Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5540-5560]


  • αντιλόπη [ἀντιλόπη] α-ντι-λό-πη ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. γένος φυτοφάγων, μηρυκαστικών θηλαστικών που ανήκουν στην οικογένεια των βοοειδών (οικογ. Bovidae), έχουν λεπτό σώμα, αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα και ζουν ομαδικά στην Ασία και την Αφρική. Βλ. γαζέλα, γκνου. [< γαλλ. antilope, αγγλ. antelope < μτγν. ἀνθόλοψ]
  • αντιλυσσικός , ή, ό [ἀντιλυσσικός] α-ντι-λυσ-σι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που καταπολεμά ή προφυλάσσει από τη λύσσα: ~ός: ορός. ~ό: εμβόλιο. [< γαλλ. antirabique]
  • αντιμαγνητικός , ή, ό [ἀντιμαγνητικός] α-ντι-μα-γνη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. (για υλικό) που δεν μαγνητίζεται μόνιμα σε μαγνητικό πεδίο: ~ός: (ανοξείδωτος) χάλυβας. ~ό: έλασμα/καλώδιο. [< γαλλ. antimagnétique, αγγλ. antimagnetic]
  • αντιμάθημα [ἀντιμάθημα] α-ντι-μά-θη-μα ουσ. (ουδ.): διάλεξη ή συζήτηση μεταξύ φοιτητών και καθηγητών για επιστημονικά ή επίκαιρα συνήθ. θέματα, που γίνεται ως αντίδραση στον τρόπο διδασκαλίας, το επίπεδο ή τη θεματική των κανονικών μαθημάτων ή σε περιόδους κοινωνικής κυρ. ή πολιτικής κρίσης.
  • αντιμαχία [ἀντιμαχία] α-ντι-μα-χί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): σύγκρουση, διαμάχη, ανταγωνισμός: προσωπικές ~ες. Πβ. αντιπαράθεση. Βλ. -μαχία. [< μεσν. αντιμαχία]
  • αντιμάχομαι [ἀντιμάχομαι] α-ντι-μά-χο-μαι ρ. (μτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.}: αντιτίθεμαι σε ή σπανιότ. πολεμώ ενάντια σε κάποιον ή κάτι: ~ τις απόψεις/αρχές/ιδέες (κάποιου). Το καλό ~εται το κακό. Πβ. ανταγωνίζομαι, αντι-παλεύω, -στρατεύομαι, -τάσσομαι. ΑΝΤ. προασπίζω, υπεραμύνομαι ● Μτχ.: αντιμαχόμενος , η, ο {συνηθέστ. στον πληθ.}: ~ες: παρατάξεις. ~α: στρατόπεδα/συμφέροντα. Υπογραφή συμφωνίας από τα ~α μέρη.|| (ως ουσ.) Και οι δύο ~οι υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Πβ. εμπόλεμος. [< αρχ. ἀντιμάχομαι ‘μάχομαι εναντίον, αντιστέκομαι’]
  • αντιμεθαύριο [ἀντιμεθαύριο] α-ντι-με-θαύ-ρι-ο επίρρ.: (σε) τρεις ημέρες από σήμερα. Βλ. αντιπροχθές.
  • αντιμεταβολίτης [ἀντιμεταβολίτης] α-ντι-με-τα-βο-λί-της ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. ουσία που αντικαθιστά ή αναστέλλει τη δράση του μεταβολίτη. Βλ. -ίτης2.αντιμεταβολίτες (οι) {σπανιότ. στον εν.}: ΦΑΡΜΑΚ. φάρμακα για καρκινοπαθείς που παρεμποδίζουν τον μεταβολισμό των κυττάρων. Βλ. χημειοθεραπεία. [< αγγλ. antimetabolite, 1947, γαλλ. antimétabolite]
  • αντιμετάθεση [ἀντιμετάθεση] α-ντι-με-τά-θε-ση ουσ. (θηλ.): αμοιβαία αλλαγή της θέσης δύο ή περισσοτέρων μερών: ~ λέξεων και γραμμάτων (: ως ένδειξη δυσλεξίας)/ρόλων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αλγόριθμος ~ης (τιμών). Ταξινόμηση με ~.|| (ΜΑΘ.) ~ παραγόντων/προσθετέων.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ φθόγγων (: χούφτα-φούχτα).|| (μτφ.) ~ ευθυνών (πβ. μετάθεση). [< μτγν. ἀντιμετάθεσις, γαλλ. permutation]
  • αντιμεταθέτω [ἀντιμεταθέτω] α-ντι-με-τα-θέ-τω ρ. (μτβ.) {αντιμετέθε-σε, αντιμετατίθ-εται}: αλλάζω αμοιβαία τη θέση συνήθ. δύο ή περισσοτέρων μερών, έτσι ώστε στην αρχική του ενός να βρίσκεται κάτι άλλο και αντίστροφα: ~ γράμματα/λέξεις. Στήλες πίνακα που ~ενται. Πβ. αντιστρέφω.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αλγόριθμος που ~ει τις τιμές δύο μεταβλητών. [< μτγν. ἀντιμετατίθεμαι, αγγλ. permute]
  • αντιμεταναστευτικός , ή, ό [ἀντιμεταναστευτικός] α-ντι-με-τα-να-στευ-τι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στη μετανάστευση ή τον μετανάστη: ~ή: πολιτική. ~ό: κίνημα/ρεύμα. ~ές: θέσεις. ~ά: αισθήματα.
  • αντιμεταρρύθμιση [ἀντιμεταρρύθμιση] α-ντι-με-ταρ-ρύθ-μι-ση ουσ. (θηλ.): αντίδραση, εναντίωση σε προηγούμενη μεταρρύθμιση. [< γαλλ. Contre-Réforme, 1914]
  • αντιμετατίθεται βλ. αντιμεταθέτω
