αμπέρ [ἀμπέρ] α-μπέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος (σύμβ. Α). Βλ. βατ, βολτ, μικρο~, μιλι~. [< γαλλ. ampère]
απόσταση [ἀπόσταση] α-πό-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. μήκος, διάστημα που χωρίζει ένα σημείο, πράγμα ή πρόσωπο από άλλο: γεωγραφική/κατακόρυφη/οριζόντια/χιλιομετρική ~. Αναγκαία/απαραίτητη ~. ~ ... μέτρων/μιας ώρας/ναυτικών μιλίων. ~ φρεναρίσματος. Η ~ μεταξύ δύο ουράνιων σωμάτων. Δρομέας/ταξίδι μεγάλων/μικρών ~άσεων. Διανύω/μετρώ/υπολογίζω την ~. Η ~ καλύπτεται με τα πόδια σε μισή ώρα (ΣΥΝ. διαδρομή). Το λιμάνι βρίσκεται σε κοντινή/μικρή (= κοντά)/μεγάλη (= μακριά) ~ από την πόλη. Χάρη στην τεχνολογία έχουν εκμηδενιστεί/μειωθεί οι ~άσεις.|| (ΓΕΩΜ.) ~ σημείου από ευθεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ανάγνωσης/γραμμών/παραγράφων/χαρακτήρων.|| (ΦΥΣ.) Εστιακή ~ (: η ~ σε mm του οπτικού κέντρου του φακού από τη φωτοευαίσθητη επιφάνεια). Βλ. χρονο~. 2. χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο στιγμές, περιόδους, εποχές: Κείμενα γραμμένα με ~ πολλών χρόνων. 3. (μτφ.) σημαντική διαφορά που διαχωρίζει πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις: ~ στις απόψεις/ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα (πβ. διάσταση). Μας χωρίζει τεράστια ~ στον τρόπο σκέψης (πβ. άβυσσος, χάσμα). Αυξάνεται/γεφυρώνεται/διευρύνεται/μειώνεται η ~ μεταξύ των κοινωνικών τάξεων (ΣΥΝ. ψαλίδα). ● ΣΥΜΠΛ.: απόσταση ασφαλείας: που αποτρέπει οποιονδήποτε κίνδυνο: Βρίσκεται/είναι σε ~ ~. Αφήνω/τηρώ ~ ~ από το προπορευόμενο αυτοκίνητο.|| (μτφ.) Κρατάει από όλους ~άσεις ~., γωνιακή/γωνιώδης απόσταση: ΑΣΤΡΟΝ. η γωνία υπό την οποία φαίνονται δύο σημεία της ουράνιας σφαίρας κατά την παρατήρησή τους από τον ίδιο παρατηρητή. [< αγγλ. angular distance] , εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. εκπαίδευση, ζενιθιακή απόσταση βλ. ζενιθιακός ● ΦΡ.: (κρατώ/τηρώ) ίσες αποστάσεις: (μτφ.) δεν παίρνω θέση σε διαμάχη ή ζήτημα: ~ ~ από τις δυο πλευρές. Τηρούν ~ ~ ανάμεσα στους δύο συμμάχους. Πολιτική ίσων ~άσεων. Βλ. ουδετερότητα., εξ αποστάσεως/από απόσταση 1. μέσω τηλεφώνου, τηλεόρασης, διαδικτύου ή άλλου τηλεπικοινωνιακού μέσου: αγορές/πωλήσεις/συμβάσεις/συναλλαγές/σχέσεις ~ ~. Βλ. διαδικτυακός, ονλάιν, τηλε-. 2. από μακριά: Παρακολουθούν τις εξελίξεις ~ ~. ΣΥΝ. εκ του μακρόθεν, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση (μτφ.): είμαι απόμακρος, επιφυλακτικός απέναντί του: Κρατά τους άλλους ~ με τη σοβαροφάνειά του. Έχει πάντα ~ τους συνομιλητές του. [< γαλλ. tenir quelqu'un à distance] , παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις (μτφ.) 1. αποστασιοποιούμαι, δεν αναμιγνύομαι σε κάτι: Κρατά τις ~ του από το επίμαχο ζήτημα. Ο δημοσιογράφος πήρε ~ από το συμβάν. 