Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [10380-10400]


  • βορά βο-ρά ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) όποιος ή ό,τι γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης: πολίτες ~ (= θύματα) των κερδοσκόπων. Η ιδιωτική του ζωή έγινε ~ των τηλεοπτικών μέσων. Περιοχή που δόθηκε ~ στα επιχειρηματικά συμφέροντα. Πβ. έρμαιο. 2. καθετί που μπορεί να αποτελέσει τροφή για σαρκοφάγα ζώα: ~ στα άγρια θηρία/αρπακτικά. Πβ. θήραμα, κυνήγι, λεία. [< 2: αρχ. βορά]
  • βόρακας βό-ρα-κας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) βόραξ: ΧΗΜ. λευκό κρυσταλλικό ένυδρο άλας βορίου και νατρίου, (βορικό νάτριο, σύμβ. Na2B4O7), που χρησιμοποιείται ως συντηρητικό, υλικό καθαρισμού, μαλακτικό νερού. Βλ. βορικό οξύ. [< γαλλ. borax]
  • βόρβορος βόρ-βο-ρος ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. (μτφ.) το έσχατο σημείο μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από ηθική κατάπτωση, διαφθορά: βουτηγμένος και πνιγμένος στον ~ο της ακολασίας. Έπεσε/κυλίστηκε στον ~ο των ναρκωτικών. Πβ. οχετός, σαπίλα. 2. δύσοσμη λάσπη, βούρκος και γενικότ. βρομιά: Η πόλη έχει βυθιστεί στον ~ο των σκουπιδιών. Πβ. λασπουριά. [< 1: μτγν. βόρβορος 2: αρχ. ~]
  • βορβορυγμός βορ-βο-ρυγ-μός ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. εντερικό γουργουρητό που οφείλεται σε αέρια και σχετίζεται με τη χώνεψη. Βλ. δυσπεψία, μετεωρ-, τυμπαν-ισμός. [< αρχ. βορβορυγμός, γαλλ. borborygme, αγγλ. borborygm(us)]
  • βορβορώδης , ης, ες βορ-βο-ρώ-δης επίθ. {βορβορώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.) 1. (μτφ.) ανήθικος, ακόλαστος, διεφθαρμένος, φαύλος. 2. που καλύπτεται από βόρβορο, λασπώδης. Βλ. -ώδης. [< 1: μτγν. βορβορώδης 2: αρχ. ~]
  • βορειοανατολικός , ή, ό βο-ρει-ο-α-να-το-λι-κός επίθ. (συντομ. ΒΑ): που βρίσκεται στο σημείο του ορίζοντα μεταξύ Βορρά και Ανατολής ή ή έχει προσανατολισμό προς αυτό ή προέρχεται από αυτό: ~ά: σύνορα. (ως ουσ.) Στα ~ά της χώρας (: το αντίστοιχο τμήμα γεωγραφικής περιοχής).|| ~ό: δωμάτιο.|| ~ός: άνεμος (= γρέγος, μέσης). ~ό: ρεύμα αέρος. Βλ. βορειοδυτ-, νοτιοανατολ-ικός. ● επίρρ.: βορειοανατολικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. nord-est]
  • βορειοατλαντικός , ή, ό βο-ρει-ο-ατ-λα-ντι-κός επίθ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: Βορειοατλαντική/Ατλαντική Συμμαχία: διεθνής οργανισμός που συστάθηκε με την υπογραφή του Βορειοατλαντικού Συμφώνου το 1949, με σκοπό τη συνεργασία σε θέματα άμυνας και τη διαφύλαξη της συλλογικής ασφάλειας των χωρών-μελών του, το ΝΑΤΟ. [< αγγλ. North Atlantic Treaty Organization] , Βορειοατλαντικό/Ατλαντικό Συμβούλιο: που αποτελείται από μόνιμους αντιπροσώπους των χωρών μελών του ΝΑΤΟ και συγκαλείται για τη λήψη πολιτικών και στρατιωτικών αποφάσεων.
  • βορειοαφρικανικός , ή, ό βο-ρει-ο-α-φρι-κα-νι-κός επίθ. & (προφ.) βορειοαφρικάνικος, η, ο: που σχετίζεται με τη Βόρεια Αφρική ή/και τους Βορειοαφρικανούς. Βλ. νοτιοαφρικανικός. [< αγγλ. North African]
  • βορειοδυτικός , ή, ό βο-ρει-ο-δυ-τι-κός επίθ. (συντομ. ΒΔ): που βρίσκεται στο σημείο του ορίζοντα μεταξύ Βορρά και Δύσης ή έχει προσανατολισμό προς αυτό ή προέρχεται από αυτό: ~ή: ακτή (του νησιού)/είσοδος/κατεύθυνση. (ως ουσ.) Στα ~ά (: το αντίστοιχο τμήμα γεωγραφικής περιοχής).|| ~ός: άνεμος (= μαΐστρος). Βλ. βορειοανατολικός, νοτιοδυτικός. ● επίρρ.: βορειοδυτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. nord-ouest]
