Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [10340-10360]


  • βόλεψη βό-λε-ψη ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): επαγγελματική αποκατάσταση, άνετη ζωή: Δεν θέλει να χαλάσει/χάσει τη ~ή του. Πβ. βόλεμα, βολή.
  • βολή1 βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. ρίψη (ακοντίου, βέλους, δίσκου, μπάλας, σφαίρας, σφύρας): (στην τοξοβολία) γραμμή ~ής. (στον ακοντισμό) Πέτυχε ~ στα ... μ. (ειδικότ. στο μπάσκετ) Άστοχη/εύστοχη ~ (πβ. σουτ1). Ελεύθερη ~ (: από τη γραμμή του φάουλ). Έχασε τη ~. Δοκιμαστικές ~ές.|| (ΦΥΣ.) Κατακόρυφη/οριζόντια/πλάγια ~ σώματος. Βλ. ελεύθερη πτώση. 2. ΣΤΡΑΤ. εκτόξευση βλήματος ή ρίψη πυρών με πυροβόλα όπλα: άσκηση ~ής. (για στρατιωτικές δυνάμεις) Έριξαν προειδοποιητικές ~ές (στον αέρα). ~ές αρμάτων/όλμων. Πβ. πιστολιά, πυρ, πυροβολισμός, τουφεκιά. Βλ. εκσφενδόνιση, εξακόντιση. 3. (μτφ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} λεκτική επίθεση με τη μορφή κατηγορίας ή αρνητικής κριτικής: άμεσες/ευθείες ~ές εναντίον ... Απευθύνω/εκτοξεύω/εξαπολύω ~ές κατά ... Πβ. αιχμές, βέλη, πυρά. Βλ. δια~, προσ~. ● ΣΥΜΠΛ.: έμμεση βολή: ΣΤΡΑΤ. κατά μη ορατού στόχου: ~ ~ πυραύλων.|| (μτφ., έμμεσες κατηγορίες, υπαινιγμοί:) ~ες ~ές εναντίον ... Απάντησε στις/δέχτηκε ~ες ~ές., πεδίο βολής βλ. πεδίο, τροχιοδεικτική βολή βλ. τροχιοδεικτικός, χαριστική βολή βλ. χαριστικός ● ΦΡ.: βολή κατά βολή: ΣΤΡΑΤ. ένας μόνο πυροβολισμός με το όπλο., βολή κατά ριπάς (λόγ.) & βολή κατά ριπές: ΣΤΡΑΤ. συνεχείς πυροβολισμοί: (κυριολ.) Τους πυροβόλησαν με ~ές ~. Πβ. καταιγιστικά πυρά.|| (μτφ.) ~ές(/πυρά) ~ σε βάρος της πλειοψηφίας.|| (Για παίκτη) Σκοράρει κατά ριπάς., σε απόσταση/θέση βολής βλ. απόσταση [< αρχ. βολή, γαλλ. tir, αγγλ. shot]
  • βολή2 βο-λή ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): άνεση, καλοπέραση: Δεν αφήνει τη/κοιτάει μόνο τη ~ της. Φοβούνται μη χάσουν τη ~ τους. Πβ. βόλεμα, βόλεψη, ευκολία. [< μεσν. βολή]
  • βόλι βό-λι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-λογοτ.): βλήμα, σφαίρα όπλου: φονικό ~. Τον βρήκε/σημάδεψε/χτύπησε ~. Βλ. σφαιρίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: κρητικό βόλι: παραδοσιακό κρητικό αγώνισμα στο οποίο ο αθλητής στέκεται συνήθ. σε υπερυψωμένο σημείο και δίνοντας ώθηση με τα πόδια, ρίχνει με το ένα χέρι μια πέτρα σε σχήμα αβγού όσο πιο μακριά μπορεί: Αναβιώνει το ~ ~. Βλ. σφαιροβολία. ● ΦΡ.: καλό βόλι (μτφ.-λαϊκό): (συχνά σε εκλογές, εξετάσεις) καλή επιτυχία: ~ ~ και με τη νίκη! [< μεσν. βόλι(ο)ν]
  • βολίδα βο-λί-δα ουσ. (θηλ.) 1. σφαίρα πυροβόλου όπλου: Κάλυκες, βλήματα, σκάγια και ~ες. Πβ. φισέκι. Βλ. ραδιο~, φωτο~. 2. (μτφ.) (για κάποιον ή κάτι) που κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Έφυγε/μπήκε μέσα/πάει/τρέχει (σαν) ~. (ως παραθετικό σύνθ.) Αυτοκίνητο-~. (στο ποδόσφαιρο) Σουτ-~. Πβ. αστραπή, πύραυλος. 3. ΑΣΤΡΟΝ. είδος λαμπερού διάττοντος αστέρα, που αφήνει έντονο ίχνος πίσω του και σβήνει προτού φτάσει στο έδαφος. 4. ΝΑΥΤ. βαρίδι κωνικού σχήματος για τη μέτρηση του θαλάσσιου βυθού: μηχανική ~. Πβ. βυθόμετρο. ΣΥΝ. σκαντάγιο ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημική βολίδα: ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. τηλεκατευθυνόμενο μη επανδρωμένο διαστημόπλοιο για αναγνώριση ή εξερεύνηση του διαπλανητικού χώρου ή ορισμένων ουράνιων σωμάτων του ηλιακού συστήματος. [< αγγλ. space probe, 1958] [< μτγν. βολίς ‘βλήμα’ 2,3: γαλλ. bolide]
