Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6720-6740]


  • αποκτηνώνω [ἀποκτηνώνω] α-πο-κτη-νώ-νω ρ. (μτβ.) {αποκτήνω-σε, -σει, -θηκε, -θεί, -μένος}: κάνω κάποιον να χάσει κάθε αίσθημα ανθρωπιάς, καλλιεργώντας του βίαια ένστικτα: Οι πόλεμοι ~ουν και εξαγριώνουν τον άνθρωπο. Συνήθειες που τείνουν να ~σουν ηθικά/πνευματικά τους νέους. Κοινωνία που έχει ~θεί από την κερδοσκοπία. ~μένος: όχλος. Πβ. εκβαρβαρίζω, εξαχρειώνω. ΑΝΤ. εξανθρωπίζω [< μτγν. ἀποκτηνοῦμαι]
  • αποκτήνωση [ἀποκτήνωση] α-πο-κτή-νω-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): διαδικασία που οδηγεί στην απώλεια των χαρακτηριστικών του ανθρώπου, της ανθρωπιάς και το αποτέλεσμά της: πνευματική ~. Πβ. εκβαρβαρισμός, εξαχρείωση. ΑΝΤ. ανθρωπινότητα. [< μεσν. αποκτήνωσις]
  • απόκτηση [ἀπόκτηση] α-πό-κτη-ση ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) απόχτηση: το να αποκτά κάποιος κάτι: ~ άδειας (οδήγησης)/ακινήτου/αυτοκινήτου/ειδικότητας/κωδικού πρόσβασης/μετοχών (εταιρείας)/πτυχίου/χρημάτων. ~ γνώσεων/εµπειρίας/υπηκοότητας. Τεκμήριο ~ης περιουσιακών στοιχείων. Πρόγραμμα ~ης εργασιακής εμπειρίας ανέργων. Κατάρτιση για ~ επαγγελματικών προσόντων/δεξιοτήτων. (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) Ενδοκοινοτικές ~ήσεις.|| (για πρόσ.) ~ οικογένειας/παιδιών (πβ. γέννηση). Την ~ του ... ανακοίνωσε η ομάδα (βλ. μεταγραφή). [< μτγν. ἀπόκτησις 'απώλεια', γαλλ. acquisition, obtention]
  • αποκτώ [ἀποκτῶ] α-πο-κτώ ρ. (μτβ.) {αποκτ-άς ... | απέκτησε κ. απόκτ-ησε, -ήσει, -άται κ. -ιέται, -ήθηκε (λόγ. μτχ. αποκτη-θείς, -θείσα, -θέν), -ηθεί, -ημένος, -ώντας} & αποκτάω & (λαϊκό) αποχτώ 1. γίνομαι κάτοχος υλικού ή άλλου αγαθού: ~ησαν δικό τους σπίτι (= αγόρασαν). Το νοσοκομείο ~ησε μονάδα τεχνητού νεφρού. Ο σταθμός ~ησε ιστοσελίδα. Ο όμιλος ~ησε την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας. Κέρδη/περιουσίες που ~ήθηκαν νόμιμα.|| ~ αυτοπεποίθηση/βιώματα/γνώσεις/δεξιότητες/δόξα/προϋπηρεσία/φήμη (πβ. αποκομίζω). ~ αντίληψη/εικόνα της κατάστασης. ~ την ελληνική υπηκοότητα. ~ησε (= κέρδισε) την εμπιστοσύνη/τη συμπάθεια των συναδέλφων του. Το θέμα ~ά ενδιαφέρον. Η ζωή μου ~ησε νόημα από τη στιγμή που ... Το ακίνητο ~ησε (= πήρε) αξία. (λόγ.) ~θείσα: πείρα (βλ. νεοαποκτηθείς). ~ώντας εμπειρία.|| (για πρόσ.) Η ομάδα κατάφερε να ~ήσει τον διεθνή αμυντικό (: για μεταγραφή παίκτη). Η εταιρεία ~ησε ένα νέο μέλος. Βλ. ξαν~. 2. κάνω, δημιουργώ: Παντρεύτηκε και ~ησε οικογένεια. Το ζευγάρι ~ησε απόγονο/δίδυμα/παιδί (πβ. γεννώ).|| ~ εχθρούς/φίλους. ● ΦΡ.: αποκτά/εξασφαλίζει/λαμβάνει/παίρνει δημοσιότητα βλ. δημοσιότητα [< μεσν. αποχτώ]
