Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [58620-58640]


  • ωάριο [ᾠάριο] ω-ά-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ωαρί-ου | -ων}: ΒΙΟΛ. το γεννητικό κύτταρο που παράγεται στις ωοθήκες των γυναικών και των θηλυκών ζώων: ώριμο ~. Κατάψυξη ~ων (πβ. υαλοποίηση). ΣΥΝ. θηλυκός γαμέτης. [< μτγν. ᾠάριον 'αβγουλάκι', γαλλ. ovule]
  • ωδειακός , ή, ό [ᾠδειακός] ω-δει-α-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με το ωδείο: ~ή: εκπαίδευση. ~ές: σπουδές.
  • ωδείο [ᾠδεῖο] ω-δεί-ο ουσ. (ουδ.) (συνήθ. με κεφαλ. Ω) 1. σχολή όπου παραδίδονται μαθήματα μουσικής και φωνητικής: Εθνικό ~. Πβ. κονσερβατουάρ. Βλ. αρμονία, σολφέζ. 2. ΑΡΧ. (κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα) οικοδόμημα μικρότερης έκτασης από το θέατρο, στο οποίο διεξάγονταν μουσικοί και θεατρικοί αγώνες ή παραστάσεις: το ~ του Ηρώδου του Αττικού. [< 2: αρχ. ᾠδεῖον, γαλλ. odéon, αγγλ. odeum]
  • ωδή [ᾠδή] ω-δή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΛ.-ΛΟΓΟΤ. ποιητική σύνθεση που χαρακτηρίζεται από λυρικότητα και μεγαλοπρέπεια: (στην αρχαιότητα, προοριζόταν για τραγούδι) Οι ~ές του Βακχυλίδη/του Ορατίου/του Πινδάρου/της Σαπφούς. Βλ. ελεγεία, παιάνας.|| (: στη νεότερη ποίηση) Οι ~ές του Κάλβου.|| (μτφ.) Έργο που αποτελεί ~ στην ελευθερία (: την εξυμνεί). 2. ΜΟΥΣ. μουσική σύνθεση για ορχήστρα, σολίστ ή/και χορωδία, που αποτελεί συνήθ. μελοποίηση αντίστοιχου είδους ποιήματος. 3. ΕΚΚΛΗΣ. καθένα από τα εννέα βιβλικά άσματα τα οποία ψάλλονται κατά την ακολουθία του Όρθρου και αποτελούνται από έναν ειρμό και τρία έως πέντε τροπάρια. Βλ. ύμνος. [< αρχ. ᾠδή, γαλλ.-αγγλ. ode]
  • ωδική [ᾠδική] ω-δι-κή ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. το μάθημα της μουσικής.
  • ωδικός , ή, ό [ᾠδικός] ω-δι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ωδικά πτηνά & ωδικά πουλιά: ΟΡΝΙΘ. που κελαηδούν μελωδικά. Βλ. αηδόνι, καναρίνι, κορυδαλλός, παπαδίτσα, σπίζα, στρουθιόμορφα, τσοπανάκος, φλώρος. [< γαλλ. oiseaux chanteurs] [< αρχ. ᾠδικός]
  • ωδίνες [ὠδῖνες] ω-δί-νες ουσ. (θηλ.) (οι): ΙΑΤΡ. οι πόνοι του τοκετού. [< αρχ. ὠδῖνες]
  • ώθηση [ὤθηση] ώ-θη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως} 1. (κυρ. επιστ.) άσκηση δύναμης σε ένα σώμα προκειμένου να τεθεί σε κίνηση: σύστημα ~ης. Βλ. πρόωση.|| (ΦΥΣ.) Η ενέργεια/η κατεύθυνση/το μέτρο της ~ης.|| (ΜΗΧΑΝ.) Ενεργητική/παθητική ~. ~ήσεις γαιών κατά μήκος του τοίχου. Βλ. εξ~, επ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ηλεκτρικές ~ήσεις στον καρδιακό μυ.|| Δώσε ~ (= σπρώξε)! Πβ. απ~. ΣΥΝ. ώση 2. (μτφ.) ενίσχυση, ενδυνάμωση· (για πρόσ.) παρακίνηση, προτροπή, παρότρυνση: ~ στην αγορά/στο κόμμα. Αναπτυξιακή ~ των επιχειρήσεων. Η τεχνολογική πρόοδος έδωσε ισχυρή/νέα ~ στην επιστημονική έρευνα. Πβ. τόνωση.|| Εσωτερική/ψυχολογική ~ (για δημιουργία). Πβ. παρ~, φωνή. Βλ. προ~. [< 1: μτγν. ὤθησις, γαλλ.-αγγλ. impulsion]
  • ωθητικός , ή, ό [ὠθητικός] ω-θη-τι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την ώθηση: ~ός: αγωγός. ~ή: δύναμη. Πβ. ωστικός. Βλ. απ~, προ~. [< γαλλ. impulsif]