  • βολιδοσκόπηση βο-λι-δο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (απαιτ. λεξιλόγ.-μτφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βολιδοσκοπώ: ~ των αντιδράσεων/θέσεων (κάθε πλευράς). ~ της αγοράς/κοινής γνώμης (πβ. σφυγμομέτρηση). Έγινε (μια πρώτη) ~ στον ... (πβ. κρούση). Επαφές και ~ήσεις. ~ήσεις για σύναψη ειρήνης/συνεργασία. Βλ. -σκόπηση. 2. ΩΚΕΑΝ. βυθομέτρηση. [< γαλλ. sondage] ΒΟΛΙΔΟΣΚΟΠΗΣΗ
  • βολιδοσκοπώ [βολιδοσκοπῶ] βο-λι-δο-σκο-πώ ρ. (μτβ.) {βολιδοσκοπ-είς, -ώντας | βολιδοσκόπ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί} 1. (απαιτ. λεξιλόγ.-μτφ.) διερευνώ με έμμεσο τρόπο καταστάσεις ή προθέσεις: ~ αντιδράσεις (πβ. ανιχνεύω). Επενδυτές του εξωτερικού ~ούν την εγχώρια αγορά (πβ. σφυγμομετρώ). Τον έβαλαν να με ~ήσει (πβ. ψαρεύω). ~ήθηκε για να είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές. 2. ΩΚΕΑΝ. βυθομετρώ. Βλ. -σκοπώ. [< γαλλ. sonder]
  • βολικός , ή, ό βο-λι-κός επίθ. (προφ.) 1. που βολεύει, εξυπηρετεί: ~ός: καναπές (= άνετος, αναπαυτικός). ~ή: διαδρομή/συσκευασία (= πρακτική)/τοποθεσία. Κινητό ~ό στη χρήση του (= εύχρηστο).|| ~ή: λύση. ~ό: ωράριο. Όλα ήρθαν ~ά. Πβ. εξυπηρετικός, ευνοϊκός. ΑΝΤ. άβολος (1) 2. (προφ.) (για πρόσ.) που δεν αντιδρά, ήπιος, ανεκτικός: Είναι ~ άνθρωπος, δεν γκρινιάζει. Πβ. καλόβολος, συνεννοήσιμος. ΑΝΤ. ανάποδος (1), δύσκολος (2), δύστροπος (1) ● επίρρ.: βολικά
  • Βολιώτης, Βολιώτισσα Βο-λιώ-της επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής τον Βόλο.
  • βολιώτικος , η, ο βο-λιώ-τι-κος επίθ.: που σχετίζεται με τον Βόλο ή/και τους Βολιώτες.
  • βολοβάν βο-λο-βάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΑΓΕΙΡ. ψημένη στρογγυλή ζύμη σφολιάτας η οποία γεμίζεται με κομματάκια τυριού, κρέατος ή ψαριού. [< γαλλ. vol-au-vent]
  • βολοδέρνω βο-λο-δέρ-νω ρ. (αμτβ.) {βολοδέρν-οντας, κυρ. στον ενεστ. κ. παρατ.}: (συνήθ. για διαρκείς μετακινήσεις ή αναζητήσεις) ταλαιπωρούμαι: ~ουν, για να επιβιώσουν (πβ. βασανίζομαι, τυραννιέμαι). ~ει (άσκοπα) στους δρόμους/από δω κι από κει (πβ. περι-φέρομαι, -πλανιέμαι). Καράβι που ~ει στα κύματα. Πβ. παραδέρνω.
  • βολονταρισμός βο-λο-ντα-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. θέση η οποία υποστηρίζει τη δράση που βασίζεται στη βούληση, αποκλείοντας κάθε εξαναγκασμό: επαναστατικός/πολιτικός ~. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία κατά την οποία θεμελιώδης οργανωτική δύναμη του κόσμου και του ατόμου είναι η βούληση. Βλ. λογοκρατία, νοησιαρχία. ΣΥΝ. βουλησιαρχία 3. (αρνητ. συνυποδ.) στάση, συμπεριφορά προσώπου ή ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν ότι μπορούν να επιβάλουν δογματικά ή/και αυταρχικά τις επιθυμίες τους. Πβ. ετσιθελισμός. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. volontarisme, 1909]
  • βόλος βό-λος ουσ. (αρσ.) & βώλος: μικρή σφαιρική μάζα από χώμα ή άλλο υλικό: ~ από ζύμη/πηλό. ~οι ναφθαλίνης. Βλ. κόκκος, πεντόβολα. ΣΥΝ. σβόλος ● βόλοι (οι) (κυρ. παλαιότ.): μπίλιες. ΣΥΝ. γκαζές [< αρχ. βῶλος]
  • βολτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος (σύμβ. V): μπαταρία 9 ~. Βλ. αμπέρ, βατ, μιλιβόλτ. [< γαλλ. volt, ιταλ. ανθρ. A. Volta]