  • αποκύημα [ἀποκύημα] α-πο-κύ-η-μα ουσ. (ουδ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): δημιούργημα, κατασκεύασμα, προϊόν. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αποκύημα/γέννημα της φαντασίας: καθετί που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά το έχει φανταστεί ή επινοήσει κάποιος: Τα όσα ισχυρίζεται δεν είναι παρά ~ της (νοσηρής) ~ του. Βλ. φαντασίωση. [< μτγν. ἀποκύημα 'τοκετός, καρπός']
  • αποκωδικοποίηση [ἀποκωδικοποίηση] α-πο-κω-δι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): αναγνώριση και ερμηνεία κωδικοποιημένου μηνύματος, σήματος: (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων/εντολής/ήχου/μηνυμάτων (μέσω προγράμματος). Κάρτα/λογισμικό/συσκευή/σύστημα ~ης.|| (ΒΙΟΛ.) ~ και χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος/DNA. Πβ. ανάγνωση.|| (μτφ.) ~ εννοιών (πβ. κατανόηση). ΣΥΝ. αποκρυπτογράφηση (1) [< αγγλ. decoding, 1920, γαλλ. décodage, 1959]
  • αποκωδικοποιητής [ἀποκωδικοποιητής] α-πο-κω-δι-κο-ποι-η-τής ουσ. (αρσ.): ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. συσκευή αποκωδικοποίησης συνήθ. συμπιεσμένου ηλεκτρικού ή ραδιοηλεκτρικού σήματος και ειδικότ. κρυπτογραφημένων τηλεοπτικών εκπομπών: αναλογικός/δορυφορικός/ενσωματωμένος/ψηφιακός ~. ~ καλωδιακής/συνδρομητικής τηλεόρασης. Παρακολούθηση προγραμμάτων με τη βοήθεια ~ή.|| ~ εντολών (: που διασπά την εντολή στα επιµέρους συστατικά της, προκειµένου να γίνει η ανάκληση των κατάλληλων δεδοµένων από τη µνήµη).|| (μτφ.) Οι μαθητές ως ~ές της γνώσης. [< αγγλ. decoder, 1920, γαλλ. décodeur, περ. 1968]
  • αποκωδικοποιώ [ἀποκωδικοποιῶ] α-πο-κω-δι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αποκωδικοποι-είς ... | αποκωδικοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} 1. μετατρέπω κωδικοποιημένο μήνυμα, σήμα σε κατανοητή μορφή: (ΠΛΗΡΟΦ.) Ειδικό ηλεκτρονικό κύκλωμα που ~εί τα σήματα του τελετέξτ. ~ημένο: αρχείο. ~ημένες: πληροφορίες. Πβ. διαβάζω, σπάω. || (ΒΙΟΛ.) ~ήθηκε το ανθρώπινο γονιδίωμα. ΣΥΝ. αποκρυπτογραφώ (1) 2. (μτφ.) κατανοώ κάτι δύσκολο: ~ το νόημα του κειμένου. [< αγγλ. decode, γαλλ. décoder, 1959]
