Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5720-5740]


  • αντιστήριγμα [ἀντιστήριγμα] α-ντι-στή-ριγ-μα ουσ. (ουδ.) {αντιστηρίγμ-ατα} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ό,τι χρησιμοποιείται για να στηρίξει, να συγκρατήσει συνήθ. μια κατασκευή: μεταλλικό/σιδερένιο ~. Υποστηρίγματα και ~ατα. Πβ. αντέρεισμα, αντηρίδα, αντιστύλι. 2. (μτφ.) κάθε μέσο υποστήριξης, προφύλαξης, προστασίας: ισχυρό ~. Βρίσκω ~ατα. [< αρχ. ἀντιστήριγμα]
  • αντιστήριξη [ἀντιστήριξη] α-ντι-στή-ρι-ξη ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. σταθεροποίηση, στερέωση, συγκράτηση συνήθ. μιας κατασκευής· συνεκδ. αντιστήριγμα: ~ εκσκαφής/πρανών. Εργασίες/μέτρα/τοίχος ~ης. Συστήματα ~ης τάφρων. Θεμελιώσεις/υποστυλώσεις-~ίξεις. Πβ. υποστύλωση.|| Προσωρινή ~. Εύκαμπτες/ξύλινες ~ίξεις. [< γαλλ. étaiement, étayage]
  • αντιστικτικός , ή, ό [ἀντιστικτικός] α-ντι-στι-κτι-κός επίθ.: ΜΟΥΣ. που αναφέρεται στην αντίστιξη: ~ή: εναλλαγή βιολιού και πιάνου/τεχνική. Βλ. πολυφωνικός.|| (μτφ.) ~ός: διάλογος. ~ή: γραφή. Η μουσική βρίσκεται σε ~ή σχέση με την εικόνα. Πβ. αρμονικός. ● επίρρ.: αντιστικτικά [< ιταλ. contrappuntistico]
  • αντίστιξη [ἀντίστιξη] α-ντί-στι-ξη ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. αρμονικός συνδυασμός διαφορετικών μελωδιών και κατ' επέκτ. θεμάτων, στοιχείων: μαθήματα αρμονίας, θεωρίας και ~ης. ΣΥΝ. κοντραπούντο ● ΦΡ.: σε αντίστιξη με 1. (καταχρ.) σε αντίθεση με: Η παιδική αθωότητα ~ ~ τη βιαιότητα του κόσμου. ΣΥΝ. σε αντιδιαστολή με/προς 2. (μτφ.) σε αρμονία με: Μουσικές φράσεις ~ ~ τον λόγο. [< ιταλ. contrappunto, γαλλ. contrepoint]
  • αντιστοιχία [ἀντιστοιχία] α-ντι-στοι-χί-α ουσ. (θηλ.) {αντιστοιχι-ών}: συμφωνία, ομοιότητα και κατ' επέκτ. ισοδυναμία μεταξύ δύο στοιχείων ή συνόλων: απόλυτη ~. ~ ένα προς ένα. ~ (ακαδημαϊκών) τίτλων του εξωτερικού και του εσωτερικού (βλ. ΔΟΑΤΑΠ). (Δεν) υπάρχει (καμία) ~ μεταξύ θεωρίας και πράξης. Πίνακας ~ας. Στόχος που βρίσκεται σε πλήρη ~ (= σε ευθεία γραμμή) με τις προτεραιότητές μας. Πβ. αναλογία, συσχέτιση.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Παραγοντική ανάλυση (πολλαπλών) ~ών. ΑΝΤ. αναντιστοιχία ● ΦΡ.: σε αντιστοιχία & (λόγ.) κατ' αντιστοιχία(ν): ανάλογα, σύμφωνα με: Το πρόγραμμα σχεδιάστηκε ~ ~ προς τα ευρωπαϊκά πρότυπα. ~ ~ με τα παραπάνω ... ΣΥΝ. κατ' αναλογία [< αρχ. ἀντιστοιχία, γαλλ. correspondence]
  • αντιστοιχίζω [ἀντιστοιχίζω] α-ντι-στοι-χί-ζω ρ. (μτβ.) {αντιστοίχι-σα, -στηκε, -σμένος, αντιστοιχίζ-οντας}: συνδέω, συνδυάζω, συσχετίζω κάτι με κάτι άλλο: ~ τις ερωτήσεις με τις σωστές απαντήσεις. Συλλέγει, μελετά και ~ει πληροφορίες. Αντιστοιχίστε κάθε στοιχείο της πρώτης στήλης με ένα μόνο της δεύτερης. Πβ. (αντι)παραβάλλω, παραλληλίζω, συγκρίνω. Βλ. διαχωρίζω.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Σε κάθε υπολογιστή ~εται μια μοναδική διεύθυνση που αποτελεί την "ταυτότητά" του στο διαδίκτυο (: διεύθυνση διαδικτυακού πρωτοκόλλου).
