απολαμβάνω [ἀπολαμβάνω] α-πο-λαμ-βά-νω ρ. (μτβ.) {απόλαυ-σα (λόγ. απήλαυσα), απολαύ-σει, απολαμβάν-οντας} & απολαβαίνω 1. βιώνω αίσθημα μεγάλης ευχαρίστησης και ικανοποίησης: ~ τις διακοπές/τη δουλειά μου/την ελευθερία μου/τη θάλασσα/τη θέα/τον καφέ μου/την παρέα/τις χαρές της ζωής. ~ να μαγειρεύω. ~σαμε μια όμορφη βραδιά. Περάσαμε ωραία, το ~σα! ~οντας το ηλιοβασίλεμα. Πβ. ευχαριστιέμαι, χαίρομαι.|| Θα κοπιάσεις τώρα, για να ~σεις μετά (πβ. κερδίζω, ωφελούμαι). 2. (καταχρ.) (+γεν./αιτ.) απολαύω: ~ την εκτίμηση του κόσμου/οφέλη. ~ προνομίων/τιμών. ~ει της αγάπης του κόσμου/της προτίμησης του κοινού. ΣΥΝ. χαίρω (2) ● ΦΡ.: απολαμβάνει την εμπιστοσύνη (κάποιου) βλ. εμπιστοσύνη [< μεσν. απολαμβάνω]
δημοσιότητα δη-μο-σι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): κατάσταση κατά την οποία κάποιος/κάτι γίνεται ευρέως γνωστό(ς)· δημοσιοποίηση: Tα έγγραφα θα δοθούν στη ~. Σύμφωνα με νέα στοιχεία που φέρνει στη ~ η εφημερίδα, ... Βρίσκεται στο επίκεντρο της ~ας.|| ~ της δίκης/της συνεδρίασης. Δεν δόθηκε μεγάλη ~ στο θέμα (: δεν πήρε διαστάσεις).|| (για πρόσωπα, κυρ. δημόσια:) Αρνητική ~. Κρατήθηκε μακριά από το παιχνίδι της ~ας. Απολαμβάνει/αφεύγει/επιζητεί/κυνηγά τη ~. Βλ. αναγνωρισιμότητα, -ότητα. ● ΦΡ.: αποκτά/εξασφαλίζει/λαμβάνει/παίρνει δημοσιότητα: για γεγονός, φαινόμενο που γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό: Το θέμα δεν πήρε ~, όπως θα έπρεπε., βγαίνει στη δημοσιότητα: γνωστοποιείται στο ευρύ κοινό (συνήθ. μέσω δημοσίευσης): Νέα στοιχεία βγήκαν ~ για ..., βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας: δημοσιεύεται, δημοσιοποιείται: Σοβαρές καταγγελίες σχετικά με παράνομες προσλήψεις είδαν ~ ~. Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων ήρθε ~ ~., η αρχή της δημοσιότητας: αρχή της γνωστοποίησης στο ευρύ κοινό: ~ ~ μιας δίκης (: παρακολούθησή της από το ευρύ κοινό άμεσα ή έμμεσα, μέσω ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης)., οι προβολείς/τα φώτα/τα φλας της δημοσιότητας (μτφ.): η προσοχή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και της κοινής γνώμης: μακριά από τους/τα ~ ~. Μονοπώλησε/συγκέντρωσε/τράβηξε τους/τα ~ ~. Οι ~ ~ είναι στραμμένοι πάνω του/στις εξελίξεις. Τα ~ ~ πέφτουν στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις. [< γαλλ. publicité]
