Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [6740-6760]


  • απολέπιση [ἀπολέπιση] α-πο-λέ-πι-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) απολεπισμός 1. καλλυντική μέθοδος απομάκρυνσης των νεκρών κυττάρων της επιδερμίδας: βαθιά/μηχανική/φυσική/χημική ~. ~ προσώπου/σώματος. ~ με άλατα. Μάσκα/προϊόντα/σαπούνι/τζελ ~ης. Πβ. πίλινγκ. Βλ. απόξεση, ενυδάτωση, καθαρισμός, μασάζ. 2. ΙΑΤΡ. παθολογική αποκόλληση των στρωμάτων της επιδερμίδας με τη μορφή λεπιών: ~ και κνησμός/ξηρότητα. Εξάνθημα με ~. Πβ. απόπτωση. ΣΥΝ. αποφολίδωση 3. ξεφλούδισμα επιφάνειας. || ~ κηρήθρας. 4. αφαίρεση λεπιών από ψάρι. Πβ. ξελέπιασμα. Βλ. φιλετοποίηση. [< 1,2: γαλλ. desquamation, exfoliation]
  • απολεπιστικός , ή, ό [ἀπολεπιστικός] α-πο-λε-πι-στι-κός επίθ.: που προκαλεί απολέπιση: ~ή: κρέμα/μάσκα. ~ό: προϊόν. Ζελέ με ~ή δράση/~ές ιδιότητες.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: δερματίτιδα. ● Ουσ.: απολεπιστικό (το): ~ προσώπου/σώματος. ~ με κόκκους. Πβ. πίλινγκ. Βλ. μικροσφαιρίδια. [< γαλλ. exfoliant, 1962]
  • απολέσει βλ. απολλύω
  • απολεσθείς , είσα, έν [ἀπολεσθείς] α-πο-λε-σθείς επίθ. (επίσ.): χαμένος: ~είσα: ταυτότητα. ~είσες: αποσκευές/ώρες μαθημάτων. ~έντα: έγγραφα. Αναπλήρωση ~έντος εισοδήματος. Εύρεση ~έντων και κλαπέντων αντικειμένων.|| (ως ουσ.) Οι ~έντες του ναυαγίου. ● Ουσ.: απολεσθέντα (τα): τμήμα συνήθ. σε αεροδρόμιο για αντικείμενα που έχουν χαθεί ή δεν έχουν φτάσει στον προορισμό τους: Αναζήτηση αποσκευών στα ~. Γραφείο ~έντων. ● βλ. απολλύω [< αρχ. ἀπόλλυμι]
  • απολήγει [ἀπολήγει] α-πο-λή-γει ρ. (αμτβ.) {απέλη-ξε, απολή-ξει} (+σε) (επίσ.) 1. καταλήγει: ~ σε αιχμή. Εργαλείο που ~ σε αιχμηρή μύτη. Τα νεύρα ~ουν στους τένοντες των μυών.|| Ο ποταμός ~ στη θάλασσα. 2. έχει ως συνέπεια, οδηγεί: Οι διαπραγματεύσεις/συνομιλίες αναμένεται να ~ξουν σε πολιτική συμφωνία. Η ποινική διαδικασία δεν ~ξε σε καταδίκη. Πβ. αποβαίνει. [< αρχ. ἀπολήγω]
  • απόληξη [ἀπόληξη] α-πό-λη-ξη ουσ. (θηλ.) 1. (επιστ.) άκρη, τελείωμα: κωνική/τελική ~. Αντικείμενα με αιχμηρή/στρογγυλή/τριγωνική ~. ~ καλωδίου/κλιμακοστασίου/στέγης. Σημείο ~ης αγωγού. Εξάτμιση με διπλή ~.|| (ΙΑΤΡ.) Αισθητήριες ~ήξεις. ~ήξεις των νεύρων. 2. (μτφ.-επίσ.) αποτέλεσμα, κατάληξη: Η ~ των συζητήσεων. Πβ. έκβαση.|| (ΤΗΛΕΠ.) Τέλος ~ης κλήσεων (: που καταβάλλεται από δίκτυο τηλεφωνίας σε άλλο για την ολοκλήρωση μιας κλήσης). [< αρχ. ἀπόληξις ‘παύση, τέλος’, γαλλ. terminaison]