  • βόλτα βόλ-τα ουσ. (θηλ.): κάλυψη μικρής σχετικά απόστασης αμέριμνα και ξέγνοιαστα, με τα πόδια ή με μεταφορικό μέσο, για αναψυχή ή άσκηση: ανέμελη/κυριακάτικη/μοναχική/ρομαντική ~. ~ με το αυτοκίνητο/τη βάρκα (= βαρκάδα). ~ στο δάσος/στην εξοχή/στο κέντρο (ενν. της πόλης)/στο πάρκο. ~ στα μαγαζιά για ψώνια. Ατελείωτες ~ες με φίλους. Είσαι για μια/πάμε καμιά ~ (πβ. πάμε για καφέ); Βγήκε για την απογευματινή/πρωινή του ~. Κάνω (μια) ~. Βγάζω ~ τον σκύλο. Πβ. γύρα, γυροβολιά, περίπατος, σουλάτσο, τσάρκα.|| (μτφ.) ~ στο διαδίκτυο (= σερφάρισμα)/στο φόρουμ (= περιήγηση).βόλτες (οι) {σπάν. στον εν.} (προφ.) 1. σπειρώματα, ελικοειδείς αυλακώσεις βίδας. ΣΥΝ. στροφές. Πβ. βήμα, πάσο. 2. γύροι, περιστροφές: (σε συνταγή) Ρίχνουμε τα λαχανικά στην κατσαρόλα και τα φέρνουμε δυο ~ (= ανακατεύουμε). Φέρνει ~ γύρω από ... ● Υποκ.: βολτούλα & βολτίτσα (η) (οικ.): σύντομη βόλτα. ● ΦΡ.: κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες (προφ.): περιφέρομαι, τριγυρίζω (σε περιορισμένο χώρο): Οι τουρίστες ~ουν ~ στην προκυμαία. Έκανε/έκοβε/έφερνε ~ πάνω-κάτω/πέρα-δώθε (με το μηχανάκι/στη γειτονιά).|| Ένα ελικόπτερο ~ει ~ πάνω απ' τα κεφάλια μας. ΣΥΝ. βολτάρω, παίρνει την κάτω βόλτα (προφ.): ακολουθεί πτωτική, φθίνουσα πορεία· αντιμετωπίζει ατυχίες ή δυσκολίες: Η ζωή της έχει πάρει ~ (= πάει από το κακό στο χειρότερο). Η εταιρεία έχει αρχίσει να ~ ~ (πβ. πάει για/προς φούντο). ΣΥΝ. παίρνει την κατιούσα, παίρνει την πάνω βόλτα (προφ.) & (σπάν.) την άνω βόλτα: ακολουθεί ανοδική πορεία, παρουσιάζει θετική εξέλιξη ή σημάδια βελτίωσης: Οι μετοχές πήραν ~ (πβ. ανάκαμψη). ΣΥΝ. παίρνει την ανιούσα, περνάω μια βόλτα (προφ.): πηγαίνω ή έρχομαι κάπου: Πέρνα ~ από το μαγαζί/το πάρτι. Είπα να περάσω ~ να δω πώς είστε., τα φέρνω βόλτα/γύρα (προφ.): καταφέρνω να αντιμετωπίσω τα οικονομικά μου προβλήματα· γενικότ. ξεπερνώ τις δυσκολίες: Μόλις που τα ~ει ~. Βλ. δεν βγαίνω/βγαίνει.|| Δεν προλαβαίνει να τα φέρει ~ με τις δουλειές του σπιτιού. Πβ. τα βολεύω, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα., φέρνει/ρίχνει τις βόλτες του (λαϊκό): χορεύει (συνήθ. ζεϊμπέκικο ή άλλους λαϊκούς χορούς)., φέρνω βόλτα (προφ.) 1. κουμαντάρω: ~ει ~ μόνη της μια ολόκληρη επιχείρηση. Πβ. κουλαντρίζω. 2. πείθω κάποιον να αλλάξει γνώμη: Κατάφερε να τον φέρει ~ (= τουμπάρει). ΣΥΝ. φέρνω κάποιον στα νερά μου [< μεσν. βόλτα 'στροφή' < ιταλ. volta]
  • βολτάζ βολ-τάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΗΛΕΚΤΡ. ηλεκτρική τάση: υψηλό/χαμηλό ~. [< γαλλ. voltage]
  • βολταϊκός , ή, ό βολ-τα-ϊ-κός επίθ.: ΗΛΕΚΤΡ. συνήθ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: βολταϊκή στήλη & βολταϊκό στοιχείο: συσκευή για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργεί σαν μπαταρία. Πβ. ηλεκτρική στήλη/ηλεκτρικό στοιχείο. [< γαλλ. pile de Volta] , βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο βλ. τόξο [< γαλλ. voltaïque]
  • βολτάμετρο βολ-τά-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή ηλεκτρόλυσης με την οποία προσδιορίζεται η ποσότητα του ηλεκτρικού ρεύματος που περνάει μέσα από ηλεκτρολυτικό διάλυμα. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. voltamètre]
  • βολτάρω βολ-τά-ρω ρ. (αμτβ.) {βολτάρ-οντας, κυρ. στον ενεστ. κ. παρατ.} (προφ.): κάνω βόλτα: ~ αμέριμνος/ανέμελα στην αγορά. ~ με το αυτοκίνητο. Πβ. σεργιανίζω, σουλατσάρω.|| (μτφ.) ~ στο ίντερνετ. Πβ. πλοηγούμαι, σερφάρω. [< ιταλ. voltare]

