αηδόνι [ἀηδόνι] αη-δό-νι ουσ. (ουδ.) {αηδον-ιού | -ιών} 1. ΟΡΝΙΘ. μικρόσωμο πτηνό (επιστ. ονομασ. Luscinia megarhynchos), γνωστό για το κελάηδημα του αρσενικού που είναι πιο μελωδικό τη νύχτα: γλυκόλαλο ~. Βλ. κουφ~, ψευτ~, ωδικά πτηνά. 2. (μτφ., για πρόσ.) που είναι εξαιρετικά καλλίφωνος ή σπανιότ. έχει ευχέρεια λόγου. ● Υποκ.: αηδονάκι (το) ● ΦΡ.: μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι & πληρώνω τον κούκο αηδόνι (προφ.): ακριβοπληρώνω κάτι, χωρίς να το αξίζει. [< μεσν. αηδόνιν]
αρμονία [ἁρμονία] αρ-μο-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. συμμετρία, ισορροπία, αναλογία μεταξύ των στοιχείων ενός συνόλου, αντιθετικών ή μη: αισθητική/πνευματική/σωματική/ψυχική ~. Η ~ του Σύμπαντος/της φύσης (πβ. ευρυθμία). ~ του πνεύματος και της ύλης/της ψυχής και του σώματος. ~ του προσώπου (πβ. ομορφιά). ~ κινήσεων (πβ. ρυθμός). Χρωματικές ~ες. ΑΝΤ. δυσαρμονία 2. ομόνοια: η ~ της οικογενειακής ζωής (: οικογενειακή ~). ~ στις σχέσεις. Επικρατεί ~. Η ~ αποκαθίσταται/διαταράσσεται/καταστρέφεται. Πβ. σύμπνοια. 3. ΜΟΥΣ. συνήχηση φθόγγων· συνεκδ. μελέτη της διαδοχής και της σχέσης των συγχορδιών σε μια σύνθεση: ~ και μελωδία. Βλ. παραφωνία. ● ΦΡ.: σε αρμονία με ...: σε συμφωνία με: ~ ~ το περιβάλλον. Για να είναι κανείς ~ ~ τους άλλους, πρέπει να βρίσκεται ~ ~ τον εαυτό του. [< γαλλ. en harmonie avec] [< αρχ. ἁρμονία, γαλλ. harmonie, αγγλ. harmony]
-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
ελεγεία [ἐλεγεία] ε-λε-γεί-α ουσ. (θηλ.) 1. κάθε λυρικό καλλιτεχνικό έργο που εκφράζει συνήθ. μελαγχολία ή θλίψη: Η ταινία είναι μια ~ της μοναξιάς. 2. ΦΙΛΟΛ. είδος ποιήματος (της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας) που εξέφραζε συνήθ. λύπη και γραφόταν σε δίστιχα από τα οποία το ένα ήταν δακτυλικό εξάμετρο και το άλλο πεντάμετρο. Βλ. ίαμβος, μέλος. [< 1: γαλλ. élegie 2: αρχ. ἐλεγεία, αγγλ. elegy]
-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
οϊμέ [ὀϊμέ] ο-ϊ-μέ επιφών. & οϊμένα & ωιμέ & ωιμένα (λογοτ.): (για έκφραση ψυχικής οδύνης) αλίμονο. [< μεσν. οϊμέ, οϊμένα, ωιμέ, ωιμένα]
πρόωση πρό-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΜΗΧΑΝ. μηχανική ώθηση: αυτόματη/ηλεκτρική/πυρηνική ~. ~ αεροσκάφους/ελκυστήρα/πλοίου/πυραύλου. Κινητήρας/μέσο/μηχανισμός/ταχύτητα ~ης. Οχήματα διπλής ~ώσεως (: που έχουν δύο συστήματα, π.χ. θερμικό και ηλεκτρικό). Βλ. προώθηση. [< αρχ. πρόωσις, γαλλ.-αγγλ. propulsion]
τάφρος τά-φρος ουσ. (θηλ.): μακρόστενο, βαθύ χαντάκι· τεχνητό άνοιγμα στο έδαφος: αντιπλημμυρική/αποστραγγιστική/αποχετευτική/αρδευτική/περιφερειακή ~. Πβ. όρυγμα. Βλ. λάκκος.|| (παλαιότ., γύρω από φρούρια:) Αμυντική/μεσαιωνική/υδάτινη ~. Το κάστρο περιβαλλόταν από ~ο. ● ΣΥΜΠΛ.: τεκτονική τάφρος: ΓΕΩΛ. σημείο καταβύθισης δύο τεκτονικών πλακών, που δημιουργείται από δύο παράλληλα ρήγματα. [< αγγλ. rift valley] , ωκεάνια τάφρος: ΩΚΕΑΝ. επίμηκες στενό ρήγμα του θαλάσσιου πυθμένα, με μεγάλο βάθος: οι ~ες ~οι του Ειρηνικού. [< αγγλ. ocean(ic) trench] [< αρχ. τάφρος]
ύμνος [ὕμνος] ύ-μνος ουσ. (αρσ.) 1. τραγούδι με το οποίο εξυμνείται κάποιος ή κάτι, συνήθ. ιδέα, αξία· ειδικότ. ψαλμός: αρχαίος/θρησκευτικός/ορφικός ~. ~ του κόμματος/της (αθλητικής) ομάδας/του συλλόγου. Ο ~ των Ολυμπιακών Αγώνων.|| (ΛΟΓΟΤ.) ~ εις την Ελευθερίαν.|| (ΦΙΛΟΛ.) Ομηρικοί ~οι.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επινίκιος ~. Αναστάσιμοι/βυζαντινοί/ορθόδοξοι/χριστιανικοί ~οι. ~οι της Μεγάλης Εβδομάδας/των Χριστουγέννων (βλ. κανόνας, τροπάριο). Πβ. άσμα, υμνωδία. 2. (μτφ.) εγκώμιο, έκφραση μεγάλου θαυμασμού: οι ~οι των κριτικών/του Τύπου για το βιβλίο. Η ταινία αποτελεί έναν ~ο στη δημιουργία/στον έρωτα. ΣΥΝ. διθύραμβος (1), εξύμνηση ΑΝΤ. επίκριση, επιτίμηση (1) ● ΣΥΜΠΛ.: εθνικός ύμνος: καθιερωμένος σε κάθε κράτος ύμνος που εκφράζει την κοινή εθνική συνείδηση και παίζεται ή τραγουδιέται σε επίσημες εκδηλώσεις: ανάκρουση του ~ού ~ου., Ακάθιστος Ύμνος βλ. ακάθιστος [< αρχ. ὕμνος, γαλλ. hymne, αγγλ. hymn]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