Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58779 εγγραφές  [5660-5680]


  • αντιπρόσωπος [ἀντιπρόσωπος] α-ντι-πρό-σω-πος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιπροσώπ-ου | -ων, -ους}: πρόσωπο που με εξουσιοδότηση ενεργεί ή παρίσταται για λογαριασμό άλλου: ειδικός/εξουσιοδοτημένος/επίσημος/μόνιμος/νόμιμος ~. Οι ~οι του έθνους/του λαού (: οι βουλευτές). Οι ~οι του Θεού (: οι ιερείς). Ορίστηκε/στάλθηκε (ως) ~. ~-πωλητής. Η Βουλή των ~ων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πβ. απεσταλμένος, πληρεξούσιος, πράκτορας.|| (ΝΟΜ.) Άμεσος/έμμεσος ~.|| (σπανιότ.) Βασικός ~ (= εκφραστής) μιας άποψης/ομάδας. ΣΥΝ. εκπρόσωπος. Βλ. -πρόσωπος. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστικός αντιπρόσωπος: ΕΜΠΟΡ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής διάθεσης των προϊόντων μιας επιχείρησης σε ορισμένη περιοχή: ~ ~ και διανομέας/εισαγωγέας της εταιρείας ... [< αγγλ. exclusive representative] , δικαστικός αντιπρόσωπος: νομικός στον οποίο ανατίθεται ο έλεγχος για τη νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας και της έκδοσης των αποτελεσμάτων εκλογικού τμήματος., διπλωματικός αντιπρόσωπος/εκπρόσωπος: πρόσωπο επίσημα εξουσιοδοτημένο από το κράτος να το εκπροσωπεί διπλωματικά στο εξωτερικό. Πβ. διπλωμάτης, επιτετραμμένος, πρεσβευτής., εκλογικός αντιπρόσωπος: αντιπρόσωπος κόμματος ή υποψηφίου σε εκλογικό τμήμα, στον οποίο ανατίθεται η τήρηση της διαφάνειας της εκλογικής διαδικασίας και της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων., εμπορικός αντιπρόσωπος: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει μία ή περισσότερες παραγωγικές ή εμπορικές επιχειρήσεις έναντι των πελατών εμπόρων. Βλ. διανομέας. , Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ακρ. ΕΜΑ): όργανο που αποτελείται από πρέσβεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως έργο την προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. Comité des Représentants Permanents] [< μεσν. αντιπρόσωπος, γαλλ. représentant, αγγλ. representative]
  • αντιπρόταση [ἀντιπρόταση] α-ντι-πρό-τα-ση ουσ. (θηλ.): πρόταση που στοχεύει στην αναίρεση, τροποποίηση ή συμπλήρωση κάποιας άλλης: ολοκληρωμένη/πολιτική ~. Κριτική χωρίς συγκεκριμένη ~. Καταθέτω/υποβάλλω ~. Η επιλογή έγινε ομόφωνα, καθώς δεν υπήρξε ουσιαστική ~. Έχετε κάποια ~;|| (ΝΟΜ.) ~άσεις με επιχειρήματα κατά του αντιδίκου. Βλ. αντεπιχείρημα. [< μτγν. ἀντιπρότασις, γαλλ. contre-proposition]
  • αντιπροτείνω [ἀντιπροτείνω] α-ντι-προ-τεί-νω ρ. (μτβ.) {αντιπρότεινα, αντιπροτά-θηκε, αντιπροτείν-οντας}: κάνω αντιπρόταση: ~ αλλαγές/λύσεις. Έχω να ~ το εξής ... Αμφισβητείς, χωρίς να ~εις. Το αίτημα απορρίφθηκε και ~θηκε να ... ΣΥΝ. αντιπαραθέτω (2), αντιπαρατάσσω (2), αντιτάσσω (1), αντιτείνω [< μτγν. ἀντιπροτείνω]