  • απόληψη [ἀπόληψη] α-πό-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. είσπραξη, παραλαβή τμήματος ή ολόκληρου του ποσού που δικαιούται κάποιος: ~ επιδόματος/κερδών/υψηλότερων αποδοχών. Δικαίωμα προς ~ μερίσματος/τόκου. Χρηματικές ~ήψεις από τα κοινοτικά ταμεία. 2. (επιστ.) εξαγωγή μετά από διαδικασία: ~ πετρελαίου/χρυσού (πβ. εξόρυξη). Πετρώματα κατάλληλα για ~ αδρανών υλικών. ~ήψεις νερού με γεώτρηση/από τον ταμιευτήρα. [< 1: μτγν. ἀπόληψις ‘καταβολή, απόδοση οφειλής’ 2: αγγλ. recovery]
  • απολήψιμος , η, ο [ἀπολήψιμος] α-πο-λή-ψι-μος επίθ. (επιστ.): που είναι δυνατόν να εξαχθεί ή να παραχθεί ύστερα από επεξεργασία: ~ες: ποσότητες (πετρελαίου/υδρογονανθράκων). ~α και εκμεταλλεύσιμα αποθέματα εγχώριου λιγνίτη. Ο ανώτερος/ετήσιος/μέσος ~ όγκος νερού. [< αγγλ. recoverable]
  • απολίθωμα [ἀπολίθωμα] α-πο-λί-θω-μα ουσ. (ουδ.) {απολιθώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. υπόλειμμα ή ίχνος ζωικού ή φυτικού οργανισμού παλαιότερης γεωλογικής περιόδου, το οποίο διατηρήθηκε σε ιζηματογενές πέτρωμα και με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε πέτρα, καθώς ανόργανες ουσίες κατέλαβαν τον χώρο των οργανικών: θαλάσσια ~ατα. ~ ανθρώπου/δεινόσαυρου/εντόμου/θηλαστικού/μαμούθ/ψαριού. ~ατα φύλλων. 2. (μτφ.) ξεπερασμένη αντίληψη ή μέθοδος: ιστορικό/νομικό ~. Απόψεις που αποτελούν ~ατα του παρελθόντος. Πβ. απομεινάρι. 3. ΓΛΩΣΣ. γλωσσικό κατάλοιπο σε παγιωμένη μορφή (λ.χ. υπό μάλης). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωντανό απολίθωμα: ζωικός ή φυτικός οργανισμός που έχει διατηρήσει τα χαρακτηριστικά των μακρινών προγόνων του, οι οποίοι είναι σήμερα γνωστοί μόνο με τη μορφή απολιθωμάτων. [< αγγλ. living fossil, 1922] [< γαλλ. fossile]
  • απολιθωμένος , η, ο [ἀπολιθωμένος] α-πο-λι-θω-μέ-νος επίθ. 1. που έχει απολιθωθεί, έχει πετρώσει: ~ος: κορμός (δέντρου)/σκελετός. ~ο: δάσος. ~α: καύσιμα/φυτά.|| (μτφ.) Έμεινε σαν ~ (πβ. αποσβολ-, κοκαλ-, μαρμαρ-, πετρ-ωμένος). 2. (μτφ.-μειωτ.) αναχρονιστικός, συντηρητικός: ~μένες: αντιλήψεις/απόψεις/ιδέες. Πβ. αποστε-, πεπαλαι-ωμένος, ξεπερασμένος.
  • απολιθώνω [ἀπολιθώνω] α-πο-λι-θώ-νω ρ. (μτβ.) {απολίθω-σε, απολιθώ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, κυρ. μεσοπαθ.} 1. μετατρέπω σε απολίθωμα: Δάσος που ~θηκε από τη λάβα (πβ. πετρώνω). Οργανισμοί που έχουν ~θεί. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) εμποδίζω την εξέλιξη και τον εκσυγχρονισμό, προκαλώ στασιμότητα: Η κρίση ~σε την οικονομία. Η κοινωνία έχει ~θεί ιδεολογικά/πολιτικά. [< 1: αρχ. ἀπολιθῶ, γαλλ. pétrifier 2: γαλλ. fossiliser]
