Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [10400-10420]


  • βορράς [βορρᾶς] βορ-ράς ουσ. (αρσ.) (κ. με κεφαλ. Β, συντομ. Β.) 1. σημείο του ορίζοντα που βρίσκεται στην κατεύθυνση του Βόρειου Πόλου: αληθής/γεωγραφικός/μαγνητικός (: η ένδειξη της βελόνας της πυξίδας) ~. Οδικός άξονας ~ά-Νότου. (Προς τα) πού βρίσκεται/είναι/πέφτει ο ~; Βλ. απόκλιση, ισημερ-, μεσημβρ-ινός, προσανατολισμός.|| Εισβολή από/(λόγ.) εκ ~ά. Κατευθύνομαι/στρέφω το βλέμμα μου στον ~ά. Το παράθυρο βλέπει/κοιτάζει προς τον ~ά. To πλοίο κινείται προς ~ά (= βόρεια). 2. το βόρειο τμήμα της υδρογείου, μιας ηπείρου, χώρας ή γενικότ. τόπου: στον αρκτικό ~ά. Ο αμερικανικός/ιταλικός ~. Οι λαοί του ~ά. Ο βιομηχανικός ~. 3. ΜΕΤΕΩΡ. βοριάς, τραμουντάνα. Βλ. μεσο~. [< αρχ. βορρᾶς]
  • βοσκάω βλ. βόσκω
  • βοσκή βο-σκή ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια του βόσκω, βόσκηση: ανεξέλεγκτη/εκτατική/οικολογική/παράνομη ~. ~ κοπαδιών. Βγάζω/οδηγώ/πάω τα πρόβατα για ~. 2. χορτάρι κατάλληλο για τροφή ζώων: περιοχή με περιορισμένη ~. Πβ. νομή, χόρτο. 3. βοσκότοπος: πεδινές ~ές (πβ. χειμαδιό). ● ΣΥΜΠΛ.: ελευθέρας/ελεύθερης βοσκής: για ζώα φάρμας στα οποία επιτρέπεται να περιφέρονται και να τρέφονται υπό φυσικές συνθήκες, χωρίς να είναι κλεισμένα σε κλουβιά: κότα ~ ~ (πβ. αλανιάρα). Πουλερικά ~ ~ και βιολογικής εκτροφής.|| (συνεκδ.) Αβγά/κρέατα ~ ~ (: που προέρχονται από τέτοιου είδους ζώα). [< αρχ. βοσκή, γαλλ. εμπορ. ονομασ. écopâturage, 2002]
  • βόσκημα βό-σκη-μα ουσ. (ουδ.) 1. βόσκηση. 2. (συνεκδ.-σπάν.) βοσκότοπος. Πβ. νομή.βοσκήματα (τα): εκτρεφόμενα ζώα. Πβ. ζωντανό. [< αρχ. βόσκημα]
  • βόσκηση βό-σκη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): (για φυτοφάγα ζώα) αναζήτηση και κατανάλωση τροφής, βοσκή: ελεγχόμενη/ελεύθερη/εντατική ~. ~ προβάτων και γιδιών. Εκτάσεις ~ης. Πυκνότητα ~ης (= βοσκοφόρτωση). Βλ. υπερ~. [< μτγν. βόσκησις]
  • βοσκοϊκανότητα βο-σκο-ϊ-κα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ικανότητα ενός βοσκότοπου να εξασφαλίζει επαρκή τροφή σε ορισμένο αριθμό ζώων για δεδομένο χρονικό διάστημα, χωρίς να βλάπτεται η παραγωγική του ικανότητα. Βλ. λιβαδοπονία.
  • βοσκοπούλα βο-σκο-πού-λα ουσ. (θηλ.): κοπέλα που βόσκει ζώα ή κόρη βοσκού. Βλ. βλαχοπούλα, -οπούλα. ΣΥΝ. τσοπανοπούλα [< μεσν. βοσκοπούλα]
  • βοσκόπουλο βο-σκό-που-λο ουσ. (ουδ.): νεαρός βοσκός ή γιος βοσκού. Βλ. βλαχόπουλο, -όπουλο. ΣΥΝ. τσοπανόπουλο ● βοσκόπουλα (τα): νεαρής ηλικίας βοσκοί, ανεξαρτήτως φύλου.
  • βοσκός βο-σκός ουσ. (αρσ.): αυτός που βόσκει ζώα, συνήθ. αιγοπρόβατα. Πβ. αγελαδάρης, γιδο~, μπιστικός. ΣΥΝ. βουκόλος, ποιμένας (1) [< μτγν. βοσκός]
  • βοσκότοπος βο-σκό-το-πος ουσ. (αρσ.) & (λαϊκό) βοσκοτόπι (το): έκταση με βλάστηση, κατάλληλη για βόσκηση: ορεινοί/φυσικοί ~οι (= βοσκές). Πβ. λιβάδι, νομή. Βλ. -τόπος.