2. έχω τυπικές σχέσεις με κάποιον: Δεν ανοίγομαι εύκολα και κρατώ ~. [< γαλλ. prendre/garder ses distances] , σε απόσταση αναπνοής (μτφ.): πάρα πολύ κοντά: ~ ~ από τη θάλασσα. Η ομάδα βρέθηκε ~ ~ από τη νίκη., σε απόσταση/θέση βολής 1. (μτφ.) πολύ κοντά: Βρίσκονται ~ ~ από την επίτευξη συμφωνίας.|| (ΑΘΛ.) (για ποδοσφαιριστή:) Είναι σε θέση ~ (: σε ιδανικό ή πολύ καλό σημείο για γκολ). (για ομάδα:) Βρίσκεται σε απόσταση ~ απ' την κορυφή. 2. ΣΤΡΑΤ. σε περίπτωση που ο στόχος βρίσκεται σε κοντινό σημείο, ώστε να μπορεί εύκολα να βληθεί από όπλο. [< αρχ. ἀπόστασις ‘απομάκρυνση, απόσταση, πυώδες οίδημα], γαλλ. distance]
δεν μόρ. (αρν.) {κ. δε, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει με εξακολουθητικό σύμφωνο} 1. για δήλωση άρνησης: ~ είμαι καλά. ~ έχω αντίρρηση. ~ πήγα στη δουλειά. Μήπως ~ διάβασα καλά; (εμφατ.) ~ θέλω ούτε να τον βλέπω. 2. για προτροπή, παρακίνηση, παρότρυνση: ~ ανοίγεις το παράθυρο (: άνοιξέ το); -Να 'ρθω κι εγώ; -Και ~ έρχεσαι (: έλα); ~ μου λες (: πες μου), ...; 3. για περιπτώσεις όπου ζητείται επιβεβαίωση, επαλήθευση: Δίκιο ~ έχω; 4. σε σχήμα λιτότητας: Ποσοστό που ~ είναι αμελητέο (: είναι σημαντικό). ~ είναι κακό να λέμε τη γνώμη μας (: είναι καλό). 5. (εμφατ.) για να δηλωθεί ότι ελέχθη ή συνέβη κάτι: ~ σου έχω πει να προσέχεις (: σου έχω πει …); ~ με είδες χθες, το ξέχασες; 6. (με επανάληψη του ρήματος) μόλις και μετά βίας· περίπου, σχεδόν, πάνω κάτω, κατά προσέγγιση: Μικρό γήπεδο, που χωράει ~ χωράει χίλια άτομα. Ήταν (και) ~ ήταν τριάντα χρονών. ● ΦΡ.: και τι δε(ν) … (εμφατ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία ή μεγάλη ποσότητα: ~ ~ θα 'δινα για έναν καφέ τώρα (: θα ήθελα πολύ ...)! ~ ~ έχει μέσα αυτή η πίτα (: περιέχει πολλά υλικά)! ~ ~ έχουν δει τα μάτια μου (: πάρα πολλά)! , αμ δε βλ. αμ, δε(ν) θα ξεχάσω ποτέ βλ. ξεχνώ, δε(ν) λέγεται βλ. λέω, δε(ν) λέω βλ. λέω, δεν είναι έτσι βλ. έτσι, δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα βλ. πράγμα, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, δεν υπάρχει κανείς που να μη(ν) ... βλ. υπάρχω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι [< μεσν. δεν]
εκσφενδόνιση [ἐκσφενδόνιση] εκ-σφεν-δό-νι-ση ουσ. (θηλ.) & εκσφενδονισμός (ο): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκσφενδονίζω: ~ φωτοβολίδων. Πβ. εκτόξευση, εξακόντιση, εξαπόλυση, ρίψη.
