Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [5700-5720]


  • αντισιωνισμός [ἀντισιωνισμός] α-ντι-σι-ω-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ιδεολογία αντίθετη στον σιωνισμό. Πβ. αντισημιτισμός. [< γαλλ. antisionisme, αγγλ. anti-zionism]
  • αντισιωνιστής [ἀντισιωνιστής] α-ντι-σι-ω-νι-στής ουσ. (αρσ.): οπαδός του αντισιωνισμού. Πβ. αντισημίτης. [< γαλλ. antisioniste, αγγλ. anti-zionist]
  • αντισιωνιστικός , ή, ό [ἀντισιωνιστικός] α-ντι-σι-ω-νι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον αντισιωνισμό ή τους αντισιωνιστές: ~ή: πολιτική/προπαγάνδα. ~ό: κίνημα. Πβ. αντισημιτικός
  • αντίσκηνο [ἀντίσκηνο] α-ντί-σκη-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ήνου}: μικρή και ελαφριά σκηνή από αδιάβροχο ύφασμα: ατομικό ~. Καταυλισμοί ~ων. Στήνω ~. Ο δήμος μοίρασε ~α στους σεισμοπαθείς. Πβ. τέντα. [< γαλλ. guitoune, πβ. μεσν. αντισκήνιον]
  • αντισκωριακός , ή, ό [ἀντισκωριακός] α-ντι-σκω-ρι-α-κός επίθ. & αντισκωρικός: ΤΕΧΝΟΛ. που προστατεύει από τη σκουριά: ~ή: προστασία. ~ό: χρώμα. Ηλεκτροστατική βαφή με ~ές ιδιότητες. ~ά και αντιδιαβρωτικά πρόσθετα. ● Ουσ.: αντισκωριακό (το): παρασκεύασμα που δρα κατά της σκουριάς: οικολογικό ~. [< γαλλ. antirouille]
  • αντισμήναρχος [ἀντισμήναρχος] α-ντι-σμή-ναρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. ανώτερος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, ανώτερος από τον επισμηναγό και κατώτερος από τον σμήναρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντισυνταγματάρχη του Στρατού Ξηράς, τον αντιπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, τον αστυνομικό υποδιευθυντή της Ελληνικής Αστυνομίας και τον αντιπύραρχο της Πυροσβεστικής.
  • αντισοσιαλιστικός , ή, ό [ἀντισοσιαλιστικός] α-ντι-σο-σι-α-λι-στι-κός επίθ.: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. που αντιτίθεται στον σοσιαλισμό ή τους σοσιαλιστές. ΑΝΤ. σοσιαλιστικός [< γαλλ. antisocialiste, αγγλ. antisocialist]
  • αντισπάμ [ἀντισπάμ] α-ντι-σπάμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΔΙΑΔΙΚΤ. φίλτρο ανεπιθύμητης αλληλογραφίας: ενεργοποίηση ~.|| (ως επίθ.) Πρόγραμμα/τεχνολογία ~ (: που προστατεύει από σπαμ). Βλ. αντιβάιρους. [< αμερικ. anti-spam, 1995]
  • αντισπασμωδικός , ή, ό [ἀντισπασμωδικός] α-ντι-σπα-σμω-δι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που προλαμβάνει ή καταστέλλει τους σπασμούς: ~ή: δράση. Η επιληψία απαιτεί συνεχή ~ή θεραπεία (πβ. αντιεπιληπτικός).|| (ως ουσ.) Λήψη/χορήγηση ~ών (ενν. φαρμάκων). ΣΥΝ. σπασμολυτικός [< γαλλ. antispasmodique, αγγλ. antispasmodic]
  • αντισταθμίζω [ἀντισταθμίζω] α-ντι-σταθ-μί-ζω ρ. (μτβ.) {αντιστάθμι-σε, -στηκε, -σμένος, αντισταθμιζ-όμενος, αντισταθμίζ-οντας}: εξισορροπώ, ισοσταθμίζω: Τα πλεονεκτήματα του προϊόντος ~ουν τα μειονεκτήματα. Οι αυξήσεις φόρων αποδείχθηκαν ανίκανες να ~σουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού. ~όμενα: στοιχεία. Πβ. αναπληρώνω, ισοζυγίζω. [< μτγν. ἀντισταθμίζω, γαλλ. contrebalancer, compenser]
  • αντιστάθμιση [ἀντιστάθμιση] α-ντι-στάθ-μι-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) διαδικασία εξισορρόπησης μιας κατάστασης που υφίσταται μεταβολή για την αποφυγή οικονομικών συνήθ. απωλειών ή ζημίας: χρηματική ~. ~ εξόδων-εσόδων (= ισοφάριση)/κινδύνου/παρενεργειών. Παροχές για την ~ απώλειας μισθού (πβ. αποζημίωση). Δημοσιονομικές ~ίσεις. ΣΥΝ. αντιρρόπηση (3), εξίσωση (1), ισοστάθμιση (1) 2. ΤΕΧΝΟΛ. αυτόματη διόρθωση συστήματος λόγω αλλαγής των παραμέτρων λειτουργίας του: ~ ήχου/θερμοκρασίας/πίεσης/συστημάτων αυτόματου ελέγχου. 3. ΦΥΣ. δράση που εξουδετερώνει τις μεταβολές που επιφέρει κάποια άλλη δράση: ~ βάρους/της ταλάντωσης. Ελατήριο ~ης έλξης. 4. ΨΥΧΟΛ. αντιρρόπηση. Βλ. υπεραναπλήρωση. [< μεσν. αντιστάθμισις, γαλλ. compensation]