  • βορειοελλαδικός , ή, ό βο-ρει-ο-ελ-λα-δι-κός επίθ. & (προφ.) βορειοελλαδίτικος, η, ο: που αναφέρεται στη Βόρεια Ελλάδα.
  • Βορειοελλαδίτης, Βορειοελλαδίτισσα Βο-ρει-ο-ελ-λα-δί-της ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής τη Βόρεια Ελλάδα.
  • βορειοευρωπαϊκός , ή, ό βο-ρει-ο-ευ-ρω-πα-ϊ-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη Βόρεια Ευρώπη ή/και τους Βορειοευρωπαίους. Βλ. νοτιοευρωπαϊκός.
  • Βορειοευρωπαίος, Βορειοευρωπαία [Βορειοευρωπαῖος] Βο-ρει-ο-ευ-ρω-παί-ος επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει γεννηθεί, κατοικεί σε ή κατάγεται από χώρα της Βόρειας Ευρώπης. Βλ. Νοτιοευρωπαίος. [< αγγλ. Northern European]
  • Βορειοηπειρώτης, Βορειοηπειρώτισσα Βο-ρει-ο-η-πει-ρώ-της επίθ./ουσ.: πρόσωπο που κατοικεί στη Βόρεια Ήπειρο ή κατάγεται από αυτή.
  • βορειοηπειρωτικός , ή, ό βο-ρει-ο-η-πει-ρω-τι-κός επίθ. & (προφ.) βορειοηπειρώτικος: που σχετίζεται με τη Βόρεια Ήπειρο ή/και τους Βορειοηπειρώτες.
  • βόρειος , α/ος, ο βό-ρει-ος επίθ. {-ου (λόγ.) -είου· βορειότ-ερος, -ατος} (συντομ. Β.): που βρίσκεται ή έχει διεύθυνση προς τον Βορρά ή προέρχεται από αυτόν: ~ος: Πόλος (= αρκτικός). ~α: Αμερική/Ελλάδα/Ευρώπη. ~ο: ημισφαίριο. ~α: μέρη/σύνορα. Οι ~οι λαοί (: που κατοικούν στις αντίστοιχες χώρες). Στο ~ότερο/~ότατο άκρο. Βλ. υπερ~.|| ~α: πρόσοψη. ~ο: δωμάτιο (= βορινό).|| ~ος: άνεμος (= βοριάς).|| (ειδικότ., που αναφέρεται στους ανθρώπους που ζουν στον Βορρά) ~α: ιδιοσυγκρασία/συμπεριφορά (= σοβαρή, ψυχρή). ~α: χαρακτηριστικά. Βλ. νότιος. ● Ουσ.: βόρεια (τα): το βόρειο τμήμα τόπου: στα ~ του νομού., Βόρειος (ο), Βόρεια (η) {συνήθ. στον πληθ.}: πρόσωπο που έχει γεννηθεί ή/και κατοικεί σε χώρα του Βορρά ή στο βόρειο τμήμα γεωγραφικής περιοχής. ● επίρρ.: βόρεια & (λόγ.) βορείως: στον Βορρά ή προς την κατεύθυνσή του: Ταξιδέψαμε ~. ~ως της πόλης. ● ΣΥΜΠΛ.: Βόρειο Σέλας (κ. με πεζά β, σ): ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινό φαινόμενο το οποίο παρατηρείται κατά τη διάρκεια της νύχτας στις περιοχές του Βόρειου Πόλου. [< γαλλ. Aurore Boréale] , αρκτικός κύκλος βλ. αρκτικός1, Βόρειος Σταυρός βλ. σταυρός, Βόρειος/Νότιος Δεσμός της Σελήνης βλ. σελήνη [< αρχ. βόρειος, γαλλ. nord, boréal, αγγλ. north]
  • βοριάς βο-ριάς ουσ. (αρσ.) {βορ-ιάδες} 1. ψυχρός άνεμος που πνέει από τον Βορρά: δυνατός/παγωμένος ~. Ασθενείς/θυελλώδεις/ισχυροί ~ιάδες. Ο ~ λυσσομανούσε. Φύσηξε ~. ~ιάδες (εντάσεως) έξι μποφόρ. Πβ. τραμουντάνα. ΑΝΤ. νοτιάς (1) 2. (προφ.) βορράς: Παράθυρο/πόρτα προς το(ν) ~ιά (ΑΝΤ. νότο). ● Υποκ.: βοριαδάκι (το): στη σημ. 1. [< μεσν. βοριάς]
  • βορικός , ή, ό βο-ρι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει βόριο: ~ό: νάτριο (= βόρακας). ~ά: άλατα. ● ΣΥΜΠΛ.: βορικό οξύ: λευκή ή άχρωμη κρυσταλλική ουσία (σύμβ. H3BO3) με αντισηπτικές ιδιότητες. [< γαλλ. borique]
  • βορινός , ή, ό βο-ρι-νός επίθ.: που είναι στραμμένος, βλέπει προς τον Βορρά, βόρειος: ~ός: τοίχος. ~ό: παράθυρο. Το δωμάτιο είναι ~ό.|| ~ό: άκρο (νησιού). [< μτγν. βορ(ε)ινός - παλαιότ. ορθογρ. βορεινός]
  • βόριο βό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΧΗΜ. αμέταλλο στοιχείο (σύμβ. Β, Ζ 5), στερεό, που λαμβάνεται από ορυκτά άλατα του βορικού οξέος: κρυσταλλικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ομάδα του βορίου: η τρίτη ομάδα του Περιοδικού Συστήματος στην οποία περιλαμβάνονται τα στοιχεία βόριο, αργίλιο, γάλλιο, ίνδιο και θάλλιο. [< γαλλ. bore]