  • αντίμετρο [ἀντίμετρο] α-ντί-με-τρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έτρου, συνήθ. στον πληθ.}: κάθε κίνηση, ενέργεια ή μέσο για την πρόληψη, αντιμετώπιση ή εξουδετέρωση κάποιου άλλου, συνήθ. απειλής, κινδύνου: αποτελεσματικό ~. Εμπορικά/οικονομικά ~α. ~α ασφαλείας.αντίμετρα (τα) & (σπάν.) αντιμέτρα: ΝΟΜ. μέτρα που λαμβάνει ένα κράτος για την αντιμετώπιση της εις βάρος του παραβίασης του διεθνούς δικαίου από άλλο κράτος. Πβ. αντίποινα. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικά αντίμετρα & αντίμετρα: ΣΤΡΑΤ. απενεργοποίηση της λειτουργίας εχθρικών συστημάτων (κυρ. ραντάρ) με παρεμβολή παρασίτων. Βλ. ηλεκτρονικός πόλεμος. [< αγγλ. electronic countermeasures, 1962] [< γαλλ. contre-mesure]
  • αντιμετωπίζω [ἀντιμετωπίζω] α-ντι-με-τω-πί-ζω ρ. (μτβ.) {αντιμετώπι-σα, αντιμετωπί-σω, -στηκε (σπανιότ.-λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, αντιμετωπίζ-οντας} 1. βρίσκομαι απέναντι σε αρνητική κατάσταση, υφίσταμαι κάτι δυσάρεστο· προσπαθώ να επιλύσω συγκεκριμένο πρόβλημα, αντεπεξέρχομαι: ~ έναν κίνδυνο/ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. ~ το δίλημμα να ... ή .... ~ει ποινή φυλάκισης. Ο αγροτικός τομέας ~ει οξύτατη κρίση. ~ουν (= βρίσκονται αντιμέτωποι με) το ενδεχόμενο απόλυσης.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Το πρόγραμμα ~σε ένα σφάλμα (βλ. μήνυμα λάθους).|| ~σε (= χειρίστηκε) την κατάσταση αποτελεσματικά/με επιτυχία/ρεαλιστικά. Μαθαίνει να ~ει τις δυσκολίες της ζωής (= τα βγάζει πέρα με ...). Τα κοινωνικά προβλήματα δεν ~ονται (= θεραπεύονται) με τη βία και την αστυνόμευση. 2. κρατώ συγκεκριμένη στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, συμπεριφέρομαι: Έχει μια ιδιαιτερότητα στον τρόπο με τον οποίο ~ει (= βλέπει, προσεγγίζει) τα πράγματα. Μας ~σαν (= μεταχειρίστηκαν, φέρθηκαν) με δυσπιστία/ψυχρά. Δεν ξέρω πώς να τον ~σω. 3. φέρνω αντίσταση σε αντίπαλο, εχθρό: ~σαν την εισβολή/την επίθεση αποφασιστικά. Πβ. αμύνομαι, αντιμάχομαι.|| Η Εθνική Ομάδα είναι έτοιμη να ~σει την πρωταθλήτρια Ευρώπης. ● ΦΡ.: βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, χτυπώ/αντιμετωπίζω/καταπολεμώ/πολεμώ το κακό στη ρίζα του βλ. ρίζα [< μεσν. αντιμετωπώ, γαλλ. affronter]
  • αντιμετώπιση [ἀντιμετώπιση] α-ντι-με-τώ-πι-ση ουσ. (θηλ.) 1. προσπάθεια επίλυσης προβλήματος, διευθέτηση δυσάρεστης κατάστασης: άμεση/αποτελεσματική/έγκαιρη/επείγουσα/νομοθετική/συνολική/φαρμακευτική ~. Θεραπευτικές ~ίσεις (μιας νόσου). ~ έκτακτης ανάγκης/του οργανωμένου εγκλήματος/της φοροδιαφυγής. Το στρες και η ~ή του. Τρόποι ~ης του θέματος. Λογισμικό ~ης (= εξουδετέρωσης) ιών. Μέτρα για την ~ των κλιματικών αλλαγών/της κρίσης/της λειψυδρίας. Πβ. αποκατάσταση, διόρθωση. 2. στάση, συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον ή κάτι: άσχημη/προνομιακή/φιλική ~. Ίση ~ (= μεταχείριση). Πβ. αντίδραση.|| Ιδεαλιστική ~ της ζωής (= θεώρηση, προσέγγιση). [< γαλλ. affrontement]
  • αντιμετωπίσιμος , η, ο [ἀντιμετωπίσιμος] α-ντι-με-τω-πί-σι-μος επίθ. (λόγ.): που μπορεί να αντιμετωπιστεί: ~ος: κίνδυνος. ~η: ασθένεια (ΣΥΝ. ιάσιμη, ΑΝΤ. ανίατη). ~ες: δυσκολίες. Δύσκολα/εύκολα ~ αντίπαλος.
  • αντιμέτωπος , η, ο [ἀντιμέτωπος] α-ντι-μέ-τω-πος επίθ. 1. (+ με) που καλείται να αντιμετωπίσει κάτι συνήθ. αρνητικό ή κάποιον με τον οποίο είναι σε ρήξη: Βρέθηκε/είναι/ήρθε/στέκεται/τέθηκε ~ με τη δικαιοσύνη/δυσκολίες/τον εαυτό του/τη σκληρή πραγματικότητα. 2. {συνήθ. στον πληθ.} αντίπαλος, αντιτιθέμενος: ~ες: στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΝΤ. συμμαχικές). Θα βρεθούν ~οι στο δικαστήριο/πρωτάθλημα. 3. (σπάν. κυριολ. για πρόσ.) που βρίσκεται, έχει θέση απέναντι από κάποιον άλλο: Κάθισαν/στάθηκαν ~οι. Πβ. πρόσωπο με πρόσωπο. ● επίρρ.: αντιμέτωπα [< αρχ. ἀντιμέτωπος]
  • αντιμήνσιο [ἀντιμήνσιο] α-ντι-μήν-σι-ο ουσ. (ουδ.): ΕΚΚΛΗΣ. καθαγιασμένο τεμάχιο υφάσματος (παλαιότ. και ξύλου) με ποικίλες ιερές παραστάσεις και σύμβολα που απλώνεται στην Αγία Τράπεζα, για να τελεστεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ή την αντικαθιστά (σε μη εγκαινιασμένο ναό ή ξωκλήσι). Πβ. ειλητό. [< μεσν. αντιμήνσιον, αντιμίνσιον]
  • αντιμικροβιακός , ή, ό [ἀντιμικροβιακός] α-ντι-μι-κρο-βι-α-κός επίθ.: που εξοντώνει, καταπολεμά τα μικρόβια: ~ή: θεραπεία/προστασία. ~ό: διάλυμα. ~οί: παράγοντες (π.χ. στη συντήρηση τροφίμων). Πβ. αντι-βακτηριακός, -μυκητιασιακός. ● Ουσ.: αντιμικροβιακά (τα) {σπανιότ. στον εν.}: ΦΑΡΜΑΚ. τα αντίστοιχα φάρμακα. [< αγγλ. antimicrobic, 1910, γαλλ. antimicrobien]