  • αντιστάθμισμα [ἀντιστάθμισμα] α-ντι-στάθ-μι-σμα ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.) καθετί που συντελεί στην εξισορρόπηση, την αναπλήρωση απώλειας ή ανταμοιβή υπηρεσίας, προσπάθειας: χρηματικό ~. Σε ~ της ζημιάς ... Θα δοθούν οικονομικά ~ίσματα. Πβ. αντάλλαγμα, αποζημίωση.|| Η εκπαίδευση ως ~ των κοινωνικών ανισοτήτων. 2. (σπάν.-κυριολ.) αντίβαρο. [< γαλλ. contrepartie, compensation]
  • αντισταθμιστικός , ή, ό [ἀντισταθμιστικός] α-ντι-σταθ-μι-στι-κός επίθ.: που αντισταθμίζει, αναπληρώνει τις απώλειες, εξουδετερώνει τις επιπτώσεις: ~ός: μηχανισμός/παράγοντας. ~ή: πολιτική. ~ά: μέτρα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: αποζημίωση/εισφορά/πληρωμή. ~ό: ταμείο/τέλος. ~οί: δασμοί (πβ. αντιντάμπιγκ).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: ορμόνες (πβ. αντιρροπιστικός). Πβ. εξισορροπητικός, εξισωτικός. ● επίρρ.: αντισταθμιστικά: ● ΣΥΜΠΛ.: αντισταθμιστικά/ανταποδοτικά οφέλη & αντισταθμιστικά ωφελήματα: παροχές, κυρ. οικονομικές ή κοινωνικές, που δίνονται ως ανταπόδοση ή αποζημίωση για υπηρεσία ή απώλεια: εμπορικά ~ ~. Η ανάπτυξη αιολικών πάρκων συνοδεύεται από ~ ~ για την τοπική κοινωνία (π.χ. βελτίωση οδικού δικτύου). , αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση: εκπαιδευτικά προγράμματα για την αναπλήρωση εμπειριών ή γενικότ. την αντιμετώπιση δυσκολιών και ελλείψεων που έχουν οι μαθητές ή ειδικές κατηγορίες μαθητών (αλλοδαποί, παλιννοστούντες, παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες). Βλ. ενισχυτική διδασκαλία, ολοήμερο σχολείο, Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη. [< αγγλ. compensatory education, 1965] [< γαλλ. compensatoire]
  • αντισταμινικός , ή, ό βλ. αντιισταμινικός
  • αντιστάρ [ἀντιστάρ] α-ντι-στάρ ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ.}: διάσημο πρόσωπο που συνήθ. αποφεύγει τη δημοσιότητα και την κοσμική ζωή ή δεν έχει τα αρνητικά συνήθ. χαρακτηριστικά των σταρ.
  • αντίσταση [ἀντίσταση] α-ντί-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. εναντίωση σε απειλητική κατάσταση, δράση, δύναμη· σταθερή αντίδραση: δυναμική/ένοπλη (πβ. άμυνα)/ηρωική/λαϊκή/πολιτική ~ (πβ. εξέγερση, στάση). Η ~ των υπερασπιστών της χώρας. ~ στα νέα μέτρα/στους πειρασμούς. Κάμπτω την ~ κάποιου. Συναντώ ~ στις επιδιώξεις μου. Πρόβαλε σθεναρή ~ μέχρι τέλους. Δεν έφερε καμία ~ (βλ. αντίρρηση). Παραδόθηκε χωρίς ~. Βλ. υποχώρηση.|| (με κεφαλ. το αρχικό Α, οργάνωση που αγωνίζεται ενάντια σε κατοχικές δυνάμεις ή δικτατορικά καθεστώτα:) Μέλος της ~ης (= αντιστασιακός). Έλαβε μέρος στην ~.|| Ακολουθεί τον δρόμο της ελάχιστης ~ης. Βλ. πυρ~. 2. ΗΛΕΚΤΡ. (σύμβ. R) η δυσκολία που προβάλλει ένας αγωγός στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμική και ειδικότ. ο ίδιος ο αγωγός, ο αντιστάτης: δυναμική/επαγωγική/ηλεκτρική/μεταβλητή (βλ. ρεοστάτης)/μιγαδική/στατική/σύνθετη (= εμπέδηση)/φυσική/χαμηλή/ωμική ~. ~ γείωσης (: για μείωση της έντασης τυχόν ρευμάτων διαρροής σε περίπτωση βραχυκυκλώματος)/εισόδου/εξόδου/ηλεκτροδίου/καθόδου/λαμπτήρα/μόνωσης/πυκνωτή/σύρματος.