-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
κόκκος κόκ-κος ουσ. (αρσ.) 1. κάθε μικροσκοπική σφαιροειδής μάζα: ~οι άμμου/γύρης (= γυρεόκοκκοι)/σκόνης. Απορρυπαντικό με μπλε και πράσινους ~ους. Βλ. βόλος.|| ~ κριθαριού/σταριού. ~οι αλατιού/ζάχαρης/κακάο/καφέ/ρυζιού. Αλεσμένοι/βρέξιμοι ~οι. Πιπέρι σε ~ους. Πβ. κουκί, σπέρμα, σπυρί. Βλ. μακρύ-, μικρό-, λεπτό-, χονδρό-κοκκος.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ., σφαιρικός παθογόνος μικροοργανισμός) Αναερόβιοι/ραδιενεργοί ~οι. Βακτήρια και ~οι. Βλ. εντερό-, πνευμονιό-, σταφυλό-, στρεπτό-κοκκος.|| (ΟΡΥΚΤ.) ~οι χαλαζία.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) Η φωτογραφία έχει ~ους (βλ. οπτικός θόρυβος). 2. (σπάν.-μτφ.) ελάχιστο στοιχείο: Δεν υπάρχει ~ αλήθειας σε όσα λέει. Πβ. ίχνος, κουκούτσι, σταγόνα, στάλα, ψήγμα. ● ΦΡ.: κόκκος σινάπεως (ΚΔ): ελάχιστη ποσότητα: Αν έχουμε λίγη πίστη ως ~ ~, αλλά αληθινή, τότε μπορούμε να ... [< 1: αρχ. κόκκος, γαλλ. grain]
λογοκρατία λο-γο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. ορθολογισμός, ρασιοναλισμός. Πβ. νοησιαρχία. Βλ. αισθησιοκρατία, βολονταρ-, εμπειρ-ισμός, -κρατία.
-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.
πεδίο πε-δί-ο ουσ. (ουδ.) 1. χώρος, περιοχή όπου αναπτύσσεται συγκεκριμένη δραστηριότητα ή που παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: αναρριχητικό/στρατιωτικό ~. Το ~ της μάχης (πβ. μέτωπο).|| (ΦΥΣ.) Βαρυτικό/δυναμικό/ηλεκτρικό/ηλεκτροστατικό/(ηλεκτρο)μαγνητικό ~. Κβαντική Θεωρία ~ου.|| (ΓΕΩΦ.) Γεωθερμικό ~.|| (ΜΑΘ.) Διακριτό/διανυσματικό/τανυστικό ~. Το ~ ορισμού μιας συνάρτησης.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξιλογικό/σημασιολογικό ~ (: ομάδα σημασιολογικά συγγενών λέξεων). 2. τομέας ανθρώπινης δραστηριότητας: γεωπολιτικό/ιατρικό ~. Κατάταξη Σχολών σε επιστημονικά ~α (: 1ο: ανθρωπιστικές, νομικές και κοινωνικές επιστήμες. 2ο: θετικές και τεχνολογικές επιστήμες. 3ο: επιστήμες υγείας και ζωής. 4ο: επιστήμες της εκπαίδευσης. 5ο: επιστήμες Οικονομίας και πληροφορική). Εξελίξεις στο διπλωματικό ~. Γνωστικά (= κλάδοι· π.χ. φυσική, ιστορία, μαθηματικά)/θεματικά ~α (= κατηγορίες). Έχει (ένα) ευρύ/περιορισμένο ~ (= σφαίρα) ενδιαφερόντων. Θέματα που καλύπτουν (ένα) τεράστιο ~ (= φάσμα) έρευνας/εφαρμογής. 3. ΠΛΗΡΟΦ. οριοθετημένο τμήμα πίνακα ή σελίδας όπου γίνεται εγγραφή στοιχείων: εισαγωγή/προσθήκη νέου ~ου. Προαιρετικά/υποχρεωτικά (συνήθ. με αστερίσκο) ~α (: ως προς τη συμπλήρωσή τους). Αυτόματη ενημέρωση ~ων. Στο ~ "Όνομα" γράφετε το επώνυμό σας. Βλ. κελί, στήλη. 4. (σπάν.-λόγ.) πεδιάδα. ● ΣΥΜΠΛ.: έρευνα/μελέτη πεδίου: ΣΤΑΤΙΣΤ. που διεξάγεται σε φυσικό περιβάλλον, υπό πραγματικές συνθήκες και με προσωπικές συνεντεύξεις (σε αντιδιαστολή με την έρευνα που γίνεται στα εργαστήρια): ~ ~ με ερωτηματολόγιο., οπτικό πεδίο: ΟΠΤ. το εύρος του χώρου το οποίο μπορεί να δει κάποιος με γυμνό μάτι ή με οπτικό όργανο και το οποίο υπολογίζεται σε μοίρες: περιορισμένο ~ ~. Το ~ ~ κάμερας/τηλεσκοπίου/φακού.