αντιμεταθέτω

αντιμεταθέτω [ἀντιμεταθέτω] α-ντι-με-τα-θέ-τω ρ. (μτβ.) {αντιμετέθε-σε, αντιμετατίθ-εται}: αλλάζω αμοιβαία τη θέση συνήθ. δύο ή περισσοτέρων μερών, έτσι ώστε στην αρχική του ενός να βρίσκεται κάτι άλλο και αντίστροφα: ~ γράμματα/λέξεις. Στήλες πίνακα που ~ενται. Πβ. αντιστρέφω.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αλγόριθμος που ~ει τις τιμές δύο μεταβλητών. [< μτγν. ἀντιμετατίθεμαι, αγγλ. permute]

αντιπροχθές

αντιπροχθές [ἀντιπροχθές] α-ντι-προ-χθές επίρρ. & αντίπροχθες & αντιπροχτές (λαϊκό): τρεις μέρες πριν. Βλ. προχθές, χθες, (αντιμεθ)αύριο.

γαζέλα

γαζέλα γα-ζέ-λα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) γκαζέλα 1. ΖΩΟΛ. είδος μικρής αντιλόπης της ασιατικής και της αφρικανικής ηπείρου (γένη Gazella και Procapra), με πυρόξανθο χρώμα, λευκή κοιλιά και μεγάλα κέρατα, το οποίο φημίζεται για τη χάρη, την ταχύτητα και τα μεγάλα άλματά του. 2. (μτφ.) όμορφη και λυγερόκορμη κοπέλα, συνήθ. μοντέλο, που διακρίνεται για τη χάρη και την κομψότητά της: μαύρη (= Αφροαμερικανίδα)/μελαχρινή ~ του μόντελινγκ/της πασαρέλας. || (για γυναίκα) Τα μάτια της γαζέλας (: μεγάλα και λαμπερά). 3. ΟΙΚΟΝ. (σπανιότ.-μτφ.) ταχέως αναπτυσσόμενη μικρομεσαία επιχείρηση. [< 1, 2: γαλλ. gazelle 3: αμερικ. gazelle (company)]

