Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [10360-10380]


  • βολτόμετρο βολ-τό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΦΥΣ. όργανο μέτρησης της τάσης ηλεκτρικού ρεύματος σε βολτ. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. voltmètre]
  • βολφράμιο βολ-φρά-μι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΧΗΜ. μέταλλο αργυρόλευκου χρώματος (σύμβ. W, Z 74) με υψηλό σημείο τήξης, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κραμάτων ανθεκτικών σε υψηλές θερμοκρασίες. ΣΥΝ. τουνγκστένιο [< γερμ. Wolfram]
  • βόμβα βόμ-βα ουσ. (θηλ.) {βομβών} 1. κοίλο βλήμα με εκρηκτική ύλη και πυροδοτικό μηχανισμό, το οποίο τοποθετείται σε κάποιο μέρος ή ρίχνεται συνήθ. από πολεμικό αεροσκάφος: αυτοσχέδια/εμπρηστική/έξυπνη/θερμοβαρική/τηλεκατευθυνόμενη/χημική/ωρολογιακή ~. ~ κενού. ~ απεμπλουτισμένου ουρανίου. (παλαιότ.) ~ με φιτίλι. Έκρηξη/ρίψη/τοποθέτηση ~ας. ~-φάρσα. Η ~ εξερράγη/έσκασε στα χέρια του τρομοκράτη. Έβαλαν ~. Ο πυροτεχνουργός απενεργοποίησε/εξουδετέρωσε τη ~. Βλ. κροτίδα, οβίδα, ρουκέτα, χειροβομβίδα. ΣΥΝ. μπόμπα (1) 2. (μτφ.) καθετί αρνητικό ή/και αναπάντεχο που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, αναστάτωση, αιφνιδιασμό, ανατροπή ή καταστροφή: (ως παραθετικό σύνθ.) αποκάλυψη/δήλωση/έκθεση/επιστολή/παραίτηση-~ (πβ. καταπέλτης). Μεταγραφική/οικολογική ~. Τοξική/ωρολογιακή ~ η μόλυνση του περιβάλλοντος. Είδηση που έπεσε/έσκασε σαν ~!|| Βλ. σεξο~. ● Υποκ.: βομβίδια (τα) {σπάν. στον εν. βομβίδιο}, βομβίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα βυθού: ΣΤΡΑΤ. ειδικά σχεδιασμένη να εκρήγνυται σε συγκεκριμένο βάθος εναντίον υποβρύχιων στόχων. Βλ. νάρκη, τορπίλη.|| (μτφ.) Χωματερές-~ες ~ού (: για θαλάσσια απόβλητα)., βόμβα διασποράς: όπλο που φέρει πολλά μικρά βομβίδια, τα οποία εκτοξεύονται σε μεγάλη έκταση και εκρήγνυνται στον αέρα ή στο έδαφος. [< αγγλ. cluster bomb, 1967] , βόμβα μολότοφ & (προφ.) μολότoφ & κοκτέιλ μολότοφ: αυτοσχέδια βόμβα από γυάλινο μπουκάλι με εύφλεκτο υγρό και στουπί στο στόμιο ως φιτίλι: Επίθεση με ~ ~ από ομάδα κουκουλοφόρων. Βλ. γκαζάκι. [< αγγλ. molotov (cocktail), 1940, ρωσ. ανθρ. M. W. Molotow] , βρόμικη βόμβα (προφ.): η οποία διαχέει ραδιενεργό υλικό, πυρηνική βόμβα. [< αγγλ. dirty