  • απολαβή [ἀπολαβή] α-πο-λα-βή ουσ. (θηλ.) 1. κέρδος, όφελος: δικαίωμα ~ής μερίσματος. Δεν αποβλέπει σε οικονομική, αλλά ηθική ~ (= ωφέλεια). 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ποσοστό ενίσχυσης ενός σήματος λόγω της κατευθυντικότητας της κεραίας: ~ ισχύος/τάσης. Έλεγχος/ρύθμιση ~ής. Ενισχυτής με (καλή/μικρή/υψηλή) ~.απολαβές (οι): μισθός και επιδόματα εργαζομένου: ακαθάριστες/ετήσιες/ικανοποιητικές/μηνιαίες/οικονομικές/πρόσθετες/υψηλές/χρηματικές ~. Αύξηση/μείωση των ~ών. Άδεια άνευ ~ών. ~ που ανέρχονται σε ... ευρώ. Πβ. αμοιβή. ΣΥΝ. αποδοχές [< μεσν. απολαβή - παλαιότ. ορθογρ. απολαυή]
  • απολαμβάνω [ἀπολαμβάνω] α-πο-λαμ-βά-νω ρ. (μτβ.) {απόλαυ-σα (λόγ. απήλαυσα), απολαύ-σει, απολαμβάν-οντας} & απολαβαίνω 1. βιώνω αίσθημα μεγάλης ευχαρίστησης και ικανοποίησης: ~ τις διακοπές/τη δουλειά μου/την ελευθερία μου/τη θάλασσα/τη θέα/τον καφέ μου/την παρέα/τις χαρές της ζωής. ~ να μαγειρεύω. ~σαμε μια όμορφη βραδιά. Περάσαμε ωραία, το ~σα! ~οντας το ηλιοβασίλεμα. Πβ. ευχαριστιέμαι, χαίρομαι.|| Θα κοπιάσεις τώρα, για να ~σεις μετά (πβ. κερδίζω, ωφελούμαι). 2. (καταχρ.) (+γεν./αιτ.) απολαύω: ~ την εκτίμηση του κόσμου/οφέλη. ~ προνομίων/τιμών. ~ει της αγάπης του κόσμου/της προτίμησης του κοινού. ΣΥΝ. χαίρω (2) ● ΦΡ.: απολαμβάνει την εμπιστοσύνη (κάποιου) βλ. εμπιστοσύνη [< μεσν. απολαμβάνω]
  • απολάσπωση [ἀπολάσπωση] α-πο-λά-σπω-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. διύλιση των αιωρούμενων στερεών συστατικών από τον μούστο ή το κρασί: στατική ~. ~ του γλεύκους (πριν την αλκοολική ζύμωση). Βλ. διαύγαση, κολλάρισμα. [< γαλλ. débourbage]
  • απολαύσει, απόλαυσα βλ. απολαμβάνω
  • απόλαυση [ἀπόλαυση] α-πό-λαυ-ση ουσ. (θηλ.): ευχαρίστηση, ικανοποίηση και (συνεκδ. συνήθ. στον πληθ.) καθετί που προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα: ακουστική/γευστική/μουσική/πνευματική ~. Πβ. πανδαισία. Στιγμές ~ης και χαλάρωσης. Πβ. ευφροσύνη, τέρψη.|| Γλυκιά/σοκολατένια ~ (: για γλυκό). Γαστρονομικές/εφήμερες/καθημερινές/σαρκικές/υλικές ~αύσεις. Ζωή γεμάτη ~αύσεις. Πάθη/πειρασμοί και ~αύσεις.|| (για πρόσ.) Είναι σκέτη ~ να τη βλέπεις να χορεύει! Βλ. μικροαπολαύσεις. [< αρχ. ἀπόλαυσις]
  • απολαυστικός , ή, ό [ἀπολαυστικός] α-πο-λαυ-στι-κός επίθ.: που προκαλεί απόλαυση, ευχαρίστηση: ~ή: εμπειρία/κωμωδία. ~ό: θέαμα/ταξίδι. ~ές: διακοπές/στιγμές. Πβ. ευχάριστος.|| ~ός: καφές. ~ές: συνταγές. Νόστιμο και ~ό γεύμα.|| (για πρόσ.) Είναι πραγματικά ~, όταν διηγείται ιστορίες. [< αρχ. ἀπολαυστικός]