  • βοσκοφόρτωση βο-σκο-φόρ-τω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): αριθμός ζώων σε έναν βοσκότοπο σε μια χρονική περίοδο, πυκνότητα βόσκησης. Βλ. βοσκοϊκανότητα, υπερβόσκηση.
  • βόσκω βό-σκω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βόσκ-ησε, -ήθηκε} & βοσκώ κ. -άω 1. οδηγώ οικόσιτα ζώα σε μέρος όπου θα βρουν τροφή και τα επιβλέπω: ~ει τα γίδια/κοπάδια/πρόβατα. Πβ. ποιμαίνω. 2. (μτφ.-προφ.) περιφέρομαι, γυρίζω εδώ κι εκεί: Ήθελα να 'ξερα πού ~ει! Πβ. τριγυρίζω.|| Ξύπνα, πού ~εις; (: είσαι αφηρημένος).βόσκει: (για φυτοφάγο ζώο) τρώει χορτάρι σε βοσκότοπο: Αμνοερίφια που ~ουν ελεύθερα/παράνομα. [< 1: αρχ. βόσκω]
  • βοσνιακός , ή, ό βοσ-νι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη Βοσνία ή/και τους Βόσνιους. Βλ. κροατικός.
  • Βόσνιος, Βόσνια Βόσ-νι-ος επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει γεννηθεί στη Βοσνία ή κατάγεται από αυτή ή έχει αποκτήσει τη βοσνιακή υπηκοότητα.
  • βόστρυχος βό-στρυ-χος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ύχου} 1. {συνήθ. στον πληθ.} μπούκλα: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Οι (κυματοειδείς) ~οι του κούρου. 2. ΒΟΤ. κοτσάνι σταφυλιού. Πβ. τσάμπουρο. [< αρχ. βόστρυχος]
  • βότανα βό-τα-να ουσ. (ουδ.) (τα) {βοτάνων | σπανιότ. στον εν. βότανο}: ΒΟΤ. φυτά που περιέχουν συστατικά, τα οποία δρουν θεραπευτικά ή θεωρούνταν ότι είχαν μαγικές ιδιότητες: αποξηραμένα/φρέσκα ~. Αρωματικά/τονωτικά/φαρμακευτικά ~ (βλ. θυμάρι, μέντα, φασκόμηλο, χαμομήλι). ~ κατά της αϋπνίας.|| (ΛΑΟΓΡ.) Το μαγικό ~ο της αθανασίας. Πβ. βοτάνι, ματζούνι. Βλ. αγριο-, μελισσο-, σταυρο-βότανο. [< μεσν. βότανο(ν)]
  • βοτάνι βο-τά-νι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): βότανο. ● ΣΥΜΠΛ.: αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι βλ. αθάνατος [< μεσν. βοτάνι(ο)ν]
  • βοτανίζω βο-τα-νί-ζω ρ. (μτβ.) {βοτάνισα} (λόγ.): ξεβοτανίζω, ξεχορταριάζω: ~ουν και σκαλίζουν τα χωράφια. [< μτγν. βοτανίζω]
  • βοτανική βο-τα-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Β): ΒΟΤ. κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την επιστημονική μελέτη των φυτών· συνεκδ. το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και βιβλίο: δασική/εφαρμοσμένη/φαρμακευτική ~. Βλ. γεω~, παλαιο~, μυκητολογία. ΣΥΝ. βοτανολογία, φυτοβιολογία, φυτολογία [< γαλλ. botanique, αγγλ. botany]
  • βοτανικός , ή, ό βο-τα-νι-κός επίθ.: ΒΟΤ. που σχετίζεται με τη βοτανική ή γενικότ. με τα φυτά: ~ό: μουσείο. ΣΥΝ. βοτανο-, φυτο-λογικός. ● ΣΥΜΠΛ.: βοτανικός κήπος: δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος που προορίζεται για την καλλιέργεια, την επιστημονική μελέτη και την έκθεση φυτών: ζωολογικοί και ~οί ~οι. [< μτγν. βοτανικός, αγγλ. botanical, γαλλ. botanique]