bomb, 1955] , (βόμβα) ναπάλμ βλ. ναπάλμ, ατομική βόμβα βλ. ατομικός, βόμβα (πολλών) μεγατόνων βλ. μεγάτονος, βόμβα κοβαλτίου βλ. κοβάλτιο, βόμβα νετρονίου βλ. νετρόνιο, βόμβα υδρογόνου βλ. υδρογόνο, βραδυφλεγής βόμβα βλ. βραδυφλεγής, μετεωρολογική βόμβα βλ. μετεωρολογικός, πυρηνική βόμβα βλ. πυρηνικός [< ιταλ. bomba (ηχομιμητ.), αγγλ. bomb]
  • βομβάρδα βλ. μπομπάρδα
  • βομβαρδίζω βομ-βαρ-δί-ζω ρ. (μτβ.) {βομβάρδι-σε, -σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, βομβαρδίζ-οντας, -όμενος, βομβαρδι-σμένος} 1. ΣΤΡΑΤ. επιτίθεμαι κατά στόχου με χρήση βομβών ή άλλων βλημάτων: Το πυροβολικό και τα άρματα μάχης ~σαν την πόλη. ~στηκε φάλαγγα από εχθρικά αεροσκάφη. Περιοχές αμάχων έχουν ανηλεώς ~στεί. ~σμένο: τοπίο. Πβ. βάλλω.|| (μτφ.) Γήπεδο ~σμένο με δακρυγόνα/χημικά. 2. (μτφ.) ασκώ ασφυκτική πίεση σε κάποιον, συνήθ. προβάλλοντας κάτι κατ' επανάληψη: Τον ~σαν με ερωτήσεις/προτάσεις/τηλεφωνήματα. Ο χρήστης του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ~εται από/με σπαμ. Πβ. κατακλύζω, πολιορκώ, σφυροκοπώ. 3. ΦΥΣ. ΠΥΡ. κατευθύνω ραδιενεργά ιόντα ή υψηλής ενέργειας σωματίδια προς ορισμένο στόχο: Όταν ο πυρήνας ενός ατόμου ουρανίου ~εται από ένα νετρόνιο, προκαλείται σχάση.|| (ΙΑΤΡ.) Όγκος που ~στηκε με ακτίνες. [< γαλλ. bombarder]
  • βομβαρδισμός βομ-βαρ-δι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΣΤΡΑΤ. επίθεση κατά στόχου με βόμβες ή άλλα βλήματα: ανελέητος/στρατηγικός/σφοδρός ~. ~ αμάχων/κατοικημένων περιοχών. Θύματα ~ού. Αεροπορικοί ~οί. Πβ. σφυροκόπημα. 2. (μτφ.) συνεχής, επίμονη, πιεστική προβολή αρνητικών συνήθ. στοιχείων: ~ διαφημίσεων/ερωτήσεων/μηνυμάτων. ~ από/με πληροφορίες. ΣΥΝ. βροχή (2), καταιγισμός (1) 3. ΦΥΣ. ΠΥΡ. εκτόξευση στοιχειωδών σωματιδίων προς συγκεκριμένο στόχο. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. bombardement]
  • βομβαρδιστής βομ-βαρ-δι-στής ουσ. (αρσ.): ΣΤΡΑΤ. (παλαιότ.) αυτός που βομβαρδίζει. [< γαλλ. bombardier]
  • βομβαρδιστικό βομ-βαρ-δι-στι-κό ουσ. (ουδ.): ΣΤΡΑΤ. πολεμικό αεροσκάφος ειδικά σχεδιασμένο για μεταφορά και ρίψη βομβών ή πυραύλων: βαριά/στρατηγικά ~ά. Καταδιωκτικό-~. [< γαλλ. bombardier, 1933]
  • βομβαρδιστικός , ή, ό βομ-βαρ-δι-στι-κός επίθ.: ΣΤΡΑΤ. που σχετίζεται με τον βομβαρδισμό: ~ή: επίθεση. ~ό: αεροσκάφος.|| (σπάν.-μτφ.) ~ές: ερωτήσεις.
