Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6780-6800]


  • απόλυτο [ἀπόλυτο] α-πό-λυ-το ουσ. (ουδ.) 1. ιδεατό, τέλειο: Αναζητεί/επιδιώκει το ~. Πβ. απολυτότητα.|| (προφ.) Η ομάδα πέτυχε το ~ (: μόνο νίκες σε μια σειρά αγώνων)! 2. ΦΙΛΟΣ. αυτό που δεν προέρχεται ούτε εξαρτάται από τίποτε άλλο, αλλά φέρνει μέσα του τον λόγο της ύπαρξής του· η υπερβατική αρχή από την οποία προέρχεται τόσο η φύση όσο και το πνεύμα· ο Θεός, το θείο. ΑΝΤ. σχετικό [< μτγν. ἀπόλυτος, γαλλ. absolu]
  • απολυτοποίηση [ἀπολυτοποίηση] α-πο-λυ-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολυτοποιώ: ~ των αξιών. Βλ. -ποίηση. ΑΝΤ. σχετικοποίηση [< αγγλ. absolutization]
  • απολυτοποιώ [ἀπολυτοποιῶ] α-πο-λυ-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {απολυτοποι-είς ..., -ώντας | απολυτοποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: καθιστώ κάτι απόλυτο: Λόγος που ~εί τις διαφορές και τις παγιώνει. Βλ. -ποιώ. ΑΝΤ. σχετικοποιώ [< αγγλ. absolutize]
  • απόλυτος , η, ο [ἀπόλυτος] α-πό-λυ-τος επίθ. 1. πλήρης, ολοκληρωτικός και κατ' επέκτ. αδιαμφισβήτητος: ~ος: σεβασμός (των δικαιωμάτων του παιδιού). ~η: ανάγκη (= επιτακτική)/ανεξαρτησία/δύναμη/ελευθερία/επιτυχία/ευθύνη/πειθαρχία/προτεραιότητα/τάξη. ~ο: δόγμα/(ΦΙΛΟΣ.) κακό/καλό. Καθολική και ~η απαγόρευση. Αναζήτηση της ~ης αλήθειας/γνώσης. Με ~η ακρίβεια/βεβαιότητα/πιστότητα/σαφήνεια. Έχουν τον ~ο έλεγχο. ~η ησυχία! Έχεις ~ο δίκιο.|| (λόγ.) Άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης μου.|| (ΝΟΜ.) ~οι λόγοι απαραδέκτου.|| ~ος: άρχοντας/μονάρχης (: που έχει ~η εξουσία).|| (προφ.-εμφατ. + άρθ.) Ο ~ έρωτας! Η ~η ασυνεννοησία/ευτυχία/καταστροφή/ομορφιά! Επικρατεί η ~η σιωπή/το ~ο σκοτάδι! Ξεκίνησε από το ~ο μηδέν (= από το τίποτα)! Ο ~ σταρ! (= ο ένας και μοναδικός, ο τέλειος). Το ~ο αρσενικό/θηλυκό. 2. αδιάλλακτος: Μην είσαι τόσο ~ (στις απόψεις σου)! Πβ. δογματ-, κατηγορηματ-, μονολιθ-ικός. 3. (για μέγεθος) πραγματικός ως προς την τιμή του (βάσει συγκεκριμένης συνήθ. μονάδας μέτρησης), που δεν υπολογίζεται σε σχέση με κάτι άλλο: ~ος: χρόνος. ~η: αξία (ποσού)/ηλικία πετρωμάτων (σε χρόνια)/σύγκλιση/ταχύτητα. ~ες: συντεταγμένες.|| (ΦΥΣ.) ~η: πίεση (: που ξεκινά από το τέλειο κενό).|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Μέση ~η απόκλιση. Σε ~ους αριθμούς/όρους, η αύξηση είναι ... ΑΝΤ. σχετικός (2) ● επίρρ.: απόλυτα & απολύτως (εμφατ.): ολοκληρωτικά, εντελώς: ~ απαραίτητος/ασφαλής/ικανοποιημένος/κατανοητός/σαφής/σίγουρος/υγιής. Αφοσιώνομαι/διαφωνώ/εμπιστεύομαι (κάποιον)/καταλαβαίνω/συμφωνώ/ταιριάζω (με κάποιον) ~α. Δεν κάνω/δεν παθαίνω ~ως τίποτα (πβ. τελείως). Δεν έχω καμία ~ως σχέση με την υπόθεση. Δεν φέρω καμία ~ως ευθύνη. Δεν αντιμετωπίζω κανένα ~ως πρόβλημα. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη θερμοκρασία: ΦΥΣ. που ξεκινά από το απόλυτο μηδέν: ελάχιστη/μέγιστη ~., απόλυτη μετοχή/απόλυτο απαρέμφατο: ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. Ελληνική) μετοχή ή απαρέμφατο που δεν εξαρτάται άμεσα από τους βασικούς όρους μιας πρότασης (το υποκείμενο ή το αντικείμενο): τούτου δοθέντος, ούτως ειπείν. Βλ. συνημμένη μετοχή. [< νεολατ. absolutus] , απόλυτη μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στην καθαρή έμπνευση και πηγάζει από την μουσική την ίδια και όχι από εικόνες ή συναισθήματα. Βλ. προγραμματική μουσική., απόλυτη τιμή: ΜΑΘ. η τιμή (συμβ. |x|) πραγματικού αριθμού που ισούται με τον ίδιο τον αριθμό χωρίς πρόσημο. [< αγγλ. absolute value, 1907] , απόλυτο αριθμητικό: ΓΡΑΜΜ. που φανερώνει αριθμό: π.χ. δύο, τρία ..., απόλυτο κενό 1. ΦΥΣ. & (σπάν.) τέλειο κενό: χώρος ολοκληρωτικά άδειος από κάθε στοιχείο ύλης: Ο ήχος δεν διαδίδεται στο ~ ~. 2. (μτφ.) κάθε κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ουσίας, ζωτικότητας, ενέργειας: Νιώθω το ~ ~., απόλυτο μηδέν: ΦΥΣ. η κατώτερη δυνατή θερμοκρασία (-273,15°C): Ένα σώμα παύει να έχει μάζα στο ~ ~. [< αγγλ. absolute zero] , απόλυτη πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, απόλυτη υγρασία βλ. υγρασία, απόλυτη φτώχεια βλ. φτώχεια, απόλυτο μέγεθος βλ. μέγεθος [< 1,3: μτγν. ἀπόλυτος, γαλλ. absolu 2: γαλλ. strict]
  • απολυτότητα [ἀπολυτότητα] α-πο-λυ-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) απολυτοσύνη (λόγ.): η ιδιότητα του απόλυτου: ~ στις απόψεις. Πβ. αδιαλλαξία, δογματισμός, μονολιθικότητα, παρωπιδισμός. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. absoluité]
  • απολυτρώνω [ἀπολυτρώνω] α-πο-λυ-τρώ-νω ρ. (μτβ.) {απολύτρω-σα, απολυτρώ-σει, -θηκα, -θεί, -μένος} (λόγ.): (συνήθ. σε εκκλησιαστικά κείμενα) λυτρώνω ολοκληρωτικά, απελευθερώνω: ~θηκαν από την αμαρτία/τα δεσμά της δουλείας/τα πάθη/τον πόνο/τις συμφορές. [< μεσν. απολυτρώνω]
  • απολύτρωση [ἀπολύτρωση] α-πο-λύ-τρω-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ολοκληρωτική λύτρωση: (συνήθ. ΕΚΚΛΗΣ.) ~ του ανθρώπου από τον θάνατο. Προσευχή μετάνοιας και ~ης. Βλ. σωτηρία.|| ~ από τα δεσμά της αιχμαλωσίας. Πβ. απελευθέρωση. [< μτγν. ἀπολύτρωσις]
  • απολυτρωτικός , ή, ό [ἀπολυτρωτικός] α-πο-λυ-τρω-τι-κός επίθ.: που απολυτρώνει. Πβ. λυτρωτικός. ● επίρρ.: απολυτρωτικά [< μεσν. απολυτρωτικός]
