Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6760-6780]


  • απολλύω [ἀπολλύω] α-πολ-λύ-ω ρ. (μτβ.) {εύχρ. μόνο στους τ. απώλε-σα, απολέ-σει, απωλέ-σθηκε (λόγ. -σθη, μτχ. απολε-σθείς, -σθείσα, -σθέν), απολε-σθεί} (επίσ.): χάνω: ~σε το αξίωμα/τις ελπίδες του/κάθε έννοια αξιοπρέπειας. Μετοχές που ~σαν το ...% της αξίας τους. ~σθη η ευκαιρία να ... Αντικείμενα που ~σθηκαν ή εκλάπησαν κατά τη μεταφορά.|| Οπλίτες που ~σθησαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων (= χάθηκαν, σκοτώθηκαν). ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι βλ. μωραίνω ● βλ. απολεσθείς [< αρχ. ἀπολλύω, ἀπόλλυμι]
  • απολλώνιος , α, ο [ἀπολλώνιος] α-πολ-λώ-νι-ος επίθ. 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από αρμονία, κάλλος, μέτρο: ~α: ομορφιά (πβ. ολύμπιος). ~ο: κορμί/πνεύμα.|| (ΦΙΛΟΣ.) Το ~ο στοιχείο (: εμπεριέχει τον λόγο, το μέτρο και την αυτοκυριαρχία). Βλ. διονυσιακός. 2. που σχετίζεται με τον θεό Απόλλωνα: ~α: λύρα. ~οι: χρησμοί. [< 1: γερμ. apollinisch, γαλλ. apollinien 2: αρχ. ἀπολλώνιος]
  • απολογητής [ἀπολογητής] α-πο-λο-γη-τής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. απολογήτρια} 1. (συνήθ. μειωτ.) πρόσωπο που υπερασπίζεται με σθένος μια ιδεολογία, ένα κίνημα, έναν θεσμό: ~ του καπιταλισμού/κομμουνισμού. Όψιμος ~ μιας θεωρίας. Οι ~ές του συστήματος. Όργανα και ~ές της εξουσίας. Πβ. θιασώτης, οπαδός, προπαγανδιστής, υποστηρικτής. 2. ΘΕΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Α) καθένας από τους χριστιανούς συγγραφείς, κυρ. του 2ου μ.Χ. αι., ο οποίος με το έργο του υπερασπιζόταν τη χριστιανική πίστη απέναντι στην ειδωλολατρία και τον ιουδαϊσμό: Οι ~ές και Πατέρες της Εκκλησίας. [< μεσν. απολογητής 'που απολογείται σε δικαστήριο', γερμ. Apologet, γαλλ. apologiste, αγγλ. apologizer]
  • απολογητική [ἀπολογητική] α-πο-λο-γη-τι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΘΕΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Α) κλάδος της Θεολογίας που έχει ως αντικείμενο την υπεράσπιση των δογμάτων της χριστιανικής πίστης: ορθόδοξη ~. Δογματική, Ηθική και ~. 2. (κατ' επέκτ.) κάθε μορφή υπεράσπισης μιας ιδεολογίας, ενός συστήματος: ~ του καθεστώτος. ΣΥΝ. απολογία (2) [< γαλλ. apologétique, αγγλ. apologetic]
  • απολογητικός , ή, ό [ἀπολογητικός] α-πο-λο-γη-τι-κός επίθ. 1. που έχει χαρακτήρα απολογίας, υπεράσπισης: ~ή: απάντηση/διάθεση/επιστολή/στάση. ~ό: έργο/κείμενο/(ΝΟΜ.) υπόμνημα/ύφος. Σε ~ή θέση/~ό τόνο.|| (για πρόσ.) Εμφανίστηκε αμήχανος και ~ (για την ήττα της ομάδας). 2. ΘΕΟΛ. που σχετίζεται με την απολογητική: ~ά: κείμενα. ● επίρρ.: απολογητικά [< αρχ. ἀπολογητικός 'κατάλληλος για απολογία', γαλλ. apologétique, αγγλ. apologetic]
  • απολογία [ἀπολογία] α-πο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) λόγος με τον οποίο υπερασπίζεται κάποιος τον εαυτό του, όταν κατηγορείται: (προ)ανακριτική/έγγραφη/προφορική/συμπληρωματική ~. Μαραθώνια ~ (= πολύωρη). Καλώ (κάποιον) σε ~ (: για σφάλμα ή παράλειψη). Ανακαλώ/συντάσσω/υποβάλλω την ~ μου. Βλ. -λογία. 2. (μτφ.) γραπτή ή προφορική υπεράσπιση θεωρίας, ιδέας, θεσμού. ΣΥΝ. απολογητική (2) [< αρχ. ἀπολογία, γαλλ. apologie, αγγλ. apology]