  • απολίθωση [ἀπολίθωση] α-πο-λί-θω-ση ουσ. (θηλ.): ΠΑΛΑΙΟΝΤ. διαδικασία μετατροπής οργανισμού σε απολίθωμα: ~ δάσους/ζώων. Κοράλλια που έχουν υποστεί ~.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Πολιτική ~. Βλ. αποτελμάτωση, οπισθοδρόμηση. [< αρχ. ἀπολίθωσις, γαλλ. fossilisation]
  • απολίνωση [ἀπολίνωση] α-πο-λί-νω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. περίδεση πόρου ή συνήθ. αιμοφόρου αγγείου, για την αποφυγή αιμορραγίας κατά τη χειρουργική επέμβαση: ενδοσκοπική/λαπαροσκοπική/χειρουργική ~. ~ αρτηρίας/σαλπίγγων (βλ. στείρωση). [< μεσν. απολίνωσις]
  • απολίπανση [ἀπολίπανση] α-πο-λί-παν-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. αφαίρεση λαδιών, λιπαρών ουσιών συνήθ. από μεταλλικές επιφάνειες: ~ κινητήρα/σωλήνων. ΑΝΤ. λίπανση (2) 2. απομάκρυνση λίπους από δέρμα ή μαλλί ζώου κατά την επεξεργασία του: ~ με οργανικούς διαλύτες. ~ και λεύκανση. [< γαλλ. dégraissage]
  • απολιποπρωτεΐνη [ἀπολιποπρωτεΐνη] α-πο-λι-πο-πρω-τε-ΐ-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. πρωτεΐνη που συνδυάζεται με ένα λιπίδιο για το σχηματισμό λιποπρωτεϊνών. [< αγγλ. apolipoprotein, 1966]
  • απολιτικοποιημένος , η, ο βλ. αποπολιτικοποιώ.
  • απολιτικοποίηση βλ. αποπολιτικοποίηση
  • απολιτικός , ή, ό [ἀπολιτικός] α-πο-λι-τι-κός επίθ. & (προφ.) απολίτικος & απολιτίκ: που χαρακτηρίζεται από ουδετερότητα, αδιαφορία για την πολιτική και τις πολιτικές εξελίξεις: ~ή: στάση/συμπεριφορά. Άχρωμη και ~ή εκλογική αναμέτρηση. [< μτγν. ἀπολιτικός 'ακατάλληλος για δημόσιες θέσεις', αγγλ. apolitical, 1919, γαλλ. apolitique, 1926]
  • απολιτικότητα [ἀπολιτικότητα] α-πο-λι-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αδιαφορία για την πολιτική και τις πολιτικές εξελίξεις: ~ και απάθεια/πολιτικός εκφυλισμός. Η δυσαρέσκεια των πολιτών οδηγεί στην ~. Πβ. απολυτικοποίηση. Βλ. -ότητα.
  • απολίτιστος , η, ο [ἀπολίτιστος] α-πο-λί-τι-στος επίθ. ΑΝΤ. πολιτισμένος 1. (μειωτ.) που δεν έχει παιδεία: (για πρόσ.) Αγροίκος/αμόρφωτος και ~. Πβ. ακαλλιέργητος.|| ~η: συμπεριφορά. Πβ. άξεστος. 2. που βρίσκεται σε πρώιμο πολιτιστικό στάδιο: ~η: φυλή. Πβ. βάρβαρος, πρωτόγονος. [< γαλλ. incivilisé]