αρκτικός1

αρκτικός1, ή, ό [ἀρκτικός] αρ-κτι-κός επίθ.: που βρίσκεται στον ή γύρω από τον Βόρειο Πόλο ή σχετίζεται με αυτόν: ~ή: αλεπού/ζώνη/θάλασσα/τούνδρα. ~ό: κλίμα. ~οί: πάγοι. ~ές: χώρες. Πβ. βόρειος, πολικός. Βλ. αντ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρκτικός κύκλος & βόρειος πολικός κύκλος: ΓΕΩΓΡ. ο βορειότερος νοητός γεωγραφικός παράλληλος του ισημερινού της Γης. [< αρχ. ἀρκτικός, γαλλ. arctique, αγγλ. arctic]

βορειοανατολικός

βορειοανατολικός, ή, ό βο-ρει-ο-α-να-το-λι-κός επίθ. (συντομ. ΒΑ): που βρίσκεται στο σημείο του ορίζοντα μεταξύ Βορρά και Ανατολής ή ή έχει προσανατολισμό προς αυτό ή προέρχεται από αυτό: ~ά: σύνορα. (ως ουσ.) Στα ~ά της χώρας (: το αντίστοιχο τμήμα γεωγραφικής περιοχής).|| ~ό: δωμάτιο.|| ~ός: άνεμος (= γρέγος, μέσης). ~ό: ρεύμα αέρος. Βλ. βορειοδυτ-, νοτιοανατολ-ικός. ● επίρρ.: βορειοανατολικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. nord-est]

δυσπεψία

δυσπεψία δυ-σπε-ψί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. δυσκολία στη χώνεψη που χαρακτηρίζεται από δυσφορία, πόνο, φούσκωμα και βάρος στο ανώτερο τμήμα της κοιλιάς: οξεία/χρόνια ~. Πβ. βαρυστομαχιά. Βλ. μετεωρισμός. [< μτγν. δυσπεψία, γαλλ. dyspepsie, αγγλ. dyspepsia]

νοτιοευρωπαϊκός

νοτιοευρωπαϊκός, ή, ό νο-τι-ο-ευ-ρω-πα-ϊ-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη Νότια Ευρώπη ή/και τους Νοτιοευρωπαίους. Βλ. βορειοευρωπαϊκός.