|| Πτώση τάσης στις ~άσεις. Η ~ κάηκε/υπερθερμάνθηκε. Βλ. αγωγιμότητα, μαγνητο~, φωτο~. 3. ΦΥΣ. δύναμη που εναντιώνεται στην κίνηση: (αυξημένη/μειωμένη/υψηλή) αεροδυναμική/μυϊκή/υδροδυναμική ~. ~ τριβής. Η ~ του αέρα/ρευστού. ~ στην κάμψη/στρέψη. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η δυνατότητα ενός οργανισμού να αντιμετωπίζει μόλυνση ή ασθένεια: Το νέφος προκαλεί μειωμένη ~ στα κρυολογήματα. 5. (καταχρ.) αντοχή, ανθεκτικότητα: ~ ενός ιού στα αντιβιοτικά/ενός υλικού στη φωτιά. Το παραβολικό κάτοπτρο έχει μεγάλη ~ στον άνεμο.|| ~ στην αλλαγή/στον χρόνο.|| Έπεσαν οι ~άσεις του και δέχτηκε τον συμβιβασμό (: εξασθένησαν οι αμυντικοί μηχανισμοί). ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Αντίσταση: ΙΣΤ. το σύνολο των οργανώσεων στην Ελλάδα που έδρασαν ενάντια στις δυνάμεις Κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο., παθητική/ενεργητική αντίσταση: άρνηση εκτέλεσης εντολής χωρίς βία/με χρήση βίας: Παθητική ~ των εργαζομένων (πβ. ανυπακοή, πάλη).|| Παθητική ~ του καταναλωτή. ● ΦΡ.: αντίσταση κατά της Αρχής: ΝΟΜ. βίαιη απείθεια εναντίον κρατικού οργάνου, ώστε να μην πράξει το καθήκον του: Συνελήφθη για ~ ~ και σωματική βλάβη. [< γαλλ. résistance contre l΄ autorité] , κάνω αντίσταση: δρω οργανωμένα κατά μιας εξουσίας, είμαι μέλος αντιστασιακής οργάνωσης., κρατώ αντίσταση 1. αντιστέκομαι. 2. κρατάω κόντρα., βρίσκει αντίσταση βλ. βρίσκω [< μτγν. ἀντίστασις, γαλλ. résistance]
  • αντιστασιακός , ή, ό [ἀντιστασιακός] α-ντι-στα-σι-α-κός επίθ.: που αντιτίθεται, αντιστέκεται στην εξουσία ξένου δυνάστη, την τυραννία, τη βία: ~ός: αγώνας. ~ή: λογοτεχνία/συμπεριφορά. ~ό: κίνημα. ~ές: δυνάμεις. Μέλος ~ής οργάνωσης. Στην Κατοχή καταδικάστηκε σε θάνατο για την ~ή του δράση. Πβ. επαναστατικός. ● Ουσ.: αντιστασιακός (ο/η): ΙΣΤ. πρόσωπο που είχε λάβει μέρος στην Αντίσταση (1941-1944). ● επίρρ.: αντιστασιακά
  • αντιστάτης [ἀντιστάτης] α-ντι-στά-της ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή με ηλεκτρική αντίσταση που χρησιμοποιείται σε ένα κύκλωμα για τη ρύθμιση της λειτουργίας του: (μη) γραμμικός/μεταβλητός ~. ~ συνδεδεμένος παράλληλα/σε σειρά. Συνδεσμολογία ~ών. Βλ. πηνίο, πυκνωτής, -στάτης. [< μτγν. ἀντιστάτης 'αντίπαλος, εχθρός', αγγλ. resistor, 1905]
  • αντιστατικός , ή, ό [ἀντιστατικός] α-ντι-στα-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που εμποδίζει ή περιορίζει τη δημιουργία στατικού ηλεκτρισμού: ~ή: βαφή/βούρτσα (για μαλλιά)/μοκέτα/προστασία/συσκευασία. ~ά μαντιλάκια για την οθόνη του Η/Υ. [< αγγλ. antistatic, 1952, γαλλ. antistatique, 1969]
  • αντιστέκομαι [ἀντιστέκομαι] α-ντι-στέ-κο-μαι ρ. (αμτβ.) {αντιστά-θηκα, αντιστεκ-όμενος}: προβάλλω αντίσταση, δεν υποκύπτω, δεν υποχωρώ: ~ στο κατεστημένο/στις πιέσεις. Αντικείμενα που ~ονται στη φθορά του χρόνου. Αντισταθείτε στο αλκοόλ/στα ναρκωτικά.|| Χώρα που ~θηκε ενάντια στον κατακτητή (ΣΥΝ. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι. ΑΝΤ. παραδίδομαι). Το θύμα δεν ~θηκε καθόλου (ΣΥΝ. αμύνομαι). ~θηκαν αποφασιστικά/σθεναρά στον φασισμό (πβ. αντιτίθεμαι). Ηρωικά/σκληρά ~όμενος λαός.|| Δεν μπορώ να του αντισταθώ!|| (μτφ.) ~εται η ανεργία/ο πληθωρισμός. Πβ. ανθίσταμαι. ● ΦΡ.: αντιστέκομαι στον πειρασμό (να) ...: (κυρ. με άρνηση) δεν υποκύπτω σε μια πρόκληση: ~θηκε ~ να ανοίξει το γράμμα. ΑΝΤ. αφήνομαι, ενδίδω [< μεσν. αντιστέκομαι, γαλλ. résister, αγγλ. resist]