  • ωθώ [ὠθῶ] ω-θώ ρ. (μτβ.) {ωθ-είς ..., -ώντας | ώθ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος} (λόγ.) 1. ασκώ δύναμη σε ένα σώμα με σκοπό τη μετακίνηση, μετατόπισή του· σπρώχνω: ~ προς τα εμπρός/πάνω. (προστ.) ~ησε (το κουτί) με όλη σου τη δύναμη (= δώσε ώθηση· ΑΝΤ. τραβώ)! Ωθήσατε, αντί ωθήστε (: επιγραφή σε είσοδο, ενν. την πόρτα. ΑΝΤ. έλξατε).|| (ΙΑΤΡ.) Το αίμα ~είται στις αρτηρίες (: εξαιτίας της κολπικής συστολής). Βλ. απ~. 2. (μτφ.) παρακινώ, προτρέπω κάποιον να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια, ασκώντας πίεση· εξωθώ: (συνήθ. για κάτι αρνητικό) Αιτίες που ~ούν τα άτομα στη βία/στις καταχρήσεις/στον τζόγο. Τα οικονομικά προβλήματα τον ~ησαν να αναζητήσει δεύτερη δουλειά.|| ~ησε (= οδήγησε) τα πράγματα στα άκρα. Τον ~ησε (= υποχρέωσε) σε παραίτηση. Οι λόγοι που με ~ησαν σ' αυτή την απόφαση είναι ... ~ούμενος από προσωπικό συμφέρον.|| (για κάτι θετικό:) Επενδύσεις που ~ησαν στην ανάπτυξη. Πβ. προκαλώ. Βλ. προ~. [< αρχ. ὠθῶ]
  • ωίδιο [ὠίδιο] ω-ί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μύκητας που προσβάλλει κυρ. τα αμπέλια και συνεκδ. η αντίστοιχη ασθένεια. Βλ. -ίδιο, περονόσπορος. [< γαλλ. oïdium, αγγλ. oidium < νεολατ. o- + -idium < αρχ. ὠοειδὴς]
  • ωιμέ βλ. οϊμέ
  • ωκεάνιος , α, ο [ὠκεάνιος] ω-κε-ά-νι-ος επίθ. & ωκεανικός, ή, ό (επιστ.): ΩΚΕΑΝ. που σχετίζεται με τον ωκεανό ή επηρεάζεται από αυτόν: ~ος: πυθμένας/φλοιός. ~α: λεκάνη. ~ο: κλίμα. ~ες: περιοχές. ~α: κύματα/ρεύματα. Βλ. υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ωκεάνια τάφρος βλ. τάφρος [< μτγν. ὠκεάνειος, γαλλ. océanique, αγγλ. oceanic]
  • ωκεανογραφία [ὠκεανογραφία] ω-κε-α-νο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΩΚΕΑΝ. επιστήμη που μελετά τα γεωλογικά χαρακτηριστικά των ωκεανών, τα φυσικά, χημικά και βιολογικά φαινόμενα που έχουν σχέση με τα νερά των θαλασσών, καθώς και τη ζωή των θαλάσσιων οργανισμών: βιολογική/γεωλογική/φυσική/χημική ~. Βλ. -γραφία, υδροβιο-, ωκεανο-λογία. [< γερμ. Ozeanographie, γαλλ. océanographie, αγγλ. oceanography]
  • ωκεανογραφικός , ή, ό [ὠκεανογραφικός] ω-κε-α-νο-γρα-φι-κός επίθ.: ΩΚΕΑΝ. που σχετίζεται με την ωκεανογραφία: ~ός: δορυφόρος. ~ή: αποστολή. ~ό: ινστιτούτο/μουσείο/σκάφος. ~ές: έρευνες. [< γερμ. ozeanographisch, γαλλ. océanographique, αγγλ. oceanographic(al)]
  • ωκεανογράφος [ὠκεανογράφος] ω-κε-α-νο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας με ειδίκευση στην ωκεανογραφία. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. océanographe, αγγλ. oceanographer]
  • ωκεανολογία [ὠκεανολογία] ω-κε-α-νο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΩΚΕΑΝ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο την προστασία και παράλληλα την οικονομική αξιοποίηση των ωκεανών. Βλ. -λογία. [< γαλλ. océanologie, 1966, αγγλ. oceanology, ιταλ. oceanologia, 1976]
  • ωκεανολογικός , ή, ό [ὠκεανολογικός] ω-κε-α-νο-λο-γι-κός επίθ.: ΩΚΕΑΝ. που σχετίζεται με την ωκεανολογία. [< γαλλ. océanologique, αγγλ. oceanological]
  • ωκεανολόγος [ὠκεανολόγος] ω-κε-α-νο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας με ειδίκευση στην ωκεανολογία. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. océano logue, αγγλ. oceanologist]
  • ωκεανοπόρος , α/ος, ο [ὠκεανοπόρος] ω-κε-α-νο-πό-ρος επίθ. (λόγ.): που ταξιδεύει στους ωκεανούς: ~α: πλοία. Πβ. ποντοπόρος.|| (για πρόσ.) ~ος: ιστιοπλόος. Πβ. θαλασσοπόρος.