  • απολογισμός [ἀπολογισμός] α-πο-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. παρουσίαση δραστηριότητας, γεγονότος, κατάστασης και αξιολόγησή τους μετά την ολοκλήρωσή τους: αρνητικός/γενικός/θετικός/συνολικός/τελικός ~. ~ της δράσης/των ζημιών/της καταστροφής/των πεπραγμένων του ιδρύματος (= έκθεση πεπραγμένων)/της σεζόν (που πέρασε)/του συνεδρίου. Ο εκπρόσωπος τύπου προέβη σε ~ό του κυβερνητικού έργου. Πβ. συγκεφαλαίωση, σύνοψη.|| (μτφ.) Είναι η ώρα του ~ού (βλ. λογοδοσία). Kάνω τον ~ό της ζωής μου. Κάνοντας έναν μικρό/πρώτο/σύντομο ~ό ... Ο θλιβερός/τραγικός ~ του πολέμου ήταν ... Πβ. αποτίμηση. 2. ΟΙΚΟΝ. απόδοση λογαριασμού για συγκεκριμένη διαχείριση: διοικητικός/οικονομικός/ταμειακός ~. ~ εργασιών/εσόδων και εξόδων/εταιρικής υπευθυνότητας/του κράτους (: για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους). Ετήσιος ~ εταιρείας. Ισολογισμός και ~ έτους ... Έγκριση ~ού. Η επιχείρηση παρουσίασε τον ~ό της. Βλ. -ισμός. [< αρχ. ἀπολογισμός, γαλλ. report]
  • απολογιστικός , ή, ό [ἀπολογιστικός] α-πο-λο-γι-στι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τον απολογισμό: ~ός: πίνακας (εσόδων). ~ή: έκθεση/συνέλευση. ~ό: δελτίο/κόστος. ~ά: στοιχεία (δραστηριότητας μιας εταιρείας). Ετήσιος ~ έλεγχος.
  • απολογούμαι [ἀπολογοῦμαι] α-πο-λο-γού-μαι ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {απολογ-είσαι ... | απολογ-ήθηκα, -ηθεί, -ούμενος} 1. (επίσ.) υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κατηγορίες που μου αποδίδονται: Ο κατηγορούμενος ~ήθηκε στον/ενώπιον του ανακριτή. Πήρε προθεσμία για να ~ηθεί. ~ούμενος ο ... είπε/υποστήριξε ότι ... 2. δίνω εξηγήσεις, λογοδοτώ: ~ για τα λάθη/τις πράξεις μου. Δεν υπάρχει λόγος να ~είσαι. Πβ. δικαιολογούμαι.|| (καταχρ., κυρ. στην Κύπρο ως αγγλισμός) ζητώ συγγνώμη. [< 1: αρχ. ἀπολογοῦμαι, αγγλ. apologize]
  • απολυμαίνω [ἀπολυμαίνω] α-πο-λυ-μαί-νω ρ. (μτβ.) {απολύμα-νε, απολυμά-νει, -νθηκε, -νθεί, -σμένος, απολυμαίν-οντας}: κάνω απολύμανση: ~αν το εργαστήριο/τα ρούχα/τον χώρο. Προϊόν που καθαρίζει και ~ει την κουζίνα/την τουαλέτα. Συνεργείο θα ~νει το σχολείο (μετά το πρόσφατο κρούσμα μηνιγγίτιδας). Να ~νεις την πληγή με αντισηπτικό/οινόπνευμα! Νερό που έχει ~νθεί με χλώριο. ~σμένη: επιφάνεια. Πβ. αποστειρώνω. [< αρχ. ἀπολυμαίνομαι, γαλλ. désinfecter]
  • απολύμανση [ἀπολύμανση] α-πο-λύ-μαν-ση ουσ. (θηλ.): καταστροφή παθογόνων ή μη μικροοργανισμών (μικροβίων, παρασίτων) με κατάλληλες μέθοδους (χημικές ουσίες, υπεριώδη ακτινοβολία): γενική/θερμική/χημική ~. ~ (ιατρικού) εξοπλισμού/χώρων υγιεινής. Αποφράξεις-~άνσεις. ~ του εδάφους/νερού (με χλώριο). ~ από μύκητες και βακτήρια. Πβ. αποστείρωση. Βλ. απεντόμωση, μυοκτονία. [< γαλλ. désinfection]
  • απολυμαντής [ἀπολυμαντής] α-πο-λυ-μα-ντής ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή απολύμανσης. 2. τεχνικός που κάνει απολυμάνσεις: ~ σε νοσοκομείο. [< γαλλ. désinfecteur]