  • βομβητής βομ-βη-τής ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρομαγνητική συσκευή ηχητικής ειδοποίησης: ασύρματος/ηλεκτρονικός/προειδοποιητικός ~. ~ υπενθύμισης. ΣΥΝ. μπίπερ [< πβ. μτγν. βομβητής ‘μελίσσι που βουίζει’, αγγλ. buzzer]
  • βομβίδα βομ-βί-δα ουσ. (θηλ.): ΣΤΡΑΤ. βόμβα μικρού μεγέθους: ~ες κρότου-λάμψης. Εκτοξευτές ~ων. Βλ. οπλο~, χειρο~. [< γαλλ. grenade]
  • βομβιστής βομ-βι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. βομβίστρια}: πρόσωπο που τοποθετεί εκρηκτικούς μηχανισμούς.
  • βομβιστικός , ή, ό βομ-βι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον βομβιστή και γενικότ. την τοποθέτηση βόμβας: ~ός: μηχανισμός. ~ή: απόπειρα/ενέργεια/επίθεση. ~ό: χτύπημα. Βλ. -ιστικός1.
  • βόμβος βόμ-βος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): βούισμα, βουητό. [< αρχ. βόμβος (ηχομιμητ.)]
  • βομβύκιο βομ-βύ-κι-ο ουσ. (ουδ.) (απαρχαιωμ.): ΖΩΟΛ. κουκούλι. [< αρχ. βομβύκιον]
  • βοναπαρτισμός βο-να-παρ-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. απολυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης ενός κράτους από στρατιωτικό συνήθ. ηγέτη που χαίρει λαϊκής υποστήριξης και κατ' επέκτ. κάθε αυταρχική άσκηση εξουσίας: καισαρισμός και ~. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. bonapartisme]
  • βοντβίλ βοντ-βίλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΘΕΑΤΡ. ανάλαφρη κωμωδία με κύριο χαρακτηριστικό τις ανατροπές της πλοκής, τις παρεξηγήσεις καθώς και τις σκαμπρόζικες καταστάσεις· (παλαιότ.) είδος που συνδύαζε τραγούδι και χορό. Βλ. μπουλβάρ, μπουρλέσκ. [< γαλλ. vaudeville] ΒΟΝΤΒΙΛ
  • βοοειδή [βοοειδῆ] βο-ο-ει-δή ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. βοοειδές}: ΖΩΟΛ. ομάδα μεγαλόσωμων τετράποδων μηρυκαστικών (επιστ. ονομασ. Bovidae) που έχουν κέρατα (βόδια, βουβάλια, αντιλόπες, βίσονες): ~ γαλακτοπαραγωγής/κρεατοπαραγωγής. Βλ. αιγο-, προβατο-ειδή. [< μτγν. βοοειδής ‘που μοιάζει με βόδι’, γαλλ. bovidés]
  • βοοτροφία βο-ο-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΖΩΟΤ. εκτροφή βοοειδών. Βλ. -τροφία. [< μεσν. βοοτροφία]
  • βοοτροφικός , ή, ό βο-ο-τρο-φι-κός επίθ. (επίσ.): που σχετίζεται με τη βοοτροφία.

