Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [920-940]


  • PVC βλ. πολυβινυλοχλωρίδιο
  • quo vadis? (πρόφ. κβο βάντις): πού πηγαίνεις; [< λατ. (Domine), quo vadis?]
  • RADAR βλ. ραντάρ
  • RAF (η): Βασιλικές Αεροπορικές Δυνάμεις (της Μεγάλης Βρετανίας). [< αγγλ. Royal Air Force, 1918]
  • RAM & ραμ (η): Μνήμη Τυχαίας Προσπέλασης. Βλ. ROM. [< αγγλ. Random-Access Memory, 1953, RAM, 1957, γαλλ. ~, 1981]
  • res (πρόφ. ρες): πράγμα, αντικείμενο. [< λατ.]
  • RNA βλ. Αρ-Εν-Έι
  • ROM & ρομ (η): Μνήμη Μόνο Ανάγνωσης/για Ανάγνωση, Βλ. RAM. [< αγγλ. Read-Only Memory, 1961, ROM, 1966, γαλλ. ~, 1981]
  • SA (η): Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΕ). [< γαλλ. Société Anonyme]
  • SARS (το): Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο. [< αγγλ. Severe Acute Respiratory Syndrome, 2003]
  • SI (το): Διεθνές Σύστημα Μονάδων. [< γαλλ. Système International d' Unités]
  • sic επίρρ. (πρόφ. σικ): (συνήθ. μέσα σε παρενθέσεις) έτσι· για να επισημανθεί ότι η λέξη ή η έκφραση που προηγείται είναι εσφαλμένη ή αδόκιμη και βρίσκεται έτσι ακριβώς στο πρωτότυπο. [< λατ. sic]
  • SIM βλ. κάρτα
  • sine ira et studio (πρόφ. σίνε ίρα ετ στούντιο): χωρίς οργή και σπουδή (πάθος). [< λατ.]
  • sine qua non (πρόφ. σίνε κβα νον): εκ των ων ουκ άνευ. [< λατ.]
  • SIS (το): Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν. [< αγγλ. Schengen Information System]
  • SMS βλ. εσεμές
  • SNR & S/N (το): Λόγος Σήματος προς Θόρυβο. [< αγγλ. Signal Noise Ratio, 1923]
  • SOS βλ. ΣΟΣ
  • status quo : βλ. στάτους κβο

Αρ-Εν-Έι

Αρ-Εν-Έι [Ἀρ Ἐν Ἔι] ουσ. (ουδ.) & RNA: ΒΙΟΧ. ριβονουκλεϊκό οξύ. ● ΣΥΜΠΛ.: αγγελιοφόρο Αρ-Εν-Έι (RNA) βλ. αγγελιοφόρος, μεταφορικό Αρ-Εν-Έι (RNA) βλ. μεταφορικός [< αγγλ. Ribonucleic Acid, 1930]

εσεμές

εσεμές [ἐσεμές] ε-σε-μές ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): σύντομο γραπτό μήνυμα που στέλνεται συνήθ. σε κινητό τηλέφωνο: δωρεάν ~. Αποστολή/λήψη/χρέωση ~. Υπηρεσία ~. || (ως επίθ.) ~ μήνυμα. Βλ. αλφαριθμητικός, εμεμές. [< αγγλ. Short Message Service, SMS, 1991]

