως ουσ.) Τοπικό ~ό (ενν. φάρμακο). Πβ. αντι-βακτηριακός, -μικροβιακός. [< αγγλ. antifungal, antimycotic, γαλλ. antifongique, antimycosique, περ. 1950]
  • αντιμωλία [ἀντιμωλία] α-ντι-μω-λί-α ουσ. (θηλ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: κατ' αντιμωλία(ν): ΝΟΜ. με την παρουσία των διαδίκων: Το δικαστήριο δίκασε την αγωγή ~ ~. Βλ. ερημοδικία, κατ' αντιπαράσταση. [< αρχ. ἀντιμωλία]
  • αντιναζιστικός , ή, ό [ἀντιναζιστικός] α-ντι-να-ζι-στι-κός επίθ. & (προφ.) αντιναζί: που αντιτίθεται στους ναζί ή και τον ναζισμό. ΑΝΤ. ναζιστικός (1) [< γαλλ. antinazi, 1936, αγγλ. ~, 1933]
  • αντιναρκωτικός , ή, ό [ἀντιναρκωτικός] α-ντι-ναρ-κω-τι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στο εμπόριο και τη χρήση ναρκωτικών: ~ή: εκστρατεία. [< γαλλ. antidrogue, περ. 1960, αγγλ. antidrug, 1970]
  • αντιναύαρχος [ἀντιναύαρχος] α-ντι-ναύ-αρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. ανώτατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, ανώτερος από τον υποναύαρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντιστράτηγο του Στρατού Ξηράς, της Ελληνικής Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής και τον αντιπτέραρχο της Πολεμικής Αεροπορίας. [< γαλλ. vice-amiral]
  • αντινεοπλασματικός , ή, ό [ἀντινεοπλασματικός] α-ντι-νε-ο-πλα-σμα-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που προλαμβάνει ή αναστέλλει την ανάπτυξη νεοπλασμάτων. Πβ. κυτταροστατικός. ΑΝΤ. νεοπλασματικός [< αγγλ. antineoplastic, 1953, γαλλ. antineoplastique]
  • αντινετρίνο [ἀντινετρίνο] α-ντι-νε-τρί-νο ουσ. (ουδ.): ΦΥΣ. αντισωματίδιο του νετρίνο. [< αγγλ. antineutrino, 1934, γαλλ. ~, 1958]

ανταμοιβή

ανταμοιβή [ἀνταμοιβή] α-ντα-μοι-βή ουσ. (θηλ.): ηθική ή χρηματική, υλική απολαβή κάποιου για το έργο ή τις υπηρεσίες που προσέφερε: δίκαιη ~. Η ~ των κόπων του (πβ. επιβράβευση). Εργασία με ~. Έλαβε ψίχουλα για/ως ~. Βοηθάει/προσφέρει χωρίς ~ (πβ. αφιλοκερδώς, δωρεάν, τζάμπα, ΑΝΤ. επί πληρωμή). Μην περιμένεις (καμία) ~ για τη συνεισφορά σου (πβ. αντάλλαγμα, ανταπόδοση). Κίνητρα και οικονομικές ~ές προσωπικού (πβ. επιδότηση, πριμ). ΣΥΝ. αμοιβή [< μτγν. ἀνταμοιβή]

αντιμιλώ

αντιμιλώ [ἀντιμιλῶ] α-ντι-μι-λώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αντιμιλ-άς ... | αντιμίλ-ησα} & αντιμιλάω: φέρνω αντίρρηση σε κάποιον, μιλώ με απρέπεια ή αυθάδεια: ~ησε στο αφεντικό/στον καθηγητή του. Σου απαγορεύω να μου ~άς! Τόλμησες να ~ήσεις; Πβ. αντιλέγω, αυθαδιάζω, βγάζω γλώσσα. [< μεσν. αντιμιλώ]

αρσενικό

αρσενικό [ἀρσενικό] αρ-σε-νι-κό ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. άοσμο χημικό στοιχείο (σύμβ. As, Ζ 33), αδιάλυτο στο νερό, με μεταλλική λάμψη· τόσο το ίδιο όσο και οι ενώσεις του αποτελούν δραστικά δηλητήρια. Τριοξείδιο του ~ (σύμβ. As2O3 ή As4O6). [< αρχ. ἀρσενικόν, αγγλ.-γαλλ. arsenic]

ερημοδικία

ερημοδικία [ἐρημοδικία] ε-ρη-μο-δι-κί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. διεξαγωγή δίκης στην οποία ένας τουλάχιστον από τους διαδίκους δεν παρουσιάζεται ή δεν έχει νομική εκπροσώπηση: ~ του ενάγοντος. Απόφαση που εκδόθηκε με ~. Βλ. κατ' αντιμωλία(ν). ● ΣΥΜΠΛ.: ανακοπή ερημοδικίας βλ. ανακοπή [< γαλλ. jugement par contumace/défaut]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.