αιγο- & αιγό-

αιγο- & αιγό- (λόγ.) & (προφ.) γιδο- & γιδό-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στην κατσίκα: αιγο-βοσκός/~ειδή/~τροφία. Αιγό-κλημα. Γιδο-πρόβατα.

ατομικός

ατομικός, ή, ό [ἀτομικός] α-το-μι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στο άτομο ή σχετίζεται με αυτό: ~ός: (ΣΤΡΑΤ.) οπλισμός (: του κάθε στρατιώτη)/φάκελος (μαθητή/υπαλλήλου). ~ή: ασφάλεια/δράση/έκθεση/επιλογή/επιχείρηση/εργασία/θέρμανση (= αυτόνομη)/πίτσα/προσπάθεια/πρωτοβουλία/σύμβαση/συσκευασία/χρήση/ψυχοθεραπεία. ~ό: βιβλιάριο/δελτίο (υγείας). ~ές: δαπάνες/ελευθερίες. ~ά: στοιχεία. Σε ~ή βάση. Σε ~ό επίπεδο. ~ές διαφορές στη μάθηση. ~ά και κοινωνικά δικαιώματα. Βλ. ενδο~, υπερ~. ΣΥΝ. ιδιαίτερος (1), προσωπικός (1) ΑΝΤ. ομαδικός (2), συλλογικός 2. ΑΘΛ. που αφορά μόνο έναν ή συγκεκριμένο αθλητή: ~ή: διάκριση/επίδοση/προπόνηση. ~ό: άθλημα/παιχνίδι. Κάθε χρόνο βελτιώνει το ~ό της ρεκόρ. 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που αναφέρεται στο άτομο της ύλης ή σχετίζεται με αυτό: ~ή: φυσική. ~ό: εργοστάσιο. ~ό: ρολόι (καισίου). Πβ. πυρηνικός. Βλ. μονο~, δι~, τρι~, πολυ~.|| (ΦΥΣ.-ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ~ χρόνος. ● επίρρ.: ατομικά ● ΣΥΜΠΛ.: ατομικά όπλα: πυρηνικά όπλα., ατομική βόμβα 1. βόμβα από ραδιενεργή ύλη με ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση του ατόμου: ~ ~ ουρανίου/πλουτωνίου. Δοκιμή/κατοχή/ρίψη ~ής ~ας. ~ές ~ες και βόμβες υδρογόνου. ~ ~ πολλών μεγατόνων. Πβ. όπλα μαζικής καταστροφής. ΣΥΝ. πυρηνική βόμβα 2. (μτφ.) συνταρακτική πληροφορία ή εξέλιξη: Η είδηση έσκασε σαν ~ ~. [< αγγλ. atom(ic) bomb, 1914, γαλλ.  bombe atomique, 1945] , ατομική ενέργεια 1. ΑΘΛ. (σε ομαδικό άθλημα) ενέργεια που γίνεται αποκλειστικά από έναν παίκτη: Πέτυχε το νικητήριο γκολ με ~ ~. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. πυρηνική ενέργεια. [< 2: αγγλ. atomic energy, 1922] , ατομική θεωρία (η): ΦΙΛΟΣ. ατομοκρατία, ατομισμός., ατομική μάζα & σχετική ατομική μάζα: ΧΗΜ. η σχέση της μάζας του ατόμου ενός στοιχείου ως προς το δωδέκατο της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< γαλλ. masse atomique] , ατομικό βάρος: ΧΗΜ. η μάζα του ατόμου ενός στοιχείου υπολογισμένη σε μονάδες ατομικής μάζας. [< γαλλ. poids atomique] , ατομικός αριθμός (σύμβ. Z): ΧΗΜ. ο αριθμός των πρωτονίων του πυρήνα του ατόμου ενός χημικού στοιχείου που δηλώνει και τη θέση του στο περιοδικό σύστημα: ~ ~ του νατρίου/ουρανίου/πυριτίου. [< γαλλ. nombre/numéro atomique] , μονάδα ατομικής μάζας: ΧΗΜ. μονάδα που ισούται με το 1/12 της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< αγγλ. atomic mass unit, 1955] , σύνθετο ατομικό: ΑΘΛ. σύνολο αγωνισμάτων της ρυθμικής ή ενόργανης γυμναστικής, στα οποία διαγωνίζεται ένας αθλητής και νικητής αναδεικνύεται εκείνος που συγκεντρώνει το υψηλότερο άθροισμα στη συνολική βαθμολογία του: ~ ~ ανδρών/γυναικών/κορασίδων/νεανίδων/παίδων., ατομική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, ατομικό καλοριφέρ βλ. καλοριφέρ, μικροσκόπιο ατομικής δύναμης βλ. μικροσκόπιο [< 1,2: γαλλ. individuel, personnel 3: γαλλ. atomique, αγγλ. atomic]

βραδυφλεγής

βραδυφλεγής, ής, ές βρα-δυ-φλε-γής επίθ. {βραδυφλεγ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.) 1. που καίγεται αργά: ~ές: ύφασμα. ~ή: υλικά. Βλ. άφλεκτος. ΣΥΝ. βραδύκαυστος ΑΝΤ. εύφλεκτος (1) 2. (μτφ.) που αργεί να εκφραστεί, να ξεσπάσει: ~ής: αντίδραση. ● επίρρ.: βραδυφλεγώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: βραδυφλεγής βόμβα (μτφ.): για οτιδήποτε αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, εκδηλώνεται σιγά-σιγά και παίρνει τελικά εκρηκτικές διαστάσεις: ~ ~ η ανεργία. Οι χωματερές αποτελούν βραδυφλεγή ~ για το περιβάλλον. [< αγγλ. slow-burning, γαλλ. à combustion lente]

