Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [900-920]


  • online βλ. ονλάιν
  • OPEC & Ο.ΠΕ.Κ. (o): Οργανισμός Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών. [< αγγλ. Organisation of Petroleum Exporting Countries, 1960]
  • pacta sunt servanda (πρόφ. πάκτα σουντ σερβάντα): ΝΟΜ. βασική αρχή στο δίκαιο βάσει της οποίας οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται από τους συμβαλλόμενους. [< λατ.]
  • pater familias βλ. φαμίλια
  • PC1 : βλ. πισί
  • PC2 βλ. πολυανθρακικός
  • PDF βλ. πι ντι εφ
  • per se (πρόφ. περ σε): καθ' εαυτόν. [< λατ.]
  • persona non grata {πληθ. personae non gratae} (πρόφ. περσόνα νον γκράτα): ΝΟΜ. ανεπιθύμητο πρόσωπο· ξένος διπλωμάτης που χαρακτηρίζεται ανεπιθύμητος σε μια χώρα και είτε υποχρεούται να την εγκαταλείψει αμέσως είτε απαγορεύεται η είσοδός του σε αυτή. [< λατ., αγγλ. ~, 1904]
  • PET (η): Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων. [< αγγλ. Positron-Emission Tomography, 1976]
  • pH βλ. πεχά
  • PhD : Διδάκτωρ (Φιλοσοφίας), διδακτορικό. [< λατ. Philosophiae Doctor]
  • PIN (το): Προσωπικός Αριθμός Αναγνώρισης. Βλ. πιν [< αγγλ. Personal Identification Number]
  • POS (το): σημείο/σημεία πώλησης [< αγγλ. Point-of-Sales]
  • post scriptum (πρόφ. ποστ σκρίπτουμ, συντομ. p.s./P.S./PS): υστερόγραφο. [< λατ.]
  • prima facie (πρόφ. πρίμα φάκιε): εκ πρώτης όψεως. [< λατ.]
  • primum vivere, deinde philsophari & (σπανιότ.) philsophare (πρόφ. πρίμουμ βίβερε, ντέιντε φιλοσοφάρι/-ε) : πρώτα να εξασφαλίσει κανείς τα προς το ζην, μετά να φιλοσοφεί. [< λατ.]
  • primus inter pares (πρόφ. πρίμους ίντερ πάρες): πρώτος μεταξύ ίσων. [< λατ.]
  • PSA (το): Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο βλ. αντιγόνο
  • PSI (το): Συμμετοχή του Ιδιωτικού Τομέα (για απομείωση κρατικού χρέους). [< αγγλ. Private Sector Involvement]

αντιγόνο

αντιγόνο [ἀντιγόνο] α-ντι-γό-νο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κάθε ουσία η οποία, όταν εισαχθεί σε ζωντανό οργανισμό, προκαλεί παραγωγή αντισωμάτων: επιφανειακό/ομόλογο ~. Ενδογενή/εξωγενή/καρκινικά/μικροβιακά ~α. Αλληλεπίδραση/αντίδραση ~ου-αντισώματος. ~α ιστοσυμβατότητας/των ομάδων αίματος. Βλ. αυτο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αυστραλιανό αντιγόνο: ΙΑΤΡ. αυτό που σχετίζεται με την ηπατίτιδα Β., Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο: ΙΑΤΡ. πρωτεάση που παράγεται αποκλειστικά από τα επιθηλιακά κύτταρα του προστάτη και θεωρείται ένδειξη για διάγνωση καρκίνου στον αδένα αυτόν. Βλ. καρκινικός δείκτης. [< αγγλ. prostate-specific antigen (PSA), 1981] [< γαλλ. antigène, 1904, αγγλ. antigen, 1908]