ηλεκτρονικός

ηλεκτρονικός, ή, ό [ἠλεκτρονικός] η-λε-κτρο-νι-κός επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που βασίζει τη λειτουργία του στην ηλεκτρονική και ειδικότ. που περιέχει και χρησιμοποιεί λυχνίες, τρανζίστορ ή ολοκληρωμένα κυκλώματα-τσιπ· που σχετίζεται με αυτή: ~ός: διακόπτης/μετρητής/πίνακας. ~ή: ζυγαριά/οθόνη. ~ό: θερμόμετρο/πιεσόμετρο/ρολόι/σύστημα/χρονόμετρο. ~ές: κάμερες/μηχανές/συσκευές. ~ά: μουσικά όργανα (βλ. αρμόνιο, συνθεσάιζερ).|| ~ός: έλεγχος (κινητήρα). ~ή: ανάφλεξη/ασφάλεια/παρακολούθηση (: με κάμερες). ~ές: μετρήσεις. Πβ. ηλεκτρικός. Βλ. μικρο~, νανο~, φωτο~. 2. ΠΛΗΡΟΦ. που γίνεται, χρησιμοποιείται ή υφίσταται μέσω υπολογιστή και ιδ. του διαδικτύου: ~ή: επεξεργασία/καταγραφή/μεταφορά (χρημάτων)/πλοήγηση. ~ές: δημοσιεύσεις/συναλλαγές/υπηρεσίες.|| ~ή: ατζέντα/βάση (δεδομένων). ~ό: κατάστημα/λεξικό. ~ά: ίχνη/μέσα.|| ~ή: ζωή/φιλία. Πβ. διαδικτυακός, η-, ψηφιακός. 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα ηλεκτρόνια ή ειδικότ. με το φαινόμενο της μετακίνησής τους κατά μήκος ενός αγωγού: ~ή: αγωγιμότητα/διαμόρφωση (ατόμων/στοιχείων)/δομή/ροή. ~ή Μικροσκοπία. ● Ουσ.: ηλεκτρονικά (τα) 1. (προφ.) μαγαζί στο οποίο μπορεί κάποιος να παίξει ηλεκτρονικά παιχνίδια. 2. (προφ.) ηλεκτρονική: Ασχολείται με τα ~. 3. ενν. συστήματα: ψηφιακά ~., ηλεκτρονικός (ο/η): επιστήμονας ή τεχνικός με ειδίκευση στην ηλεκτρονική: ~ μηχανικός. ~ υπολογιστών και δικτύων. [< γαλλ. électronicien, 1955] ● επίρρ.: ηλεκτρονικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων: ΠΛΗΡΟΦ. (στα πλαίσια του ηλεκτρονικού εμπορίου) κοινή δομή αρχείων που επιτρέπει σε επιχειρήσεις, οργανισμούς και υπηρεσίες την αποστολή και λήψη εγγράφων και γενικότ. πληροφοριών μέσω των υπολογιστικών τους συστημάτων. [< αγγλ. electronic data interchange (EDI), 1975] , ηλεκτρονικό πορτοφόλι: ΤΕΧΝΟΛ. τραπεζική κάρτα για την πραγματοποίηση συναλλαγών μικρού ύψους, χωρίς μετρητά ή πιν. Πβ. έξυπνη κάρτα, ηλεκτρονικό χρήμα. [< αγγλ. electronic/e- wallet/purse] , ηλεκτρονικός υπολογιστής (Η/Υ): ΠΛΗΡΟΦ. αυτόματη ψηφιακή συσκευή που έχει προγραμματιστεί να επεξεργάζεται, να αποθηκεύει και να ανακτά δεδομένα, βάσει ενός συνόλου εντολών: κεντρικός/προσωπικός (= πι σι)/συμβατός/φορητός ~ ~. Βλ. κεντρική μονάδα επεξεργασίας, λογισμικό, περιφερειακή συσκευή/μονάδα, σκληρός δίσκος, υλισμικό. ΣΥΝ. κομπιούτερ, υπολογιστής [< αγγλ. electronic computer, 1946] , βιομετρικό/ηλεκτρονικό διαβατήριο βλ. διαβατήριο, διαδικτυακό/ηλεκτρονικό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα βλ. απόβλητα, ηλεκτρονικά αντίμετρα βλ. αντίμετρο, ηλεκτρονικά παιχνίδια βλ. παιχνίδι, ηλεκτρονικά σκουπίδια βλ. σκουπίδι, ηλεκτρονικές αγορές βλ. αγορά, ηλεκτρονική αλληλογραφία βλ. αλληλογραφία, ηλεκτρονική βία βλ. βία, ηλεκτρονική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, ηλεκτρονική δημοσιογραφία βλ. δημοσιογραφία, ηλεκτρονική διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ηλεκτρονική διεύθυνση βλ. διεύθυνση, ηλεκτρονική έκδοση βλ. έκδοση, ηλεκτρονική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, ηλεκτρονική λυχνία βλ. λυχνία, ηλεκτρονική μουσική βλ. μουσική, ηλεκτρονική ποίηση βλ. ποίηση, ηλεκτρονική πώληση βλ. πώληση, ηλεκτρονική ταυτότητα βλ. ταυτότητα, ηλεκτρονική τραπεζική βλ. τραπεζικός, ηλεκτρονική ψηφοφορία βλ. ψηφοφορία, ηλεκτρονική/ηλεκτρική κλειδαριά βλ. κλειδαριά, ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη βλ. τάξη, ηλεκτρονικό βιβλίο βλ. βιβλίο, ηλεκτρονικό έγκλημα βλ. έγκλημα, ηλεκτρονικό εμπόριο βλ. εμπόριο, ηλεκτρονικό επιχειρείν βλ. επιχειρείν, ηλεκτρονικό κιόσκι βλ. κιόσκι, ηλεκτρονικό μελάνι βλ. μελάνι, ηλεκτρονικό μήνυμα βλ. μήνυμα, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο βλ. μικροσκόπιο, ηλεκτρονικό νέφος βλ. νέφος, ηλεκτρονικό περίπτερο βλ. περίπτερο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο βλ. ταχυδρομείο, ηλεκτρονικό φακέλωμα βλ. φακέλωμα, ηλεκτρονικό χαρτί βλ. χαρτί, ηλεκτρονικό χρήμα βλ. χρήμα, ηλεκτρονικό ψάρεμα βλ. ψάρεμα, ηλεκτρονικό/ηλεκτρικό τσιγάρο βλ. τσιγάρο, ηλεκτρονικός εγκέφαλος βλ. εγκέφαλος, ηλεκτρονικός λογογράφος βλ. λογογράφος, ηλεκτρονικός πόλεμος βλ. πόλεμος, ηλεκτρονικός Τύπος βλ. τύπος, ηλεκτρονικός/ψηφιακός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, ψηφιακή πόλη βλ. πόλη, ψηφιακή/ηλεκτρονική κορνίζα βλ. κορνίζα, ψηφιακή/ηλεκτρονική υπογραφή βλ. υπογραφή, ψηφιακό/ηλεκτρονικό έντυπο βλ. έντυπο [< αγγλ. electronic, 1902, γαλλ. électronique, 1903, γερμ. elektronisch]