αμπέρ

αμπέρ [ἀμπέρ] α-μπέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος (σύμβ. Α). Βλ. βατ, βολτ, μικρο~, μιλι~. [< γαλλ. ampère]

απόσταση

απόσταση [ἀπόσταση] α-πό-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. μήκος, διάστημα που χωρίζει ένα σημείο, πράγμα ή πρόσωπο από άλλο: γεωγραφική/κατακόρυφη/οριζόντια/χιλιομετρική ~. Αναγκαία/απαραίτητη ~. ~ ... μέτρων/μιας ώρας/ναυτικών μιλίων. ~ φρεναρίσματος. Η ~ μεταξύ δύο ουράνιων σωμάτων. Δρομέας/ταξίδι μεγάλων/μικρών ~άσεων. Διανύω/μετρώ/υπολογίζω την ~. Η ~ καλύπτεται με τα πόδια σε μισή ώρα (ΣΥΝ. διαδρομή). Το λιμάνι βρίσκεται σε κοντινή/μικρή (= κοντά)/μεγάλη (= μακριά) ~ από την πόλη. Χάρη στην τεχνολογία έχουν εκμηδενιστεί/μειωθεί οι ~άσεις.|| (ΓΕΩΜ.) ~ σημείου από ευθεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ανάγνωσης/γραμμών/παραγράφων/χαρακτήρων.|| (ΦΥΣ.) Εστιακή ~ (: η ~ σε mm του οπτικού κέντρου του φακού από τη φωτοευαίσθητη επιφάνεια). Βλ. χρονο~. 2. χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο στιγμές, περιόδους, εποχές: Κείμενα γραμμένα με ~ πολλών χρόνων. 3. (μτφ.) σημαντική διαφορά που διαχωρίζει πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις: ~ στις απόψεις/ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα (πβ. διάσταση). Μας χωρίζει τεράστια ~ στον τρόπο σκέψης (πβ. άβυσσος, χάσμα). Αυξάνεται/γεφυρώνεται/διευρύνεται/μειώνεται η ~ μεταξύ των κοινωνικών τάξεων (ΣΥΝ. ψαλίδα). ● ΣΥΜΠΛ.: απόσταση ασφαλείας: που αποτρέπει οποιονδήποτε κίνδυνο: Βρίσκεται/είναι σε ~ ~. Αφήνω/τηρώ ~ ~ από το προπορευόμενο αυτοκίνητο.|| (μτφ.) Κρατάει από όλους ~άσεις ~., γωνιακή/γωνιώδης απόσταση: ΑΣΤΡΟΝ. η γωνία υπό την οποία φαίνονται δύο σημεία της ουράνιας σφαίρας κατά την παρατήρησή τους από τον ίδιο παρατηρητή. [< αγγλ. angular distance] , εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. εκπαίδευση, ζενιθιακή απόσταση βλ. ζενιθιακός ● ΦΡ.: (κρατώ/τηρώ) ίσες αποστάσεις: (μτφ.) δεν παίρνω θέση σε διαμάχη ή ζήτημα: ~ ~ από τις δυο πλευρές. Τηρούν ~ ~ ανάμεσα στους δύο συμμάχους. Πολιτική ίσων ~άσεων. Βλ. ουδετερότητα., εξ αποστάσεως/από απόσταση 1. μέσω τηλεφώνου, τηλεόρασης, διαδικτύου ή άλλου τηλεπικοινωνιακού μέσου: αγορές/πωλήσεις/συμβάσεις/συναλλαγές/σχέσεις ~ ~. Βλ. διαδικτυακός, ονλάιν, τηλε-. 