  • αντιστοίχιση [ἀντιστοίχιση] α-ντι-στοί-χι-ση ουσ. (θηλ.) & (σπανιότ.) αντιστοίχηση: σύνδεση, συνδυασμός, συσχέτιση, ταίριασμα: ακριβής/αυτόματη/πλήρης ~. (Σωστή) ~ εικόνων-λέξεων/κειμένου-μετάφρασης/όρων. ~ ένα προς ένα. Ασκήσεις ~ης. ~ίσεις νομισμάτων (πβ. ισοτιμία). || ~ πτυχίων. Πβ. αναλογία, (αντι)παραβολή, παραλληλισμός, σύγκριση. ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτήσεις αντιστοίχισης βλ. ερώτηση
  • αντίστοιχος , η, ο [ἀντίστοιχος] α-ντί-στοι-χος επίθ.: που αντιστοιχεί σε, που είναι ανάλογος ή συμμετρικός με κάποιον ή κάτι άλλο: ~ος: κωδικός/όρος/τίτλος (= ισοδύναμος). ~η: περίοδος/υπηρεσία. ~ο: διάστημα/έγγραφο/πρόγραμμα. Απαντήστε στο ερωτηματολόγιο, συμπληρώνοντας τα ~α τετράγωνα. Οι πράξεις του δεν είναι ~ες (= σύμφωνες) με τις υποσχέσεις του. Πβ. σύστοιχος.|| (ως ουσ.) Το κόστος πωλήσεων μειώθηκε σε σύγκριση με το ~ο της περσινής περιόδου. ΑΝΤ. αναντίστοιχος ● επίρρ.: αντίστοιχα & (λόγ.) αντιστοίχως [< αρχ. ἀντίστοιχος, γαλλ. correspondant]
  • αντιστοιχώ [ἀντιστοιχῶ] α-ντι-στοι-χώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αντιστοιχ-είς ... | αντιστοίχ-ησα, -είται, -ήθηκε, αντιστοιχ-ώντας} 1. {στο γ' πρόσ. ενεστ.} έχω σχέση αντιστοιχίας, είμαι ισοδύναμος ή ανάλογος με κάτι ή κάποιον άλλο: Σε ένα κιλό ~ούν χίλια γραμμάρια. Σε τι ποσότητα ~εί μία κουταλιά ζάχαρη (πβ. ισοδυναμώ); Στο γράμμα "μ" του ελληνικού αλφάβητου ~εί το γράμμα "m" του λατινικού. Από τα κέρδη θέλω το μερίδιο που μου ~εί (= μου αναλογεί, δικαιούμαι). 2. (καταχρ.) αντιστοιχίζω, συνδέω, συσχετίζω: ~ήστε τους όρους της αριστερής στήλης με τις προτάσεις της δεξιάς.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Οι μεταβλητές ~ούνται από τον μεταγλωττιστή σε συγκεκριμένες θέσεις μνήμης. [< αρχ. ἀντιστοιχῶ, γαλλ. correspondre, αγγλ. correspond]
  • αντιστραμμένος , η, ο βλ. αντεστραμμένος
  • αντιστρατεύομαι [ἀντιστρατεύομαι] α-ντι-στρα-τεύ-ο-μαι ρ. (μτβ.) {αντιστρατεύ-τηκε (λόγ.) -θηκε, -όμενος} (απαιτ. λεξιλόγ.): εναντιώνομαι σε κάποιον ή κάτι: ~ την κυβέρνηση (πβ. αντιπολιτεύομαι)/μια προσπάθεια. Η δραστηριότητά του ~εται τους σκοπούς/τα συμφέροντα του συλλόγου. Πβ. αντίκειμαι, αντι-μάχομαι, -τάσσομαι, -τίθεμαι. [< αρχ. ἀντιστρατεύομαι ‘εκστρατεύω εναντίον’]
  • αντιστράτηγος [ἀντιστράτηγος] α-ντι-στρά-τη-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-ου (λόγ.) -ήγου}: ΣΤΡΑΤ. ανώτατος αξιωματικός του Στρατού Ξηράς, ανώτερος από τον υποστράτηγο και κατώτερος από τον στρατηγό κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντιναύαρχο του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος και τον αντιπτέραρχο της Πολεμικής Αεροπορίας: ~-επικεφαλής της Ελληνικής Αστυνομίας/του Πυροσβεστικού Σώματος. [< αρχ. ἀντιστράτηγος ‘στρατηγός του εχθρού’, μτγν. ~ (στη Ρώμη) ‘αναπληρωτής (ανθύπατος ή αντιπραίτορας)’, αγγλ. lieutenant general]