αγωγιμότητα

αγωγιμότητα [ἀγωγιμότητα] α-γω-γι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. η ιδιότητα ενός υλικού να μεταφέρει θερμότητα, ηλεκτρισμό ή άλλη μορφή ενέργειας: ακουστική/θερμική/μεγάλη/μικρή ~. ~ αερίων/ηλεκτρολυτών/στερεών/υγρών. Ζώνη/συντελεστής/τιμή ~ας. ~ες ιόντων/κυκλώματος. Βλ. αντίσταση, υπερ~, φωτο~, -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρική αγωγιμότητα βλ. ηλεκτρικός [< γαλλ. conductibilité]

αντιβάιρους

αντιβάιρους [ἀντιβάιρους] α-ντι-βά-ι-ρους ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό που εντοπίζει και διαγράφει ιούς από υπολογιστή: ενημερωμένο ~ (= αντιικό). Αναβάθμιση/εγκατάσταση ~. ΣΥΝ. αντιβιοτικό (2), αντιιός (1) [< αγγλ. antivirus, 1988, γαλλ. ~, 1989]

αντιισταμινικός

αντιισταμινικός, ή, ό [ἀντιισταμινικός] α-ντι-ι-στα-μι-νι-κός επίθ. & αντισταμινικός: ΦΑΡΜΑΚ. που ανταγωνίζεται και αναστέλλει τη δράση της ισταμίνης. Βλ. αντιαλλεργικός. ● Ουσ.: αντιισταμινικό & αντισταμινικό (το) {συνηθέστ. στον πληθ.}: το αντίστοιχο φάρμακο: τοπικό ~. ~ά κατά της αλλεργικής ρινίτιδας. [< γαλλ. antihistaminique, 1939, αγγλ. antihistamine, 1933, antihistaminic, 1950]