γκαζάκι

γκαζάκι γκα-ζά-κι ουσ. (ουδ.) 1. οικιακή μικροσυσκευή για πρόχειρο μαγείρεμα ή παρασκευή αφεψημάτων που λειτουργεί με μικρή φιάλη υγραερίου ή, συνήθ., βουτανίου· συνεκδ. η ίδια η φιάλη: ~ του καφέ. Ανάβω το ~. Έβαλε το μπρίκι στο ~. Πβ. καμινέτο. Βλ. γκάζι. 2. {συνήθ. στον πληθ.} αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός που κατασκευάζεται με το αντίστοιχο φιαλίδιο: εμπρησμός/επίθεση με ~ια. Εξερράγησαν ~ια. Βλ. βόμβα μολότοφ.γκαζάκια (τα): (παλαιότ.) γκαζές.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-ιστικός1

-ιστικός1, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ακτιβ~/αλτρου~/ανθρωπ~/βουδ~/υπαρξ~.|| (μειωτ.) Αμοραλ~/αριβ~/ατομ~. Βλ. -ικός.

κοβάλτιο

κοβάλτιο κο-βάλ-τι-ο ουσ. (ουδ.) {κοβαλτί-ου}: ΧΗΜ. αργυρόλευκο μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Co, Ζ 27) με μαγνητικές ιδιότητες, το οποίο υπάρχει και στον οργανισμό ως ιχνοστοιχείο: θειικό/χλωριούχο ~. Σίδηρο, νικέλιο και ~. Ισότοπο του ~ου (= το ραδιενεργό ~-60). Οξείδια ~ου.|| Μπλε/πράσινο (του) ~ου (= χρωστική ουσία, μείγμα οξειδίων ~ου και αργιλίου). Βλ. κομπάλτ. ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα κοβαλτίου: πηγή που εκπέμπει ακτινοβολία Χ από κοβάλτιο -60 και χρησιμοποιείται στην ακτινοθεραπεία καρκινικών όγκων. [< αγγλ. cobalt bomb, 1954] [< γερμ. Kobalt, γαλλ.-αγγλ. cobalt]

κροτίδα

κροτίδα κρο-τί-δα ουσ. (θηλ.): πυροτέχνημα με μικρή ποσότητα εκρηκτικής ουσίας για πρόκληση κρότου: αυτοσχέδια ~. Έκρηξη/ρίψη ~ας. ~ες ήχου. Πβ. βαρελότο, στρακαστρούκα. Βλ. βεγγαλικό, φωτοβολίδα. [< γαλλ. pétard]

μεγάτονος

μεγάτονος με-γά-το-νος ουσ. (αρσ.) {μεγατόν-ου} (σύμβ. ΜΤ): ΦΥΣ. ΠΥΡ. -ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της ενέργειας που απελευθερώνεται κατά την πυρηνική έκρηξη, ίση με ένα εκατομμύριο τόνους τρινιτροτολουόλης: βόμβα (ισχύος) ενός ~ου.|| (μτφ.) ~οι άχρηστων πληροφοριών. ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα (πολλών) μεγατόνων (μτφ.): αρνητικό, συνήθ., και αιφνίδιο γεγονός που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, φέρνει αναστάτωση ή/και ανατρέπει τα δεδομένα: μεταγραφική ~ ~. ~ ~ αναμένεται να σκάσει στα τηλεοπτικά δρώμενα/στο χρηματιστήριο. ● ΦΡ.: πολλών μεγατόνων/ρίχτερ/ντεσιμπέλ βλ. πολύς, πολλή, πολύ [< γαλλ. mégatonne, περ. 1950, αγγλ. megaton, 1952]

