Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [58660-58680]


  • ωμοφάγος , ος, ο [ὠμοφάγος] ω-μο-φά-γος επίθ./ουσ. (λόγ.): που τρέφεται με ωμές, άψητες τροφές, κυρ. άψητο κρέας. Βλ. -φάγος. [< αρχ. ὠμοφάγος]
  • ωμοφόριο [ὠμοφόριο] ω-μο-φό-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ΕΚΚΛΗΣ. αρχιερατικό άμφιο που αποτελείται από μια πλατιά λωρίδα υφάσματος, την οποία φέρει ο επίσκοπος στους ώμους του κατά τη διάρκεια ιεροτελεστίας: μεγάλο/μικρό ~. Βλ. πετραχήλι. [< μτγν. ὠμοφόριον]
  • ώνια [ὤνια] ώ-νι-α ουσ. (ουδ.) (τα) (επίσ.): (κυρ. στη στρατιωτική ορολογία) ψώνια: αξιωματικός ωνίων. [< αρχ. ὤνια]
  • ωο- (λόγ.) α' συνθετικό κυρ. επιστ. όρων με αναφορά 1. στο αβγό: ~ειδής.|| ~τοκία. 2. στο ωάριο: ~θήκες/~ρρηξία.
  • ωογένεση [ᾠογένεση] ω-ο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. η διαδικασία σχηματισμού ωαρίων. Βλ. -γένεση. [< γαλλ. oogenèse , αγγλ. oogenesis]
  • ωοειδής , ής, ές [ᾠοειδής] ω-ο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που έχει σχήμα αβγού: ~ές: πρόσωπο. ~ή: φύλλα. Πβ. αβγοειδής, οβάλ. Βλ. -ειδής. [< αρχ. ᾠοειδὴς]
  • ωοθέτης [ᾠοθέτης] ω-ο-θέ-της ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. αιχμηρό σωληνοειδές όργανο στο άκρο της κοιλιάς του θηλυκού σε πολλά έντομα, μέσω του οποίου εναποτίθενται τα αβγά ή/και δημιουργείται μία τρύπα, ως υποδοχέας αυτών. Βλ. κεντρί. [< γαλλ. ovipositeur, αγγλ. ovipositor]
  • ωοθηκεκτομή [ᾠοθηκεκτομή] ω-ο-θη-κε-κτο-μή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εκτομή της μίας ή και των δύο ωοθηκών. Βλ. -εκτομή. [< γαλλ. ovariectomie, 1901, αγγλ. ovariectomy]
  • ωοθήκη [ᾠοθήκη] ω-ο-θή-κη ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το αναπαραγωγικό όργανο του θηλυκού οργανισμού που αποτελείται από δύο γεννητικούς αδένες μέσα στους οποίους σχηματίζονται τα ωάρια και παράγονται γεννητικές ορμόνες. Βλ. παραμήτριο. 2. ΒΟΤ. το τμήμα του άνθους που περιέχει τις σπερματικές βλάστες. Βλ. -θήκη. ● ΣΥΜΠΛ.: πολυκυστικές ωοθήκες βλ. πολυκυστικός [< γαλλ. ovaire]
  • ωοθηκικός , ή, ό [ᾠοθηκικός] ω-ο-θη-κι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ωοθήκη: ~ός: ιστός/καρκίνος. ~ή: ανεπάρκεια/διέγερση. ~ές: κύστεις. [< γαλλ. ovarien]
  • ωοθυλακικός , ή, ό [ᾠοθυλακικός] ω-ο-θυ-λα-κι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ. που σχετίζεται με το ωοθυλάκιο: ~ό: υγρό. ~ή φάση του κύκλου.
  • ωοθυλάκιο [ᾠοθυλάκιο] ω-ο-θυ-λά-κι-ο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΛ. σφαιροειδής κύστη της ωοθήκης που περιέχει ένα ωάριο. [< γαλλ. follicule ovarien]
  • ωοθυλακιορρηξία [ᾠοθυλακιορρηξία] ω-ο-θυ-λα-κι-ορ-ρη-ξί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. ωορρηξία.
  • ωοκύτταρο [ᾠοκύτταρο] ω-ο-κύτ-τα-ρο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΛ. θηλυκό αναπαραγωγικό κύτταρο που ωριμάζοντας εξελίσσεται σε ωάριο. [< γερμ. Ovocyte, γαλλ.-αγγλ. o(v)ocyte]
  • ωοληψία [ᾠοληψία] ω-ο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαδικασία λήψης ωαρίων από τις ωοθήκες που γίνεται με παρακέντηση, στα πλαίσια εξωσωματικής γονιμοποίησης. Βλ. εμβρυομεταφορά, -ληψία.
  • ωόν [ᾠόν] ω-όν ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (επίσ.): αβγό. ● ΦΡ.: κακού κόρακος, κακόν ωόν βλ. κόρακας, σιγά τ' αβγά βλ. αβγό & αυγό [< αρχ. ᾠόν]
  • ωοπαραγωγή [ᾠοπαραγωγή] ω-ο-πα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): παραγωγή αβγών από κότες πτηνοτροφείου: όρνιθες ~ής. Βλ. -παραγωγή.
  • ωορρηξία [ᾠορρηξία] ω-ορ-ρη-ξί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. ρήξη, απελευθέρωση ωαρίου από την ωοθήκη: τεστ ~ας. ΣΥΝ. ωοθυλακιορρηξία [< γαλλ. ovulation]
  • ωοσκόπηση [ᾠοσκόπηση] ω-ο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): (κυρ. για πτηνά) έλεγχος της γονιμότητας των αβγών. Βλ. -σκόπηση.
  • ωοτοκία [ᾠοτοκία] ω-ο-το-κί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. μέθοδος αναπαραγωγής ορισμένων ζώων, κυρ. ψαριών, πτηνών, εντόμων, κατά την οποία το θηλυκό γεννά αβγά, τα οποία και εκκολάπτει έξω από τον οργανισμό: ~ της καρέτα καρέτα. Βλ. -τοκία. [< αρχ. ᾠοτοκία]