βρίσκω

βρίσκω βρί-σκω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βρήκα (λαϊκό) ήβρα, βρω, βρει, προστ. βρες, βρίσκ-οντας} & (λόγ.) ευρίσκω 1. εντοπίζω τυχαία ή μετά από αναζήτηση κάποιον ή κάτι που έψαχνα, που παρέμενε κρυφό(ς) ή που αγνοούσα την ύπαρξή του: Βρήκα τα κλειδιά μου κάτω από το τραπέζι. Βλ. επανευρίσκω, ξανα~.|| Η αστυνομία βρήκε όπλα και ναρκωτικά/τους δράστες. ΣΥΝ. ανακαλύπτω.|| Βρες κάπου να καθίσεις.|| ~ πληροφορίες στην εγκυκλοπαίδεια/στο ίντερνετ.|| Βρείτε τη σωστή απάντηση/τις διαφορές/τα λάθη.|| (ύστερα από προσεκτική εξέταση:) Όλο μειονεκτήματα ~εις. Δεν μπορώ να του βρω κανένα ελάττωμα/προτέρημα. Ψάχνω να βρω τι έγινε.|| (στη βασιλόπιτα:) Ποιος βρήκε το φλουρί (= σε ποιον έτυχε);|| Σε βρήκα (πβ. σ’ έπιασα, σε τσάκωσα)! ΑΝΤ. χάνω (2) 2. εξασφαλίζω κάτι ύστερα από προσπάθεια ή κατάλληλους χειρισμούς: Βρήκε μια θέση ως υπάλληλος. Δεν μπορεί να βρει διέξοδο/δουλειά πουθενά. Πού θα βρούμε χρήματα, τώρα που τα έχουμε ανάγκη;|| Πώς να βρω το θάρρος/τη δύναμη/το κουράγιο να του πω ότι ... Βρήκε την ευκαιρία να ...|| (με αγανάκτηση:) Πότε θα βρω (και πάλι) την ησυχία μου (= θα ξαναβρώ, επανακτήσω);|| Βρες λίγο χρόνο κι έλα να με δεις (= εξοικονόμησε).|| Θα σου βρω εγώ μέρος να μείνεις. Βρήκαν τροφή και στέγη.|| Να κοιτάξεις να βρεις ένα καλό παιδί/μια καλή κοπέλα να παντρευτείς. Βρες (έναν) γιατρό επειγόντως! (ειρων.) Τώρα μάλιστα, βρήκες άνθρωπο να σε βοηθήσει! 3. σκέφτομαι, επινοώ: Πρέπει να βρούμε μια λύση. Μη ~οντας άλλο τρόπο να ... Βρες μια δικαιολογία και φύγε (= προφασίσου κάτι)! ΣΥΝ. σκαρφίζομαι.|| Βρήκαν το εμβόλιο/το φάρμακο κατά του ... (= ανακάλυψαν, εφηύραν).|| Δεν ~ τι άλλο να πω/τρόπο να σε ευχαριστήσω (= δεν έχω, δεν ξέρω). 4. γίνομαι αποδέκτης αρνητικού ή θετικού ερεθίσματος: Η πρότασή τους έχει βρει ανταπόκριση/(σθεναρή) αντίδραση/απήχηση (= έχει τύχει/χαίρει ανταπόκρισης).|| ~ει αγάπη και στοργή/στήριξη κοντά στους δικούς του/στην οικογένειά του (= απολαμβάνει).|| Βρήκε τραγικό θάνατο (= είχε). Τους βρήκαν δεινά/συμφορές (= τους έπληξαν, τους έτυχαν). 5. {συνήθ. στον αόρ.} έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον ή κάτι που είναι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Τη βρήκα αναστατωμένη/να κλαίει/σύμφωνη/στο πλευρό μου. Βρήκαν το σπίτι άδειο.|| Μας ~εις πάνω που τρώγαμε/στο τραπέζι (= μας πετυχαίνεις).|| Έτσι τα βρήκαμε από τους γονείς μας (= τα κληρονομήσαμε, τα παραλάβαμε). 6. συναντώ: Θα με βρείτε στο γραφείο μου. Τη βρήκα κατά τύχη στον δρόμο (= την πέτυχα). Πού μπορώ να σε βρω; Έλα να με βρεις! 7. καταλήγω σε συγκεκριμένη κρίση· θεωρώ, μου φαίνεται: (Δεν) το ~ δίκαιο/λογικό/σκόπιμο/σωστό να (= κρίνω, νομίζω) ... ~ ότι … (= πιστεύω). (Το) βρήκε υπερβολικό το ποσό.