απολλύω [ἀπολλύω] α-πολ-λύ-ω ρ. (μτβ.) {εύχρ. μόνο στους τ. απώλε-σα, απολέ-σει, απωλέ-σθηκε (λόγ. -σθη, μτχ. απολε-σθείς, -σθείσα, -σθέν), απολε-σθεί} (επίσ.): χάνω: ~σε το αξίωμα/τις ελπίδες του/κάθε έννοια αξιοπρέπειας. Μετοχές που ~σαν το ...% της αξίας τους. ~σθη η ευκαιρία να ... Αντικείμενα που ~σθηκαν ή εκλάπησαν κατά τη μεταφορά.|| Οπλίτες που ~σθησαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων (= χάθηκαν, σκοτώθηκαν). ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι βλ. μωραίνω ● βλ. απολεσθείς [< αρχ. ἀπολλύω, ἀπόλλυμι]
απόξεση [ἀπόξεση] α-πό-ξε-ση ουσ. (θηλ.) & απόξυση 1. ΙΑΤΡ. καθαρισμός πάσχοντος οργάνου ή κοιλότητας με ξέστρο: διαγνωστική/θεραπευτική ~. ~ ενδομητρίου (: λόγω παλίνδρομης κύησης ή ως έκτρωση). Βλ. δερματο~.|| Ριζική ~ (: για τη θεραπεία της περιοδοντίτιδας). ~ φατνίου. 2. ΤΕΧΝΟΛ. καθάρισμα ή λείανση επιφάνειας με ξύσιμο: ~ προεξοχών. Πβ. εκτριβή. [< 1: γαλλ. curetage 2: γαλλ. grattage]
αποπολιτικοποίηση [ἀποπολιτικοποίηση] α-πο-πο-λι-τι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) & απολιτικοποίηση ΑΝΤ. πολιτικοποίηση 1. αδιαφορία, αποστασιοποίηση από την πολιτική και τις πολιτικές εξελίξεις: ~ και αποξένωση. 2. αφαίρεση, κατάργηση του πολιτικού χαρακτήρα, της πολιτικής διάστασης ή επιρροής. Βλ. αποκομματικοποίηση. [< γαλλ. dépolitisation, 1944, αγγλ. depoliticization, 1928]
αποπολιτικοποιώ [ἀποπολιτικοποιῶ] α-πο-πο-λι-τι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αποπολιτικοποι-εί, -ησε, -ήσει, -ημένος} ΑΝΤ. πολιτικοποιώ 1. αίρω το πολιτικό στοιχείο, την πολιτική διάσταση από κάτι: Επιχειρούν να ~ήσουν τον σύλλογο. 2. προκαλώ αδιαφορία για την πολιτική και τις πολιτικές εξελίξεις: Νεολαία που τείνει να ~ηθεί. ~ημένη: κοινωνία. ~ημένο: εκλογικό σώμα. [< γαλλ. dépolitiser, 1939, αγγλ. depoliticize, 1937]
αποτελμάτωση [ἀποτελμάτωση] α-πο-τελ-μά-τω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτελματώνω: οικονομική/πνευματική/πολιτική ~. Σε κατάσταση ~ης η έρευνα. Προβλήματα που οδηγήθηκαν σε ~ εξαιτίας της αδυναμίας εξεύρεσης λύσης. Πβ. αδράνεια, αδρανοποίηση, λίμνασμα, στασιμότητα, τέλμα, τελμάτωση. [< γαλλ. stagnation]
μικροσφαιρίδια μι-κρο-σφαι-ρί-δι-α ουσ. (ουδ.) {σπάν. στον εν. μικροσφαιρίδιο}: μικροσκοπικά πλαστικά σφαιρίδια, κυρ. από πολυαιθυλένιο και πολυπροπυλένιο, τα οποία βρίσκονται σε προϊόντα, όπως απολεπιστικά, αφρόλουτρα, κρεμοσάπουνα, οδοντόκρεμες, και αποτελούν σταθερή πηγή μόλυνσης του περιβάλλοντος. Βλ. μικροπλαστικά. [< αγγλ. microbeads, 1975, γαλλ. microbilles, 2020]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
φιλετοποίηση φι-λε-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. στάδιο επεξεργασίας ψαριών ή σφαγίων, που περιλαμβάνει τον τεμαχισμό τους σε φιλέτα. Βλ. απολέπιση. 2. (αρνητ. συνυποδ.) μετατροπή δασικής έκτασης σε οικοδομήσιμη περιοχή και χωρισμός της σε οικόπεδα μεγάλης αξίας: Απορρίφθηκε η πρόταση για ~ του άλσους. Βλ. -ποίηση.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