αηδόνι

αηδόνι [ἀηδόνι] αη-δό-νι ουσ. (ουδ.) {αηδον-ιού | -ιών} 1. ΟΡΝΙΘ. μικρόσωμο πτηνό (επιστ. ονομασ. Luscinia megarhynchos), γνωστό για το κελάηδημα του αρσενικού που είναι πιο μελωδικό τη νύχτα: γλυκόλαλο ~. Βλ. κουφ~, ψευτ~, ωδικά πτηνά. 2. (μτφ., για πρόσ.) που είναι εξαιρετικά καλλίφωνος ή σπανιότ. έχει ευχέρεια λόγου. ● Υποκ.: αηδονάκι (το) ● ΦΡ.: μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι & πληρώνω τον κούκο αηδόνι (προφ.): ακριβοπληρώνω κάτι, χωρίς να το αξίζει. [< μεσν. αηδόνιν]

αρμονία

αρμονία [ἁρμονία] αρ-μο-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. συμμετρία, ισορροπία, αναλογία μεταξύ των στοιχείων ενός συνόλου, αντιθετικών ή μη: αισθητική/πνευματική/σωματική/ψυχική ~. Η ~ του Σύμπαντος/της φύσης (πβ. ευρυθμία). ~ του πνεύματος και της ύλης/της ψυχής και του σώματος. ~ του προσώπου (πβ. ομορφιά). ~ κινήσεων (πβ. ρυθμός). Χρωματικές ~ες. ΑΝΤ. δυσαρμονία 2. ομόνοια: η ~ της οικογενειακής ζωής (: οικογενειακή ~). ~ στις σχέσεις. Επικρατεί ~. Η ~ αποκαθίσταται/διαταράσσεται/καταστρέφεται. Πβ. σύμπνοια. 3. ΜΟΥΣ. συνήχηση φθόγγων· συνεκδ. μελέτη της διαδοχής και της σχέσης των συγχορδιών σε μια σύνθεση: ~ και μελωδία. Βλ. παραφωνία. ● ΦΡ.: σε αρμονία με ...: σε συμφωνία με: ~ ~ το περιβάλλον. Για να είναι κανείς ~ ~ τους άλλους, πρέπει να βρίσκεται ~ ~ τον εαυτό του. [< γαλλ. en harmonie avec] [< αρχ. ἁρμονία, γαλλ. harmonie, αγγλ. harmony]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