  • αντιπροχθές [ἀντιπροχθές] α-ντι-προ-χθές επίρρ. & αντίπροχθες & αντιπροχτές (λαϊκό): τρεις μέρες πριν. Βλ. προχθές, χθες, (αντιμεθ)αύριο.
  • αντιπρυτανεία [ἀντιπρυτανεία] α-ντι-πρυ-τα-νεί-α ουσ. (θηλ.) (ως το 2011) 1. το αξίωμα του αντιπρύτανη· συνεκδ. το χρονικό διάστημα της θητείας του ή οι ίδιοι οι αντιπρυτάνεις: υποψήφιοι για την ~. Ανέλαβε την ~.|| Το αίτημα κατατέθηκε από την ~. 2. (συνεκδ.) το γραφείο του αντιπρύτανη. Βλ. πρυτανεία. [< γερμ. Prorektorat, γαλλ. vice-rectorat]
  • αντιπρύτανης [ἀντιπρύτανης] α-ντι-πρύ-τα-νης ουσ. (αρσ. + θηλ., σπανιότ. αντιπρυτάνισσα): ο δεύτερος στην πανεπιστημιακή ιεραρχία μετά τον πρύτανη: Οι τέσσερις ~άνεις στο ΕΚΠΑ: Διοικητικών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας, Έρευνας, Καινοτομίας και Δια Βίου Μάθησης, Ακαδημαϊκών, Διεθνών Σχέσεων και Εξωστρέφειας Οικονομικών και Ανάπτυξης. [< γερμ. Prorektor, γαλλ. vice-recteur]
  • αντιπρωτόνιο [ἀντιπρωτόνιο] α-ντι-πρω-τό-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΦΥΣ. αντισωματίδιο του πρωτονίου με (αρνητικό) ηλεκτρικό φορτίο. Βλ. αντινετρόνιο, αντιύλη. [< αγγλ. antiproton, 1940, γαλλ. antiproton, 1956]
  • αντιπτέραρχος [ἀντιπτέραρχος] α-ντι-πτέ-ραρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. ανώτατος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, ανώτερος από τον υποπτέραρχο και κατώτερος από τον πτέραρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντιστράτηγο του Στρατού Ξηράς, της Ελληνικής Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής και τον αντιναύαρχο του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος.
  • αντιπτέριση [ἀντιπτέριση] α-ντι-πτέ-ρι-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΑΘΛ. μπάντμιντον.
  • αντιπύρ [ἀντιπύρ] α-ντι-πύρ ουσ. (ουδ.): μέθοδος δασοπυρόσβεσης που συνίσταται σε εσκεμμένη και ελεγχόμενη καύση μιας λωρίδας γης, προκειμένου να σταματήσει η φωτιά, όταν φτάσει σε αυτό το σημείο. Βλ. αντιπυρική ζώνη. [< γαλλ. contre-feu]
  • αντιπύραρχος [ἀντιπύραρχος] α-ντι-πύ-ραρ-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.): υψηλόβαθμος αξιωματικός της Πυροσβεστικής, ανώτερος από τον επιπυραγό και κατώτερος από τον πύραρχο κατά έναν βαθμό· αντιστοιχεί στον αντιπλοίαρχο του Λιμενικού Σώματος και του Πολεμικού Ναυτικού, τον αστυνομικό υποδιευθυντή της Ελληνικής Αστυνομίας, τον αντισυνταγματάρχη του Στρατού Ξηράς και τον αντισμήναρχο της Πολεμικής Αεροπορίας.
  • αντιπυραυλικός , ή, ό [ἀντιπυραυλικός] α-ντι-πυ-ραυ-λι-κός επίθ.: ΣΤΡΑΤ. που στοχεύει στην εξουδετέρωση εχθρικών πυραύλων: ~ή: άμυνα/ασπίδα/προστασία. ~ό: ραντάρ. Εγκατάσταση ~ού συστήματος. Βλ. αντι-αρματικός, -βαλλιστικός. [< αγγλ. antimissile, 1956, γαλλ. ~, 1960]
