Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5580-5600]


  • αντινετρόνιο [ἀντινετρόνιο] α-ντι-νε-τρό-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΦΥΣ. αντισωματίδιο του νετρονίου. Βλ. αντι-πρωτόνιο, -ύλη. [< αγγλ. antineutron, 1942, γαλλ. antineutron, 1956]
  • αντινομάρχης [ἀντινομάρχης] α-ντι-νο-μάρ-χης ουσ. (αρσ. + θηλ.) (παλαιότ.): νομαρχιακός σύμβουλος, δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον νομάρχη. Βλ. αντι-δήμαρχος, -περιφερειάρχης.
  • αντινομία [ἀντινομία] α-ντι-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) αντίφαση: λογική/φαινομενική ~. ~ μεταξύ λόγων και έργων. Άρση της ~ας. Πολυνομία που οδηγεί σε ~. Πβ. ανακολουθία, αναντιστοιχία, αντίθεση, ασυμφωνία, ασυνέπεια. 2. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) αντιφατικό και παράλογο συμπέρασμα που προκύπτει από δύο φαινομενικά αληθείς και λογικές κρίσεις ή προτάσεις: η ~ και το παράδοξο. Βλ. -νομία. [< μτγν. ἀντινομία, γαλλ. antinomie, γερμ. Antinomie, αγγλ. antinomy]
  • αντινομικός , ή, ό [ἀντινομικός] α-ντι-νο-μι-κός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που χαρακτηρίζεται από αντινομία, αντιφατικός. [< μτγν. ἀντινομικός, γαλλ. antinomique, αγγλ. antinomic]
  • αντιντάμπινγκ [ἀντιντάμπινγκ] α-ντι-ντά-μπινγκ επίθ./ουσ. (το) {άκλ.}: ΟΙΚΟΝ. πολιτική που αντιτίθεται στο ντάμπινγκ, που αποθαρρύνει την εισαγωγή προϊόντων σε τιμές αισθητά χαμηλότερες από τα αντίστοιχα εγχώρια: δασμοί ~. [< αγγλ. antidumping, 1915, γαλλ. ~, 1929]
  • αντιντόπινγκ [ἀντιντόπινγκ] α-ντι-ντό-πινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: εναντίωση στη χρήση αναβολικών ουσιών από αθλητές: τεστ ~. Βλ. ΠΟΑ, WADA. ΑΝΤ. ντόπινγκ ● ΣΥΜΠΛ.: ντόπινγκ/αντιντόπινγκ έλεγχος/κοντρόλ: ΑΘΛ. ιατρική εξέταση για την εξακρίβωση της λήψης ή μη αναβολικών από αθλητή ή της χορήγησής τους σε άλογο κούρσας: Αρνήθηκε το/υποβλήθηκε σε ~ ~. [< αγγλ. anti-doping, 1934, γαλλ. ~, antidopage, περ. 1960]
  • αντίξοος , η, ο [ἀντίξοος] α-ντί-ξο-ος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): δυσμενής, ενάντιος: ~ο: κλίμα. ~ες: καταστάσεις. Πβ. ανάποδος, αντίθετος, εχθρικός. ΑΝΤ. ευνοϊκός (3) ● επίρρ.: αντίξοα ● ΣΥΜΠΛ.: αντίξοες συνθήκες: που δημιουργούν εμπόδια, προβλήματα: Αντίξοες καιρικές/κοινωνικές/οικονομικές/πολιτικές ~. Η έρευνα διεξάγεται κάτω από/σε/υπό ~ ~. [< αρχ. ἀντίξοος]
  • αντιξοότητα [ἀντιξοότητα] α-ντι-ξο-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): δυσκολία, δυσχέρεια, πρόβλημα: καθημερινές/οικονομικές ~ες. Οι ~ες της ζωής. Αντιμετωπίζω/νικώ/ξεπερνώ κάθε ~. Πβ. αναποδιά, ατυχία, δυσμένεια, εμπόδιο, κακοτυχία. Βλ. -ότητα.
  • αντίο [ἀντίο] α-ντί-ο επιφών. {άκλ.}: τυπική έκφραση αποχαιρετισμού: ~ και καλή τύχη/να προσέχεις. ~ για πάντα.|| (ως ουσ.) Είπε ένα ψυχρό ~ κι έφυγε. Πβ. γεια, στο καλό, χαίρετε.|| (κατ' επέκτ.) Πικρό ~ στην πρόκριση μετά την ήττα της ομάδας. ● ΣΥΜΠΛ.: το τελευταίο αντίο & στερνό/ύστατο αντίο: (σε κηδεία συνήθ. δημόσιου προσώπου) αποχαιρετισμός του νεκρού: Απηύθυναν/είπαν ~ ~ στον αξέχαστο ηθοποιό. Βλ. τελευταίος ασπασμός. ΣΥΝ. το ύστατο χαίρε [< ιταλ. addio]
  • αντιοικολογικός , ή, ό [ἀντιοικολογικός] α-ντι-οι-κο-λο-γι-κός επίθ.: που είναι ενάντια στην οικολογία και το περιβάλλον: ~ή: πολιτική. ~ό: προϊόν. Πβ. αντιπεριβαλλοντικός. ΑΝΤ. οικολογικός (1) [< αγγλ. antiecological, γαλλ. antiécologique]