κάρτα

κάρτα κάρ-τα ουσ. (θηλ.) {καρτ-ών} 1. δελτίο από σκληρό χαρτί ή πλαστικό που φέρει συνήθ. τα στοιχεία του κατόχου του, πιστοποιώντας την ταυτότητά του ή παρέχοντάς του κάποιο δικαίωμα: διαφημιστική/εκπτωτική/επαγγελματική/ταξιδιωτική ~. Μειωμένη/μηνιαία/προσωποποιημένη ~ απεριορίστων διαδρομών για όλα τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (βλ. πάσο). Ευρωπαϊκή ~ ασφάλισης ασθένειας. Ισόβια/προσωρινή ~ αναπηρίας. ~ αλληλεγγύης/ανεργίας/αποδείξεων/εργασίας/σίτισης. ~ νέων. ~ες επισκεπτηρίου (= μπιλιέτα). Έκδοση ~ας. Σας αφήνω την ~ μου με το τηλέφωνο και τη διεύθυνσή μου. 2. (ειδικότ.) μικρό ορθογώνιο κομμάτι από πλαστικό, με μηχανικά αναγνώσιμα δεδομένα για ποικίλες χρήσεις: τραπεζική ~. Βλ. φορο~.|| ~ θορύβου (: για δίκυκλα και τρίκυκλα).|| (με προπληρωμένο χρόνο ομιλίας:) Τηλεφωνική ~. (για κινητό) ~ ανανέωσης (χρόνου ομιλίας). (συνεκδ.) Δεν έχω πολλή ~ (= δεν μου μένουν πολλές μονάδες). Υπόλοιπο ~ας. Πβ. τηλε~, χρονο~.|| ~ δώρου (= δωρο~· βλ. κουπόνι). Βλ. τσιπ. 3. (ειδικότ.) κομμάτι από χοντρό χαρτί, εικονογραφημένο και διπλωμένο στα δύο, που φέρει μήνυμα και αποστέλλεται ή δίνεται σε κάποιον, συνήθ. σε ειδικές περιστάσεις: αναμνηστική/εορταστική/ευχαριστήρια/ευχετήρια/πασχαλινή/ταχυδρομική (= καρτ ποστάλ)/χριστουγεννιάτικη ~. Ανθοδέσμη/δώρο με ~. Έλαβε ~ για τα γενέθλιά της (= ~ γενεθλίων)/τον καινούργιο χρόνο/ταχεία ανάρρωση.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Ηλεκτρονική ~. 4. ΠΛΗΡΟΦ. πλακέτα με αποθηκευμένες πληροφορίες ή ηλεκτρονικό κύκλωμα που εισάγεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, παρέχοντάς του πρόσθετες δυνατότητες: ~ βίντεο/δικτύου/ήχου/οθόνης. Ενσωματωμένη ~ ραδιοφώνου/τηλεόρασης. 5. τραπουλόχαρτο. ● Υποκ.: καρτούλα (η) & καρτάκι (το): κυρ. στη σημ. 3. ● ΣΥΜΠΛ.: κάρτα (ελέγχου) καυσαερίων: αυτή που πιστοποιεί ότι ένα όχημα εκπέμπει καυσαέρια που δεν υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια., κάρτα SIM: ΤΕΧΝΟΛ. ειδική κάρτα με μικροεπεξεργαστή για αποθήκευση των στοιχείων αναγνώρισης του συνδρομητή και μνήμη για αποθήκευση μηνυμάτων και επαφών καθώς και για εκτέλεση ποικίλων άλλων εφαρμογών: ~ ~ κινητού. Πρόσβαση στην ~ ~ μέσω κωδικού PIN. [< αγγλ. Subscriber Identity Module (SIM) card, 1989] , κάρτα αναλήψεων/μετρητών: ΟΙΚΟΝ. που εκδίδεται από τράπεζα και επιτρέπει στον κάτοχό της κυρ. την ανάληψη χρημάτων από ΑΤΜ. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. cash card, 1967] , κάρτα διαρκείας: η οποία παρέχει για ορισμένη χρονική περίοδο ελεύθερη είσοδο σε αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις: ~ ~ για τα ματς του ... Διατίθενται/κυκλοφόρησαν οι ~ες ~. ΣΥΝ. εισιτήριο διαρκείας.|| ~ες ~ για το φεστιβάλ., κάρτα επέκτασης: ΠΛΗΡΟΦ. που μπορεί να προσαρμοστεί σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και να αυξήσει τις δυνατότητές του: ~ ~ μνήμης. ~ ~ που μετατρέπει αναλογικά σήματα σε ψηφιακή μορφή. [< αγγλ. expansion card, 1982] , κάρτα μέλους: που εξασφαλίζει στον κάτοχό της δικαίωμα πρόσβασης σε παρεχόμενες υπηρεσίες ή συμμετοχής σε δραστηριότητα: ~ ~ της βιβλιοθήκης/της λέσχης/του συλλόγου., κάρτα μνήμης: ΠΛΗΡΟΦ. εξωτερική κάρτα αποθήκευσης δεδομένων, μεγάλης συνήθ. χωρητικότητας: αφαιρούμενη/ψηφιακή ~ ~. ~ ~ κινητού τηλεφώνου/συσκευής. ~ ~ βίντεο/MP3/φωτογραφιών. Θύρα/υποδοχή για ~ ~. Πβ. μνήμη RAM.