-ίτης2

-ίτης2: επίθημα για την απόδοση ξένων όρων, ιδ. ορυκτών: βωξ~/γραν~/γραφ~/δολομ~/λιγν~.

-μαχία

-μαχία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε συμπλοκή ή αντιπαράθεση και ειδικότ. 1. στους αντιπάλους: (μτφ.) γιγαντο~/τιτανο~. Kοκορο~.|| (σπανιότ. στο αντικείμενο, στον στόχο) Ταυρο~. 2. στον χώρο διεξαγωγής: αερο~/ναυ~/οδο~/πεζο~. 3. στον τρόπο ή το μέσο: αντι~/αψι~/τηλε~.|| Mονο~. Συμ~.|| Αρματο~/λασπο~/ξιφο~/πυγ~. Λογο~. 4. στην αιτία: εικονο~.

μήνυμα

μήνυμα μή-νυ-μα ουσ. (ουδ.) {μηνύμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. είδηση, πληροφορία που συνήθ. στέλνουμε σε κάποιον με τον οποίο δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε άμεσα: αστείο/γραπτό/δωρεάν/επείγον/ερωτικό/ηχητικό/ηχογραφημένο/νέο/παραπλανητικό/προσωπικό/προφορικό/συγχαρητήριο/τηλεφωνικό/φωνητικό ~. ~ κινδύνου (πβ. ΣΟΣ). Ο αποστολέας/δέκτης/παραλήπτης/πομπός ενός ~ατος. Λαμβάνω/σβήνω ένα ~. Απαντώ σε/αφήνω ένα ~. Ακούω τα ~ατα στον τηλεφωνητή. (σε κινητά, υπολογιστές) Το ~ ελήφθη/στάλθηκε. Μου ήρθε ~ που λέει ... Αναγνωσμένα/απεσταλμένα/αποθηκευμένα/εισερχόμενα/εξερχόμενα/πρότυπα ~ατα. Ανάγνωση/αποκωδικοποίηση/αποστολή/δημιουργία/διαγραφή/επεξεργασία/καταχώρηση/λήψη/παραλαβή/προώθηση ενός ~ατος. Ανταλλαγή/αρχείο/διαχείριση ~άτων.|| Διαγράφω ένα ~. Βλ. βιντεο~.|| (μτφ.) Αισιόδοξα/ευχάριστα είναι τα ~ατα (: οι ενδείξεις) για ... Πβ. μαντάτο, νέο. Βλ. προ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το χαρμόσυνο ~ της Ανάστασης. 2. επίσημη ανακοίνωση, λόγος σημαντικού προσώπου, συνήθ. πολιτικού: ετήσιο/πασχαλινό/πολιτικό/πρωτοχρονιάτικο ~. ~ αγάπης/ειρήνης/ενότητας/συμπαράστασης. ~ του αρχηγού (π.χ. της Αστυνομίας)/προέδρου/πρύτανη/πρωθυπουργού για/προς ... Απευθύνω ένα (σύντομο) ~. Πβ. ανακοινωθέν, εξαγγελία. 3. η κύρια ιδέα, οι βασικές απόψεις, θέσεις: Το ~ των αγώνων/των εκλογών/μιας εορτής. Το αντιπολεμικό/επαναστατικό/επίκαιρο/κοινωνικό/παιδαγωγικό ~ μιας ομιλίας/ταινίας. Το κεντρικό ~ ενός βιβλίου. Πβ. δίδαγμα, νόημα, ουσία.|| Το ~ μιας ιδεολογίας/ενός καλλιτέχνη/ενός ρεύματος. ● Υποκ.: μηνυματάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό μήνυμα (επίσ.) 1. ΔΙΑΔΙΚΤ. & μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: που αποστέλλεται μέσω του διαδικτύου και μπορεί να συνοδεύεται από συνημμένα αρχεία κειμένου, εικόνας ή ήχου. ΣΥΝ. ιμέιλ (1) 2. (γενικότ.) που στέλνεται μέσω κάθε άλλου τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Βλ. εικονομήνυμα, εσεμές. [< αμερικ. electronic mail, 1975] , μήνυμα λάθους/σφάλματος: ΠΛΗΡΟΦ. ειδοποίηση που εμφανίζεται στην οθόνη υπολογιστή ή ηλεκτρονικής συσκευής κατά τον εντοπισμό λάθους: ~ ~ κάρτας SIM. ~ ~ κατά την εγκατάσταση/έναρξη ενός λογισμικού/παιχνιδιού. Βλ. κωδικός σφάλματος. [< αγγλ. error message] , μηνύματα των καιρών: οι απαιτήσεις ή οι τάσεις μιας εποχής: ανοιχτός/ευαίσθητος στα ~ ~. Ανταποκρίνεται στα/αφουγκράζεται τα ~ ~., ανεπιθύμητη/ενοχλητική (ηλεκτρονική) αλληλογραφία βλ. αλληλογραφία, διαφημιστικό μήνυμα βλ. διαφημιστικός ● ΦΡ.: περνάω το μήνυμα: κάνω κάποιον να καταλάβει κάτι: Ο προσκοπισμός ~ει ~ του εθελοντισμού., πιάνω/παίρνω το μήνυμα (κάποιου) (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, κατανοώ κάτι: Ελπίζω να έπιασες το ~ά μου. Το πήρα το ~, μην ανησυχείς. [< 1: αρχ. μήνυμα 2,3: γαλλ.-αγγλ. message]