αγριο- & αγριό- & αγρι-

αγριο- & αγριό- & αγρι- α' συνθετικό λέξεων∙ δηλώνει: 1. μη εξημερωμένο ή αδέσποτο ζώο: αγριο-γούρουνο/~κάτσικο/~περίστερο. Αγριό-γατα/~παπια/~χηνα/~χοιρος. 2. αυτοφυές φυτό: αγριο-βότανο/~λούλουδο/~ράδικο/~συκιά/~φράουλα. Αγριό-χορτα. Αγρι-ελιά.|| Αγριο-κέρασο. 3. (μτφ., για πρόσ. ή χαρακτηριστικά) απολίτιστη, επιθετική συμπεριφορά, βλοσυρότητα στην όψη: αγρι-άνθρωπος (βλ. χοντρ-).|| Αγριό-φατσα. 4. (μτφ.-εμφατ.) αυστηρό ή απειλητικό τρόπο: αγριο-κοίταγμα/~κοιτάζω. 5. άγονο, δύσβατο ή αφιλόξενο μέρος: αγριό-τοπος. Βλ. ξερο-. 6. ανυπόφορη ένταση: αγριο-φωνάρα.

αθάνατος

αθάνατος, η, ο [ἀθάνατος] α-θά-να-τος επίθ. 1. (μτφ.) που επιβιώνει αιώνια στη μνήμη των ανθρώπων ή που θεωρείται ότι τίποτα δεν θα μπορέσει να τον καταστρέψει, να τον αλλοιώσει: (για πρόσ.) ~ος: ηγέτης/ήρωας/ποιητής.|| ~ος: έρωτας. ~η: αγάπη/δόξα (: αιώνια, ακατάλυτη)/ελληνική ψυχή/εποποιία/κληρονομιά/μνήμη (= αγέραστη)/τέχνη/φήμη/φιλία. ~ο: Εικοσιένα/έπος/μεγαλείο/πνεύμα. ~οι: στίχοι (: αξεπέραστοι, έξοχοι). ~ες: αλήθειες/αξίες/επιτυχίες (: μεγάλες)/ταινίες. ~α: έργα/τραγούδια. Έμεινε ~ μέσω του έργου του. Πβ. άφθαρτος, παντοτινός.|| (προφ., ως επευφημία για έντονη επιδοκιμασία, αποδοχή). Γεια σου ~η εργατιά! ΑΝΤ. εφήμερος 2. (μτφ.) που δεν υπόκειται στον θάνατο: ~η: ζωή (= η μεταθανάτια)/ψυχή. ~α: κύτταρα (βλ. βλαστοκύτταρα)/όντα. Ουδείς ~.|| (ΘΕΟΛ.) ~ Λόγος. Άγιος ~.|| (ΜΥΘ.) ~οι: θεοί (του Ολύμπου). Βλ. -θάνατος. ΑΝΤ. θνητός 3. {μόνο στην κλητ.} (ειρων.) (ως αποδοκιμασία) για να δηλωθεί ότι κάτι παραμένει στην ίδια πάντα απελπιστική κατάσταση: ~η: αξιοκρατία/γραφειοκρατία/επαρχία/πατρίδα! ~ο: ελληνικό δαιμόνιο/δημόσιο! ~ες μίζες! 4. (προφ.-οικ.) (για κάτι) που αντιστέκεται στη φθορά, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και δεν χαλάει: ~ες: κατασκευές/μηχανές/μπαταρίες (: μεγάλων επιδόσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι: ΛΑΟΓΡ. νερό ή βότανο που ο λαός θεωρεί ότι χαρίζει την αθανασία: Να' χα τ’ ~ νερό! Ψάχνουν τ' ~ βοτάνι. ● ΦΡ.: αθάνατος!, αθάνατη!: ως επευφημία, τη στιγμή της εκφοράς νεκρού (συνήθ. για δημοφιλείς και σημαντικές προσωπικότητες). [< αρχ. ἀθάνατος, γαλλ. immortel]

