αντεστραμμένος, η, ο [ἀντεστραμμένος] α-ντε-στραμ-μέ-νος επίθ. & αντιστραμμένος 1. που τον έχουν αντιστρέψει: ~ος: κώνος. ~η: πυραμίδα/σειρά (π.χ. εκκίνησης). ~ο: είδωλο. Πβ. αναποδογυρισμένος, ανά-ποδος, -στροφος, ανεστραμμένος. Βλ. αντί-θετος, -στροφος. 2. (μτφ.) που έχει μεταβληθεί ριζικά: ~ος: κόσμος. ~η: εικόνα (του ζητήματος)/πραγματικότητα. ~οι: όροι. Βλ. αλλαγ-, διαστρεβλω-, τροποποιη-μένος. ● επίρρ.: αντεστραμμένα ● βλ. αντιστρέφω [< αρχ. ἀντεστραμμένος, αγγλ. inverted]
διαχωρίζω δι-α-χω-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {διαχώρι-σα, διαχωρί-στηκε, -στεί, -σμένος, διαχωριζ-όμενος, διαχωρίζ-οντας}: χωρίζω, διακρίνω κάτι από κάτι άλλο: ~ τα απορρίμματα σε ανακυκλώσιμα υλικά και μη. (ΠΛΗΡΟΦ.) Πρόγραμμα που ~ει αρχεία. Πβ. διαιρώ. ΑΝΤ. (συν)ενώνω.|| (συνήθ. μτφ.) ~ δυο έννοιες μεταξύ τους/το συναίσθημα από τη λογική (πβ. αντιδιαστέλλω). Είσαι μέλος της ομάδας, δεν σε ~ από τους υπόλοιπους (πβ. ξεχωρίζω). Πρέπει να ~σεις την επαγγελματική από την προσωπική σου ζωή. Ταξικά/φυλετικά ~σμένη κοινωνία. Πβ. διαφοροποιώ. ΑΝΤ. συνδέω, συσχετίζω, ταυτίζω. ● ΦΡ.: διαχωρίζω τη θέση μου: διαφωνώ με ορισμένη άποψη, ενέργεια: ~σε ~ του με επιχειρήματα. Έσπευσε να ~σει ~ της από την του κόμματος. Πβ. αποστασιο-, διαφορο-ποιούμαι. [< αρχ. διαχωρίζω, γαλλ. dissocier]
ερώτηση [ἐρώτηση] ε-ρώ-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. πρόταση (στο τέλος της οποίας τίθεται ερωτηματικό στον γραπτό λόγο) την οποία απευθύνει κάποιος με σκοπό να μάθει κάτι, να ελέγξει τη γνώση κάποιου σε ένα θέμα, να εκφράσει απορία για ένα ζήτημα: αδιάκριτη/απλή/αυτονόητη/γραπτή/διευκρινιστική/διλημματική/δύσκολη/επείγουσα/εύκολη/κρίσιμη/προκλητική/προφανής/προφορική/συμπληρωματική/σύντομη/τυπική/υποχρεωτική ~. ~-παγίδα. Εκφώνηση ~ης. Γενικές/διαδικαστικές/καθοδηγητικές/πιεστικές/συχνά τιθέμενες/συχνές ~ήσεις (βλ. FAQ). Είδη/λίστα (πβ. ερωτηματολόγιο)/παραδείγματα/τύποι ~ήσεων. Τεστ τριάντα ~ήσεων. ~ήσεις και ασκήσεις πολλαπλών επιλογών. Απαντώ σε/με μια ~. Θέτω/κάνω/υποβάλλω μια ~ σε κάποιον (= ρωτάω). Αποφεύγω μια ~ (: δεν απαντώ, υπεκφεύγω). Έχω μία ~. Η ~ή μου είναι αν ... ~ που έμεινε αναπάντητη. Επαναλάβατε την ~ή σας, παρακαλώ! Διατύπωση ~ήσεων κατά την ανάκριση/εξέταση. Δέχτηκε καταιγισμό ~ήσεων. Πβ. απορία, ερώτημα. ΑΝΤ. απάντηση (1), απόκριση (1) 2. ΠΟΛΙΤ. έγγραφο με το οποίο ένας ή περισσότεροι βουλευτές ζητούν από εκπρόσωπο της κυβέρνησης να τους πληροφορήσει σχετικά με ένα θέμα: επίκαιρη/κοινοβουλευτική ~. Αποσύρω/καταθέτω μια ~. Πβ. επ~. Βλ. αίτημα, κοινοβουλευτικός έλεγχος. 3. ΓΛΩΣΣ. ερωτηματική πρόταση: ~ μερικής/ολικής αγνοίας. ~ επιθυμίας (: π.χ. Να έρθω; Βλ. ~ κρίσεως). ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις: για ανάπτυξη, ελεύθερη απάντηση, χωρίς προκαθορισμένη λίστα επιλογών. [< γαλλ. questions ouvertes] , ερωτήσεις αντιστοίχισης & σύζευξης: με τις οποίες ζητείται η αντιστοίχιση προτάσεων, εικόνων, λέξεων, φράσεων., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις: που απαιτούν απάντηση από περιορισμένη λίστα επιλογών, όπως οι ερωτήσεις σωστού-λάθους, συμπλήρωσης κενού, πολλαπλών επιλογών. [< γαλλ. questions fermées] , ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού: (στην εκπαίδευση) προτάσεις με ένα ή περισσότερα κενά τα οποία ζητείται να συμπληρωθούν με κατάλληλες λέξεις, φράσεις, οι οποίες μπορεί να δίνονται ή όχι: π.χ. Το νερό αποτελείται από οξυγόνο και ____ (ενν. υδρογόνο)., ερωτήσεις σωστού-λάθους/διαζευκτικής απάντησης: σύνολο προτάσεων που πρέπει να χαρακτηριστούν ως σωστές ή λανθασμένες., ερώτηση κρίσεως 1. για την απάντηση της οποίας απαιτείται κρίση, σκέψη: Ερωτήσεις γνώσεων και ~ήσεις ~. (σε εξέταση:) ~ήσεις ~ με ανοιχτά βιβλία. 2. ΓΡΑΜΜ. που εκφέρεται με οριστική: ~ ~ και ερώτηση επιθυμίας., επίκαιρη ερώτηση βλ. επίκαιρος, ευθεία ερώτηση βλ. ευθύς, πλάγια ερώτηση βλ. πλάγιος, ρητορική ερώτηση βλ. ρητορικός [< αρχ. ἐρώτησις, γαλλ.-αγγλ. question]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
πολυφωνικός, ή, ό πο-λυ-φω-νι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που εκφράζει πολλές πλευρές, απόψεις τάσεις: ~ή: έκφραση/ενημέρωση. ΣΥΝ. πλουραλιστικός ΑΝΤ. μονοφωνικός 2. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με την πολυφωνία: ~ή: μελωδία/χορωδία. ~ό: συγκρότημα/τραγούδι. ΣΥΝ. πολύφωνος 3. ΤΕΧΝΟΛ. που αποτελείται από πολλούς και διαφορετικούς ήχους: ~ός: ήχος κλήσης. Βλ. -φωνικός. ● επίρρ.: πολυφωνικά [< γαλλ. polyphonique, αγγλ. polyphonic]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