  • απολαύω [ἀπολαύω] α-πο-λαύ-ω ρ. (μτβ.) {κυρ. στον ενεστ., γ' πρόσ.} (+ γεν.) (απαιτ. λεξιλόγ.): γίνομαι αποδέκτης προνομίων, θετικής ανταπόκρισης, ειδικής μεταχείρισης: ~ει δικαιωμάτων. ~ει της εκτίμησης/της εμπιστοσύνης του λαού. ΣΥΝ. απολαμβάνω (2), χαίρω (2) [< αρχ. ἀπολαύω ‘έχω ωφέλεια, επωφελούμαι’]
  • απολείπει [ἀπολείπει] α-πο-λεί-πει ρ. (αμτβ.) {απολεί-ψει, απέλι-πε, συνήθ. με την άρνηση "δεν"} (λόγ.-λογοτ.): λείπει, απουσιάζει: Δεν (τους) ~ η αισιοδοξία. Ποτέ δεν τους ~πε το θάρρος.|| (ΝΟΜ.) Εκπροσώπηση των κατηγορουμένων που ~ονται από τους κυρίους δικηγόρους (= εγκαταλείπονται). ● ΦΡ.: Νοέμβρη οργώματα κι ελιές/από το θέρος ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές (παροιμ.): οι αγροτικές εργασίες δεν σταματούν ποτέ. [< αρχ. ἀπολείπω]
  • απολειφάδι [ἀπολειφάδι] α-πο-λει-φά-δι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. απομεινάρι, υπόλειμμα: ~ σαπουνιού. Βλ. κατακάθι. 2. (μειωτ.) για άτομο μικροκαμωμένο ή μικρόψυχο, ελεεινό, τιποτένιο: ~ της κοινωνίας.
  • απόλεμος , η, ο [ἀπόλεμος] α-πό-λε-μος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει πολεμήσει, δεν έχει πείρα πολέμου: Άμαχος και ~ πληθυσμός. ΣΥΝ. απειροπόλεμος ΑΝΤ. εμπειροπόλεμος [< αρχ. ἀπόλεμος]
  • απολεξικοποιημένος , η, ο [ἀπολεξικοποιημένος] α-πο-λε-ξι-κο-ποι-η-μέ-νος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: απολεξικοποιημένο ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που συντάσσεται συχνά με ένα ουσιαστικό το οποίο φέρει την κύρια σημασία: π.χ. αισθάνομαι χαρά (= χαίρομαι), ασκώ επιρροή (= επηρεάζω), βάζω την υπογραφή μου (= υπογράφω), δίνω συμβουλή (= συμβουλεύω), έχω τη συνήθεια (= συνηθίζω), κάνω την προσευχή μου (= προσεύχομαι), νιώθω ντροπή (= ντρέπομαι), παίρνω απόφαση (= αποφασίζω). [< αγγλ. delexical(ised) verb]
  • απολεπίζω [ἀπολεπίζω] α-πο-λε-πί-ζω ρ. (μτβ.) {απολέπι-σα, -σει, -στεί, -σμένος} 1. απομακρύνω τα νεκρά κύτταρα της επιδερμίδας (με τη χρήση κατάλληλων καλλυντικών): Κρέμα/μάσκα/σαπούνι που ~ει και καθαρίζει την επιδερμίδα. 2. αφαιρώ τα λέπια: ~ τα ψάρια. ● Παθ.: απολεπίζεται 1. ΙΑΤΡ. υφίσταται απολέπιση: Το δέρμα ~ φυσικά κάθε είκοσι μέρες περίπου. 2. ξεφλουδίζει: Το βερνίκι στο ξύλο σκάει και ~. [< 1: γαλλ. (s') exfolier] [< μτγν. ἀπολεπίζω 'ξεφλουδίζω' 1: γαλλ. desquamer]