ονλάιν

ονλάιν [ὀνλάιν] ον-λά-ιν επίθ. {άκλ.} & ον λάιν: ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τοπικό δίκτυο ή κυρ. με το διαδίκτυο· ειδικότ. που είναι διαθέσιμος στο διαδίκτυο ή γίνεται κατά τη διάρκεια της σύνδεσης με αυτό: ~ κατάλογος. ~ βάση δεδομένων/βιβλιοθήκη/εφημερίδα. ~ εργαλείο/περιβάλλον/περιοδικό. ~ πληροφορίες/υπηρεσίες. ~ άρθρα/νέα.|| ~ ασφάλεια/ενημέρωση/επικοινωνία/πρόσβαση. ~ αγορές/ανακοινώσεις/κρατήσεις/παραγγελίες. ~ μαθήματα (βλ. τηλεκπαίδευση)/παιχνίδια. ~ υποστήριξη πελατών (= τηλεϋποστήριξη). Πβ. ηλεκτρονικός. ΣΥΝ. επιγραμμικός ● επίρρ.: ονλάιν: σε σύνδεση με τοπικό δίκτυο ή με το διαδίκτυο: Είμαι/μπαίνω ~. Οι αιτήσεις υποβάλλονται/τα αποτελέσματα δημοσιεύονται/το υλικό διατίθεται ~. [< αμερικ. on-line, 1950]

πεχά

πεχά πε-χά ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & πε χα & pH: ΧΗΜ. αριθμός που προσδιορίζει την οξύτητα ή την αλκαλικότητα χημικού διαλύματος: βασικό (: τιμές 7-14)/όξινο (: 0-7)/ουδέτερο ~ (: 7).|| ~ αίματος/δέρματος/εδάφους/νερού. [< γαλλ. συντομ. potentiel d'Hydrogène, 1909]

πι

πι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου: ~ κεφαλαίο (Π). ~ μικρό (π). Πβ. π. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με κεφαλαίο πι (Π): είσοδος/κάτοψη/κτίσμα/στοά σχήματος ~.|| (ειδικότ.) Ηλικιωμένος/τραυματίας που περπατά με το ~ (= περιπατητήρας). ● ΦΡ.: στο πι και φι (προφ.): πολύ γρήγορα ή εύκολα, αμέσως: Η δουλειά έγινε/το πρόβλημα λύθηκε ~ ~. Φάγαμε/φτάσαμε ~ ~. Πβ. σε κλάσμα/κλάσματα (του) δευτερολέπτου. ΣΥΝ. στο άψε σβήσε, στο πιτς-φιτίλι, στο τάκα-τάκα [< αρχ. πεῖ, μτγν. πῖ]

πιν

πιν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. προσωπικός αριθμός αναγνώρισης που χρησιμοποιείται με κάρτα τραπεζικών συναλλαγών σε ΑΤΜ και είναι απαραίτητος για την πρόσβαση σε συγκεκριμένο λογαριασμό· κωδικός κινητού τηλεφώνου που επιτρέπει τη χρήση του μόνο από τον κάτοχό του ή όποιον τον γνωρίζει: υποκλοπή του ~. Αλλάζω/ξεχνώ το ~ μου. Βλ. πάσγουορντ. [< αγγλ. PIN (Personal Identification Number)]

πισί

πισί πι-σί ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. πισιά} & PC (προφ.): προσωπικός υπολογιστής: Δεν πάω πουθενά χωρίς το ~ μου. ● Υποκ.: πισάκι (το) [< αγγλ. P(ersonal) C(omputer), 1977]

πολυανθρακικός

πολυανθρακικός, ή, ό πο-λυ-αν-θρα-κι-κός επίθ.: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. που σχετίζεται με το πολυανθρακικό: ~ό: άλας/πλαστικό/υλικό. ● Ουσ.: πολυανθρακικό (το): θερμοπλαστικό πολυμερές (σύμβ. PC), εύκαμπτο και διάφανο, με υψηλή αντοχή στην κρούση, που χρησιμοποιείται κυρ. ως υποκατάστατο του γυαλιού και του τζαμιού: ~ θερμοκηπίου. ΣΥΝ. πολυκαρβονικό [< αγγλ. polycarbonate, 1930, γαλλ. ~, 1976]

φαμίλια

φαμίλια φα-μί-λια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) & (λαϊκότ.) φαμελιά & (σπάν.) φαμιλιά: οικογένεια, συνήθ. πολυμελής. || (μτφ.) Πολιτικές ~ιες. Πβ. τζάκι.|| Μαφιόζικη ~. ~ιες του υποκόσμου. Πβ. μαφία. ● ΦΡ.: πάτερ φαμίλιας: 1. ο πατέρας ως κεφαλή της οικογένειας. 2. αυταρχικός πατέρας, αρχηγός: καταπιεστικός ~ ~.[< 1: λατ. pater familias 2: γαλλ. ~ ~, 1907] || Ο ~ ~ της ομάδας. [< μεσν. φαμελιά, φαμιλιά, ιταλ. famiglia]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.