Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [880-900]


  • mea culpa (πρόφ. μέα κούλπα): δικό μου (το) λάθος. [< λατ.]
  • memorandum βλ. μεμοράντουμ
  • MMS βλ. εμεμές
  • modus vivendi (πρόφ. μόντους βιβέντι): τρόπος ζωής. [< λατ.]
  • MP3 βλ. εμ-πι-θρι
  • MSc (το): Μεταπτυχιακό στις Θετικές Επιστήμες. [< αγγλ. Master of Science]
  • MTech (το): Μεταπτυχιακό στις Τεχνολογικές Επιστήμες. [< αγγλ. Master of Technology]
  • mutatis mutandis (πρόφ. μουτάτις μουτάντις): τηρουμένων των αναλογιών. [< λατ.]
  • MVP : ο πιο πολύτιμος παίκτης (σε αθλητικό αγώνα, κυρ. μπάσκετ ή ποδοσφαίρου). [< αμερικ. Most Valuable Player]
  • NAFTA (η): Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου. [< αγγλ. North American Free Trade Agreement, 1994]
  • NBA (το): (στις ΗΠΑ) Εθνικός Σύνδεσμος Καλαθοσφαίρισης. Κυρ. συνεκδ. το πρωτάθλημα μπάσκετ των ΗΠΑ (με συμμετοχή ομάδων και του Καναδά). [< αγγλ. National Basketball Association]
  • nolens volens (πρόφ. νόλενς βόλενς): θέλοντας και μη. [< λατ.]
  • non bis in idem (πρόφ. νον μπις ιν ίντεμ): νομική αρχή σύμφωνα με την οποία κανείς δεν δικάζεται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα. [< λατ.]
  • nulla dies sine linea (πρόφ. νούλα ντίες σίνε λίνεα): καμία μέρα χωρίς γραμμή, ως προτροπή σε συγγραφέα να μην περάσει μέρα χωρίς να γράψει κάτι. [< λατ.]
  • nullum crimen, nulla poena sine lege (πρόφ. νούλουμ κρίμεν, νούλα πένα σίνε λέγκε): κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο. [< λατ.]
  • numerus clausus (πρόφ. νούμερους κλάουζους): κλειστός, περιορισμένος αριθμός θέσεων (συνήθ. εισακτέων). [< λατ.]
  • o tempora o mores! (πρόφ. ο τέμπορα ο μόρες): ω καιροί, ω ήθη! [< λατ.]
  • occasione data (πρόφ. οκαζιόνε ντάτα): ευκαιρίας δοθείσης. [< λατ.]
  • OECD (ο): ΟΟΣΑ. [< αγγλ. Organization for Economic Co-operation and Development, 1961]
  • OLAF (η): Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης. [< γαλλ. Office européen de Lutte Antifraude, 1999]

εμεμές

εμεμές [ἐμεμές] εμ-εμ-ές ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) εμ-εμ-ες (προφ.): εικονομήνυμα. Βλ. εσεμές. [< αγγλ. Multimedia Messaging Services (MMS), γαλλ. ~, 2001]

εμ-πι-θρι

εμ-πι-θρι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & MP3: ΤΕΧΝΟΛ. -ΠΛΗΡΟΦ. τύπος αρχείου ηλεκτρονικού υπολογιστή που αποθηκεύει ήχο υψηλής ποιότητας, συμπιεσμένο σε μικρό χώρο· η σχετική τεχνολογία: ακυκλοφόρητα/δωρεάν ~. Μουσική/τραγούδια (σε μορφή) ~. Κατέβασα/μετέτρεψα όλο το άλμπουμ του συγκροτήματος σε ~.|| Το στερεοφωνικό του παίζει ~. Βλ. ντιβιντί, σιντί. ● ΣΥΜΠΛ.: εμ-πι-θρι (πλέιερ) & MP3 (player): ηλεκτρονική συσκευή αναπαραγωγής μουσικών αρχείων σε μορφή MP3. [< αγγλ. MP3 player, 1997] [< αμερικ. MP3, 1996, γαλλ. ~, 1997]

μεμοράντουμ

μεμοράντουμ με-μο-ρά-ντουμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: (διπλωματικός όρ.) μνημόνιο. Πβ. διακοίνωση, νότα2, σύμφωνο, υπόμνημα. [< γαλλ. mémorandum, αγγλ. memorandum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.