|| Εσωτερική ~ ~ (= ενσωματωμένη). Πβ. σκληρός δίσκος. [< αγγλ. memory card, 1974] , κάρτα-κλειδί: ηλεκτρονική κάρτα που λειτουργεί ως κλειδί για το άνοιγμα ή κλείσιμο πόρτας ή για την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση συστημάτων, συσκευών και μηχανημάτων: μαγνητική ~ ~. ~ ~ ξενοδοχείου. [< αγγλ. key-card] , κίτρινη κάρτα: ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. στο βόλεϊ) αυτή που δείχνει ο διαιτητής σε αθλητή ως ποινή για αρκετά σοβαρό (ή κατ' εξακολούθηση) παράπτωμα· η ίδια η απόφαση του διαιτητή και η ποινή στον αθλητή: Δέχτηκε/πήρε ~ ~ για αντιαθλητικό φάουλ/διαμαρτυρία/σκληρό μαρκάρισμα. Ο ποδοσφαιριστής τιμωρήθηκε με ~ ~, γιατί έπιασε την μπάλα με τα χέρια. Αποβλήθηκε με δεύτερη ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ έβγαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση στη χώρα λόγω καθυστέρησης στην εφαρμογή των μέτρων. [< αγγλ. yellow card, 1976] , κόκκινη κάρτα: ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) αυτή που δείχνει ο διαιτητής σε αθλητή ως ποινή για πολύ σοβαρό παράπτωμα και σημαίνει την αποβολή του αθλητή από τον συγκεκριμένο αγώνα και την απουσία του από ένα ή περισσότερα παιχνίδια της ομάδας του για την ίδια συνήθ. διοργάνωση· η ίδια η απόφαση του διαιτητή και η ποινή που επιβάλλει: ~ ~ για χτύπημα εκτός φάσης. Αποβολή με απευθείας ~ ~ (: δηλ. όχι με δύο κίτρινες). Ο ποδοσφαιριστής τιμωρήθηκε με/πήρε ~ ~.|| (μτφ.) Ο διευθυντής του έβγαλε ~ ~ (= τον απέλυσε). [< αγγλ. red card, 1976] , λευκή κάρτα: αυτή που χορηγεί το ελληνικό κράτος σε πρόσφυγες, μέχρι να ξεκινήσουν τη διαδικασία για τη λήψη της αντίστοιχης ροζ, για να εξασφαλίσουν την προσωρινή διαμονή τους στη χώρα., μαγνητική κάρτα: ΤΕΧΝΟΛ. κάθε πλαστική κάρτα με ενσωματωμένη μαγνητική ταινία που φέρει αποθηκευμένα προσωπικά ή άλλα δεδομένα: ~ ~ εισόδου/ελέγχου/πρόσβασης., μπλε κάρτα 1. επίσημη κάρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία επιτρέπει σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό από τρίτες χώρες να εργάζεται νόμιμα και να διαμένει σε αυτή για δύο χρόνια με δυνατότητα ανανέωσης. Βλ. πράσινη κάρτα. 2. ΑΘΛ. διεθνές πιστοποιητικό μεταγραφής παίκτη σε ομάδα. [< 1: αγγλ. (EU) Blue Card, 2007] , πράσινη κάρτα 1. η οποία βεβαιώνει ότι ο κάτοχός της είναι αλλοδαπός μόνιμα εγκατεστημένος και νόμιμα εργαζόμενος σε μια χώρα· ειδικότ. κάρτα περιορισμένης χρονικής διάρκειας που χορηγεί το ελληνικό κράτος σε οικονομικούς μετανάστες: ~ ~ εργασίας/παραμονής. Απέκτησε την πολυπόθητη ~ ~. Βλ. ταυτότητα. 2. απαιτούμενο δικαιολογητικό για ταξίδι στο εξωτερικό με αυτοκίνητο, το οποίο παρέχει διεθνή ασφαλιστική κάλυψη σε περίπτωση που ο οδηγός εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα: δελτίο αυτοκινητιστικής εξυπηρέτησης, διεθνές δίπλωμα οδήγησης, ~ ~, πολύπτυχο και σήμα εθνικότητας. Βλ. ΕΛΠΑ. [< 1: αμερικ. green card, 1969] , ροζ κάρτα: που χορηγείται από το ελληνικό κράτος στους αιτούντες πολιτικό άσυλο, παρέχοντάς τους το δικαίωμα προσωρινής παραμονής, έκδοσης άδειας εργασίας, δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και διαμονής σε κέντρα υποδοχής προσφύγων., κάρτα αναπηρίας βλ. αναπηρία, κάρτα γραφικών βλ. γραφικά, μητρική (κάρτα/πλακέτα) βλ. μητρικός1, πιστωτική (κάρτα) βλ. πιστωτικός, χρεωστική (κάρτα) βλ. χρεωστικός, χρυσή κάρτα βλ. χρυσός ● ΦΡ.: φάτσα κάρτα βλ. φάτσα, χτυπάω κάρτα βλ. χτυπώ [< 1-3: ιταλ. carta 4: αγγλ. (sound, memory) card]