  • απολυμαντικός , ή, ό [ἀπολυμαντικός] α-πο-λυ-μα-ντι-κός επίθ.: που απολυμαίνει: ~ό: διάλυμα/σαπούνι. ~ά: μαντιλάκια. Σκόνη με ~ές ιδιότητες. Πβ. αντισηπτ-, καθαριστ-ικός. ● Ουσ.: απολυμαντικό (το): ουσία ή προϊόν για απολύμανση: υγρό ~. ~ εργαλείων/τουαλέτας. ~ με μικροβιοκτόνο δράση. Βλ. απορρυπαντικό, βακτηριοκτόνο.|| ~ά εδάφους. [< γαλλ. désinfectant]
  • απόλυση [ἀπόλυση] α-πό-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. διακοπή της σύμβασης εργασίας με εντολή του εργοδότη ή της υπαλληλικής σχέσης με νόμο ή διοικητική πράξη: άκυρη/αυτοδίκαιη/καταχρηστική/οριστική/παράνομη ~. ~ εργαζομένου/συμβασιούχου/υπαλλήλου. Επικείμενες/μαζικές/ομαδικές ~ύσεις. Αποζημίωση/πράξη ~ης. Του ανακοινώθηκε/κοινοποιήθηκε η ~ή του. Τον απείλησε με ~. Έγιναν/πραγματοποιήθηκαν/προαναγγέλθηκαν ~ύσεις προσωπικού. Κύμα ~ύσεων. Πβ. απομάκρυνση, παύση. Βλ. εργασιακή εφεδρεία. ΑΝΤ. διορισμός (1), πρόσληψη (1) 2. (επίσ.) χορήγηση απολυτηρίου σε στρατιώτη που ολοκλήρωσε τη θητεία του· αποφοίτηση μαθητή από την τελευταία τάξη του Γυμνασίου ή του Λυκείου: ~ της ΕΣΣΟ ...|| Αποτελέσματα/βαθμός/τίτλος ~ης (από το Λύκειο). Πβ. αποφοίτηση. 3. (επίσ.) αποφυλάκιση: ~ κρατουμένου. (ΝΟΜ.) Υπό όρους ~ (καταδίκου). Βλ. αναστολή. 4. ΕΚΚΛΗΣ. το τελευταίο μέρος κάθε ακολουθίας και της Θείας Λειτουργίας. [< αρχ. ἀπόλυσις, γερμ. Entlassung]
  • απολυταρχία [ἀπολυταρχία] α-πο-λυ-ταρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του ανώτατου άρχοντα· απόλυτη μοναρχία. Πβ. δεσποτεία, τυραννία. Βλ. -αρχία. [< γαλλ. absolutisme]
  • απολυταρχικός , ή, ό [ἀπολυταρχικός] α-πο-λυ-ταρ-χι-κός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με την απολυταρχία: ~ός: τρόπος διακυβέρνησης. ~ό: καθεστώς. Πβ. ολοκληρωτικός.|| ~ και σκληρός/τυραννικός μονάρχης. Πβ. αυταρχ-, δεσποτ-ικός. ● επίρρ.: απολυταρχικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. absolutiste]
  • απολυταρχισμός [ἀπολυταρχισμός] α-πο-λυ-ταρ-χι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. απολυταρχία. Πβ. δεσποτισμός. Βλ. αυταρχ-, συγκεντρωτ-ισμός, δικτατορία.
  • απολυτήριο [ἀπολυτήριο] α-πο-λυ-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.): πιστοποιητικό αποφοίτησης μαθητή ή απόλυσης στρατευμένου: εθνικό/ενιαίο ~. ~ Δημοτικού/Γυμνασίου. ~ Λυκείου/Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Βαθμός/κάτοχος/χορήγηση ~ίου. Παίρνω ~. Βλ. ενδεικτικό, πτυχίο.|| ~ στρατού. Βλ. -τήριο. [< γερμ. Entlassungszeugnis]
  • απολυτήριος , α, ο [ἀπολυτήριος] α-πο-λυ-τή-ρι-ος επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με την απόλυση από την τελευταία τάξη του Γυμνασίου ή του Λυκείου: ~ος: τίτλος. ~ες: εξετάσεις. Βλ. προαγωγικός, -τήριος.
  • απολυτίκιο [ἀπολυτίκιο] α-πο-λυ-τί-κι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου κ. -ίου} (συνήθ. με κεφαλ. Α): ΕΚΚΛΗΣ. σύντομο τροπάριο το οποίο ψάλλεται στην απόλυση της ιερής ακολουθίας την ημέρα συγκεκριμένης εορτής: ~ των Τριών Ιεραρχών/των Χριστουγέννων. Αναστάσιμα ~α. Βλ. κοντάκιο, μεγαλυνάρια. [< μεσν. απολυτίκι(ο)ν]