  • απολύω [ἀπολύω] α-πο-λύ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {απέλυ-σα κ. απόλυ-σα, απολύ-σω, -θηκα, -θώ, -θείς, -μένος, -όμενος, -οντας, } 1. (για εργοδότη) απομακρύνω, παύω κάποιον από την εργασία του: Η εταιρεία ~σε το προσωπικό της. ~θηκε από τη δουλειά του (βλ. παραιτούμαι). ~θηκε για οικονομικούς λόγους/λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς/παράνομα και καταχρηστικά/ως πλεονάζων/χωρίς αιτιολογία. ~θηκε από τη θέση του συμβούλου (πβ. καθαιρώ). Οι ~όμενοι μισθωτοί. Οι ~θέντες εργαζόμενοι. Πβ. διώχνω. ΑΝΤ. διορίζω (1), προσλαμβάνω (1) 2. (σπάν.) αποφυλακίζω: Ο κατάδικος/κρατούμενος ~θηκε (υπό όρους). 3. (κυρ. στο γ' πρόσ., προφ., για ιερή ακολουθία) τελειώνω: Απόλυσε η εκκλησία. Πβ. σχολάω. ● Παθ.: απολύομαι: (για στρατιώτη, μαθητή) παίρνω απολυτήριο: Πότε ~εσαι; ~θηκε από τις Ένοπλες Δυνάμεις/τον στρατό.|| (επίσ.) ~θηκαν οι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου/Λυκείου. Πβ. αποφοιτώ. ● Μτχ.: απολυμένος , η, ο, απολυθείς, -θείσα, -θέν: που έχει απολυθεί, κυρ. από τη δουλειά του: ~οι: εργάτες/συμβασιούχοι/υπάλληλοι. ~α: στελέχη. ~έντες: εργαζόμενοι. || (ως ουσ.) Αποζημίωση/επίδομα ανεργίας για τους ~ους/~έντες.|| ~ος: φαντάρος (: που έχει ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία). ● ΦΡ.: νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα (ΚΔ): τώρα ας πεθάνω· όταν κάποιος αισθάνεται πως έχουν πραγματοποιηθεί πλέον οι επιθυμίες του. [< αρχ. ἀπολύω, γερμ. entlassen]
  • απολωλός [ἀπολωλός] α-πο-λω-λός επίθ.: κυρ. στη ● ΦΡ.: απολωλός πρόβατο(ν) (ΚΔ) (λόγ.): για πρόσωπο που έχει απομακρυνθεί από τον σωστό δρόμο: Τα απολωλότα πρόβατα (= οι παραστρατημένοι). Πβ. άσωτος (υιός). Βλ. μαύρο πρόβατο. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ.  ἀπόλλυμι ‘καταστρέφω’]
  • απομάγευση [ἀπομάγευση] α-πο-μά-γευ-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): απώλεια της γοητείας, απομυθοποίηση: ~ του κόσμου/της πολιτικής/της φύσης. Εποχή ~ης και κατάρρευσης των βεβαιοτήτων. ΣΥΝ. ξεμάγεμα [< γερμ. Entzauberung]
  • απομαγνητίζω [ἀπομαγνητίζω] α-πο-μα-γνη-τί-ζω ρ. (μτβ.) {απομαγνήτι-σε, -σει, -στηκε, -στεί, -σμένος}: προκαλώ απομαγνητισμό: Η κάρτα εισόδου/πυξίδα ~στηκε. ΑΝΤ. μαγνητίζω (2)
  • απομαγνητισμός [ἀπομαγνητισμός] α-πο-μα-γνη-τι-σμός ουσ. (αρσ.) & απομαγνήτιση (η) 1. εξουδετέρωση του μαγνητικού πεδίου που φέρει ένα σώμα: ~ εργαλείων. Κάνω ~ό στην οθόνη του υπολογιστή (= απομαγνητίζω).|| ~ πλοίων (: για τη σωστή λειτουργία της μαγνητικής πυξίδας ή τον μη εντοπισμό τους από υποβρύχιες νάρκες). 2. απώλεια δεδομένων εγγεγραμμένων σε μαγνητικό μέσο, συνήθ. λόγω πολυκαιρίας: ~ κάρτας/κασέτας. [< γαλλ. démagnétisation, αγγλ. demagnetization]
  • απομαγνητοφώνηση [ἀπομαγνητοφώνηση] α-πο-μα-γνη-το-φώ-νη-ση ουσ. (θηλ.): απόδοση μαγνητοφωνημένου προφορικού λόγου σε γραπτή μορφή: ακριβής ~. ~ ομιλίας/πρακτικών/συνέντευξης.