νότιος

νότιος, α/ος, ο νό-τι-ος επίθ. {νοτιότ-ερος, -ατος} (συντομ. Ν): που βρίσκεται στον Νότο, έχει διεύθυνση προς αυτόν ή προέρχεται από αυτόν: ~ος: άνεμος (= νοτιάς)/προσανατολισμός (πβ. μεσημβρινός)/τοίχος. ~α: πλαγιά/πλευρά. ~ο: άκρο/ημισφαίριο/σέλας/τμήμα. ~ες: ακτές/περιοχές. ~α: προάστια/σύνορα. Στο ~ατο άκρο του νησιού.|| (ΓΕΩΓΡ.) Νότιος Πόλος. Νότια Ελλάδα/Κορέα.|| Οι ~οι λαοί/πληθυσμοί (π.χ. της ~ας Ευρώπης ή Αμερικής· βλ. λατινοαμερικάνικος, μεσογειακός). Βλ. βόρειος. ● Ουσ.: νότια (τα): το νότιο τμήμα ενός τόπου: στα ~ του νομού., Νότιος (ο) {συνήθ. στον πληθ.}: πρόσωπο που έχει γεννηθεί ή/και κατοικεί σε χώρα του Νότου ή στο νότιο τμήμα γεωγραφικής περιοχής. ● επίρρ.: νότια & (λόγ.) νοτίως: στον Νότο ή προς την κατεύθυνσή του: Κατευθύνεται ~ της πρωτεύουσας. Ο οικισμός βρίσκεται ~ του βουνού.|| Κινήθηκαν ~ερα. ● ΣΥΜΠΛ.: Βόρειος/Νότιος Δεσμός της Σελήνης βλ. σελήνη, Σταυρός του Νότου/Νότιος Σταυρός βλ. σταυρός [< αρχ. νότιος]

σελήνη

σελήνη σε-λή-νη ουσ. (θηλ.): ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Σ) ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης, ο οποίος περίπου κάθε έναν μήνα διαγράφει πλήρη τροχιά γύρω από αυτή: ο δίσκος/η σκοτεινή πλευρά/οι φάσεις της ~ης. ~ 15 ημερών. Η κατάκτηση της ~ης (1969). Αποικία/βάση/ταξίδι στη ~. Πβ. φεγγάρι. ● ΣΥΜΠΛ.: Βόρειος/Νότιος Δεσμός της Σελήνης: η διασταύρωση της πορείας της σελήνης με την εκλειπτική, όταν περνά από το νότιο ημισφαίριο στο βόρειο και από το βόρειο στο νότιο, αντίστοιχα., Νέα Σελήνη: φάση της σελήνης κατά την οποία αυτή δεν φωτίζεται καθόλου από τον ήλιο, με αποτέλεσμα να μην είναι ορατή από τη Γη· η περίοδος κατά την οποία συμβαίνει αυτό. Βλ. πανσέληνος., έκλειψη Σελήνης βλ. έκλειψη [< αρχ. σελήνη]