αναστολή

αναστολή [ἀναστολή] α-να-στο-λή ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. προσωρινή διακοπή ή αναβολή: άμεση/μερική/προσωρινή ~. ~ της δίκης/(των) εργασιών (πβ. πάγωμα)/των εχθροπραξιών (πβ. εκεχειρία, ανακωχή)/των κινητοποιήσεων. ~ εργασίας (για τους ανεμβολίαστους). Άρση της ~ής. Ακίνητο που τελεί υπό ~/υπό καθεστώς ~ής της οικοδομικής άδειας. Πβ. μετάθεση. Βλ. εκκρεμότητα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Το λάπτοπ βρίσκεται σε κατάσταση ~ής (λειτουργίας). 2. ΝΟΜ. διαταγή δικαστηρίου να μην εκτελεστεί η ποινή που επέβαλε, με την προϋπόθεση ότι ο καταδικασμένος δεν θα διαπράξει νέο ποινικό αδίκημα για ορισμένη χρονική περίοδο: Φυλάκιση με ~.αναστολές (οι): ηθικοί ενδοιασμοί, δισταγμοί: Ντροπαλός και γεμάτος ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= φραγμούς, πβ. αδίστακτος, ανενδοίαστος). Πβ. ενοχές. [< αγγλ.-γαλλ. inhibitions] [< 1: πβ. μτγν. ἀναστολή ‘περιορισμός’, γαλλ.-αγγλ. suspension 2: γαλλ. sursis]

απεντόμωση

απεντόμωση [ἀπεντόμωση] α-πε-ντό-μω-ση ουσ. (θηλ.): συστηματική καταπολέμηση ανεπιθύμητων εντόμων με χρήση παρασιτοκτόνων: ετήσια/οικολογική/προληπτική ~. ~ εδάφους/κτιρίων/προϊόντων/χώρων. ~ώσεις και απολυμάνσεις/μυοκτονίες. Βλ. υποκαπνισμός. [< γαλλ. désinsectisation, 1932]