  • αντιοικονομικός , ή, ό [ἀντιοικονομικός] α-ντι-οι-κο-νο-μι-κός επίθ.: που δεν συμφέρει από οικονομική άποψη, συνήθ. πολυδάπανος ή μη επικερδής: ~ή: λειτουργία (συστήματος). Πβ. ασύμφορος, επιζήμιος, πολυέξοδος, σπάταλος. Βλ. επωφελής, κερδοφόρος. [< γαλλ. anti-économique, αγγλ. uneconomical]
  • αντιοιστρογόνο [ἀντιοιστρογόνο] α-ντι-οι-στρο-γό-νο ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. ουσία που εξουδετερώνει ή περιορίζει τη δράση των οιστρογόνων: ορμονοθεραπεία με ~α. [< αγγλ. antiestrogen, γαλλ. antiestrogène]
  • αντιολισθητικός , ή, ό [ἀντιολισθητικός] α-ντι-ο-λι-σθη-τι-κός επίθ. & αντιολισθηρός: που εμποδίζει την ολίσθηση ή δεν γλιστρά: ~ός: τάπητας. ~ή: επιφάνεια (ΑΝΤ. γλιστερή)/λαβή. ~ά: λάστιχα/παπούτσια/πατάκια (μπάνιου). ~ό: σύστημα (πέδησης/πρόσδεσης). ΑΝΤ. ολισθηρός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αντιολισθητικές αλυσίδες: ΤΕΧΝΟΛ. που τοποθετούνται στα ελαστικά οχήματος, για να αποτρέψουν ή να περιορίσουν την ολίσθησή του σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο. Πβ. χιονοαλυσίδες. [< γαλλ. antidérapant, αγγλ. antiskid, 1904]
  • αντιοξειδωτικός , ή, ό [ἀντιοξειδωτικός] α-ντι-ο-ξει-δω-τι-κός επίθ. & αντιοξιδωτικός: ΧΗΜ. που αποτρέπει ή επιβραδύνει την αλλοίωση συστατικών των τροφίμων ή άλλων ουσιών λόγω οξείδωσης: ~ός: παράγοντας. ~ή: δράση/προστασία. ~ό: ένζυμο. ~ές: βιταμίνες (A,C,E)/ιδιότητες. ΑΝΤ. οξειδωτικός.|| ~ές: τροφές (: που περιέχουν ~ά). ● Ουσ.: αντιοξειδωτικά (τα) & αντιοξειδωτικές ουσίες: φυσικές ή συνθετικές ουσίες (βιταμίνες, ιχνοστοιχεία) που βρίσκονται στις τροφές και προστατεύουν τα κύτταρα του οργανισμού από τον εκφυλισμό λόγω της φυσιολογικής και αναπόφευκτης διαδικασίας της οξείδωσης: φρούτα και λαχανικά πλούσια σε ~. Τα ~ προστατεύουν τον οργανισμό ενάντια στις ελεύθερες ρίζες. Βλ. βιολογική θεραπεία, μάτσα, πρόσθετα (τροφίμων), συμπληρώματα διατροφής. [< αγγλ. anti-oxidant, 1934, γαλλ. antioxydant, 1960]
  • αντιόξινα [ἀντιόξινα] α-ντι-ό-ξι-να ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. αντιόξινο}: ΦΑΡΜΑΚ. φάρμακα που εξουδετερώνουν ή περιορίζουν τη γαστρική έκκριση και καταπραΰνουν τους πόνους στο στομάχι. [< αγγλ. ant(i)acids, γαλλ. antiacides]
  • αντιπαγετικός , ή, ό [ἀντιπαγετικός] α-ντι-πα-γε-τι-κός επίθ.: που προφυλάσσει από τον παγετό: ~ός: ανεμιστήρας (για καλλιέργειες). Μέτρα ~ής προστασίας.|| (ως ουσ.) ~ό σκυροδέματος. Βλ. αντι-θερμικός, -ψυκτικός. [< γαλλ. antigel, 1923]
  • αντιπαγκοσμιοποίηση [ἀντιπαγκοσμιοποίηση] α-ντι-πα-γκο-σμι-ο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): κοινωνικό κυρ. κίνημα που αντιτίθεται στην παγκοσμιοποίηση. [< αγγλ. anti-globalization, 1995]
  • αντιπάθεια [ἀντιπάθεια] α-ντι-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): συναίσθημα δυσαρέσκειας για κάποιον ή κάτι: αμοιβαία ~. Προσωπικές ~ες. Υπάρχει (μεγάλη) ~ (μεταξύ τους). Αισθάνομαι/έχω/τρέφω ~ για/προς ... Δημιουργώ/προκαλώ ~ες. Βλ. απάθεια, απέχθεια, αποστροφή, μίσος, -πάθεια. ΑΝΤ. συμπάθεια (1) [< μτγν. ἀντιπάθεια, γαλλ. antipathie, γερμ. Αntipathie, αγγλ. antipathy]
  • αντιπαθής , ής, ές [ἀντιπαθής] α-ντι-πα-θής επίθ. {αντιπαθέστ-ερος, -ατος} (λόγ.): αντιπαθητικός: Μου είναι ~. Βλ. -παθής. [< μτγν. ἀντιπαθής ‘δυσμενής, ενάντιος’, γαλλ. antipathique]
  • αντιπαθητικός , ή, ό [ἀντιπαθητικός] α-ντι-πα-θη-τι-κός επίθ.: που δημιουργεί αντιπάθεια: ~ός: χαρακτήρας. Η υπεροψία του τον κάνει ~ό στους άλλους. Βλ. απεχθής, απωθητικός, -παθητικός. ΣΥΝ. αντιπαθής, αχώνευτος (1) ΑΝΤ. συμπαθής, συμπαθητικός (1) [< μτγν. ἀντιπαθητικός 'που δεν είναι αδρανής', γαλλ. antipathique]