διαύγαση δι-αύ-γα-ση ουσ. (θηλ.) 1. (επιστ.) διεργασία που στοχεύει στην απομάκρυνση αιωρούμενων στερεών σωματιδίων και τη μείωση της θολότητας υγρού, καθαρισμός: ~ ελαιολάδου (πβ. ραφινάρισμα)/κρασιού (πβ. κολλάρισμα). ~ λυμάτων σε δεξαμενές καθίζησης. ~ με φυγοκέντριση. Πβ. διήθηση, διύλιση, λαμπικάρ-, φιλτράρ-ισμα. 2. ΙΑΤΡ. αλλοίωση ιστού ή οστού που εμφανίζεται σε απεικονιστικό διαγνωστικό μέσο: ακτινογραφική ~. Μικρή ωοειδής ~ χωρίς παθολογικά ευρήματα. 3. ΦΙΛΟΣ. διαύγεια: πολιτική ~ (: διαδικασία να γνωρίσει κάποιος αυτό που σκέπτεται). [< αγγλ. clarification 1: γαλλ. ~]
εμπιστοσύνη [ἐμπιστοσύνη] ε-μπι-στο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. πίστη, σιγουριά ότι κάποιος ή κάτι έχει αξία, ικανότητα ή χαρακτηριστικά που το(ν) καθιστούν αξιόπιστο: ακλόνητη/αμοιβαία/τρωθείσα/υπερβολική ~. Επιχειρηματική/καταναλωτική ~. Δεσμοί/κατάχρηση/κλίμα/οικοδόμηση/σχέση ~ης. Άνθρωπος/πρόσωπο (της απολύτου) ~ης (= έμπιστος). Άξιος ~ης (πβ. φερέγγυος). Έχε μου ~! Έχει ~ στον εαυτό της (βλ. αυτοπεποίθηση). Ανέκτησε/έχασε/κέρδισε/πρόδωσε την ~ των πελατών. Αξίζει την ~ του κοινού. Εμπνέει ~ στους συνεργάτες του. Αποκαθίσταται/κλονίζεται η ~ των πολιτών. Περιβάλλεται με ~ από ... Χτίζοντας την ~. ΑΝΤ. αμφισβήτηση (1) 2. ΠΟΛΙΤ. (υπο)στήριξη, έγκριση: Η κυβέρνηση πρέπει να έχει την ~ της Βουλής. Η κοινωνία/ο λαός μας έδωσε την ~ του. Είναι/έθεσε θέμα ~ης. Βλ. -οσύνη. ● ΣΥΜΠΛ.: διάστημα εμπιστοσύνης βλ. διάστημα, πρόταση εμπιστοσύνης βλ. πρόταση, ψήφος εμπιστοσύνης βλ. ψήφος ● ΦΡ.: απολαμβάνει την εμπιστοσύνη (κάποιου) & (λόγ.) απολαμβάνει/χαίρει/απολαύει της (απολύτου) εμπιστοσύνης: (απαιτ. λεξιλόγ.) τον εμπιστεύεται, τον στηρίζει (πλήρως): ~ ~ του κόσμου/πρωθυπουργού., έχω/δείχνω απόλυτη/τυφλή εμπιστοσύνη σε κάποιον/κάτι: εμπιστεύομαι απόλυτα, χωρίς ενδοιασμούς και αμφιβολίες. ΣΥΝ. εμπιστεύομαι κάποιον με κλειστά μάτια/τυφλά [< μεσν. εμπιστοσύνη]
κατακάθι κα-τα-κά-θι ουσ. (ουδ.) 1. ό,τι κατακάθεται, ίζημα: το ~ του καφέ/κρασιού (= τρυγία)/λαδιού (= μούργα). Βλ. ιλύς.|| (σπάν.-μτφ.) Τα ~ια της μνήμης. Πβ. απομεινάρι, κατακάθισμα, κατάλοιπο, καταστάλαγμα, λείψανο, υπόλειμμα. 2. (μτφ.-μειωτ.) απόβρασμα, κάθαρμα, παλιάνθρωπος. Πβ. καθίκι, τομάρι, χαμένο κορμί.
μικροαπολαύσεις μι-κρο-α-πο-λαύ-σεις ουσ. (θηλ.) (οι): μικροχαρές.
φαντασίωση φα-ντα-σί-ω-ση ουσ. (θηλ.): νοητική ή/και συναισθηματική εικόνα που δημιουργεί η ανθρώπινη φαντασία: παιδικές ~ώσεις. Aισθησιακές/αρρωστημένες/ερωτικές/σεξουαλικές ~εις. Η ~ του ιδανικού συντρόφου/περί ... Πβ. όνειρο.|| Ας μην ζούμε με ~ώσεις (= ψευδαισθήσεις). [< μεσν. φαντασίωσις, γαλλ. fantasme]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