απολεσθείς

απολεσθείς, είσα, έν [ἀπολεσθείς] α-πο-λε-σθείς επίθ. (επίσ.): χαμένος: ~είσα: ταυτότητα. ~είσες: αποσκευές/ώρες μαθημάτων. ~έντα: έγγραφα. Αναπλήρωση ~έντος εισοδήματος. Εύρεση ~έντων και κλαπέντων αντικειμένων.|| (ως ουσ.) Οι ~έντες του ναυαγίου. ● Ουσ.: απολεσθέντα (τα): τμήμα συνήθ. σε αεροδρόμιο για αντικείμενα που έχουν χαθεί ή δεν έχουν φτάσει στον προορισμό τους: Αναζήτηση αποσκευών στα ~. Γραφείο ~έντων. ● βλ. απολλύω [< αρχ. ἀπόλλυμι]

απορρυπαντικό

απορρυπαντικό [ἀπορρυπαντικό] α-πορ-ρυ-πα-ντι-κό ουσ. (ουδ.): χημική ουσία καθαρισμού συνήθ. με τη χρήση νερού: απαλό/συμπυκνωμένο ~. ~ γενικής χρήσης/πιάτων (= υγρό πιάτων)/πλυντηρίου. Επαγγελματικά/οικιακά ~ά. ~ για δύσκολους λεκέδες/σε σκόνη. ~ά και απολυμαντικά/μαλακτικά. Πβ. καθαριστικό. [< γαλλ. détergent, détersif, αγγλ. detergent]

-αρχία

-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.

διονυσιακός

διονυσιακός, ή, ό δι-ο-νυ-σι-α-κός επίθ. 1. ΑΡΧ. που σχετίζεται με τον θεό Διόνυσο: ~ός: θίασος/χορός. ~ή: θρησκεία/λατρεία. ~ό: θέατρο. ~ές: τελετές. ΣΥΝ. βακχικός (1) 2. (μτφ.) εκστατικός, ενθουσιώδης, οργιαστικός: ~ή: ατμόσφαιρα.|| (ΦΙΛΟΣ.) Διαμάχη ανάμεσα στο απολλώνιο και το ~ό στοιχείο (: που χαρακτηρίζεται από τη μανία, το ένστικτο). [< αρχ. διονυσιακός, γαλλ. dionysiaque, αγγλ. Dionysiac]

ενδεικτικό

ενδεικτικό [ἐνδεικτικό] εν-δει-κτι-κό ουσ. (ουδ.): έγγραφο που χορηγείται στους μαθητές των πέντε πρώτων τάξεων του Δημοτικού και στα παιδιά του Νηπιαγωγείου στο τέλος του σχολικού έτους, με το οποίο πιστοποιείται η προαγωγή τους στην επόμενη τάξη. Βλ. απολυτήριο.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κοντάκιο

κοντάκιο κο-ντά-κι-ο ουσ. (ουδ.) {κοντακί-ου} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ) εκκλησιαστικός ύμνος ο οποίος περιλαμβάνει το εγκώμιο του Αγίου που γιορτάζει ή το ιστορικό της εκάστοτε εορτής: το ~ του Ακάθιστου Ύμνου/των Χριστουγέννων. Η ακροστιχίδα/το εφύμνιο/οι οίκοι/το προοίμιο του ~ου. Ψάλλεται το ~ ... Βλ. απολυτίκιο, τροπάριο. 2. (λόγ.) κοντάκι. [< μεσν. κοντάκιον]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

μωραίνω

μωραίνω μω-ραί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) (λόγ.): αποβλακώνω ή φέρομαι ως ανόητος: ~ει ο έρωτας (= τυφλώνει).|| Άρχισε να γερνά και να ~εται. Πβ. ξεκουτιαίνω, ξεμωραίνομαι. ΑΝΤ. βάζω μυαλό/νιονιό (1) ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι (λόγ.): σε περιπτώσεις που κάποιος κάνει εντελώς παράλογες ή ανόητες πράξεις. [< αρχ. μωραίνω ‘είμαι ανόητος ή τρελός’]

προαγωγικός

προαγωγικός, ή, ό προ-α-γω-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται κυρ. με τον προβιβασμό μαθητών σε επόμενη τάξη ή με τη μετάβαση σε ανώτερη ιεραρχικά βαθμίδα: ~ές: εξετάσεις (Γυμνασίου). Βλ. απολυτήριος.|| ~ές: κρίσεις (στελεχών). [< πβ. μτγν. προαγωγικός 'που συντελεί στην πρόοδο']

-τήριο

-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.