|| (για πρόσ.) -Πώς τον ~εις; -Αδιάφορο/όμορφο! Μια χαρά σε ~, παρά την ίωση που πέρασες (= σε βλέπω).|| Βρήκαν τον κατηγορούμενο αθώο/ένοχο (= κρίθηκε από το δικαστήριο). 8. (προφ.) κάνω διάγνωση: Του βρήκαν (ότι έχει) ανεβασμένη χοληστερίνη.βρήκε (για κάτι που εκτοξεύεται, ρίχνεται ή πετιέται από μακριά): πέτυχε, ευστόχησε: Η σφαίρα ~ τον στόχο της/τον ~ πισώπλατα (= τον χτύπησε). Η μπάλα ~ (σ)το δοκάρι (= προσέκρουσε, χτύπησε). ● ΦΡ.: απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! (συνήθ. ως κατάρα): ο Θεός να τον τιμωρήσει για το κακό ή να του ανταποδώσει το καλό που έκανε: Τέτοιο καλό που μου 'κανες ~ ~!, βρήκε το(ν) δάσκαλό/το(ν) μάστορά του (μτφ.-προφ.): βρέθηκε ο άνθρωπος που κατάφερε να τον τιθασεύσει ή να τον νικήσει: ~ ~ στο πρόσωπο του .../στον ... Πού θα πάει, θα βρεις ~ ~ σου!, βρίσκει (την) αφορμή/πάτημα: στηρίζεται σε κάτι που ειπώθηκε ή έγινε, για να πει ή να κάνει αυτό που επιδιώκει: Βρήκαν αφορμή (από κάποιες δηλώσεις του)/πάτημα (σε κάποιες δηλώσεις του), για να τον ενοχοποιήσουν., βρίσκει αντίσταση: συναντά εμπόδιο: (για αντικείμενο:) Η πόρτα δεν κλείνει, φαίνεται ότι κάπου ~ ~ (πβ. σκαλώνει)!|| Τα στρατεύματα βρήκαν (μεγάλη/σθεναρή) ~ στην προσπάθειά τους να ..., βρίσκει θέση (κάπου): γίνεται αποδεκτός: Η άθληση/δημιουργικότητα πρέπει να ~ ~ στο σχολείο., βρίσκει και τα κάνει: συμπεριφέρεται άσχημα, επειδή οι άλλοι είναι ανεκτικοί απέναντί του: Αφού του επιτρέπετε, ~ ~., βρίσκεις; (προφ.): (σε διάλογο, όταν έχει προηγηθεί διατύπωση προσωπικής άποψης του συνομιλητή) πράγματι πιστεύεις ότι ισχύει αυτό που είπες; -Ωραίο το μπλουζάκι σου. -~;, βρίσκω κάποιον απέναντί μου/μπροστά μου 1. πρέπει να τον αντιμετωπίσω ως αντίπαλο: Τους βρήκε μπροστά του και τους αποτελείωσε. 2. (μόνο στο βρίσκω μπροστά μου) τον συναντώ τυχαία., βρίσκω κάτι μπροστά μου (μτφ.): υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεών μου: Μην εκμεταλλεύεσαι τους άλλους, γιατί θα το βρεις ~ σου., καλώς μας βρήκες/βρήκατε! (χαιρετισμός): καλώς ήρθες/ήρθατε!, καλώς σε/σας βρήκα/βρήκαμε! (χαιρετισμός): ως απάντηση στο καλώς ήρθες/ήρθατε, καλώς όρισες/ορίσατε., ό,τι βρει: χωρίς να τον ενδιαφέρει: Τρώει/φοράει ~ ~ (μπροστά του)!, όπου βρω/βρεις: χωρίς να με/σε απασχολεί το μέρος: Πετάνε τα σκουπίδια όπου βρουν (= όπου λάχει/τύχει/τους καπνίσει).|| Δεν υπάρχουν και πολλές θέσεις. Κάτσε (τώρα) ~ ~!, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; (προφ.): για να δηλωθεί έντονη αποδοκιμασία ή επιδοκιμασία σε περιπτώσεις επιλογής προσώπου ή πράγματος: Μα καλά, ~ τον ~! Αυτός είναι τελείως άσχετος!|| Φοβερή συσκευή! Πού ~ες και τη ~ες;, πού το βρήκες γραμμένο; (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι που λέγεται με βεβαιότητα δεν ισχύει: Τι λες καημένε μου; ~ ~;, τα βρίσκω δύσκολα/σκούρα/μπαστούνια/ζόρικα/παλούκια (μτφ.