αβγό & αυγό

αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]

-γένεση

-γένεση: β' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει τη γέννηση, τη δημιουργία: αβιο~/αγγειο~/ανθρωπο~/βιο~/εμβρυο~/ιζηματο~/καρκινο~/κοσμο~/κυτταρο~/λιπο~/οργανο~/οστεο~/παθο~/παρα~/παρθενο~/σεισμο~. Πβ. -γονία.

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

-εκτομή

-εκτομή & -εκτομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει την αφαίρεση με χειρουργική τομή του οργάνου ή τμήματος που δηλώνεται με το α' συνθετικό: εντερ~/ηπατ~/λαρυγγ~/μαστ~/ογκ~.

εμβρυομεταφορά

εμβρυομεταφορά [ἐμβρυομεταφορά] εμ-βρυ-ο-με-τα-φο-ρά ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. το τελικό στάδιο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, οπότε γίνεται επιλογή ενός ή περισσότερων εμβρύων και μεταφορά τους στην κοιλότητα της μήτρας: ~ βλαστοκύστεων. Ωοληψία και ~. Βλ. κρυοσυντήρηση. [< αγγλ. embryo transfer, 1966]

-θήκη

-θήκη: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση ειδικής κατασκευής, αντικειμένου ή χώρου όπου τοποθετούνται ή φυλάσσονται αντικείμενα: βιβλιο~/εργαλειο~/καρτελο~/καρτο~/ομπρελο~/παπουτσο~/προσπεκτο~.|| Κλειδο~/μαξιλαρο~.|| Aβγο~ (πβ. αβγουλ-ιέρα).|| Γλυπτο~/πινακο~. Οστεο~ (βλ. οστεο-φυλάκιο).

κεντρί

κεντρί κε-ντρί ουσ. (ουδ.) {κεντρ-ιού} 1. ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. αιχμηρό όργανο ορισμένων ζώων με το οποίο τσιμπούν το θύμα τους και εγχέουν δηλητήριο στο σώμα του: ~ σαλαχιού/σκορπιού/σφήκας. Αφαίρεση ~ιού μέλισσας από το δέρμα. 2. (μτφ.) καυστικό σχόλιο: το ~ της κριτικής. Πβ. αιχμή, καρφί. Βλ. μπηχτή. [< μτγν. κεντρίον]

κόρακας

κόρακας κό-ρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (προφ.) -άκου}: ΟΡΝΙΘ. κοράκι: αυτοκρατορικός/μαύρος ~. Η κραυγή/φωλιά του ~α. Βλ. θαλασσο~, νυχτο~, φαλακρο~. ● ΦΡ.: άι/άντε στον κόρακα! & (σπάν.) άι στον λύκο! (υβριστ.): εξαφανίσου, χάσου. Πβ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο!, κακού κόρακος, κακόν ωόν (λόγ. παροιμ.): ο κακός δάσκαλος βγάζει κακούς μαθητές., κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων διεφθαρμένων ή/και με κοινά συμφέροντα., κοράκου χρώμα: για κάτι κατάμαυρο: μαλλιά ~ ~., όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι (παροιμ.): για κάτι αδύνατο, ανέφικτο. [< μεσν. κόρακας]

-παραγωγή

-παραγωγή: το ουσιαστικό παραγωγή ως β' συνθετικό με αναφορά σε συγκεκριμένο προϊόν ή είδος: βαμβακο~/γαλακτο~/ελαιο~/ιχθυο~/καπνο~/σπορο~/σταφιδο~.|| Βιβλιο~.

πετραχήλι

πετραχήλι πε-τρα-χή-λι ουσ. (ουδ.) {πετραχηλ-ιού} (λαϊκό): ΕΚΚΛΗΣ. μακρόστενο άμφιο με χρυσοκέντητους σταυρούς και κρόσσια στο κάτω μέρος, το οποίο ο ιερέας φορά από τον λαιμό κατά την τέλεση ιεροπραξιών. ΣΥΝ. επιτραχήλιο, περιτραχήλιο (2) ● ΦΡ.: λαγούς με/και πετραχήλια βλ. λαγός [< μεσν. πετραχήλι(ν) < επιτραχήλιον. Στη ΦΡ. λαγούς με πετραχήλια πρόκειται για το περιτραχήλιον, ‘περιδέραιο, περιλαίμιο’]

πολυκυστικός

πολυκυστικός, ή, ό πο-λυ-κυ-στι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που περιέχει πολλές κύστεις, κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πολυκυστικές ωοθήκες: παθολογική κατάσταση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται ωορρηξία, λόγω δυσλειτουργίας των ορμονών και συσσώρευσης πολλών μικρών κύστεων στις ωοθήκες. Σύνδρομο ~ών ~ών. Βλ. υπογονιμότητα. [< αγγλ. polycystic]

-σκόπηση

-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.

-τοκία

-τοκία: β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά που σχετίζονται με τη γέννηση: δυσ~/πολυ~/ωο~.

-φάγος & -φαγος

-φάγος & -φαγος, ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~. 2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος). 3. καταπατητή: οικοπεδο~. 4. ασθένεια: τριχο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.