|| (προφ.) Μην μπαίνεις μπροστά, γιατί μου κλείνεις/περιορίζεις το ~ ~ (= δεν μπορώ να δω). [< γαλλ. champ visuel] , πεδίο ασκήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή όπου ασκούνται ή εκπαιδεύονται στρατιωτικές μονάδες., πεδίο βολής: ΣΤΡΑΤ. αυστηρά οριοθετημένη περιοχή στην οποία εκτελούνται βολές. [< γαλλ. champ de tir] , πεδίο δοκιμών: περιοχή κατάλληλη για τη διεξαγωγή δοκιμών, πειραμάτων, για παρατήρηση ή άσκηση: ~ ~ νέων όπλων/τεχνολογιών., πεδίο δράσης: τομέας, χώρος δραστηριοποίησης: Επεκτείνεται συνέχεια το ~ ~ του. [< γαλλ. champ d'action] , πεδίο μάχης: χώρος όπου εκτυλίσσονται συγκρούσεις ή έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ (ομάδων) ατόμων: Το κέντρο της πόλης θύμιζε ~ ~. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ~ ~ κατά τη διάρκεια της πορείας. Πβ. ρινγκ. [< γαλλ. champ de bataille] , βάθος πεδίου βλ. βάθος, δυναμικό πεδίο βλ. δυναμικός, ηλεκτρικό πεδίο βλ. ηλεκτρικός, Ηλύσια Πεδία βλ. ηλύσιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν βλ. ιδού [< 1,2: γαλλ. champ 3: αγγλ. field, 1946, 4: αρχ. πεδίον]
-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.
-σκοπώ (λόγ.) επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. εξετάζω: ανα~/επι~.|| (μτφ.) Βολιδο~. 2. καταγράφω εικόνα ή/και ήχο με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: βιντεο~ (πβ. -γραφώ)/μαγνητο~. 3. (αρνητ. συνυποδ.) επιδιώκω, αποβλέπω: καιρο~/κερδο~.
σφαιροβολία σφαι-ρο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής προσπαθεί να ρίξει σφαίρα συγκεκριμένου μεγέθους σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από το σημείο βολής (βαλβίδα): πρωταθλητής στη ~. (Ημι)τελικός/προκριματικός ~ας. ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. ακοντισμός, δισκο-, σφυρο-βολία. [< γαλλ. lancer du poids]
τόξο τό-ξο ουσ. (ουδ.) 1. όπλο από ευλύγιστο στέλεχος, τα άκρα του οποίου συνδέονται με μία χορδή, κατάλληλο για τη ρίψη βέλους: εύκαμπτο/τεντωμένο ~. ~ για κυνήγι. Το βεληνεκές του ~ου. Βλ. φαρέτρα.|| (συνεκδ., το άθλημα της τοξοβολίας) Ολυμπιακό/σύνθετο ~. 2. ΑΡΧΙΤ. θολωτή κατασκευή που γεφυρώνει ένα άνοιγμα, σχηματίζοντας μία ή περισσότερες καμπύλες: ημικυκλικό/τυφλό ~. ~ γέφυρας/οροφής. Γοτθικά/πλαϊνά/πλίνθινα ~α. Τα ~α των λοβών/του τρούλου. Ενίσχυση των μεγάλων ~ων του ναού. Πβ. αψίδα, καμάρα. 3. ΓΕΩΜ. τμήμα καμπύλης που ορίζεται από δύο σημεία της: σταθερό ~. ~ έλλειψης/εφαπτομένης/(συν)ημιτόνου/κύκλου (: τμήμα της περιφέρειας κύκλου που ορίζεται από δύο σημεία του). 4. οτιδήποτε έχει το σχήμα τόξου: το ~ των φρυδιών. Η μπάλα διέγραψε ένα ~ στον αέρα.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Βρεγματικό/ινιακό/φατνιακό/φλεβικό ~. Έλασσον/μείζον ~ του στομάχου. 