απόκλιση

απόκλιση [ἀπόκλιση] α-πό-κλι-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκτροπή από την αρχική κατεύθυνση· κατ' επέκτ. διαφοροποίηση, συνήθ. από ό,τι θεωρείται γενικά αποδεκτό: ~ ενός σώματος από την τροχιά του. Το πλοίο παρουσίασε ~ από την κανονική του πορεία.|| ~ από τις ιδρυτικές αρχές/τις νομοθετικές διατάξεις/τον στόχο/το χρονοδιάγραμμα. ~ από την πεπατημένη/το φυσιολογικό. Γλωσσικές/κοινωνικές/σεξουαλικές ~ίσεις (= παρεκκλίσεις).|| Εφημερίδα αριστερών/δεξιών ~ίσεων (= προτιμήσεων, τάσεων).|| (αντιπαράθεση, διαφωνία:) Iδεολογικές ~ίσεις (= διαφορές). Ουσιαστικές/σοβαρές ~ίσεις μεταξύ των δύο κρατών στα θέματα της άμυνας (ΑΝΤ. ευθυγράμμιση). Διαπιστώθηκε ~ απόψεων/θέσεων (πβ. διάσταση). ΑΝΤ. σύγκλιση (2) 2. διαφορά μιας τιμής από την καθορισμένη ή αναμενόμενη: μεγάλη/μέγιστη επιτρεπτή/μέση/μικρή/σημαντική/σταθερή/φυσιολογική ~.|| (ΟΙΚΟΔ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ μηδέν/της τάξεως των 0,4 mm. ~ της επιφάνειας του δαπέδου. ~ από τις ισχύουσες προδιαγραφές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ίσεις αποδοτικότητας/πωλήσεων. Ο προϋπολογισμός εμφάνισε/παρουσίασε ~ ... ευρώ/... %. Καταγράφονται ~ίσεις στην τιμή πώλησης της βενζίνης. 3. ΝΑΥΤ. (σε πυξίδα) η γωνία μεταξύ μαγνητικού και πραγματικού βορρά: ανατολική/δυτική ~. Αριστερή/δεξιά ~. ~ σε μοίρες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης σημείου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού πλάτους: ~ αστέρος. Βλ. ορθή αναφορά. 5. ΜΑΘ. η ιδιότητα ακολουθίας ή σειράς να μη συγκλίνει σε όριο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγνητική απόκλιση: ΦΥΣ. η γωνία που σχηματίζει ο μαγνητικός άξονας με τον άξονα περιστροφής της Γης. [< γαλλ. déclinaison magnétique] , τυπική απόκλιση (συντομ. σ ή s(d)): ΣΤΑΤΙΣΤ. μέτρο της διασποράς των τιμών από τον μέσο όρο: ~ ~ των τιμών ενός δείγματος. Βλ. διακύμανση. [< αγγλ. standard deviation] [< μτγν. ἀπόκλισις, γαλλ. déviation 4: γαλλ. déclinaison]