μετεωρολογικός

μετεωρολογικός, ή, ό με-τε-ω-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΜΕΤΕΩΡ. που αναφέρεται στη μετεωρολογία και κατ' επέκτ. στον καιρό: ~ός: δορυφόρος/σταθμός. ~ές: παράμετροι (π.χ. θερμοκρασία, άνεμος, σχετική υγρασία, ατμοσφαιρική πίεση, νέφη)/παρατηρήσεις/προβλέψεις/προγνώσεις. ~ά: δεδομένα/μοντέλα/όργανα (βλ. ανεμό-, βαρό-, θερμό-, υγρό-μετρο)/φαινόμενα (= καιρικά, βλ. βροχή, καταιγίδα, χαλάζι, χιονόπτωση). Βλ. κλιματολογικός, υδρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Μετεωρολογική Υπηρεσία (συντομ. ΕΜΥ): κρατική υπηρεσία με κύριο έργο την πρόγνωση του καιρού., μετεωρολογική βόμβα (μτφ.): βαρομετρικό χαμηλό που συνοδεύεται από σφοδρότατους ανέμους και ισχυρές βροχοπτώσεις. Βλ. κυκλώνας., μετεωρολογικός κλωβός: άσπρο ξύλινο κιβώτιο το οποίο στηρίζεται σε μεταλλική συνήθ. βάση, ύψους ενάμισι περίπου μέτρου από το έδαφος, και βρίσκεται εγκατεστημένο σε εξωτερικό χώρο, μέσα στο οποίο προφυλάσσονται από τον ήλιο και τη βροχή διάφορα μετεωρολογικά όργανα., μετεωρολογικός χάρτης: γεωγραφικός χάρτης μικρής κλίμακας στον οποίο σημειώνονται οι θέσεις και τα όρια των μετεωρολογικών σταθμών και περιοχών αντιστοίχως και αναγράφονται, με διεθνή σύμβολα και αριθμούς, οι εκάστοτε επικρατούσες καιρικές συνθήκες: ~ ~ της Ελλάδας., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο [< αρχ. μετεωρολογικός, γαλλ. météorologique, αγγλ. meteorological]

-μετρο

-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

μπομπάρδα

μπομπάρδα μπο-μπάρ-δα ουσ. (θηλ.) & βομβάρδα (παλαιότ.) 1. ΝΑΥΤ. παραδοσιακός τύπος ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου: τρικάταρτη ~. 2. ΣΤΡΑΤ. είδος κανονιού που συνήθ. εκτόξευε πέτρινα ή σιδερένια βλήματα. ΣΥΝ. λουμπάρδα 3. ΜΟΥΣ. ξύλινο βαθύφωνο πνευστό όργανο με διπλό καλαμένιο γλωσσίδι. [< μεσν. μπομπάρδα]

μπουλβάρ

μπουλβάρ μπουλ-βάρ ουσ. (ουδ.): ΘΕΑΤΡ. κωμικό ή δραματικό ελαφρό θέατρο που αντλεί τα θέματά του από την αστική ζωή. Βλ. βοντβίλ. ΣΥΝ. βουλεβάρτο (2) [< γαλλ. boulevard]

ναπάλμ

ναπάλμ να-πάλμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} : ΧΗΜ. εύφλεκτη ζελατινώδης ουσία με βάση το πετρέλαιο. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: (βόμβα) ναπάλμ : εμπρηστική βόμβα με γόμωση από ναπάλμ, η οποία ρίχνεται συνήθ. από πολεμικά αεροσκάφη. [< αγγλ. napalm bomb, 1945] [< αγγλ. napalm, 1942 < na(phthene) + palm(itate)]

νετρόνιο

νετρόνιο νε-τρό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {νετρονί-ου | -ων}: ΦΥΣ. πυρηνικό σωματίδιο χωρίς ηλεκτρικό φορτίο, με περίπου την ίδια μάζα με αυτή του πρωτονίου (σύμβ. n): ελεύθερα ~α. Πρωτόνιο, ηλεκτρόνιο, ~ (: τα δομικά σωματίδια της ύλης). ~α υψηλής/χαμηλής ενέργειας. Βομβαρδισμός πυρήνα με ~α. Ανάκλαση/αντιδράσεις/γεννήτρια/δέσμες/ροή/σκέδαση/φασματοσκοπία ~ων. Αντιδραστήρας ταχέων/θεωρία διάχυσης ~ων. Θεραπεία με ραδιενεργό ενσωμάτωση ~ου. Ο αριθμός των ~ων καθορίζει το ισότοπο ενός στοιχείου. Βλ. αδρόνιο, αντι~, κουάρκ, νουκλεόνιο. ΣΥΝ. ουδετερόνιο ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα νετρονίου: ΣΤΡΑΤ. πυρηνικό όπλο κατά την έκρηξη του οποίου παράγεται τεράστια ακτινοβολία νετρονίων που καταστρέφει κυρ. τους ζωντανούς οργανισμούς. [< αγγλ. neutron bomb, 1959] , άστρο/αστέρας νετρονίων βλ. αστέρας [< γαλλ. neutron, 1912, αγγλ. ~, 1921]