2. από μακριά: Παρακολουθούν τις εξελίξεις ~ ~. ΣΥΝ. εκ του μακρόθεν, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση (μτφ.): είμαι απόμακρος, επιφυλακτικός απέναντί του: Κρατά τους άλλους ~ με τη σοβαροφάνειά του. Έχει πάντα ~ τους συνομιλητές του. [< γαλλ. tenir quelqu'un à distance] , παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις (μτφ.) 1. αποστασιοποιούμαι, δεν αναμιγνύομαι σε κάτι: Κρατά τις ~ του από το επίμαχο ζήτημα. Ο δημοσιογράφος πήρε ~ από το συμβάν. 2. έχω τυπικές σχέσεις με κάποιον: Δεν ανοίγομαι εύκολα και κρατώ ~. [< γαλλ. prendre/garder ses distances] , σε απόσταση αναπνοής (μτφ.): πάρα πολύ κοντά: ~ ~ από τη θάλασσα. Η ομάδα βρέθηκε ~ ~ από τη νίκη., σε απόσταση/θέση βολής 1. (μτφ.) πολύ κοντά: Βρίσκονται ~ ~ από την επίτευξη συμφωνίας.|| (ΑΘΛ.) (για ποδοσφαιριστή:) Είναι σε θέση ~ (: σε ιδανικό ή πολύ καλό σημείο για γκολ). (για ομάδα:) Βρίσκεται σε απόσταση ~ απ' την κορυφή. 2. ΣΤΡΑΤ. σε περίπτωση που ο στόχος βρίσκεται σε κοντινό σημείο, ώστε να μπορεί εύκολα να βληθεί από όπλο. [< αρχ. ἀπόστασις ‘απομάκρυνση, απόσταση, πυώδες οίδημα], γαλλ. distance]

δεν

δεν μόρ. (αρν.) {κ. δε, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει με εξακολουθητικό σύμφωνο} 1. για δήλωση άρνησης: ~ είμαι καλά. ~ έχω αντίρρηση. ~ πήγα στη δουλειά. Μήπως ~ διάβασα καλά; (εμφατ.) ~ θέλω ούτε να τον βλέπω. 2. για προτροπή, παρακίνηση, παρότρυνση: ~ ανοίγεις το παράθυρο (: άνοιξέ το); -Να 'ρθω κι εγώ; -Και ~ έρχεσαι (: έλα); ~ μου λες (: πες μου), ...; 3. για περιπτώσεις όπου ζητείται επιβεβαίωση, επαλήθευση: Δίκιο ~ έχω; 4. σε σχήμα λιτότητας: Ποσοστό που ~ είναι αμελητέο (: είναι σημαντικό). ~ είναι κακό να λέμε τη γνώμη μας (: είναι καλό). 5. (εμφατ.) για να δηλωθεί ότι ελέχθη ή συνέβη κάτι: ~ σου έχω πει να προσέχεις (: σου έχω πει …); ~ με είδες χθες, το ξέχασες; 6. (με επανάληψη του ρήματος) μόλις και μετά βίας· περίπου, σχεδόν, πάνω κάτω, κατά προσέγγιση: Μικρό γήπεδο, που χωράει ~ χωράει χίλια άτομα. Ήταν (και) ~ ήταν τριάντα χρονών. ● ΦΡ.: και τι δε(ν) … (εμφατ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία ή μεγάλη ποσότητα: ~ ~ θα 'δινα για έναν καφέ τώρα (: θα ήθελα πολύ ...)! ~ ~ έχει μέσα αυτή η πίτα (: περιέχει πολλά υλικά)! ~ ~ έχουν δει τα μάτια μου (: πάρα πολλά)! , αμ δε βλ. αμ, δε(ν) θα ξεχάσω ποτέ βλ. ξεχνώ, δε(ν) λέγεται βλ. λέω, δε(ν) λέω βλ. λέω, δεν είναι έτσι βλ. έτσι, δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα βλ. πράγμα, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, δεν υπάρχει κανείς που να μη(ν) ... βλ. υπάρχω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι [< μεσν. δεν]