βλαχοπούλα

βλαχοπούλα βλα-χο-πού-λα ουσ. (θηλ.) 1. Βλάχα μικρής ηλικίας. 2. (κατ' επέκτ.) νεαρή βοσκοπούλα ή χωριατοπούλα. Βλ. -οπούλα.

βλαχόπουλο

βλαχόπουλο βλα-χό-που-λο ουσ. (ουδ.) 1. Βλάχος μικρής ηλικίας. 2. (κατ' επέκτ.) βοσκόπουλο ή χωριατόπαιδο. Πβ. βλαχάκι.

βοσκοϊκανότητα

βοσκοϊκανότητα βο-σκο-ϊ-κα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ικανότητα ενός βοσκότοπου να εξασφαλίζει επαρκή τροφή σε ορισμένο αριθμό ζώων για δεδομένο χρονικό διάστημα, χωρίς να βλάπτεται η παραγωγική του ικανότητα. Βλ. λιβαδοπονία.

βόσκω

βόσκω βό-σκω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βόσκ-ησε, -ήθηκε} & βοσκώ κ. -άω 1. οδηγώ οικόσιτα ζώα σε μέρος όπου θα βρουν τροφή και τα επιβλέπω: ~ει τα γίδια/κοπάδια/πρόβατα. Πβ. ποιμαίνω. 2. (μτφ.-προφ.) περιφέρομαι, γυρίζω εδώ κι εκεί: Ήθελα να 'ξερα πού ~ει! Πβ. τριγυρίζω.|| Ξύπνα, πού ~εις; (: είσαι αφηρημένος).βόσκει: (για φυτοφάγο ζώο) τρώει χορτάρι σε βοσκότοπο: Αμνοερίφια που ~ουν ελεύθερα/παράνομα. [< 1: αρχ. βόσκω]

θυμάρι

θυμάρι θυ-μά-ρι ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. αγγειόσπερμο, πολυετές, θαμνώδες δικοτυλήδονο φυτό (επιστ. ονομασ. Thymus vulgaris) με αρωματικά φύλλα και μικρά άνθη, τα οποία χρησιμοποιούνται αποξηραμένα ως καρύκευμα, ενώ το αιθέριο έλαιο που εξάγεται από αυτά χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό μέσο ή για την παρασκευή αρωμάτων: άγριο ~. Κοτόπουλο με ~. Βλ. φρύγανο. ΣΥΝ. θύμος (2) [< μεσν. θυμάρι(ο)ν < μτγν. θύμον (το)]

κροατικός

κροατικός, ή, ό κρο-α-τι-κός επίθ. & (προφ.) κροάτικος, η, ο: που σχετίζεται με την Κροατία ή/και τους Κροάτες. ● Ουσ.: Κροατικά (τα) & (επίσ.) Κροατική (η): η κροατική γλώσσα.

λιβαδοπονία

λιβαδοπονία λι-βα-δο-πο-νί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τη διαχείριση, ανάπτυξη, εκμετάλλευση και προστασία των λιβαδικών οικοσυστημάτων. Βλ. δασο-, θηραματο-πονία. [< αγγλ. rangeland science]

-τοπος

-τοπος β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τόπο γεμάτο από ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό: δασό~/θαμνό~/ψαρό~.|| Σκουπιδό~. 2. περιοχή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: αγριό~/βιό~/γεώ~/κυνηγό~/ξερό~/χερσό~. 3. χώρο κατάλληλο για ορισμένη δραστηριότητα: παιδό~/παιχνιδό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.