ελεγεία

ελεγεία [ἐλεγεία] ε-λε-γεί-α ουσ. (θηλ.) 1. κάθε λυρικό καλλιτεχνικό έργο που εκφράζει συνήθ. μελαγχολία ή θλίψη: Η ταινία είναι μια ~ της μοναξιάς. 2. ΦΙΛΟΛ. είδος ποιήματος (της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας) που εξέφραζε συνήθ. λύπη και γραφόταν σε δίστιχα από τα οποία το ένα ήταν δακτυλικό εξάμετρο και το άλλο πεντάμετρο. Βλ. ίαμβος, μέλος. [< 1: γαλλ. élegie 2: αρχ. ἐλεγεία, αγγλ. elegy]

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

οϊμέ

οϊμέ [ὀϊμέ] ο-ϊ-μέ επιφών. & οϊμένα & ωιμέ & ωιμένα (λογοτ.): (για έκφραση ψυχικής οδύνης) αλίμονο. [< μεσν. οϊμέ, οϊμένα, ωιμέ, ωιμένα]

πρόωση

πρόωση πρό-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΜΗΧΑΝ. μηχανική ώθηση: αυτόματη/ηλεκτρική/πυρηνική ~. ~ αεροσκάφους/ελκυστήρα/πλοίου/πυραύλου. Κινητήρας/μέσο/μηχανισμός/ταχύτητα ~ης. Οχήματα διπλής ~ώσεως (: που έχουν δύο συστήματα, π.χ. θερμικό και ηλεκτρικό). Βλ. προώθηση. [< αρχ. πρόωσις, γαλλ.-αγγλ. propulsion]

τάφρος

τάφρος τά-φρος ουσ. (θηλ.): μακρόστενο, βαθύ χαντάκι· τεχνητό άνοιγμα στο έδαφος: αντιπλημμυρική/αποστραγγιστική/αποχετευτική/αρδευτική/περιφερειακή ~. Πβ. όρυγμα. Βλ. λάκκος.|| (παλαιότ., γύρω από φρούρια:) Αμυντική/μεσαιωνική/υδάτινη ~. Το κάστρο περιβαλλόταν από ~ο. ● ΣΥΜΠΛ.: τεκτονική τάφρος: ΓΕΩΛ. σημείο καταβύθισης δύο τεκτονικών πλακών, που δημιουργείται από δύο παράλληλα ρήγματα. [< αγγλ. rift valley] , ωκεάνια τάφρος: ΩΚΕΑΝ. επίμηκες στενό ρήγμα του θαλάσσιου πυθμένα, με μεγάλο βάθος: οι ~ες ~οι του Ειρηνικού. [< αγγλ. ocean(ic) trench] [< αρχ. τάφρος]

ύμνος

ύμνος [ὕμνος] ύ-μνος ουσ. (αρσ.) 1. τραγούδι με το οποίο εξυμνείται κάποιος ή κάτι, συνήθ. ιδέα, αξία· ειδικότ. ψαλμός: αρχαίος/θρησκευτικός/ορφικός ~. ~ του κόμματος/της (αθλητικής) ομάδας/του συλλόγου. Ο ~ των Ολυμπιακών Αγώνων.|| (ΛΟΓΟΤ.) ~ εις την Ελευθερίαν.|| (ΦΙΛΟΛ.) Ομηρικοί ~οι.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επινίκιος ~. Αναστάσιμοι/βυζαντινοί/ορθόδοξοι/χριστιανικοί ~οι. ~οι της Μεγάλης Εβδομάδας/των Χριστουγέννων (βλ. κανόνας, τροπάριο). Πβ. άσμα, υμνωδία. 2. (μτφ.) εγκώμιο, έκφραση μεγάλου θαυμασμού: οι ~οι των κριτικών/του Τύπου για το βιβλίο. Η ταινία αποτελεί έναν ~ο στη δημιουργία/στον έρωτα. ΣΥΝ. διθύραμβος (1), εξύμνηση ΑΝΤ. επίκριση, επιτίμηση (1) ● ΣΥΜΠΛ.: εθνικός ύμνος: καθιερωμένος σε κάθε κράτος ύμνος που εκφράζει την κοινή εθνική συνείδηση και παίζεται ή τραγουδιέται σε επίσημες εκδηλώσεις: ανάκρουση του ~ού ~ου., Ακάθιστος Ύμνος βλ. ακάθιστος [< αρχ. ὕμνος, γαλλ. hymne, αγγλ. hymn]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.