πολυβινυλοχλωρίδιο

πολυβινυλοχλωρίδιο πο-λυ-βι-νυ-λο-χλω-ρί-δι-ο ουσ. (ουδ.) & PVC (πρόφ. πι βι σι): ΧΗΜ. θερμοπλαστικό πολυμερές πολλαπλών χρήσεων το οποίο, κατά την καύση του, εκλύει στο περιβάλλον πολύ επικίνδυνες διοξίνες· χλωριούχο πολυβινύλιο: αγωγός/παιχνίδι/φιλμ από ~. [< αγγλ. polyvinyl chloride, 1933]

ραντάρ

ραντάρ ρα-ντάρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρονικό σύστημα ή συσκευή για τον εντοπισμό της θέσης και τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης ή/και της απόστασης αντικειμένου, μέσω της ανάκλασης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στην επιφάνειά του: δορυφορικό/ιπτάμενο/μετεωρολογικό/στρατιωτικό ~. Η οθόνη του ~. Εχθρικά ~. ~ αεροδρομίου/αεροσκάφους/ανίχνευσης/ναυτιλίας. ~ (ελέγχου) ταχύτητας/Τροχαίας. Βλ. γεω~. ΣΥΝ. ραδιοεντοπιστής (1) 2. (μτφ.-προφ.) διαίσθηση: Το έπιασε το ~ μου (= το αντιλήφθηκα). Πβ. κεραίες. ● ΣΥΜΠΛ.: ραντάρ ντόπλερ: ΤΕΧΝΟΛ. που χρησιμοποιεί το φαινόμενο ντόπλερ για τη μέτρηση της ταχύτητας κινούμενου στόχου ή σωματιδίων της ατμόσφαιρας. [< 1: αμερικ. radar, 1941 < ra(dio) d(etection) a(nd) r(anging), γαλλ. ~, 1943]

σος

σος ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & σως: ΜΑΓΕΙΡ. σάλτσα που σερβίρεται κυρ. με φαγητά: γλυκόξινη ~. ~ βινεγκρέτ/γιαουρτιού/κρασιού/λεμονιού/μαγιονέζας/ροκφόρ. Πβ. ντρέσινγκ.|| (κατ' επέκτ.) ~ σοκολάτας/φράουλας. Βλ. γαρνίρισμα, επικάλυψη, σιρόπι. ● ΣΥΜΠΛ.: σος/σάλτσα ταρτάρ βλ. ταρτάρ [< γαλλ. sauce]

στάτους

στάτους στά-τους ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: θέση ή υπόσταση προσώπου ή θεσμού στην κοινωνία· γενικότ. ισχύουσα κατάσταση: κοινωνικό/υψηλό/χαμηλό ~. Το διεθνές ~ της χώρας. Σύμβολο ~ και καταξίωσης. Πβ. ίματζ, κύρος, πρεστίζ.|| Διοικητικό/επαγγελματικό/εργασιακό/καλλιτεχνικό/νομικό/οικονομικό/πολιτικό ~. Βλ. καθεστώς, κατεστημένο. [< αγγλ. status]

RAM

RAM & ραμ (η): Μνήμη Τυχαίας Προσπέλασης. Βλ. ROM. [< αγγλ. Random-Access Memory, 1953, RAM, 1957, γαλλ. ~, 1981]

ROM

ROM & ρομ (η): Μνήμη Μόνο Ανάγνωσης/για Ανάγνωση, Βλ. RAM. [< αγγλ. Read-Only Memory, 1961, ROM, 1966, γαλλ. ~, 1981]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.