πυρηνικός

πυρηνικός, ή, ό πυ-ρη-νι-κός επίθ. 1. ΦΥΣ. -ΤΕΧΝΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου, στην ενέργεια που εκλύει, στη χρήση ή στις επιπτώσεις της: ~ός: εφιάλτης/κίνδυνος/μαγνητικός συντονισμός (βλ. μαγνητική τομογραφία)/όλεθρος/πύραυλος/τομέας/τρόμος/φυσικός. ~ή: ακτινοβολία/απειλή/ασφάλεια/βιομηχανία/δοκιμή/εγκατάσταση/έκρηξη/επίθεση/εποχή/έρευνα/ισχύς/καταστροφή/κρίση/μηχανική/στρατηγική/σύγκρουση/συνεργασία/τεχνολογία/υπεροχή/χημεία. ~ό: δόγμα/δυναμικό/δυστύχημα/εργοστάσιο/καταφύγιο/οπλοστάσιο/πρόγραμμα/σύννεφο/υλικό/υποβρύχιο/φορτίο/χτύπημα. ~ά: καύσιμα/περιστατικά/σχέδια. ~ σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πβ. ατομικός. Βλ. αντι~. 2. ΒΙΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου: ~ός: πόρος/σκελετός/υποδοχέας/φάκελος (: το περίβλημα του πυρήνα). ~ή: άτρακτος/διαίρεση/μεταμόσχευση/πλάκα. ~ό: αντιγόνο/DNA/περίβλημα. ~ές: πρωτεΐνες. ~ή ατυπία όγκου.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: ίκτερος. 3. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την πυρηνική ιατρική: ~ός: γιατρός. ~ή: καρδιολογία/ογκολογία. ● Ουσ.: πυρηνικά (τα) (προφ.): ενν. όπλα ή εργοστάσια: διαπραγματεύσεις/συνομιλίες για τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρηνικά όπλα: πολύ ισχυρά όπλα με μεγάλη εκρηκτική και καταστροφική δύναμη, η οποία οφείλεται στην απελευθέρωση τεράστιας ποσότητας ενέργειας μέσω πυρηνικής αντίδρασης: το κύμα κρούσης/η ραδιενέργεια/η φωτεινή ακτινοβολία των ~ών ~ων (βλ. μανιτάρι). Διασπορά ~ών ~ων. Συνθήκη μη Διάδοσης ~ών ~ων (βλ. αποπυρηνικοποίηση). Χώρα που αναπτύσσει/διαθέτει/κατασκευάζει ~ ~. Βλ. απεμπλουτισμένο ουράνιο, όπλα μαζικής καταστροφής. [< αγγλ. nuclear weapons] , πυρηνική βόμβα: βόμβα με πολύ μεγάλη ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση ή συνήθ. τη σύντηξη ατόμων. Πβ. ατομική βόμβα, βόμβα νετρονίου, βόμβα υδρογόνου. ΣΥΝ. βρόμικη βόμβα [< αγγλ. nuclear bomb] , πυρηνική δύναμη 1. χώρα που έχει στην κατοχή της ατομικές βόμβες, πυρηνικά όπλα. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. δύναμη που συγκρατεί ενωμένα τα σωματίδια του ατομικού πυρήνα., πυρηνική ενέργεια: ΦΥΣ. ΠΥΡ. που απελευθερώνεται κατά τη διάσπαση (σχάση) ή την ένωση (σύντηξη) των πυρήνων βαρέων ισοτόπων (συνήθ. ραδιοϊσότοπα U-235 και Pu-239): ειρηνική/πολεμική χρήση της ~ής ~ας. Εγκαταστάσεις/εργοστάσιο/σταθμός ~ής ~ας (βλ. πυρηνικός αντιδραστήρας). ΣΥΝ. ατομική ενέργεια (2), πυρηνική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που κάνει χρήση ραδιενεργών υλικών για διαγνωστικούς, θεραπευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς: Ελληνική Εταιρεία ~ής ~ής και Βιολογίας. [< αγγλ. nuclear medicine, 1952] , πυρηνική κεφαλή: το μπροστινό μέρος του πυραύλου, του οποίου η έκρηξη προκαλείται από πυρηνική ενέργεια· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο πύραυλος. [< αγγλ. nuclear warhead, 1954] , πυρηνική οικογένεια: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. στοιχειώδης κοινωνική ομάδα που αποτελείται από τους γονείς και τα παιδιά τους, οι οποίοι ζουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη: παραδοσιακή ~ ~. Βλ. εκτεταμένη/διευρυμένη οικογένεια, ελεύθερη ένωση, μονογονεϊκή οικογένεια. [< αγγλ. nuclear family, 1924] , πυρηνική σύντηξη: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τεχνητή ένωση πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων που οδηγεί στον σχηματισμό βαρύτερων με ταυτόχρονη απελευθέρωση ενέργειας: ελεγχόμενη ~ ~. Αντιδράσεις/αξιοποίηση/πειράματα/πλεονεκτήματα της ~ής ~ης. ΑΝΤ. πυρηνική σχάση [< αγγλ. nuclear fusion, 1952] , πυρηνική φυσική: ΦΥΣ. ΠΥΡ. κλάδος που μελετά τη δομή και τη σύσταση του πυρήνα των ατόμων και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτόν: θεωρητική/πειραματική ~ ~. Ατομική και ~ ~. [< αγγλ. nuclear physics, 1933] , πυρηνικός αντιδραστήρας & ατομικός αντιδραστήρας: ΦΥΣ. ΠΥΡ. εγκατάσταση μέσα στην οποία γίνεται ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση σχάσης των πυρήνων ραδιενεργών υλικών για την παραγωγή θερμότητας ή ακτινοβολίας: ατύχημα/διαρροή/έκρηξη σε ~ό ~α. Βλ. πλουτώνιο. [< αγγλ. nuclear reactor, 1945] , βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος βλ. πόλεμος, πυρηνική αντίδραση βλ. αντίδραση, πυρηνική μεμβράνη βλ. μεμβράνη, πυρηνική ομπρέλα βλ. ομπρέλα, πυρηνική σχάση βλ. σχάση, πυρηνικός σταθμός βλ. σταθμός, πυρηνικός χειμώνας βλ. χειμώνας, ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα βλ. ραδιενεργός [< γαλλ. nucléaire, αγγλ. nuclear]