  • αντιπυρετικός , ή, ό [ἀντιπυρετικός] α-ντι-πυ-ρε-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που καταπολεμά τον πυρετό: ~ή: δράση. ● Ουσ.: αντιπυρετικό (το) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΦΑΡΜΑΚ. η αντίστοιχη ουσία ή το φάρμακο: ~ σε σιρόπι/υπόθετο/χάπι. Παίρνω ~. Αναλγητικά και ~ά. [< γαλλ. antipyrétique, αγγλ. antipyretic]
  • αντιπυρηνικός , ή, ό [ἀντιπυρηνικός] α-ντι-πυ-ρη-νι-κός επίθ. 1. που αντιτίθεται στην παραγωγή και χρήση πυρηνικής ενέργειας ή και πυρηνικών όπλων: ~ός: αγώνας. ~ή: διαδήλωση. 2. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που αντιδρά με συστατικά του κυτταρικού πυρήνα ή τα καταστρέφει: ~ά: αντισώματα. 3. που προστατεύει από την πυρηνική ενέργεια ή και τα πυρηνικά όπλα: ~ή: ομπρέλα. ~ό: καταφύγιο. [< αγγλ. antinuclear, 1958, γαλλ. antinucléaire, 1960]
  • αντιπυρικός , ή, ό [ἀντιπυρικός] α-ντι-πυ-ρι-κός επίθ. (λόγ.) 1. που προλαμβάνει την πυρκαγιά, προστατεύει από αυτή ή περιορίζει την επέκτασή της: ~ός: σχεδιασμός. ~ή: αντοχή (= πυραντοχή)/ασφάλεια (= πυρασφάλεια)/περίοδος/προστασία. ~ά: έργα/μέτρα. 2. (ειδικότ.) που έχει περιορισμένη ή μηδενική ευφλεκτότητα ή συντελεί σε αυτή(ν): ~ός: εξοπλισμός. ~ή: κουβέρτα/στολή. ~ό: υγρό. ~ές: πόρτες. Τα ~ά υλικά είναι πυράντοχα ή βραδύκαυστα. Πβ. άκαυστος, άφλεκτος. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιπυρική ζώνη 1. φυσική ή τεχνητή λωρίδα εδάφους χωρίς βλάστηση ή άλλα εύφλεκτα υλικά, ώστε να εμποδίζεται η εξάπλωση πυρκαγιάς: δασική ~ ~. ~ ~ και μέτρα πυροπροστασίας. Διάνοιξη ~ών ~ών. Βλ. αντιπύρ. 2. ΠΛΗΡΟΦ. & αντιπυρικός τοίχος: πύλη δικτύου ή λογισμικό που προστατεύει ένα υποδίκτυο ή κόμβο από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση. [< 1: αγγλ. firebreak 2: αγγλ. firewall, 1974]
  • αντιραντάρ [ἀντιραντάρ] α-ντι-ρα-ντάρ επίθ./ουσ. {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. που εμποδίζει την ανίχνευση από ραντάρ: βλήματα/πύραυλος ~. [< αγγλ. antiradar, 1944, γαλλ. ~, περ. 1950]
  • αντιρατσισμός [ἀντιρατσισμός] α-ντι-ρα-τσι-σμός ουσ. (αρσ.): στάση και αντίληψη αντίθετη προς τον ρατσισμό. ΑΝΤ. ρατσισμός [< γαλλ. antiracisme, 1958]
  • αντιρατσιστής [ἀντιρατσιστής] α-ντι-ρα-τσι-στής ουσ. (αρσ.) {θηλ. αντιρατσίστρια}: πρόσωπο που αντιτίθεται στον ρατσισμό. Βλ. αντιφασίστας. [< γαλλ. antiraciste, 1938]
  • αντιρατσιστικός , ή, ό [ἀντιρατσιστικός] α-ντι-ρα-τσι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον αντιρατσισμό: ~ός: αγώνας. ~ή: διαδήλωση/δράση. ~ό: κίνημα. ~ά: συνθήματα. ΑΝΤ. ρατσιστικός [< γαλλ. antiraciste, 1938]
  • αντιρετροϊκός , ή, ό [ἀντιρετροϊκός] α-ντι-ρε-τρο-ϊ-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που δρα κατά του ρετροϊού, κυρ. κατά του ιού του έιτζ: ~ή: θεραπεία. ~ά: σκευάσματα/φάρμακα. Βλ. οροθετικός. [< αγγλ. antiretroviral, 1979, γαλλ. antirétroviral, 1990]