  • απομαγνητοφωνώ [ἀπομαγνητοφωνῶ] α-πο-μα-γνη-το-φω-νώ ρ. (μτβ.) {απομαγνητοφων-είς ... | απομαγνητοφών-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: κάνω απομαγνητοφώνηση: ~ έναν διάλογο/μια εκπομπή. ~ημένη: διάλεξη/ομιλία. ΑΝΤ. μαγνητοφωνώ
  • απομαζικοποίηση [ἀπομαζικοποίηση] α-πο-μα-ζι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): απώλεια του μαζικού χαρακτήρα: ~ των αγώνων. [< αγγλ. demassification, 1978]
  • απόμακρος , η, ο [ἀπόμακρος] α-πό-μα-κρος επίθ. 1. που βρίσκεται μακριά ή (για ήχο) που έρχεται από μακρινή απόσταση: ~ος: πλανήτης. ~ες: περιοχές. ~α: (ουράνια) αντικείμενα/σημεία. ~α και δυσπρόσιτα/ερημικά χωριά. Παροχή ιατρικής βοήθειας και στα πιο ~α μέρη. Πβ. απομακρυσμένος, ξέμακρος.|| ~ο: βουητό. ~ες: φωνές.|| (μτφ.) ~ο: παρελθόν. ΑΝΤ. κοντινός (1) 2. (για πρόσ.) που αποφεύγει τη συναναστροφή με κόσμο, ακοινώνητος: ~ και λιγομίλητος/μοναχικός.|| (κατ' επέκτ.) ~η: στάση/συμπεριφορά (: με δόση αλαζονείας). ~ο: ύφος. ΑΝΤ. κοινωνικός (3) ● επίρρ.: απόμακρα: Καθόταν ~ (= παράμερα).
  • απομάκρυνση [ἀπομάκρυνση] α-πο-μά-κρυν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. μεταφορά έμψυχου ή άψυχου μακριά από το μέρος όπου βρισκόταν: ~ του κόσμου από το φλεγόμενο κτίριο (: εκκένωση του κτιρίου). ~ παράνομων μεταναστών (από τη χώρα) (= απέλαση). Βίαιη ~ πληθυσμών (= εκτόπιση). ~ των κατοχικών δυνάμεων (= αποχώρηση, απόκρουση). Επιχείρηση ~ης αμάχων.|| ~ εγκαταλελειμμένων αυτοκινήτων. Μέθοδοι/τεχνολογίες ~ης αποβλήτων (πβ. απόσυρση)/ρύπων. Εργασίες ~ης αμιάντου. Αίτημα για ~ των φυλακών (από την περιοχή). Ζητούν την (άμεση) ~ της χωματερής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Πρόγραμμα ανίχνευσης και ~ης ιών (= αντιβάιρους).|| (ΦΥΣ.) ~ από τη θέση ισορροπίας.|| (μτφ.) ~ του κινδύνου (= αποφυγή, αποτροπή). 2. αφαίρεση ανεπιθύμητου στοιχείου ή άχρηστου σώματος από επιφάνεια: ~ των μικροβίων/της σκόνης/της σκουριάς. 3. (μτφ.) παύση από αξίωμα: αιφνιδιαστική/απότομη/οριστική/προσωρινή ~ή του από τη θέση του ... ~ύνσεις (και παραιτήσεις) στελεχών. Αποφάσισαν/επιδιώκουν/ζητούν την (άμεση) ~ή του από το κόμμα. Πβ. απόλυση, διώξιμο, καθαίρεση. 4. (μτφ.) χαλάρωση στενών δεσμών: (σταδιακή) ~ από τις παλιές του παρέες/των νέων από την Εκκλησία. Πβ. αποκοπή, απομόνωση, αποξένωση. 5. (μτφ.) διαφοροποίηση, απόκλιση: ~ από τα αρχικά του σχέδια/τις υποσχέσεις του. [< γαλλ. éloignement]
  • απομακρύνω [ἀπομακρύνω] α-πο-μα-κρύ-νω ρ. (μτβ.) {απομάκρυ-να, -νθηκα, -νθεί, (λόγ. μτχ. απομακρυν-θείς, -θείσα, -θέν), -σμένος, απομακρυν-όμενος, -οντας} (λόγ.) 1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι μακριά από το μέρος που βρισκόταν: ~ναν (έγκαιρα/με ασφάλεια) τους κατοίκους του χωριού εξαιτίας της πυρκαγιάς (= εκκένωσαν το χωριό). Θα ~νθούν οι άμαχοι.|| Κατάφεραν να ~ουν τα εχθρικά στρατεύματα (= να τα αποκρούσουν). Οι διαδηλωτές ~νθηκαν με επέμβαση της αστυνομίας. ~νθηκαν (βίαια) από τις εστίες τους (= εκτοπίστηκαν). Πβ. απωθώ, διώχνω.