  • αντιστρατιωτικός , ή, ό [ἀντιστρατιωτικός] α-ντι-στρα-τι-ω-τι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στον στρατό ή και τη στρατοκρατία. ΣΥΝ. αντιμιλιταριστικός ΑΝΤ. μιλιταριστικός, στρατοκρατικός [< γερμ. antimilitaristisch]
  • αντιστρεπτικός , ή, ό [ἀντιστρεπτικός] α-ντι-στρε-πτι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αντιστρεπτική ράβδος & αντιστρεπτική δοκός/μπάρα: ΤΕΧΝΟΛ. ζαμφόρ.
  • αντιστρεπτός , ή, ό [ἀντιστρεπτός] α-ντι-στρε-πτός επίθ. (επίσ.): αντιστρέψιμος: ~ή: βλάβη/διαδικασία. Μη ~ή: κατάσταση. ~ές: αλλαγές/επιπτώσεις. ~ά: αποτελέσματα. Πβ. αναστρέψιμος.|| (ΧΗΜ.) ~ή: αντίδραση. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιστρεπτή μεταβολή: ΦΥΣ. σταδιακή και αργή συνήθ. μεταβολή ενός συστήματος από μια κατάσταση ισορροπίας σε άλλη, με δυνατότητα επαναφοράς στην αρχική: ισόθερμη/ισόχωρη ~ ~. [< γαλλ. réversible]
  • αντιστρεπτότητα [ἀντιστρεπτότητα] α-ντι-στρε-πτό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (επίσ.): αντιστρεψιμότητα: η μη ~ του χρόνου. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αναστρεψιμότητα (1) [< γαλλ. réversibilité]
  • αντιστρές [ἀντιστρές] α-ντι-στρές επίθ./ουσ. {άκλ.}: που συμβάλλει στη μείωση του στρες: αρωματικά κεριά/ασκήσεις/μπαλάκια/τεχνικές ~.|| ~ πρόγραμμα γυμναστικής. Το μαγνήσιο έχει ~ ιδιότητες. Πβ. αγχολυτ-, αντιαγχωτ-ικός. [< αγγλ. anti-stress, 1919, γαλλ. ~ ]
  • αντιστρέφω [ἀντιστρέφω] α-ντι-στρέ-φω ρ. (μτβ.) {αντέστρε-ψα, αντιστρά-φηκε (λόγ. αντεστράφη), αντιστρα-φεί, αντεστραμμένος κ. (σπανιότ.) αντιστραμμένος}: μεταβάλλω τη φορά, τη διάταξη ή τη σημασία, την κατάσταση προς την αντίθετή της: ~ αριθμούς/γράμματα/εικόνες/την κλεψύδρα (= αναποδογυρίζω)/(ΜΑΘ.) τους όρους κλάσματος (: κάνω τον παρονομαστή αριθμητή και τον αριθμητή παρονομαστή)/την πολικότητα/το ρεύμα.|| (μτφ.) ~ μια άποψη (= ανατρέπω)/επιχειρήματα/ένα ερώτημα/το (αρνητικό/θετικό) κλίμα. Οι τελευταίες εξελίξεις ~ψαν την οικονομική κατάσταση. Πβ. αναστρέφω. ● βλ. αντεστραμμένος [< αρχ. ἀντιστρέφω, γαλλ. inverser]
  • αντιστρέψιμος , η, ο [ἀντιστρέψιμος] α-ντι-στρέ-ψι-μος επίθ. (λόγ.): που μπορεί να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση, να μεταβληθεί, να αντιστραφεί: ~η: διαδικασία. Δύσκολα ~η κατάσταση. Μερικώς ~ο φαινόμενο.|| (ΙΑΤΡ.) Σοβαρές και μη ~ες βλάβες/παρενέργειες.|| (ΜΑΘ.) ~ος: πίνακας. ~ο: στοιχείο. ΣΥΝ. αναστρέψιμος (1), αντιστρεπτός ΑΝΤ. ανεπίστρεπτος [< γαλλ. réversible, αγγλ. reversible]