απολαμβάνω

απολαμβάνω [ἀπολαμβάνω] α-πο-λαμ-βά-νω ρ. (μτβ.) {απόλαυ-σα (λόγ. απήλαυσα), απολαύ-σει, απολαμβάν-οντας} & απολαβαίνω 1. βιώνω αίσθημα μεγάλης ευχαρίστησης και ικανοποίησης: ~ τις διακοπές/τη δουλειά μου/την ελευθερία μου/τη θάλασσα/τη θέα/τον καφέ μου/την παρέα/τις χαρές της ζωής. ~ να μαγειρεύω. ~σαμε μια όμορφη βραδιά. Περάσαμε ωραία, το ~σα! ~οντας το ηλιοβασίλεμα. Πβ. ευχαριστιέμαι, χαίρομαι.|| Θα κοπιάσεις τώρα, για να ~σεις μετά (πβ. κερδίζω, ωφελούμαι). 2. (καταχρ.) (+γεν./αιτ.) απολαύω: ~ την εκτίμηση του κόσμου/οφέλη. ~ προνομίων/τιμών. ~ει της αγάπης του κόσμου/της προτίμησης του κοινού. ΣΥΝ. χαίρω (2) ● ΦΡ.: απολαμβάνει την εμπιστοσύνη (κάποιου) βλ. εμπιστοσύνη [< μεσν. απολαμβάνω]

δημοσιότητα

δημοσιότητα δη-μο-σι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): κατάσταση κατά την οποία κάποιος/κάτι γίνεται ευρέως γνωστό(ς)· δημοσιοποίηση: Tα έγγραφα θα δοθούν στη ~. Σύμφωνα με νέα στοιχεία που φέρνει στη ~ η εφημερίδα, ... Βρίσκεται στο επίκεντρο της ~ας.|| ~ της δίκης/της συνεδρίασης. Δεν δόθηκε μεγάλη ~ στο θέμα (: δεν πήρε διαστάσεις).|| (για πρόσωπα, κυρ. δημόσια:) Αρνητική ~. Κρατήθηκε μακριά από το παιχνίδι της ~ας. Απολαμβάνει/αφεύγει/επιζητεί/κυνηγά τη ~. Βλ. αναγνωρισιμότητα, -ότητα. ● ΦΡ.: αποκτά/εξασφαλίζει/λαμβάνει/παίρνει δημοσιότητα: για γεγονός, φαινόμενο που γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό: Το θέμα δεν πήρε ~, όπως θα έπρεπε., βγαίνει στη δημοσιότητα: γνωστοποιείται στο ευρύ κοινό (συνήθ. μέσω δημοσίευσης): Νέα στοιχεία βγήκαν ~ για ..., βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας: δημοσιεύεται, δημοσιοποιείται: Σοβαρές καταγγελίες σχετικά με παράνομες προσλήψεις είδαν ~ ~. Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων ήρθε ~ ~., η αρχή της δημοσιότητας: αρχή της γνωστοποίησης στο ευρύ κοινό: ~ ~ μιας δίκης (: παρακολούθησή της από το ευρύ κοινό άμεσα ή έμμεσα, μέσω ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης)., οι προβολείς/τα φώτα/τα φλας της δημοσιότητας (μτφ.): η προσοχή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και της κοινής γνώμης: μακριά από τους/τα ~ ~. Μονοπώλησε/συγκέντρωσε/τράβηξε τους/τα ~ ~. Οι ~ ~ είναι στραμμένοι πάνω του/στις εξελίξεις. Τα ~ ~ πέφτουν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. [< γαλλ. publicité]

διαύγαση

διαύγαση δι-αύ-γα-ση ουσ. (θηλ.) 1. (επιστ.) διεργασία που στοχεύει στην απομάκρυνση αιωρούμενων στερεών σωματιδίων και τη μείωση της θολότητας υγρού, καθαρισμός: ~ ελαιολάδου (πβ. ραφινάρισμα)/κρασιού (πβ. κολλάρισμα). ~ λυμάτων σε δεξαμενές καθίζησης. ~ με φυγοκέντριση. Πβ. διήθηση, διύλιση, λαμπικάρ-, φιλτράρ-ισμα. 2. ΙΑΤΡ. αλλοίωση ιστού ή οστού που εμφανίζεται σε απεικονιστικό διαγνωστικό μέσο: ακτινογραφική ~. Μικρή ωοειδής ~ χωρίς παθολογικά ευρήματα. 3. ΦΙΛΟΣ. διαύγεια: πολιτική ~ (: διαδικασία να γνωρίσει κάποιος αυτό που σκέπτεται). [< αγγλ. clarification 1: γαλλ. ~]