|| ~ναν τα σκουπίδια από τις ακτές. Ζήτησαν να ~νθούν οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας από την περιοχή.|| (στο ποδόσφαιρο:) ~νε την μπάλα. 2. (για πρόσ.) απολύω: Τον ~ναν (οριστικά/προσωρινά) από τη θέση/τα καθήκοντά του λόγω ανικανότητας/παραπτώματος. ~νθηκε ο επικεφαλής της Υπηρεσίας. ~νθηκε από το αξίωμά του/την κυβέρνηση. Πβ. απο-κεφαλίζω, -πέμπω, εκδιώκω, καθαιρώ, παύω. 3. (μτφ.) κάνω κάποιον να χαλαρώσει τους (στενούς) δεσμούς του με κάποιον ή κάτι: Κατάφερε να τον ~ει από την οικογένειά/τους φίλους του. Πβ. αποκόβω, απομονώνω, αποξενώνω.|| Έχουν αρχίσει να ~ονται (ο ένας απ' τον άλλο). Έχει ~νθεί από την ενεργό δράση/τις κακές επιρροές. Πβ. αποτραβιέμαι, ξεκόβω. 4. (μτφ.) περιορίζω τις πιθανότητες να συμβεί κάτι ή το αποτρέπω: ~ουν το ενδεχόμενο να .../της συνεργασίας. ~εται ο κίνδυνος να .../η απειλή του ... (= αποσοβείται). 5. (μτφ.) αφαιρώ από επιφάνεια κάτι ανεπιθύμητο ή άχρηστο: Προϊόν που ~ει (= βγάζει) τους λεκέδες. Πβ. καθαρίζω. ● Παθ.: απομακρύνομαι 1. φεύγω, κινούμαι μακριά από τη θέση που βρισκόμουν: Μην ~εσαι/~νθείς πολύ (από την παραλία) (= μην πας πολύ μακριά)! ~νθηκε με γρήγορες κινήσεις. Έβλεπε το τρένο να ~εται (αργά). Πβ. ξεμακραίνω. ΑΝΤ. ζυγώνω, πλησιάζω (1) 2. (μτφ.) διαφοροποιούμαι: Οι απόψεις του ~ονται πολύ από τις κοινωνικά αποδεκτές (= απέχουν, αποκλίνουν, ξεφεύγουν). [< μτγν. ἀπομακρύνω, γαλλ. éloigner, s΄éloigner]
  • απομακρυσμένος , η, ο [ἀπομακρυσμένος] α-πο-μα-κρυ-σμέ-νος επίθ. 1. που βρίσκεται σε μακρινή απόσταση: ~ος: πλανήτης. ~η: τοποθεσία. ~α: γραφεία/νησιά/σχολεία/χωριά. Δυσπρόσιτες και ~ες περιοχές. Πβ. από-, ξέ-μακρος, παράμερος.|| ~η: εκπαίδευση (= εξ αποστάσεως).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: διακομιστής/συγχρονισμός (δεδομένων). ~η: βοήθεια/διαχείριση/επιφάνεια εργασίας/πρόσβαση. ~ο: δίκτυο. Σύνδεση με τοπικό ή ~ο υπολογιστή. (για πρόσ.) ~οι χρήστες. 2. (για πρόσ.) απομονωμένος, αποξενωμένος: ~ από την πραγματικότητα (= αποκομμένος). ~οι ο ένας από τον άλλο. ● επίρρ.: απομακρυσμένα [< αρχ. ἀπομεμακρυσμένος, γαλλ. éloigné, αγγλ. remote]

μέγεθος

μέγεθος μέ-γε-θος ουσ. (ουδ.) {μεγέθ-ους | -η, -ών} 1. μήκος, ύψος, πλάτος ή όγκος φυσικού αντικειμένου ή σώματος, οι διαστάσεις του: ~ μπαταρίας/οθόνης. Το ~ της Γης. Χαρτί ~ους/σε ~ Α4. Ενδύματα σε διάφορα/μεγάλα (βλ. (έξτρα) λαρτζ)/όλα τα ~η. Γλυπτό σε φυσικό ~ (: σε πραγματικές διαστάσεις). Δεν βρίσκει ρούχα στο ~ός του (= στα μέτρα, στο νούμερό του). Ψάρια που εκτρέφονται μέχρι να φτάσουν το εμπορικό ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείου. Αλλαγή/επιλογή ~ους εικονιδίων/χαρακτήρων (βλ. γραμματοσειρά). Κάντε κλικ, για να δείτε τη φωτογραφία στο κανονικό της ~ (: όπως έχει αποθηκευτεί στο σχετικό αρχείο). 