  • αντιστρεψιμότητα [ἀντιστρεψιμότητα] α-ντι-στρε-ψι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) η ιδιότητα του αντιστρέψιμου: ~ ενεργειών/πράξεων. Η μη ~ των γεγονότων/του χρόνου. (ΨΥΧΟΛ.-ΠΑΙΔΑΓ.) Η ~ της σκέψης. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αναστρεψιμότητα (1), αντιστρεπτότητα 2. ΓΛΩΣΣ. δυνατότητα αναγωγής μέσω της γραφής μιας λέξης, συνήθ. κύριου ονόματος, στη μορφή της αντίστοιχης ξένης λέξης: η αρχή της ~ας (π.χ. Σωσσύρ < γαλλ. Saussure. Βλ. απλογράφηση). [< αγγλ. reversibility, γαλλ. réversibilité]

αντεστραμμένος

αντεστραμμένος, η, ο [ἀντεστραμμένος] α-ντε-στραμ-μέ-νος επίθ. & αντιστραμμένος 1. που τον έχουν αντιστρέψει: ~ος: κώνος. ~η: πυραμίδα/σειρά (π.χ. εκκίνησης). ~ο: είδωλο. Πβ. αναποδογυρισμένος, ανά-ποδος, -στροφος, ανεστραμμένος. Βλ. αντί-θετος, -στροφος. 2. (μτφ.) που έχει μεταβληθεί ριζικά: ~ος: κόσμος. ~η: εικόνα (του ζητήματος)/πραγματικότητα. ~οι: όροι. Βλ. αλλαγ-, διαστρεβλω-, τροποποιη-μένος. ● επίρρ.: αντεστραμμένα ● βλ. αντιστρέφω [< αρχ. ἀντεστραμμένος, αγγλ. inverted]

διαχωρίζω

διαχωρίζω δι-α-χω-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {διαχώρι-σα, διαχωρί-στηκε, -στεί, -σμένος, διαχωριζ-όμενος, διαχωρίζ-οντας}: χωρίζω, διακρίνω κάτι από κάτι άλλο: ~ τα απορρίμματα σε ανακυκλώσιμα υλικά και μη. (ΠΛΗΡΟΦ.) Πρόγραμμα που ~ει αρχεία. Πβ. διαιρώ. ΑΝΤ. (συν)ενώνω.|| (συνήθ. μτφ.) ~ δυο έννοιες μεταξύ τους/το συναίσθημα από τη λογική (πβ. αντιδιαστέλλω). Είσαι μέλος της ομάδας, δεν σε ~ από τους υπόλοιπους (πβ. ξεχωρίζω). Πρέπει να ~σεις την επαγγελματική από την προσωπική σου ζωή. Ταξικά/φυλετικά ~σμένη κοινωνία. Πβ. διαφοροποιώ. ΑΝΤ. συνδέω, συσχετίζω, ταυτίζω. ● ΦΡ.: διαχωρίζω τη θέση μου: διαφωνώ με ορισμένη άποψη, ενέργεια: ~σε ~ του με επιχειρήματα. Έσπευσε να ~σει ~ της από την του κόμματος. Πβ. αποστασιο-, διαφορο-ποιούμαι. [< αρχ. διαχωρίζω, γαλλ. dissocier]

ερώτηση

ερώτηση [ἐρώτηση] ε-ρώ-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. πρόταση (στο τέλος της οποίας τίθεται ερωτηματικό στον γραπτό λόγο) την οποία απευθύνει κάποιος με σκοπό να μάθει κάτι, να ελέγξει τη γνώση κάποιου σε ένα θέμα, να εκφράσει απορία για ένα ζήτημα: αδιάκριτη/απλή/αυτονόητη/γραπτή/διευκρινιστική/διλημματική/δύσκολη/επείγουσα/εύκολη/κρίσιμη/προκλητική/προφανής/προφορική/συμπληρωματική/σύντομη/τυπική/υποχρεωτική ~. ~-παγίδα. Εκφώνηση ~ης. Γενικές/διαδικαστικές/καθοδηγητικές/πιεστικές/συχνά τιθέμενες/συχνές ~ήσεις (βλ. FAQ). Είδη/λίστα (πβ. ερωτηματολόγιο)/παραδείγματα/τύποι ~ήσεων. Τεστ τριάντα ~ήσεων. ~ήσεις και ασκήσεις πολλαπλών επιλογών. Απαντώ σε/με μια ~. Θέτω/κάνω/υποβάλλω μια ~ σε κάποιον (= ρωτάω). Αποφεύγω μια ~ (: δεν απαντώ, υπεκφεύγω). Έχω μία ~. Η ~ή μου είναι αν ... ~ που έμεινε αναπάντητη. Επαναλάβατε την ~ή σας, παρακαλώ! Διατύπωση ~ήσεων κατά την ανάκριση/εξέταση. Δέχτηκε καταιγισμό ~ήσεων. Πβ. απορία, ερώτημα. ΑΝΤ. απάντηση (1), απόκριση (1) 2. ΠΟΛΙΤ. έγγραφο με το οποίο ένας ή περισσότεροι βουλευτές ζητούν από εκπρόσωπο της κυβέρνησης να τους πληροφορήσει σχετικά με ένα θέμα: επίκαιρη/κοινοβουλευτική ~. Αποσύρω/καταθέτω μια ~. Πβ. επ~. Βλ. αίτημα, κοινοβουλευτικός έλεγχος. 3. ΓΛΩΣΣ. ερωτηματική πρόταση: ~ μερικής/ολικής αγνοίας. ~ επιθυμίας (: π.χ. Να έρθω; Βλ. ~ κρίσεως). ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις: για ανάπτυξη, ελεύθερη απάντηση, χωρίς προκαθορισμένη λίστα επιλογών. [< γαλλ. questions ouvertes] , ερωτήσεις αντιστοίχισης & σύζευξης: με τις οποίες ζητείται η αντιστοίχιση προτάσεων, εικόνων, λέξεων, φράσεων., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις: που απαιτούν απάντηση από περιορισμένη λίστα επιλογών, όπως οι ερωτήσεις σωστού-λάθους, συμπλήρωσης κενού, πολλαπλών επιλογών. [< γαλλ. questions fermées] , ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού: (στην εκπαίδευση) προτάσεις με ένα ή περισσότερα κενά τα οποία ζητείται να συμπληρωθούν με κατάλληλες λέξεις, φράσεις, οι οποίες μπορεί να δίνονται ή όχι: π.χ. Το νερό αποτελείται από οξυγόνο και ____ (ενν. υδρογόνο)., ερωτήσεις σωστού-λάθους/διαζευκτικής απάντησης: σύνολο προτάσεων που πρέπει να χαρακτηριστούν ως σωστές ή λανθασμένες., ερώτηση κρίσεως 1. για την απάντηση της οποίας απαιτείται κρίση, σκέψη: Ερωτήσεις γνώσεων και ~ήσεις ~. (σε εξέταση:) ~ήσεις ~ με ανοιχτά βιβλία. 2. ΓΡΑΜΜ. που εκφέρεται με οριστική: ~ ~ και ερώτηση επιθυμίας., επίκαιρη ερώτηση βλ. επίκαιρος, ευθεία ερώτηση βλ. ευθύς, πλάγια ερώτηση βλ. πλάγιος, ρητορική ερώτηση βλ. ρητορικός [< αρχ. ἐρώτησις, γαλλ.-αγγλ. question]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πολυφωνικός

πολυφωνικός, ή, ό πο-λυ-φω-νι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που εκφράζει πολλές πλευρές, απόψεις τάσεις: ~ή: έκφραση/ενημέρωση. ΣΥΝ. πλουραλιστικός ΑΝΤ. μονοφωνικός 2. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με την πολυφωνία: ~ή: μελωδία/χορωδία. ~ό: συγκρότημα/τραγούδι. ΣΥΝ. πολύφωνος 3. ΤΕΧΝΟΛ. που αποτελείται από πολλούς και διαφορετικούς ήχους: ~ός: ήχος κλήσης. Βλ. -φωνικός. ● επίρρ.: πολυφωνικά [< γαλλ. polyphonique, αγγλ. polyphonic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.