-προφ.): δυσκολεύομαι πάρα πολύ: Τα ~ ~ στα μαθηματικά. Νόμιζαν ότι θα τα καταφέρουν, αλλά τελικά τα βρήκαν ~. Τα ~ουν ζόρικα και προσπαθούν να λουφάρουν (πβ. έχω/περνάω ζόρι/ζόρια)., τα βρίσκω με κάποιον (προφ.) 1. επιλύω τις διαφορές μου, έρχομαι σε συνεννόηση, συμφωνώ μαζί του: Δεν τα βρήκανε στη μοιρασιά. Θα τα βρουν Διοίκηση και εργαζόμενοι.|| Τα βρήκαν μεταξύ τους και αποφάσισαν να ... 2. ταιριάζω με κάποιον: Είναι κι οι δυο χωρισμένοι κι έτσι τα βρήκανε., τη βρίσκω (προφ.): νιώθω έντονη ευχαρίστηση, μου αρέσει πολύ να κάνω κάτι: Τη ~ει να διαβάζει βιβλία/με το τρέξιμο. Πβ. απολαμβάνω, γουστάρω, ηδονίζομαι., τι του/της βρίσκει/βρήκε; (προφ.) (με αναφορά στον σύντροφο κάποιου, για να δηλωθεί ότι είναι άσχημος ή αντιπαθητικός): τι όμορφο ή καλό έχει που τον ελκύει: Απορώ ~ βρήκε και τον/την παντρεύτηκε!, το βρήκα! (προφ.): για να εκφράσει κάποιος τον ενθουσιασμό του για μια λαμπρή ιδέα που είχε ή μια ανακάλυψη που έκανε: ~ ~! Θα πάμε με το αυτοκίνητό μου! ΣΥΝ. εύρηκα, τον βρήκε ο χάρος/ο θάνατος (λογοτ.): πέθανε., (δεν) βρίσκω άκρη βλ. άκρη, (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου βλ. εαυτός, (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου βλ. εαυτός, βρήκα τον διάολό μου βλ. διάβολος, βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει βλ. αγελάδα, βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ βλ. Φίλιππος, βρήκε στρωμένο τραπέζι βλ. τραπέζι, βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα βλ. μήνας, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, βρήκες τη μέρα/μέρα που βρήκες να ...! βλ. μέρα, βρήκες την ώρα να ... βλ. ώρα, βρίσκει ευήκοον ους βλ. ους, βρίσκει εφαρμογή βλ. εφαρμογή, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, βρίσκω (κάποιον) στα κιλά μου βλ. κιλό, βρίσκω (τον) μπελά (μου) βλ. μπελάς, βρίσκω κάτι στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, βρίσκω την υγειά μου βλ. υγεία, βρίσκω το δίκιο μου βλ. δίκιο, βρίσκω το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, βρίσκω/πετυχαίνω κάποιον σε καλή/κακή μέρα ή είμαι σε καλή/κακή μέρα βλ. μέρα, δεν βρήκε τη(ν) μπάλα βλ. μπάλα, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, κακό που με βρήκε/έπαθα! βλ. κακό, κακός μπελάς (που) με βρήκε! βλ. μπελάς, κάνω/βρίσκω την τύχη μου βλ. τύχη, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι βλ. τέντζερης, μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ βλ. νύχτα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις βλ. πού, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα βρίσκω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα πιάσαμε/τα βρήκαμε τα λεφτά μας βλ. λεφτά, τώρα που βρήκαμε παπά, ας/να θάψουμε πεντέξι βλ. παπάς [< μεσν. βρίσκω]