2. (μτφ.) έκταση, ένταση, εύρος ή πλήθος: το (αληθινό/πραγματικό) ~ ενός προβλήματος/της καταστροφής. Το ~ της ζημιάς/της κατάντιας.|| Σεισμική δόνηση ~ους 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.|| Επιχειρήσεις μεσαίου/μικρού ~ους.|| Το ~ μιας οικογένειας (: ο αριθμός των μελών της). 3. ΦΥΣ. φυσικό μέγεθος: διανυσματικά (π.χ. δύναμη, επιτάχυνση, ορμή, ταχύτητα)/ενεργειακά (π.χ. θερμίδα)/εντατικά/ηλεκτρικά (π.χ. αντίσταση, ενέργεια, ένταση, ισχύς, συχνότητα, τάση)/θεμελιώδη (π.χ. ένταση ηλεκτρικού ρεύματος/φωτεινής πηγής, θερμοκρασία, μάζα, μήκος, χρόνος)/μονόμετρα (ή βαθμωτά)/παράγωγα (π.χ. πυκνότητα) ~η.μεγέθη (τα): κέρδη, έσοδα· γενικότ. οικονομικά ποσά: αύξηση/μείωση ~ών για τις βιομηχανίες τροφίμων. Αρνητικά/βελτιωμένα/θετικά τα ~η της εταιρείας για το πρώτο εξάμηνο.|| Βασικά ~η του προϋπολογισμού. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτο μέγεθος: ΑΣΤΡΟΝ. η φυσική λαμπρότητα ουράνιου σώματος (σύμβ. M), όπως αυτή θα γινόταν αντιληπτή από απόσταση δέκα παρσέκ. Βλ. φαινόμενο μέγεθος. [< αγγλ. absolute magnitude, 1902] , αριθμητικό μέγεθος: ΜΑΘ. κάθε ποσότητα που μειώνεται ή αυξάνεται, μπορεί να μετρηθεί και να εκφραστεί με κάποιον αριθμό. Βλ. εμβαδό, μήκος, όγκος, πλάτος, ύψος., τάξη μεγέθους: κατά προσέγγιση τιμή, ποσό(τητα), μέγεθος: Για να έχετε μία ~ ~, το συνολικό κόστος των έργων ανέρχεται στις ... χιλιάδες ευρώ. Πβ. της τάξεως/τάξης., φαινόμενο μέγεθος: ΑΣΤΡΟΝ. η φαινόμενη λαμπρότητα ουράνιου σώματος (σύμβ. m), όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από έναν παρατηρητή στη Γη. Βλ. απόλυτο μέγεθος. [< αγγλ. apparent magnitude] , φυσικό μέγεθος: ΦΥΣ. φυσική έννοια, ιδιότητα, φαινόμενο που μπορεί να εκφραστεί ποσοτικά και έχει ορισμένη μονάδα μέτρησης., ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος, αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος, νομισματικά μεγέθη βλ. νομισματικός, οικογενειακό μέγεθος βλ. οικογενειακός, οικονομικά μεγέθη βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: σε μέγεθος τσέπης: για κάτι που μπορεί να μεταφερθεί μέσα σε τσέπη: φορητό ραδιόφωνο ~ ~. [< αγγλ. pocket-size, 1909] , πρώτου μεγέθους βλ. πρώτος [< αρχ. μέγεθος]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πλειοψηφία

πλειοψηφία πλει-ο-ψη-φί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) πλειονοψηφία ΑΝΤ. μειοψηφία 1. το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό των ψήφων: αυτοδύναμη (= αυτοδυναμία)/κοινοβουλευτική/κυβερνητική ~. Η παράταξη της ~ας. Εκλογική νίκη με άνετη/αυξημένη/ευρεία/μικρή ~. Με ομοφωνία ή ~. Δεν επιτεύχθηκε (η απαιτούμενη) ~. Απέσπασε/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε/πήρε/συγκέντρωσε/έχασε την ~. Κόμμα που διατηρεί/ελέγχει/έχει και πάλι την ~ στη Βουλή.|| (με τη σημ. της πλειοψηφικής διαφοράς) Απόφαση που λήφθηκε με ~ (= διαφορά) δέκα μόνο ψήφων. Διαθέτουν μια ισχνή ~ τριών βουλευτών/εδρών. 