αντεπιχείρημα

αντεπιχείρημα[ἀντεπιχείρημα] α-ντε-πι-χεί-ρη-μα ουσ. (ουδ.): επιχείρημα που προβάλλεται, για να ανασκευαστεί άλλο: λογικό/σοβαρό ~. Απαντώ με/προβάλλω ~ατα. Χρησιμοποιούν ως ~ ότι ... Βλ. ανταπάντηση, αντιπρόταση. [< γαλλ. contre-argument]

αντινετρόνιο

αντινετρόνιο[ἀντινετρόνιο] α-ντι-νε-τρό-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΦΥΣ. αντισωματίδιο του νετρονίου. Βλ. αντι-πρωτόνιο, -ύλη. [< αγγλ. antineutron, 1942, γαλλ. antineutron, 1956]

αντιπύρ

αντιπύρ[ἀντιπύρ] α-ντι-πύρ ουσ. (ουδ.): μέθοδος δασοπυρόσβεσης που συνίσταται σε εσκεμμένη και ελεγχόμενη καύση μιας λωρίδας γης, προκειμένου να σταματήσει η φωτιά, όταν φτάσει σε αυτό το σημείο. Βλ. αντιπυρική ζώνη. [< γαλλ. contre-feu]

αντιφασίστας

αντιφασίστας[ἀντιφασίστας] α-ντι-φα-σί-στας ουσ. (αρσ.) {θηλ. αντιφασίστρια}: πρόσωπο που αντιτίθεται στον φασισμό: αντιρατσιστής και ~.|| (ως επίθ.) ~ αγωνιστής. ΑΝΤ. φασίστας (1) [< ιταλ. antifascista, 1920, γαλλ. antifasciste, 1924]

διανομέας

διανομέαςδι-α-νο-μέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {διανομ-είς, -έων} 1. πρόσωπο που κάνει διανομή προϊόντων· ειδικότ. εταιρεία που μεσολαβεί μεταξύ παραγωγών και επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου: ταχυδρομικός ~ (πβ. ταχυδρόμος). ~ πίτσας/φαγητού (πβ. ντελιβεράς, πιτσαδόρος)/Τύπου. Βλ. ταχυ~.|| Αποκλειστικός/εμπορικός/εξουσιοδοτημένος ~. ~ αυτοκινήτων/τροφίμων/φυσικού αερίου. Επίσημος αντιπρόσωπος και ~.|| (ΚΙΝΗΜ.) Παραγωγοί και ~είς ταινιών. Βλ. προμηθευτής. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα ή συσκευή διανομής· ειδικότ. ντιστριμπιτέρ: ~ λιπασμάτων/νερού (= διανεμητής).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ θερμότητας. [< 1: μτγν. διανομεύς ‘αυτός που διανέμει’ 2: γαλλ. distributeur]

-πρόσωπος

-πρόσωπος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo. 2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής. 3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση. 5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.

προχθές

προχθέςπρο-χθές επίρρ. & προχτές & (λαϊκό) προψές: (χρον.) μια μέρα πριν από τη χθεσινή, πριν από δύο μέρες: ~ τα ξημερώματα/αργά το βράδυ. Ισχύουν από ~ αυξήσεις στα ... Δεν προσήλθε στην προγραμματισμένη για ~ σύσκεψη. ● ΦΡ.: χθες προχθές βλ. χθες & χτες [< μτγν. προχθές]

πρυτανεία

πρυτανείαπρυ-τα-νεί-α ουσ. (θηλ.) 1. το ανώτατο διοικητικό όργανο πανεπιστημιακού ιδρύματος και οι υπηρεσίες του: γραμματεία/γραφείο ~ας. 2. η ιεραρχική βαθμίδα και συνεκδ. η θητεία του πρύτανη: υποψήφιοι για την ~.|| Η ανάθεση του έργου έγινε επί ~ας του ... Βλ. αντι~. 3. (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο εδρεύουν οι πρυτανικές Αρχές: η ~ του Πολυτεχνείου. [< μτγν. πρυτανεία ‘περίοδος προεδρίας των πρυτάνεων’, γερμ. Rektorat ή γαλλ. rectorat]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.