εμπιστοσύνη

εμπιστοσύνη [ἐμπιστοσύνη] ε-μπι-στο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. πίστη, σιγουριά ότι κάποιος ή κάτι έχει αξία, ικανότητα ή χαρακτηριστικά που το(ν) καθιστούν αξιόπιστο: ακλόνητη/αμοιβαία/τρωθείσα/υπερβολική ~. Επιχειρηματική/καταναλωτική ~. Δεσμοί/κατάχρηση/κλίμα/οικοδόμηση/σχέση ~ης. Άνθρωπος/πρόσωπο (της απολύτου) ~ης (= έμπιστος). Άξιος ~ης (πβ. φερέγγυος). Έχε μου ~! Έχει ~ στον εαυτό της (βλ. αυτοπεποίθηση). Ανέκτησε/έχασε/κέρδισε/πρόδωσε την ~ των πελατών. Αξίζει την ~ του κοινού. Εμπνέει ~ στους συνεργάτες του. Αποκαθίσταται/κλονίζεται η ~ των πολιτών. Περιβάλλεται με ~ από ... Χτίζοντας την ~. ΑΝΤ. αμφισβήτηση (1) 2. ΠΟΛΙΤ. (υπο)στήριξη, έγκριση: Η κυβέρνηση πρέπει να έχει την ~ της Βουλής. Η κοινωνία/ο λαός μας έδωσε την ~ του. Είναι/έθεσε θέμα ~ης. Βλ. -οσύνη. ● ΣΥΜΠΛ.: διάστημα εμπιστοσύνης βλ. διάστημα, πρόταση εμπιστοσύνης βλ. πρόταση, ψήφος εμπιστοσύνης βλ. ψήφος ● ΦΡ.: απολαμβάνει την εμπιστοσύνη (κάποιου) & (λόγ.) απολαμβάνει/χαίρει/απολαύει της (απολύτου) εμπιστοσύνης: (απαιτ. λεξιλόγ.) τον εμπιστεύεται, τον στηρίζει (πλήρως): ~ ~ του κόσμου/πρωθυπουργού., έχω/δείχνω απόλυτη/τυφλή εμπιστοσύνη σε κάποιον/κάτι: εμπιστεύομαι απόλυτα, χωρίς ενδοιασμούς και αμφιβολίες. ΣΥΝ. εμπιστεύομαι κάποιον με κλειστά μάτια/τυφλά [< μεσν. εμπιστοσύνη]

κατακάθι

κατακάθι κα-τα-κά-θι ουσ. (ουδ.) 1. ό,τι κατακάθεται, ίζημα: το ~ του καφέ/κρασιού (= τρυγία)/λαδιού (= μούργα). Βλ. ιλύς.|| (σπάν.-μτφ.) Τα ~ια της μνήμης. Πβ. απομεινάρι, κατακάθισμα, κατάλοιπο, καταστάλαγμα, λείψανο, υπόλειμμα. 2. (μτφ.-μειωτ.) απόβρασμα, κάθαρμα, παλιάνθρωπος. Πβ. καθίκι, τομάρι, χαμένο κορμί.

μικροαπολαύσεις

μικροαπολαύσεις μι-κρο-α-πο-λαύ-σεις ουσ. (θηλ.) (οι): μικροχαρές.

φαντασίωση

φαντασίωση φα-ντα-σί-ω-ση ουσ. (θηλ.): νοητική ή/και συναισθηματική εικόνα που δημιουργεί η ανθρώπινη φαντασία: παιδικές ~ώσεις. Aισθησιακές/αρρωστημένες/ερωτικές/σεξουαλικές ~εις. Η ~ του ιδανικού συντρόφου/περί ... Πβ. όνειρο.|| Ας μην ζούμε με ~ώσεις (= ψευδαισθήσεις). [< μεσν. φαντασίωσις, γαλλ. fantasme]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.