απάθεια

απάθεια [ἀπάθεια] α-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) 1. μειωμένη αντίδραση απέναντι σε ερεθίσματα, η οποία οφείλεται σε νωθρότητα ή αδιαφορία, αλλά και σε οργανικά ή ψυχολογικά αίτια: απόλυτη/κυνική/πλήρης ~. ~ και αναλγησία/αταραξία. Δείχνω/επιδεικνύω ~ απέναντι σε ... Αντιμετωπίζω κάτι με ~. Πβ. αναισθησία, ζαμανφουτισμός. Βλ. -πάθεια. ΑΝΤ. ενθουσιασμός, πάθος (2) 2. ΦΙΛΟΣ. χαλιναγώγηση των συναισθημάτων που διαταράσσουν την ψυχική ισορροπία, μέσω της δύναμης της λογικής (κατά τους Στωικούς)· κατ' επέκτ. στον χριστιανισμό, αποχή από τα πάθη και τις επιθυμίες ως προϋπόθεση για τον δρόμο προς τη θέωση: ~ και εγκράτεια/νηφαλιότητα. [< αρχ. ἀπάθεια, γαλλ. apathie, αγγλ. apathy]

απεχθής

απεχθής, ής, ές [ἀπεχθής] α-πε-χθής επίθ. {απεχθ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· απεχθέστ-ερος, -ατος} (απαιτ. λεξιλόγ.): απαίσιος, αποτρόπαιος, αποκρουστικός: ~ής: δολοφόνος. ~ής: πράξη/συμπεριφορά. ~ές: θέαμα. ~ή και βδελυρά/ειδεχθή/φρικτά εγκλήματα. Πβ. αντιπαθητ-, απωθητ-ικός, μισητός. ● επίρρ.: απεχθώς [-ῶς] (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: απεχθές χρέος βλ. χρέος [< αρχ. ἀπεχθής]

επωφελής

επωφελής, ής, ές [ἐπωφελής] ε-πω-φε-λής επίθ. {επωφελ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.): που ωφελεί, από οικονομική ή άλλη άποψη: ~ής: επένδυση/συμφωνία/χρήση (του χρόνου). ~είς: όροι (δανείου/συμβολαίου). ~είς: δραστηριότητες/σχέσεις (προμηθευτών-πελατών). Αμοιβαία ~ συνεργασία για τις δύο χώρες. Πβ. επικερδής, λυσιτελής, συμφέρων. ΣΥΝ. ωφέλιμος (1) ΑΝΤ. αλυσιτελής, ασύμφορος, επιβλαβής, επιζήμιος, φθοροποιός ● επίρρ.: επωφελώς [-ῶς] [< μτγν. ἐπωφελής]