πράγμα

πράγμα [πρᾶγμα] πράγ-μα ουσ. (ουδ.) {πράγμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό) πράμα 1. οτιδήποτε άψυχο έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις· γενικότ. οτιδήποτε υπάρχει (συγκεκριμένο ή αφηρημένο) και δεν θέλει ή δεν μπορεί κάποιος να το προσδιορίσει με ακρίβεια: Πρόσωπο, ζώο ή ~. Ελαττωματικό/καινούργιο/μεταχειρισμένο ~. (οικ.) Πρώτο/φρέσκο πράμα (= εμπόρευμα, προϊόν).|| (μειωτ.) Μην το πιείτε αυτό το ~.|| Ένα ~ δεν μπορώ να καταλάβω ... Δύσκολο ~ (το) να κρατάς τις ισορροπίες. Οι δύο έννοιες δεν σημαίνουν το ίδιο ~. Η υπεροψία είναι κακό ~. Το μόνο ~ που του ζήτησα είναι να ... Το πρώτο ~ που προσέχω σε έναν άνθρωπο είναι ... Τέτοιο ~ δεν έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχει χειρότερο ~ από το ... Αγόρασα διάφορα ~ατα (βλ. ψώνια). Τα βασικά/στοιχειώδη ~ατα της ζωής (= αγαθά). Κάποια ~ατα δεν λέγονται. Δεν κατάλαβα/συγκράτησα και πολλά ~ατα απ' όσα είπε.|| (προφ.) Το πράμα της/του (= τα γεννητικά όργανα· πβ. απαυτά, τέτοιο). Έκρυψαν το ~ (= παράνομο εμπόρευμα, συνήθ. ναρκωτικά). Βλ. χαζόπραμα. 2. γεγονός, περιστατικό ή θέμα, ζήτημα που απασχολεί κάποιον: σημαντικό/σοβαρό ~. Η έκβαση των ~άτων. Για ποιο ~ μιλάμε; Το πρώτο/τελευταίο ~ που μου ήρθε στο μυαλό/σκέφτηκα ήταν ... Το ~ (πβ. υπόθεση) είναι πολύπλοκο/σύνθετο. Το ~ για το οποίο διαφωνούν περισσότερο είναι ... Όπως και να το πάρεις το ~, θα έπρεπε να ... Το ~ σήκωνε συζήτηση. Το ~ έχει ως εξής. Αν υπάρξει αμοιβαίο ενδιαφέρον, το ~ προχωράει κανονικά. Θα φανεί το ~. Το ~ θέλει προσοχή/σκέψη/υπομονή/ψάξιμο. Δεν βλέπεις την ουσία του ~ατος. Για την ιστορία του ~ατος, ας σημειωθεί ότι ... Μυστήρια/παράξενα/περίεργα/φοβερά ~ατα. Βλέπω/κρίνω τα ~ατα συνολικά. Είναι κρίμα, αλλά αυτά τα ~ατα συμβαίνουν. 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} δουλειά, ασχολία, ενέργεια: Το πρώτο ~ που κάνω είναι να ... Κάνει πολλά και ενδιαφέροντα ~ατα.|| (προφ.) Είναι σοβαρά ~ατα αυτά; (= πβ. φέρσιμο, συμπεριφορά). Δεν είναι για μεγάλα ~ατα (= για σπουδαίες πράξεις, κατορθώματα). Έχει χίλια ~ατα στο μυαλό του (= πολλές έγνοιες). 4. ΝΟΜ. καθετί που έχει ο άνθρωπος στην κατοχή του· περιουσιακό στοιχείο, κτήμα: ακίνητο/κινητό ~. Κατάσχεση/μίσθωση/νομέας/χρήση του ~ατος. Φυσική εξουσία του προσώπου επί του ~ατος.πράγματα & πράματα (τα) 1. η πραγματική (πολιτική, κοινωνική ή ατομική) κατάσταση, τα δεδομένα, οι συνθήκες: εκπαιδευτικά/καλλιτεχνικά/οικονομικά/πολιτιστικά ~. Δύσκολα τα ~. Όπως βλέπω/δείχνουν τα ~, δεν μας συμφέρει να ... Τα ~ πάνε από το κακό στο χειρότερο/άσχημα/καλά/στραβά. Αγρίεψαν/άλλαξαν/βελτιώθηκαν/σοβάρεψαν/χειροτέρευσαν τα ~. Για κοίτα κάτι ~. Είδε τα ~ με άλλο μάτι. Θα φτιάξουν τα ~. Τα ~ πήραν ενδιαφέρουσα τροπή. Τα ~ ήρθαν βολικά/καλύτερα απ' ό,τι φανταζόμουν. Αντιμετωπίζω/δέχομαι/παίρνω τα ~ όπως έρχονται. Κάντε τα ~ όσο πιο απλά γίνεται. Έχει θαρραλέα στάση απέναντι στα ~. Συμμετέχει ενεργά στα ~. Τόλμησε μια βαθιά τομή στα ~. Άσε τα ~ να εξελιχθούν/κυλήσουν από μόνα τους. Ο ανασχηματισμός έγινε υπό την πίεση των ~άτων. 2. (+ γεν. προσώπου) προσωπικά αντικείμενα (ρούχα, παπούτσια, βιβλία, αποσκευές): Μάζεψε/πήρε/τακτοποίησε τα ~ά