σταυρός

σταυρός σταυ-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Σ) το σύμβολο του χριστιανισμού ως αντικείμενο ή παράσταση σταυροειδούς σχήματος, κυρ. στη λατρεία και την τέχνη: βυζαντινός/ελληνικός ή ισοσκελής/λατινικός/μαρμάρινος ~. ~ αγιασμού/ευλογίας. Ξυλόγλυπτος ~ τέμπλου. Επιστήθιος ~ επισκόπου. Προσκύνησε τον ~ό. Βούτηξαν στα παγωμένα νερά να πιάσουν τον ~ό (: έθιμο των Θεοφανείων). Η ελληνική σημαία φέρει ~ό.|| (ως κόσμημα) Ασημένιος/βαφτιστικός/κρεμαστός/χειροποίητος/χρυσός ~. Φορούσε ~ό στον λαιμό.|| (ως παράσημο) Ο ~ της Λεγεώνας της Τιμής/του Σωτήρος. 2. (παλαιότ.) κατασκευή από δύο δοκούς, κάθετες συνήθ. μεταξύ τους, όπου δένονταν ή καρφώνονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο με τα χέρια απλωμένα· (κυρ. ειδικότ.) το όργανο του μαρτυρίου του Ιησού Χριστού: το μαρτύριο του ~ού (: η Σταύρωση). O Απόστoλoς Ανδρέας θανατώθηκε πάνω σε ~ό σχήματoς X (: σταυρώθηκε). 3. σχήμα δύο αξόνων που τέμνονται κάθετα και γενικότ. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: ~ φαρμακείου. Βάλτε/σημειώστε ~ό σε ένα µόνο τετραγωνίδιο. Υπογράφει με ~ό (: για αναλφάβητο). Χαράζει ~ό. (προφ.) Ο ~ της θάλασσας (= αστερίας). (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ μετάδοσης κίνησης. (ΑΘΛ.) Έκανε τον ~ό στους κρίκους (: άσκηση στην ενόργανη γυμναστική).|| (ειδικότ. ως εκδοτικό σύμβολο †, για φθαρμένο χωρίο ή για δήλωση της χρονολογίας θανάτου κάποιου· βλ. αστερίσκος). 4. (προφ.) το κέντρο του μετώπου, ειδικότ. το σημείο ανάμεσα στα φρύδια και τη μύτη: Τον βρήκε στον ~ό (: για καίριο χτύπημα). Πβ. κατακούτελα, στο δόξα πατρί. ● Υποκ.: σταυρουδάκι (το): συνήθ. ως κόσμημα. ● ΣΥΜΠΛ.: Βόρειος Σταυρός: ΑΣΤΡΟΝ. ο αστερισμός του Κύκνου., σταυρός προτίμησης & (προφ.) σταυρός: ΠΟΛΙΤ. που σημειώνεται από τον ψηφοφόρο δίπλα στο όνομα του υποψηφίου που επιλέγει: Έλαβε χίλιους ~ούς ~. Βλ. μονοσταυρία, πολυσταυρία, σταυροδοσία., Σταυρός του Νότου/Νότιος Σταυρός: ΑΣΤΡΟΝ. μικρός σε μέγεθος αστερισμός του Νοτίου Ημισφαιρίου. Βλ. Κύων., Τίμιος Σταυρός: ΕΚΚΛΗΣ. στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός: η Ύψωση του ~ίου ~ού (: στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα το 336 μ.Χ.), αγκυλωτός σταυρός βλ. αγκυλωτός, Ερυθρός Σταυρός βλ. ερυθρός, ο σταυρός του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, πολεμικός σταυρός βλ. πολεμικός, το σημείο του σταυρού βλ. σημείο ● ΦΡ.: (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του: για τις δυστυχίες και τα βάσανα που υφίσταται κάποιος στη ζωή: ~ ~ κι ανεβαίνει τον Γολγοθά του. Θεέ μου, τι σταυρό σηκώνω; Με στωικότητα ~ ~ των άλλων., (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι (μτφ.-προφ.): για άνθρωπο τίμιο που ενεργεί αποκλειστικά με βάση τις ηθικές αξίες., κάνω τον σταυρό μου (προφ.) 1. σχηματίζω σταυρό με τον αντίχειρα, τον δείκτη και το μέσο δάχτυλο του δεξιού χεριού, ξεκινώντας από το μέτωπο, συνεχίζοντας στην κοιλιά, έπειτα στον δεξιό και, τέλος, στον αριστερό ώμο, ως λατρευτική κίνηση και για προστασία από το κακό: Κάνε τον ~ σου και μην ανησυχείς! Πβ. σταυροκοπιέμαι. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ευγνωμοσύνη, ευχή, απορία: Αντί να ~εις τον ~ σου που σώθηκες, κάθεσαι και παραπονιέσαι! Κάνε ~ σου να 'χουμε την υγειά μας. Είναι να ~εις τον ~ σου με αυτά που συμβαίνουν εδώ μέσα!, μα τον σταυρό! (προφ.): ως όρκος: Έτσι έγινε, ~ ~!, του Σταυρού (προφ.): η γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου): ανήμερα ~ ~., φιλώ σταυρό (προφ.): ορκίζομαι: Λες αλήθεια; φιλάς ~; [< μτγν. σταυρός]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.