Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [960-980]


  • UN (o): Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Βλ. ΗΕ. [< αγγλ. United Nations, 1945]
  • UNESCO βλ. Ουνέσκο
  • UNICEF & (προφ.) γιούνισεφ (η): Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά. [< αγγλ. United Nations Children's Fund, 1946]
  • UNSC (το): Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. [< αγγλ. United Nations Security Council, 1946]
  • unus testis nullus testis (πρόφ. ούνους τέστις νούλους τέστις): ένας μάρτυρας, κανένας μάρτυρας. [< λατ.]
  • UPS βλ. γιου-πι-ες
  • urbi et orbi (πρόφ. ούρμπι ετ όρμπι): στην πόλη (τη Ρώμη) και στην οικουμένη, παντού. [< λατ.]
  • USA & US (η/οι): ΗΠΑ.
  • USB βλ. γιου-ες-μπι
  • usus (est) norma loquendi (πρόφ. ούζους (εστ) νόρμα λοκβέντι): η χρήση καθιερώνει το αποδεκτό στην ομιλία. [< λατ.]
  • vade mecum (πρόφ. βάντε μέκουμ): βάδιζε, έλα μαζί μου· για βιβλίο αναφοράς, κυρ. λεξικό ή εγχειρίδιo. [< λατ.]
  • vae victis (πρόφ. βε βίκτις): ουαί τοις ηττημένοις. [< λατ.]
  • varia lectio (πρόφ. βάρια λέκτιο, συντομ. v.l.): διαφορετική γραφή (κυρ. σε αρχαίο κείμενο). [< λατ.]
  • veni, vidi, vici (πρόφ. βένι, βίντι, βίκι): ήρθα, είδα, νίκησα· σε περιπτώσεις που ολοκληρώνεται κάτι πολύ γρήγορα και με επιτυχία. [< λατ.]
  • verba volant, scripta manent (πρόφ. βέρμπα βόλαντ, σκρίπτα μάνεντ): τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν· ο γραπτός λόγος μπορεί να διατηρηθεί μέσα στους αιώνες. Βλ. γραπτός. [< λατ.]
  • veto βλ. βέτο
  • VHF : Πολύ Υψηλή Συχνότητα. Βλ. UHF. [< αγγλ. Very High Frequency, 1920]
  • vice versa (πρόφ. βίσε/βάις βέρσα): και αντίστροφα. [< λατ.]
  • VIP βλ. βιπ
  • vs & vs. & (προφ.) βέρσους (+ αιτ. & + γεν., κατά το έναντι): σε αντιδιαστολή με, έναντι. [< συντομ. του λατ. versus, αγγλ. ~, γαλλ. ~, περ. 1965]

βέτο

βέτο βέ-το ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. αρνησικυρία: άρση/άσκηση/χρήση (του) ~. Δικαίωμα (για) ~ στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Κυβέρνηση που έθεσε/θα προχωρήσει σε/προβάλλει ~. Η χώρα απειλεί να ασκήσει ~ για .../κατά του νομοσχεδίου/στην έναρξη των διαπραγµατεύσεων/σε ψήφισμα ... 2. (μτφ.) εναντίωση κάποιου σε κατάσταση ή απόφαση, με αποτέλεσμα την αλλαγή ή ακύρωσή της, αντίστοιχα. Βλ. συγκατάθεση, συναίνεση. [< γαλλ. veto]

βιπ

βιπ ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} & VIP: διάσημο και συνήθ. πολύ πλούσιο άτομο: αίθουσα VIP του αεροδρομίου. Πβ. αστέρας, βεντέτα, σελέμπριτι, σταρ, φίρμα. [< αγγλ. very important person (VIP ή V.I.P), 1933]

γιου-ες-μπι

γιου-ες-μπι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & USB: ΠΛΗΡΟΦ. δίαυλος που επιτρέπει τη σύνδεση όλων των περιφερειακών συσκευών με τον υπολογιστή: ασύρματο ~. Διεπαφή/θύρα/καλώδιο/οδηγός/πλήμνη/συνδέσεις/υποδοχές ~. ~ στικ/υψηλής ταχύτητας. [< αγγλ. Universal Serial Bus (USB), 1994]

γιου-πι-ες

γιου-πι-ες ουσ. (ουδ.) & UPS & (επίσ.) σύστημα αδιάλειπτης τροφοδοσίας: ΤΕΧΝΟΛ. περιφερειακή συσκευή τροφοδοσίας του υπολογιστή σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος για περιορισμένο διάστημα, ώστε να προλάβει ο χρήστης να κάνει αποθήκευση των εργασιών: κεντρικό ~. Eγκατάσταση/σύνδεση ~. Λογισμικό διαχείρισης/μονάδα ~. Πβ. σταθεροποιητής τάσης. [< αγγλ. Uninterruptible Power Supply (UPS)]

γραπτός

γραπτός, ή, ό γρα-πτός επίθ. 1. που έχει αποδοθεί μέσω της γραφής, γραμμένος: ~ός: διαγωνισμός/κανονισμός/λόγος. ~ή: βαθμολογία/βεβαίωση (πβ. χειρόγραφη)/δήλωση/εγγύηση/εργασία/συμφωνία/σύσταση. ~ό: αίτημα/κείμενο/μήνυμα. ~ές: εξετάσεις/οδηγίες. ~ά: μνημεία (βλ. γραμματεία). Πβ. έγγραφος. ΑΝΤ. προφορικός.|| ~ό: Δίκαιο. ~οί: νόμοι. ΑΝΤ. άγραφος. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. που έχει ζωγραφικές παραστάσεις: ο ~ διάκοσμος του ναού. ● Ουσ.: γραπτά (τα) 1. το γραπτό μέρος εξετάσεων: Στα προφορικά έσκισα, αλλά δεν τα πήγα καλά στα ~. 2. & γραφτά: κάθε γραπτή παραγωγή λόγου: Οι αναγνώστες γνωρίζουν τους συγγραφείς μέσα από τα ~ τους. Βλ. βιβλίο, έργο, κείμενο, χειρόγραφο., γραπτό (το): κόλλα χαρτιού με τις απαντήσεις μαθητή ή υποψηφίου στα εξεταζόμενα θέματα: άριστο/καλό ~. Αναθεώρηση/διόρθωση/παράδοση/συγκέντρωση των ~ών. Το ~ μηδενίστηκε. Οι φοιτητές έχουν δικαίωμα να δουν τα ~ά τους. ● επίρρ.: γραπτά & γραπτώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: γραπτό δοκίμιο βλ. δοκίμιο ● ΦΡ.: (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν (γνωμ.): για να δηλωθεί η σημασία του γραπτού λόγου, ο οποίος, σε σχέση με τον προφορικό, παραμένει για πάντα. Βλ. έπεα πτερόεντα. [< λατ. (verba volant,) scripta manent] ● βλ. γραφτό [< αρχ. γραπτός]

Ουνέσκο

Ουνέσκο [Οὐνέσκο] Ου-νέ-σκο ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: Εκπαιδευτικός, Επιστημονικός και Πολιτιστικός Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών ο οποίος αγωνίζεται για την προώθηση ενός ειλικρινούς διαλόγου που θα βασίζεται στον σεβασμό των κοινών αξιών και των ιδεωδών όλων των πολιτισμών. Μέσα από τις δράσεις του ενισχύει τη βιώσιμη ανάπτυξη που θα βασίζεται στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τον αμοιβαίο σεβασμό και την εξάλειψη της φτώχειας: Μνημεία (της) παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ~. [< αγγλ. ακρ. UNESCO (United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization), 1945]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.