εκσφενδόνιση

εκσφενδόνιση [ἐκσφενδόνιση] εκ-σφεν-δό-νι-ση ουσ. (θηλ.) & εκσφενδονισμός (ο): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκσφενδονίζω: ~ φωτοβολίδων. Πβ. εκτόξευση, εξακόντιση, εξαπόλυση, ρίψη.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κόκκος

κόκκος κόκ-κος ουσ. (αρσ.) 1. κάθε μικροσκοπική σφαιροειδής μάζα: ~οι άμμου/γύρης (= γυρεόκοκκοι)/σκόνης. Απορρυπαντικό με μπλε και πράσινους ~ους. Βλ. βόλος.|| ~ κριθαριού/σταριού. ~οι αλατιού/ζάχαρης/κακάο/καφέ/ρυζιού. Αλεσμένοι/βρέξιμοι ~οι. Πιπέρι σε ~ους. Πβ. κουκί, σπέρμα, σπυρί. Βλ. μακρύ-, μικρό-, λεπτό-, χονδρό-κοκκος.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ., σφαιρικός παθογόνος μικροοργανισμός) Αναερόβιοι/ραδιενεργοί ~οι. Βακτήρια και ~οι. Βλ. εντερό-, πνευμονιό-, σταφυλό-, στρεπτό-κοκκος.|| (ΟΡΥΚΤ.) ~οι χαλαζία.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) Η φωτογραφία έχει ~ους (βλ. οπτικός θόρυβος). 2. (σπάν.-μτφ.) ελάχιστο στοιχείο: Δεν υπάρχει ~ αλήθειας σε όσα λέει. Πβ. ίχνος, κουκούτσι, σταγόνα, στάλα, ψήγμα. ● ΦΡ.: κόκκος σινάπεως (ΚΔ): ελάχιστη ποσότητα: Αν έχουμε λίγη πίστη ως ~ ~, αλλά αληθινή, τότε μπορούμε να ... [< 1: αρχ. κόκκος, γαλλ. grain]

λογοκρατία

λογοκρατία λο-γο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. ορθολογισμός, ρασιοναλισμός. Πβ. νοησιαρχία. Βλ. αισθησιοκρατία, βολονταρ-, εμπειρ-ισμός, -κρατία.