πηνίο

πηνίο πη-νί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΦΥΣ. διάταξη αποτελούμενη από έναν ηλεκτρικό αγωγό, με τη μορφή συνήθ. χάλκινου σύρματος τυλιγμένου σπειροειδώς γύρω από έναν κυλινδρικό κυρ. σιδερένιο πυρήνα, η οποία, όταν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, εμφανίζει μαγνητικό πεδίο και γι' αυτό χρησιμοποιείται σε κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος και σε ηλεκτρομαγνητικές συσκευές (π.χ. γεννήτριες, διακόπτες, κουδούνια, μεγάφωνα και μικρόφωνα, μετασχηματιστές): επαγωγικό ~. ~ ανάφλεξης (= πολλαπλασιαστής). Οι σπείρες του ~ου. Βλ. πυκνωτής.|| (ΗΛΕΚΤΡ.) Στραγγαλιστικό ~ (= μπάλαστ). 2. (επίσ.) αντικείμενο, συνήθ. κυλινδρικό ή κωνικό, γύρω από το οποίο τυλίγεται κάτι. Πβ. ανέμη, κουβαρίστρα, μασούρι, μπομπίνα. ΣΥΝ. καρούλι (1) [< 1: γαλλ. bobine 2: αρχ. πηνίον]

υπεραναπλήρωση

υπεραναπλήρωση [ὑπεραναπλήρωση] υ-πε-ρα-να-πλή-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΑΝ. αμυντικός μηχανισμός κατά τον οποίο το άτομο επιχειρεί να διορθώσει ένα υπαρκτό ή φανταστικό ελάττωμα, αντικαθιστώντας το με το απολύτως αντίθετό του. Βλ. αντι-ρρόπηση, -στάθμιση. 2. ΑΘΛ. βελτίωση της απόδοσης ενός αθλητή κατά το διάστημα της χαλάρωσης που ακολουθεί μετά από μια περίοδο έντονης προπόνησης. Βλ. υπερπροπόνηση. 3. αναπλήρωση ενός ελλείμματος σε υπερβολικό βαθμό: θερμιδική ~.~ υδατανθράκων. [< 1: αγγλ. over-compensation, 1917 2: αγγλ. supercompensation]

υποχώρηση

υποχώρηση [ὑποχώρηση] υ-πο-χώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΡΑΤ. (για στρατιωτική δύναμη) κίνηση προς τα πίσω μετά από νικηφόρα προέλαση ή κυρ. πίεση του εχθρού: άτακτη ~. Βλ. αντίσταση. ΣΥΝ. αναδίπλωση (2), οπισθοχώρηση (1) 2. μετακίνηση σε χαμηλότερο επίπεδο: ~ της ακτογραμμής/των παγετώνων/των υδάτων/της στάθμης της θάλασσας (βλ. άμπωτη).|| ~ του εδάφους. Πβ. καθίζηση.|| (ΙΑΤΡ.) ~ των ούλων (= υφίζηση). 3. (μτφ.) μετριασμός απαιτήσεων για επίτευξη συμφωνίας, εξεύρεση λύσης ή ως δείγμα αδυναμίας, συμβιβασμός: κυβερνητική/πολιτική/στρατηγική ~. Σειρά/τακτική ~ήσεων. Προέβησαν σε αμοιβαίες/αναγκαίες ~ήσεις. Κάνει συνεχείς ~ήσεις για να τους ευχαριστήσει. Δεν είναι διατεθειμένος να κάνει καμία ~. Πβ. συνθηκολόγηση. 4. (μτφ.) πτώση, ύφεση: Καταγράφεται/παρατηρείται αισθητή/απροσδόκητη/ελαφρά/ήπια/οριακή/περαιτέρω/προσωρινή/ραγδαία/σημαντική/σταδιακή ~ του γενικού δείκτη (του χρηματιστηρίου)/των μετοχών/του όγκου (των συναλλαγών). Πβ. κάμψη, μείωση.|| Πλήρης/ταχεία ~ των συμπτωμάτων (μιας ασθένειας).|| ~ του καύσωνα. Πβ. εξασθένηση. ● ΣΥΜΠΛ.: τακτική υποχώρηση βλ. τακτικός [< 1,3: αρχ. ὑποχώρησις 2: γαλλ. concession]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.