2. (γενικότ.) πλειονότητα: Η γνώμη της ~ας. Η μεγάλη/συντριπτική ~ των ερωτηθέντων/πολιτών/ψηφοφόρων είναι υπέρ της άποψης/πιστεύει ότι ...|| Η ~ των βιβλίων/προγραμμάτων. 3. (συνεκδ.) η ομάδα, συνήθ. το κόμμα, που πλειοψηφεί: Η ~ επέλεξε/πρότεινε/υποστηρίζει την αναβολή των διαπραγματεύσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή/σχετική πλειοψηφία: με αριθμό θετικών ψήφων μεγαλύτερο από τις μισές., απόλυτη πλειοψηφία: βασισμένη στο μισό συν ένα των ψήφων. [< γαλλ. majorité absolue] , αρχή της πλειοψηφίας: ΠΟΛΙΤ. θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, η οποία εξασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση των διαφορετικών θέσεων μέσα σε ένα σύνολο και ειδικότ. τη λαϊκή κυριαρχία: Εφαρμόζεται/ισχύει η ~ ~. Οι αποφάσεις των οργάνων λαμβάνονται συλλογικά, με βάση την ~ ~. Βλ. αρχή της δεδηλωμένης., ειδική πλειοψηφία: που αντιστοιχεί στον αριθμό των ψήφων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρέπει να συγκεντρωθούν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκειμένου να εγκριθεί μια απόφαση: ενισχυμένη ~ ~., οριακή πλειοψηφία: με μικρή διαφορά ή με ποσοστό που μόλις ξεπερνά το 50%., σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία: σημαντικό τμήμα ενός πληθυσμού, συνήθ. τα μεσαία στρώματα, που επιλέγει να μην εκφράσει τις απόψεις του, είτε λόγω αδιαφορίας είτε επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν αξία: η ~ ~ των πολιτών. ● ΦΡ.: κατά πλειοψηφία & (σπανιότ.) κατά πλειονότητα 1. κατά κύριο λόγο, στο μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίως: Επιτροπή που αποτελείται ~ ~ από ... 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ανάλογα με το τι ψηφίζουν οι περισσότεροι· πλειοψηφικά: Η πρόταση έγινε δεκτή ~ ~. στην (συντριπτική) πλειοψηφία/πλειονότητα των περιπτώσεων: τις πιο πολλές φορές. [< πβ. μτγν. πλειο(νο)ψηφία 'κυρίαρχη αστρολογική επιρροή', αγγλ. majority, γαλλ. majorité]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

σωτηρία

σωτηρία σω-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απαλλαγή από επικίνδυνη, πιεστική ή ανεπιθύμητη κατάσταση: αναπάντεχη/ανέλπιστη/πολυπόθητη ~. Έκκληση/ελπίδα/επιχείρηση/κίνηση/λύση/μέτρα/σχέδιο ~ας. Η ~ του πλανήτη/της Γης. Οφείλω/χρωστώ τη ~ μου σε ... Στήθηκε γέφυρα ~ας για τη διάσωση του πληθυσμού.|| (προφ.) Δεν έχω ~ (: δεν με σώζει τίποτα). Ψάχνει τη ~ του στο ποτό. ΣΥΝ. γλιτωμός, λυτρωμός, λύτρωση 2. ΘΕΟΛ. λύτρωση της ψυχής από την αμαρτία. ● ΣΥΜΠΛ.: σανίδα σωτηρίας (μτφ.): έσχατο μέσο λύτρωσης σε περιπτώσεις απόγνωσης, αδιεξόδου: Στο πρόσωπό της βρήκε ~ ~. Αναζητά ~ ~. Πβ. σωσίβιο. [< γαλλ. planche de salut] , Στρατός (της) Σωτηρίας: διεθνής χριστιανική ιεραποστολική οργάνωση. [< αγγλ. Salvation Army] , άγγελος σωτηρίας βλ. άγγελος, κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας/ενότητας βλ. κυβέρνηση [< αρχ. σωτηρία]

υγρασία