5. ΓΕΩΛ. γεωλογικός τοξοειδής σχηματισμός μεγάλης κλίμακας, ο οποίος οφείλεται στην κίνηση των τεκτονικών πλακών και παρουσιάζει έντονη ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα: αιγαιακό/ελληνικό ~. Ηφαιστειακό ~ (: μακριά αλυσίδα ηφαιστείων στο σημείο σύγκλισης των πλακών). 6. (μτφ.) γεωγραφικά εντοπισμένη κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική κίνηση ή τάση· σύνολο περιοχών σε συγκεκριμένο χώρο με κοινά χαρακτηριστικά, συμφέροντα: Διευρύνεται συνεχώς το ~ του τρόμου. Ορθόδοξο/μουσουλμανικό ~.|| Ατλαντικό (: στη θαλάσσια περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ' αντιδιαστολή προς τον κεντρικό της άξονα)/βορειοελλαδικό/δυτικό ~.|| Κόμματα του δημοκρατικού/συνταγματικού ~ου. 7. ΜΟΥΣ. δοξάρι: έγχορδα με ~. ● Υποκ.: τοξάκι (το): στη σημ. 4. ● ΣΥΜΠΛ.: βολταϊκό/ηλεκτρικό τόξο: ΗΛΕΚΤΡ. φωτεινή ηλεκτρική εκκένωση που δημιουργείται μεταξύ δύο ηλεκτροδίων από άνθρακα και χρησιμοποιείται ως πηγή φωτισμού, θερμότητας ή για συγκόλληση μετάλλων. [< γαλλ. arc voltaïque] , νησιωτικό τόξο: ΓΕΩΛ. κυρτή αλυσίδα νησιών που χαρακτηρίζεται ως περιοχή ισχυρής σεισμικής δραστηριότητας. [< αγγλ. island arc, 1906] , ανακουφιστικό τόξο/τρίγωνο βλ. ανακουφιστικός, αορτικό τόξο βλ. αορτικός, δείκτης πορείας βλ. πορεία, ζυγωματικό τόξο βλ. ζυγωματικός, ουράνιο τόξο βλ. ουράνιος [< 1,2: αρχ. τόξον, γαλλ. arc 7: ιταλ. arco, γαλλ. archet]
τροχιοδεικτικός, ή, ό τρο-χι-ο-δει-κτι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που σχετίζεται με τον τροχιοδείκτη: ~ή: βολίδα. ~ό: βλήμα. ~ές: σφαίρες. ● ΣΥΜΠΛ.: τροχιοδεικτική βολή 1. (μτφ.) ενέργεια που προετοιμάζει ή δείχνει την πορεία των εξελίξεων: Η κυβέρνηση ρίχνει ~ές ~ές, μετρώντας τις αντιδράσεις. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που καθιστά φωτεινή την τροχιά βλήματος. [< αγγλ. tracer (bullet/shell), 1916]
χαριστικός, ή, ό χα-ρι-στι-κός επίθ.: που προσφέρεται σε κάποιον σε ένδειξη αγάπης, καλής θέλησης ή μεροληπτικά, ιδιοτελώς: ~ό-ανταλλακτικό παζάρι. (ΝΟΜ.) Μεταβίβαση από ~ή αιτία (: γονική παροχή, δωρεά, κληρονομιά).|| ~ή: βαθμολογία/μεταχείριση. ~ές: εξυπηρετήσεις (βλ. εκδούλευση, θελήματα)/επιδοτήσεις/προσλήψεις/ρυθμίσεις. Πβ. χατιρικός. ● επίρρ.: χαριστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Δεν ζητώ τίποτα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: χαριστική βολή & χαριστικό χτύπημα 1. (μτφ.) τελειωτικό, καταστροφικό πλήγμα: Η αποκάλυψη του σκανδάλου ήταν/υπήρξε η ~ ~ για την εταιρεία. Του έδωσε/κατάφερε τη ~ ~ (= τον αποτέλειωσε). 2. πυροβολισμός εξ επαφής στον κρόταφο κάποιου που εκτελέστηκε με τουφεκισμό. [< γαλλ. coup de grâce] , περίοδος χάριτος βλ. χάρις [< αρχ. χαριστικός 'γενναιόδωρος, ευεργετικός']
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