της/του. Άφησαν/έχασαν/ξέχασαν τα ~ά τους στο αεροδρόμιο. Βλ. μικρο~, ψιλο~. ● Υποκ.: πραγματάκι & πραματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια πράγματα: οι υποθέσεις, τα ζητήματα που αφορούν όλους τους πολίτες: Ασχολούμαι με τα ~ ~. Συμμετοχή των νέων στα ~ ~. Πβ. κοινά. Βλ. πολιτικά. [< γαλλ. la chose publique] , πράγμα καθ' εαυτό: ΦΙΛΟΣ. (στην καντιανή φιλοσοφία) η πραγματικότητα που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα. [< γερμ. das Ding an sich] , εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή βλ. επιτροπή, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη ● ΦΡ.: άλλο πρά(γ)μα! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι μοναδικό ή αξιοσημείωτο: Μια παράσταση ~ ~! ~ ~ ο καθαρός αέρας! Μου έφτιαξε ένα φαΐ, ~ ~!, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι διαφορετικό από κάτι άλλο: ~ ο ενθουσιασμός ~ η αγάπη., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: ας ακολουθήσουμε τη χρονική ή λογική αλληλουχία: ~ ~: πρώτο ..., δεύτερο ..., τρίτο ..., βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι: αντιμετωπίζω ρεαλιστικά την πραγματικότητα., δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα & λίγο/μικρό πράγμα το έχεις & λίγο/μικρό πράγμα είναι να ... (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία ορισμένης κατάστασης: Τουλάχιστον είναι υγιής, δεν είναι και λίγο ~. Έχει δική του δουλειά, λίγο (πράγμα) το έχεις αυτό; Δεν είναι (και) λίγο/μικρό πράγμα (= είναι σημαντικό, σπουδαίο) να είσαι πρωταθλητής. Λίγο/μικρό πράγμα είναι να έχεις φίλους στις δύσκολες στιγμές;, δεν λέει/λένε (και) πολλά πράγματα (προφ.) 1. δεν είναι σημαντικός, δεν αξίζει: Το έργο του δεν λέει ~. 2. (+ για) δεν παρέχει ασφαλή, πλήρη στοιχεία: Οι επιμέρους δείκτες δεν λένε ~ για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης., είμαι/έρχομαι στα πράγματα: ανεβαίνω στην εξουσία, έχω ηγετική θέση: Ποιο κόμμα είναι στα ~; Όταν ήρθε στα ~, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα., (ως) εκ των πραγμάτων (λόγ.): (όπως προκύπτει) από τα γεγονότα, από την πραγματικότητα: Ο υπουργός υποχρεώθηκε ~ ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Τίθεται ~ ~ ζήτημα αναδιάταξης της οικονομίας., εν τοις πράγμασι (αρχαιοπρ.): στην πράξη., έξω από τα πράγματα: χωρίς ενημέρωση και εκτός δράσης: Βρίσκομαι/είμαι/μένω ~ ~., έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του: τον απασχολούν άλλες σκέψεις, έγνοιες: Πήγα να του μιλήσω, αλλά ~ ~., κορίτσι/παιδί πράμα (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί η παιδική ηλικία ή αθωότητα, που δεν συνάδει με ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά: Ξημεροβραδιάζεται ~ ~ σε ύποπτα μαγαζιά., μέσα στα πράγματα & στα πράγματα 1. για πρόσωπο ενεργό σε έναν τομέα, ενημερωμένο ή/και σε θέση-κλειδί: Βρίσκεται/είναι ~ ~ (: στην πρώτη γραμμή). 2. για κάποιον που είναι στη μόδα. Πβ. ιν, τρέντι., πολύ πρά(γ)μα (προφ.): για να δηλωθεί πληθώρα, αφθονία: Αν ψάξεις, θα βρεις ~ ~., πού τέτοιο πρά(γ)μα! (προφ.): για κάτι που δεν έχει συμβεί ή δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Θα πας διακοπές; Μπα, ~ ~. Πβ. πού τέτοια τύχη!, πρά(γ)μα που σαλεύει (μτφ.