αναστολή [ἀναστολή] α-να-στο-λή ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. προσωρινή διακοπή ή αναβολή: άμεση/μερική/προσωρινή ~. ~ της δίκης/(των) εργασιών (πβ. πάγωμα)/των εχθροπραξιών (πβ. εκεχειρία, ανακωχή)/των κινητοποιήσεων. ~ εργασίας (για τους ανεμβολίαστους). Άρση της ~ής. Ακίνητο που τελεί υπό ~/υπό καθεστώς ~ής της οικοδομικής άδειας. Πβ. μετάθεση. Βλ. εκκρεμότητα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Το λάπτοπ βρίσκεται σε κατάσταση ~ής (λειτουργίας). 2. ΝΟΜ. διαταγή δικαστηρίου να μην εκτελεστεί η ποινή που επέβαλε, με την προϋπόθεση ότι ο καταδικασμένος δεν θα διαπράξει νέο ποινικό αδίκημα για ορισμένη χρονική περίοδο: Φυλάκιση με ~. ● αναστολές (οι): ηθικοί ενδοιασμοί, δισταγμοί: Ντροπαλός και γεμάτος ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= φραγμούς, πβ. αδίστακτος, ανενδοίαστος). Πβ. ενοχές. [< αγγλ.-γαλλ. inhibitions] [< 1: πβ. μτγν. ἀναστολή ‘περιορισμός’, γαλλ.-αγγλ. suspension 2: γαλλ. sursis]
απεντόμωση [ἀπεντόμωση] α-πε-ντό-μω-ση ουσ. (θηλ.): συστηματική καταπολέμηση ανεπιθύμητων εντόμων με χρήση παρασιτοκτόνων: ετήσια/οικολογική/προληπτική ~. ~ εδάφους/κτιρίων/προϊόντων/χώρων. ~ώσεις και απολυμάνσεις/μυοκτονίες. Βλ. υποκαπνισμός. [< γαλλ. désinsectisation, 1932]
απολεσθείς, είσα, έν [ἀπολεσθείς] α-πο-λε-σθείς επίθ. (επίσ.): χαμένος: ~είσα: ταυτότητα. ~είσες: αποσκευές/ώρες μαθημάτων. ~έντα: έγγραφα. Αναπλήρωση ~έντος εισοδήματος. Εύρεση ~έντων και κλαπέντων αντικειμένων.|| (ως ουσ.) Οι ~έντες του ναυαγίου. ● Ουσ.: απολεσθέντα (τα): τμήμα συνήθ. σε αεροδρόμιο για αντικείμενα που έχουν χαθεί ή δεν έχουν φτάσει στον προορισμό τους: Αναζήτηση αποσκευών στα ~. Γραφείο ~έντων. ● βλ. απολλύω [< αρχ. ἀπόλλυμι]
απορρυπαντικό [ἀπορρυπαντικό] α-πορ-ρυ-πα-ντι-κό ουσ. (ουδ.): χημική ουσία καθαρισμού συνήθ. με τη χρήση νερού: απαλό/συμπυκνωμένο ~. ~ γενικής χρήσης/πιάτων (= υγρό πιάτων)/πλυντηρίου. Επαγγελματικά/οικιακά ~ά. ~ για δύσκολους λεκέδες/σε σκόνη. ~ά και απολυμαντικά/μαλακτικά. Πβ. καθαριστικό. [< γαλλ. détergent, détersif, αγγλ. detergent]
-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.
διονυσιακός, ή, ό δι-ο-νυ-σι-α-κός επίθ. 1. ΑΡΧ. που σχετίζεται με τον θεό Διόνυσο: ~ός: θίασος/χορός. ~ή: θρησκεία/λατρεία. ~ό: θέατρο. ~ές: τελετές. ΣΥΝ. βακχικός (1) 2. (μτφ.) εκστατικός, ενθουσιώδης, οργιαστικός: ~ή: ατμόσφαιρα.|| (ΦΙΛΟΣ.) Διαμάχη ανάμεσα στο απολλώνιο και το ~ό στοιχείο (: που χαρακτηρίζεται από τη μανία, το ένστικτο). [< αρχ. διονυσιακός, γαλλ. dionysiaque, αγγλ. Dionysiac]
ενδεικτικό [ἐνδεικτικό] εν-δει-κτι-κό ουσ. (ουδ.): έγγραφο που χορηγείται στους μαθητές των πέντε πρώτων τάξεων του Δημοτικού και στα παιδιά του Νηπιαγωγείου στο τέλος του σχολικού έτους, με το οποίο πιστοποιείται η προαγωγή τους στην επόμενη τάξη. Βλ. απολυτήριο.
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
κοντάκιο κο-ντά-κι-ο ουσ. (ουδ.) {κοντακί-ου} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ) εκκλησιαστικός ύμνος ο οποίος περιλαμβάνει το εγκώμιο του Αγίου που γιορτάζει ή το ιστορικό της εκάστοτε εορτής: το ~ του Ακάθιστου Ύμνου/των Χριστουγέννων. Η ακροστιχίδα/το εφύμνιο/οι οίκοι/το προοίμιο του ~ου. Ψάλλεται το ~ ... Βλ. απολυτίκιο, τροπάριο. 2. (λόγ.) κοντάκι. [< μεσν. κοντάκιον]
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
μωραίνω μω-ραί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) (λόγ.): αποβλακώνω ή φέρομαι ως ανόητος: ~ει ο έρωτας (= τυφλώνει).|| Άρχισε να γερνά και να ~εται. Πβ. ξεκουτιαίνω, ξεμωραίνομαι. ΑΝΤ. βάζω μυαλό/νιονιό (1) ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι (λόγ.): σε περιπτώσεις που κάποιος κάνει εντελώς παράλογες ή ανόητες πράξεις. [< αρχ. μωραίνω ‘είμαι ανόητος ή τρελός’]
προαγωγικός, ή, ό προ-α-γω-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται κυρ. με τον προβιβασμό μαθητών σε επόμενη τάξη ή με τη μετάβαση σε ανώτερη ιεραρχικά βαθμίδα: ~ές: εξετάσεις (Γυμνασίου). Βλ. απολυτήριος.|| ~ές: κρίσεις (στελεχών). [< πβ. μτγν. προαγωγικός 'που συντελεί στην πρόοδο']
-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