-νομία

-νομία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται 1. σε υπηρεσία αρμόδια για την εφαρμογή κανονισμών ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/αγρο~/δασο~.|| Aστυ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/ναυτο~/στρατο~. 2. στο νομικό δίκαιο, στην ύπαρξη κανόνων: ευ~/ισο~/κακο~/πολυ~. 3. σε επιστήμη: αρχειο~/αστρο~/μετρο~ (πβ. -λογία).|| (ειδικότ. με αντικείμενο τη διαχείριση) Oικο~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-παθής

-παθής, ής, ές {-παθούς | -παθείς (ουδ. -παθή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. υποφέρει, έχει πληγεί ή πάσχει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ., αρσ. κ. θηλ.) αναξιο~. Πβ. -παθών.|| (ειδικότ.) Πλημμυρο~/πυρο~/σεισμο~. Πβ. -πληκτος.|| Καρδιο~/καρκινο~. 2. έχει συγκεκριμένη ιδιότητα σε έντονο συνήθ. βαθμό: (για πρόσ., ως επίθ.) α~/εγω~/εμ~/ηττο~/μυστικo~.|| Eυ~. 3. προκαλεί ορισμένα συναισθήματα: (ως επίθ., για πρόσ.) αντι~/συμ~.|| Ηδυ~.

πόα

πόα πό-α ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. χαμηλό φυτό με μαλακό βλαστό και μη ξυλώδη κορμό· κατ' επέκτ. χλόη: κοινή/μονοετής/πολυετής ~. Δέντρα, ~ες και θάμνοι. [< αρχ. πόα]