-μετρο

-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

πεδίο

πεδίο πε-δί-ο ουσ. (ουδ.) 1. χώρος, περιοχή όπου αναπτύσσεται συγκεκριμένη δραστηριότητα ή που παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: αναρριχητικό/στρατιωτικό ~. Το ~ της μάχης (πβ. μέτωπο).|| (ΦΥΣ.) Βαρυτικό/δυναμικό/ηλεκτρικό/ηλεκτροστατικό/(ηλεκτρο)μαγνητικό ~. Κβαντική Θεωρία ~ου.|| (ΓΕΩΦ.) Γεωθερμικό ~.|| (ΜΑΘ.) Διακριτό/διανυσματικό/τανυστικό ~. Το ~ ορισμού μιας συνάρτησης.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξιλογικό/σημασιολογικό ~ (: ομάδα σημασιολογικά συγγενών λέξεων). 2. τομέας ανθρώπινης δραστηριότητας: γεωπολιτικό/ιατρικό ~. Κατάταξη Σχολών σε επιστημονικά ~α (: 1ο: ανθρωπιστικές, νομικές και κοινωνικές επιστήμες. 2ο: θετικές και τεχνολογικές επιστήμες. 3ο: επιστήμες υγείας και ζωής. 4ο: επιστήμες της εκπαίδευσης. 5ο: επιστήμες Οικονομίας και πληροφορική). Εξελίξεις στο διπλωματικό ~. Γνωστικά (= κλάδοι· π.χ. φυσική, ιστορία, μαθηματικά)/θεματικά ~α (= κατηγορίες). Έχει (ένα) ευρύ/περιορισμένο ~ (= σφαίρα) ενδιαφερόντων. Θέματα που καλύπτουν (ένα) τεράστιο ~ (= φάσμα) έρευνας/εφαρμογής. 3. ΠΛΗΡΟΦ. οριοθετημένο τμήμα πίνακα ή σελίδας όπου γίνεται εγγραφή στοιχείων: εισαγωγή/προσθήκη νέου ~ου. Προαιρετικά/υποχρεωτικά (συνήθ. με αστερίσκο) ~α (: ως προς τη συμπλήρωσή τους). Αυτόματη ενημέρωση ~ων. Στο ~ "Όνομα" γράφετε το επώνυμό σας. Βλ. κελί, στήλη. 4. (σπάν.-λόγ.) πεδιάδα. ● ΣΥΜΠΛ.: έρευνα/μελέτη πεδίου: ΣΤΑΤΙΣΤ. που διεξάγεται σε φυσικό περιβάλλον, υπό πραγματικές συνθήκες και με προσωπικές συνεντεύξεις (σε αντιδιαστολή με την έρευνα που γίνεται στα εργαστήρια): ~ ~ με ερωτηματολόγιο., οπτικό πεδίο: ΟΠΤ. το εύρος του χώρου το οποίο μπορεί να δει κάποιος με γυμνό μάτι ή με οπτικό όργανο και το οποίο υπολογίζεται σε μοίρες: περιορισμένο ~ ~. Το ~ ~ κάμερας/τηλεσκοπίου/φακού.|| (προφ.) Μην μπαίνεις μπροστά, γιατί μου κλείνεις/περιορίζεις το ~ ~ (= δεν μπορώ να δω). [< γαλλ. champ visuel] , πεδίο ασκήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή όπου ασκούνται ή εκπαιδεύονται στρατιωτικές μονάδες., πεδίο βολής: ΣΤΡΑΤ. αυστηρά οριοθετημένη περιοχή στην οποία εκτελούνται βολές. [< γαλλ. champ de tir] , πεδίο δοκιμών: περιοχή κατάλληλη για τη διεξαγωγή δοκιμών, πειραμάτων, για παρατήρηση ή άσκηση: ~ ~ νέων όπλων/τεχνολογιών., πεδίο δράσης: τομέας, χώρος δραστηριοποίησης: Επεκτείνεται συνέχεια το ~ ~ του. [< γαλλ. champ d'action] , πεδίο μάχης: χώρος όπου εκτυλίσσονται συγκρούσεις ή έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ (ομάδων) ατόμων: Το κέντρο της πόλης θύμιζε ~ ~. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ~ ~ κατά τη διάρκεια της πορείας. Πβ. ρινγκ. [< γαλλ. champ de bataille] , βάθος πεδίου βλ. βάθος, δυναμικό πεδίο βλ. δυναμικός, ηλεκτρικό πεδίο βλ. ηλεκτρικός, Ηλύσια Πεδία βλ. ηλύσιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν βλ. ιδού [< 1,2: γαλλ. champ 3: αγγλ. field, 1946, 4: αρχ. πεδίον]

-σκόπηση

-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.

-σκοπώ

-σκοπώ (λόγ.) επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. εξετάζω: ανα~/επι~.|| (μτφ.) Βολιδο~. 2. καταγράφω εικόνα ή/και ήχο με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: βιντεο~ (πβ. -γραφώ)/μαγνητο~. 3. (αρνητ. συνυποδ.) επιδιώκω, αποβλέπω: καιρο~/κερδο~.

σφαιροβολία

σφαιροβολία σφαι-ρο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής προσπαθεί να ρίξει σφαίρα συγκεκριμένου μεγέθους σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από το σημείο βολής (βαλβίδα): πρωταθλητής στη ~. (Ημι)τελικός/προκριματικός ~ας. ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. ακοντισμός, δισκο-, σφυρο-βολία. [< γαλλ. lancer du poids]

