αντεπιχείρημα[ἀντεπιχείρημα] α-ντε-πι-χεί-ρη-μα ουσ. (ουδ.): επιχείρημα που προβάλλεται, για να ανασκευαστεί άλλο: λογικό/σοβαρό ~. Απαντώ με/προβάλλω ~ατα. Χρησιμοποιούν ως ~ ότι ... Βλ. ανταπάντηση, αντιπρόταση. [< γαλλ. contre-argument]
αντινετρόνιο[ἀντινετρόνιο] α-ντι-νε-τρό-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΦΥΣ. αντισωματίδιο του νετρονίου. Βλ. αντι-πρωτόνιο, -ύλη. [< αγγλ. antineutron, 1942, γαλλ. antineutron, 1956]
αντιπύρ[ἀντιπύρ] α-ντι-πύρ ουσ. (ουδ.): μέθοδος δασοπυρόσβεσης που συνίσταται σε εσκεμμένη και ελεγχόμενη καύση μιας λωρίδας γης, προκειμένου να σταματήσει η φωτιά, όταν φτάσει σε αυτό το σημείο. Βλ. αντιπυρική ζώνη. [< γαλλ. contre-feu]
αντιφασίστας[ἀντιφασίστας] α-ντι-φα-σί-στας ουσ. (αρσ.) {θηλ. αντιφασίστρια}: πρόσωπο που αντιτίθεται στον φασισμό: αντιρατσιστής και ~.|| (ως επίθ.) ~ αγωνιστής. ΑΝΤ. φασίστας (1) [< ιταλ. antifascista, 1920, γαλλ. antifasciste, 1924]
διανομέαςδι-α-νο-μέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {διανομ-είς, -έων} 1. πρόσωπο που κάνει διανομή προϊόντων· ειδικότ. εταιρεία που μεσολαβεί μεταξύ παραγωγών και επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου: ταχυδρομικός ~ (πβ. ταχυδρόμος). ~ πίτσας/φαγητού (πβ. ντελιβεράς, πιτσαδόρος)/Τύπου. Βλ. ταχυ~.|| Αποκλειστικός/εμπορικός/εξουσιοδοτημένος ~. ~ αυτοκινήτων/τροφίμων/φυσικού αερίου. Επίσημος αντιπρόσωπος και ~.|| (ΚΙΝΗΜ.) Παραγωγοί και ~είς ταινιών. Βλ. προμηθευτής. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα ή συσκευή διανομής· ειδικότ. ντιστριμπιτέρ: ~ λιπασμάτων/νερού (= διανεμητής).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ θερμότητας. [< 1: μτγν. διανομεύς ‘αυτός που διανέμει’ 2: γαλλ. distributeur]
-πρόσωπος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo. 2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής. 3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση. 5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.
προχθέςπρο-χθές επίρρ. & προχτές & (λαϊκό) προψές: (χρον.) μια μέρα πριν από τη χθεσινή, πριν από δύο μέρες: ~ τα ξημερώματα/αργά το βράδυ. Ισχύουν από ~ αυξήσεις στα ... Δεν προσήλθε στην προγραμματισμένη για ~ σύσκεψη. ● ΦΡ.: χθες προχθές βλ. χθες & χτες [< μτγν. προχθές]
πρυτανείαπρυ-τα-νεί-α ουσ. (θηλ.) 1. το ανώτατο διοικητικό όργανο πανεπιστημιακού ιδρύματος και οι υπηρεσίες του: γραμματεία/γραφείο ~ας. 2. η ιεραρχική βαθμίδα και συνεκδ. η θητεία του πρύτανη: υποψήφιοι για την ~.|| Η ανάθεση του έργου έγινε επί ~ας του ... Βλ. αντι~. 3. (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο εδρεύουν οι πρυτανικές Αρχές: η ~ του Πολυτεχνείου. [< μτγν. πρυτανεία ‘περίοδος προεδρίας των πρυτάνεων’, γερμ. Rektorat ή γαλλ. rectorat]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