τελευταίος

τελευταίος, α, ο [τελευταῖος] τε-λευ-ταί-ος επίθ. 1. που βρίσκεται τοπικά ή χρονικά στο τέλος μιας ακολουθίας: ~ος: γύρος/σταθμός (της περιοδείας). Η ~α συλλαβή της λέξης. Μένω στον ~ο όροφο. Ανοίξτε το βιβλίο στην ~α σελίδα. Κάθεται στο ~ο θρανίο.|| ~ος: αγώνας (πβ. τελικός)/απόγονος (της οικογένειας). ~α: πρόβα (= πρόβα τζενεράλε)/προειδοποίηση (= ύστατη). ~ο: μάθημα. ~α μέρα για δηλώσεις συμμετοχής (: λήξη προθεσμίας). Η ~α Κυριακή του χρόνου. Το δεύτερο και ~ο μέρος της παράστασης. Έφτασε/ήρθε/ξεκίνησε ~. Έγινε και ένας ~ έλεγχος. Έλα να χορέψουμε έναν ~ο χορό. Πηγαίνει στην ~α τάξη του Λυκείου. Κάνε μια ~α προσπάθεια. Οι τοίχοι χρειάζονται ένα ~ο χέρι (: ακόμη ένα πέρασμα με μπογιά).|| Το ~ο φως της μέρας (: πριν βραδιάσει).|| (πριν τον θάνατο) Η ~α της επιθυμία/τα ~α του λόγια ήταν ... Είχε πνευματική διαύγεια μέχρι τις ~ες της ώρες. Τα ~α του χρόνια τα έζησε μόνος. Βλ. προ~. ΑΝΤ. πρώτος (1) 2. πιο πρόσφατος, πιο κοντινός, πλησιέστερος χρονικά: οι ~ες ανακαλύψεις/ειδήσεις/εξελίξεις/πληροφορίες/προσθήκες. Τα ~α γεγονότα/εικοσιτετράωρα/νέα. Φωτοτυπία του ~ου λογαριασμού. Αύξηση της εγκληματικότητας τον ~ο χρόνο/τις ~ες δεκαετίες. Ημερομηνία ~ας δημοσίευσης/ενημέρωσης. Υπερηχογράφος ~ας (βλ. τρίτης) γενιάς/τεχνολογίας (: ο πιο εξελιγμένος τεχνολογικά· πβ. σύγχρονος). Η καλύτερη επίδοση των ~ων ετών. Πολλές αλλαγές έχουν γίνει το ~ο διάστημα/τον ~ο καιρό. Η ~α του ταινία ήταν απογοητευτική. Η ~α φορά που τον είδα ήταν ... Το ~ο τεύχος του περιοδικού. 3. ο μόνος που έχει απομείνει: Του έδωσα τα ~α μου χρήματα. (εμφατ.) ~α: ευκαιρία/προσφορά (: η χαμηλότερη και πιο συμφέρουσα). Είσαι η ~α μας ελπίδα. Μάζεψε τις ~ες του δυνάμεις και ξεκίνησε. Πβ. μοναδικός. 4. ο κατώτερος, ο λιγότερο σημαντικός, ο πιο ταπεινός: Ήταν ο ~ (= χειρότερος) μαθητής της τάξης. Εμπόρευμα ~ας (= χαμηλής) ποιότητας. ~οι σε απόδοση (ΑΝΤ. τοπ). Ακόμα και ο ~ πολίτης δικαιούται να έχει άποψη. ● Ουσ.: τελευταίος (ο) 1. αυτός που βρίσκεται, έγινε ή αναφέρθηκε στο τέλος: ο ~ από τους ομιλητές.|| (προφ.) Και κάτι ~ο, μη μ' ενοχλήσεις ξανά. 2. (κατ' επέκτ.) ο χειρότερος: (εμφατ.) Δεν μπορεί να μας λέει τι θα κάνουμε ο ~ των ~ων. ● επίρρ.: τελευταία & (λόγ.) -ως: πρόσφατα, τον τελευταίο καιρό: Έχω πάρει πολλά κιλά ~. (προφ.) Δεν μας τα λες καθόλου καλά (τώρα) ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διάταξη τελευταίας βούλησης βλ. διάταξη, ο τελευταίος των Μοϊκανών βλ. Μοϊκανός, τελευταία κατοικία βλ. κατοικία, τελευταίος ασπασμός βλ. ασπασμός, το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι βλ. ταξίδι, το τελευταίο αντίο βλ. αντίο, το ύστατο χαίρε βλ. ύστατος ● ΦΡ.: δεν είναι/είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που ... & ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είναι/είσαι που ... (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι συνηθισμένο, συμβαίνει σε πολλούς: ~ ~ έμπλεξε σε μια τέτοια ιστορία/εξαπατήθηκε., είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που ... (προφ.-εμφατ.): δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να επαναλάβω κάτι: ~ ~ ασχολούμαι μαζί σου., είναι στα τελευταία του (προφ.): πεθαίνει. Πβ. αργοσβήνω, πνέει τα λοίσθια., η τελευταία λέξη (μτφ.-προφ.): ό,τι πιο μοντέρνο, πιο σύγχρονο: Ντύνεται πάντα με την ~ ~ της μόδας. Το νέο μοντέλο είναι ~ ~ στην τεχνολογία των υπολογιστών., ο τελευταίος που ... (προφ.): για κάποιον που είναι σχεδόν απίθανο να κάνει κάτι ή για κάτι που έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί: Είναι ~ ~ θα υποψιαζόμουν.|| Είναι το ~ο πράγμα που θα σκεφτόμουν., τελευταίος και τυχερός (προφ.): για κάποιον που έχει την τελευταία θέση σε μια σειρά και τυχαίνει να είναι και ευνοημένος., τελευταίος, αλλά όχι έσχατος/λιγότερο σημαντικός/ασήμαντος: για κάποιον ή κάτι που αναφέρεται στο τέλος, αλλά έχει την ίδια σπουδαιότητα με ό,τι προηγείται: ~ ~ ομιλητής. ~α ~η παρατήρηση. ~ο ~ο θέμα. [< αγγλ. last but not least] , από τον πρώτο ως τον τελευταίο βλ. πρώτος, άφησε την τελευταία του πνοή βλ. αφήνω, γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος βλ. γελώ, για τελευταία φορά βλ. φορά, δεύτε τελευταίον ασπασμόν βλ. ασπασμός, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, η τελευταία πράξη του δράματος βλ. πράξη, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1, μέχρι και την τελευταία δεκάρα βλ. δεκάρα, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος βλ. αίμα, νέας/τελευταίας κοπής βλ. κοπή, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ο τελευταίος τροχός της αμάξης βλ. άμαξα, οι τελευταίες στιγμές βλ. στιγμή, παίζει το τελευταίο του χαρτί βλ. χαρτί, σε τελική/σε τελευταία ανάλυση βλ. ανάλυση, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, την τελευταία στιγμή βλ. στιγμή, την τελευταία/ύστατη ώρα βλ. ώρα, της τελευταίας στιγμής βλ. στιγμή, το τελευταίο καρφί στο φέρετρο βλ. φέρετρο, το τελευταίο οχυρό/κάστρο βλ. οχυρό, τώρα τελευταία βλ. τώρα [< αρχ. τελευταῖος, γαλλ. dernier]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.