τόξο

τόξο τό-ξο ουσ. (ουδ.) 1. όπλο από ευλύγιστο στέλεχος, τα άκρα του οποίου συνδέονται με μία χορδή, κατάλληλο για τη ρίψη βέλους: εύκαμπτο/τεντωμένο ~. ~ για κυνήγι. Το βεληνεκές του ~ου. Βλ. φαρέτρα.|| (συνεκδ., το άθλημα της τοξοβολίας) Ολυμπιακό/σύνθετο ~. 2. ΑΡΧΙΤ. θολωτή κατασκευή που γεφυρώνει ένα άνοιγμα, σχηματίζοντας μία ή περισσότερες καμπύλες: ημικυκλικό/τυφλό ~. ~ γέφυρας/οροφής. Γοτθικά/πλαϊνά/πλίνθινα ~α. Τα ~α των λοβών/του τρούλου. Ενίσχυση των μεγάλων ~ων του ναού. Πβ. αψίδα, καμάρα. 3. ΓΕΩΜ. τμήμα καμπύλης που ορίζεται από δύο σημεία της: σταθερό ~. ~ έλλειψης/εφαπτομένης/(συν)ημιτόνου/κύκλου (: τμήμα της περιφέρειας κύκλου που ορίζεται από δύο σημεία του). 4. οτιδήποτε έχει το σχήμα τόξου: το ~ των φρυδιών. Η μπάλα διέγραψε ένα ~ στον αέρα.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Βρεγματικό/ινιακό/φατνιακό/φλεβικό ~. Έλασσον/μείζον ~ του στομάχου. 5. ΓΕΩΛ. γεωλογικός τοξοειδής σχηματισμός μεγάλης κλίμακας, ο οποίος οφείλεται στην κίνηση των τεκτονικών πλακών και παρουσιάζει έντονη ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα: αιγαιακό/ελληνικό ~. Ηφαιστειακό ~ (: μακριά αλυσίδα ηφαιστείων στο σημείο σύγκλισης των πλακών). 6. (μτφ.) γεωγραφικά εντοπισμένη κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική κίνηση ή τάση· σύνολο περιοχών σε συγκεκριμένο χώρο με κοινά χαρακτηριστικά, συμφέροντα: Διευρύνεται συνεχώς το ~ του τρόμου. Ορθόδοξο/μουσουλμανικό ~.|| Ατλαντικό (: στη θαλάσσια περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ' αντιδιαστολή προς τον κεντρικό της άξονα)/βορειοελλαδικό/δυτικό ~.|| Κόμματα του δημοκρατικού/συνταγματικού ~ου. 7. ΜΟΥΣ. δοξάρι: έγχορδα με ~. ● Υποκ.: τοξάκι (το): στη σημ. 4. ● ΣΥΜΠΛ.: βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο: ΗΛΕΚΤΡ. φωτεινή ηλεκτρική εκκένωση που δημιουργείται μεταξύ δύο ηλεκτροδίων από άνθρακα και χρησιμοποιείται ως πηγή φωτισμού, θερμότητας ή για συγκόλληση μετάλλων. [< γαλλ. arc voltaïque] , νησιωτικό τόξο: ΓΕΩΛ. κυρτή αλυσίδα νησιών που χαρακτηρίζεται ως περιοχή ισχυρής σεισμικής δραστηριότητας. [< αγγλ. island arc, 1906] , ανακουφιστικό τόξο/τρίγωνο βλ. ανακουφιστικός, αορτικό τόξο βλ. αορτικός, δείκτης πορείας βλ. πορεία, ζυγωματικό τόξο βλ. ζυγωματικός, ουράνιο τόξο βλ. ουράνιος [< 1,2: αρχ. τόξον, γαλλ. arc 7: ιταλ. arco, γαλλ. archet]

τροχιοδεικτικός

τροχιοδεικτικός, ή, ό τρο-χι-ο-δει-κτι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που σχετίζεται με τον τροχιοδείκτη: ~ή: βολίδα. ~ό: βλήμα. ~ές: σφαίρες. ● ΣΥΜΠΛ.: τροχιοδεικτική βολή 1. (μτφ.) ενέργεια που προετοιμάζει ή δείχνει την πορεία των εξελίξεων: Η κυβέρνηση ρίχνει ~ές ~ές, μετρώντας τις αντιδράσεις. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που καθιστά φωτεινή την τροχιά βλήματος. [< αγγλ. tracer (bullet/shell), 1916]

χαριστικός

χαριστικός, ή, ό χα-ρι-στι-κός επίθ.: που προσφέρεται σε κάποιον σε ένδειξη αγάπης, καλής θέλησης ή μεροληπτικά, ιδιοτελώς: ~ό-ανταλλακτικό παζάρι. (ΝΟΜ.) Μεταβίβαση από ~ή αιτία (: γονική παροχή, δωρεά, κληρονομιά).|| ~ή: βαθμολογία/μεταχείριση. ~ές: εξυπηρετήσεις (βλ. εκδούλευση, θελήματα)/επιδοτήσεις/προσλήψεις/ρυθμίσεις. Πβ. χατιρικός. ● επίρρ.: χαριστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Δεν ζητώ τίποτα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: χαριστική βολή & χαριστικό χτύπημα 1. (μτφ.) τελειωτικό, καταστροφικό πλήγμα: Η αποκάλυψη του σκανδάλου ήταν/υπήρξε η ~ ~ για την εταιρεία. Του έδωσε/κατάφερε τη ~ ~ (= τον αποτέλειωσε). 2. πυροβολισμός εξ επαφής στον κρόταφο κάποιου που εκτελέστηκε με τουφεκισμό. [< γαλλ. coup de grâce] , περίοδος χάριτος βλ. χάρις [< αρχ. χαριστικός 'γενναιόδωρος, ευεργετικός']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.