-προφ.): λέγεται για φρέσκο ψάρι και καταχρ. για πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα., πράγμα που/το οποίο ... (εισάγει αναφορική πρόταση): γεγονός, ζήτημα που: Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, ~ ~ σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει καμία αλλαγή., πώς είναι/πάνε τα πράγματα; (προφ.): ποια είναι η κατάσταση, η εξέλιξη των πραγμάτων;: -~ ~ στη δουλειά/στο εξωτερικό/στο σπίτι; -Καλά/μια χαρά/όπως τα ξέρεις., σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! (προφ.-συνήθ. ειρων.): για κάτι που δεν είναι τόσο σημαντικό ή δύσκολο όσο το παρουσιάζουν: Σε χαιρέτησε ο πρόεδρος; ~ ~! ~ ~, και τι έγινε; ΣΥΝ. σιγά/σπουδαία τα λάχανα!, τι πρά(γ)μα (εμφατ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις): τι: ~ ~ είναι αυτό; Για ~ ~ πρόκειται ακριβώς; Δεν καταλαβαίνω για ~ ~ μιλάς. Σε ~ ~ αναφέρεσαι; Τι πράμα είσαι συ (= τι είδους άνθρωπος);|| (ως έκφρ. έκπληξης) -Θα μετακομίσω στο εξωτερικό. -~ ~ (: τι έκανε λέει);, τι πρά(γ)μα είναι αυτό & τι πρά(γ)μα κι αυτό (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: ~ ~ με τον καιρό! Όλο βρέχει! Μα ~ ~ να μην μπορεί να συγκρατηθεί!, τι πρά(γ)ματα είναι αυτά (προφ.): ως έκφραση έντονης αποδοκιμασίας για συγκεκριμένη ενέργεια ή συμπεριφορά: ~ ~; Ντροπή! Μα είσαι σοβαρός; ~ ~ που λες;, (πράγματα) εκτός συναλλαγής βλ. συναλλαγή, άκου πράγματα! βλ. ακούω, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, ζορίζουν/στενεύουν τα πράγματα βλ. ζορίζω, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός, κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του βλ. ώρα, καιρός παντί πράγματι βλ. καιρός, καλώς εχόντων των πραγμάτων βλ. καλώς, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα βλ. νοικοκυρεύω, ντροπής πρά(γ)ματα! βλ. ντροπή, ξηγημένα πρά(γ)ματα βλ. ξηγημένος, όνομα και πρά(γ)μα βλ. όνομα, όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... βλ. αν, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πάω τα πράγματα βλ. πηγαίνω & πάω, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα, πρόσωπα και πράγματα βλ. πρόσωπο, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); βλ. βλέπω, σκούρα/ζόρικα τα πράγματα βλ. σκούρος, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τζάμπα πράμα βλ. τζάμπα, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω, το πράγμα μιλάει (από) μόνο του βλ. μιλώ [< αρχ. πρᾶγμα, μεσν. πράμα, γαλλ. chose(s), γερμ. Ding]

ριζά

ριζά ρι-ζά ουσ. (ουδ.) (τα) (λαϊκό): πρόποδες: στα ~ του βουνού. Πβ. ρίζα, υπώρεια. ΣΥΝ. ριζοβούνια [< ρίζα, με κατέβασμα του τόνου κατά το χαμηλά]

χημειοθεραπεία

χημειοθεραπεία χη-μει-ο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.) ΙΑΤΡ. 1. αντιμετώπιση ογκολογικών νόσων μέσω της χορήγησης δραστικών χημικών ουσιών: εντατική/επικουρική/κυτταροτοξική/συμπληρωματική/συνδυασμένη ~. ~ καρκίνου. Δόσεις/κύκλοι ~ας. Οι παρενέργειες της ~ας. Βλ. ακτινο-, ορμονο-θεραπεία, αντιμεταβολίτες, φωτο~. 2. (καταχρ.) χημειοπροφύλαξη. [< γαλλ. chimiothérapie, 1911, γερμ. Chemotherapie, 1907, αγγλ. chemotherapy, 1910]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.