-τροφία

-τροφία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε εκτροφή ζώων: αγελαδο~/βοο~/κονικλο-/κτηνο-/πτηνο~/χοιρο~.|| Iχθυο~ (πβ. -καλλιέργεια, -κομία).|| Σηρο~. Βασιλο~.

υδρογόνο

υδρογόνο [ὑδρογόνο] υ-δρο-γό-νο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. άχρωμο, άοσμο και εύφλεκτο αέριο χημικό στοιχείο (σύμβ. Η, Z 1), το ελαφρύτερο από όλα τα αέρια, το οποίο υπάρχει στη μεγαλύτερη ποσότητα στο Σύμπαν και βρίσκεται σε ενώσεις, όπως το νερό ή το πετρέλαιο: υγρό ~. Αυτοκίνητο ~ου. Βλ. αντι~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρύ υδρογόνο: ΧΗΜ. δευτέριο. [< αγγλ. heavy hydrogen, 1933] , βόμβα υδρογόνου & θερμοπυρηνική βόμβα & βόμβα σύντηξης: όπλο μαζικής καταστροφής, η καταστρεπτική δύναμη του οποίου βασίζεται στη θερμοπυρηνική αντίδραση των ατόμων του υδρογόνου. Πβ. πυρηνική βόμβα. ΣΥΝ. υδρογονοβόμβα [< αγγλ. hydrogen bomb, 1947] , υπεροξείδιο του υδρογόνου: ΧΗΜ. άχρωμο παχύρρευστο υγρό με ισχυρή οξειδωτική δράση (σύμβ. H2O2), το υδατικό διάλυμα του οποίου είναι το οξυζενέ και χρησιμοποιείται σε απολυμαντικά και λευκαντικά. [< αγγλ. hydrogen peroxide] [< γαλλ. hydrogène, αγγλ. hydrogen]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.