υγρασία [ὑγρασία] υ-γρα-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. παρουσία υδρατμών στον ατμοσφαιρικό αέρα: κανονική/μέση/υψηλή/χαμηλή ~. ~ εδάφους. Έχει ~. Ομίχλη και αυξημένη ~. ΑΝΤ. ξηρασία 2. η υγρότητα μιας επιφάνειας ή ενός χώρου· κατ' επέκτ. τα σταγονίδια νερού που εμφανίζονται σε επιφάνειες ή αντικείμενα με αποτέλεσμα τη φθορά τους: ~ στο σπίτι/στους τοίχους. Το ταβάνι έχει πιάσει ~. Βλ. μούχλα.|| Η φυσική ~ της επιδερμίδας. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη υγρασία: η πυκνότητα των υδρατμών σε ορισμένο όγκο αέρα που εκφράζεται συνήθ. σε γραμμάρια ανά κυβικό μέτρο., σχετική υγρασία: η ποσότητα των υδρατμών που υπάρχουν σε ορισμένο όγκο ατμοσφαιρικού αέρα προς τη μέγιστη ποσότητα υδρατμών που θα μπορούσε να συγκρατήσει ο αέρας αυτός. [< αρχ. ὑγρασία]

φτώχεια

φτώχεια φτώ-χεια ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) φτώχια & (λόγ.) πτωχεία ΑΝΤ. πλούτος 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια ή παντελή έλλειψη χρημάτων και υλικών μέσων για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών: ακραία/γενικευμένη/παγκόσμια/παιδική ~. ~ και περιθωριοποίηση. Η απειλή/τα θύματα/ο κίνδυνος/το φάσμα της ~ας. Διαιώνιση/εξάλειψη/καταπολέμηση/μείωση της ~ας. Αγώνας/εκστρατεία/μάχη κατά της ~ας. Η ~ θερίζει/μαστίζει τον τόπο. Η ~ πλήττει εκατομμύρια πολίτες. Το επίπεδο/ποσοστό της ~ας παραμένει υψηλό. Έζησε σε συνθήκες ~ας/(μες) στη ~. Αύξηση σημείωσε ο δείκτης ~ας. Η χώρα έχει γνωρίσει/περάσει μεγάλες ~ες. (προφ.) Άτιμη/καταραμένη ~! (επιτατ.) ~ και των γονέων (= απερίγραπτη, μεγάλη)! Πβ. ανημποριά, απορία, πενιχρότητα, στέρηση. Βλ. ευμάρεια. ΣΥΝ. ανέχεια, ένδεια (1) 2. (μτφ.) έλλειψη επάρκειας: πνευματική ~. ~ της γλώσσας/των ιδεών.|| Ενεργειακή ~. ΣΥΝ. πενία ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη φτώχεια: κατάσταση κατά την οποία το εισόδημα ενός ανθρώπου δεν επαρκεί για την κάλυψη των βασικών βιοτικών του αναγκών. [< αγγλ. absolute poverty] , σχετική φτώχεια: κατάσταση κατά την οποία το εισόδημα ενός ανθρώπου επαρκεί μόνο για την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών. [< αγγλ. relative poverty] ● ΦΡ.: η φτώχεια φέρνει γκρίνια & όπου φτώχεια και γκρίνια (παροιμ.): η άσχημη οικονομική κατάσταση προκαλεί καβγάδες., όριο/(σπανιότ.) επίπεδο της φτώχειας: το εισόδημα που εκτιμάται ότι είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βασικών αναγκών: μισθοί/συντάξεις στα ~α ~. Βρίσκονται/είναι κάτω από τo ~ ~. Έχουν φτάσει στα ~α ~. [< αγγλ. poverty line, 1901, poverty level] , τα πολλά λόγια είναι φτώχεια (παροιμ.): είναι ανούσια και περιττά: Δεν θα πω τίποτα άλλο· ~ ~. Λοιπόν, ~ ~, ας πάμε κατευθείαν στο θέμα. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν. Βλ. μακρηγορία, πλατειασμός, πολυλογία., η φτώχεια θέλει καλοπέραση βλ. καλοπέραση, όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.