απολλύω

απολλύω [ἀπολλύω] α-πολ-λύ-ω ρ. (μτβ.) {εύχρ. μόνο στους τ. απώλε-σα, απολέ-σει, απωλέ-σθηκε (λόγ. -σθη, μτχ. απολε-σθείς, -σθείσα, -σθέν), απολε-σθεί} (επίσ.): χάνω: ~σε το αξίωμα/τις ελπίδες του/κάθε έννοια αξιοπρέπειας. Μετοχές που ~σαν το ...% της αξίας τους. ~σθη η ευκαιρία να ... Αντικείμενα που ~σθηκαν ή εκλάπησαν κατά τη μεταφορά.|| Οπλίτες που ~σθησαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων (= χάθηκαν, σκοτώθηκαν). ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι βλ. μωραίνω ● βλ. απολεσθείς [< αρχ. ἀπολλύω, ἀπόλλυμι]

απόξεση

απόξεση [ἀπόξεση] α-πό-ξε-ση ουσ. (θηλ.) & απόξυση 1. ΙΑΤΡ. καθαρισμός πάσχοντος οργάνου ή κοιλότητας με ξέστρο: διαγνωστική/θεραπευτική ~. ~ ενδομητρίου (: λόγω παλίνδρομης κύησης ή ως έκτρωση). Βλ. δερματο~.|| Ριζική ~ (: για τη θεραπεία της περιοδοντίτιδας). ~ φατνίου. 2. ΤΕΧΝΟΛ. καθάρισμα ή λείανση επιφάνειας με ξύσιμο: ~ προεξοχών. Πβ. εκτριβή. [< 1: γαλλ. curetage 2: γαλλ. grattage]

αποπολιτικοποίηση

αποπολιτικοποίηση [ἀποπολιτικοποίηση] α-πο-πο-λι-τι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) & απολιτικοποίηση ΑΝΤ. πολιτικοποίηση 1. αδιαφορία, αποστασιοποίηση από την πολιτική και τις πολιτικές εξελίξεις: ~ και αποξένωση. 2. αφαίρεση, κατάργηση του πολιτικού χαρακτήρα, της πολιτικής διάστασης ή επιρροής. Βλ. αποκομματικοποίηση. [< γαλλ. dépolitisation, 1944, αγγλ. depoliticization, 1928]

αποπολιτικοποιώ

αποπολιτικοποιώ [ἀποπολιτικοποιῶ] α-πο-πο-λι-τι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αποπολιτικοποι-εί, -ησε, -ήσει, -ημένος} ΑΝΤ. πολιτικοποιώ 1. αίρω το πολιτικό στοιχείο, την πολιτική διάσταση από κάτι: Επιχειρούν να ~ήσουν τον σύλλογο. 2. προκαλώ αδιαφορία για την πολιτική και τις πολιτικές εξελίξεις: Νεολαία που τείνει να ~ηθεί. ~ημένη: κοινωνία. ~ημένο: εκλογικό σώμα. [< γαλλ. dépolitiser, 1939, αγγλ. depoliticize, 1937]

αποτελμάτωση

αποτελμάτωση [ἀποτελμάτωση] α-πο-τελ-μά-τω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτελματώνω: οικονομική/πνευματική/πολιτική ~. Σε κατάσταση ~ης η έρευνα. Προβλήματα που οδηγήθηκαν σε ~ εξαιτίας της αδυναμίας εξεύρεσης λύσης. Πβ. αδράνεια, αδρανοποίηση, λίμνασμα, στασιμότητα, τέλμα, τελμάτωση. [< γαλλ. stagnation]

μικροσφαιρίδια

μικροσφαιρίδια μι-κρο-σφαι-ρί-δι-α ουσ. (ουδ.) {σπάν. στον εν. μικροσφαιρίδιο}: μικροσκοπικά πλαστικά σφαιρίδια, κυρ. από πολυαιθυλένιο και πολυπροπυλένιο, τα οποία βρίσκονται σε προϊόντα, όπως απολεπιστικά, αφρόλουτρα, κρεμοσάπουνα, οδοντόκρεμες, και αποτελούν σταθερή πηγή μόλυνσης του περιβάλλοντος. Βλ. μικροπλαστικά. [< αγγλ. microbeads, 1975, γαλλ. microbilles, 2020]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

φιλετοποίηση

φιλετοποίηση φι-λε-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. στάδιο επεξεργασίας ψαριών ή σφαγίων, που περιλαμβάνει τον τεμαχισμό τους σε φιλέτα. Βλ. απολέπιση. 2. (αρνητ. συνυποδ.) μετατροπή δασικής έκτασης σε οικοδομήσιμη περιοχή και χωρισμός της σε οικόπεδα μεγάλης αξίας: Απορρίφθηκε η πρόταση για ~ του άλσους. Βλ. -ποίηση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.